Language of document : ECLI:EU:F:2012:172

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Δεκεμβρίου 2012 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Γενικός διαγωνισμός – Προκήρυξη διαγωνισμού EPSO/AD/147/09 – Κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων για την πρόσληψη υπαλλήλων διοικήσεως ρουμανικής υπηκοότητας – Άριστη γνώση της επίσημης γλώσσας της Ρουμανίας – Ουγγρική μειονότητα στη Ρουμανία – Αποκλεισμός από την προφορική εξέταση – Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Περιεχόμενο»

Στην υπόθεση F‑29/11,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

BA, κάτοικος Wezembeek-Oppem (Βέλγιο), αρχικά εκπροσωπούμενος από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και É. Marchal, δικηγόρους, στη συνέχεια, από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis, É. Marchal και D. Abreu Caldas, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρχικά εκπροσωπούμενης από την B. Eggers και τον P. Pecho, στη συνέχεια δε από την B. Eggers,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel, πρόεδρο, E. Perillo (εισηγητή) και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιουλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 21 Μαρτίου 2011, ο BA άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως του διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO), της 10ης Δεκεμβρίου 2010, περί απορρίψεως της ενστάσεώς του, και της αποφάσεως της επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/147/09 περί αποκλεισμού του από την προφορική εξέταση του διαγωνισμού.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 1δ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει τα εξής:

«1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

[…]

5. Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφαρμόσθηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα, από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, το όργανο φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

6. Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.»

3        Το άρθρο 27 του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών [της Ένωσης].

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.»

4        Το άρθρο 28 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Κανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος:

α)      αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη [της Ενώσεως], εκτός αν επιτρέψει παρέκκλιση η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, και αν δεν απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

[…]

στ)      αν δεν αποδεικνύει, ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες [της Ένωσης] και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας [της Ένωσης], στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.»

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ:

«1. Η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως.

Η προκήρυξη πρέπει να καθορίζει:

[…]

στ)      ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν·

[…]».

6        Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), ως είχε κατά τον κρίσιμο για την υπό κρίση υπόθεση χρόνο:

«Οι επίσημες γλώσσες και οι γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης είναι η αγγλική, η βουλγαρική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η λετονική, η λιθουανική, η μαλτέζικη, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.»

7        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1 έχει ως εξής:

«Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα όργανα της Κοινότητος από κράτος μέλος ή πρόσωπο που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους αυτού.»

8        Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1:

«Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται από τα όργανα της Κοινότητος προς κράτος μέλος ή πρόσωπο, το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός κράτους, μέλους, συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους αυτού.»

9        Το άρθρο 6 του κανονισμού 1 ορίζει:

«Τα όργανα δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους.»

10      Το άρθρο 8 του κανονισμού 1 ορίζει:

«Στα κράτη μέλη όπου οι επίσημες γλώσσες είναι περισσότερες από μία, η χρήση της γλώσσας καθορίζεται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου κράτους, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που απορρέουν από τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

[…]»

11      Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 401/2004 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2004, για θέσπιση ειδικών προσωρινών μέτρων σχετικά με την πρόσληψη υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχώρησης της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Μάλτας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 67, σ. 1):

«Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010, θα διεξαχθούν επίσης γενικοί διαγωνισμοί για την πρόσληψη υπαλλήλων που έχουν ως κύρια γλώσσα τους μία από τις έντεκα υφιστάμενες επίσημες γλώσσες. Οι διαγωνισμοί αυτοί θα καλύπτουν ταυτοχρόνως όλες τις γλώσσες αυτές.»

12      Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1760/2006 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, για τη θέσπιση ειδικών προσωρινών μέτρων για την πρόσληψη υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την ευκαιρία της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 335, σ. 5), προβλέπει τα εξής:

«[…]

(1) Με την ευκαιρία της επικείμενης προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σκόπιμο να θεσπιστούν ειδικά προσωρινά μέτρα τα οποία θα παρεκκλίνουν από τον [ΚΥΚ] […].

(2) Δεδομένου του μεγέθους των χωρών που προσχωρούν και του αριθμού των δυνητικά ενδιαφερομένων προσώπων, τα μέτρα αυτά, αν και προσωρινά, είναι σκόπιμο να ισχύσουν για ικανό χρονικό διάστημα. Η πλέον ενδεδειγμένη ημερομηνία για τη λήξη της ισχύος τους θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου 2011.

(3) Επειδή είναι ανάγκη οι σχεδιαζόμενες προσλήψεις να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν το ταχύτερο δυνατό μετά την προσχώρηση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εκδοθεί πριν από την πραγματική ημερομηνία της προσχώρησης αυτής,

[…]

Άρθρο 1

1. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 είναι δυνατή η πλήρωση κενών θέσεων με το διορισμό υπηκόων της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας μετά την πραγματική ημερομηνία προσχώρησης των εν λόγω χωρών, κατά παρέκκλιση του άρθρου 4 δεύτερη και τρίτη παράγραφος, του άρθρου 7 παράγραφος 1, του άρθρου 27 δεύτερη παράγραφος και του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β) του ΚΥΚ, εντός του ορίου των προς τούτο προβλεπόμενων θέσεων και λαμβάνοντας υπόψη τις διαβουλεύσεις για τον προϋπολογισμό.

2. Οι διορισμοί στις θέσεις γίνονται ως εξής:

α)      για όλους τους βαθμούς, μετά την πραγματική ημερομηνία προσχώρησης·

β)      εκτός από τους ανώτερους υπαλλήλους (γενικούς διευθυντές ή τους ισοδύναμους υπαλλήλους σε βαθμό AD 16 ή AD 15 και διευθυντές ή τους ισοδύναμους υπαλλήλους σε βαθμό AD 15 ή AD 14), ύστερα από διαγωνισμούς βάσει τίτλων και εξετάσεων που διοργανώνονται σύμφωνα με το παράρτημα III του ΚΥΚ.

