Language of document : ECLI:EU:F:2007:226

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Θέση προϊσταμένου διοικήσεως – Τρίτες χώρες – Δυσμενής γνωμάτευση της ιατρικής υπηρεσίας»

Στην υπόθεση F-95/05,

με αντικείμενο προσφυγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ,

N, έκτακτος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος αρχικώς από τον K. H. Hagenaar, δικηγόρο, στη συνέχεια, από τους J. van Drooghenbroeck και T. Demaseure, δικηγόρους, και τέλος από τον I. Kletzlen, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και K. Herrmann,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, πρόεδρο, I. Boruta και H. Kanninen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 5 Οκτωβρίου 2005 (η κατάθεση του πρωτοτύπου πραγματοποιήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2005), ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση του διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική Υπηρεσία» της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Εξωτερικές σχέσεις» της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 15ης Απριλίου 2005, με την οποία ο προσφεύγων πληροφορήθηκε ότι δεν θα προσληφθεί ως προϊστάμενος διοικήσεως της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γουινέα και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ):

«Κανείς δεν δύναται να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος:

[…]

δ)      αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

[…]».

3        Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι «[π]ριν από την πρόσληψή του, ο έκτακτος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρό-σύμβουλο που ορίζεται από το όργανο για να επιτραπεί σ’ αυτό το τελευταίο να εξακριβώσει ότι ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 12, παράγραφος 2, [στοιχείο] δ΄».

4        Το άρθρο 13, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι «[τ]ο άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης [των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] εφαρμόζεται αναλογικά».

5        Κατά το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), «[α]ν η ιατρική εξέταση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο οδηγήσει σε αρνητική γνωμάτευση, ο υποψήφιος μπορεί να ζητήσει, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη στιγμή που θα λάβει την κοινοποίηση εκ μέρους του οργάνου, να εξεταστεί η περίπτωσή του από ιατρική επιτροπή που απαρτίζεται από τρεις ιατρούς επιλεγμένους από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μεταξύ των ιατρικών συμβούλων των θεσμικών οργάνων[·] [ο] ιατρικός σύμβουλος που έκανε την πρώτη αρνητική γνωμάτευση ακούεται από την ιατρική επιτροπή[·] [ο] υποψήφιος μπορεί να καταθέσει στην ιατρική επιτροπή τη γνωμάτευση ενός ιατρού δικής του επιλογής[·] [α]ν η γνωμάτευση της ιατρικής επιτροπής επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα της ιατρικής εξέτασης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, οι ιατρικές αμοιβές και τα παρεπόμενα έξοδα βαρύνουν κατά το ήμισυ τον υποψήφιο».

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Ο προσφεύγων εργάστηκε στην Επιτροπή ως επικουρικός υπάλληλος, από τον Ιούνιο του 1993 μέχρι τον Μάιο του 1994, κατόπιν δε ως έκτακτος υπάλληλος του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, από την 1η Ιουλίου 2002 μέχρι τις 31 Ιουλίου 2004. Κατά το τελευταίο αυτό διάστημα, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε αρχικώς στη ΓΔ «Δημοσιονομικός έλεγχος», στη συνέχεια δε, από 1ης Μαρτίου 2003, στη ΓΔ «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις».

7        Ο προσφεύγων απουσίασε με αναρρωτική άδεια από τις 27 Οκτωβρίου 2003 μέχρι τις 31 Μαρτίου 2004. Στις 16 Μαρτίου 2004, τοποθετήθηκε στο Γραφείο Διαχειρίσεως και Εκκαθαρίσεως των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO), όπου εργάστηκε ως έκτακτος υπάλληλος μέχρι τις 31 Ιουλίου 2004, κατόπιν δε ως συμβασιούχος υπάλληλος από την 1η Αυγούστου 2004.

8        Στις 7 Ιουλίου 2004, ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του προϊσταμένου διοικήσεως της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Κονγκό, κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως COM/2004/2982/F.

9        Στις 5 Ιανουαρίου 2005, η ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι είχε περάσει επιτυχώς το στάδιο της επιλογής και τον ερώτησε αν θα δεχόταν να τοποθετηθεί σε άλλη αντιπροσωπεία, πλην αυτής του Κονγκό. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως εκ μέρους του, ο προσφεύγων καλούνταν να καταρτίσει κατάλογο με τέσσερις αντιπροσωπείες κατά σειρά προτεραιότητας.

10      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 7ης Ιανουαρίου 2005, ο προσφεύγων γνωστοποίησε στη ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» ότι επιβεβαίωνε το ενδιαφέρον του για μια θέση εργασίας στο Κονγκό και εξέφραζε το ίδιο ενδιαφέρον για την αντιπροσωπεία της Γουινέας.

11      Η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2004/3510/F για τη θέση του προϊσταμένου διοικήσεως της αντιπροσωπείας στη Γουινέα διευκρίνιζε ότι «[ο] διορισμός του υπαλλήλου […] εξαρτάται από την προηγούμενη ευνοϊκή γνωμάτευση της [ι]ατρικής [υ]πηρεσίας […]».

12      Στις 15 Φεβρουαρίου 2005, ο προσφεύγων παρουσιάστηκε για την ιατρική εξέταση που επέβαλλε η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2004/3510/F.

13      Στις 17 Φεβρουαρίου 2005, απευθύνθηκε προς τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» σημείωμα της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις», προκειμένου η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) να προβεί το ταχύτερο δυνατό στην πρόσληψη ως προϊσταμένων διοικήσεως, υπό την ιδιότητα των εκτάκτων υπαλλήλων του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, των προσώπων των οποίων τα ονόματα αναγράφονταν σε πίνακα, στον οποίο περιλαμβανόταν το όνομα του προσφεύγοντος.

14      Στις 28 Φεβρουαρίου 2005, ο προσφεύγων έλαβε τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων που πραγματοποιήθηκαν ενόψει του διορισμού του σε αντιπροσωπεία.

