Language of document : ECLI:EU:C:2019:472

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v – Κύρος – Πεδίο εφαρμογής – Εξαίρεση των υπηρεσιών διαιτησίας και συμβιβασμού και ορισμένων νομικών υπηρεσιών – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της επικουρικότητας – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ»

Στην υπόθεση C‑264/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

P. M.,

N. G.d.M.,

P. V.d.S.

κατά

Ministerraad,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, E. Juhász, M. Ilešič και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι P. M., P. V.d.S. και N. G.d.M., εκπροσωπούμενοι από τον P. Vande Casteele, advocaat,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J.-C. Halleux και P. Cottin, καθώς και από τις L. van den Broeck και C. Pochet, επικουρούμενους από τους D. D’Hooghe, C. Mathieu και P. Wytinck, advocaten,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Τασσοπούλου, Σ. Παπαϊωάννου και Σ. Χαριτάκη,

–        η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Δ. Καλλή και E. Ζαχαριάδου,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την A. Pospíšilová Padowska και τον R. van de Westelaken,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τη Μ. Μπαλτά και τον F. Naert,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Haasbeek και τον P. Ondrůšek,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των P. M., N. G.d.M. και P. V.d.S., αφενός, και του Ministerraad (Υπουργικού Συμβουλίου, Βέλγιο), αφετέρου, σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων νομικών υπηρεσιών από τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων την οποία προβλέπει η βελγική νομοθεσία για τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2014/24 στο εσωτερικό δίκαιο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 4, 24 και 25 της οδηγίας 2014/24 αναφέρουν τα ακόλουθα:

«(1)      Η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων από τις αρχές των κρατών μελών ή εκ μέρους αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αρχές της Συνθήκης [ΛΕΕ] και ιδίως με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, την αρχή της ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και με τις αρχές που απορρέουν από αυτές, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής διακρίσεων, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας. Εντούτοις, για δημόσιες συμβάσεις που υπερβαίνουν ορισμένη αξία, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν διατάξεις για τον συντονισμό των εθνικών διαδικασιών προμήθειας, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται στην πράξη και ότι οι δημόσιες προμήθειες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό.

[…]

(4)      Η αυξανόμενη ποικιλομορφία της δημόσιας δράσης έχει καταστήσει αναγκαίο τον σαφέστερο ορισμό της ίδιας της έννοιας των προμηθειών· η διευκρίνιση αυτή δεν θα πρέπει όμως να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε σύγκριση με εκείνο της οδηγίας 2004/18/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114)]. Οι κανόνες της Ένωσης σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες δεν αποσκοπούν να καλύψουν όλες τις μορφές εκταμίευσης δημόσιου χρήματος, αλλά μόνο όσες στοχεύουν στην απόκτηση έργων, αγαθών ή υπηρεσιών μέσω δημόσιας σύμβασης […].

[…]

(24)      Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού και άλλες συναφείς μορφές διευθέτησης διαφορών παρέχονται συνήθως από φορείς ή πρόσωπα που είναι αντικείμενο συμφωνίας ή επιλογής, κατά τρόπο ο οποίος δεν μπορεί να διέπεται από κανόνες περί προμηθειών. Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύει για τις συμβάσεις [παροχής τέτοιων υπηρεσιών], ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους από το εθνικό δίκαιο.

(25)      Ορισμένες νομικές υπηρεσίες προσφέρονται από παρόχους υπηρεσιών που ορίζονται από δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους, περιλαμβάνουν εκπροσώπηση πελατών σε δικαστικές υποθέσεις από δικηγόρους, πρέπει να παρέχονται από συμβολαιογράφους ή συνδέονται με την άσκηση επίσημης εξουσίας. Οι νομικές αυτές υπηρεσίες συνήθως παρέχονται από φορείς ή φυσικά πρόσωπα που ορίζονται ή επιλέγονται κατά τρόπο μη επιδεχόμενο ρυθμίσεως διά κανόνων περί προμηθειών, όπως η περίπτωση ορισμού εισαγγελέων σε ορισμένα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, οι νομικές υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.»