[…]»

13      Στις 21 Ιανουαρίου 2009 δημοσιεύθηκε η προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/147/09 που διοργανώθηκε από την EPSO με σκοπό την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων (AD 5) ρουμανικής υπηκοότητας στον τομέα της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης (ΕΕ C 14 A, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με διορθωτικό το οποίο δημοσιεύθηκε στις 13 Μαρτίου 2009 (ΕΕ C 59 A/2, σ. 2) (στο εξής: προκήρυξη διαγωνισμού).

14      Ο τίτλος I, B, σημείο 2, στοιχείο γ΄, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, με επικεφαλίδα «Γλωσσικές γνώσεις», προβλέπει τα εξής:

«Κύρια γλώσσα (γλώσσα 1)

Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν:

[…]

–        άριστη γνώση της ρουμανικής γλώσσας [...]

Δεύτερη γλώσσα (γλώσσα 2)

Οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν ικανοποιητική γνώση της γερμανικής, της αγγλικής ή της γαλλικής.

[…]»

15      Ο τίτλος III, σημείο 1, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, με επικεφαλίδα «Γραπτές εξετάσεις – Βαθμολογία», προβλέπει τα εξής:

«Οι γραπτές εξετάσεις α) και β) θα διεξαχθούν στα γερμανικά, στα αγγλικά ή στα γαλλικά (γλώσσα 2).

α)      Εξέταση που συνίσταται σε σειρά ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών και σκοπεί στην αξιολόγηση των ειδικών γνώσεων των υποψηφίων στον οικείο τομέα.

[…]

β)      Εξέταση σε ένα κατ’ επιλογήν θέμα στον οικείο τομέα […]

γ)      Σύνταξη σύντομου σημειώματος στην κύρια γλώσσα (γλώσσα 1) του υποψηφίου, στο οποίο θα εκτίθενται τα επιχειρήματα και τα συμπεράσματα από τη γραπτή εξέταση β). Η δοκιμασία αυτή σκοπεί στην εκτίμηση του επιπέδου γνώσεως της κύριας γλώσσας του υποψηφίου τόσο από πλευράς συντάξεως όσο και παρουσιάσεως.

      Η δοκιμασία αυτή βαθμολογείται με 0 έως 10 μόρια (ελάχιστο απαιτούμενο όριο: 8 μόρια).

[…]»

16      Το παράρτημα της προκηρύξεως του διαγωνισμού ορίζει, εξάλλου, τα εξής:

«[…]

Αίτηση επανεξέτασης

[Οι υποψήφιοι μ]πορούν να υποβάλουν, εντός προθεσμίας 10 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της ηλεκτρονικής αποστολής της επιστολής με την οποία τους κοινοποιήθηκε η απόφαση, αίτηση επανεξέτασης υπό μορφή αιτιολογημένης επιστολής […]»

 Ιστορικό της διαφοράς

17      Ο προσφεύγων, ρουμανικής και ουγγρικής υπηκοότητας, ανήκει στην ουγγρική μειονότητα της Ρουμανίας.

18      Ο εν λόγω προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα, ως Ρουμάνος υπήκοος, στον γενικό διαγωνισμό EPSO/AD/147/09 που διοργανώθηκε από την EPSO με σκοπό την κατάρτιση, μεταξύ άλλων, πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων ρουμανικής υπηκοότητας στον τομέα της «Ευρωπαϊκής Δημόσιας Διοίκησης». Κατόπιν της επιτυχίας του στις προκαταρκτικές δοκιμασίες συμμετοχής, έγινε δεκτός στις γραπτές εξετάσεις.

19      Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 2010, η EPSO ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεών του. Η βαθμολογία του προσφεύγοντος υπερέβαινε το ελάχιστο απαιτούμενο όριο στις εξετάσεις α΄ και β΄ στις οποίες είχε υποβληθεί στη γλώσσα 2 (γερμανικά, αγγλικά ή γαλλικά) που είχε επιλέξει και για την οποία η προκήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε «ικανοποιητική γνώση». Αντιθέτως, η βαθμολογία του προσφεύγοντος στη γραπτή εξέταση γ΄, στην οποία υποβλήθηκε στη γλώσσα 1 (ρουμανικά) για την οποία η προκήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε «άριστη γνώση», ήταν 6/10, με συνέπεια τον αποκλεισμό του από τον διαγωνισμό.

20      Προς απάντηση στην αίτηση επανεξετάσεως που υποβλήθηκε ενώπιόν της στις 21 Απριλίου 2010, η EPSO ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα, με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2010, ότι, κατόπιν επανεξετάσεως της γραπτής εξετάσεως γ΄, η εξεταστική επιτροπή ενέμενε στην απόφασή της περί αποκλεισμού του από την προφορική εξέταση.

21      Με ηλεκτρονική επιστολή της 7ης Ιουλίου 2010, ο προσφεύγων ζήτησε να εξεταστεί εκ νέου η κατάστασή του, καθόσον θεωρούσε ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω του γεγονότος ότι υποχρεώθηκε να υποβληθεί στη γραπτή εξέταση γ΄ στα ρουμανικά και όχι στα ουγγρικά, που είναι η μητρική γλώσσα του.

