Language of document : ECLI:EU:T:2019:26

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 22ας Ιανουαρίου 2019 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Σύμβαση Sensation συναφθείσα στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου – Επιλέξιμες δαπάνες – Χρεωστικό σημείωμα εκδοθέν από την εναγομένη για την ανάκτηση των προκαταβληθέντων ποσών – Αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής χρόνου απασχόλησης – Σύγκρουση συμφερόντων»

Στην υπόθεση Τ-166/17,

Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενο από τον Β. Χριστιανό και τη Σ. Παλιού, δικηγόρους,

ενάγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από την Α. Κατσιμέρου, και από τους O. Verheecke και J. Estrada de Solà, εν συνεχεία από τις Α. Κατσιμέρου και A. Κυρατσού και από τον O. Verheecke,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με αίτημα να αναγνωρισθεί, αφενός, ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3241615291 της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2016, σύμφωνα με το οποίο το ενάγον πρέπει να της επιστρέψει το ποσό των 197 799,52 ευρώ από την επιχορήγηση που έλαβε για μια μελέτη σχετικά με ένα ερευνητικό πρόγραμμα με την ονομασία Sensation, είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 179 101,34 ευρώ και, αφετέρου, ότι το επίδικο ποσό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες τις οποίες το ενάγον δεν οφείλει να επιστρέψει,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, L. Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín (εισηγητή) και I. Reine, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαΐου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1.      Επί του έκτου προγράμματος-πλαισίου και του έργου Sensation

1        Το άρθρο 166, παράγραφος 1, EK προέβλεπε τη θέσπιση πολυετούς προγράμματος-πλαισίου στο οποίο περιλαμβανόταν το σύνολο των δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Σε εκτέλεση της διατάξεως αυτής, με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002‑2006) (ΕΕ 2002, L 232, σ. 1), εγκρίθηκε το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο (στο εξής: πρόγραμμα FP6). Το πρόγραμμα αυτό διεπόταν από τον κανονισμό (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος-πλαισίου (ΕΕ 2002, L 335, σ. 23).

2        Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε το έργο «Advanced Sensor Development for Attention, Stress, Vigilance & Sleep/Wakefulness Monitoring» (στο εξής: έργο Sensation). Αντικείμενο του έργου αυτού ήταν η μελέτη τεχνολογιών μικρο-αισθητήρων και νανο-αισθητήρων, ώστε να επιτευχθεί μια διακριτική και οικονομικά αποδοτική παρακολούθηση, ανίχνευση και πρόβλεψη, σε πραγματικό χρόνο και σε κάθε τόπο, της ανθρώπινης φυσιολογικής κατάστασης σε σχέση με την επαγρύπνηση, την κούραση και το άγχος.

3        Στις 24 Δεκεμβρίου 2003 το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (EKETA) (στο εξής: ενάγον ή EKETA), ενεργώντας ως συντονιστής κοινοπραξίας, υπέγραψε την υπ’ αριθ. 507231 σύμβαση επιχορηγήσεως σχετικά με τη χρηματοδότηση του έργου Sensation (στο εξής: σύμβαση Sensation). Η διάρκεια του έργου αυτού ήταν 52 μήνες, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2008.

4        Η σύμβαση Sensation περιλαμβάνει την κύρια συμφωνία χρηματοδοτήσεως (στο εξής: κύρια συμφωνία), καθώς και έξι παραρτήματα. Το πρώτο παράρτημα περιγράφει το έργο και το δεύτερο περιλαμβάνει τους εφαρμοστέους γενικούς όρους (στο εξής: γενικοί όροι).

2.      Επί της αξιολογήσεως του έργου

5        Έχοντας την υποψία ότι μέλη των κοινοπραξιών οι οποίες είχαν αναλάβει διάφορα επιχορηγούμενα έργα προέβαιναν στην ανάθεση κατά τρόπο αδιαφανή των συμβάσεων υπεργολαβίας σε εταιρίες ανήκουσες στο προσωπικό άλλων μελών των εν λόγω κοινοπραξιών, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε το 2010 έρευνα όσον αφορά δέκα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Ε. Μ. και η Ε. Π. Η έρευνα περατώθηκε στις 21 Ιουνίου 2012 χωρίς συστάσεις.

6        Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε το ενάγον ότι σκόπευε να προβεί σε οικονομικό έλεγχο όσον αφορά πέντε έργα τα οποία χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος FP6, μεταξύ των οποίων το έργο Sensation.