15      Την 1η Μαρτίου 2005, ο ιατρός A, ιατρός-σύμβουλος της Επιτροπής, πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για τις επιφυλάξεις του όσον αφορά την αναχώρηση του προσφεύγοντος για την Αφρική. Κατά την Επιτροπή, ο ιατρός Α κάλεσε τότε τον προσφεύγοντα να έλθει σε επαφή με τον ιατρό B, ψυχίατρο του οποίου το όνομα περιλαμβανόταν στον κατάλογο των ανεξαρτήτων ιατρών-εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, προς κατάρτιση εξωτερικής πραγματογνωμοσύνης.

16      Στις 2 Μαρτίου 2005, ο προσφεύγων συναντήθηκε με τον ιατρό B, του οποίου η έκθεση περιήλθε στον ιατρό A στις 7 Μαρτίου 2005. Με τα συμπεράσματά του, ο ιατρός B εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την ψυχική υγεία του προσφεύγοντος, όσον αφορά μια υπεύθυνη θέση στην Αφρική.

17      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 3ης Μαρτίου 2005, η ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι ανέμενε την έγκριση της ιατρικής υπηρεσίας προκειμένου να συνεχίσει τη διαδικασία της προσλήψεώς του ως προϊσταμένου διοικήσεως σε αντιπροσωπεία.

18      Στις 9 Μαρτίου 2005, ο προσφεύγων συναντήθηκε εκ νέου με τον ιατρό A, ο οποίος επανέλαβε τις επιφυλάξεις του ως προς την αναχώρηση του προσφεύγοντος στη Γουινέα, βάσει της εκθέσεως του ιατρού B.

19      Με σημείωμα της 17ης Μαρτίου 2005, ο ιατρός A γνωστοποίησε στη ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε τους όρους υγείας για την άσκηση των καθηκόντων του προϊσταμένου διοικήσεως στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στη Γουινέα.

20      Στις 22 Μαρτίου 2005, ο ιατρός A γνωστοποίησε με τηλεομοιοτυπία στον προσφεύγοντα, κατόπιν αιτήσεώς του, τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις τριών εμπειρογνωμόνων ψυχιάτρων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των ιατρών εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής. Ο προσφεύγων δεν συμβουλεύθηκε κανέναν από τους τρεις αυτούς ιατρούς.

21      Στις 4 Απριλίου 2005, ο προσφεύγων υπέβαλε στον ιατρό A τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης τεσσάρων ψυχιάτρων τους οποίους συμβουλεύθηκε με δική του πρωτοβουλία. Επρόκειτο περί μιας βεβαιώσεως του ιατρού C με ημερομηνία 10 Μαρτίου 2005, μιας εκθέσεως της 31ης Μαρτίου 2005 του ιατρού D και μιας εκθέσεως ιατρο-ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης της 4ης Απριλίου 2005, συνυπογραφόμενης από τους ιατρούς E και F.

22      Με σημείωμα της 15ης Απριλίου 2005, ο διευθυντής της διευθύνσεως K «Εξωτερική υπηρεσία» της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι, «λαμβανομένου υπόψη του αρνητικού αποτελέσματος που κοινοποίησε στις 17 Μαρτίου 2005 η ιατρική υπηρεσία, η αίτηση την οποία απέστειλε στη ΓΔ [“Προσωπικό και Διοίκηση”] στις 17 [Φεβρουαρίου 2005] προκειμένου να προσληφθεί στην οικεία θέση δεν μπορ[ούσε] να καταλήξει σε προσφορά συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου [κατ’ άρθρο 2, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ] και, συνεπώς, [αυτός] δεν μπορούσε να αναλάβει καθήκοντα στη Γουινέα […]» (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

23      Στις 18 Απριλίου 2005, ο ιατρός E απηύθυνε στον ιατρό A επιστολή με την οποία αναφέρθηκε στην έκθεση του ιατρού B και στην έκθεση που είχε υπογραφεί και από τον ιατρό F. Ο ιατρός E διαπίστωσε, με την επιστολή του, ότι ο ιατρός B «προ[έβαλλε] την αρχή της προφυλάξεως βάσει του ιστορικού και των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας», ενώ ο ιατρός F και ο ίδιος «δεν [εντόπιζαν], ούτε στην ιατρο-ψυχολογική εξέταση ούτε στις ψυχομετρικές εκτιμήσεις, διανοητική πάθηση λόγω της οποίας να αντενδείκνυται η πρόσβαση σε θέση εργασίας όπως αυτή για την οποία υπέβαλε υποψηφιότητα ο [προσφεύγων]».

24      Με το από 19 Απριλίου 2005 σημείωμά του, το οποίο απηύθυνε στον διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική υπηρεσία» της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις», ο προσφεύγων υποστήριξε τα εξής:

«[…] αντιθέτως προς το σημείωμα του ιατρού[-σ]υμβούλου […] της 17ης Μαρτίου, μπορώ να σας επιβεβαιώσω ότι τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων που πραγματοποίησε η ιατρική υπηρεσία, αντίγραφο των οποίων έλαβα, είναι θετικά και συνεπώς ισοδυναμούν με καταφατική απάντηση όσον αφορά την πλήρωση των όρων υγείας.

Λαμβανομένου υπόψη [του άρθρου] 33 του ΚΥΚ: “Πριν από τον διορισμό του, ο υποψήφιος που έχει επιλεγεί υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από τον ιατρικό σύμβουλο του οργάνου, για να βεβαιωθεί το όργανο αυτό ότι ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 28 [στοιχείο] ε΄” – [άρθρο] 28, [στοιχείο] ε΄ : “[Ουδείς] δύναται να διορισθεί υπάλληλος: […] αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του”. Ως εκ τούτου, εκπλήσσομαι με το μήνυμα του ιατρού [A] της 17ης Μαρτίου 2005 που αφορά την “υγεία” μου, όπως μου επισημαίνετε με το έγγραφό σας. Σε περίπτωση που επιθυμείτε αντίγραφο των αποτελεσμάτων των πραγματοποιηθεισών εξετάσεων, θα σας το παράσχω.»

25      Η προσφεύγουσα απέστειλε στον διευθυντή της διευθύνσεως C «Κοινωνική πολιτική, προσωπικό Λουξεμβούργου, υγεία, υγιεινή», της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», σημείωμα της 20ής Απριλίου 2005 το οποίο, κατ’ ουσίαν, ταυτιζόταν προς το προαναφερθέν σημείωμα της 19ης Απριλίου 2005.

