Language of document : ECLI:EU:F:2008:112

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2008

Υπόθεση F-51/07

Philippe Bui Van

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο – Αντικανονική κατάταξη – Ανάκληση παράνομης πράξεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Εύλογη προθεσμία – Δικαιώματα άμυνας –Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο P. Bui Van ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του γενικού διευθυντή του Κοινού Ερευνητικού Κέντρου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 4ης Οκτωβρίου 2006, καθόσον τον ανακατατάσσει στον βαθμό AST 3, κλιμάκιο 2, ενώ αρχικά είχε καταταγεί στον βαθμό AST 4, κλιμάκιο 2, και της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 5ης Μαρτίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση, καθώς και την επιδίκαση, συμβολικώς, στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ενός ευρώ ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 1 500 ευρώ ως αποζημίωση. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών του εξόδων. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το ένα τρίτον των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85, εδ. 1)

2.      Πράξεις των οργάνων – Ανάκληση – Παράνομες πράξεις – Προϋποθέσεις – Εύλογη προθεσμία – Υπολογισμός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 3)

3.      Υπάλληλοι – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

1.      Πρέπει μεν να αναγνωρίζεται σε κάθε κοινοτικό όργανο, το οποίο διαπιστώνει ότι η πράξη που μόλις εξέδωσε φέρει το στίγμα της παρανομίας, το δικαίωμα να ανακαλεί αναδρομικώς την πράξη αυτή εντός ευλόγου χρόνου, όμως το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιορίζεται από την ανάγκη σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του έλκοντος δικαίωμα από την πράξη, ο οποίος έδωσε πίστη στη νομιμότητα της πράξεως αυτής, αν δεν έχει προκαλέσει την έκδοση της πράξεως διά της παροχής εσφαλμένων ή ελλιπών στοιχείων. Συναφώς, ο κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση της δημιουργίας δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του αποδέκτη διοικητικής πράξεως είναι αυτός της κοινοποιήσεως της πράξεως και όχι η ημερομηνία εκδόσεως ή ανακλήσεως της πράξεως αυτής.

Συναφώς, πρέπει κανείς να εμπνευσθεί από τη νομολογία που αφορά τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την ανάκτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος από τη διοίκηση, που διατυπώνονται στο άρθρο 85, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), ειδικότερα δε την προϋπόθεση του εμφανούς χαρακτήρα της αντικανονικότητας της καταβολής.

Εξάλλου, ακόμη και αν υπάρχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του αποδέκτη της παράνομης πράξεως, αναμφισβήτητο δημόσιο συμφέρον, όπως ειδικότερα αυτό της χρηστής διοικήσεως και της προστασίας των οικονομικών πόρων του οργάνου, μπορεί να υπερισχύει του συμφέροντος του ωφελουμένου προς διατήρηση καταστάσεως την οποία μπορούσε να θεωρεί σταθερή.

(βλ. σκέψεις 51, 53, 54, 56 και 62)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 22 Μαρτίου 1961, 42/59 και 49/59, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 599· 12 Ιουλίου 1962, 14/61, Koninklijke Nederlandsche Hoogovens en Staalfabrieken κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 779· 3 Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψεις 10 έως 12· 26 Φεβρουαρίου 1987, 15/85, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1005, σκέψεις 12 έως 17· 20 Ιουνίου 1991, C‑248/89, Cargill κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑2987, σκέψη 20· 20 Ιουνίου 1991, C‑365/89, Cargill, Συλλογή 1991, σ. I‑3045, σκέψη 18· 17 Απριλίου 1997, C‑90/95 P, De Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1997, σ. I‑1999, σκέψεις 35 έως 37 και 39· 17 Ιουλίου 1997, C‑183/95, Affish, Συλλογή 1997, σ. I‑4315, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΠΕΚ: 24 Φεβρουαρίου 1994, T‑38/93, Stahlschmidt κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑65 και II‑227, σκέψη 19· 5 Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑211 και II‑1065, σκέψη 47· 15 Ιουλίου 2004, T‑180/02 και T-113/03, Γκούβρας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑225 και II‑987, σκέψη 110· 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑416/04, Κοντούλη κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II‑A‑2‑897, σκέψεις 161, 162 και 167· 16 Μαΐου 2007, T‑324/04, F κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 142

2.      Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως πρέπει να επέρχεται εντός ευλόγου προθεσμίας, η οποία πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, τη συμπεριφορά των διαδίκων, με το αν η οικεία πράξη δημιουργεί ή όχι υποκειμενικά δικαιώματα, καθώς και με τη στάθμιση των συμφερόντων. Πρέπει να θεωρηθεί, εν γένει, ως εύλογη προθεσμία ανακλήσεως εκείνη η οποία αντιστοιχεί στην τρίμηνη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Εφόσον η προθεσμία αυτή εφαρμόζεται στην ίδια τη διοίκηση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ως σημείο ενάρξεως η ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως την οποία η τελευταία σκέφτεται να ανακαλέσει.

(βλ. σκέψεις 63 και 67 έως 69)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, προπαρατεθείσα· Koninklijke Nederlandsche Hoogovens en Staalfabrieken κατά Ανωτάτης Αρχής, προπαρατεθείσα· De Compte κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 35· 15 Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 187

ΠΕΚ: 27 Νοεμβρίου 1997, T‑20/96, Pascall κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑361 και II‑977, σκέψεις 72 και 77· 5 Δεκεμβρίου 2000, T‑197/99, Gooch κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑271 και II‑1247, σκέψη 53· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψη 66· Κοντούλη κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 161

3.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξης, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμα και αν δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση. Η αρχή αυτή, η οποία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις χρηστής διοικήσεως, απαιτεί ότι ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία που μπορεί να γίνουν δεκτά σε βάρος του στην επικείμενη πράξη. Συναφώς, το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000, προβλέπει ότι το δικαίωμα για χρηστή διοίκηση «περιλαμβάνει ιδίως [...] το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του […]».

Πάντως, κάθε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της προσβαλλομένης πράξεως. Αυτό συμβαίνει αν η έλλειψη νομιμότητας δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Παράνομη ενέργεια, η οποία συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα, δύναται εντούτοις να δικαιολογήσει αποζημίωση.

Έτσι, υπάλληλος ο οποίος δεν έτυχε ακροάσεως πριν από την έκδοση βλαπτικής γι’ αυτόν αποφάσεως, υφίσταται ηθική βλάβη λόγω του συναισθήματος ότι ετέθη προ τετελεσμένου γεγονότος και πρέπει συνεπώς να αποζημιωθεί ευλόγως.

(βλ. σκέψεις 72 έως 74, 81, 84 και 92 έως 94)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 10 Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 27· 14 Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψη 31· 21 Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 48· 3 Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 99· 5 Οκτωβρίου 2000, C‑288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8237, σκέψεις 99 και 101· Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 318 και 324· 9 Νοεμβρίου 2006, C‑344/05 P, Επιτροπή κατά De Bry, Συλλογή 2006, σ. I‑10915, σκέψεις 37 και 38

ΠΕΚ: 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑49 και II‑223, σκέψη 31· 8 Μαρτίου 2005, T‑277/03, Βλαχάκη κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑57 και II‑243, σκέψη 64