Language of document : ECLI:EU:F:2010:159

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση F-87/08

Gisela Schuerings

κατά

Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης — Έκτακτος υπάλληλος — Σύμβαση αορίστου χρόνου — Απόλυση — Απαίτηση έγκυρου λόγου — Κατάργηση θέσεως — Καθήκον αρωγής — Τοποθέτηση σε νέα θέση»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία η G. Schuerings ζητεί, κατ’ ουσίαν, να ακυρωθεί η απόφαση του ETF, της 23ης Οκτωβρίου 2007, περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της από την 31η Αυγούστου 2008, και να υποχρεωθεί το ETF να της καταβάλει αποζημίωση για τη ζημία και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

Απόφαση: Η απόφαση περί απολύσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 23ης Οκτωβρίου 2007 ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το ETF φέρει τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Λόγοι ακυρώσεως

2.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου — Μείωση του φάσματος δραστηριοτήτων ενός οργανισμού της Ένωσης — Υποχρέωση να εξετάζεται η δυνατότητα τοποθετήσεως σε νέα θέση του οικείου υπαλλήλου

3.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Βλάβη που προκαλείται από παράνομη απόλυση — Ικανοποίηση της ηθικής βλάβης — Προϋποθέσεις

1.      Το γεγονός ότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, εκτός από την περίπτωση στην οποία αποτελεί έκφραση ειδικών δικαιωμάτων, δεν καθιστά, κατά συνέπεια, απαράδεκτο ένα λόγο, ή σκέλος λόγου, που αντλείται από την παραβίασή της, με αποτέλεσμα να μην εξετάζονται τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου, ή του σκέλους του λόγου. Συγκεκριμένα, μόνον επί τη ευκαιρία της εξετάσεως των επιχειρημάτων αυτών επί της ουσίας είναι δυνατόν να καθορισθεί κατά πόσον η διοίκηση προσέβαλε ενδεχομένως ένα ειδικό δικαίωμα που αποτελεί έκφραση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

(βλ. σκέψη 39)

2.      Η μείωση του φάσματος δραστηριοτήτων ενός οργανισμού της Ένωσης μπορεί να θεωρηθεί ότι ενδέχεται να συνιστά βάσιμο λόγο απολύσεως εργαζόμενου με σύμβαση αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση, εντούτοις, ότι ο εν λόγω οργανισμός δεν διαθέτει θέση στην οποία θα μπορούσε να τοποθετηθεί ο συγκεκριμένος υπάλληλος. Μόνο στην τελευταία αυτή περίπτωση θα είναι δικαιολογημένη μια απόλυση λόγω του περιορισμού της δραστηριότητας του οικείου οργανισμού.

Συναφώς, είναι άνευ σημασίας το κατά πόσον εσωτερικοί κανόνες προβλέπουν ειδικές διαδικασίες επιλογής σε περίπτωση υπάρξεως κενής θέσεως για εσωτερικές μεταθέσεις των υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, προτού δημοσιευθεί η ύπαρξη κενής θέσεως προκειμένου να καλυφθεί μέσω εσωτερικής μεταθέσεως, η διοίκηση έχει πάντα τη δυνατότητα να προβεί αυτεπαγγέλτως σε νέα τοποθέτηση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τούτο δε χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι οι υπάλληλοι που τοποθετούνται σε άλλη θέση με πρωτοβουλία της διοικήσεως δεν τελούν στην ίδια κατάσταση με εκείνους που ζητούν να μετατεθούν. Εξίσου άνευ σημασίας είναι το γεγονός ότι ελήφθησαν συνοδευτικά μέτρα. Πράγματι, καίτοι η εφαρμογή τους συνδέεται αδιαμφισβήτητα με το καθήκον αρωγής, το οποίο οφείλει εξάλλου να τηρεί ένας οργανισμός, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να απαλλάξει την αρμόδια αρχή από την υποχρέωση να βασίζει τις αποφάσεις της περί απολύσεως σε έγκυρους λόγους.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, προτού ένας οργανισμός της Ένωσης προβεί σε απόλυση εργαζόμενου με σύμβαση αορίστου χρόνου, με την αιτιολογία ότι τα καθήκοντα που είχε ο εν λόγω υπάλληλος καταργήθηκαν ή ανατέθηκαν σε άλλη μονάδα, ο οργανισμός αυτός οφείλει να εξετάσει κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος μπορεί να τοποθετηθεί εκ νέου σε άλλη θέση που υφίσταται ή που πρόκειται προσεχώς να δημιουργηθεί κατόπιν, ιδίως, της αναθέσεως νέων αρμοδιοτήτων στον συγκεκριμένο οργανισμό.

Κατά την εξέταση αυτή, η διοίκηση οφείλει να σταθμίσει το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο επιτάσσει να προσληφθεί το ικανότερο άτομο προκειμένου να καλύψει τη θέση που υφίσταται ή πρόκειται να δημιουργηθεί προσεχώς, με το συμφέρον του υπαλλήλου του οποίου η απόλυση εξετάζεται. Επί τούτου, η διοίκηση πρέπει να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της εξουσίας της εκτιμήσεως, διάφορα κριτήρια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις της θέσεως σε σχέση με τα προσόντα και τις ικανότητες του υπαλλήλου, το γεγονός ότι η σύμβαση εργασίας του οικείου υπαλλήλου διευκρινίζει ή όχι ότι προσελήφθη προκειμένου να καλύψει συγκεκριμένη θέση, τις εκθέσεις του αξιολογήσεως καθώς και την ηλικία του, την προϋπηρεσία και τον αριθμό των υπολειπόμενων ετών για τα οποία πρέπει αυτός να καταβάλλει εισφορές ούτως ώστε να μπορέσει να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

(βλ. σκέψεις 59 έως 63)

Παραπομπή:

ΔΔΔEE: 25 Ιανουαρίου 2007, F‑55/06, de Albuquerque κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑35 και II‑A‑1‑183, σκέψεις 93 και 94· 24 Απριλίου 2008, F‑74/06, Λογγινίδης κατά Cedefop, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑125 και II‑A‑1‑655, σκέψη 138

3.      Καίτοι κάθε απόλυση μπορεί, εκ φύσεως, να προκαλέσει στον απολυθέντα υπάλληλο αισθήματα απόρριψης, απογοήτευσης και αβεβαιότητας για το μέλλον, το γεγονός ότι ο δικαστής της Ένωσης έκρινε παράνομη την απόλυση δεν συνεπάγεται αυτομάτως δικαίωμα σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Συγκεκριμένα, μόνον οσάκις συντρέχουν ειδικές περιστάσεις μπορεί να διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά ενός εργοδότη επηρέασε ηθικώς τον υπάλληλο, καθ’ υπέρβαση των όσων είθισται να βιώνει κάποιος που απολύεται, ιδίως όταν ο εν λόγω εργοδότης βασίσθηκε σε λόγους που εμπεριέχουν αξιολόγηση των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου αυτού, ικανή να τον θίξει.

(βλ. σκέψη 73)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑277 και II‑1267, σκέψη 91