26      Με σημείωμα της 26ης Απριλίου 2005, συνταχθέν κατόπιν αιτήματος του διευθυντή της διευθύνσεως C «Κοινωνική πολιτική, προσωπικό Λουξεμβούργου, υγεία, υγιεινή» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», ο προϊστάμενος μονάδας της ιατρικής υπηρεσίας της εν λόγω διευθύνσεως απάντησε στο σημείωμα του προσφεύγοντος της 20ής Απριλίου 2005. Με το σημείωμα αυτό εξήγησε ότι «κάθε άτομο που είναι υποψήφιο για τοποθέτηση σε αντιπροσωπεία υποβάλλεται σε προηγούμενη ιατρική εξέταση· [ε]ντός αυτού του πλαισίου και όχι εντός του πλαισίου [του άρθρου] 33 του ΚΥΚ ο [ι]ατρός-σύμβουλος διατύπωσε […] αρνητική γνωμάτευση για τον [προσφεύγοντα] όσον αφορά την ενδεχόμενη τοποθέτησή του στη Γουινέα […] [· η] γνωμοδότηση αυτή προορίζεται για την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] της [ΓΔ “Εξωτερικές σχέσεις”] που θα πρέπει να λάβει μια τελική απόφαση, δεδομένου ότι η γνωμάτευση αποτελεί απλώς ένα από τα στοιχεία που η αρχή αυτή θα λάβει υπόψη για την εν λόγω απόφαση».

27      Στις 19 Μαΐου 2005, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

28      Με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2005, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε τη διοικητική ένσταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) πρωτοκολλήθηκε αρχικώς στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου υπό τον αριθμό T-377/05.

30      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του τελευταίου αυτού δικαστηρίου υπό τον αριθμό F-95/05.

31      Με διάταξη της 24ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παρέσχε στον προσφεύγοντα το ευεργέτημα της πενίας.

32      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το προσωρινό ποσό του ενός ευρώ, τούτο δε προσωρινώς και με κάθε επιφύλαξη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να κρίνει κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως

 Επί του περιεχομένου των λόγων ακυρώσεως του προσφεύγοντος

34      Προς στήριξη του αιτήματός του περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο προσφεύγων προβάλλει, με το δικόγραφο της προσφυγής του, πλείονες λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, πρώτον, από την αναρμοδιότητα του διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική υπηρεσία» της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεύτερον, από την κατάχρηση εξουσίας στην οποία υπέπεσαν ο ιατρός A, η ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» και η ΑΔΑ και, τρίτον, από την εκ μέρους του ιατρού A παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της ιατρικής γνωματεύσεως.

35      Κατά την Επιτροπή, ο προσφεύγων προέβαλε κατ’ αρχάς τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την αναρμοδιότητα του διευθυντή της διευθύνσεως Κ «Εξωτερική υπηρεσία» της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική υπηρεσία» της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Τέλος, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, από κατάχρηση εξουσίας καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας της ιατρικής γνωματεύσεως του ιατρού A.

36      Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων διευκρίνισε τη βάση του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, όπως τους παρουσίασε η Επιτροπή. Αφενός, επισημαίνει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως βασίζεται στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ καθώς και στην παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αφετέρου, επισημαίνει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του καθήκοντος αρωγής.

37      Από τα υπομνήματα των διαδίκων προκύπτει ότι ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις κύριους λόγους ακυρώσεως. Πρώτον, προβάλλει την αναρμοδιότητα του διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική υπηρεσία» της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι παράνομη, διότι οι εκθέσεις και οι πραγματογνωμοσύνες των ιατρών τους οποίους συμβουλεύθηκε με δική του πρωτοβουλία δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη διαδικασία. Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, είχε την ευχέρεια να υποβάλει την περίπτωσή του στην κρίση ιατρικής επιτροπής προς έκδοση γνωματεύσεως, αφού ο ιατρός A διατύπωσε αρνητική γνωμάτευση. Τρίτον, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι η προσβαλλομένη απόφαση και η καταρτισθείσα από τον ιατρό A ιατρική γνωμάτευση δεν πληρούν τις επιταγές της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Επιπλέον, η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος περιέχει στοιχεία με τα οποία σκοπείται να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας και προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως.

38      Αυτή η παρουσίαση των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων προκύπτει από την προπαρασκευαστική της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως έκθεση που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 24 Μαΐου 2007. Ούτε ο προσφεύγων ούτε η Επιτροπή διατύπωσαν παρατηρήσεις ως προς την εν λόγω έκθεση. Πρέπει πρώτα να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Πρώτον, κατά τον προσφεύγοντα, ο ιατρός A, η ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» και η ΑΔΑ παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τη βεβαίωση του ιατρού C, την έκθεση του ιατρού D και την εμμέσως ευνοϊκή έκθεση των ιατρών E και F, καθώς και το έγγραφο της 18ης Απριλίου 2005, το οποίο συνέταξε ο ιατρός E.

40      Κατά συνέπεια, είναι πρόδηλον ότι η προσβαλλομένη απόφαση ελήφθη με διαφορετικό σκοπό από τον προβαλλόμενο. Παραβλέποντας τα εν λόγω ιατρικά έγγραφα, η διοίκηση ενήργησε κακόβουλα έναντι του προσφεύγοντος. Καμία διάταξη δεν αποκλείει τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη οι εξωτερικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης.

41      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι ο ιατρός A δεν διαβίβασε στη διοίκηση τις γνωματεύσεις των ειδικών που είχε συμβουλευθεί. Συναφώς, ισχυρίζεται ότι είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι αυτός ο παθολόγος ιατρός, αφού έλαβε γνώση εξαιρετικά λεπτομερών εκθέσεων ψυχιάτρων και ψυχολόγων, καταρτισθείσες από τέσσερις ειδικούς στον τομέα αυτόν, ενέμεινε στη διάγνωσή του που αφορούσε τη φυσική του κατάσταση. Ο προσφεύγων θεωρεί ότι ορθώς δεν συμβουλεύθηκε τους ιατρούς που του συνέστησε ο ιατρός A.

