Language of document : ECLI:EU:F:2009:130

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2009

Υπόθεση F-114/07

Rainer Wenning

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπόλ – Ανανέωση συμβάσεως υπαλλήλου της Ευρωπόλ – Άρθρο 6 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ – Έκθεση αξιολογήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 3, της συμβάσεως η οποία καταρτίστηκε επί τη βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Ευρωπόλ), και του άρθρου 93, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, με την οποία ο R. Wenning ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπόλ, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς του, την ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεως για την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2006, καθώς και την καταδίκη της Ευρωπόλ στην καταβολή αποζημιώσεως λόγω της υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι της Ευρωπόλ – Έκθεση αξιολογήσεως – Κατάρτιση – Κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση του προσωπικού της Ευρωπόλ

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, άρθρα 6 και 28)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπόλ – Έκθεση αξιολογήσεως – Κατάρτιση – Απουσία αποκλειστικής προθεσμίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, άρθρα 6 και 28)

3.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως

4.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Κατάρτιση

5.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Μεταβολή των επιμέρους κρίσεων σε σχέση προς την προηγούμενη βαθμολογία

6.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Δικαστικός έλεγχος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, άρθρα 6 και 28)

7.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Αναγκαία συνέπεια μεταξύ περιγραφικών σχολίων και αποδιδόμενης βαθμολογίας

8.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπόλ – Πρόσληψη – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, άρθρα 6 και 94 § 1, στοιχείο α΄)

1.      Οι παραβάσεις διαδικαστικών κανόνων, όπως είναι οι κανόνες που επιβάλλονται από τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει υιοθετήσει η Ευρωπόλ σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία όσον αφορά την εξέλιξη της σταδιοδρομίας και την αξιολόγηση του προσωπικού, συνιστούν ουσιώδεις παρατυπίες ικανές να βλάψουν το κύρος της εκθέσεως αξιολογήσεως υπαλλήλου, εφόσον αυτός αποδεικνύει ότι η εν λόγω έκθεση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο αν δεν είχαν υπάρξει οι παρατυπίες αυτές.

(βλ. σκέψεις 97 και 102)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Μαρτίου 1999, T‑212/97, Hubert κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑41 και II‑185, σκέψη 53

ΔΔΔ: 15 Δεκεμβρίου 2008, F‑34/07, Skareby κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40, και κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑91/09 P

2.      Όσον αφορά την κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως έκτακτου υπαλλήλου της Ευρωπόλ, ούτε ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία όσον αφορά την εξέλιξη της σταδιοδρομίας και την αξιολόγηση του προσωπικού επιβάλλουν τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολογήσεως σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού ορίζει μόνον ότι η έκθεση αξιολογήσεως καταρτίζεται τουλάχιστον άπαξ ετησίως. Μολονότι η διοίκηση έχει την επιτακτική υποχρέωση να μεριμνά για την περιοδικότητα της καταρτίσεως των εκθέσεων αξιολογήσεως στις ημερομηνίες που επιβάλλει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως και τη νομότυπη κατάρτισή τους, τόσο για τους σκοπούς της χρηστής διοικήσεως όσο και για να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των υπαλλήλων, η διοίκηση διαθέτει εύλογη προθεσμία για την κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως, ελλείψει διατάξεων που εξαρτούν τη διεξαγωγή της διαδικασίας αξιολογήσεως από συγκεκριμένες προθεσμίες. Επιπλέον, από καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού του προσωπικού ή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών δεν απαγορεύεται η πρόβλεψη της επιτεύξεως συγκεκριμένου στόχου πριν το τέλος της περιόδου αξιολογήσεως. Αντιθέτως, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες οι στόχοι πρέπει να συνοδεύονται από προθεσμία, δεν απαιτούν η προθεσμία αυτή να συμπίπτει κατ’ ανάγκην με το τέλος της περιόδου αξιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 98 και 99)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 10 Μαΐου 2005, T‑193/03, Piro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑121 και II‑547, σκέψεις 76 έως 78

3.      Στο πλαίσιο της καταρτίσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως, ο αξιολογητής διενεργεί την αξιολόγηση σε στενή συνεργασία με τον επικυρωτή, ο οποίος έχει τη δυνατότητα, μετά από συνέντευξη που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος του βαθμολογούμενου υπαλλήλου, είτε να τροποποιήσει είτε να επικυρώσει την έκθεση.