22      Με έγγραφο της 20ής Σεπτεμβρίου 2010, που καταχωρίστηκε από την EPSO την επομένη, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, βάλλοντας κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής να τον βαθμολογήσει με βαθμό 6/10 στη γραπτή εξέταση γ΄ και αμφισβητώντας τη νομιμότητα της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

23      Με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2010, ο διευθυντής της EPSO, ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

24      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        εφόσον παραστεί ανάγκη, να ακυρώσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού να τον βαθμολογήσει στη γραπτή εξέταση γ΄ με βαθμό 6/10, με συνέπεια τον αποκλεισμό του από τον διαγωνισμό·

–        να διοργανώσει νέα γραπτή εξέταση γ΄·

–        να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

26      Με το πρώτο αίτημά του, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του.

27      Κατά πάγια νομολογία, αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται ρητώς κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8).

28      Εν προκειμένω, η από 20 Σεπτεμβρίου 2010 διοικητική ένσταση, που απορρίφθηκε από την ΑΔΑ στις 10 Δεκεμβρίου 2010, στρεφόταν κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής να βαθμολογήσει τον προσφεύγοντα στη γραπτή εξέταση γ΄ με βαθμό 6/10. Η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, στο μέτρο που απλώς επιβεβαιώνει την απόφαση που η εξεταστική επιτροπή έλαβε στις 18 Ιουνίου 2010, κατόπιν επανεξετάσεως, με αιτιολογία η οποία επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν, αλλά με πιο εμπεριστατωμένο τρόπο, την αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 1ης Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 43).

29      Εξάλλου, όταν ένας διάδικος του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση συμμετοχής σε διαγωνισμό των οργάνων της Ένωσης ζητεί επανεξέταση της αποφάσεως αυτής βάσει συγκεκριμένης διατάξεως η οποία δεσμεύει τη διοίκηση, βλαπτική γι’ αυτόν πράξη είναι η απόφαση που έλαβε η εξεταστική επιτροπή κατόπιν επανεξετάσεως της αποφάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, ή, ενδεχομένως, του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 1ης Ιουλίου 2010, F‑40/09, Časta κατά Επιτροπής, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, σύμφωνα με το παράρτημα της προκηρύξεως του διαγωνισμού, ο προσφεύγων ζήτησε, στις 21 Απριλίου 2010, επανεξέταση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού περί αποκλεισμού του από την προφορική εξέταση.

31      Με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2010, η EPSO απάντησε στον προσφεύγοντα ότι η εξεταστική επιτροπή αποφάσισε, κατά την από 11 Ιουνίου 2010 συνεδρίασή της, να επιβεβαιώσει τη βαθμολογία 6/10 που του είχε δώσει στη γραπτή εξέταση γ΄, καθώς και την απόφαση περί αποκλεισμού του από την προφορική εξέταση.

32      Η απόφαση της 18ης Ιουνίου 2010, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον προσφεύγοντα, αποτελεί εν προκειμένω τη βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

33      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σκοπεί στην ακύρωση της κατόπιν επανεξετάσεως αποφάσεως της 18ης Ιουνίου 2010 (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κυρίως, ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη. Κατά την εκτίμησή της, ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως περί αποκλεισμού του από το μεταγενέστερο στάδιο του διαγωνισμού όχι λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά τη διόρθωση της γραπτής εξετάσεως γ΄, αλλά για τον αποκλειστικό λόγο ότι δεν μπόρεσε να υποβληθεί στην εξέταση αυτή στα ουγγρικά, ήτοι στη μητρική του γλώσσα. Στο μέτρο που η προκήρυξη του διαγωνισμού επιβάλλει να πραγματοποιείται η εξέταση αυτή μόνο στα ρουμανικά, αποτελεί πράξη βλαπτική για τον προσφεύγοντα. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν άσκησε προσφυγή εντός της ταχθείσας προθεσμίας από τη δημοσίευση της προκηρύξεως, δεν έχει πλέον ενεργητική νομιμοποίηση.

35      Ο προσφεύγων εκτιμά ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν αποτελεί καταρχήν βλαπτική πράξη και θεωρεί ότι, εν προκειμένω, δεν τον αποκλείει ευθέως από τις εξετάσεις. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι μπορεί να επικαλεστεί πλημμέλειες κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, περιλαμβανομένων όσων απορρέουν από την προκήρυξη, στο πλαίσιο προσφυγής κατά ατομικής αποφάσεως που είναι βλαπτική για εκείνον και ότι, ως εκ τούτου, μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει παρεμπιπτόντως την προκήρυξη του διαγωνισμού.

36      Εξάλλου, στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΔΑ επισήμανε ότι η διοικητική ένσταση ήταν απαράδεκτη λόγω μη τηρήσεως των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ προθεσμιών. Ο προσφεύγων έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 18 Ιουνίου 2010 και έπρεπε να είχε υποβάλει διοικητική ένσταση μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 2010, και όχι στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

37      Ο προσφεύγων επικαλείται το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο «[α]ν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με κατά νόμον εορτάσιμη, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επομένης εργάσιμης ημέρας». Δεδομένου ότι η 18η Σεπτεμβρίου 2010 ήταν Σάββατο, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσφυγή ήταν παραδεκτή, καθόσον η διοικητική ένσταση υποβλήθηκε τη Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010, πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας.