42      Δεύτερον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, κατά το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, διέθετε την ευχέρεια να υποβάλει την υπόθεσή του στην κρίση ιατρικής επιτροπής προς έκδοση γνωματεύσεως, αφού ο ιατρός A διατύπωσε αρνητική γνωμάτευση. Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι έλαβε, κατόπιν του από 20 Απριλίου 2005 σημειώματός του, έγγραφο της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», με ημερομηνία 26 Απριλίου 2005, με το οποίο του επισημάνθηκε ότι η διαδικασία του άρθρου 33 του ΚΥΚ δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή του. Κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή τον παραπλάνησε ως προς τη δυνατότητά του να καταφύγει στη διαδικασία αυτή.

43      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της κοινοποιήσεως της γνωματεύσεως της ιατρικής υπηρεσίας της 17ης Μαρτίου 2005, με την οποία διαπιστώθηκε η εκ μέρους του προσφεύγοντος μη πλήρωση των όρων υγείας προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του στη Γουινέα.

44      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2004/3510/F απαιτούσε προηγούμενη ευνοϊκή γνωμάτευση της ιατρικής υπηρεσίας. Πράγματι, κάθε υποψήφιος για την τοποθέτηση σε αντιπροσωπεία εντός τρίτης χώρας υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από τον ιατρό-σύμβουλο της Επιτροπής, προκειμένου να είναι η υπηρεσία στην οποία θα τοποθετηθεί ο υποψήφιος σε θέση να γνωρίζει αν η κατάσταση της υγείας του τού επιτρέπει να εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις που είναι πιθανό να έχει, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των καθηκόντων του και των συνθηκών που επικρατούν στον τόπο όπου πρέπει να τα ασκήσει.

45      Συναφώς, η γνωμάτευση περί πληρώσεως των όρων υγείας που διατυπώθηκε κατόπιν των ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε ο προσφεύγων, δυνάμει του άρθρου 28 του ΚΥΚ και του άρθρου 13 του ΚΛΠ, προκειμένου αυτός να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος τον Ιούλιο του 2002 και να ασκήσει καθήκοντα στις Βρυξέλλες, δεν ήταν δυνατό να προδικάσει το αν πληροί τους όρους υγείας για να τοποθετηθεί σε άλλη θέση, μετά από πλείονα έτη.

46      Μια ειδική ιατρική εξέταση ήταν δικαιολογημένη κατά μείζονα λόγο διότι, αφενός, η ιδιομορφία των καθηκόντων που ασκούνται στις αντιπροσωπείες σε τρίτες χώρες απορρέει από τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και, αφετέρου, οι υγειονομικές και κλιματολογικές συνθήκες, οι συνθήκες ασφαλείας καθώς και o βαθμός απομονώσεως μπορούν να διαφέρουν από τις συνήθεις συνθήκες εντός της Κοινότητας, σε βαθμό που να δικαιολογούν ενίοτε την καταβολή αντισταθμιστικής αποζημιώσεως.

47      Κατά συνέπεια, η απαίτηση ιατρικής γνωματεύσεως προκειμένου να αποφασισθεί η τοποθέτηση σε τέτοιου είδους θέσεις είναι απολύτως δικαιολογημένη προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Η γνωμάτευση αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται στη φυσική κατάσταση του υποψηφίου, αλλά πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη της την ψυχική του κατάσταση, περιλαμβανομένης μιας προγνώσεως μελλοντικών προβλημάτων ικανών να διακυβεύσουν, στο προβλέψιμο μέλλον, την κανονική εκπλήρωση των προβλεπομένων καθηκόντων και/ή λόγω των οποίων θα μπορούσε να καταστεί αναγκαίος ο πρόωρος επαναπατρισμός του υπαλλήλου.

48      Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι κακώς ο προσφεύγων χαρακτηρίζει το σημείωμα της 28ης Φεβρουαρίου 2005 με το οποίο του γνωστοποιήθηκαν τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων που πραγματοποιήθηκαν ενόψει της τοποθετήσεώς του σε εξωτερική αντιπροσωπεία ως ευνοϊκή γνωμάτευση όπως η απαιτούμενη από την ανακοίνωση COM/2004/3510/F. Με το σημείωμα αυτό απλώς διαβιβάσθηκαν στον προσφεύγοντα τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων και θεωρήθηκαν φυσιολογικά, πλην ορισμένων. Επιπλέον, από το περιεχόμενο του σημειώματος αυτού προκύπτει ότι δεν ήταν δυνατό να πρόκειται περί ιατρικής γνωματεύσεως όπως η απαιτούμενη από την εν λόγω ανακοίνωση κενής θέσεως. Εξάλλου, το σημείωμα αυτό δεν αποτελούσε, για τον ίδιο τον προσφεύγοντα, την εν λόγω ιατρική γνωμάτευση δεδομένου ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής του, δηλώνει ότι η ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» τον πληροφόρησε στις 3 Μαρτίου 2005 ότι εξακολουθούσε να αναμένει τη γνωμάτευση της ιατρικής υπηρεσίας.

49      Όσον αφορά τις εκθέσεις και τις πραγματογνωμοσύνες των ειδικών ιατρών τους οποίους επέλεξε ο προσφεύγων, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορούν να δεσμεύσουν τη ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» ούτε την ΑΣΣΠΑ όσον αφορά την πρόσληψη του ενδιαφερομένου, κατά το μέτρο που δεν καταρτίσθηκαν στον πλαίσιο της επανεξετάσεως της ιατρικής γνωματεύσεως του ιατρού Α.

50      Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ο υπάλληλος εις βάρος του οποίου διατυπώνεται αρνητική ιατρική γνωμάτευση μπορεί να την προσβάλει από ιατρικής απόψεως. Εξάλλου, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι ο ιατρός Α γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα τα στοιχεία τριών ιατρών ειδικευμένων στην ψυχιατρική, προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει αντίθετη γνωμοδότηση στο πλαίσιο της διαδικασίας τοποθετήσεως σε αντιπροσωπεία. Συναφώς, η Επιτροπή υπογράμμισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης παρέλειψε να προβλέψει διαδικασία για τη θέση της ιατρικής γνωματεύσεως υπό αμφισβήτηση όσον αφορά τους διορισμούς στο πλαίσιο της εξωτερικής υπηρεσίας.

