Language of document : ECLI:EU:F:2014:38

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2014 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα συντηρούμενου τέκνου — Ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων — Πρόθεση παραπλανήσεως της Διοικήσεως — Απόδειξη — Μη δυνατότητα αντιτάξεως προς τη Διοίκηση της πενταετούς προθεσμίας για την υποβολή της αιτήσεως ανακτήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Διαδικασία προ της ασκήσεως της προσφυγής — Κανόνας της αντιστοιχίας — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προβληθείσα για πρώτη φορά με την προσφυγή — Παραδεκτό»

Στην υπόθεση F‑128/12,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

CR, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος M. (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τους A. Salerno και B. Cortese, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους V. Montebello‑Demogeot και E. Taneva,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bauer και A. Bisch,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, Πρόεδρο, R. Barents και K. Bradley (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] στις 29 Οκτωβρίου 2012, ο CR άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί αναζητήσεως, μετά την εκπνοή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, ποσών τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ως επίδομα συντηρούμενου τέκνου.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 67 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει:

«1.      Στα οικογενειακά επιδόματα περιλαμβάνονται:

[…]

β)      το επίδομα συντηρουμένων τέκνων,

[…]

2.      Οι υπάλληλοι που δικαιούνται οικογενειακών επιδομάτων τα οποία αναφέρονται στο παρόν άρθρο υποχρεούνται να δηλώνουν τα επιδόματα της ιδίας φύσεως που καταβάλλονται από άλλη πηγή, προκειμένου τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνα που καταβάλλονται δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του παραρτήματος VII [του ΚΥΚ].

[…]»

3        Κατά το άρθρο 85 του ΚΥΚ:

«Κάθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως αναζητείται αν ο λαβών εγνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν ηδύνατο να την αγνοεί.

Η αίτηση επιστροφής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένως τη διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού, η προθεσμία αυτή δεν αντιτάσσεται κατά της εν λόγω αρχής.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

4        Ο προσφεύγων, υπάλληλος βαθμού AD 12, ανέλαβε καθήκοντα στο Κοινοβούλιο την 1η Ιουλίου 1983 και, από την ημερομηνία αυτήν, τοποθετήθηκε σε διάφορες διοικητικές θέσεις εντός του θεσμικού αυτού οργάνου. Ειδικότερα, από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως τον Μάιο του 2008 εργάστηκε στη νομική υπηρεσία όπου, μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2005 και της 30ής Απριλίου 2008, αποτελούσε μέλος ενός τμήματος αρμόδιου για ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα που απορρέουν από τον ΚΥΚ.

5        Ως πατέρας τεσσάρων τέκνων, ο προσφεύγων ελάμβανε, από τον Οκτώβριο του 1991, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου που προβλέπει το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ.

6        Με υπηρεσιακό σημείωμα της 13ης Οκτωβρίου 2011, ο προϊστάμενος του τμήματος «Ατομικά δικαιώματα και αποδοχές» της Διευθύνσεως «Διαχείριση διοικητικών θεμάτων» της Γενικής Διευθύνσεως Προσωπικού του Κοινοβουλίου επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι από τα στοιχεία που διέθετε το Κοινοβούλιο προέκυπτε ότι ο προσφεύγων εδικαιούτο επιδομάτων συντηρούμενου τέκνου εκ μέρους των γαλλικών αρχών και του ζήτησε να προσκομίσει σχετικό δικαιολογητικό έγγραφο του Caisse d’allocations familiales (στο εξής: CAF) του τόπου κατοικίας του, με το οποίο είτε να βεβαιώνεται η καταβολή των σχετικών ποσών είτε να πιστοποιείται η άρνηση καταβολής τους. Στο σημείωμα αυτό τονιζόταν ακολούθως ότι, σε περίπτωση μη προσκομίσεως του εν λόγω εγγράφου πριν από την 31η Οκτωβρίου 2011, πρώτον, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου που καταβαλλόταν μέχρι τότε στον προσφεύγοντα θα μειωνόταν κατά το ποσόν που ο προσφεύγων εδικαιούτο να λαμβάνει από το CAF και, δεύτερον, η Διοίκηση θα προέβαινε σε λεπτομερή έλεγχο του φακέλου του καθώς και, ενδεχομένως, σε αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

7        Κατόπιν της παραλαβής του υπηρεσιακού σημειώματος της 13ης Οκτωβρίου 2011, ο προσφεύγων επικοινώνησε με το CAF για να ζητήσει το δικαιολογητικό που απαιτούσε το Κοινοβούλιο και ανακοίνωσε στη Διοίκηση του Κοινοβουλίου ότι, κατά την εκτίμησή του, δεν θα ήταν δυνατό να παραλάβει το εν λόγω δικαιολογητικό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

8        Με επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 2011, ο προϊστάμενος του τμήματος «Ατομικά δικαιώματα και αποδοχές» ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα ότι, εφόσον δεν είχε προσκομίσει το απαιτούμενο δικαιολογητικό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου που κατέβαλλε το Κοινοβούλιο θα μειωνόταν αυτομάτως, από τον Δεκέμβριο 2011, κατά το ποσόν που ο προσφεύγων εδικαιούτο να λαμβάνει από το CAF. Στην εν λόγω επιστολή αναφερόταν επίσης ότι η μείωση αυτή θα εφαρμοζόταν αναδρομικώς από την ημερομηνία γεννήσεως του δευτέρου τέκνου του προσφεύγοντος, δηλαδή από τον Ιανουάριο του 1996, δεδομένου ότι η γέννηση αυτή θεμελίωσε το δικαίωμα επί του επιδόματος που κατέβαλλε το CAF.

