Language of document : ECLI:EU:C:2013:473

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 11ης Ιουλίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑394/12

Shamso Abdullahi

κατά

Bundesasylamt

[αίτηση του Asylgerichtshof (Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαίωμα ασύλου – Άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 343/2003 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου – Αίτηση ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος κατόπιν διαδοχικής εισόδου στην Ένωση από δύο κράτη μέλη – Αποτέλεσμα της αναδοχής από το κράτος μέλος της δεύτερης εισόδου – Δικαίωμα του αιτούντος να αντιταχθεί στην αναδοχή από το τελευταίο κράτος μέλος – Έκταση του προβλεπόμενου στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 δικαστικού ελέγχου – Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑411/10 και C‑493/10, N.S. κ.λπ.»





1.        Η υπό κρίση υπόθεση προσφέρει εκ νέου την ευκαιρία στο Δικαστήριο να αναπτύξει περαιτέρω τη νομολογία του σε σχέση με τον κανονισμό (ΕΚ) 343/2003 (2), εν προκειμένω κυρίως σε σχέση με την έκταση του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 και την εφαρμογή του κριτηρίου του κανονισμού 343/2003 που αναθέτει την ευθύνη της εξετάσεως αιτήσεως ασύλου στο κράτος μέλος στο οποίο ο αιτών εισήλθε παρανόμως. Ακόμη, τίθεται ξανά το ζήτημα των κρατών μελών που τελούν σε κατάσταση όπως αυτή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N.S. κ.λπ. (3).

2.        Θα προτείνω στο Δικαστήριο ερμηνεία βάσει της οποίας η έκταση του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 προσδιορίζεται στενά, με συνέπεια να παρέλκει η απάντηση στα λοιπά ερωτήματα, επί των οποίων όμως, μόνον επικουρικώς, θα διατυπώσω τη θέση μου. Υπ’ αυτό το πνεύμα, η υπόθεση θα παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να θέσει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κριτηρίων του εν λόγω κανονισμού στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες κρίνεται ότι το καταρχήν υπεύθυνο κράτος μέλος δεν μπορεί να αποτελέσει το υπεύθυνο κράτος μέλος για λόγους που αφορούν την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

I –    Κανονιστικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 343/2003

3.        Το άρθρο 1 του κανονισμού ορίζει ότι ο κανονισμός «θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας».

4.        Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 343/2003 έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση ασύλου που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας σε οποιοδήποτε από αυτά, είτε στα σύνορα είτε εντός του εδάφους του. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ.

2.       Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να εξετάζει αίτηση ασύλου που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτή την ευθύνη. Ενδεχομένως, ενημερώνει το κράτος μέλος που ήταν προηγουμένως υπεύθυνο, το κράτος μέλος που διεξάγει διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους ή το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του αιτούντος.»

5.        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, «[η] διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους [δυνάμει του παρόντος κανονισμού] κινείται μόλις υποβληθεί για πρώτη φορά αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος».

6.        Στο κεφάλαιο III (άρθρα 5 έως 14) του κανονισμού 343/2003, που φέρει τον τίτλο «Ιεράρχηση των κριτηρίων», απαριθμούνται τα κριτήρια που είναι κρίσιμα για τον προσδιορισμό του «υπεύθυνου κράτους μέλους» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού.

7.        Το άρθρο 16, με το οποίο αρχίζει το κεφάλαιο V του κανονισμού 343/2003 («Αναδοχή και εκ νέου ανάληψη»), ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«1.       Το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου δυνάμει του παρόντος κανονισμού υποχρεούται:

α)      να αναδέχεται, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 17 έως 19, αιτούντα άσυλο ο οποίος υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος·

β)      να ολοκληρώσει την εξέταση της αίτησης ασύλου·

γ)      να αναλαμβάνει εκ νέου […] αιτούντα άσυλο η αίτηση του οποίου τελεί υπό εξέταση και ο οποίος ευρίσκεται χωρίς να έχει λάβει άδεια στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

δ)      να αναλαμβάνει εκ νέου […] αιτούντα άσυλο ο οποίος ανακάλεσε την υπό εξέταση αίτησή του και υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος·

ε)      να αναλαμβάνει εκ νέου […] υπήκοο τρίτης χώρας του οποίου την αίτηση απέρριψε το ίδιο και ο οποίος ευρίσκεται χωρίς να έχει λάβει άδεια στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

[…]

3.       Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 έναντι υπηκόου τρίτης χώρας εκλείπουν αν ο ενδιαφερόμενος εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών, εκτός εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι κάτοχος εν ισχύ τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από το υπεύθυνο κράτος μέλος.»

8.        Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, «[ε]άν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση ασύλου θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης ασύλου […]».

9.        Το άρθρο 18 του κανονισμού 343/2003 είναι διατυπωμένο ως εξής:

«1.      Το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβαίνει στις απαραίτητες επαληθεύσεις και αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία της παραλαβής του αιτήματος.

[…]

7.      Η έλλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και του ενός μηνός που προβλέπεται στην παράγραφο 6, ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος και συνεπάγεται την υποχρέωση αναδοχής του προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για κατάλληλη διευθέτηση για την άφιξη.»

10.      Το άρθρο 19 του κανονισμού 343/2003 έχει ως εξής:

«1.      Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή του αιτούντος, το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση ασύλου κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφασή του να μην εξετάσει την αίτηση και την υποχρέωση μεταφοράς του αιτούντος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος.

2.      Η απόφαση της παραγράφου 1 πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Συνοδεύεται από στοιχεία σχετικά με την προθεσμία εκτέλεσης της μεταφοράς και περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο θα πρέπει να παρουσιασθεί ο αιτών άσυλο και την ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να το πράξει, εφόσον μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα. Κατά της αποφάσεως αυτής μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο ή αναθεώρηση. Το ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής ή η αναθεώρησή της δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση της μεταφοράς, εκτός αν τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα το αποφασίσουν κατά περίπτωση, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία.

[…]

4.       Εάν η μεταφορά δεν πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών, η ευθύνη εμπίπτει στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο, εάν η μεταφορά δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί λόγω κράτησης του αιτούντος άσυλο ή σε 18 μήνες κατ’ ανώτατο όριο αν ο αιτών φυγοδικεί.»

2.      Η οδηγία 2005/85/ΕΚ

11.      Η οδηγία 2005/85/ΕΚ (4) ορίζει στο άρθρο 39, παράγραφος 1, αυτής τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες άσυλο να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)       απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου την οποία υπέβαλαν […]

[…]».

