Language of document : ECLI:EU:T:2018:948

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν – Δέσμευση κεφαλαίων – Καταχώριση και διατήρηση του ονόματος της ενάγουσας στον κατάλογο των προσώπων και των οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα – Ηθική βλάβη»

Στην υπόθεση T‑559/15,

Post Bank Iran, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τον D. Luff, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους B. Driessen και M. Bishop,

εναγομένου,

υποστηριζόμενου από την:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Ronkes Agerbeek και R. Tricot,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 281, σ. 81), του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 423/2007 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1), της απόφασης 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2011, L 319, σ. 71), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 11), και του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1), με τους οποίους η επωνυμία της ενάγουσας καταχωρίσθηκε και διατηρήθηκε στον κατάλογο των προσώπων και των οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, V. Valančius, P. Nihoul, J. Svenningsen και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: N. Schall, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για την άσκηση πίεσης στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διάδοσης των πυρηνικών όπλων και την ανάπτυξη συστημάτων εκτόξευσης πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

2        Η ενάγουσα, Post Bank Iran, είναι ιρανική εταιρία, η οποία ασκεί δραστηριότητες ταχυδρομικής τράπεζας.

3        Στις 9 Ιουνίου 2010, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1929 (2010), το οποίο αποσκοπούσε στη διεύρυνση του περιεχομένου των περιοριστικών μέτρων που θεσπίσθηκαν με τα προηγούμενα ψηφίσματα 1737 (2006), της 27ης Δεκεμβρίου 2006, 1747 (2007), της 24ης Μαρτίου 2007, και 1803 (2008), της 3ης Μαρτίου 2008, και στη λήψη πρόσθετων περιοριστικών μέτρων κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

4        Με την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39), η επωνυμία της ενάγουσας καταχωρίσθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος II της εν λόγω απόφασης.

5        Κατά συνέπεια, η επωνυμία της ενάγουσας καταχωρίσθηκε στον κατάλογο που περιλαμβανόταν στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007, L 103, σ. 1).

6        Η καταχώριση της επωνυμίας της ενάγουσας στον κατάλογο που αναφέρεται στη σκέψη 5 ανωτέρω τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 (ΕΕ 2010, L 195, σ. 25), στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στις 27 Ιουλίου 2010. Αποτέλεσμα της εν λόγω καταχώρισης ήταν η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της ενάγουσας (στο εξής: περιοριστικά μέτρα).

7        Η καταχώριση της επωνυμίας της ενάγουσας στους καταλόγους που αναφέρονται στις σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω στηριζόταν στους ακόλουθους λόγους:

«[Η ενάγουσα] έχει εξελιχθεί από εγχώρια κρατική τράπεζα σε τράπεζα που διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές του Ιράν. Ενεργεί εξ ονόματος της Τράπεζας Sepah (κατονομασθείσας δυνάμει της [απόφασης] 1747 του [Συμβουλίου Ασφαλείας]), διεκπεραιώνοντας τις συναλλαγές της Τράπεζας Sepah και αποκρύπτοντας τη σχέση της εν λόγω τράπεζας με τις συγκεκριμένες συναλλαγές, έτσι ώστε οι κυρώσεις να καταστρατηγούνται. Το 2009 [η ενάγουσα] διευκόλυνε τις εξ ονόματος της Τράπεζας Sepah συναλλαγές μεταξύ ιρανικών βιομηχανιών και δικαιούχων της αλλοδαπής. Έχει διευκολύνει τις συναλλαγές με εταιρεία-προπέτασμα για λογαριασμό της Tranchon Commercial Bank της ΛΔΚ [Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας], γνωστής για τη διευκόλυνση που παρέχει σε συναλλαγές που άπτονται της διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] μεταξύ Ιράν και ΛΔΚ.»

8        Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενημέρωσε την ενάγουσα σχετικά με την καταχώριση της επωνυμίας της στους καταλόγους που αναφέρονται στις σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω. Αντίγραφο των εν λόγω πράξεων επισυνάφθηκε στην επιστολή.

9        Με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2010, η ενάγουσα ζήτησε από το Συμβούλιο να επανεξετάσει την καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους, με βάση πληροφορίες που του διαβίβαζε.

10      Με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 81), το Συμβούλιο, κατόπιν επανεξέτασης της περίπτωσης της ενάγουσας, διατήρησε την επωνυμία της στον κατάλογο του παραρτήματος II της απόφασης 2010/413, με ισχύ αυθημερόν, για τους ακόλουθους λόγους:

«[Η ενάγουσα] έχει εξελιχθεί από εγχώρια κρατική τράπεζα σε τράπεζα που διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές του Ιράν. Ενεργεί εξ ονόματος της Τράπεζας Sepah (κατονομασθείσας δυνάμει της [απόφασης] 1747 του [Συμβουλίου Ασφαλείας]), διεκπεραιώνοντας τις συναλλαγές της Τράπεζας Sepah και αποκρύπτοντας τη σχέση της εν λόγω τράπεζας με τις συγκεκριμένες συναλλαγές, έτσι ώστε οι κυρώσεις να καταστρατηγούνται. Το 2009 [η ενάγουσα] διευκόλυνε τις εξ ονόματος της Τράπεζας Sepah συναλλαγές μεταξύ ιρανικών βιομηχανιών και δικαιούχων της αλλοδαπής. Έχει διευκολύνει τις συναλλαγές με εταιρεία-προπέτασμα για λογαριασμό της Tranchon Commercial Bank της ΛΔΚ, γνωστής για τη διευκόλυνση που παρέχει σε συναλλαγές που άπτονται της διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] μεταξύ Ιράν και ΛΔΚ.»

11      Με την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 423/2007 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1), η επωνυμία της ενάγουσας καταχωρίσθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος VIII του εν λόγω κανονισμού, με ισχύ από τις 27 Οκτωβρίου 2010.

12      Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2010, ληφθείσα από την ενάγουσα στις 29 Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο την ενημέρωσε ότι, κατόπιν επανεξέτασης της περίπτωσής της με βάση τις παρατηρήσεις που περιέχονταν στην επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2010, θα εξακολουθούσε να υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα.

13      Με επιστολή της 28ης Δεκεμβρίου 2010, η ενάγουσα αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά που της προσάπτονταν από το Συμβούλιο. Προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς της, ζήτησε πρόσβαση στον φάκελο.

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιανουαρίου 2011, η νυν ενάγουσα άσκησε προσφυγή ζητώντας ιδίως, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση των καταλόγων που αναφέρονται στις σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω, κατά το μέτρο που την αφορούσαν. Η προσφυγή αυτή έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου T‑13/11.

15      Με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2011, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στην ενάγουσα τα αποσπάσματα που την αφορούσαν, τα οποία προέρχονταν από τις προτάσεις καταχωρίσεων που είχαν υποβληθεί από τα κράτη μέλη, όπως τα αποσπάσματα αυτά παρετίθεντο στα διαβιβαστικά σημειώματα υπό στοιχεία 13413/10 EXT 5, 13414/10 EXT 5 και 6723/11.

16      Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2011, η ενάγουσα αμφισβήτησε εκ νέου το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτονταν από το Συμβούλιο.