9        Με υπηρεσιακό σημείωμα της 9ης Δεκεμβρίου 2011, ο διευθυντής της Διευθύνσεως «Διαχείριση διοικητικών θεμάτων» (στο εξής: διευθυντής) ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα ότι ύστερα από εξέταση του φακέλου του διαπιστώθηκε ότι εδικαιούτο οικογενειακών δικαιωμάτων εκ μέρους του CAF «από τον Σεπτέμβριο του 1999, κατόπιν της γεννήσεως του δευτέρου τέκνου [του]». Κατά τον διευθυντή, ο προσφεύγων είχε «εσκεμμένως παραπλανήσει τη Διοίκηση με σκοπό να του καταβληθούν οικογενειακά επιδόματα, χωρίς μείωση των ιδίας φύσεως ποσών που του καταβάλλονταν από άλλη πηγή», δεδομένου ότι παρέλειψε να δηλώσει στη Διοίκηση του Κοινοβουλίου τα κρατικά επιδόματα που εισέπραττε και δεν προέβη σε ενημέρωση του ετήσιου δελτίου πληροφοριών των δύο τελευταίων ετών. Εν συνεχεία, κρίνοντας ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, ο διευθυντής ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα ότι, ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), αποφάσισε να προχωρήσει σε αναζήτηση των ποσών που είχαν αχρεωστήτως καταβληθεί όχι μόνον κατά την προηγούμενη πενταετία, αλλά από τον Σεπτέμβριο του 1999, μέσω κρατήσεων επί του μισθού του για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2014 (στο εξής: επίδικη απόφαση).

10      Με επιστολή της 5ης Ιανουαρίου 2012, το CAF απάντησε στο αίτημα παροχής πληροφοριών του προσφεύγοντος και του χορήγησε βεβαίωση για την χρονική περίοδο από της 1ης Απριλίου 1998 έως την 31η Δεκεμβρίου 2011, στην οποία καταγράφονταν οι παροχές που είχε λάβει από το CAF, μεταξύ των οποίων μια παροχή καλούμενη «οικογενειακό επίδομα» η οποία του καταβαλλόταν από τον Ιανουάριο του 1996.

11      Στις 7 Μαρτίου 2012 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της επίδικης αποφάσεως, μόνον όμως κατά το μέτρο που επέβαλε υποχρέωση αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων πέραν της πενταετίας ποσών. Ο προσφεύγων δεν έβαλλε κατά της αναζητήσεως των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά την τελευταία πενταετία.

12      Με απόφαση της 2ας Ιουλίου 2012, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, ενεργώντας ως ΑΔΑ, απέρριψε τη διοικητική ένσταση, ενώ ταυτοχρόνως ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα ότι η αρμόδια υπηρεσία είχε εκ νέου υπολογίσει το ποσόν το οποίο έπρεπε να ανακτηθεί βάσει των στοιχείων που κοινοποιήθηκαν με την από 5 Ιανουαρίου 2012 επιστολή του CAF.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ την 1η Μαρτίου 2013, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Κοινοβουλίου. Με διάταξη της 8ης Μαΐου 2013, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ δέχτηκε την αίτηση αυτήν, καθώς και τις αιτήσεις που υπέβαλαν αντίστοιχα ο προσφεύγων και το Κοινοβούλιο, περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των συνημμένων στο δικόγραφο της προσφυγής και στο υπόμνημα αντικρούσεως εγγράφων.

14      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση κατά το μέτρο που, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, με την απόφαση αυτή αποφασίστηκε η ανάκτηση του συνόλου των αχρεωστήτως καταβληθέντων από τον Σεπτέμβριο του 1999 ποσών και όχι μόνον των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά την τελευταία πενταετία,

–        εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει την απόφαση της 2ας Ιουλίου 2012, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του,

–        να καταδικάσει το καθού στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

15      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία προβλήθηκε κατά του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ,

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

17      Κατά πάγια νομολογία, αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται ρητώς κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8).

18      Στην υπό κρίση περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η απόφαση της 2ας Ιουλίου 2012 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος επικυρώνει την επίδικη απόφαση, διευκρινίζοντας τους λόγους στους οποίους αυτή στηρίχθηκε. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, πρέπει να εξετάζεται η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής πράξεως λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση, αιτιολογία η οποία λογίζεται ότι συμπίπτει με την εν λόγω πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ, της 18ης Απριλίου 2012, F‑50/11, Buxton κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, τα αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως στερούνται αυτοτελούς περιεχομένου και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρούνται ως ρητώς στρεφόμενα κατά της επίδικης αποφάσεως, όπως αυτή διευκρινίζεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως (βλ. επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 10ης Ιουνίου 2004, Τ-258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, σκέψη 32).

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως

19      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, με το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να γίνει δεκτό ότι προβάλλονται δύο λόγοι ακυρώσεως, αντλούμενοι ο μεν πρώτος από παράβαση του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, ο δε δεύτερος από προβληθείσα δι’ ενστάσεως έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ.