7        Ο οικονομικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε από τις 14 έως τις 18 Μαρτίου 2011 και στις 30 και 31 Μαρτίου του ιδίου έτους στις εγκαταστάσεις του ενάγοντος στη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), καθώς και στις 29 Μαρτίου 2011 στις εγκαταστάσεις του ενάγοντος στην Αθήνα (Ελλάδα).

8        Στις 5 Ιουλίου 2012 η Επιτροπή απέστειλε στο ενάγον την προσωρινή έκθεση ελέγχου και το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτής.

9        Στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 το ενάγον απέστειλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις του επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου καθώς και συμπληρωματικά έγγραφα στοιχεία.

10      Με έγγραφο της 12ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή απέστειλε στο ενάγον, αφενός, την τελική έκθεση ελέγχου (στο εξής: έκθεση ελέγχου), επισημαίνοντας ότι ενέκρινε τα πορίσματα της εκθέσεως αυτής και, αφετέρου, ένα προσάρτημα (addendum) όσον αφορά τους συντελεστές των έμμεσων δαπανών για το έτος 2006.

11      Με την έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές διαπίστωσαν παρατυπίες σχετικά με τις δαπάνες προσωπικού και τη χρήση υπεργολάβων.

12      Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι έξι άτομα που εργάζονταν για το έργο Sensation, ήτοι η Σ. Β., η Μ. Π. και η Ε. Π., καθώς και ο Ι. Τ., ο Α. Τ. και ο Ε. Μ., υπεύθυνος για το εν λόγω έργο (στο εξής: συγκεκριμένοι ερευνητές), απασχολούνταν ταυτόχρονα και σε άλλα έργα ή είχαν και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Κατά τους ελεγκτές, οι εν λόγω παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες ήταν τόσο σημαντικές, ώστε κλόνιζαν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, οι ελεγκτές επισήμαναν την ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων και εξαιρετικά στενών σχέσεων μεταξύ ορισμένων εργαζομένων και του υπεύθυνου του έργου Sensation που δημιουργούσαν αμφιβολίες όχι μόνο για την πραγματική συμμετοχή τους στο έργο, αλλά και για την αναγκαιότητα της συμμετοχής τους σε αυτό. Με βάση τα ανωτέρω, οι ελεγκτές έκριναν ότι οι μισθολογικές δαπάνες των ενδιαφερομένων έπρεπε να απορριφθούν ως μη επιλέξιμες.

13      Οι ελεγκτές έκριναν, επίσης, ότι το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης παρουσίαζε ορισμένες αδυναμίες. Εξέφρασαν επίσης τη λύπη τους για το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατό να συναντήσουν ορισμένους ερευνητές ούτε να επικοινωνήσουν τηλεφωνικώς μαζί τους προκειμένου να επαληθεύσουν τις δηλωθείσες ώρες εργασίας. Οι ελεγκτές υποστήριξαν, εξάλλου, ότι μολονότι ορισμένοι ερευνητές μπορεί να είχαν απασχοληθεί στο έργο Sensation, πάντως τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την εκ μέρους τους παρασχεθείσα εργασία δεν ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της συμβάσεως Sensation και ότι δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσουν την εργασία αυτή όχι μόνο λόγω του μη αξιόπιστου χαρακτήρα των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, αλλά και λόγω της τεχνικής φύσεως του έργου.

14      Τέλος, η έκθεση ελέγχου περιγράφει λεπτομερώς τα συγκεκριμένα ζητήματα που ανακύπτουν από τις εργασίες που είχαν ανατεθεί στους συγκεκριμένους έξι ερευνητές.

15      Όσον αφορά τις συμβάσεις υπεργολαβίας, οι ελεγκτές έκριναν ότι η προσφυγή στις εταιρίες ID. και M. δεν πληρούσε το κριτήριο της καλύτερης σχέσης ποιότητας-τιμής και ότι η ανάγκη προσφυγής σε υπεργολαβία δεν αποδείχθηκε, διότι πόροι διαθέσιμοι στο πλαίσιο της κοινοπραξίας είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί για τις επίμαχες εργασίες ή ακόμη διότι οι εργασίες αυτές είχαν σε ορισμένες περιπτώσεις ήδη πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά την εταιρία ID., επισήμαναν, επιπλέον, ότι υπήρχε κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων.