38      Η Επιτροπή δεν υποστηρίζει, προς αντίκρουση των ανωτέρω, ότι η διοικητική ένσταση υποβλήθηκε εκπρόθεσμα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

39      Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως της διαδικασίας προσλήψεως, που συνιστά πολύπλοκη διοικητική διαδικασία αποτελούμενη από διαδοχικές αποφάσεις πολύ στενά συνδεόμενες μεταξύ τους, ο προσφεύγων δικαιούται να επικαλεστεί πλημμέλειες κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από την προκήρυξή του, αυτή καθαυτή, στο πλαίσιο προσφυγής κατά μεταγενέστερης ατομικής αποφάσεως, όπως είναι μια απόφαση περί αποκλεισμού από τις εξετάσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Αυγούστου 1995, C‑448/93 P, Επιτροπή κατά Noonan, σκέψη 19, και απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 14ης Απριλίου 2011, F‑82/08, Clarke κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 79).

40      Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται στους ενδιαφερομένους η υποχρέωση να ασκούν τόσες προσφυγές όσες είναι οι δυνητικώς βλαπτικές γι’ αυτούς πράξεις της διαδικασίας (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Noonan, σκέψη 17).

41      Έχει επίσης αναγνωρισθεί ότι παρέλκει η διάκριση ανάλογα με τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας της προκηρύξεως του διαγωνισμού (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Noonan, σκέψη 19).

42      Τέλος, έχει διευκρινισθεί ότι μια προκήρυξη διαγωνισμού μπορεί επίσης, όλως εξαιρετικώς, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως στην περίπτωση που, επιβάλλοντας όρους οι οποίοι αποκλείουν την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος, συνιστά βλαπτική γι’ αυτόν πράξη κατά την έννοια των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ (προαναφερθείσα απόφαση Clarke κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 79).

43      Ως εκ τούτου, ακόμη και αν γίνει δεκτό, για τις ανάγκες της συλλογιστικής και μόνον, ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να είχε προσβάλει την προκήρυξη του διαγωνισμού μέσω προσφυγής ακυρώσεως, το στοιχείο τούτο, αφ’ εαυτού, ούτε συνεπάγεται απώλεια του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος να προσβάλει την εν λόγω απόφαση ούτε, όλως επικουρικώς, καθιστά απαράδεκτους τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από έλλειψη νομιμότητας της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

44      Η διοικητική ένσταση δεν ήταν, εξάλλου, εκπρόθεσμη.

45      Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι βλαπτική πράξη είναι η απόφαση που η εξεταστική επιτροπή έλαβε κατόπιν επανεξετάσεως, από την έκδοση της εν λόγω κατόπιν επανεξετάσεως αποφάσεως αρχίζει να τρέχει και η προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως και ασκήσεως προσφυγής (προαναφερθείσα απόφαση Časta κατά Επιτροπής, σκέψη 27).

46      Οι διάδικοι δεν διαφωνούν ως προς το ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 18 Ιουνίου 2010 και η διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής υποβλήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

47      Πάντως, το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επικαλείται ο προσφεύγων, δεν έχει εφαρμογή στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

48      Ελλείψει ειδικών κανόνων στον ΚΥΚ όσον αφορά τις προθεσμίες του άρθρου του 90, επιβάλλεται η παραπομπή στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131) (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2009, Sevenier κατά Επιτροπής, σκέψη 27). Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι αργία, Κυριακή ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της επομένης εργάσιμης ημέρας.

49      Εν προκειμένω, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας, ήτοι η 18η Σεπτεμβρίου 2010, ήταν Σάββατο, οπόταν η προθεσμία έληξε στις 20 Σεπτεμβρίου 2010. Συνεπώς, η διοικητική ένσταση δεν ήταν εκπρόθεσμη.

50      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

51      Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι, προς στήριξη της προσφυγής του, επικαλείται:

–        παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων·

–        παράβαση του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1, 5 και 6, του ΚΥΚ·

–        παράβαση του άρθρου 2 ΣΕΕ·

–        παράβαση του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

–        παράβαση των άρθρων 3, 4, 5, 10 και 19 της συμβάσεως-πλαισίου για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, που συνήφθη στο Στρασβούργο την 1η Φεβρουαρίου 1995 (στο εξής: Σύμβαση-πλαίσιο).

 Επί των λόγω ακυρώσεως που αντλούνται από παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων και από παράβαση του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1, 5 και 6, του ΚΥΚ

52      Οι δύο αυτοί λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να υποβληθεί στη γραπτή εξέταση γ΄ στην κύρια γλώσσα του, ήτοι στα ουγγρικά, συνιστά παραβίαση των αρχών ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων.

54      Ο προσφεύγων υπενθυμίζει ότι μητρική και κύρια γλώσσα του είναι η ουγγρική, που αποτελεί επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ναι μεν τα ουγγρικά δεν είναι επίσημη γλώσσα της Ρουμανίας, πλην όμως είναι η γλώσσα επικοινωνίας που η χώρα αυτή αναγνωρίζει ότι χρησιμοποιείται από την ουγγρική μειονότητα. Η Ρουμανία ανταποκρίνεται, επομένως, στον επιδιωκόμενο από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα σκοπό προστασίας των εθνικών μειονοτήτων. Ο προσφεύγων εκτιμά ότι η ουγγρική μειονότητα της Ρουμανίας δεν έπαυσε να αποκτά νέα δικαιώματα με την πάροδο του χρόνου, όπως είναι το δικαίωμα των μελών της να φοιτούν σε σχολείο ουγγρικής γλώσσας. Ο προσφεύγων τονίζει ότι απέκτησε τα διπλώματά του πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ουγγρική γλώσσα και ότι το πανεπιστημιακό πτυχίο του παρέχει στη Ρουμανία τα ίδια δικαιώματα με εκείνα που εξασφαλίζονται στους κατόχους του ίδιου πτυχίου στη ρουμανική γλώσσα.