20      Το Δικαστήριο ΔΔ θα εξετάσει καταρχάς τον λόγο ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από προβληθείσα δι’ ενστάσεως έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, δεδομένου ότι, αν η ένσταση αυτή γίνει δεκτή, παρέλκει η εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από την προβληθείσα δι’ ενστάσεως έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ

21      Ο προσφεύγων φρονεί ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, δεδομένου ότι βασίζεται στο άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, διάταξη η οποία στερείται νομιμότητας. Ειδικότερα, κατά τον προσφεύγοντα, η εν λόγω διάταξη παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, εφόσον δεν προβλέπει προθεσμία παραγραφής της αξιώσεως της Διοικήσεως, σε περίπτωση κατά την οποία ένας υπάλληλος την παραπλάνησε εσκεμμένως.

–       Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

22      Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν έγινε κανενός είδους αναφορά στην ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ.

23      Το καθού και το παρεμβαίνον δεν αντέταξαν το απαράδεκτο της ενστάσεως του προσφεύγοντος. Αντιθέτως, όταν ερωτήθηκαν από το Δικαστήριο ΔΔ, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως προς το παραδεκτό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας υπό το πρίσμα του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της συνακόλουθης προσφυγής, αμφότερα τα θεσμικά όργανα συμφώνησαν ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως ενστάσεων ελλείψεως νομιμότητας για τις οποίες δεν πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας της αντιστοιχίας και της περιπτώσεως άλλων λόγων ακυρώσεως για τους οποίους, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του της 25ης Οκτωβρίου 2013, T‑476/11 P, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη (σκέψεις 70 έως 80 και 82), ο κανόνας της αντιστοιχίας έχρηζε εφαρμογής και, ως εκ τούτου, δεν ζήτησαν από το Δικαστήριο ΔΔ να κηρύξει απαράδεκτη την προβληθείσα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.

24      Εντούτοις, η αντιστοιχία μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής, από την οποία εξαρτάται το παραδεκτό της προσφυγής, συνιστά ζήτημα δημοσίας τάξεως το οποίο οφείλει ο δικαστής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 17ης Ιουλίου 2012, F‑54/11, BG κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑406/12 P).

25      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ορίζει ότι προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης είναι παραδεκτή μόνον αν έχει προηγουμένως υποβληθεί στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση.

26      Κατά τη νομολογία, από το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ απορρέει κανόνας αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, και της προσφυγής που έπεται αυτής. Ο κανόνας αυτός επιβάλλει, επί ποινή απαραδέκτου, ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ώστε να έχουν περιέλθει σε γνώση της ΑΔΑ οι επικρίσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο κανόνας της αντιστοιχίας δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η οποία έχει ως αντικείμενο να επιτρέψει τον φιλικό διακανονισμό των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των υπαλλήλων και της Διοικήσεως (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, σκέψεις 71 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Επιπλέον, κατά τη νομολογία, η εφαρμογή του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της προσφυγής και της διοικητικής ενστάσεως, καθώς και ο έλεγχός της από τον δικαστή της Ένωσης, πρέπει να εξασφαλίζουν ταυτοχρόνως την τήρηση, αφενός της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε ο ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να αμφισβητήσει αποτελεσματικά μια βλαπτική απόφαση της ΑΔΑ και, αφετέρου, να επιτρέψει στην ΑΔΑ να γνωρίζει, ήδη στο στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, τις επικρίσεις που διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, σκέψη 82).

28      Τέλος, ο κανόνας της αντιστοιχίας εφαρμόστηκε στη νομολογία στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία προβλήθηκε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, όπου κρίθηκε ότι, για να είναι παραδεκτή τέτοιου είδους ένσταση, θα έπρεπε να είχε προβληθεί με τη διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Δεκεμβρίου 2008, F‑136/06, Reali κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 έως 51, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Οκτωβρίου 2010, T‑65/09 P, Reali κατά Επιτροπής, σκέψεις 46 έως 49).

29      Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, μετά την προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2010, Reali κατά Επιτροπής, η νομολογία σχετικά με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, εξελίχθηκε [βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2012, C‑199/11, Otis κ.λπ., σκέψεις 54 έως 63, και της 26ης Νοεμβρίου 2013, C-40/12 P, Gascogne Sack Deutschland (πρώην Sachsa Verpackung) κατά Επιτροπής, σκέψεις 75 και 76· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, T-234/07, Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής σκέψεις 39 και 40] και η εξέλιξη αυτή δικαιολογεί την επανεξέταση της σκοπιμότητας εφαρμογής του κανόνα της αντιστοιχίας σε περίπτωση κατά την οποία η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προβλήθηκε για πρώτη φορά με την προσφυγή.

30      Ειδικότερα, στην προαναφερθείσα απόφαση Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού υπενθύμισε ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη ανακοινώσεως αιτιάσεων σχετικά με παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού την υποχρέωση να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει το δικαίωμα να τα αμφισβητήσει στο μεταγενέστερο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, απέρριψε το επιχείρημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν ηδύνατο παραδεκτώς να προβάλει λόγο ακυρώσεως τον οποίο δεν είχε προβάλει σαφώς και επακριβώς κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (σκέψεις 37 και 39). Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, το επιχείρημα αυτό συνεπαγόταν περιορισμό της προσβάσεως της προσφεύγουσας στη δικαιοσύνη και, ειδικότερα, του δικαιώματός της να εκδικαστεί η υπόθεσή της ενώπιον δικαστηρίου. Εξάλλου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και το δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου διασφαλίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη (σκέψη 40).