17      Το Συμβούλιο, με την απόφασή του 2011/783/ΚΕΠΠΑ, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 71), και τον εκτελεστικό του κανονισμό (ΕΕ) 1245/2011, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 11), κατόπιν επανεξέτασης της περίπτωσης της ενάγουσας, διατήρησε την επωνυμία της στους καταλόγους του παραρτήματος ΙΙ της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, και του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, με ισχύ, αντιστοίχως, από την 1η και την 2α Δεκεμβρίου 2011.

18      Με επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2011, το Συμβούλιο ενημέρωσε την ενάγουσα ότι θα εξακολουθούσε να υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα.

19      Με επιστολή της 13ης Ιανουαρίου 2012, η ενάγουσα ζήτησε εκ νέου πρόσβαση στον φάκελο.

20      Η απόφαση 2012/35/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Ιανουαρίου 2012, για τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2012, L 19, σ. 22), τέθηκε σε ισχύ την ημέρα της έκδοσής της. Το άρθρο 1, σημείο 7, τροποποίησε, από την τελευταία αυτή ημερομηνία, το άρθρο 20 της απόφασης 2010/413 εισάγοντας, μεταξύ άλλων, ένα νέο κριτήριο που αφορούσε την παροχή στήριξης, ιδίως οικονομικής, στην κυβέρνηση του Ιράν.

21      Με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2012, το Συμβούλιο διαβίβασε στην ενάγουσα έγγραφα σχετικά με την «απόφαση […] της 1ης Δεκεμβρίου 2011 περί διατήρησης σε ισχύ των [εις βάρος της] περιοριστικών μέτρων».

22      Με την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/201 (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1), το νέο κριτήριο που αφορούσε την παροχή στήριξης, ιδίως οικονομικής, στην κυβέρνηση του Ιράν εισήχθη με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, η επωνυμία της ενάγουσας καταχωρίσθηκε, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 10 ανωτέρω, στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 (στο εξής, από κοινού με τους καταλόγους του παραρτήματος II της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, και του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010: επίδικοι κατάλογοι), με ισχύ από τις 24 Μαρτίου 2012.

23      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2012, η νυν ενάγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της στην υπόθεση T‑13/11, ώστε να αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση του συνόλου των επίδικων καταλόγων, κατά το μέτρο που την αφορούσαν.

24      Με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου (T‑13/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:402), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, μεταξύ άλλων τους επίδικους καταλόγους, καθόσον αφορούσαν την ενάγουσα, με την αιτιολογία ότι δεν στηρίζονταν από αποδεικτικά στοιχεία. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη, δεδομένου ότι δεν ασκήθηκε καμία αναίρεση κατά αυτής, και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

25      Το Συμβούλιο, με την απόφασή του 2013/661/ΚΕΠΠΑ, της 15ης Νοεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2013, L 306, σ. 18), και τον εκτελεστικό του κανονισμό (ΕΕ) 1154/2013, της 15ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ 2013, L 306, σ. 3), διατήρησε τα περιοριστικά μέτρα έναντι της ενάγουσας βάσει του νέου κριτηρίου που αφορούσε την παροχή στήριξης, ιδίως οικονομικής, στην κυβέρνηση του Ιράν. Οι πράξεις αυτές τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 2013, ημέρα της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2014, η νυν ενάγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των πράξεων της 15ης Νοεμβρίου 2013 περί διατήρησης των ληφθέντων εις βάρος της περιοριστικών μέτρων. Η προσφυγή αυτή έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου T‑68/14.

27      Με απόφαση της 3ης Μαΐου 2016, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου (T‑68/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:263), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την νυν ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

28      Με επιστολή της 25ης Ιουλίου 2015, η ενάγουσα υπέβαλε στο Συμβούλιο αίτημα αποκατάστασης των ζημιών που ισχυριζόταν ότι υπέστη λόγω των περιοριστικών μέτρων που είχαν ληφθεί εις βάρος της, κατ’ εφαρμογήν του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010 και της απόφασης 2010/413. Το Συμβούλιο δεν απάντησε στην επιστολή αυτή.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή. Η υπόθεση ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου λόγω συνάφειας.

30      Στις 2 Φεβρουαρίου 2016, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντίκρουσης.

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη υπέρ του Συμβουλίου.

32      Στις 12 Απριλίου και στις 4 Μαΐου 2016, το Συμβούλιο και η ενάγουσα υπέβαλαν, αντιστοίχως, τις παρατηρήσεις τους επί της αίτησης παρέμβασης.

33      Με απόφαση του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 18ης Μαΐου 2016, εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει στην παρούσα διαφορά.

34      Στις 27 Μαΐου 2016, η ενάγουσα κατέθεσε υπόμνημα απάντησης.

35      Στις 22 Ιουλίου 2016, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα ανταπάντησης.

36      Στις 19 Ιουλίου 2016 η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα παρέμβασης. Στις 7 Σεπτεμβρίου και στις 13 Οκτωβρίου 2016, το Συμβούλιο και η ενάγουσα υπέβαλαν, αντιστοίχως, τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού.

37      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) έλαβε μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας συνιστάμενο σε ακρόαση των διαδίκων επί ενδεχόμενης αναστολής της διαδικασίας εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία θα περατωνόταν η δίκη στην υπόθεση C‑45/15 P, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου. Οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους συναφώς εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

38      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

39      Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων των κύριων διαδίκων, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2016, να αναστείλει τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση.

40      Κατόπιν της δημοσίευσης της απόφασης της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), με πρόταση του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) έλαβε μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας συνιστάμενο σε ακρόαση των διαδίκων σχετικά με τις συνέπειες που είχε, κατά την άποψή τους, η εν λόγω απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση. Οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους συναφώς εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Με τις παρατηρήσεις της, η ενάγουσα ιδίως ανέφερε ότι παραιτείται από τα αιτήματα αποζημίωσής της, στο μέτρο που αφορούσαν αποκατάσταση υλικής ζημίας.

41      Κανείς από τους κύριους διαδίκους δεν ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

42      Στις 15 Δεκεμβρίου 2017, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν πρότασης του πρώτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

43      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις των διαδίκων περί ενδεχόμενης συνεκδίκασης της υπό κρίση υπόθεσης με την υπόθεση T‑558/15, Iran Insurance κατά Συμβουλίου, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και να υποβάλει ορισμένα ερωτήματα στους διαδίκους. Οι διάδικοι προέβησαν στις απαιτούμενες ενέργειες εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

44      Με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2018, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης με την υπόθεση T‑558/15, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

45      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαρτίου 2018. Στις απαντήσεις της, η ενάγουσα παρέσχε, μεταξύ άλλων, διευκρινίσεις σχετικά με την έλλειψη νομιμότητας που διαπιστώθηκε με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου (T‑13/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:402), την οποία επικαλούνταν προς στήριξη του αιτήματος αποζημίωσής της, πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

46      Κατόπιν τροποποίησης των αιτημάτων της (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), η ενάγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να της καταβάλει, για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της καταχώρισης της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους, μεταξύ του Ιουλίου 2010 και του Νοεμβρίου 2013, κατ’ εφαρμογήν της απόφασης 2010/644, του κανονισμού 961/2010, της απόφασης 2011/783, του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και του κανονισμού 267/2012, χρηματική ικανοποίηση ύψους 1 000 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

47      Το Συμβούλιο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή, εν μέρει λόγω αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να επιληφθεί αυτής και, κατά τα λοιπά, ως προδήλως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

48      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής

49      Στο υπόμνημα ανταπάντησης, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, εκτιμά ότι, καθόσον η ενάγουσα στήριξε την αγωγή αποζημίωσής της στον παράνομο χαρακτήρα της καταχώρισης της επωνυμίας της στον κατάλογο του παραρτήματος II της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της υπό κρίση αγωγής, διότι από το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν προκύπτει αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί αιτήματος αποζημίωσης που βασίζεται στον παράνομο χαρακτήρα μιας πράξης που εμπίπτει στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).