55      Συνεπώς, το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να υποβληθεί στη γραπτή εξέταση γ΄ στα ουγγρικά τον περιήγαγε σε δυσμενή θέση σε σχέση με τους συμπατριώτες του που φοίτησαν σε σχολείο και πανεπιστήμιο στη ρουμανική γλώσσα.

56      Ο προσφεύγων φρονεί ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, θα έπρεπε να δίδεται στους υποψηφίους η δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ των ομιλούμενων στη Ρουμανία γλωσσών, εφόσον πρόκειται για επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

57      Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/53/06 (ΕΕ C 172 A, σ. 3), που αφορούσε αποκλειστικώς τους Κύπριους υπηκόους βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 401/2004, απαιτούσε την άριστη γνώση της ελληνικής ως κύριας γλώσσας, προβλέποντας συγχρόνως τη δυνατότητα, όλως εξαιρετικώς, για τους Κύπριους υπηκόους που δεν είχαν ως κύρια γλώσσα την ελληνική, να επιλέξουν μία εκ των λοιπών επίσημων γλωσσών της Ένωσης, η δε δεύτερη γλώσσα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να είναι διαφορετική από την επιλεχθείσα κύρια γλώσσα.

58      Κατά τον προσφεύγοντα, η δυσμενής διάκριση απορρέει επίσης από το γεγονός ότι, για τη συμμετοχή στον επίμαχο διαγωνισμό, η Επιτροπή έθεσε συγχρόνως όρο υπηκοότητας και γλώσσας του οικείου κράτους μέλους. Ο προσφεύγων φρονεί ότι, αν ήταν αναγκαία η πρόσληψη πολιτών που ομιλούν τη ρουμανική, δεν θα υπήρχε λόγος να περιοριστεί η πρόσληψη στους Ρουμάνους υπηκόους. Αν, αντιθέτως, σκοπός ήταν η πρόσληψη Ρουμάνων υπηκόων, το μοναδικό κριτήριο θα έπρεπε να είναι αυτό της υπηκοότητας.

59      Ο προσφεύγων τονίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1δ του ΚΥΚ, στην Επιτροπή απόκειται, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξει, αφενός, ότι η απόφαση να υποβληθεί ό ενδιαφερόμενος στη γραπτή εξέταση γ΄ στα ρουμανικά δεν συνιστά παραβίαση της αρχής ίσης μεταχειρίσεως και, αφετέρου, ότι ο τυχόν περιορισμός της αρχής αυτής είναι αντικειμενικώς και ευλόγως δικαιολογημένος.

60      Όσον αφορά το ζήτημα αν δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση, ιδίως υπό το πρίσμα του προβαλλόμενου από την Επιτροπή σκοπού εξασφαλίσεως εύλογης ισορροπίας από γεωγραφικής πλευράς, ο προσφεύγων εκτιμά ότι δεν είναι θεμιτός ο αποκλεισμός των Ρουμάνων υποψηφίων που ανήκουν στην ουγγρική μειονότητα με την αιτιολογία ότι η Ρουμανία δεν έχει δηλώσει την ουγγρική ως επίσημη γλώσσα της δυνάμει του κανονισμού 1.

61      Κατά τον προσφεύγοντα, η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούν την αποκλειστική χρήση της ρουμανικής γλώσσας από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού EPSO/AD/147/09 που διορίζονται μόνιμοι υπάλληλοι.

62      Επιπλέον, επιβάλλεται η διάκριση ανάμεσα στο «συμφέρον της υπηρεσίας» και στο «γενικό συμφέρον στο πλαίσιο της πολιτικής διαχειρίσεως του προσωπικού». Αν η πρόσληψη υπαλλήλων αιτιολογούνταν από την ανάγκη επικοινωνίας με τους οικονομικούς και κοινωνικούς κύκλους των κρατών μελών, θα ήταν σκόπιμο να προσληφθούν πρόσωπα της ουγγρικής μειονότητας που να μπορούν να επικοινωνούν με τους συνδεόμενους με τη μειονότητα αυτή οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς.

63      Τέλος, ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι πληροί τις επιταγές του άρθρου 28 του ΚΥΚ, το οποίο, κατά την εκτίμησή του, δεν επιβάλλει κανένα επιπλέον όρο που να αφορά τη γνώση γλώσσας αντίστοιχης προς την υπηκοότητα του υπαλλήλου.

64      Η Επιτροπή εκτιμά, αντιθέτως, ότι ο προσφεύγων δεν υπέστη άνιση μεταχείριση και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι σχετικοί με τις γλωσσικές γνώσεις όροι του διαγωνισμού δικαιολογούνται από το συμφέρον της υπηρεσίας, ανταποκρίνονται στους σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής διαχειρίσεως του προσωπικού και δεν είναι δυσανάλογοι.

65      Πρώτον, η Επιτροπή τονίζει ότι επιβάλλεται διάκριση ανάμεσα στις «γλώσσες της Ένωσης», ήτοι τις γλώσσες που πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό 1, και στις «γλώσσες που ομιλούνται σε ένα κράτος μέλος». Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 27 και 28 του ΚΥΚ και του κανονισμού 1, κανένας υποψήφιος διαγωνισμού δεν μπορεί να απαιτήσει να υποβληθεί στις γραπτές εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού σε άλλη γλώσσα πέραν των γλωσσών της Ένωσης που προβλέπει ο κανονισμός 1.

66      Τα θεσμικά όργανα διαθέτουν εξάλλου ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των επίσημων γλωσσών που χρησιμοποιούνται εντός των υπηρεσιών τους και, ως εκ τούτου, κατά την επιλογή των γλωσσών που απαιτείται να γνωρίζουν οι υποψήφιοι διαγωνισμού. Άλλωστε, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του παραρτήματος III του ΚΥΚ παρέχει ακριβώς στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να προσδιορίσει τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτεί η ιδιαίτερη φύση των προς πλήρωση θέσεων.