31      Μολονότι πράγματι η αναφερθείσα στις σκέψεις 27 και 28 της παρούσας αποφάσεως νομολογία αναπτύχθηκε σε τομείς που δεν αφορούν τη δημόσια διοίκηση, η προαναφερθείσα απόφαση Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής αφορά το ζήτημα της συμβατότητας ενός περιορισμού της προσβάσεως στη δικαιοσύνη ο οποίος δεν έχει προβλεφθεί από τον νομοθέτη με το άρθρο 47 του Χάρτη. Πρόκειται, συνεπώς, για μια κατάσταση η οποία παρουσιάζει αναλογίες με την εφαρμογή του κανόνα της αντιστοιχίας στην περίπτωση ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, κανόνα ο οποίος, μολονότι βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία.

32      Πάντως, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι θεωρήσεις αναγόμενες στον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, στη νομική φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποκλείουν το ενδεχόμενο να κριθεί απαράδεκτη μια ένσταση η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά με την προσφυγή, για τον μοναδικό λόγο ότι δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση που προηγήθηκε της εν λόγω προσφυγής.

33      Πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η εν λόγω διαδικασία στερείται νοήματος όταν οι αιτιάσεις στρέφονται κατά αποφάσεως την οποία η ΑΔΑ δεν δύναται να τροποποιήσει (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 1978, 7/77, Ritter von Wüllerstorff und Urbair κατά Επιτροπής, σκέψη 7, και της 14ης Ιουλίου 1983, 144/82, Detti κατά Δικαστηρίου, σκέψη 16, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2002, T‑386/00, Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 34). Επίσης, η νομολογία απέκλεισε την υποχρέωση υποβολής ενστάσεως κατά των αποφάσεων εξεταστικών επιτροπών διαγωνισμών (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 20ής Ιουνίου 2012, F‑66/11, Cristina κατά Επιτροπής, σκέψη 34) ή κατά εκθέσεων βαθμολογίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1980, 6/79 και 97/79, Grassi κατά Συμβουλίου, σκέψη 15).

34      Ομοίως, η επί ποινή απαραδέκτου υποχρέωση υποβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας με τη διοικητική ένσταση δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, όπως αυτός περιγράφεται στην ανωτέρω σκέψη 24.

35      Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία η ρύθμιση της Ένωσης αναπτύσσει όλα τα αποτελέσματά της εφόσον αρμόδιο δικαστήριο δεν διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητάς της [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 101/78, Granaria, σκέψη 4· της 7ης Ιουνίου 1988, 63/87, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 10, και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑475/01, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 18·αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T‑13/97, Losch κατά Δικαστηρίου, σκέψη 99· της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T‑154/96, Chvatal κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, σκέψη 112· της 12ης Ιουλίου 2001, T‑120/99, Kik κατά ΓΕΕΑ (Kik), σκέψη 55, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑218/06, Neurim Pharmaceuticals (1991) κατά ΓΕΕΑ — Eurim-Pharm Arzneimittel (Neurim PHARMACEUTICALS), σκέψη 52], η ΑΔΑ δεν θα ήταν δυνατόν να επιλέξει να μην εφαρμόσει ισχύουσα διάταξη γενικής ισχύος, την οποία θεωρεί ως αντιβαίνουσα σε κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, με μόνο σκοπό να καταστήσει δυνατή την εξώδικη επίλυση της διαφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 7ης Ιουνίου 2011, F‑64/10, Μαντζουράτος κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 22).

36      Μια τέτοια επιλογή πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να αποκλεισθεί, σε περίπτωση που η οικεία ΑΔΑ ενεργεί στο πλαίσιο δέσμιας αρμοδιότητας, όπως στην περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85 του ΚΥΚ και η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που έχουν ληφθεί αχρεωστήτως από κάποιον υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού. Στο πλαίσιο της εφαρμογής της δέσμιας αρμοδιότητας, η ΑΔΑ δεν δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφαση την οποία προσέβαλε ο ενδιαφερόμενος, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η ΑΔΑ θεωρεί ότι είναι βάσιμη η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, η οποία στρέφεται κατά της διατάξεως βάσει της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση.

37      Εξάλλου, η υποβολή ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθόσον, ακόμη και αν η ΑΔΑ γνώριζε ήδη κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως ότι υποβλήθηκε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την πληροφορία αυτή προς διευθέτηση της διαφοράς με τον ενδιαφερόμενο μέσω φιλικού διακανονισμού.