50      Με τις γραπτές απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (σκέψη 43 ανωτέρω), η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο είναι απαράδεκτη, καθότι εκπρόθεσμη, και επίσης αβάσιμη, στο μέτρο που οι πράξεις ΚΕΠΠΑ τέθηκαν σε εφαρμογή, εν προκειμένω, με κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ.

51      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι πρέπει να θεωρείται εκπροθέσμως προβληθείσα η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλεται κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπάντησης, ενώ μπορούσε να προβληθεί ήδη κατά το στάδιο του υπομνήματος αντίκρουσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Jannatian κατά Συμβουλίου, T‑328/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:86, σκέψη 29). Η υπό εξέταση ένσταση απαραδέκτου, η οποία θα μπορούσε να είχε προβληθεί από το Συμβούλιο κατά το στάδιο του υπομνήματος αντίκρουσης, είναι εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

52      Εντούτοις, κατά το άρθρο 129 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς τις ενστάσεις απαραδέκτου που βασίζονται σε λόγους δημόσιας τάξης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιληφθεί προσφυγής-αγωγής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1980, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής, 154/78, 205/78, 206/78, 226/78 έως 228/78, 263/78, 264/78, 31/79, 39/79, 83/79 και 85/79, EU:C:1980:81, σκέψη 7, και της 17ης Ιουνίου 1998, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, T‑174/95, EU:T:1998:127, σκέψη 80).

53      Όπως προκύπτει από το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, έκτη περίοδος, ΣΕΕ και το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εκτείνεται καταρχήν στις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου που αφορούν την ΚΕΠΠΑ ή στις νομικές πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιό της. Μόνον κατ’ εξαίρεση έχουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αρμοδιότητα στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Η αρμοδιότητα αυτή περιλαμβάνει, αφενός, τον έλεγχο της τήρησης του άρθρου 40 ΣΕΕ και, αφετέρου, τις προσφυγές ακύρωσης που ασκούνται από ιδιώτες, υπό τους όρους του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Αντιθέτως, το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν απονέμει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καμία αρμοδιότητα προς εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης (απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Jannatian κατά Συμβουλίου, T‑328/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:86, σκέψη 30).

54      Επομένως, αγωγή αποζημίωσης με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε λόγω της έκδοσης ορισμένης πράξης στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Jannatian κατά Συμβουλίου, T‑328/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:86, σκέψη 31).

55      Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ανέκαθεν ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτήματος αποκατάστασης ζημίας που φέρεται να υπέστη πρόσωπο ή οντότητα λόγω περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν είς βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 215 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, T‑47/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:207, σκέψεις 232 έως 251, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 45 έως 149).

56      Εν προκειμένω, τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος της ενάγουσας με την απόφαση 2010/644 και την απόφαση 2011/783, αντιστοίχως, τέθηκαν σε εφαρμογή με τον κανονισμό 961/2010, τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011 και τον κανονισμό 267/2012, που εξεδόθησαν σύμφωνα με το άρθρο 215 ΣΛΕΕ.

57      Επομένως, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει αίτημα αποκατάστασης της ζημίας της ενάγουσας, στο μέτρο που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη λόγω των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν εις βάρος της με την απόφαση 2010/644 και την απόφαση 2011/783, είναι αντιθέτως αρμόδιο να εξετάσει το ίδιο αίτημα, στο μέτρο που αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα από την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, με τον κανονισμό 961/2010, τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011 και τον κανονισμό 267/2012 (στο εξής: επίδικες πράξεις).

58      Κατά συνέπεια, η παρούσα αγωγή πρέπει να εξεταστεί μόνον καθόσον αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα με βάση το ότι τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος της με την απόφαση 2010/644 και την απόφαση 2011/783 τέθηκαν σε εφαρμογή με τις επίδικες πράξεις.

 Επί του παραδεκτού της αγωγής

59      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει ένσταση με χωριστό δικόγραφο, υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας άσκησης της υπό κρίση αγωγής, ήτοι στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, η εν λόγω αγωγή ασκήθηκε κατόπιν της παρέλευσης της πενταετούς προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον αποσκοπεί στην αποζημίωση για ζημία που είχε λάβει χώρα πριν από τις 25 Οκτωβρίου 2010. Κατά τη νομολογία, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να κριθεί εν μέρει απαράδεκτη. Κατά την Επιτροπή, η μερική παραγραφή της αγωγής μπορεί να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης.

60      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το ζήτημα της παραγραφής δεν φαίνεται να τίθεται, εν προκειμένω, στο μέτρο που η ενάγουσα ζητεί αποζημίωση μόνο για την καταχώριση της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους μετά τις 25 Σεπτεμβρίου 2010. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι, σε περίπτωση που τίθεται ζήτημα παραγραφής, τούτο μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης.

61      Η ενάγουσα ζητεί την απόρριψη της εν λόγω ένστασης ως απαράδεκτης και μη δυνάμενης να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο, διότι δεν πρόκειται για ένσταση απαραδέκτου που βασίζεται σε λόγο δημόσιας τάξης. Εν πάση περιπτώσει, η ένσταση αυτή είναι αβάσιμη. Η ενάγουσα προσθέτει ότι το ζήτημα της παραγραφής στερείται ενδιαφέροντος αφής στιγμής απέσυρε το αίτημα αποζημίωσής της για υλική ζημία.

62      Όσον αφορά την υπό εξέταση ένσταση απαραδέκτου, που προέβαλε η Επιτροπή, πρέπει να επισημανθεί ότι τα αιτήματα του Συμβουλίου με τα οποία ζητείται η απόρριψη της υπό κρίση αγωγής ουδόλως στηρίζονται σε μερική παραγραφή της αξίωσης βάσει της οποίας ασκήθηκε η αγωγή αυτή. Όμως, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, και του άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και κατά το άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αιτήματα του δικογράφου της παρέμβασης μπορούν να έχουν ως αντικείμενο αποκλειστικώς την υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων ενός εκ των κύριων διαδίκων. Επιπλέον, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρέμβασής του, σύμφωνα με το άρθρο 142, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

63      Κατά συνέπεια, η παρεμβαίνουσα δεν νομιμοποιείται να προβάλει αυτοτελώς ένσταση απαραδέκτου και το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται, επομένως, να εξετάσει τα προβληθέντα αποκλειστικώς από τον παρεμβαίνοντα επιχειρήματα τα οποία δεν αφορούν λόγους δημόσιας τάξης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑313/90, EU:C:1993:111, σκέψη 22, και της 3ης Ιουλίου 2007, Au Lys de France κατά Επιτροπής, T‑458/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:195, σκέψη 32).