 B –   Το εθνικό δίκαιο

12.      O Bundesgesetz über die Gewährung von Asyl 2005 (ομοσπονδιακός νόμος για τη χορήγηση ασύλου, «BGA») ορίζει στο άρθρο του 18 ότι το Bundesasylamt [ομοσπονδιακή υπηρεσία ασύλου] και το Asylgerichtshof [δικαστήριο υποθέσεων ασύλου] πρέπει αυτεπαγγέλτως να διασφαλίζουν, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ότι παρέχονται χρήσιμα στοιχεία για τους σκοπούς της αποφάσεως ή ότι συμπληρώνονται τα στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως, ότι προσδιορίζονται οι σχετικές αποδείξεις και συμπληρώνονται οι προσκομισθείσες αποδείξεις και ότι, γενικώς, παρέχονται όλες οι πληροφορίες που θεωρούνται απαραίτητες για την τεκμηρίωση της αιτήσεως, συγκεντρώνοντας, αν χρειάζεται, αυτεπαγγέλτως τις αναγκαίες αποδείξεις.

II – Τα πραγματικά περιστατικά

13.      Η Sh. Abdullahi, Σομαλή υπήκοος, εισήλθε παρανόμως στην Ελλάδα από την Τουρκία τον Ιούλιο του 2011. Από την Ελλάδα, με τη βοήθεια δικτύου παράνομης μετανάστευσης, έχοντας διέλθει από τα Σκόπια, από τη Σερβία και την Ουγγαρία, έφθασε στην Αυστρία, όπου συνελήφθη κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία.

14.      Στις 29 Αυγούστου 2011 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην Αυστρία. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2011 το Bundesasylamt υπέβαλε στην Ουγγαρία αίτημα αναδοχής σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003. Με έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 2011 η Ουγγαρία γνωστοποίησε ότι δεχόταν το ως άνω αίτημα.

15.      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2011 το Bundesasylamt απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ασύλου της προσφεύγουσας στην Αυστρία και διέταξε την απομάκρυνσή της προς την Ουγγαρία.

16.      Η Sh. Abdullahi άσκησε προσφυγή ενώπιον του Asylgerichtshof, την οποία το τελευταίο δέχθηκε προς εξέταση με ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τούτο κοινοποιήθηκε στην Ουγγαρία στις 8 Νοεμβρίου 2011.

17.      Το Asylgerichtshof δέχθηκε την προσφυγή με απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2011, εκτιμώντας ότι είχαν χωρήσει διαδικαστικά σφάλματα.

18.      Κατόπιν επανενάρξεως της διοικητικής διαδικασίας, το Bundesasylamt απέρριψε ξανά την αίτηση ασύλου στις 26 Ιανουαρίου 2012, διατάσσοντας εκ νέου την απομάκρυνση προς την Ουγγαρία καθόσον έκρινε ότι η Ουγγαρία αποτελούσε το υπεύθυνο κράτος βάσει του κανονισμού 343/2003. Ταυτοχρόνως, το Bundesasylamt διαπίστωσε ότι η μεταφορά της προσφεύγουσας στην Ουγγαρία δεν θα έθιγε τα δικαιώματά της από το άρθρο 3 ΕΣΔΑ.

19.      Η Sh. Abdullahi προσέφυγε ενώπιον του Asylgerichtshof, υποστηρίζοντας για πρώτη φορά ότι υπεύθυνο κράτος μέλος για να εξετάσει τη διαδικασία ασύλου ως προς τη Sh. Abdullahi ήταν η Ελλάδα και όχι η Ουγγαρία. Προέβαλε επίσης ότι, δεδομένου ότι η κατάσταση στην Ελλάδα αντέβαινε στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η Αυστρία έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη της διαδικασίας ασύλου της αιτούσας.

20.      Η προσφυγή απορρίφθηκε με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012.

21.      Η Sh. Abdullahi προσέφυγε ενώπιον του Verfassungsgerichtshof, το οποίο διέταξε την αναστολή της διαδικασίας στις 23 Μαρτίου 2012, πράγμα που κοινοποιήθηκε στην Ουγγαρία στις 2 Απριλίου 2012.

22.      Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, το Verfassungsgerichtshof δέχθηκε την προσφυγή, εκτιμώντας ότι είχε προσβληθεί το συνταγματικό δικαίωμα της προσφεύγουσας στον νόμιμο δικαστή.

23.      Η υπόθεση επέστρεψε και πάλι στο Asylgerichtshof, το οποίο υπέβαλε κατόπιν τούτου την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα

24.      Τα προδικαστικά ερωτήματα έχουν ως εξής:

«1.       Έχει το άρθρο 19 του κανονισμού 343/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του κανονισμού 343/2003, την έννοια ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κατ’ άρθρο 16, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, του κανονισμού 343/2003 είναι αυτό το οποίο δηλώνει τη συναίνεσή του σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις ή την έννοια ότι το αρμόδιο για τον επανέλεγχο εθνικό όργανο, εφόσον –ανεξαρτήτως της προμνησθείσας συναινέσεως– κρίνει, στο πλαίσιο διαδικασίας επί ενδίκου βοηθήματος ή αναθεωρήσεως κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, ότι, δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού 343/2003, υπεύθυνο είναι ένα άλλο κράτος μέλος (ακόμη και εάν το κράτος αυτό δεν έχει λάβει αίτημα αναδοχής ή δεν έχει δηλώσει τη συναίνεσή του), υποχρεούται βάσει του δικαίου της Ένωσης, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση αποφάσεως επί του ως άνω ενδίκου βοηθήματος ή αναθεωρήσεως, να αναγνωρίσει ότι υπεύθυνο είναι αυτό το άλλο κράτος μέλος; Έχει, στο μέτρο αυτό, ο κάθε αιτών άσυλο το δικαίωμα να εξεταστεί η αίτηση ασύλου του από το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο βάσει των εν λόγω κριτηρίων για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους;

2.       Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 την έννοια ότι το κράτος μέλος στο οποίο έλαβε χώρα η πρώτη παράνομη είσοδος (στο εξής: πρώτο κράτος μέλος) υποχρεούται να αναγνωρίσει την ευθύνη του να εξετάσει την αίτηση υπηκόου τρίτης χώρας για τη χορήγηση ασύλου στην ακόλουθη περίπτωση;

Ο υπήκοος τρίτης χώρας εισέρχεται παρανόμως από τρίτη χώρα στο προαναφερθέν πρώτο κράτος μέλος. Δεν υποβάλλει αίτηση ασύλου στο κράτος αυτό. Στη συνέχεια, αναχωρεί για άλλη τρίτη χώρα. Σε διάστημα μικρότερο του τριμήνου εισέρχεται παρανόμως από τρίτη χώρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: δεύτερο κράτος μέλος). Από το δεύτερο αυτό κράτος μέλος αναχωρεί αμέσως και απευθείας προς τρίτο κράτος μέλος, όπου και υποβάλλει την πρώτη αίτηση ασύλου. Κατά το χρονικό αυτό σημείο, έχει παρέλθει χρόνος μικρότερος του δωδεκαμήνου από την παράνομη είσοδο στο πρώτο κράτος μέλος.