38      Δεύτερον, όσον αφορά τη φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση μιας γενικής αρχής διασφαλίζουσας το δικαίωμα κάθε διαδίκου να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση πράξεως κατά της οποίας αυτός μπορεί να ασκήσει προσφυγή, το κύρος προγενέστερης πράξεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης αποτελούσας τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει απευθείας προσφυγή κατά της εν λόγω πράξεως, της οποίας υφίσταται ως εκ τούτου τις συνέπειες, χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, σκέψη 39, και της 19ης Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 6). Συνεπώς, σκοπός του άρθρου 277 ΣΛΕΕ είναι να προστατεύσει τον πολίτη από την εφαρμογή παράνομης κανονιστικής πράξεως, λαμβανομένου υπόψη ότι τα έννομα αποτελέσματα μιας αποφάσεως η οποία κηρύσσει το ανεφάρμοστο της εν λόγω πράξεως περιορίζονται στους διαδίκους της διαφοράς και ότι η απόφαση αυτή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος της ίδιας της πράξεως, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 25ης Οκτωβρίου 2006, T‑173/04, Carius κατά Επιτροπής, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επί ποινή απαραδέκτου υποχρέωση υποβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας με τη διοικητική ένσταση, δύναται να συνάδει με τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η ίδια η φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας είναι να συμβιβάζει την αρχή της νομιμότητας με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

40      Από το γράμμα του άρθρου 277 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η δυνατότητα ενός διαδίκου να θέσει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος μετά την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής παρέχεται μόνο στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον δικαστή της Ένωσης. Συνεπώς, μια τέτοια ένσταση δεν είναι δυνατόν να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της στο πλαίσιο μιας διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση.

41      Τρίτον και τελευταίο, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία κατοχυρώνεται σήμερα με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη βάσει του οποίου «[κ]άθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του […] από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί […] νομίμως […]». Το εν λόγω εδάφιο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑334/12 RX-II, Réexamen Arango Jaramillo κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), σκέψεις 40 και 42).

42      Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [στο εξής: ΕΔΔΑ] σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη, προκύπτει ότι το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη δεν είναι απόλυτο. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τους όρους παραδεκτού μιας προσφυγής. Μολονότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να αναμένουν την εφαρμογή των κανόνων αυτών, εντούτοις, η εφαρμογή που επιλέγεται δεν πρέπει να παρακωλύει την εκ μέρους του πολίτη άσκηση των διαθέσιμων ένδικων βοηθημάτων (βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση Αναστασάκης κατά Ελλάδας της 6ης Δεκεμβρίου 2011, προσφυγή αριθ. 41959/08, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στο Recueil des arrêts et décisions, § 24· προαναφερθείσα απόφαση Réexamen Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 43· διάταξη του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2010, C‑73/10 P, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

43      Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι οι περιορισμοί στο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη που σχετίζονται με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού μιας προσφυγής δεν είναι δυνατόν να εφαρμόζονται κατά τρόπο ή σε βαθμό που να θίγεται η ίδια η υπόσταση του δικαιώματός του ένδικης προστασίας. Τέτοιοι περιορισμοί δεν συνάδουν με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, παρά μόνον αν κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού και αν υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Λιακοπούλου κατά Ελλάδας της 24ης Μαΐου 2006, προσφυγή αριθ. 20627/04, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στο Recueil des arrêts et décisions, § 17 · Kemp κ.λπ. κατά Λουξεμβούργου της 24ης Απριλίου 2008, προσφυγή αριθ. 17140/05, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στο Recueil des arrêts et décisions, § 47, και Viard κατά Γαλλίας της 9ης Ιανουαρίου 2014, προσφυγή αριθ. 71658/10, § 29). Συγκεκριμένα, το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη περιστέλλεται, όταν η ρύθμιση που το διέπει παύει να εξυπηρετεί τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και συνιστά ένα είδος κωλύματος ικανού να εμποδίσει την επί της ουσίας επίλυση των ιδιωτικών διαφορών από τα αρμόδια δικαστήρια (βλ. γνώμη του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αποφάσεως Réexamen Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σημεία 58 έως 60· ΕΔΔΑ, απόφαση L’Erablière κατά Βελγίου της 24ης Φεβρουαρίου 2009, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στο Recueil des arrêts et décisions, προσφυγή αριθ. 49230/07, § 35).

44      Πάντως, το απαράδεκτο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που προβλήθηκε για πρώτη φορά με την προσφυγή συνιστά περιορισμό του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας δυσανάλογο προς τον σκοπό του κανόνα της αντιστοιχίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή δυνατότητας φιλικού διακανονισμού των διαφορών μεταξύ του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου και της Διοικήσεως (βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, προαναφερθείσα απόφαση Λιακοπούλου κατά Ελλάδας, § 20).

45      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, ο επιδεικνύων τη συνήθη επιμέλεια υπάλληλος θεωρείται ότι γνωρίζει τον ΚΥΚ (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1999, T‑34/96 και T‑163/96, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψη 168 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, ειδικότερα, τους κανόνες που διέπουν τον μισθό του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 21ης Νοεμβρίου 2013, F‑72/12 και F‑10/13, Roulet κατά Επιτροπής, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι δυνατόν να οδηγήσει το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί επί της νομιμότητας κανόνων —τους οποίους οι υπάλληλοι θεωρείται ότι γνωρίζουν— υπό το πρίσμα γενικών αρχών ή κανόνων δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, οι οποίοι εξέρχονται του πλαισίου των κανόνων του ΚΥΚ. Λόγω της φύσεως, αυτής καθαυτήν, της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, καθώς και της συλλογιστικής βάσει της οποίας ο ενδιαφερόμενος διερευνά και αποφασίζει να προβάλει μια τέτοια ένσταση, δεν μπορεί να απαιτείται από τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που υποβάλλει τη διοικητική ένσταση, και που δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, να προτείνει μια τέτοια ένσταση κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο της διαδικασίας και δη επί ποινή απαραδέκτου στη συνέχεια. Συνεπώς, η κήρυξη απαραδέκτου σε τέτοιες περιπτώσεις συνιστά δυσανάλογη και αδικαιολόγητη κύρωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

46      Βάσει όλων των προεκτεθέντων, η προβληθείσα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

–       Επί του πρώτου σκέλους της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

47      Ο προσφεύγων υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η έλλειψη προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεως της Διοικήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ καθιστά δυνατό για την ΑΔΑ να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της στον τομέα της αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων εκτιμά ότι η διάταξη αυτή παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου και δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση, στην οποία, αντιθέτως, ισχύει η πενταετής παραγραφή.