51      Η προσφυγή σε συμπληρωματική γνωμοδότηση ενός από τους ανεξαρτήτους εμπειρογνώμονες τους οποίους υπέδειξε ο ιατρός Α θα ήταν αποφασιστική προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα της αντιφάσεως μεταξύ των γνωμοδοτήσεων του ιατρού Β και των ιατρών Ε και F. Συνεπώς, είναι ακατανόητος ο λόγος για τον οποίο ο προσφεύγων παρέλειψε να συμβουλευθεί των ειδικούς αυτούς, ενώ ζήτησε να μάθει τα ονόματά τους.

52      Η Επιτροπή προσθέτει ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία για την τοποθέτηση σε αντιπροσωπεία δεν του παρείχε το δικαίωμα να ληφθούν υπόψη οι γνωμοδοτήσεις τις οποίες έλαβε με δική του πρωτοβουλία. Κατά την Επιτροπή, ο υπάλληλος δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη γνωμάτευση του ιατρού του οποίου καθήκον σύμφωνα με τον ΚΥΚ είναι η έκδοση της απαιτούμενης γνωμοδοτήσεως με τη γνωμάτευση των ιατρών τους οποίους ανέλαβε την πρωτοβουλία να συμβουλευθεί. Ο μόνος τρόπος για να αμφισβητήσει ο ενάγων τη γνωμοδότηση του ιατρού Α ήταν να συμβουλευθεί τους ιατρούς-συμβούλους που υπέδειξε ο ιατρός αυτός με την από 22 Μαρτίου 2005 τηλεομοιοτυπία του.

53      Κατά την Επιτροπή, η ευνοϊκή γνωμοδότηση της ιατρικής υπηρεσίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2004/3510/F έπρεπε να εκδοθεί υπό διαφορετικές συνθήκες απ’ ό,τι η ιατρική εξέταση για την πρόσληψη, υπό την έννοια του άρθρου 33 του ΚΥΚ και του άρθρου 13 του ΚΛΠ. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω. Επιπλέον, κανένα νομοθέτημα δεν διέπει την ιατρική διαδικασία σε περίπτωση τοποθετήσεως σε τρίτη χώρα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ακολούθησε αυτοτελή διαδικασία, τεθείσα σε εφαρμογή βάσει της ανακοινώσεως κενής θέσεως και προβλεφθείσα χάριν του συμφέροντος της υπηρεσίας.

54      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ούτε η διαδικασία του άρθρου 59 του ΚΥΚ έχει εφαρμογή κατά την πλήρωση θέσεως στο πλαίσιο της εξωτερικής υπηρεσίας.

55      Η Επιτροπή υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η γνωμάτευση του ιατρού A εξομοιώνεται με ιατρική γνωμάτευση κατά την πρόσληψη, προβλεπόμενη από το άρθρο 33 του ΚΥΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε την επανεξέταση της γνωμοδοτήσεως του ιατρού A κατά τη διαδικασία του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

56      Επομένως, ελλείψει αντίθετη γνωματεύσεως προς αυτή του ιατρού A κατ’ εφαρμογήν της προβλεπόμενης προς τούτο διαδικασίας, η προσβαλλομένη απόφαση δεν εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, δεδομένου ότι στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στη γνωμοδότηση του ιατρού Α.

57      Όσον αφορά την κατάχρηση εξουσίας στην οποία δήθεν υπέπεσε ο ιατρός A, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο ιατρός αυτός είχε την εξουσία να διατυπώσει αρνητική γνωμάτευση, δεδομένων, αφενός, της εκ μέρους του γνώσεως του φακέλου του προσφεύγοντος και της πραγματογνωμοσύνης του ιατρού B και, αφετέρου, της ελλείψεως αντίθετης γνωματεύσεως. Επομένως, ο ιατρός A εξέφερε απλώς επαγγελματική κρίση. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν ισχυρίζεται ούτε αποδεικνύει ότι ο ιατρός Α ενήργησε με διαφορετικό κίνητρο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

58      Κατά το άρθρο 10, τέταρτο εδάφιο, του ΚΛΠ, ο τίτλος VIIIΑ του ΚΥΚ, περί των ειδικών και κατά παρέκκλιση διατάξεων που ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους εκτάκτους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες. Κατά το άρθρο 101α του ΚΥΚ, το οποίο είναι το μόνο άρθρο του εν λόγω τίτλου, «[μ]ε την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του [ΚΥΚ], το παράρτημα X θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις οι οποίες ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα».

59      Επισημαίνεται ότι το παράρτημα X του ΚΥΚ δεν περιέχει ειδικές ή κατά παρέκκλιση διατάξεις όσον αφορά την ιατρική εξέταση κατά την πρόσληψη.

60      Αντιθέτως, όπως προβλέπει το άρθρο 33, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ για τους μονίμους υπαλλήλους, έτσι και το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι, πριν από την πρόσληψή του, ο έκτακτος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρό-σύμβουλο που ορίζεται από το όργανο, προκειμένου να εξακριβώσει αν πληροί τους όρους υγείας που απαιτεί το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του ΚΥΚ για την άσκηση των καθηκόντων του.

61      Επιπλέον, το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο έχει κατ’ αναλογία εφαρμογή στους εκτάκτους υπαλλήλους, δυνάμει του άρθρου 13, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, προβλέπει μια εσωτερική διαδικασία προσφυγής κατά της γνωματεύσεως του ιατρού-συμβούλου του οργάνου.

62      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, θεσπίζοντας με το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, δευτεροβάθμια ιατρική επιτροπή, ο νομοθέτης είχε ως σκοπό να θεσπίσει μια επιπλέον εγγύηση για τους υποψηφίους και να βελτιώσει κατά τον τρόπο αυτόν την προστασία των δικαιωμάτων τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Απριλίου 1994, T-10/93, A κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-119 και II-387, σκέψη 23).