67      Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή επικαλείται το γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, η Ρουμανία δεν έχει δηλώσει την ουγγρική ως άλλη γλώσσα της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού 1.

68      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο διαγωνισμός EPSO/AD/147/09 είναι ένας «διαγωνισμός “διεύρυνσης”» που διοργανώθηκε ακριβώς κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1760/2006, ο οποίος προβλέπει, για μια μεταβατική περίοδο και για τις ανάγκες της προσλήψεως Ρουμάνων υπηκόων, παρέκκλιση από τους κανόνες του ΚΥΚ και ιδίως από το άρθρο 27 που προβλέπει ότι καμία κενή θέση δεν προορίζεται αποκλειστικώς για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους. Ήταν αναγκαία η άμεση πρόσληψη προσωπικού με ρουμανική υπηκοότητα και γνώση της ρουμανικής γλώσσας, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της υπηρεσίας που γεννήθηκαν από την προσχώρηση της Ρουμανίας και κυρίως προκειμένου να καταστεί δυνατή η επικοινωνία στη γλώσσα της Ένωσης που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στις σχέσεις με τη Ρουμανία.

69      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο σχετικός με τη γνώση της ρουμανικής γλώσσας όρος που περιελάμβανε η επίδικη προκήρυξη διαγωνισμού ανταποκρίνεται σε σκοπούς γενικού χαρακτήρα που απορρέουν από την εφαρμογή του κανονισμού παρεκκλίσεως 1760/2006 και δικαιολογείται αντικειμενικώς από το συμφέρον της υπηρεσίας, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του παραρτήματος III του ΚΥΚ.

70      Η Επιτροπή διευκρινίζει, τέλος, ότι από τους υποψηφίους του εν λόγω διαγωνισμού απαιτείται να έχουν καλή και όχι άριστη γνώση της ρουμανικής γλώσσας, οπόταν παρέχεται de facto στους Ρουμάνους υποψηφίους που έχουν άλλη μητρική γλώσσα πλην της ρουμανικής η δυνατότητα να επιτύχουν στη γραπτή εξέταση γ΄.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

71      Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι, με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1, επί του οποίου η Επιτροπή στηρίζει μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας της, δεν πρέπει να αντίκειται στις διατάξεις της Συνθήκης, κάποιου άλλου υπέρτερου κανόνα δικαίου ή κάποιας γενικής αρχής του δικαίου.

72      Ακόμη πάντως και να γίνει δεκτό, για τις ανάγκες της συλλογιστικής και μόνον, ότι αυτή η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας συνδέεται στενά με τη διοικητική ένσταση και δεν προβλήθηκε εκπρόθεσμα, διαπιστώνεται ότι δεν διευκρινίζεται επαρκώς ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να εξετάσει τη βασιμότητά της.

73      Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς και πραγματικούς λόγους και επιχειρήματα. Κατά πάγια νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να εκδικάσει την προσφυγή χωρίς να χρειαστεί ενδεχομένως συμπληρωματικές πληροφορίες. Προκειμένου να μη διαταραχθεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης πρέπει, για να είναι μια προσφυγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Φεβρουαρίου 2011, F‑76/09, AH κατά Επιτροπής, σκέψη 29).

74      Ως εκ τούτου, ελλείψει οποιασδήποτε διευκρινίσεως εκ μέρους του προσφεύγοντος όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ο κανονισμός 1 αντίκειται στις διατάξεις των Συνθηκών, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 1 που προέβαλε ο προσφεύγων είναι απαράδεκτη υπό το πρίσμα του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

75      Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, υπενθυμίζεται ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να μην τυγχάνουν όμοιες καταστάσεις διαφορετικής μεταχειρίσεως ούτε διαφορετικές καταστάσεις όμοιας μεταχειρίσεως, εκτός αν η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., σκέψη 23). Περαιτέρω, συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία έχει εφαρμογή στο δίκαιο δημόσιας διοίκησης της Ένωσης, όταν δύο κατηγορίες προσώπων στην υπηρεσία της Ένωσης των οποίων η νομική και πραγματική κατάσταση δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές αντιμετωπίζονται διαφορετικά, η δε διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 25ης Φεβρουαρίου 2010, F‑91/08, Pleijte κατά Επιτροπής, σκέψη 36).

76      Στο μέτρο που ο προσφεύγων φρονεί ότι, εν προκειμένω, συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω όμοιας αντιμετωπίσεως διαφορετικών καταστάσεων, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι επίμαχες εν προκειμένω καταστάσεις διαφέρουν από πραγματικής και νομικής απόψεως.