64      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο μέτρο που η αγωγή για εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης διεπόταν, δυνάμει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, από τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και στο μέτρο που από τη συγκριτική εξέταση των εννόμων τάξεων των κρατών μελών προκύπτει ότι, κατά γενικό κανόνα και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ο δικαστής δεν μπορεί να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη ένσταση παραγραφής της αξίωσης, παρείλκε η αυτεπάγγελτη εξέταση του προβλήματος της ενδεχόμενης παραγραφής της επίμαχης αξίωσης (αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1989, Roquette frères κατά Επιτροπής, 20/88, EU:C:1989:221, σκέψεις 12 και 13, και της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑469/11 P, EU:C:2012:705, σκέψη 51).

65      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου.

 Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ως παράρτημα του υπομνήματος απάντησης

66      Με το υπόμνημα ανταπάντησης, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί να απορριφθούν ως εκπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, απαράδεκτα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν ως παραρτήματα R.1 έως R.15 του υπομνήματος απάντησης. Κατά το Συμβούλιο, τα στοιχεία αυτά μπορούσαν και έπρεπε, κατά τη νομολογία, να προσκομισθούν κατά το στάδιο της άσκησης της αγωγής.

67      Στις γραπτές απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω), το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνωρίζουν ότι, συνεπεία της τροποποίησης των αγωγικών αιτημάτων (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), δεν είναι πλέον αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν με τα παραρτήματα R.2 έως R.15 του υπομνήματος απάντησης, τα οποία αφορούσαν αποκλειστικώς την υλική ζημία που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα.

68      Η ενάγουσα δέχεται επίσης ότι, λόγω της τροποποίησης των αιτημάτων της (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), η ένσταση απαραδέκτου μπορεί να προβληθεί μόνον όσον αφορά το παράρτημα R.1 του υπομνήματος απάντησης. Ζητεί την απόρριψη της ένστασης απαραδέκτου, με την αιτιολογία ότι το παράρτημα R.1 του υπομνήματος απάντησης περιλαμβάνει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία για πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη αποδειχθεί με το δικόγραφο της αγωγής και είναι αναγκαία για την αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντίκρουσης. Το Συμβούλιο μπορούσε να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα άμυνάς του σε σχέση με τα στοιχεία αυτά στο υπόμνημα ανταπάντησης. Η Επιτροπή είχε επίσης τη δυνατότητα να ελέγξει και να αξιολογήσει τα εν λόγω στοιχεία.

69      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα τροποποιημένα αιτήματα της ενάγουσας, η παρούσα αγωγή περιλαμβάνει αίτημα χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα κατόπιν της έκδοσης των επίδικων πράξεων από το Συμβούλιο. Πρόκειται επομένως για αγωγή με την οποία η ενάγουσα επιδιώκει να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

70      Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το υποστατό και την έκταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη [βλ. αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2016, Ζαφειρόπουλος κατά Cedefop, T‑537/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:36, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 26ης Απριλίου 2016, Strack κατά Επιτροπής, T‑221/08, (μη δημοσιευθείσα), EU:T:2016:242, σκέψη 308].

71      Ασφαλώς, ο δικαστής της Ένωσης έχει αναγνωρίσει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όταν είναι δυσχερής ο υπολογισμός της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο ενάγων, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίσει αυτός με το δικόγραφο της αγωγής του την έκταση της ζημίας ή το ακριβές ποσό της ζητούμενης αποζημίωσης (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Inalca και Cremonini κατά Επιτροπής, C‑460/09 P, EU:C:2013:111, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Το δικόγραφο της αγωγής στην υπό κρίση υπόθεση κατατέθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2015. Στην εν λόγω αγωγή, η ενάγουσα αποτίμησε την ηθική βλάβη που εκτιμούσε ότι υπέστη, στηριζόμενη στα στοιχεία που επισύναψε ως παράρτημα στο εν λόγω δικόγραφο.

73      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 76, στοιχείο στʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2015 και εφαρμόζεται επομένως στην υπό κρίση αγωγή, το δικόγραφο πρέπει να περιέχει, όπου απαιτείται, τα αποδεικτικά στοιχεία και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

74      Επιπλέον, το άρθρο 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων. Η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου ορίζει επιπροσθέτως ότι οι κύριοι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα και με τα υπομνήματα απάντησης και ανταπάντησης, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί του παραδεκτού των προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων ή της πρότασης αποδεικτικών μέσων αφότου δοθεί στους λοιπούς διαδίκους η δυνατότητα να λάβουν θέση επ’ αυτών.

75      Ο κανόνας περί προθεσμιών του άρθρου 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταπόδειξης που προσκομίζει ο αντίδικος [βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Biogena Naturprodukte κατά EUIPO (ZUM wohl), T‑236/16, EU:T:2017:416, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

76      Όπως προκύπτει από τη νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του κανόνα περί προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι πρέπει να αιτιολογούν την καθυστέρηση στην προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων ή την πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, Angé Serrano κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑47/05, EU:T:2008:384, σκέψη 54) και ο δικαστής της Ένωσης διαθέτει την εξουσία να ελέγχει τη βασιμότητα του λόγου της καθυστέρησης στην προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων ή την πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων και, ανάλογα με την περίπτωση, το περιεχόμενό τους, καθώς και την εξουσία να απορρίπτει ως απαράδεκτα τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και μέσα, εάν αυτή η εκπρόθεσμη προσκόμιση δεν δικαιολογείται επαρκώς κατά νόμον ή δεν αιτιολογείται βασίμως (αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, C‑243/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:238, σκέψη 33, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, Angé Serrano κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑47/05, EU:T:2008:384, σκέψη 56).

77      Έχει κριθεί ότι η εκπρόθεσμη προσκόμιση ή πρόταση, αντιστοίχως, αποδεικτικών στοιχείων ή μέσων, από διάδικο, μπορούσε να δικαιολογηθεί από το ότι ο διάδικος αυτός δεν μπορούσε να είχε προηγουμένως στη διάθεσή του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή από το εάν η όψιμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του αντιδίκου δικαιολογεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας κατά τρόπον ο οποίος να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, C‑243/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:238, σκέψη 32, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, Angé Serrano κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑47/05, EU:T:2008:384, σκέψη 55).

78      Εν προκειμένω, η ενάγουσα προσκόμισε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αγωγής αποζημίωσης για την προβαλλόμενη ηθική βλάβη, στο παράρτημα R.1 τoυ υπομνήματος απάντησης, χωρίς να παράσχει σαφή αιτιολογία για την καθυστέρηση στην προσκόμισή τους.

79      Καθόσον, στις απαντήσεις της επί των ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω), η ενάγουσα επικαλέστηκε ότι το παράρτημα R.1 του υπομνήματος απάντησης περιλάμβανε συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία για πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη αποδειχθεί με το δικόγραφο της αγωγής, η δικαιολόγηση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον η απλή περίσταση ότι τα πραγματικά περιστατικά έχουν ήδη αποδειχθεί δεν είναι σε θέση να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων.