63      Συγκεκριμένα, πρώτον, μια ιατρική επιτροπή, απαρτιζόμενη από τρεις ιατρούς, στους οποίους δεν συγκαταλέγεται ο ιατρός-σύμβουλος ο οποίος εξέδωσε την αρχική γνωμάτευση περί μη πληρώσεως των όρων υγείας, επιλεγέντες μεταξύ των ιατρών-συμβούλων των κοινοτικών οργάνων και όχι αποκλειστικώς και μόνο μεταξύ των ιατρών συμβούλων του οικείου οργάνου, συνιστά για τους υποψηφίους πραγματική επιπλέον εγγύηση (προπαρατεθείσα απόφαση A κατά Επιτροπής, σκέψη 24). Δεύτερον από το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι ο υποψήφιος μπορεί να καταθέσει ενώπιον της ιατρικής επιτροπής τη γνωμάτευση ενός ιατρού της επιλογής του. Επιπλέον, ο υποψήφιος μπορεί πάντοτε να ζητήσει και να επιτύχει τη γνωστοποίηση των λόγων που θεμελιώνουν τη γνωμάτευση περί μη πληρώσεως των όρων υγείας στον θεράποντα ιατρό της επιλογής του. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει αν πραγματοποιηθεί πριν από τη σύγκληση της ιατρικής επιτροπής (προπαρατεθείσα απόφαση A κατά Επιτροπής, σκέψη 25). Τρίτον, από το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι η ιατρική επιτροπή πρέπει να στηρίζεται στον φάκελο που έχει καταρτισθεί εντός του κοινοτικού οργάνου, κατόπιν ακροάσεως του ιατρού-συμβούλου που διατύπωσε τη γνωμάτευση περί μη πληρώσεως των όρων υγείας καθώς και, ενδεχομένως, βάσει της γνωματεύσεως που έχει διατυπώσει ιατρός επιλεγείς ελευθέρως από τον υποψήφιο. Η ιατρική επιτροπή μπορεί να στηριχθεί επίσης σε συζήτηση με τον υποψήφιο και/ή με τον θεράποντα ιατρό του και σε όλα τα έγγραφα τα οποία ο υποψήφιος κρίνει χρήσιμο να της υποβάλει. Επιπλέον η ιατρική επιτροπή μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να υποβάλει τον υποψήφιο σε νέα εξέταση, διατάσσοντας ενδεχομένως την πραγματοποίηση συμπληρωματικών εξετάσεων ή ζητώντας τη γνώμη άλλων ειδικών ιατρών. Επομένως, η ιατρική επιτροπή είναι σε θέση να προβεί σε πλήρη και αμερόληπτη επανεξέταση της καταστάσεως του υποψηφίου (προπαρατεθείσα απόφαση A κατά Επιτροπής, σκέψη 27).

64      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ο ΚΥΚ προβλέπει και σε άλλες περιπτώσεις εκτός από την πρόσληψη μηχανισμούς οι οποίοι παρέχουν στον υπάλληλο τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει την άποψή του κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ιατρικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο εδάφιο του άρθρου 59, παράγραφος 1, του ΚΥΚ θεσπίζουν την προσφυγή σε ένα σύστημα διαιτησίας οσάκις ο υπάλληλος θεωρεί ότι τα συμπεράσματα του ιατρικού ελέγχου που οργανώνει η ΑΔΑ κατά τη διάρκεια αναρρωτικής αδείας είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα. Όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως επιδόματος αναπηρίας, το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ προβλέπει ότι ο υπάλληλος μπορεί, μεταξύ άλλων, να ορίσει τον ένα από τους τρεις ιατρούς που απαρτίζουν την επιτροπή η οποία έχει επιφορτισθεί με την εκτίμηση της υπάρξεως αναπηρίας.

65      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι ο προσφεύγων απασχολούνταν στην υπηρεσία της Επιτροπής κατά τον χρόνο υποβολής της υποψηφιότητάς του για τη θέση του προϊσταμένου διοικήσεως της αντιπροσωπείας της Γουινέα και ότι επρόκειτο να προσληφθεί στη θέση αυτή ως έκτακτος υπάλληλος του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, όπως προκύπτει από το σημείωμα της 17ης Φεβρουαρίου 2005 της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις».

66      Δεύτερον, σύμφωνα με τους όρους της ανακοινώσεως κενής θέσεως COM/2004/3510/F, ο διορισμός του υποψηφίου στη θέση του προϊσταμένου διοικήσεως της αντιπροσωπείας στη Γουινέα «εξ[ηρτάτο] από την προηγούμενη ευνοϊκή γνωμάτευση της [ι]ατρικής [υ]πηρεσίας […]». Εν προκειμένω, η ιατρική υπηρεσία διατύπωσε γνωμάτευση περί μη πληρώσεως των όρων υγείας εκ μέρους του προσφεύγοντος για την πρόσληψή του στην επίμαχη θέση. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων πληροφορήθηκε, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι δεν προσλαμβανόταν.

67      Κατά την Επιτροπή, καμία διάταξη δεν προβλέπει τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να επιτύχει, με συγκεκριμένη διαδικασία, την επανεξέταση της ιατρικής γνωματεύσεως περί μη πληρώσεως των όρων υγείας την οποία διατύπωσε ο ιατρός-σύμβουλος ενόψει του διορισμού σε αντιπροσωπεία. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ο αποδέκτης μιας αρνητικής ιατρικής γνωματεύσεως μπορεί να την προσβάλει από ιατρικής απόψεως. Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο ιατρός-σύμβουλος γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα τα στοιχεία τριών ιατρών ειδικών στην ψυχιατρική, προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει αντίθετη γνωμάτευση.