48      Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει καταρχάς ότι η παραγραφή, εμποδίζοντας το ενδεχόμενο να αμφισβητούνται επ’ αόριστον καταστάσεις που έχουν παγιωθεί με την παρέλευση του χρόνου, κατατείνει στο να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, αλλά μπορεί επίσης να επιτρέψει την παγίωση καταστάσεων οι οποίες, τουλάχιστον αρχικώς, ήταν αντίθετες προς τον νόμο. Κατά συνέπεια, η έκταση στην οποία γίνεται προσφυγή στην παραγραφή απορρέει από συμβιβασμό μεταξύ των απαιτήσεων της ασφάλειας δικαίου και εκείνων της νομιμότητας σε συνάρτηση με τις ιστορικές και κοινωνικές περιστάσεις που επικρατούν στην κοινωνία σε μια συγκεκριμένη εποχή. Για τον λόγο αυτό, η παραγραφή εμπίπτει αποκλειστικώς στην επιλογή του νομοθέτη. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν μπορεί να κινδυνεύει να επικριθεί από τον δικαστή της Ένωσης λόγω των επιλογών στις οποίες προβαίνει όσον αφορά τη θέσπιση κανόνων περί παραγραφής και τον καθορισμό των αντίστοιχων προθεσμιών (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψεις 82 και 83).

49      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι δεν προβλέπεται δυνατότητα αντιτάξεως, έναντι της Διοικήσεως, της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεώς της προς ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, όταν η Διοίκηση μπορεί να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος την παραπλάνησε εσκεμμένως, δεν είναι ικανό να αποτελέσει, αυτό καθαυτό, παρανομία υπό το πρίσμα της τηρήσεως της αρχής της ασφαλείας δικαίου (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 83).

50      Επιπλέον, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι, ελλείψει προθεσμίας παραγραφής, η Διοίκηση μπορεί να καθυστερεί επ’ αόριστον να ασκήσει τις εξουσίες της στερείται νομικής βάσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, αν ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει προβλέψει προθεσμία παραγραφής, η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθεται στη δυνατότητα της Διοικήσεως να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (βλ., προκειμένου περί ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 2008, C‑408/04 P, Επιτροπή κατά Salzgitter, σκέψη 100). Σε παρόμοια περίπτωση, η οικεία Διοίκηση οφείλει να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας, αφότου έλαβε γνώση των πραγματικών περιστατικών (βλ., προκειμένου περί ανακτήσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος επιδόματος στέγης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, σκέψη 52· βλ. επίσης, προκειμένου περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, σκέψεις 48 και 49· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 8ης Μαρτίου 2012, F‑12/10, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψεις 124 και 125).

51      Επομένως, το πρώτο σκέλος της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξετασθεί από το Δικαστήριο ΔΔ αν, στην υπό κρίση υπόθεση, η Διοίκηση ενήργησε εντός εύλογης προθεσμίας, καθόσον ο προσφεύγων δεν διατύπωσε επικρίσεις κατά της Διοικήσεως επί του θέματος αυτού.

–       Επί του δευτέρου σκέλους της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

52      Ο προσφεύγων φρονεί ότι η μη δυνατότητα αντιτάξεως της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

53      Ειδικότερα, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η νομολογία σε θέματα δικαίου του ανταγωνισμού έχει δεχθεί από τριετείς μέχρι πενταετείς προθεσμίες παραγραφής. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθεται στην εφαρμογή τριακονταετούς προθεσμίας παραγραφής σε διαφορά σχετική με την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών επιστροφών κατά την εξαγωγή, στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

54      Εξάλλου, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι το άρθρο 73β του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), το οποίο προστέθηκε στον εν λόγω κανονισμό μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 390, σ. 1), προβλέπει πενταετή προθεσμία παραγραφής για «τις απαιτήσεις [της Ένωσης] έναντι τρίτων, καθώς και τις απαιτήσεις τρίτων έναντι [της Ένωσης]».

55      Στην υπό κρίση υπόθεση όμως, η ανάκτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος αφορά περίοδο που υπερβαίνει τα δώδεκα έτη, γεγονός το οποίο δημιούργησε εις βάρος του προσφεύγοντος μακρά περίοδο αβεβαιότητας περί το δίκαιο και τον εξέθεσε στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση να προσκομίσει αποδείξεις περί της σύννομης συμπεριφοράς του.

56      Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει καταρχάς ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αυτή η τριακονταετής προθεσμία παραγραφής παραβιάζει, αφεαυτής, την αρχή της αναλογικότητας και ότι, συνεπώς, η παντελής έλλειψη προθεσμίας παραγραφής δεν μπορεί παρά να είναι παράνομη.

