Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 27 Μαρτίου 2020 η Δημοκρατία της Λιθουανίας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) στις 22 Ιανουαρίου 2020 στην υπόθεση T-19/18, Λιθουανία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-153/20 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Δημοκρατία της Λιθουανίας (εκπρόσωποι: R. Dzikovič, K. Dieninis)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Δημοκρατία της Τσεχίας

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε στις 22 Ιανουαρίου 2020 το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση T-19/18, Λιθουανία κατά Επιτροπής, EU:T:2020:4, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ακυρώσεως της Δημοκρατίας της Λιθουανίας κατά της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2017/2014 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2017, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ),

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή να αποφανθεί το ίδιο επί της υποθέσεως στηριζόμενο στους λόγους που εκτίθενται στην αίτηση αναιρέσεως και να αποφανθεί οριστικώς επί του αιτήματος ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2017/2014 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2017, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ).

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Δημοκρατία της Λιθουανίας προβάλλει τους ακόλουθους λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση T-19/18 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση):

1)    εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 65/2011 1 και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεδομένου ότι, με τη συλλογιστική που εξέθεσε στις σκέψεις 61 έως 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόσθηκαν για να διαπιστωθεί αν οι αιτούντες αποτελούσαν ΜΜΕ (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις), το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση,

2)    παραβίαση του άρθρου 256, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι, με τις σκέψεις 81 έως 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης των έργων που κατατάσσονται στα έργα υψηλού κινδύνου, υιοθέτησε διαφορετική θέση από εκείνη του Δικαστηρίου σε προγενέστερες υποθέσεις με παρόμοιο αντικείμενο, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 88 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ανακριβείς,

3)    εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 26 του κανονισμού 65/2011 και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι η συλλογιστική που εκτέθηκε στις σκέψεις 178 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα κριτήρια εκτιμήσεως της ποιότητας των επιτόπιων ελέγχων περιέχει αντιφάσεις, με αποτέλεσμα να διευρύνεται αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 26 του κανονισμού 65/2011, και ότι, με τις σκέψεις 181 και 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων,

4)    παραβίαση των άρθρων 263 και 256 ΣΛΕΕ και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι, με τις σκέψεις 195 έως 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξακρίβωσε εάν οι πληροφορίες της Επιτροπής όσον αφορά την ανεπάρκεια των ελέγχων σχετικά με τις δαπάνες των έργων ήταν ακριβείς, αξιόπιστες και συνεκτικές και ότι, ως εκ τούτου, ο έλεγχος νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής ενέχει πλημμέλειες.

____________

1 Κανονισμός (ΕΕ) 65/2011 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (EE 2011, L 25, σ. 8).