(βλ. σκέψη 100)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Ιουλίου 2005, T‑157/04, De Bry κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑199 και II‑901, σκέψη 44

4.      Αυτός καθαυτόν ο σκοπός της διαδικασίας αξιολογήσεως είναι να προσδιορίσει την απόδοση και τις ικανότητες του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου στο τέλος κάθε προκαθορισμένης περιόδου. Δεδομένου ότι η κρίση του αξιολογητή του σχετικά με την περίοδο αναφοράς διατυπώνεται μετά από κατ’ αντιμωλία διαδικασία, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί εκ των υστέρων ότι δεν εκφράστηκαν επικρίσεις εις βάρος του κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Δεν ευσταθεί, επομένως, η απαίτηση να αποτελέσουν οι αξιολογικές κρίσεις που διατυπώνουν οι ιεραρχικώς ανώτεροι στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως για δεδομένη περίοδο αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ του βαθμολογούμενου υπαλλήλου και των ιεραρχικώς ανωτέρων του ή αντικείμενο έγγραφης προειδοποιήσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, εφόσον αποτελούν αντικείμενο πραγματικής κατ’ αντιμωλία συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως.

(βλ. σκέψη 104)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 9 Νοεμβρίου 2006, C‑344/05 P, Επιτροπή κατά De Bry, Συλλογή 2006, σ. I‑10915, σκέψεις 37 έως 45

ΠΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 2005, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑411 και II‑1865, σκέψη 142

5.      Στο πλαίσιο της καταρτίσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως κάθε μεταβολής σε σχέση με προηγούμενη βαθμολογία αποσκοπεί στο να επιτρέψει στον υπάλληλο να γνωρίζει τους λόγους της μεταβολής των αναλυτικών κρίσεων, να εξακριβώνει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών των οποίων γίνεται επίκληση και, ως εκ τούτου, να διατυπώνει, δυνάμει του δικαιώματος ακροάσεως, παρατηρήσεις επί της αιτιολογίας αυτής∙ η δε έκθεση αξιολογήσεως βαρύνεται με παράβαση ουσιώδους τύπου σε περίπτωση που, εξαιτίας της ελλείψεως αιτιολογίας, θίγεται το δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου.

(βλ. σκέψη 108)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 16 Ιουλίου 1992, T‑1/91, Della Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2145, σκέψη 30· Hubert κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 79· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑339 και II‑1499, σκέψη 36

6.      Στους βαθμολογητές αναγνωρίζεται ευρύτατη εξουσία εκτιμήσεως στις κρίσεις που διατυπώνουν σχετικά με την εργασία των προσώπων για τη βαθμολόγηση των οποίων είναι υπεύθυνοι. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής επί του περιεχομένου των εκθέσεων αξιολογήσεως περιορίζεται στον έλεγχο του νομότυπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της τυχόν υπάρξεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας. Πράγματι, δεν απόκειται στον κοινοτικό δικαστή να ελέγξει το βάσιμο της εκτιμήσεως που εξέφρασε η διοίκηση όσον αφορά τις επαγγελματικές ικανότητες του υπαλλήλου, όταν αυτή περιέχει σύνθετες αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, δεν επιδέχονται αντικειμενική επαλήθευση.