80      Καθόσον, στις ίδιες απαντήσεις της, η ενάγουσα υποστήριξε ότι το παράρτημα R.1 του υπομνήματος απάντησης περιλάμβανε τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντίκρουσης, πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία που παρατίθενται στο εν λόγω παράρτημα προσκομίσθηκαν από την ενάγουσα μόνον προς απόδειξη, κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 70 ανωτέρω νομολογία, του υποστατού και της έκτασης της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, όπως προσδιορίστηκε ποσοτικά στο δικόγραφο της αγωγής, και όχι προς αποδυνάμωση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το Συμβούλιο ως παράρτημα του εν λόγω υπομνήματος. Το γεγονός ότι, με το υπόμνημα αυτό, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το υποστατό και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ανταπόδειξη, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 75 ανωτέρω, και δεν καθιστά δυνατό να θεωρηθεί ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο παράρτημα R.1 του υπομνήματος απάντησης αποτελούν περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν ανταπόδειξης, ούτε ότι η εκπρόθεσμη προσκόμιση των στοιχείων αυτών δικαιολογούνταν, επομένως, από την ανάγκη απάντησης στα επιχειρήματα του Συμβουλίου και διασφάλισης της τήρησης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

81      Επομένως, τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν στο παράρτημα R.1 του υπομνήματος απάντησης πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα και, επομένως, δεν θα ληφθούν υπόψη κατά το στάδιο της εξέτασης της αγωγής επί της ουσίας.

 Επί της ουσίας

82      Κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, της 11ης Ιουλίου 2007, Schneider Electric κατά Επιτροπής, T‑351/03, EU:T:2007:212, σκέψη 113, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 47).

83      Προς στήριξη της υπό κρίση αγωγής, η ενάγουσα προβάλλει το ότι οι τρεις προαναφερθείσες προϋποθέσεις πληρούνται εν προκειμένω.

84      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής ως αβάσιμης, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει, ως οφείλει, ότι πληρούνται εν προκειμένω όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

85      Κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως αναφέρθηκαν ήδη στη σκέψη 82 ανωτέρω, είναι σωρευτικές (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Fahas κατά Συμβουλίου, T‑49/07, EU:T:2010:499, σκέψεις 92 και 93, και διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2012, Dagher κατά Συμβουλίου, T‑218/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:82, σκέψη 34). Ως εκ τούτου, όταν μία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2011, Dufour κατά ΕΚΤ, T‑436/09, EU:T:2011:634, σκέψη 193).

86      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, εν προκειμένω, η ενάγουσα αποδεικνύει, ως οφείλει, τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτει στο Συμβούλιο, ήτοι της έκδοσης των επίδικων πράξεων, το υποστατό της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έκδοσης των εν λόγω πράξεων και της προβαλλομένης ζημίας.

 Επί της προβαλλόμενης έλλειψης νομιμότητας

87      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς ενός θεσμικού οργάνου πληρούται, διότι η έκδοση των επίδικων πράξεων συνιστά αρκούντως κατάφωρη παράβαση, από το Συμβούλιο, κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, η οποία δύναται, κατά τη νομολογία, να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

88      Συναφώς, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η καταχώριση και η διατήρηση του ονόματός της στους επίμαχους καταλόγους, κατ’ εφαρμογήν των επίδικων πράξεων, είναι προδήλως παράνομη, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου (T‑13/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:402). Επιπλέον, οι νομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν εν προκειμένω έχουν ως κύριο σκοπό την προστασία των ατομικών συμφερόντων των οικείων προσώπων και οντοτήτων, στα οποία απονέμουν δικαιώματα (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 57 και 58).

89      Κατά την ενάγουσα, αποτελεί προδήλως κατάφωρη παράβαση των διατάξεων αυτών το ότι το Συμβούλιο καταχωρίζει και διατηρεί το όνομα προσώπου στους καταλόγους ενώ δεν διαθέτει πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν, επαρκώς κατά νόμον, τη βασιμότητα των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 59, 63 και 68). Εν προκειμένω, το Συμβούλιο εξέδωσε τις επίδικες πράξεις βάσει των οποίων, μεταξύ του Ιουλίου 2010 και του Νοεμβρίου 2013, ελήφθησαν εις βάρος της ενάγουσας περιοριστικά μέτρα, χωρίς να υπάρχει το ελάχιστο αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τη συμπεριφορά που της προσάπτεται.

90      Τέλος, η ενάγουσα θεωρεί ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι διατάξεις που παρέβη είναι αόριστες, ασαφείς ή διφορούμενες, διότι, κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων πράξεων, ήταν σαφές ότι το Συμβούλιο όφειλε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λαμβανομένων περιοριστικών μέτρων.

91      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, δεν αμφισβητεί τον παράνομο χαρακτήρα των επίδικων πράξεων, αλλά θεωρεί ότι ο χαρακτήρας αυτός δεν είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, καθότι δεν συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Μια τέτοια παράβαση θα υφίστατο μόνον αν είχε αποδειχθεί, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι το Συμβούλιο υπερέβη προδήλως και σοβαρώς τα όρια της εξουσίας εκτίμησής του, πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω.

92      Με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου (T‑13/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:402), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τον παράνομο χαρακτήρα των επίδικων πράξεων.

93      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα νομικής πράξης δεν αρκεί, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η παρανομία αυτή, για να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης η οποία αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 50· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, Dole Fresh Fruit International κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑56/00, EU:T:2003:58, σκέψεις 72 έως 75, και της 23ης Νοεμβρίου 2011, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2011:687, σκέψη 31). Η ενδεχόμενη ακύρωση μίας ή περισσότερων πράξεων του Συμβουλίου, στις οποίες οφείλεται η ζημία την οποία προβάλλει η ενάγουσα, ακόμη και αν τέτοια ακύρωση επέλθει με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου εκδοθείσα πριν από την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης, δεν συνιστά αδιάσειστη απόδειξη της ύπαρξης κατάφωρης παράβασης εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, βάσει της οποίας είναι δυνατό να διαπιστωθεί, ipso jure, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, HTTS κατά Συμβουλίου, T‑692/15, εκκρεμεί η εκδίκαση αναίρεσης, EU:T:2017:890, σκέψη 48).

94      Η προϋπόθεση ύπαρξης παράνομης συμπεριφοράς που καταλογίζεται σε θεσμικό όργανο της Ένωσης απαιτεί την κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Η απαίτηση κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος έχει ως αντικείμενο την παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες αποσκοπεί, ανεξαρτήτως της φύσης της επίμαχης παράνομης πράξης, στο να μην εμποδίζει ο κίνδυνος πρόκλησης της προβαλλόμενης από τους ενδιαφερομένους ζημίας την εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου πλήρη άσκηση των αρμοδιοτήτων του προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, τόσο στο πλαίσιο της κανονιστικής δραστηριότητάς του ή της δραστηριότητας που συνεπάγεται επιλογές οικονομικής πολιτικής, όσο και στη σφαίρα της διοικητικής του αρμοδιότητας, χωρίς, ωστόσο, να επιρρίπτει σε ιδιώτες το βάρος των συνεπειών καταφανών και ασύγγνωστων παραλείψεων (βλ. αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 2011, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2011:687, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 51).