4        Το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ειδικές εξαιρέσεις για συμβάσεις υπηρεσιών», ορίζει στα στοιχεία γʹ και δʹ τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών για:

[…]

γ)      υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού·

δ)      οποιαδήποτε από τις κατωτέρω νομικές υπηρεσίες:

i)      νομική εκπροσώπηση πελάτη από δικηγόρο κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου [, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249)] σε:

–        διαιτησία ή συμβιβασμό που διεξάγεται σε κράτος μέλος, τρίτη χώρα ή ενώπιον διεθνούς οργάνου διαιτησίας ή συμβιβασμού, ή

–        δικαστικές διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίων, δικαιοδοτικών οργάνων ή δημοσίων αρχών κράτους μέλους, τρίτης χώρας ή διεθνών δικαστηρίων, δικαιοδοτικών ή θεσμικών οργάνων,

ii)      νομικές συμβουλές για την προετοιμασία οποιασδήποτε από τις διαδικασίες του σημείου i) του παρόντος στοιχείου ή εάν υπάρχει απτή ένδειξη και μεγάλη πιθανότητα το ζήτημα που αφορούν οι συμβουλές να αποτελέσει αντικείμενο τέτοιων διαδικασιών, υπό την προϋπόθεση ότι οι συμβουλές παρέχονται από δικηγόρο, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας [77/249],

[…]

v)      λοιπές νομικές υπηρεσίες, οι οποίες στο σχετικό κράτος μέλος συνδέονται, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας».

 Το βελγικό δίκαιο

5        Με τον loi relative aux marchés publics (νόμο περί δημοσίων συμβάσεων), της 17ης Ιουνίου 2016 (Moniteur belge της 14ης Ιουλίου 2016, σ. 44219), ο Βέλγος νομοθέτης αναθεώρησε τους κανόνες περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων και εναρμόνισε τη βελγική νομοθεσία με την οδηγία 2014/24. Το άρθρο 28 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«§ 1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών για:

[…]

3°      υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού·

4°      οποιαδήποτε από τις κατωτέρω νομικές υπηρεσίες:

a)      νομική εκπροσώπηση πελάτη από δικηγόρο κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας [77/249], και συγκεκριμένα στο πλαίσιο:

i.      διαιτησίας ή συμβιβασμού που διεξάγεται σε κράτος μέλος, τρίτη χώρα ή ενώπιον διεθνούς οργάνου διαιτησίας ή συμβιβασμού, ή

ii.      δικαστικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίων, δικαιοδοτικών οργάνων ή δημοσίων αρχών κράτους μέλους, τρίτης χώρας ή διεθνών δικαστηρίων, δικαιοδοτικών ή θεσμικών οργάνων·

b)      νομικές συμβουλές για την προετοιμασία οποιασδήποτε από τις διαδικασίες του στοιχείου a του παρόντος σημείου, ή εάν υπάρχει απτή ένδειξη και μεγάλη πιθανότητα το ζήτημα που αφορούν οι συμβουλές να αποτελέσει αντικείμενο τέτοιων διαδικασιών, υπό την προϋπόθεση ότι οι συμβουλές παρέχονται από δικηγόρο, κατά την έννοια του άρθρου 1 της προαναφερθείσας οδηγίας [77/249]·

[…]

e)      λοιπές νομικές υπηρεσίες, οι οποίες στο Βασίλειο συνδέονται, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας·

[…]

§ 2.      Ο Βασιλιάς μπορεί να θεσπίσει ειδικούς κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων οι οποίοι διέπουν τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1, σημείο 4, στοιχεία a και b, συμβάσεις, στις περιπτώσεις που Αυτός ορίζει.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

6        Στις 16 Ιανουαρίου 2017 οι P. M., N. G.d.M. και P. V.d.S., προσφεύγοντες της κύριας δίκης, δικηγόροι και νομικοί, άσκησαν προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Grondwettelijk Hof (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βέλγιο), ζητώντας την ακύρωση των διατάξεων του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων οι οποίες εξαιρούν ορισμένες νομικές υπηρεσίες, καθώς και ορισμένες υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού, από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου.

7        Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι οι εν λόγω διατάξεις, στο μέτρο που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή των κανόνων περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων που θεσπίζει ο εν λόγω νόμος στην ανάθεση των σε αυτές αναφερόμενων υπηρεσιών, εισάγουν διαφορετική μεταχείριση μη δυνάμενη να δικαιολογηθεί.