3.       Ανεξαρτήτως της απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: όταν το καθεστώς ασύλου στο προαναφερθέν “πρώτο κράτος μέλος” παρουσιάζει συστημικές πλημμέλειες ανάλογες προς αυτές που διαπίστωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S., υπόθεση 30.696/09, επιβάλλεται διαφορετική εκτίμηση ως προς τον προσδιορισμό του καταρχήν υπεύθυνου κράτους μέλους υπό την έννοια του κανονισμού 343/2003, παρά τα όσα έχουν γίνει δεκτά με την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑411/10 και C‑493/10, N.S.; Μπορεί ιδίως να γίνει δεκτό ότι η διαμονή στο κράτος μέλος αυτό εξαρχής δεν αποτελεί στοιχείο που να θεμελιώνει ευθύνη προς εξέταση κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού 343/2003;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

25.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Αυγούστου 2012.

26.      Το αιτούν δικαστήριο, επικαλούμενο τις σύντομες εθνικές δικονομικές προθεσμίες, την κατάσταση αβεβαιότητας στην οποία ευρίσκεται η Sh. Abdullahi, τη σπουδαιότητα των υποβαλλόμενων ερωτημάτων και τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων στις οποίες ανακύπτουν τα ίδια ερωτήματα, ζήτησε την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 104α του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως τροποποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 1991. Με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2012, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το εν λόγω αίτημα, αλλά δέχθηκε την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού.

27.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Sh. Abdullahi, η Αυστριακή, η Ελληνική, η Ουγγρική και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ελβετική Συνομοσπονδία καθώς και η Επιτροπή.

28.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Μαΐου 2013, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους η Sh. Abdullahi, η Γαλλική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Κατόπιν προτάσεως του Δικαστηρίου, οι μετέχοντες στη διαδικασία εστίασαν τις παρατηρήσεις τους στα ακόλουθα σημεία: α) Φύση του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2001 και σημασία του γεγονότος ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα δεν μνημονεύεται στο άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85, β) συμβιβασμός του ελέγχου των κριτηρίων για την ευθύνη εξετάσεως με την προθεσμία του άρθρου 17, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 343/2003 και εκτέλεση στην πράξη των αποφάσεων που δέχονται το ένδικο βοήθημα, γ) ερμηνεία της δωδεκάμηνης προθεσμίας του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 και δ) σημασία του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 343/2003 για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους.

V –    Εκτίμηση

 Το πρώτο ερώτημα

29.      Όπως διευκρινίζει το Asylgerichtshof στη διάταξη περί παραπομπής, με το πρώτο ερώτημα τίθεται κυρίως το ζήτημα αν η αποδοχή από κράτος μέλος της ευθύνης του για να αναλάβει την εξέταση αιτήσεως ασύλου αποκλείει τη δυνατότητα επαληθεύσεως –στο πλαίσιο του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003– αν, βάσει των κριτηρίων του ως άνω κανονισμού, στην πραγματικότητα υπεύθυνο είναι άλλο κράτος μέλος.

30.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν με το ως άνω ένδικο βοήθημα μπορεί να γίνει επίκληση τυχόν δικαιώματος του αιτούντος να εξετασθεί η αίτηση ασύλου του από το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων του κανονισμού 343/2003.

31.      Το Asylgerichtshof τείνει στην άποψη ότι η αποδοχή εκ μέρους του κράτους μέλους έχει καθοριστική σημασία ώστε να καταστεί υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου, ως μόνη δε εξαίρεση δέχεται τις περιπτώσεις της πρόδηλης αυθαιρεσίας ή του κινδύνου της προσβολής δικαιωμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον εξακριβωθούν διά της αντίστοιχης διαδικασίας, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει δεσμευτικά την ευθύνη του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 343/2003.

32.      Είναι κατά τη γνώμη μου σαφές ποια απάντηση πρέπει να δοθεί στο πρώτο μέρος του ερωτήματος. Αρκεί πράγματι να επισημανθεί ότι η αποδοχή της ευθύνης βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 343/2003 δεν είναι παρόμοια προς την αναδοχή βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, διάταξη στην οποία προβλέπεται η καλούμενη «ρήτρα κυριαρχίας». Ενώ στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας –έχουσας, υπ’ αυτήν την έννοια, κυριαρχικό χαρακτήρα (5)–, μη υποκείμενης σε δικαστικό έλεγχο, στην περίπτωση της κατά το άρθρο 18 αποδοχής υφίσταται νομική πράξη η οποία θα αποτελέσει τη βάση προκειμένου το κράτος μέλος ενώπιον του οποίου έχει υποβληθεί αίτηση ασύλου να αποφασίσει τη μη εξέταση της αιτήσεως και τη μεταφορά του αιτούντος στο κράτος μέλος το οποίο δέχθηκε να αναλάβει την εξέταση αυτή, κατ’ αυτής δε της διττής αποφάσεως, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, «μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο ή αναθεώρηση».

33.      Συνοψίζοντας, ορθή είναι η δεύτερη από τις εναλλακτικές λύσεις που παρατίθενται στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται περί του ζητήματος αν χωρεί «ένδικο μέσο ή αναθεώρηση», αλλά περί του ζητήματος της εκτάσεως στην οποία χωρεί έλεγχος της αποφάσεως να μην πραγματοποιηθεί εξέταση της αιτήσεως ασύλου και να μεταφερθεί η αιτούσα στο κράτος μέλος που αποδέχθηκε την ευθύνη αυτή.

34.      Ως προς το ζήτημα αυτό δεν τοποθετείται ρητώς ο κανονισμός 343/2003, ο οποίος στο άρθρο του 19, παράγραφος 2, ορίζει απλώς ότι το «ένδικο μέσο ή [η αναθεώρηση] […] δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση της μεταφοράς, εκτός αν τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα το αποφασίσουν κατά περίπτωση, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός 343/2003 μπορούν να αποτελέσουν κατευθυντήρια γραμμή προκειμένου να επιχειρηθεί ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 2, από την οποία να προκύπτει η έννοια που αποδίδεται στο προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή ένδικο βοήθημα και, κατά συνέπεια, η έκταση την οποία πρέπει να έχει ο ασκούμενος με το ως άνω ένδικο βοήθημα έλεγχος (6).