16      Στις 29 Νοεμβρίου 2016 η Επιτροπή απέστειλε στο ενάγον το υπ’ αριθ. 3241615291 χρεωστικό σημείωμα, ζητώντας την επιστροφή ποσού 197 799,52 ευρώ (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

17      Στις 11 Μαΐου 2017 η Επιτροπή ανέκτησε το ποσό που αναφέρεται στη σκέψη 16 ανωτέρω, πλέον τόκων υπερημερίας ύψους 2 123,61 ευρώ, διά συμψηφισμού με απαιτήσεις που το ενάγον είχε βάσει άλλων έργων χρηματοδοτούμενων από την Ένωση.

18      Στις 13 Ιουλίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε πιστωτικό σημείωμα για την επιστροφή στο ενάγον ποσού ύψους 8 988,21 ευρώ, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού των έμμεσων επιλέξιμων δαπανών για τα έτη 2004 έως 2006.

19      Στις 19 Οκτωβρίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε πιστωτικό σημείωμα για ποσό ύψους 2 950 ευρώ που αντιστοιχεί στις δαπάνες υπεργολαβίας ανατεθείσας στην εταιρία M. και κατέβαλε το ποσό αυτό στις 28 Νοεμβρίου 2017.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2017, το ενάγον άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

21      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε, στις 18 Ιανουαρίου 2018, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

22      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Μαΐου 2018.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, βάσει του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, για τον λόγο ότι, στις 5 Ιουνίου 2018, είχε καταβάλει ποσό ύψους 179,83 ευρώ για τόκους υπερημερίας που είχε ζητήσει το ενάγον.

24      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν πληρούνταν εν προκειμένω, πολλώ δε μάλλον καθόσον στους διαδίκους απόκειται να συναγάγουν τις συνέπειες της εν λόγω καταβολής μετά την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η παρούσα δίκη. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

25      Με το δικόγραφο της αγωγής του, το ενάγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα, σύμφωνα με το οποίο το ενάγον οφείλει να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 197 799,52 ευρώ από την επιχορήγηση που έλαβε στο πλαίσιο μελέτης σχετικά με το έργο Sensation είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 191 039,55 ευρώ·

–        να αναγνωρίσει ότι το ποσό των 191 039,55 ευρώ αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες και ότι το ενάγον δεν οφείλει να το επιστρέψει στην Επιτροπή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να αναγνωρίσει ότι, από το ποσό των 197 799,52 ευρώ που αναγράφεται στο χρεωστικό σημείωμα, ποσό ύψους 188 811,31 ευρώ αντιστοιχεί σε μη επιλέξιμες δαπάνες και δεν πρέπει να αποδοθεί στο ενάγον·

–        να καταδικάσει το ενάγον στα δικαστικά έξοδα.

27      Κατόπιν, αφενός, της ανακτήσεως, από την Επιτροπή, του ποσού των 197 799,52 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας ύψους 2 123,61 ευρώ, και, αφετέρου, των εμβασμάτων εκ μέρους της Επιτροπής ποσού 8 988,21 ευρώ που προκύπτει από εσφαλμένο υπολογισμό των έμμεσων δαπανών, καθώς και ποσού 2 950 ευρώ που προκύπτει από τις δαπάνες υπεργολαβίας που καταβλήθηκαν στην εταιρία M., το ενάγον, με τις απαντήσεις του στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα, σύμφωνα με το οποίο το ενάγον οφείλει να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 197 799,52 ευρώ από την επιχορήγηση που έλαβε για το έργο Sensation, είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 179 101,34 ευρώ·

–        να αναγνωρίσει ότι το ποσό των 179 101,34 ευρώ αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες και ότι η Επιτροπή:

–        οφείλει να του αποδώσει το εν λόγω ποσό, πλέον των εισπραχθέντων από την Επιτροπή τόκων και πλέον τόκων υπερημερίας, υπολογιζομένων από τις 12 Μαΐου 2017 έως και την πλήρη καταβολή, με επιτόκιο 3,50 %·

–        οφείλει να του καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 8 988,21 ευρώ, υπολογιζόμενους από τις 12 Μαΐου 2017 έως και την καταβολή του ποσού αυτού στις 2 Οκτωβρίου 2017, με επιτόκιο 3,50 %·

–        οφείλει να του καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 2 950 ευρώ, υπολογιζόμενους από τις 12 Μαΐου 2017 έως την καταβολή του ποσού αυτού στις 28 Νοεμβρίου 2017, με επιτόκιο 3,50 %·

–        να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, όπως τροποποιήθηκε με την απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, η Επιτροπή προσάρμοσε το δεύτερο αίτημά της και ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλει να αποδώσει στο ενάγον ποσό 185 861,31 ευρώ, πλέον των εισπραχθέντων επί του ποσού αυτού τόκων, ούτε να του καταβάλει τόκους υπερημερίας.