8        Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η εξαίρεση των εν λόγω υπηρεσιών από τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπονομεύει τους στόχους που επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης με την έκδοση της οδηγίας 2014/24 όσον αφορά τον πλήρη ανταγωνισμό, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης, και κατά πόσον οι αρχές της επικουρικότητας και της ίσης μεταχείρισης θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει σε εναρμόνιση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης και σε σχέση με τις εν λόγω υπηρεσίες.

9        Κατά το εν λόγω δικαστήριο, για να αξιολογηθεί η συνταγματικότητα των εθνικών νομοθετικών διατάξεων των οποίων η ακύρωση ζητείται με την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν οι διατάξεις του άρθρου 10, στοιχείο γʹ, και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της εν λόγω οδηγίας είναι συμβατές με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της επικουρικότητας καθώς και με τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ.

10      Υπό τις συνθήκες αυτές το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει το άρθρο 10, [στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v,] της οδηγίας [2014/24] με την αρχή της ισότητας, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με την αρχή της επικουρικότητας, και τα άρθρα 49 και 56 [ΣΛΕΕ], καθόσον οι αναφερόμενες σε αυτό υπηρεσίες εξαιρούνται από την εφαρμογή των κανόνων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων της προαναφερθείσας οδηγίας, οι οποίοι διασφαλίζουν εντούτοις τον πλήρη ανταγωνισμό και την ελεύθερη κυκλοφορία κατά τη σύναψη συμβάσεων υπηρεσιών από τις δημόσιες αρχές;»

 Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

11      H Τσεχική και η Κυπριακή Κυβέρνηση αμφισβητούν το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος και, ως εκ τούτου, της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

12      Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ερώτημα αυτό δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία αφορά το ζήτημα αν αντίκειται προς το Σύνταγμα του Βελγίου κανόνας του εθνικού δικαίου δυνάμει του οποίου εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των εθνικών κανόνων περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων ορισμένες νομικές υπηρεσίες, οι οποίες εξαιρούνται επίσης και από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24. Ωστόσο, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συμπεριλάβουν τις εν λόγω υπηρεσίες στο πεδίο εφαρμογής των εθνικών κανόνων μεταφοράς. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει συνεπώς να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του Βελγικού Συντάγματος και μόνον.

13      Η Κυπριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το υποβληθέν ερώτημα αφορά τη συμφωνία του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της εν λόγω οδηγίας προς τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, κάθε εθνικό μέτρο που έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης στο επίπεδο της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτού του μέτρου εναρμόνισης και όχι εκείνων του πρωτογενούς δικαίου.

14      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όποτε τίθεται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ζήτημα κύρους πράξεως θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναπόκειται στο εν λόγω εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν είναι αναγκαία η απόφαση επί του σημείου αυτού προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση και, επομένως, να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εν λόγω ερωτήματος. Συνεπώς, εφόσον τα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο αφορούν το κύρος διάταξης του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει [αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, Eurotunnel κ.λπ., C‑408/95, EU:C:1997:532, σκέψη 19, της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, C‑491/01, EU:C:2002:741, σκέψη 34, καθώς και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 49].

15      Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ μόνον όταν, ιδίως, οι απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν τηρούνται ή όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους του κανόνα του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 50).

16      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις, των οποίων η ακύρωση ζητείται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, αφορούν τον νόμο περί μεταφοράς της οδηγίας 2014/24 στο βελγικό δίκαιο, και ιδίως την εξαίρεση ορισμένων νομικών υπηρεσιών από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν η Τσεχική και η Κυπριακή Κυβέρνηση, το ζήτημα του κύρους του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας 2014/24 δεν στερείται σημασίας για την έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης. Πράγματι, σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στις εν λόγω διατάξεις εξαίρεση κριθεί άκυρη, οι διατάξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου θα πρέπει να θεωρηθούν αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης.

18      Επομένως, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το προδικαστικό ερώτημα και, κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλονται παραδεκτώς.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας 2014/24, υπό το πρίσμα των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της επικουρικότητας, καθώς και υπό το πρίσμα των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ.

20      Όσον αφορά, πρώτον, την αρχή της επικουρικότητας και την τήρηση των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 5, παράγραφος 3, ΣΕΕ, στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση δρα μόνον εάν και στο μέτρο που οι σκοποί της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν σε επαρκή βαθμό από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν ευχερέστερα στο επίπεδο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 215 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Από το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24 τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας αυτής συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι έκρινε, με τον τρόπο αυτό, ότι απόκειται στους εθνικούς νομοθέτες να καθορίσουν κατά πόσον οι εν λόγω υπηρεσίες πρέπει να υπαχθούν στους κανόνες περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

22      Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν κατά παράβαση της αρχής της επικουρικότητας.