57      Συγκεκριμένα, η απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2011, C‑201/10 και C‑202/10, Ze Fu Fleischhandel και Vion Trading, την οποία επικαλέστηκε ο προσφεύγων προς στήριξη της απόψεώς του, αφορούσε την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ 1), ο οποίος αφορά διοικητικούς ελέγχους, μέτρα και κυρώσεις για παρατυπίες οικονομικών φορέων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2006, T‑282/04, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 83), και, συνεπώς, δεν έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των υπαλλήλων τους.

58      Εν πάση περιπτώσει, η προαναφερθείσα απόφαση Ze Fu Fleischhandel και Vion Trading δεν επιρρωννύει την άποψη του προσφεύγοντος. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 41 και 43 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν αποκλείεται κανόνας τριακονταετούς παραγραφής, προκύπτων από διάταξη του αστικού δικαίου, να παρίσταται ενδεχομένως αναγκαίος και αναλογικός […] υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με τον ως άνω κανόνα και οριζόμενου από τον εθνικό νομοθέτη στόχου», αλλά ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η προθεσμία αυτή έβαινε πέραν του μέτρου που ήταν αναγκαίο «υπό το φως του στόχου της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, για τον οποίο στόχο ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι διάρκεια παραγραφής τεσσάρων ετών, μάλιστα δε και τριών ετών, ήταν ήδη αφεαυτής επαρκής».

59      Η μη δυνατότητα αντιτάξεως, έναντι της Διοικήσεως, της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής για την ανάκτηση των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, δεν παραβιάζει, αφεαυτής, την αρχή της αναλογικότητας. Είναι εντούτοις αναγκαίο να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα του αποτελέσματος που επιδιώκει το άρθρο 85 του ΚΥΚ, ο νομοθέτης παραβίασε εν προκειμένω την εν λόγω αρχή.

60      Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ευθύς εξαρχής ότι, κατά τη νομολογία, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η νομιμότητα μιας ρυθμίσεως της Ένωσης εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα μέσα που θεσπίζει είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται νομίμως από την εν λόγω ρύθμιση και δεν υπερβαίνουν αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να χρησιμοποιείται, καταρχήν, το λιγότερο επαχθές (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 28ης Μαρτίου 2012, F-36/10, Rapone κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

61      Ο σκοπός που επιδιώκεται με το άρθρο 85 του ΚΥΚ είναι προφανώς η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στο ειδικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των υπαλλήλων τους, δηλαδή των προσώπων που υπέχουν ιδιαίτερο καθήκον πίστεως, όπως προβλέπεται ειδικότερα στο άρθρο 11 του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο υπάλληλος ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικώς υπόψη του «τα συμφέροντα της Ένωσης» και ασκεί τα καθήκοντά που του ανατίθενται «τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι της Ένωσης».

62      Διαπιστώνεται πάντως ότι το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, υποχρεώνει τη Διοίκηση να ζητήσει την πλήρη απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στην ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία είναι σε θέση να αποδείξει ότι ένας υπάλληλος την παραπλάνησε εσκεμμένως και δη κατά παράβαση του προαναφερθέντος καθήκοντος πίστεως.

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η μη δυνατότητα αντιτάξεως της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

64      Εξάλλου, η μη δυνατότητα αντιτάξεως, έναντι της Διοικήσεως, της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής προς άσκηση του δικαιώματός της να αναζητήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα στην περίπτωση του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ συνάδει με το άρθρο 73β του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει πενταετή προθεσμία παραγραφής «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων συγκεκριμένων κανονισμών». Πράγματι, το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ αποτελεί ακριβώς «συγκεκριμένο κανονισμό» που αφορά μια ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία ένας υπάλληλος εσκεμμένως παραπλάνησε τη Διοίκηση.

65      Επομένως, το δεύτερο σκέλος της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, κατά συνέπεια, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ

66      Ο προσφεύγων επισημαίνει ότι η εφαρμογή του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ προαπαιτεί την απόδειξη, εκ μέρους της Διοικήσεως, της προθέσεως του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου να παραπλανήσει τη Διοίκηση και θεωρεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ΑΔΑ εφάρμοσε την εν λόγω διάταξη χωρίς να έχει προσκομίσει την απαιτούμενη απόδειξη. Ειδικότερα, κατά τον προσφεύγοντα, η επίδικη απόφαση βασίζεται σε «απλές διαπιστώσεις» οι οποίες, υπό το πρίσμα της «ιδιαίτερα συσταλτικής» ερμηνείας που επιβάλλεται να δοθεί στο άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, δεν αρκούν για να αποδείξουν την πρόθεσή του να παραπλανήσει τη Διοίκηση.

67      Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει εκ προοιμίου ότι, κατά το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, η αίτηση επιστροφής πρέπει να ασκείται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εντούτοις, η πενταετής αυτή προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της ΑΔΑ, όταν η εν λόγω αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένως τη Διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού.

68      Συνεπώς, από τη διατύπωση του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ συνάγεται σαφώς ότι εναπόκειται στη Διοίκηση να αποδείξει την πρόθεση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου να την παραπλανήσει, συμπέρασμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητούν οι διάδικοι.