35.      Ο κανονισμός 343/2003 αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στη θέσπιση διαδικασίας που να καθιστά δυνατό «τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο» για την εξέταση αιτήσεως ασύλου, όπως διακηρύσσεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του. Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο βασικός σκοπός του κανονισμού, τον οποίο υπηρετεί καθεμία από τις διατάξεις του. Τούτο ισχύει ιδίως για το καθεστώς των προθεσμιών που προβλέπεται στο κεφάλαιό του V και την πρόβλεψη ενός συνόλου αντικειμενικών κριτηρίων προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους με τα οποία επιδιώκεται, εκτός από το να εξασφαλισθεί η απλούστευση της διαδικασίας, να αποφευχθεί επίσης το καλούμενο forum shopping, κατά τρόπον ώστε ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους να μην αποτελεί άθυρμα της συμπεριφοράς των αιτούντων (7).

36.      Για τον λόγο αυτό, σε συμφωνία με τις εκτιμήσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στις προπαρατεθείσες προτάσεις του στην υπόθεση Puid (8), μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κανονισμός 343/2003 δεν αποσκοπεί κυρίως «στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, αλλά στην καλύτερη οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών», έστω και αν δεν παύει να περιλαμβάνει «ορισμένα στοιχεία που δεν στερούνται σημασίας από απόψεως των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο» (9).

37.      Ο κανονισμός 343/2003 ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών για τους σκοπούς του προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου. Η ορθή λειτουργία του μηχανισμού τον οποίο προβλέπει ο κανονισμός για τον προσδιορισμό αυτό αποτελεί, κατά συνέπεια, ζήτημα το οποίο επηρεάζει ευθέως τα κράτη μέλη, διότι η εφαρμογή της ως άνω κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης επηρεάζει πρωτίστως την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δημόσιας εξουσίας.

38.      Πάντως, οι ως άνω αρμοδιότητες ασκούνται κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών μελών στον τομέα του δικαιώματος ασύλου, το οποίο εγγυάται το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης «τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και του Πρωτοκόλλου της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων και σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

39.      Κατά συνέπεια, το θεμελιώδες δικαίωμα ασύλου επίσης εμπλέκεται, έστω και εμμέσως, στην εφαρμογή του κανονισμού 343/2003. Για τον λόγο αυτό, έστω και αν τα κράτη μέλη αποτελούν τους κύριους ενδιαφερόμενους για την ορθή εφαρμογή του κανονισμού, οι αιτούντες άσυλο δεν παύουν να έχουν συναφώς έννομο συμφέρον. Δεν θεωρώ όμως ότι αυτό το έννομο συμφέρον φθάνει στο σημείο να μετατρέπεται σε δικαίωμα βάσει του οποίου να νομιμοποιείται η αξίωση όπως η αίτηση ασύλου εξετασθεί από ορισμένο κράτος μέλος.

40.      Κατά τη γνώμη μου, για την ορθή ερμηνεία του κανονισμού 343/2003 είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ότι, εν τέλει, πρόκειται για την κατοχύρωση της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ασύλου. Ο κανονισμός 343/2003 αποτελεί βασικό μέρος στο πλαίσιο του συνόλου του κανονιστικού συστήματος το οποίο έχει επινοήσει η Ένωση για να καταστήσει δυνατή την άσκηση του ως άνω θεμελιώδους δικαιώματος. Το εν λόγω σύστημα, επιστέγασμα του οποίου αποτελούν σήμερα η αναγνώριση του δικαιώματος στο άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εντολή για την ανάπτυξη κοινής πολιτικής στον οικείο τομέα την οποία προβλέπει το άρθρο 78 , παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποτελείται, κατ’ ουσίαν, επίσης από τον επίμαχο εν προκειμένω κανονισμό, από τις ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα που περιέχονται στην οδηγία 2004/83/ΕΚ (10) και από τις κατά την οδηγία 2005/85 ελάχιστες διαδικαστικές προδιαγραφές.

41.      Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 343/2003, όπως όλες οι κανονιστικές ρυθμίσεις της Ένωσης που από κοινού με αυτόν αποτελούν το σύστημα για την κατοχύρωση του θεμελιώδους δικαιώματος ασύλου, πρέπει να νοείται εν τέλει ως διαδικαστική κανονιστική ρύθμιση που υπηρετεί την ως άνω κατοχύρωση. Από αυτήν καταρχήν την οπτική γωνία, θεωρώ ότι το πνεύμα του συστήματος έγκειται στην ιδέα ότι η Ένωση αποτελεί στο σύνολό της «ασφαλές έδαφος» για τον κάθε αιτούντα άσυλο. Με την είσοδό του στο έδαφος της Ένωσης, όποιος διαφεύγει από τις περιστάσεις και τις συνθήκες που προκάλεσαν τη φυγή του και μπορούν να θεμελιώσουν την απονομή δικαιώματος ασύλου εισέρχεται σε χώρο στον οποίο έχει εξασφαλισμένη την προστασία αυτή. Για τους σκοπούς του ασύλου, η Ένωση συνολικά και το καθένα από τα κράτη μέλη αποτελούν «ασφαλές έδαφος», το δε τεκμήριο αυτό αποτελεί ακριβώς τη βάση της εμπιστοσύνης επί της οποίας θεμελιώνεται η ένταξη των κρατών μελών στο κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου (11). Ασφαλώς, όπως θα δούμε αμέσως, το τεκμήριο αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση αμάχητο (12).

42.      Βάσει των ανωτέρω, ο πυρήνας του θεμελιώδους δικαιώματος ασύλου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζεται με την είσοδο στην Ένωση, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να υποστεί βλάβη ο δικαιούχος εκ του γεγονότος ότι η εξέταση της αιτήσεώς του αποτελεί αρμοδιότητα του ενός ή του άλλου από τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, προσωρινά τουλάχιστον, σε όλα τα ως άνω κράτη μέλη διασφαλίζεται επαρκώς η ορθή άσκησή του ως άνω δικαιώματος, το οποίο ο ενδιαφερόμενος μπορεί εν πάση περιπτώσει να επικαλεσθεί διά της προσφυγής του άρθρου 39 της οδηγίας 2005/85 κατ’ αποφάσεων οι οποίες αφορούν την ουσία της αιτήσεως ασύλου του ή τις λεπτομέρειες της εξετάσεώς της, αλλά όχι, πράγμα σημαντικό, κατά των αποφάσεων όσον αφορά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση της αιτήσεως αυτής.

43.      Εντούτοις, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός αυτό δεν του στερεί το έννομο συμφέρον για ορθό προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του. Ειδικότερα, αυτός καθαυτόν ο κανονισμός 343/2003 τού αναγνωρίζει δικαίωμα προσφυγής κατά της αποφάσεως η οποία εκδίδεται επί της αιτήσεως αυτής. Εντούτοις, εφόσον ο πυρήνας του θεμελιώδους δικαιώματός του δεν θίγεται καταρχήν από το γεγονός ότι η αίτησή του εξετάζεται από συγκεκριμένο κράτος μέλος, φρονώ ότι το δικαίωμα το οποίο μπορεί να προβάλει διά του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 έχει περιορισμένη έκταση, η οποία άλλωστε εναρμονίζεται πλήρως προς τη φύση του κανονισμού 343/2003 ως κανόνα που προορίζεται κυρίως για τη ρύθμιση της συμπράξεως των κρατών μελών κατά τη διαχείριση του συστήματος ασύλου της Ένωσης.