III. Επί της ουσίας

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29      Καταρχάς, η αγωγή καθιστά αναγκαίες ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, τους γενικούς όρους επιλεξιμότητας των δαπανών και το βάρος αποδείξεως.

1.      Επί του εφαρμοστέου δικαίου

30      Το ενάγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ποσό των 179 101,34 ευρώ αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες επικαλούμενο:

–        τα σημεία II.3, II.6, II.19 και II.20 των γενικών όρων·

–        τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα και, συγκεκριμένα, τη λεγόμενη αρχή της «επαγγελματικής κρίσης», η οποία συνεπάγεται για τους ελεγκτές, πρώτον, την υποχρέωση να εξασφαλίζουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τόσο ενοχοποιητικά όσο και απαλλακτικά, δεύτερον, την υποχρέωση να βασίζουν τα πορίσματα του ελέγχου στα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκειά του και, τρίτον, την υποχρέωση να τεκμηριώνουν τα πορίσματα του λογιστικού ελέγχου κατά τρόπο που ένας πεπειραμένος ελεγκτής ο οποίος δεν μετέσχε στον έλεγχο να μπορεί να κατανοήσει τις διαπιστώσεις των ελεγκτών·

–        το καθήκον αμεροληψίας των ελεγκτών και της Επιτροπής·

–        την αρχή της αναλογικότητας.

31      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει καταρχάς να προσδιορισθούν οι διατάξεις και οι αρχές που έχουν πράγματι εφαρμογή επί της υπό κρίση διαφοράς.

1)      Επί των κανονιστικών διατάξεων

32      Από το άρθρο 1 της συμβάσεως Sensation προκύπτει ότι αυτή συνάφθηκε σε εκτέλεση του προγράμματος FP6. Πρέπει, κατά συνέπεια, να ληφθεί υπόψη η απόφαση 1513/2002. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, οι λεπτομερείς όροι της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας διέπονταν, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1).

33      Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ο κανονισμός 2321/2002. Σύμφωνα με το άρθρο του 12, παράγραφος 2, η σύμβαση που η Επιτροπή συνάπτει με τρίτους για την υλοποίηση μιας έμμεσης δράσης, δηλαδή για δραστηριότητες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης οι οποίες διεξάγονται από άλλον φορέα, πλην του Κοινού Κέντρου Ερευνών (ΚΚΕρ), καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των συμμετεχόντων, ιδίως τις ρυθμίσεις για τη χρηματοοικονομική παρακολούθηση της έμμεσης δράσης, την καταβολή της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Ένωσης και τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών.

34      Κατά συνέπεια, οι συμμετέχοντες στην έμμεση δράση οφείλουν να τηρούν τις χρηματοδοτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της συνδρομής, η υποχρέωση δε αυτή καταλέγεται στις ουσιώδεις δεσμεύσεις και αποτελεί προϋπόθεση της χορηγήσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 71).

35      Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2321/2002, οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να είναι «πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση της έμμεσης δράσης».

36      Επιπροσθέτως, το άρθρο 18, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2321/2002 ορίζει τα εξής:

«2. Σύμφωνα με τη σύμβαση, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την επίτευξη των στόχων της έμμεσης δράσης κατά τρόπο ώστε να κατοχυρώνονται τα οικονομικά συμφέροντα της [Ένωσης]. Η Επιτροπή δύναται, εφόσον χρειάζεται για την διασφάλιση αυτών των συμφερόντων, να αναπροσαρμόσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της [Ένωσης] σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του [...] κανονισμού ή των όρων της σύμβασης.