23      Αφετέρου, όσον αφορά την τήρηση των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/24 αναφέρει ότι η ανάθεση δημοσίων συμβάσεων από τις αρχές των κρατών μελών ή εκ μέρους αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αρχές της Συνθήκης ΛΕΕ και ιδίως με τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

24      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο συντονισμός στο επίπεδο της Ένωσης των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων αποβλέπει στην εξάλειψη των εμποδίων που ενδέχεται να θέσουν οι διαδικασίες αυτές στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και, συνεπώς, στην προστασία των συμφερόντων των εγκατεστημένων σε κράτος μέλος επιχειρηματιών οι οποίοι επιθυμούν να παραδώσουν αγαθά ή να παράσχουν υπηρεσίες στις αναθέτουσες αρχές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑507/03, EU:C:2007:676, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Δεν έπεται, ωστόσο, ότι, εξαιρώντας τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας 2014/24 από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και, ως εκ τούτου, μη υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να τις υπαγάγουν στους κανόνες περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων, η ίδια αυτή οδηγία θίγει τις ελευθερίες που διασφαλίζουν οι Συνθήκες.

26      Όσον αφορά, δεύτερον, την εξουσία εκτίμησης του νομοθέτη της Ένωσης και τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, το Δικαστήριο έχει κατά πάγια νομολογία αναγνωρίσει στον νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που έχουν παρασχεθεί σε αυτόν, ευρεία εξουσία εκτίμησης όταν η δράση του συνεπάγεται επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του και όταν καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 57, καθώς και της 30ής Ιανουαρίου 2019, Planta Tabak, C‑220/17, EU:C:2019:76, σκέψη 44). Η νομιμότητα μέτρου που λαμβάνεται στον τομέα αυτόν μπορεί να επηρεαστεί μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο από τα αρμόδια θεσμικά όργανα σκοπό (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Swedish Match, C‑210/03, EU:C:2004:802, σκέψη 48).

27      Ωστόσο, ακόμη και αν υπάρχει τέτοια εξουσία, ο νομοθέτης της Ένωσης υποχρεούται να βασίσει την επιλογή του επί αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 58).

28      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Ο παρεμφερής χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑176/09, EU:C:2011:290, σκέψη 32, καθώς και της 30ής Ιανουαρίου 2019, Planta Tabak, C‑220/17, EU:C:2019:76, σκέψη 37).

30      Με γνώμονα αυτές ακριβώς τις αρχές πρέπει να εκτιμηθεί το κύρος του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας 2014/24, υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

31      Επομένως, όσον αφορά, πρώτον, τις υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού που αναφέρονται στο άρθρο 10, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/24, η αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι οι φορείς ή τα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού και άλλες συναφείς μορφές διευθέτησης διαφορών επιλέγονται κατά τρόπο ο οποίος δεν μπορεί να διέπεται από κανόνες περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

32      Πράγματι, οι διαιτητές και οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι πάντοτε αποδεκτοί από όλα τα εμπλεκόμενα στη διαφορά μέρη, διορίζονται δε με κοινή συμφωνία των τελευταίων. Επομένως, ο δημόσιος φορέας που κινεί διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων για υπηρεσία διαιτησίας ή συμβιβασμού δεν μπορεί να επιβάλει στο έτερο μέρος τον ανάδοχο της σύμβασης αυτής ως κοινό διαιτητή ή διαμεσολαβητή.

33      Ως εκ τούτου, δεδομένων των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους, οι υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο 10, στοιχείο γʹ, δεν είναι παρόμοιες με τις λοιπές υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει, εξαίρεσε τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/24 από το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας.