77      Οι διάδικοι συμφωνούν βεβαίως ως προς το ότι η μητρική και κύρια γλώσσα του προσφεύγοντος, που έχει ρουμανική και ουγγρική υπηκοότητα, είναι όντως η ουγγρική. Ωστόσο, η μητρική και κύρια γλώσσα του προσφεύγοντος δεν είναι η εθνική γλώσσα της Ρουμανίας. Όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο προσφεύγων, η ουγγρική δεν έχει αναγνωρισθεί νομίμως στη ρουμανική έννομη τάξη ως επίσημη γλώσσα. Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης έγγραφα σχετικά με ορισμένες ρουμανικές νομοθετικές πράξεις αφορώσες, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των προσώπων που ανήκουν στο πλήθος διαφορετικών εθνικών μειονοτήτων της Ρουμανίας. Μεταξύ των πράξεων αυτών καταλέγεται ειδικότερα ο ρουμανικός νόμος 188/1999, του οποίου το άρθρο 54 περί προσλήψεως δημοσίων υπαλλήλων ορίζει ότι, για να διορισθεί κάποιος ως δημόσιος υπάλληλος στη Ρουμανία πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: «a) να είναι Ρουμάνος υπήκοος και να έχει διαμονή στη Ρουμανία, b) να γνωρίζει τη ρουμανική γλώσσα, γραπτή και προφορική». Το γεγονός άλλωστε ότι η ουγγρική είναι επίσημη γλώσσα της Ένωσης δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, καθόσον πρόκειται για «διαγωνισμό “διεύρυνσης”» ο οποίος όλως εξαιρετικώς απευθύνεται, βάσει του κανονισμού 1760/2006, αποκλειστικώς και μόνο στους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους. Εξάλλου, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του ως Ρουμάνου υπηκόου υπέβαλε ο προσφεύγων συμμετοχή στον εν λόγω διαγωνισμό και έγινε δεκτός σε αυτόν. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος δεν διαφέρει από εκείνη των λοιπών υποψηφίων του επίμαχου διαγωνισμού.

78      Επιπλέον, ο διαγωνισμός EPSO/AD/147/09 διακρίνεται σαφώς από τον διαγωνισμό EPSO/AD/53/06 ο οποίος απευθυνόταν αποκλειστικώς σε Κύπριους υπηκόους και τον οποίο επικαλείται ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής του. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2 του κανονισμού 401/2004 προέβλεπε τη διοργάνωση γενικών διαγωνισμών με σκοπό την πρόσληψη υπαλλήλων με κύρια γλώσσα μία από τις ένδεκα επίσημες κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού 401/2004 γλώσσες της Ένωσης, οι δε διαγωνισμοί αυτοί θα κάλυπταν συγχρόνως όλες αυτές τις γλώσσες. Δεδομένου ότι μία από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η τουρκική, η οποία δεν είναι επίσημη γλώσσα της Ένωσης, ήταν αναγκαίο, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να προβλεφθεί μια γλώσσα εναλλακτική της ελληνικής, της άλλης δηλαδή επίσημης γλώσσας του εν λόγω κράτους μέλους. Η γλώσσα που επελέγη κατά συνέπεια ήταν η αγγλική, η οποία ήταν επίσης μία από τις τρεις γλώσσες επιλογής για τη δεύτερη γραπτή εξέταση. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή όφειλε να διοργανώσει γενικούς διαγωνισμούς υπό τους όρους που προέβλεψε ο νομοθέτης της Ένωσης στον κανονισμό 401/2004. Αντιθέτως, ο κανονισμός 1760/2006, βάσει του οποίου διοργανώθηκε ο επίμαχος εν προκειμένω διαγωνισμός EPSO/AD/147/09, δεν περιέχει καμία διάταξη παρεμφερή προς το άρθρο 2 του κανονισμού 401/2004.

79      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων υποβλήθηκε στη γραπτή εξέταση γ΄ στα ρουμανικά τον περιήγαγε σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους υποψηφίους που είχαν μητρική γλώσσα τη ρουμανική, υπενθυμίζεται ότι διαφορετική μεταχείριση η οποία δικαιολογείται βάσει αντικειμενικών, εύλογων και ανάλογων προς τον επιδιωκόμενο σκοπό κριτηρίων δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι μεταξύ των κριτηρίων που δύνανται να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση υπαλλήλων περιλαμβάνεται και το συμφέρον της υπηρεσίας (προαναφερθείσα απόφαση Pleijte κατά Επιτροπής, σκέψη 57).

80      Ο κανονισμός 1760/2006 πάντως, του οποίου η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε κατά την παρούσα διαδικασία, αποτελεί τη νομική βάση που καθιστά δυνατή, όλως εξαιρετικώς και κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις, την πρόσληψη Ρουμάνων υπηκόων μέσω διαγωνισμών απευθυνόμενων αποκλειστικώς σε αυτούς. Μολονότι ο κανονισμός αυτός, αντιθέτως προς τον κανονισμό 401/2004, δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο όσον αφορά την επιλογή γλώσσας, είναι ωστόσο γεγονός ότι η Ρουμανία επέλεξε ως επίσημη γλώσσα, κατά την έννοια του κανονισμού 1, μόνον τα ρουμανικά. Τα ρουμανικά είναι εξάλλου, σύμφωνα με το ρουμανικό Σύνταγμα, η μοναδική επίσημη γλώσσα αυτού του κράτους.

81      Η επιταγή διενέργειας εξετάσεως στα ρουμανικά στο πλαίσιο του διαγωνισμού EPSO/AD/147/09 πρέπει να θεωρηθεί θεμιτή, καθόσον δικαιολογείται από υπέρτερες επιταγές απορρέουσες ειδικώς από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι επίμαχες επιταγές στηρίζονται, συνεπώς, σε αντικειμενικά και εύλογα κριτήρια, η δε διαφορετική μεταχείριση στο πλαίσιο της διοργανώσεως «διαγωνισμού “διεύρυνσης”», που περιορίζεται σε μεταβατική περίοδο κατόπιν της προσχωρήσεως του εν λόγω κράτους στην Ένωση, δεν είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