44.      Κατά τη γνώμη μου, αντικείμενο της εν λόγω προσφυγής μπορεί να είναι μόνον η τήρηση του κανονισμού σε σχέση με δύο ζητήματα: α) αν συντρέχουν περιστάσεις που επιτρέπουν την ανατροπή του τεκμηρίου περί τηρήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων επί του οποίου στηρίζεται το σύστημα της Ένωσης και β) η αναγνώριση από τον κανονισμό 343/2003 ορισμένων ειδικών δικαιωμάτων, παράπλευρων προς το υπό στενή έννοια δικαίωμα ασύλου και τις αντίστοιχες εγγυήσεις του.

45.      Στο πλαίσιο του πρώτου ζητήματος, πρόκειται για τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση N.S., στην οποία θα επανέλθω κατωτέρω, συγκεκριμένα στο πλαίσιο της απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα. Πρόκειται για περίπτωση στην οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση το ίδιο το θεμέλιο του συστήματος του κανονισμού 343/2003, που συνίσταται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ως προς την τήρηση σε όλα τα κράτη αυτά των προϋποθέσεων οι οποίες εξασφαλίζουν τον οφειλόμενο σεβασμό έναντι των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο (13).

46.      Το δεύτερο ζήτημα ανάγεται, κατά τη γνώμη μου, στα δικαιώματα τα οποία ο κανονισμός 343/2003 απονέμει ειδικώς στον αιτούντα άσυλο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του. Πρόκειται για τα δικαιώματα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση (άρθρα 7, 8, 14, 15), την ιδιότητα του ανηλίκου (άρθρο 6) ή την ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας (τήρηση προθεσμιών και εφαρμογή των συνεπειών που προβλέπονται για την κάθε περίπτωση· έτσι, παραδείγματος χάριν, άρθρο 19, παράγραφος 4). Όλα τα ανωτέρω αποτελούν δικαιώματα που, εν τέλει, βαίνουν πέραν του νομικού καθεστώτος των κρατών μελών στον τομέα των ρυθμιζόμενων από τον κανονισμό 343/2003 σχέσεων και απονέμουν στον αιτούντα άσυλο συγκεκριμένη και ίδια αξίωση, που επιπλέον αναφέρεται πάντοτε σε τομέα προστατευόμενο από εγγύηση θεμελιώδους δικαιώματος: το δικαίωμα σε προστασία της οικογενειακής ζωής (άρθρα 7 και 33 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το δικαίωμα των παιδιών σε προστασία (άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και το δικαίωμα χρηστής διοίκησης (άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα δικαιώματα αυτά δεν ανάγονται, εν τέλει, σε απλό δικαίωμα για ορθή διεξαγωγή διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας επιλύονται ζητήματα που αφορούν κυρίως τα κράτη μέλη, αλλά στο δικαίωμα να γίνονται σεβαστά, κατά την επίλυση των ζητημάτων αυτών, ορισμένα δικαιώματα και συμφέροντα που αποτελούν αντικείμενο προστασίας συγκεκριμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

47.      Εν τέλει, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ότι ο αιτών άσυλο μπορεί να κάνει χρήση του ενδίκου βοηθήματος ή της αναθεωρήσεως του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 προκειμένου να αντιταχθεί σε εφαρμογή των κριτηρίων του κανονισμού η οποία είτε οδηγεί στο να θεωρείται υπεύθυνο –με όλες τις υποχρεώσεις που τούτο συνεπάγεται– κράτος μέλος το οποίο δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει μεταχείριση που να συμβιβάζεται με την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος, είτε αγνοεί τα κριτήρια προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους τα οποία βασίζονται στα δικαιώματα τα οποία ειδικώς αναγνωρίζει ο κανονισμός στον αιτούντα άσυλο.

48.      Κατά συνέπεια, περιοριζόμενος αυστηρά και μόνον στις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, φρονώ ότι η Sh. Abdullahi θα μπορούσε να αντιταχθεί στον προσδιορισμό της Ουγγαρίας ως υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση της αιτήσεώς της ασύλου μόνο με το να υποστηρίξει ότι η μεταφορά της στο ως άνω κράτος μέλος είναι ασυμβίβαστη με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ή ότι οι αυστριακές αρχές αγνόησαν κριτήρια προσδιορισμού βασιζόμενα στα δικαιώματα τα οποία ειδικώς αναγνωρίζει στην Sh. Abdullahi ο κανονισμός 343/2003.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

49.      Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι παρέλκει το δεύτερο ερώτημα το οποίο υπέβαλε το Asylgerichtshof.

50.      Ειδικότερα, ο προσδιορισμός της Ουγγαρίας ως υπεύθυνου κράτους μέλους –που αποτελεί το επίμαχο στην κύρια δίκη ζήτημα– θα μπορούσε να ανακληθεί βάσει του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 μόνον εφόσον αποδεικνυόταν ότι η Ουγγαρία δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Sh. Abdullahi ή εφόσον οι αυστριακές αρχές δεν είχαν εφαρμόσει τα κριτήρια του κανονισμού τα οποία βασίζονται σε περιστάσεις που δημιουργούν δικαίωμα της αιτούσας άσυλο, όπως μπορεί να είναι η ιδιότητα του ανηλίκου ή η παρουσία συγγενών σε άλλα κράτη μέλη.

51.      Απόκειται εν πάση περιπτώσει στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί και ως προς τα δύο αυτά ζητήματα. Στο σημείο αυτό όμως ενδιαφέρει μόνον το γεγονός ότι στο πλαίσιο της εν λόγω αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο, για τους σκοπούς του κανονισμού 343/2003, να καθορισθεί ποιο αποτέλεσε το «πρώτο κράτος μέλος» διά του οποίου η αιτούσα άσυλο εισήλθε στην Ένωση. Ειδικότερα, τα μόνα κράτη μέλη που μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού είναι η Ουγγαρία, σε κάθε περίπτωση (καθόσον είναι το κράτος μέλος που προσδιορίζει η απόφαση κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή), και, ενδεχομένως, τα άλλα κράτη μέλη στα οποία ευρίσκονται μέλη της οικογένειας της Sh. Abdullahi ή, τέλος, η Αυστρία, αν στοιχειοθετούνταν η περίπτωση του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού (δηλαδή, αν η διαταχθείσα μεταφορά στην Ουγγαρία δεν πραγματοποιούνταν εντός της προθεσμίας της διατάξεως αυτής).