68      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, αφενός, ότι οι ιατρικές γνωματεύσεις των ιατρών τους οποίους επέλεξε έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας προσλήψεως Αφετέρου, θεωρεί ότι η δυνατότητα υποβολής της υποθέσεως στην κρίση της ιατρικής επιτροπής του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ είχε εφαρμογή στην περίπτωσή του. Επομένως, η κατάσταση του προσφεύγοντος άπτεται του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, δεδομένου ότι δεν του παρασχέθηκε η δυνατότητα να ακουστεί αποτελεσματικά, πριν εκδοθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ιδίως μέσω ενός ιατρού της επιλογής του, όπως προβλέπει το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

69      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι με τη διαδικασία την οποία ακολούθησε η Επιτροπή, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν τήρησε τις σχετικές με τα δικαιώματα άμυνας εγγυήσεις, όπως προβλέπονται από το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

70      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν, εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαδικασία καταρτίσεως της ιατρικής γνωματεύσεως δεν στερούνταν κάθε εγγυήσεως προσιδιάζουσας σε μια κατ’ αντιδικία διαδικασία, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να συμβουλευθεί άλλους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες προκειμένου να αντισταθμίσει τη γνωμάτευση του ιατρού A και την πραγματογνωμοσύνη του ιατρού B, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η διαδικασία αυτή διαφέρει θεμελιωδώς από τις εκτεθείσες στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, καθόσον δεν διασφαλίζει ιδίως ότι λαμβάνεται υπόψη η γνωμάτευση ενός ιατρού ελευθέρως επιλεγέντος από τον υποψήφιο, κατά την κατάρτιση της τελικής ιατρικής γνωματεύσεως.

71      Επιπλέον, σημειωτέον ότι δεν προκύπτει από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η εν προκειμένω ακολουθηθείσα διαδικασία προβλεπόταν από νομοθέτημα. Εξάλλου, η διαδικασία αυτή δεν απορρέει από προκαθορισμένη πρακτική, εκ προοιμίου γνωστή στους ενδιαφερομένους.

72      Ωστόσο, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το συμφέρον της υπηρεσίας επιβάλλει, λόγω των ιδιαιτέρων συνθηκών εντός ορισμένων τρίτων χωρών, όπως η ιατρική υπηρεσία διατυπώσει γνωμάτευση υπό διαφορετικές συνθήκες από αυτές της ιατρικής εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 13 του ΚΛΠ για τους εκτάκτους υπάλλήλους και της ιατρικής εξετάσεως του άρθρου 33 του ΚΥΚ, που αφορούν μόνον την πρώτη πρόσληψη. Κατά την Επιτροπή, η εφαρμοστέα εν προκειμένω διαδικασία είναι αυτοτελής, τεθείσα σε εφαρμογή βάσει της ανακοινώσεως κενής θέσεως και προβλεφθείσα χάριν του συμφέροντος της υπηρεσίας.

73      Ωστόσο, η Επιτροπή δεν εξήγησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τους λόγους για τους οποίους οι ιδιαίτερες απαιτήσεις που αφορούν την κατάσταση της υγείας των υποψηφίων για τις θέσεις που βρίσκονται σε τρίτες χώρες δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 13 του ΚΛΠ και του άρθρου 33 του ΚΥΚ. Ωσαύτως δεν εξήγησε για ποιο λόγο το συμφέρον της υπηρεσίας δικαιολογεί ή επιβάλλει όπως ο εν λόγω υποψήφιος προς πρόσληψη δεν τυγχάνει των ίδιων εγγυήσεων με αυτές που προβλέπουν το άρθρο 13 του ΚΛΠ και το άρθρο 33 του ΚΥΚ.

74      Τέλος, το άρθρο 13 του ΚΛΠ και το άρθρο 33 του ΚΥΚ ουδόλως επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η διαδικασία την οποία προβλέπουν έχει εφαρμογή μόνο στους εκτάκτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται στις Κοινότητες για πρώτη φορά. Συναφώς, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι οι υποψήφιοι που προσλαμβάνονται το πρώτον από την Επιτροπή προκειμένου να τοποθετηθούν σε τρίτες χώρες υποβάλλονται σε δύο ιατρικές εξετάσεις, τη μία προβλεπόμενη από το άρθρο 33 του ΚΥΚ και την άλλη προβλεπόμενη από την ανακοίνωση κενής θέσεως, δεν είναι πειστικός. Εξάλλου, με την απάντησή της στη διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων, η ΑΔΑ παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 33 του ΚΥΚ και στο άρθρο 13 του ΚΛΠ.

75      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, όσον αφορά τη διαδικασία του ιατρικού ελέγχου, έχει καθιερώσει μηχανισμούς παρέχοντες στους υποψηφίους προς πρόσληψη και στους μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους τη δυνατότητα να προβάλλουν αποτελεσματικά την άποψή τους, επιτρέποντάς τους, μεταξύ άλλων, να ζητήσουν τη συμμετοχή ενός ιατρού της επιλογής τους.

76      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διασφαλίσεως του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο των προαναφερθέντων μηχανισμών και της ελλείψεως, αφενός, διατάξεων που θεσπίζουν αυτοτελή διαδικασία έχουσα εφαρμογή στους εκτάκτους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες ή άλλης λυσιτελούς αιτιολογίας και, αφετέρου, λόγων που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, κρίνεται ότι η διαδικασία προσλήψεως των υπαλλήλων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε με τις σκέψεις 69 και 70 της παρούσας αποφάσεως, η διαδικασία που ακολουθήθηκε πάσχει παράβαση του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

77      Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

78      Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι τους οποίους προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο των ακυρωτικών αιτημάτων του.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπέστη εξαιρετικά σοβαρή ζημία, απορρέουσα από την απώλεια ευκαιριών και από ανάρμοστη συμπεριφορά της διοικήσεως.

80      Ζητεί να αναγνωρισθεί η κατ’ αρχήν υποχρέωση αποζημιώσεως για την υλική ζημία (προετοιμασία της μετακομίσεως, ενοίκια κ.λπ.) και χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη. Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων ζητεί να του καταβληθεί προσωρινά και με κάθε επιφύλαξη το ποσό του ενός ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

81      Η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι, οσάκις η ζημία απορρέει από συμπεριφορά της διοικήσεως μη έχουσα χαρακτήρα αποφάσεως, η διοικητική διαδικασία πρέπει να αρχίσει με την υποβολή αιτήσεως κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν ακολούθησε τη διαδικασία αυτή. Συνεπώς, το αίτημά του αποζημιώσεως είναι απαράδεκτο.

82      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο προσφεύγων δεν διευκρίνισε, με το δικόγραφο της προσφυγής, την έκταση της ζημίας την οποία υπέστη. Κατά συνέπεια, δεν τήρησε τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, μολονότι το Πρωτοδικείο έχει αναγνωρίσει ότι, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, δεν είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται με το δικόγραφο της προσφυγής η ακριβής έκταση της προκληθείσας ζημίας, ο προσφεύγων δεν απέδειξε, ούτε καν ισχυρίστηκε, την ύπαρξη συνθηκών που δικαιολογούν την παράλειψη αυτή.