82      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι διοικητικές υπηρεσίες της Ένωσης, όπως η EPSO, που καλούνται να διοργανώσουν βάσει κανονισμού παρεκκλίσεως, όπως ο κανονισμός 1760/2006, διαγωνισμούς απευθυνόμενους αποκλειστικώς στους υπηκόους της Ρουμανίας λόγω της πρόσφατης προσχωρήσεώς της στην Ένωση παραβιάζουν κατ’ ανάγκη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως χρησιμοποιώντας άλλη γλώσσα πέραν της επίσημης γλώσσας αυτής της χώρας κατά τη διενέργεια ορισμένων γραπτών εξετάσεων επιλογής οι οποίες σκοπούν ακριβώς στην εξακρίβωση της άριστης γνώσεως της γλώσσας αυτής. Δεν θα ίσχυε το ίδιο αν αυτό το κράτος μέλος, όσον αφορά τη συμμετοχή του στη δράση των οργάνων της Ένωσης, αναγνώριζε επισήμως δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού 1 μια γλώσσα μειονότητας η οποία ομιλείται στο έδαφός του και, χωρίς να αποτελεί επίσημη γλώσσα του κράτους αυτού, είναι ωστόσο επίσημη γλώσσα της Ένωσης.

83      Επιπλέον, η απαίτηση «άριστης γνώσης της ρουμανικής» ως κύριας γλώσσας του επίμαχου εν προκειμένω διαγωνισμού ο οποίος απευθύνεται σε Ρουμάνους υπηκόους δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε προδήλως αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

84      Πράγματι, έχει αναγνωρισθεί ότι, όταν οι ανάγκες της υπηρεσίας ή της οικείας θέσεως το απαιτούν, η διοίκηση μπορεί θεμιτώς να προσδιορίζει τις γλώσσες των οποίων απαιτείται άριστη ή επαρκής γνώση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 2005, T‑376/03, Hendrickx κατά Συμβουλίου, σκέψη 26, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 29ης Ιουνίου 2011, F‑7/07, Angioi κατά Επιτροπής, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Όπως επισήμανε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η γνώση της ρουμανικής είναι χρήσιμη, αν όχι αναγκαία, λόγω του ότι οι υπάλληλοι διοικήσεως που προσλαμβάνονται ασκούν διάφορα καθήκοντα «στο εσωτερικό του οργάνου και, ενδεχομένως, σε σχέση με τους οικονομικούς και κοινωνικούς κύκλους των κρατών μελών και των λοιπών οργάνων [της Ένωσης]». Οι διευκρινίσεις αυτές δικαιολογούν αντικειμενικώς και ευλόγως την απαίτηση διεξαγωγής ενός από τους πρώτους «διαγωνισμούς “διεύρυνσης”» που διοργανώθηκαν μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση στα ρουμανικά.

86      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει, συνεπώς, ότι, βάσει του κανονισμού 1760/2006, η διοίκηση ήταν σε θέση να διοργανώσει εν μέρει ανοικτό διαγωνισμό αποκλειστικώς για τους Ρουμάνους υπηκόους και να απαιτεί από τους εν λόγω υποψηφίους, για το συμφέρον της υπηρεσίας, άριστη γνώση της εθνικής γλώσσας τους, ήτοι της ρουμανικής, της μοναδικής επίσημης γλώσσας της Ρουμανίας κατά την έννοια του κανονισμού 1.

87      Ως εκ τούτου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η απαίτηση άριστης γνώσης των ρουμανικών στο πλαίσιο του επίμαχου εν προκειμένου διαγωνισμού είναι προδήλως αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας ή οδηγεί σε αυθαίρετη διαφοροποίηση.

88      Συνεπώς, οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και από παράβαση του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1, 5 και 6 του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των λόγω ακυρώσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2 ΣΕΕ, του άρθρου 21 του Χάρτη και των άρθρων 3, 4, 5, 10 και 19 της Σύμβασης-πλαισίου

89      Στο μέτρο που το δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσάπτεται στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 2 ΣΕΕ και του άρθρου 21 του Χάρτη λόγω της επιβολής εξετάσεως στα ρουμανικά στο πλαίσιο του διαγωνισμού EPSO/AD/147/09, πρέπει, ελλείψει οποιουδήποτε είδους δυσμενούς διακρίσεως (βλ. τις ανωτέρω σκέψεις 75 έως 88), ο λόγος αυτός ακυρώσεως να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να συντρέχει λόγος εξετάσεως του προβληθέντος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ζητήματος αν το άρθρο 2 ΣΕΕ έχει άμεσο αποτέλεσμα και γεννά υποκειμενικό δικαίωμα έναντι του προσφεύγοντος.

90      Όσον αφορά την αναφορά του δικογράφου της προσφυγής στα άρθρα 3, 4, 5, 10 και 19 της συμβάσεως‑πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών και επιχειρημάτων, πραγματικών και νομικών. Για τους προαναφερθέντες στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως λόγους ασφάλειας δικαίου και χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, προκειμένου η προσφυγή να είναι παραδεκτή, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό από το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής.

91      Επομένως, η αναφορά και μόνον, εντός του δικογράφου της προσφυγής, στα άρθρα 3, 4, 5, 10 και 19 της συμβάσεως‑πλαισίου δεν μπορεί, ελλείψει άλλου συναφούς ισχυρισμού, να θεωρηθεί επαρκής από πλευράς του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί του τρίτου αιτήματος

92      Ο προσφεύγων ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει την Επιτροπή να διοργανώσει νέα γραπτή εξέταση γ΄ στο πλαίσιο του διαγωνισμού.

93      Δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 5ης Ιουλίου 2011, F‑46/09, V κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το σχετικό αίτημα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο.

94      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δύναται να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

96      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ηττηθείς διάδικος είναι ο προσφεύγων. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς, με τα αιτήματά της, να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο BA φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Kreppel

Perillo

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Δεκεμβρίου 2012.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kreppel


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.