96      Αφού προσδιορίστηκαν οι κανόνες δικαίου των οποίων η παράβαση προβάλλεται εν προκειμένω από την ενάγουσα, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, κατά πόσον οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στην παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες και, δεύτερον, κατά πόσον το Συμβούλιο παρέβη κατάφωρα τους κανόνες αυτούς.

–       Επί των κανόνων δικαίου των οποίων προβάλλεται η παράβαση

97      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα διευκρίνισε, όσον αφορά τους κανόνες δικαίου των οποίων η παράβαση είχε διαπιστωθεί με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου (T‑13/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:402), ότι παρέπεμπε μόνο στη διαπίστωση, στις σκέψεις 133 και 134 της εν λόγω απόφασης, ότι οι επίδικες πράξεις, εφόσον εφαρμόζουν το κριτήριο της «συνδρομής» στην παράβαση ή την καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων που παρέχεται σε πρόσωπο ή οντότητα του οποίου το όνομα ή η επωνυμία έχει καταχωρισθεί στους καταλόγους, είναι αβάσιμες, διότι δεν στηρίζονται σε αποδείξεις και παραβιάζουν, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2010/413, το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 961/2010, καθώς και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012.

–       Επί του ζητήματος κατά πόσον οι κανόνες δικαίου των οποίων προβάλλεται η παράβαση αποσκοπούν στην παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες

98      Όπως προκύπτει από τη νομολογία, διατάξεις που προβλέπουν, εξαντλητικώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να εκδοθούν περιοριστικά μέτρα αποσκοπούν κατ’ ουσίαν στην προστασία των ατομικών συμφερόντων των προσώπων και των οντοτήτων που θίγονται ενδεχομένως από τα μέτρα αυτά, περιορίζοντας τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν νομίμως τέτοια μέτρα (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 57· βλ. επίσης, συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2011, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2011:687, σκέψη 51).

99      Αυτές οι ίδιες διατάξεις διασφαλίζουν, επομένως, την προστασία των ατομικών συμφερόντων των προσώπων και των οντοτήτων που θίγονται ενδεχομένως από περιοριστικά μέτρα και πρέπει, ως εκ τούτου, να εκλαμβάνονται ως κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες. Εάν δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, το θιγόμενο πρόσωπο ή η οντότητα έχει πράγματι το δικαίωμα να μην επιβληθούν εις βάρος του περιοριστικά μέτρα. Ένα τέτοιο δικαίωμα συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το πρόσωπο ή η οντότητα στο οποίο επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα υπό όρους που δεν προβλέπονται στις επίμαχες διατάξεις μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση των επιβλαβών συνεπειών που του προκάλεσαν τα μέτρα αυτά, αν αποδεικνύεται ότι η επιβολή τους στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση των ουσιαστικών κανόνων δικαίου τους οποίους εφάρμοσε το Συμβούλιο (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 58· βλ. επίσης, συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2011, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2011:687, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Επομένως, οι κανόνες των οποίων η παράβαση προβάλλεται εν προκειμένω από την ενάγουσα είναι κανόνες δικαίου που απονέμουν δικαιώματα σε ιδιώτες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ενάγουσα, ως πρόσωπο που θίγεται από τις επίδικες πράξεις.

–       Επί του ζητήματος κατά πόσον το Συμβούλιο παραβίασε κατάφωρα τους κανόνες δικαίου των οποίων προβάλλεται η παράβαση

101    Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι η παράβαση ενός κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες μπορεί να θεωρηθεί κατάφωρη όταν συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, όπου τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτίμησης που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στις αρχές της Ένωσης (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

102    Κατά τη νομολογία, όταν το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει το οικείο θεσμικό όργανο είναι σημαντικά περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της ύπαρξης κατάφωρης παράβασης (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, T‑47/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:207, σκέψη 235 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Όπως εν τέλει προκύπτει από τη νομολογία, παραβίαση του δικαίου της Ένωσης είναι κατάφωρη όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση δικαστικής απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η προσαπτόμενη παράβαση ή προδικαστικής απόφασης ή παρά την ύπαρξη παγιωμένης σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου, εκ των οποίων προκύπτει ότι η επίμαχη συμπεριφορά συνιστά παράβαση (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Όταν το Συμβούλιο εξέδωσε τις επίδικες πράξεις, ήτοι μεταξύ της 25ης Οκτωβρίου 2010 και της 23ης Μαρτίου 2012, προέκυπτε ήδη σαφώς και με ακρίβεια από τη νομολογία ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης, το Συμβούλιο υποχρεούται να παράσχει τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου της «συνδρομής» στην παράβαση ή την καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων, που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2010/413, στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 961/2010 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012. Το Δικαστήριο έχει άλλωστε ήδη κληθεί να διαπιστώσει, βασιζόμενο σε νομολογία προγενέστερη της έκδοσης των επίδικων πράξεων, ότι η υποχρέωση του Συμβουλίου να παράσχει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος προσώπου ή οντότητας απέρρεε από πάγια νομολογία (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψεις 35 έως 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Επιπλέον, στο μέτρο που η υποχρέωση του Συμβουλίου να επαληθεύσει και να αποδείξει το βάσιμο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν εις βάρος προσώπου ή οντότητας πριν από την έκδοση των μέτρων αυτών υπαγορεύεται από τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου ή της οντότητας που θίγεται, και ιδίως από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το Συμβούλιο δεν διαθέτει συναφώς περιθώριο εκτίμησης (απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Jannatian κατά Συμβουλίου, T‑328/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:86, σκέψη 52· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 59 έως 61). Επομένως, το Συμβούλιο δεν διέθετε εν προκειμένω κανένα περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω υποχρέωσης.

106    Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, μη τηρώντας την υποχρέωσή του να στηρίξει τις επίδικες πράξεις σε αποδείξεις, παρέβη κατάφωρα, εν προκειμένω, κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, και ειδικότερα στην ενάγουσα.

107    Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο Συμβούλιο συμπεριφοράς, ήτοι η έκδοση των επίδικων πράξεων, πληρούται σε σχέση με τους κανόνες δικαίου που επικαλείται η ενάγουσα, των οποίων η παράβαση διαπιστώθηκε στις σκέψεις 133 και 134 της απόφασης της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου (T‑13/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:402).

 Επί της προβαλλόμενης ζημίας και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας αυτής

108    Η ενάγουσα διατείνεται ότι απέδειξε τον πραγματικό και βέβαιο χαρακτήρα της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω των επίδικων πράξεων. Ισχυρίζεται ότι οι επίδικες πράξεις, στον βαθμό που επηρέασαν τη φήμη της, της προξένησαν σημαντική ηθική βλάβη, την οποία αποτιμά, ex aequo et bono, στο ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ, όπως είχε ήδη αναφέρει στην επιστολή της προς το Συμβούλιο της 25ης Ιουλίου 2015. Υποστηρίζει συναφώς ότι, σε παρόμοια περίπτωση, ο δικαστής της Ένωσης είχε διαπιστώσει ηθική βλάβη εταιρείας λόγω προσβολής της φήμης της, για την οποία και κατέβαλε αποζημίωση (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 80 και 83).