(βλ. σκέψεις 111 και 117)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Δεκεμβρίου 1999, T‑53/99, Προγούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑255 και II‑1249, σκέψεις 27 και 29· 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑81 και II‑389, σκέψη 51· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑96/04, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑343 και II‑1523, σκέψη 41

ΔΔΔ: 1 Φεβρουαρίου 2007, F‑42/05, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33

7.      Τα περιγραφικά σχόλια που περιέχονται στην έκθεση αξιολογήσεως έχουν ως αντικείμενο την αιτιολόγηση των αναλυτικών κρίσεων που διατυπώνονται στην έκθεση αυτή. Τα σχόλια αυτά τεκμηριώνουν την αξιολόγηση και επιτρέπουν στον υπάλληλο να κατανοήσει την αποδιδόμενη βαθμολογία. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του εξέχοντος ρόλου τους στην κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως, τα σχόλια πρέπει να είναι συνεπή προς την αποδιδόμενη βαθμολογία, σε βαθμό τέτοιον ώστε η βαθμολογία να θεωρείται ως η έκφραση των σχολίων σε αριθμούς ή ως η αναλυτική απόδοσή τους. Λαμβανομένης, πάντως, υπόψη της ευρύτατης εξουσίας εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στους αξιολογητές όσον αφορά τις κρίσεις τους σχετικά με την εργασία των προσώπων για τη βαθμολόγηση των οποίων είναι υπεύθυνοι, ενδεχόμενη ασυνέπεια μεταξύ επιμέρους στοιχείων μιας εκθέσεως αξιολογήσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εκθέσεως αυτής παρά μόνον εάν είναι πρόδηλη.

(βλ. σκέψη 132)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 2005, Cwik κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 80

8.      Η διοίκηση δεν υποχρεούται, καταρχήν, να αιτιολογεί την πράξη με την οποία αποφασίζει να μην ανανεώσει μια σύμβαση εργασίας συναφθείσα για ορισμένο χρόνο κατά την ημερομηνία λήξεώς της. Καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλει να θεωρεί πιθανό, ήδη από την έναρξη της συμβατικής μεταξύ τους σχέσεως, το ενδεχόμενο ότι το άλλο μέρος θα κάνει χρήση του δικαιώματός του να επικαλεστεί, κατά τον χρόνο λήξεως της συμβάσεως, τους όρους της συμβάσεως αυτής όπως συμφωνήθηκαν, ήτοι ότι η ισχύς της συμβάσεως θα λήξει την προβλεπόμενη ημερομηνία. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται αξίωση ανανεώσεως μιας συμβάσεως ορισμένου χρόνου, η διοίκηση δεν υποχρεούται, κανονικά, να δικαιολογεί την απόφασή της να επιμείνει στη λήξη της συμβάσεως κατά την ημερομηνία που είχε καθοριστεί αρχικώς.

Ωστόσο, η Ευρωπόλ, με την απόφαση του διευθυντή της, της 8ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 6 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, η οποία περιέχει τις διατάξεις περί ανανεώσεως των συμβάσεων της Ευρωπόλ, διαμόρφωσε ένα ειδικό καθεστώς, με σκοπό να διασφαλίσει τη διαφάνεια της διαδικασίας ανανεώσεως των συμβάσεων. Με την εισαγωγή του νέου αυτού καθεστώτος, η Ευρωπόλ προσδιόρισε τα κριτήρια που σκόπευε να εφαρμόζει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ως προς την ανανέωση ή μη των συμβάσεων εργασίας. Προκύπτει, επομένως, ένας αυτοπεριορισμός ως προς την εξουσία αυτή, καθόσον η Ευρωπόλ οφείλει να συμμορφώνεται προς τους ενδεικτικούς κανόνες που η ίδια επέβαλε στον εαυτό της.

Επομένως, ένας υπάλληλος της Ευρωπόλ με σύμβαση ορισμένου χρόνου έχει δικαίωμα να απαιτήσει από την Ευρωπόλ να εξετάσει με επιμέλεια και αντικειμενικότητα αν πληροί τις προβλεπόμενες για την ανανέωση της συμβάσεώς του προϋποθέσεις. Σε περίπτωση αρνήσεως της ανανεώσεως, έχει νόμιμο συμφέρον να ζητήσει να του γνωστοποιηθεί αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει μία τέτοια επιμελής και αντικειμενική εξέταση.

(βλ. σκέψεις 142 έως 147)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 1 Μαρτίου 2005, T‑143/03, Smit κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑39 και II‑171, σκέψεις 26 έως 28, 30 και 32· 1 Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑45 και II‑189, σκέψεις 21 έως 23, 25 και 27