52.      Κατά συνέπεια, το ερώτημα από ποιο κράτος μέλος εισήλθε η Sh. Abdullahi στο έδαφος της Ένωσης δεν ασκεί επιρροή. Δεν υποστηρίζω με αυτό ότι η ορθή εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να συνεπάγεται τον αποκλεισμό του κριτηρίου του κράτους μέλους εισόδου. Αυτό που εννοώ είναι ότι, έστω και αν –υποθετικώς– το κριτήριο αυτό ήταν εφαρμοστέο, είναι βέβαιο ότι η εσφαλμένη εφαρμογή του κανονισμού δεν θα σήμαινε προσβολή δικαιώματος της Sh. Abdullahi της οποίας να χωρεί επίκληση με το ένδικο βοήθημα του άρθρου 19, παράγραφος 2. Όπως προανέφερα, ο αιτών άσυλο δεν έχει δικαίωμα σε ορθή εφαρμογή του κανονισμού ως προς όλα τα σημεία του, αλλά μόνο στην ορθή εφαρμογή των συγκεκριμένων κριτηρίων που βασίζονται στα ειδικώς αναγνωριζόμενα από τον κανονισμό δικαιώματα.

53.      Πάντως, επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο από τα ερωτήματα που υποβάλλονται από το Asylgerichtshof, προβαίνω συναφώς στις κατωτέρω αναπτύξεις.

54.      Αν στο πλαίσιο του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 το εθνικό δικαστήριο μπορεί να επανελέγξει επί της ουσίας τη διοικητική απόφαση ως προς όλα τα σημεία της και, κατά συνέπεια, να προβεί στον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του κανονισμού, το ζήτημα που θέτει το Asylgerichtshof, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, είναι το πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιέχει το κριτήριο της παράνομης εισόδου από ορισμένο κράτος μέλος.

55.      Το Asylgerichtshof δεν ζητεί να αποφανθεί το Δικαστήριο αν η Sh. Abdullahi εισήλθε στην Ένωση από το κράτος που αποκαλεί «πρώτο κράτος μέλος», διότι το δεύτερο ερώτημά του βασίζεται στην παραδοχή ότι η πρώτη είσοδος πραγματοποιήθηκε μέσω του κράτους μέλους αυτού. Το ερώτημα είναι μάλλον αν η ως άνω είσοδος πρέπει να θεωρηθεί ως «κρίσιμη είσοδος» για τους σκοπούς της εφαρμογής του κριτηρίου του άρθρου 10, παράγραφος 1.

56.      Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου –με την οποία συντάσσονται η Αυστριακή, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ελβετική Συνομοσπονδία– «κρίσιμη είσοδος» είναι μόνον αυτή που πραγματοποιήθηκε μέσω του «δευτέρου κράτους μέλους» (Ουγγαρία). Κατά την εκτίμησή του, το αρχικό ταξίδι της Sh. Abdullahi προς την Ένωση περατώθηκε όταν αυτή εγκατέλειψε το «πρώτο κράτος μέλος» (Ελλάδα). Η δεύτερη είσοδος μέσω του «δευτέρου κράτους μέλους» είναι, συνεπώς, το αποτέλεσμα ενός δευτέρου ταξιδιού –του μόνου που έχει σημασία κατά τη γνώμη του.

57.      Αντιθέτως, τόσο η Επιτροπή όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, καθώς και η Sh. Abdullahi, υποστηρίζουν ότι η κρίσιμη είσοδος είναι η πραγματοποιηθείσα μέσω του «πρώτου κράτους μέλους», ενώ προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι δεν είχε λήξει καμία από τις προθεσμίες των άρθρων 10, παράγραφος 1, και 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 343/2003. Κατά τη γνώμη μου, τούτο πράγματι αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την επίλυση του ανακύπτοντος προβλήματος.

58.      Έστω και αν το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο για δύο «ταξίδια», φρονώ ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να γίνεται λόγος για ένα και μόνο ταξίδι.

59.      Το βέβαιο είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε το Asylgerichtshof, το ταξίδι της Sh. Abdullahi αρχίζει τον Απρίλιο του 2011 αεροπορικώς από άγνωστο σημείο προς τη Συρία και ολοκληρώνεται στην Αυστρία, όπου συνελήφθη και ζήτησε άσυλο στις 29 Αυγούστου 2011. Για να φθάσει στην Αυστρία ακολούθησε έτσι μια διαδρομή που την οδήγησε από τη Συρία στην Τουρκία και, από τη χώρα αυτή, διά θαλάσσης στην Ελλάδα, όπου εισήλθε τον Ιούλιο του 2011 και συνέχισε να ταξιδεύει οδικώς, διασχίζοντάς την, για να εξέλθει από αυτήν, εισερχόμενη σε τρίτο κράτος, το οποίο εν συνεχεία διέσχισε, καθώς και άλλα τρίτα κράτη, προκειμένου να εισέλθει εκ νέου στην Ένωση μέσω της Ουγγαρίας και να μεταβεί κατόπιν στην Αυστρία.

60.      Κατά τη γνώμη μου, παρά τη γεωγραφική ασυνέχεια, η διαδρομή την οποία ακολούθησε η Sh. Abdullahi φαίνεται μάλλον ενιαία και συνεχής: από τη Σομαλία (χώρα καταγωγής της) ή, τουλάχιστον, όπως πιστοποιείται, από τη Συρία –αδιάκοπα– μέχρι τη Αυστρία, όπου ζητεί πράγματι τελικώς άσυλο. Ο συνεχής χαρακτήρας και η ενότητα της διαδρομής προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, από τη χρονική της διάσταση, διότι η εν λόγω απόσταση διανύθηκε σε πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο ήταν το πρακτικώς απαραίτητο για φθάσει στον προορισμό υπό τις ίδιες λαθραίες συνθήκες που χαρακτήρισαν ολόκληρο το ταξίδι της Sh. Abdullahi. Ασφαλώς, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο επιθυμητός για την Sh. Abdullahi προορισμός ήταν η Αυστρία, χώρα όπου συνελήφθη ενώ ενδεχομένως σκόπευε να συνεχίσει το ταξίδι της προς άλλο κράτος μέλος. Αυτό που είναι όμως αναμφίβολο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι «προορισμός» της, αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο, δεν ήταν η Ελλάδα, χώρα στην οποία έφθασε τον Ιούλιο του 2011 και πιθανώς εγκατέλειψε τον ίδιο μήνα, εφόσον ζήτησε άσυλο στην Αυστρία τον Αύγουστο, αφού είχε διασχίσει διάφορα τρίτα κράτη, καθώς και την Ουγγαρία.