109    Σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς που προέβαλε το Συμβούλιο, στηριζόμενο σε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), ήτοι στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Ιουλίου 2011, Uj κατά Ουγγαρίας (CE:ECHR:2011:0719JUD002395410), η ενάγουσα εκτιμά ότι υπάρχει μια ηθική διάσταση στις εταιρίες και ότι μπορούν να υποστούν ηθική βλάβη, για παράδειγμα, λόγω προσβολής της φήμης και της ικανότητάς τους να διεξάγουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες Η εκ μέρους του Συμβουλίου αναφορά στην απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ είναι εσφαλμένη, διότι η εν λόγω απόφαση εξετάζει την προστασία της φήμης μόνο σε σχέση με τους περιορισμούς που ενδέχεται να επιβληθούν στην ελευθερία της έκφρασης. Η διατήρηση καλής φήμης είναι ιδιαίτερα σημαντική στην τραπεζική αγορά στην οποία αναπτύσσεται η ως άνω φήμη, στο μέτρο που η αγορά αυτή βασίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των επιχειρηματικών φορέων. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πριν από την έκδοση των επίδικων πράξεων διέθετε καλή φήμη σε διεθνές επίπεδο, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι είχε ασκήσει τραπεζικές δραστηριότητες στο επίπεδο αυτό. Επιπλέον, η ενάγουσα πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις για διαφήμιση των διεθνών υπηρεσιών της, στο Ιράν, προκειμένου να μεταφέρει την εικόνα ενός διεθνούς χρηματοπιστωτικού φορέα. Οι επίδικες πράξεις, βάσει των οποίων συνδέθηκε η επωνυμία της με σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και είχε ως αποτέλεσμα την ακούσια διακοπή της επιχειρηματικής της δραστηριότητας στην Ένωση, επηρέασαν αρνητικά τη φήμη της. Η επανέναρξη των σχέσεων με τους εταίρους του κλάδου, όπως η Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication (SWIFT), και με τους πρώην πελάτες της στη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά είναι δαπανηρή. Εν πάση περιπτώσει, στον εμπορικό τομέα, αφής στιγμής ένας επιχειρηματικός φορέας παύει ακούσια τις δραστηριότητές του, η προσβολή της φήμης και της αξιοπιστίας του είναι προφανής και αναπόφευκτη. Για την αποκατάσταση της φήμης της, είναι απαραίτητη διαφημιστική εκστρατεία σε παγκόσμιο επίπεδο, της οποίας το εκτιμώμενο κόστος είναι 45 εκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) (περίπου 38,7 εκατομμύρια ευρώ). Δεδομένου ότι δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί με ακρίβεια τα έξοδα που συνδέονται με την αποκατάσταση της φήμης της, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να ορίσει, στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων, ανεξάρτητο πραγματογνώμονα για να διενεργήσει την εκτίμηση αυτήν. Τέλος, η ενάγουσα εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι υποβλήθηκε σε έξοδα, ιδίως διαφημιστικά, για την αποκατάσταση της φήμης της. Αρκεί να προβάλει την ύπαρξη προσβολής της φήμης της, της οποίας η αποκατάσταση απαιτεί οπωσδήποτε σημαντικές δαπάνες.

110    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, εκτιμά ότι η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη ζημίας δεν πληρούται εν προκειμένω. Οι επίδικες πράξεις δεν θεωρούνται ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην ενάγουσα και δεν είχαν σκοπό να της προκαλέσουν ζημία. Αποσκοπούσαν απλώς στην αποτροπή της διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Επομένως, η ενάγουσα δεν στιγματίστηκε ως οργάνωση που συνιστά, αυτή καθεαυτήν, απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και, κατά τα λοιπά, δεν προσκόμισε συναφώς κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Προσδιορίστηκε απλώς ως πρόσωπο που διευκόλυνε τις συναλλαγές που συνδέονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, πράγμα που αρκεί για να δικαιολογήσει την καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους. Η ενάγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω της έκδοσης των εν λόγω πράξεων, όπως απαιτεί η νομολογία. Ουδόλως αποδεικνύεται ότι διέθετε καλή φήμη σε διεθνές επίπεδο, ότι υπέστη απώλεια κερδών λόγω της προσβολής της εν λόγω φήμης και ότι υποβλήθηκε σε δαπάνες για διαφημιστικές εκστρατείες ή άλλες δαπάνες προκειμένου να αποκατασταθεί η φήμη της αυτή. Το άρθρο του Τύπου που προσκομίσθηκε ως παράρτημα στο δικόγραφο της αγωγής, σχετικά με το εκτιμώμενο κόστος μιας διαφημιστικής εκστρατείας σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν ασκεί επιρροή, καθότι αφορά εταιρία που δεν σχετίζεται με την ενάγουσα, λειτουργεί σε διαφορετικό τομέα δραστηριότητας και σε άλλη ήπειρο σε σχέση με την ενάγουσα και δεν έχει καμία σχέση με τα περιοριστικά μέτρα της Ένωσης. Οι ισχυρισμοί της ενάγουσας στο υπόμνημα απάντησης δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη προσβολής της φήμης της, ιδίως εκτός του Ιράν, και, κατά συνέπεια, σχετική ηθική βλάβη. Επιπλέον, η ενάγουσα δεν παρέχει καμία εξήγηση και κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών της ότι η επανέναρξη των σχέσεών της με τη SWIFT είναι δαπανηρή. Εν πάση περιπτώσει, όπως το ΕΔΔΑ διαπίστωσε στο σημείο 22 της απόφασης της 19ης Ιουλίου 2011, Uj κατά Ουγγαρίας (CE:ECHR:2011:0719JUD 002395410), υφίσταται διάκριση μεταξύ της προσβολής της εμπορικής φήμης μιας εταιρίας και της προσβολής της φήμης ενός προσώπου υπό το πρίσμα της κοινωνικής του κατάστασης, η δε πρώτη από τις προσβολές αυτές στερείται ηθικής διάστασης. Το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία αυτή σε υπόθεση η οποία αφορά περιοριστικά μέτρα (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Akhras κατά Συμβουλίου, T‑579/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:97, σκέψη 152). Η ενάγουσα προσπαθεί να παρακάμψει την υποχρέωση που υπέχει να αποδείξει την ύπαρξη της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη και να την προσδιορίσει ποσοτικά, ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να ορίσει πραγματογνώμονα στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων. Αν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείται η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, θα έπρεπε να θεωρήσει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η ακύρωση των επίδικων πράξεων συνιστά πρόσφορη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα. Εν πάση περιπτώσει, το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ που ζητεί η ενάγουσα προς ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη είναι υπερβολικό, υπό το πρίσμα της νομολογίας, και δεν τεκμηριώνεται.