83      Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι παράνομη, δεν συντρέχει λόγος καταβολής αποζημιώσεως στον προσφεύγοντα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

84      Το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου είχε κατ’ αναλογία εφαρμογή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752, μέχρι την έναρξη ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του δικαστηρίου αυτού, ήτοι μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2007.

85      Δεδομένου ότι το δικόγραφο της προσφυγής περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Οκτωβρίου 2005, έχει εν προκειμένω εφαρμογή το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

86      Κατά το άρθρο αυτό, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Για να πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών τις οποίες προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά την οποία ο ενάγων προσάπτει στο θεσμικό όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας. Αντιθέτως, το αίτημα με το οποίο ζητείται η επιδίκαση μιας κάποιας αποζημιώσεως στερείται της αναγκαίας ακρίβειας και πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρείται απαράδεκτο (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 1971, 5/71, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1025, σκέψη 9, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 1ης Ιουλίου 1994, T-505/93, Osório κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-179 και II-581, σκέψη 33, και της 15ης Φεβρουαρίου 1995, T-112/94, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Ι-A-37 και II-135, σκέψη 32, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2007, T-175/04, Gordon κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επιτροπή, σκέψη 42).

87      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων, ζητώντας, με το δικόγραφο της προσφυγής του, να «[γ]ίνει δεκτό […] το κατ’ αρχήν αίτημά [του] αποζημιώσεως, το οποίο θα προσδιορισθεί αριθμητικώς αργότερα και το οποίο απορρέει από την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που [του] […] προκάλεσε η [Επιτροπή]», ο προσφεύγων δεν προσδιόρισε αριθμητικώς τη ζημία την οποία εκτιμά ότι υπέστη. Το γεγονός ότι ο προσφεύγων ζήτησε, με το υπόμνημα απαντήσεως, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του αποκαταστήσει «την υλική ζημία και να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη, περιοριζόμενη προσωρινά και με κάθε επιφύλαξη στο προσωρινό ποσό του ενός ευρώ», ωσαύτως δεν παρέχει τις διευκρινίσεις που απαιτεί η προαναφερθείσα νομολογία.

88      Ο προσφεύγων δεν επισήμανε επίσης τα πραγματικά στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατή την εκτίμηση της ζημίας την οποία αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη (προπαρατεθείσα διάταξη Moat κατά Επιτροπής, σκέψη 35). Βεβαίως, ο προσφεύγων διευκρίνισε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι υπέστη υλική ζημία λόγω της απώλειας αποδοχών που απορρέει από την άρνηση προσλήψεώς του και λόγω των προετοιμασιών για την αναχώρησή του, δηλαδή μισθώσεως σύντομης διάρκειας για τη στέγασή του, μαθημάτων, εμβολίων κ.λπ. Ωστόσο, αυτές οι συνοπτικές διευκρινίσεις δεν παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί με ακρίβεια η έκταση της ζημίας.

89      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η υλική ζημία έχει αποδειχθεί, κρίνεται ότι η ζημία μπορούσε να εκτιμηθεί πλήρως ήδη από το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως και, κατά μείζονα λόγο, κατά την άσκηση της προσφυγής, δεδομένου ότι η εν λόγω υλική ζημία στηρίζεται, αφενός, στην απώλεια εσόδων που απορρέει από τη μη πρόσληψη και, αφετέρου, στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων ενόψει της αναχωρήσεώς του για την Αφρική.

90      Επιπλέον, μολονότι οι κοινοτικός δικαστής έχει δεχθεί ότι, υπό ιδιαίτερες περιστάσεις, δεν είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται με το δικόγραφο της προσφυγής η ακριβής έκταση της ζημίας και να προσδιορίζεται αριθμητικώς το ποσό της αποζημιώσεως που ζητείται (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2004, C-150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-8691, σκέψη 62, προπαρατεθείσα απόφαση Osório κατά Επιτροπή, σκέψη 35), επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ούτε καν επικαλέσθηκε την ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες διατάξεις Osório κατά Επιτροπής, σκέψη 35, και Moat κατά Επιτροπής, σκέψη 37).

91      Όσον αφορά την ηθική βλάβη, υπογραμμίζεται ότι, εκτός από την πλήρη έλλειψη εκτιμήσεως της ζημίας αυτής, ο προσφεύγων δεν παρέσχε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τη δυνατότητα να εκτιμήσει την έκταση και τον χαρακτήρα της. Είτε η χρηματική ικανοποίηση ζητείται συμβολικά είτε προκειμένου να επιτευχθεί η καταβολή αληθούς αποζημιώσεως, στον προσφεύγοντα εναπόκειται να διευκρινίσει τη φύση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Επιτροπή, και κατόπιν να διευκρινίσει, έστω και κατά προσέγγιση, την εκτίμηση του συνόλου της ζημίας αυτής (προπαρατεθείσα διάταξη Moat κατά Επιτροπής, σκέψη 38, και προπαρατεθείσα απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

92      Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού.

93      Εξάλλου, προστίθεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο προσφεύγων ζήτησε μόνο συμβολική αποζημίωση, κρίνεται ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστά, εν προκειμένω, επαρκή και προσήκουσα αποκατάσταση των ζημιών του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 2000, T-10/99, Vicente Nuñez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-47 και II-203, σκέψη 48).

94      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και να απορριφθεί όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Δυνάμει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου σχετικά με τα δικαστικά έξοδα εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεων από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού διαδικασίας. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

96      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 88 του ίδιου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

97      Δεδομένου ότι οι ουσιωδέστεροι ισχυρισμοί της Επιτροπής απορρίφθηκαν, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική Υπηρεσία» της Γενικής Διευθύνσεως «Εξωτερικές σχέσεις» της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 15ης Απριλίου 2005, με την οποία ο προσφεύγων πληροφορήθηκε ότι δεν θα προσληφθεί ως προϊστάμενος διοικήσεως της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γουινέα.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 2007.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.