34      Δεύτερον, όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται από δικηγόρους, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 10, στοιχείο δʹ, σημεία i και ii, της οδηγίας 2014/24, από την αιτιολογική σκέψη 25 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω νομικές υπηρεσίες παρέχονται συνήθως από φορείς ή φυσικά πρόσωπα που ορίζονται ή επιλέγονται κατά τρόπο μη επιδεχόμενο ρύθμιση διά κανόνων περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων σε ορισμένα κράτη μέλη, ούτως ώστε οι εν λόγω νομικές υπηρεσίες έπρεπε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

35      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 10, στοιχείο δʹ, σημεία i και ii, της οδηγίας 2014/24 δεν εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας όλες τις υπηρεσίες που μπορούν να παρασχεθούν από δικηγόρο προς μια αναθέτουσα αρχή, αλλά μόνον τη νομική εκπροσώπηση του πελάτη του σε διαδικασίες ενώπιον διεθνούς οργάνου διαιτησίας ή συμβιβασμού, ενώπιον των δικαστηρίων ή των δημόσιων αρχών κράτους μέλους ή τρίτης χώρας και ενώπιον των διεθνών δικαστηρίων ή θεσμικών οργάνων, καθώς επίσης και τις νομικές συμβουλές που παρέχονται σε σχέση με την προετοιμασία τέτοιας διαδικασίας ή το ενδεχόμενο κίνησής της. Τέτοιου είδους υπηρεσίες παρεχόμενες από δικηγόρο νοούνται μόνο στο πλαίσιο στενής προσωπικής σχέσης (intuitu personae) μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, χαρακτηριζόμενης από την πλέον αυστηρή εμπιστευτικότητα.

36      Αφενός, μια τέτοια σχέση intuitu personae μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, η οποία χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη επιλογή του νομικού παραστάτη και τη σχέση εμπιστοσύνης που συνδέει τον πελάτη με τον δικηγόρο του, καθιστά δύσκολη την αντικειμενική περιγραφή της αναμενόμενης ποιότητας των υπηρεσιών που πρόκειται να παρασχεθούν.

37      Αφετέρου, η εμπιστευτικότητα της σχέσης του δικηγόρου με τον πελάτη του, με την οποία, ιδίως υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, διαφυλάσσεται τόσο η πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του πολίτη όσο και η απαίτηση κάθε πολίτης να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελεύθερα τον δικηγόρο του (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής, 155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 18), θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο από την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να διευκρινίσει τους όρους ανάθεσης της εν λόγω σύμβασης καθώς και από τη δημοσιότητα που πρέπει να δοθεί στους εν λόγω όρους.

38      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους, οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, στοιχείο δʹ, σημεία i και ii, της οδηγίας 2014/24 δεν είναι παρόμοιες με τις λοιπές υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Δεδομένης της εν λόγω αντικειμενικής διαφοράς, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν παραβίασε ούτε την αρχή της ίσης μεταχείρισης εξαιρώντας, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει, τις υπηρεσίες αυτές από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

39      Τρίτον, όσον αφορά τις νομικές υπηρεσίες που εμπίπτουν σε δραστηριότητες συνδεόμενες, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 10, στοιχείο δʹ, σημείο v, της οδηγίας 2014/24, επισημαίνεται ότι οι δραστηριότητες αυτές και, συνεπώς, οι υπηρεσίες αυτές εξαιρούνται, κατά το άρθρο 51 ΣΛΕΕ, από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της εν λόγω Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία εγκατάστασης και των διατάξεων σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά το άρθρο 62 ΣΛΕΕ. Οι υπηρεσίες αυτές διακρίνονται από εκείνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής καθόσον συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και με τις λειτουργίες που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων.

40      Επομένως, από την ίδια τη φύση τους, οι νομικές υπηρεσίες που συνδέονται, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν είναι παρόμοιες, λόγω των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους, με τις λοιπές υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24. Δεδομένης αυτής της αντικειμενικής διαφοράς, ο νομοθέτης της Ένωσης ούτε στην περίπτωση αυτή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει, εξαίρεσε τις υπηρεσίες αυτές από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24.

41      Ως εκ τούτου, από την εξέταση των διατάξεων του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της 2014/24 δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος των διατάξεων αυτών υπό το πρίσμα των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της επικουρικότητας ούτε υπό το πρίσμα των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ.

42      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του ερωτήματος αυτού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος των διατάξεων του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας 2014/24 υπό το πρίσμα των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της επικουρικότητας ούτε υπό το πρίσμα των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος των διατάξεων του άρθρου 10, στοιχείο γʹ και στοιχείο δʹ, σημεία i, ii και v, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, υπό το πρίσμα των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της επικουρικότητας ούτε υπό το πρίσμα των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.