111    Η Επιτροπή προσθέτει ότι το είδος της προβαλλόμενης από την ενάγουσα ηθικής βλάβης, ήτοι το κόστος διαφημιστικής εκστρατείας για την αποκατάσταση της εικόνας της, συγχέεται με υλική ζημία, της οποίας οφείλει να αποδείξει τον πραγματικό και συγκεκριμένο χαρακτήρα.

112    Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, κατά τη νομολογία (βλ., συναφώς αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1982, De Franceschi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 51/81, EU:C:1982:20, σκέψη 9, της 13ης Νοεμβρίου 1984, Birra Wührer κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 256/80, 257/80, 265/80, 267/80, 5/81, 51/81 και 282/82, EU:C:1984:341, σκέψη 9, και της 16ης Ιανουαρίου 1996, Candiotte κατά Συμβουλίου, T‑108/94, EU:T:1996:5, σκέψη 54), η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στοιχειοθετείται μόνον αν ο ενάγων υπέστη πραγματική και βέβαιη ζημία. Στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, ειδικότερα, να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία τόσο ως προς την ύπαρξη όσο και ως προς την έκταση της ζημίας (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑362/95 P, EU:C:1997:401, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113    Ειδικότερα, κάθε αίτημα περί αποζημίωσης λόγω υλικής ζημίας ή περί χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, που υποβάλλεται είτε συμβολικά είτε για την καταβολή πραγματικής αποζημίωσης, πρέπει να διευκρινίζει τη φύση της προβαλλόμενης βλάβης σε σχέση με την προσαπτόμενη συμπεριφορά και να υπολογίζει, έστω και κατά προσέγγιση, το σύνολο της βλάβης αυτής (βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Sabbagh κατά Συμβουλίου, T‑652/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:112, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

114    Η ενάγουσα, στο πλαίσιο της αποζημίωσης για βλάβη την οποία χαρακτηρίζει ως «ηθική», παραπέμπει σε προσβολής της φήμης της συνεπεία της σύνδεσης της επωνυμίας της με σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, και της οποίας η ύπαρξη αποδεικνύεται από το ότι η έκδοση των επίδικων πράξεων επηρέασε τη συμπεριφορά των τρίτων έναντι αυτής και της οποίας η έκταση μπορεί να υπολογισθεί σε σχέση με το ύψος της επένδυσης που πρέπει να πραγματοποιήσει σε διαφημιστικό επίπεδο προς αποκατάσταση της εικόνας αυτής.

115    Η ζημία της οποίας την ικανοποίηση ζητεί η ενάγουσα συνίσταται στην ηθική βλάβη της, έχει δε άυλο χαρακτήρα και αντιστοιχεί σε προσβολή της εικόνας ή της φήμης της.

116    Όπως προκύπτει από τη νομολογία που διαμορφώθηκε βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, χωρεί χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη νομικού προσώπου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1999, ΒΑΙ κατά Επιτροπής, T‑230/95, EU:T:1999:11, σκέψη 37, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, Camar κατά Επιτροπής, T‑457/04 και T‑223/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:439, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και μια τέτοια ζημία μπορεί να λάβει τη μορφή προσβολής της εικόνας ή της φήμης του εν λόγω προσώπου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1999, New Europe Consulting και Brown κατά Επιτροπής, T‑231/97, EU:T:1999:146, σκέψεις 53 και 69, της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψεις 70 έως 76, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 80 έως 85).

117    Αφής στιγμής το Συμβούλιο επικαλείται τη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαστήριο αυτό δεν αποκλείει, βάσει της νομολογίας του και υπό το πρίσμα της πρακτικής αυτής, ότι μπορεί να υφίσταται, ακόμη και για εμπορική εταιρία, μη υλική ζημία, της οποίας η αποκατάσταση πρέπει να είναι χρηματικής φύσης, μια τέτοια δε αποκατάσταση εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης (απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Απριλίου 2000, Comingersoll S.A. κατά Πορτογαλίας, CE:ECHR:2000:0406JUD 003538297, § 32 και 35). Η ζημία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει, για μια τέτοια εταιρία, στοιχεία κατά το μάλλον ή ήττον «αντικειμενικά» και «υποκειμενικά», μεταξύ των οποίων η φήμη της επιχείρησης, της οποίας οι συνέπειες δεν μπορούν να υπολογισθούν ευχερώς με ακρίβεια (απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Απριλίου 2000, Comingersoll S.A. κατά Πορτογαλίας, CE:ECHR:2000:0406JUD 003538297, § 35). Όπως προκύπτει από την απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Φεβρουαρίου 2016, Magyar Tartalomszolgáltatók Egyesülete και index.hu Zrt κατά Ουγγαρίας (CE:ECHR:2016:0202JUD 002294713, § 84), η νομολογία αυτή του ΕΔΔΑ δεν αμφισβητήθηκε από την απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Ιουλίου 2011, Uj κατά Ουγγαρίας (CE:ECHR:2011:0719JUD 002395410), την οποία αναφέρει το Συμβούλιο, με την οποία απλώς διευκρινίζεται ότι η μη υλική ζημία που υπέστη μια εταιρία ήταν μάλλον εμπορικής φύσης και δεν είχε τον χαρακτήρα ηθικής βλάβης.

118    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τόσο τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι η ηθική βλάβη που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα αποτελεί υλική ζημία όσο και τα επιχειρήματα του Συμβουλίου ότι η ενάγουσα, ως εμπορική εταιρία, δεν μπορεί να αποζημιωθεί για ηθική βλάβη που αντιστοιχεί σε προσβολή της φήμης της.

119    Σχετικά με το υποστατό της φερόμενης ηθικής βλάβης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά, ειδικότερα, μη περιουσιακή ζημία, μολονότι η προσκόμιση ή πρόταση, αντιστοίχως, αποδεικτικών στοιχείων ή μέσων δεν θεωρείται κατ’ ανάγκην προϋπόθεση για την αναγνώρισή της, εντούτοις στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη στο οικείο θεσμικό όργανο συμπεριφορά μπορούσε να του προκαλέσει τέτοια ζημία (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑297/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:888, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, BAI κατά Επιτροπής, T‑230/95, EU:T:1999:11, σκέψη 39).

120    Επιπλέον, μολονότι στην απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακύρωση παράνομων περιοριστικών μέτρων μπορούσε να αποτελέσει μορφή ικανοποίησης για την προκληθείσα ηθική βλάβη, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτή η μορφή αποκατάστασης αρκεί οπωσδήποτε, σε όλες τις περιπτώσεις, για να διασφαλισθεί η πλήρης αποκατάσταση της βλάβης αυτής, κάθε δε σχετική απόφαση πρέπει να λαμβάνεται βάσει εκτίμησης των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 49).

121    Εν προκειμένω, τα μόνα παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ενάγουσα δεν καθιστούν δυνατό, εντούτοις, να διαπιστωθεί ότι η αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο Συμβούλιο και η ακύρωση των επίδικων πράξεων δεν αρκούν, αυτές καθαυτές, προς ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της προσβολής της φήμης της από τις επίδικες πράξεις.

122    Επομένως, χωρίς μάλιστα να απαιτείται να εξεταστεί η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που υπέβαλε η ενάγουσα και, κατά συνέπεια, η αγωγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

123    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

124    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Η Post Bank Iran φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Valančius

Nihoul

Svenningsen

 

      Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.