61.      Εντούτοις, αυτός ο, ούτως ειπείν, «ιδανικός» συνεχής χαρακτήρας του ταξιδιού της Sh. Abdullahi έχει μόνο σχετική βαρύτητα. Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η Sh. Abdullahi βρέθηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά σε έδαφος της Ένωσης, ως πρώτο «ασφαλές έδαφος», και ότι εκ του γεγονότος αυτού το ως άνω κράτος μέλος κατέστη υπεύθυνο βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003, η δε ευθύνη του δεν παύει να υφίσταται παρά δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία αυτής της παράνομης εισόδου.

62.      Συναφώς, εύλογα διατυπώνονται δύο σκέψεις. Πρώτον, ότι δεδομένου του συνεχούς χαρακτήρα της διαδρομής της Sh. Abdullahi από τον τόπο της καταγωγής της μέχρι τον τόπο στον οποίο συνελήφθη και υπέβαλε αίτηση ασύλου, μπορεί να θεωρηθεί ότι, εξερχόμενη από την Ελλάδα, η Sh. Abdullahi δεν είχε ως σκοπό να εγκαταλείψει την Ένωση, αλλ’ ακριβέστερα συνέχιζε το ταξίδι της προς άλλο κράτος μέλος. Η γεωγραφική κατάσταση της Ελλάδας μπορούσε ευλόγως να επιβάλει, προκειμένου να καταστεί η διαδρομή ευκολότερη και οικονομικότερη, δρομολόγιο μέσω διαφόρων τρίτων κρατών, χωρίς η Sh. Abdullahi να έχει, εξερχόμενη από την Ελλάδα προκειμένου να διασχίσει αυτά τα τρίτα κράτη, τον σκοπό, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, να εγκαταλείψει την Ένωση. Αντιθέτως, κρίσιμος από νομικής απόψεως σκοπός ήταν να παραμείνει στην Ένωση φθάνοντας σε άλλο κράτος μέλος.

63.      Δεύτερον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Sh. Abdullahi «εγκατέλειψε» την Ένωση εξερχόμενη από την Ελλάδα, δεν μπορεί να αγνοείται το γεγονός ότι το αποτέλεσμα που έχει η εγκατάλειψη του εδάφους της Ένωσης δεν είναι άμεσο. Αυτό συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, από το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 343/2003, κατά το οποίο οι υποχρεώσεις του υπεύθυνου σύμφωνα με τον κανονισμό κράτους μέλους «εκλείπουν αν ο [υπήκοος τρίτης χώρας] εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών». Bεβαίως, η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στις υποχρεώσεις του υπεύθυνου κράτους μέλους αφού το κράτος αυτό έχει καθορισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια του κανονισμού 343/2003. Πρέπει όμως επίσης να θεωρηθεί ότι ισχύει τη στιγμή που η αρμόδια αρχή εφαρμόζει τα ως άνω κριτήρια, κατά τρόπον ώστε να αποκλείονται από τη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους τα κράτη μέλη εκείνα ως προς τα οποία διαπιστώνεται εξαρχής ότι ο αιτών άσυλο τα εγκατέλειψε για διάστημα τριών μηνών.

64.      Εν πάση περιπτώσει, σημασία έχει εδώ κυρίως το γεγονός ότι, βάσει του κανονισμού 343/2003, η σωματική εγκατάλειψη του εδάφους δεν σημαίνει αυτομάτως λύση του νομικού δεσμού με την Ένωση, κατά τρόπον ώστε τα δικαιώματα και οι προσδοκίες που απέκτησε ο αιτών άσυλο εισερχόμενος στην Ένωση να διατηρούνται επί τρεις μήνες μετά την αναχώρησή του και να επανενεργοποιούνται αν επιστρέψει στην Ένωση πριν την παρέλευση της προθεσμίας αυτής. Στην περίπτωση που μας απασχολεί εν προκειμένω, η αιτούσα άσυλο δεν εγκατέλειψε την Ένωση για περισσότερο από ένα μήνα αφότου εισήλθε από την Ελλάδα, οπότε η ευθύνη του ως άνω κράτους μέλους εξακολουθούσε να ισχύει όταν η Sh. Abdullahi εισήλθε στην Ουγγαρία.

65.      Φρονώ, συνεπώς, ότι τα αποτελέσματα της πρώτης εισόδου στην Ένωση διατηρούνται μέχρι να παρέλθουν τρεις μήνες από την εγκατάλειψη του εδάφους των κρατών μελών και ότι, ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, υπεύθυνο είναι το «πρώτο κράτος μέλος».

 Τρίτο ερώτημα

66.      Με το τρίτο ερώτημα, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται παραπομπή στην απόφαση N.S., ζητείται να διευκρινισθεί σε ποιον βαθμό η κατάσταση «[κράτους μέλους στο οποίο] οι συνθήκες εφαρμογής του καθεστώτος ασύλου χαρακτηρίζονται από συστημικές πλημμέλειες» επιβάλλει την υποχρέωση να μη γίνει αυτό δεκτό ως υπεύθυνο κράτος μέλος, έστω και αν αποτελεί υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού.

67.      Παρά την κάποια ερμηνευτική δυσχέρεια που δημιουργεί το γράμμα του τρίτου ερωτήματος, φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου στη διάταξη περί παραπομπής, μπορεί να συναχθεί ότι ερωτάται αν κράτος μέλος που παρουσιάζει τις ως άνω αδυναμίες πρέπει, εξαρχής και άνευ ετέρου, να μη γίνεται δεκτό ως δυνητικώς υπεύθυνο κράτος μέλος ή αν μάλιστα, εφόσον έχει αναγνωρισθεί ως υπεύθυνο κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 343/2003, πρέπει να αναγνωρισθεί εν συνεχεία άλλο υπεύθυνο κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν των λοιπών κριτηρίων του κανονισμού.

68.      Ο πυρήνας του ερωτήματος είναι κατά συνέπεια ο τρόπος ενέργειας στην περίπτωση που πράγματι, βάσει της νομολογίας που προέκυψε από την υπόθεση N.S., δεν πρέπει να γίνει δεκτός ο προσδιορισμός κράτους μέλους ως υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεως ασύλου.

69.      Το ζήτημα είναι συνεπώς πώς προσδιορίζεται άλλο υπεύθυνο κράτος μέλος αφού αποκλεισθεί το κράτος που θα έπρεπε να είναι υπεύθυνο κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του κανονισμού 343/2003 σύμφωνα με τη νομολογία που προέκυψε από την υπόθεση N.S.