69      Στην υπό κρίση υπόθεση, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως μόνον όσον αφορά την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων για την περίοδο που προηγείται της προαναφερθείσας πενταετίας. Κατά συνέπεια, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι γνώριζε την παρατυπία στην καταβολή του οικογενειακού επιδόματος ή ότι η παρατυπία αυτή ήταν τόσο εμφανής, ώστε δεν ήταν δυνατόν να την αγνοεί.

70      Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι στην επίδικη απόφαση η ΑΔΑ επισήμανε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να δηλώσει στη Διοίκηση τα επιδόματα που του καταβάλλονταν από το CAF, παρά το γεγονός ότι, λόγω των διαφόρων θέσεων που είχε καταλάβει στο Κοινοβούλιο, ήταν σε ιδιαιτέρως προνομιούχο θέση ώστε να γνωρίζει την υποχρέωσή του να δηλώσει τα εν λόγω επιδόματα. Η ΑΔΑ ανέφερε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν είχε ανταποκριθεί ούτε στο αίτημα ενημερώσεως της προσωπικής του καταστάσεως στο ετήσιο δελτίο πληροφοριών το 2009 και το 2010.

71      Τρίτον, στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΔΑ αναφέρει ότι ο προσφεύγων «υπέβαλε πολλάκις ψευδείς δηλώσεις κατά τη συμπλήρωση τόσο των ετήσιων δελτίων πληροφοριών για τα έτη 1996-2005, όσον και των δελτίων πληροφοριών […] που προσκόμισε κατά τη γέννηση των τέκνων [του]» και, όσον αφορά τα ετήσια δελτία πληροφοριών για την περίοδο από το 1996 έως το 1998, είχε δηλώσει σε όλα ότι ούτε αυτός ούτε η σύζυγός του είχαν εισπράξει οικογενειακά επιδόματα «εκτός Κοινοτήτων» για τα τέκνα τους. Ομοίως, για την περίοδο από το 1999 έως το 2005, ο προσφεύγων είχε διαβεβαιώσει με την υπογραφή του ότι δεν είχε εισπράξει επιδόματα από άλλη πηγή, καθόσον δεν είχε σημειώσει το τετραγωνίδιο που αφορούσε τα εν λόγω επιδόματα. Επιπλέον, αντιθέτως προς τις οδηγίες που περιέχονται στα ετήσια δελτία πληροφοριών, ποτέ δεν είχε επισυνάψει στις δηλώσεις του τις βεβαιώσεις του CAF. Η ΑΔΑ επισήμανε, εξάλλου, ότι, «κατά τη γέννηση του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου τέκνου του, [ο προσφεύγων] προέβη σε ψευδείς δηλώσεις, σημειώνοντας κάθε φορά στο δελτίο πληροφοριών που όφειλε να συμπληρώσει για να του καταβληθούν επιδόματα συντηρούμενου τέκνου ότι δεν εισέπραττε από άλλη πηγή ιδίας φύσεως επίδομα». Τέλος, η ΑΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων, αφενός, δεν αμφισβητούσε την ανάκτηση των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών κατά την τελευταία πενταετία και, αφετέρου, ότι, λόγω του υψηλού βαθμού του και της νομικής του καταρτίσεως, αλλά και του γεγονότος ότι είχε εργασθεί σε θέματα σχετικά με τον ΚΥΚ, ήταν σε προνομιούχο θέση ώστε να γνωρίζει την απορρέουσα από το άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ υποχρέωσή του να δηλώσει άλλα επιδόματα ιδίας φύσεως με το επίδομα συντηρούμενου τέκνου.

72      Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι η ΑΔΑ δεν στήριξε την επίδικη απόφαση σε «απλές διαπιστώσεις», όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων, αλλά στο γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε πολλάκις υποβάλει ψευδείς δηλώσεις στη Διοίκηση και ότι αυτές οι ψευδείς δηλώσεις προέρχονταν από έναν υψηλόβαθμο υπάλληλο, ο οποίος είχε εμπειρία, ως νομικός, σε θέματα του ΚΥΚ και ο οποίος δεν αμφισβήτησε ότι γνώριζε τον παράτυπο χαρακτήρα της καταβολής επιδόματος ή όφειλε να τον γνωρίζει.

73      Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει πάντως ότι τα ανωτέρω στοιχεία αποδεικνύουν, επαρκώς κατά νόμον, την πρόθεση του προσφεύγοντος να παραπλανήσει τη Διοίκηση και ότι, συνεπώς, πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ.

74      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τoν ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι, μετά τη γέννηση του δεύτερου τέκνου του επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τις διοικητικές υπηρεσίες του Κοινοβουλίου οι οποίες του επισήμαναν ότι δεν ήταν αναγκαίο να δηλώσει τα επιδόματα που του κατέβαλλε το CAF. Πράγματι, όχι μόνον ο προσφεύγων δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο ΔΔ οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδείξει αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά, επιπλέον, δεν συνάγει κανένα συμπέρασμα ούτε αντλεί κάποιο επιχείρημα από τον ισχυρισμό αυτόν.

75      Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως στερούμενος παντελώς νομικού ερείσματος.

76      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

78      Από το προπαρατεθέν σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, το Κοινοβούλιο ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά του να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου.

79      Σύμφωνα με το άρθρο 89, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο CR φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Van Raepenbusch

Barents

Bradley

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαρτίου 2014.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.