70.      Κατά τη σκέψη 107 της αποφάσεως N.S., «[μ]ε την επιφύλαξη της δυνατότητας του κράτους μέλους που πρέπει να προβεί στη μεταφορά να εξετάσει το ίδιο την αίτηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, η αδυναμία μεταφοράς αιτούντος προς άλλο κράτος της Ένωσης, οσάκις το κράτος αυτό προσδιορίζεται ως το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου III του εν λόγω κανονισμού υποχρεώνει το κράτος μέλος που όφειλε να προβεί στη μεταφορά αυτή να συνεχίσει την εξέταση των κριτηρίων του ως άνω κεφαλαίου για να διακριβώσει αν κάποιο από τα επόμενα κριτήρια καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό άλλου κράτους μέλους ως υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου» (14).

71.      Το επίθετο «επόμενα» είναι εν προκειμένω κρίσιμο, διότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 ορίζει ότι «[τ]α κριτήρια του παρόντος κεφαλαίου για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο» (15).

72.      Στο μέτρο που οι αυστριακές αρχές θεώρησαν ότι καταρχάς εφαρμοστέο ήταν το κριτήριο του άρθρου 10 του κανονισμού 343/2003 (παράνομη είσοδος στο έδαφος της Ένωσης), αυτό συνέβη επειδή απέκλεισαν την εφαρμογή των προηγούμενων κριτηρίων (ανηλικότητα, παρουσία συγγενών, κατοχή τίτλου διαμονής)· η αδυναμία τηρήσεως του ως άνω κριτηρίου τις υποχρεώνει να εξετάσουν τη δυνατότητα εφαρμογής κάποιου από τα επόμενα κριτήρια στη σειρά την οποία καθιερώνει ο κανονισμός και, στο τέλος, να τηρήσουν την εφεδρική ρήτρα του άρθρου 13, που καθιστά υπεύθυνο το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου.

73.      Καταρχήν, καθένα από τα κριτήρια εξαντλείται με την εφαρμογή του, διότι το σύνηθες είναι να προσδιορίζεται με κάθε ένα από τα κριτήρια αυτά ένα και μόνο υπεύθυνο κράτος μέλος. Συνεπώς, δεν έχει νόημα να εφαρμοσθεί εκ νέου το κριτήριο που οδήγησε στον προσδιορισμό του κράτους μέλους στο οποίο τελικώς δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί ο αιτών άσυλο, διότι μια τέτοια εφαρμογή αναπόφευκτα θα οδηγούσε ξανά στο απορριφθέν κράτος μέλος. Για τον ίδιο λόγο, θα ήταν αδιανόητη η εφαρμογή κάποιου από τα προηγούμενα κριτήρια, τα οποία είχαν μείνει ανεφάρμοστα όταν κρίθηκε ότι κάποιο από τα επόμενα κριτήρια ήταν το ορθό.

74.      Στην υπό κρίση περίπτωση, βάσει του εν λόγω σκεπτικού, θα έμεναν προς εφαρμογή μόνο τα κριτήρια του άρθρου 11 (είσοδος σε κράτος μέλος στο οποίο η Sh. Abdullahi απαλλάσσεται από την υποχρέωση θεωρήσεως) και του άρθρου 12 (αίτηση ασύλου που υποβάλλεται στον χώρο διεθνούς διελεύσεως αερολιμένα κράτους μέλους). Εφόσον κανένα από τα κριτήρια αυτά δεν έχει εφαρμογή, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, μένει μόνον η εφεδρική ρήτρα του άρθρου 13, με αποτέλεσμα να καθίστανται υπεύθυνες οι αυστριακές αρχές. Τα ανωτέρω ισχύουν φυσικά με την επιφύλαξη της εφαρμογής της κυριαρχικής και της ανθρωπιστικής ρήτρας που προβλέπονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003.

VI – Πρόταση

75.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα ως εξής:

«1.       Ο αιτών άσυλο μπορεί να κάνει χρήση του ενδίκου βοηθήματος ή της αναθεωρήσεως του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 προκειμένου να αντιταχθεί είτε σε εφαρμογή των κριτηρίων του κανονισμού η οποία οδηγεί στο να προσδιορίζεται ως υπεύθυνο κράτος μέλος το οποίο δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει στον αιτούντα άσυλο μεταχείριση που να συμβιβάζεται με την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, είτε στη μη εφαρμογή κριτηρίων προσδιορισμού τα οποία βασίζονται σε δικαιώματα τα οποία ειδικώς αναγνωρίζει ο κανονισμός στον αιτούντα άσυλο.»

Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 ένδικο μέσο επιτρέπει την προβολή αντιρρήσεων βάσει οποιασδήποτε παραβιάσεως του εν λόγω κανονισμού:

«2.       Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 έχει την έννοια ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου είναι το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η πρώτη παράνομη είσοδος.

3.       Η διαπίστωση, εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, συστημικών αδυναμιών της διαδικασίας ασύλου και των συνθηκών υποδοχής των αιτούντων άσυλο σε ορισμένο κράτος μέλος δεν συνεπάγεται αποκλεισμό του κράτους αυτού από το σύστημα του κανονισμού 343/2003, κατά τρόπον ώστε το εν λόγω κράτος μέλος να αποκλείεται “εκ προοιμίου” από το πεδίο εφαρμογής του. Η εν λόγω διαπίστωση σημαίνει μόνον ότι δεν γίνεται δεκτή η ευθύνη την οποία θα μπορούσε να έχει το κράτος αυτό κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του εν λόγω κανονισμού, με συνέπεια να πρέπει να γίνει προσδιορισμός άλλου υπεύθυνου κράτους μέλους, με εφαρμογή των κριτηρίων που έπονται εκείνου που θα είχε αρχικώς εφαρμοσθεί.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ L 50, σ. 1).


3 – Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑411/10 και C‑493/10.


4 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ L 326, σ. 13).


5 –      Όπως υπενθυμίζεται στην απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, C‑528/11, Halaf (σκέψη 37), οι προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 343/2003 επιβεβαιώνουν ότι ο κανόνας του άρθρου 3, παράγραφος 2, έχει ως σκοπό το να αποφασίζουν τα κράτη μέλη «κυριαρχικώς» να εξετάσουν αίτηση ασύλου, χωρίς να υπόκεινται σε προϋποθέσεις.


6 –      Υπ’ αυτήν την έννοια, αντί πολλών, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, C‑19/08, Petrosian (Συλλογή 2009, σ. I‑495, σκέψη 34).


7 –      Υπ’ αυτήν την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στην υπόθεση που εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου C‑4/11, Puid (σημείο 57).


8 – Σημείο 58.


9 –      Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθώ, όπως και ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen, στο σημείο 29 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Μαΐου 2012, C‑620/10, Kastrati.


10 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ L 304, σ. 12).


11 –      Υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση N.S. (σκέψεις 78 έως 80).


12 –      Απόφαση N.S. (σκέψεις 81 και 99).


13 –      Απόφαση N.S. (σκέψεις 78 και 79).


14 – Η υπογράμμιση δική μου.


15 – Η υπογράμμιση δική μου.