3. Η Επιτροπή [...] έχει δικαίωμα να διενεργεί επιστημονικούς, τεχνολογικούς και χρηματοοικονομικούς ελέγχους στους συμμετέχοντες, προκειμένου να επαληθεύσει ότι η έμμεση δράση υλοποιείται ή έχει υλοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους που έχουν δηλώσει οι συμμετέχοντες και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης.»

37      Τέλος, το άρθρο 20 του κανονισμού 2321/2002 ορίζει ότι «[κ]ατά την εκτέλεση των έμμεσων δράσεων, η Επιτροπή εξασφαλίζει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων [της Ένωσης], διενεργώντας αποτελεσματικούς ελέγχους».

2)      Επί της συμβάσεως Sensation

38      Το άρθρο 12 της κύριας συμφωνίας ορίζει ως εφαρμοστέο το βελγικό δίκαιο και το άρθρο 13 περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

39      Το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων, με τίτλο «Υποχρεώσεις εκτέλεσης», ορίζει τα εξής:

«Κάθε αντισυμβαλλόμενος:

[...]

l)      λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προφύλαξης ώστε να αποφύγει οιοδήποτε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων, λόγω οικονομικών συμφερόντων, πολιτικής ή εθνικής συγγένειας, οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών ή άλλων συμφερόντων ικανών να θέσουν σε κίνδυνο την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου και ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε κατάσταση ικανή να οδηγήσει σε μια τέτοια σύγκρουση συμφερόντων.»

40      Το σημείο II.6 των γενικών όρων, με τίτλο «Υπεργολαβίες», προβλέπει τα εξής:

«1. Οι αντισυμβαλλόμενοι βεβαιώνονται ότι είναι σε θέση να εκτελέσουν τις προς εκτέλεση εργασίες, όπως αυτές προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι. Εντούτοις, όταν είναι απαραίτητο να ανατεθούν με υπεργολαβία ορισμένα στοιχεία των προς εκτέλεση εργασιών, αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο Παράρτημα Ι. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να αναθέτουν με υπεργολαβία σε τρίτους άλλες δευτερεύουσες υπηρεσίες οι οποίες δεν αντιπροσωπεύουν βασικά στοιχεία των εργασιών του έργου και τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι δεν είναι σε θέση να αναλάβουν άμεσα, όταν αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο για την εκτέλεση των εργασιών τους στο πλαίσιο του έργου.

2. Κάθε σύμβαση υπεργολαβίας της οποίας οι δαπάνες πρόκειται να καταλογισθούν ως επιλέξιμες δαπάνες, πρέπει να κατακυρώνεται στην πλέον συμφέρουσα προσφορά (καλύτερη σχέση τιμής-ποιότητας), υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης. Κατά την ανάθεση συμβάσεων υπεργολαβίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες πτυχές:

a)      οι συμβάσεις υπεργολαβίας πρέπει να αφορούν την εκτέλεση περιορισμένου μόνο μέρους του έργου·

b)      η ανάθεση σύμβασης υπεργολαβίας πρέπει να είναι δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της δράσης και των απαιτήσεων υλοποίησής της·

c)      οι υπόψη εργασίες πρέπει να προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι·

[…]»

41      Το σημείο II.19 των γενικών όρων προβλέπει τα εξής:

«[προκειμένου να είναι επιλέξιμες] οι [...] δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της εκτέλεσης του έργου [Sensation] πρέπει να πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου, και

b)      πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του αντισυμβαλλομένου, και

c)      πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου […],

d)      πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει […] Οι λογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος καθώς και να παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης αντιπαραβολής μεταξύ των δαπανών και των εσόδων από την εκτέλεση του έργου και των συνολικών καταστάσεων που αφορούν τη συνολική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου […]»

42      Το σημείο II.20 των γενικών όρων, σχετικά με τις άμεσες δαπάνες, προβλέπει τα εξής:

«1      Άμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19 ανωτέρω, δύναται να προσδιορισθούν από τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το λογιστικό του σύστημα και να καταλογισθούν άμεσα στο έργο.

2      […] Οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο έργο […]»

43      Το σημείο II.21, παράγραφος 1, των γενικών όρων, σχετικά με τις έμμεσες δαπάνες, προβλέπει τα εξής:

«Έμμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19, οι οποίες δεν μπορούν να προσδιοριστούν από τον αντισυμβαλλόμενο ως συνδεόμενες άμεσα με το έργο, αλλά μπορούν να προσδιοριστούν και να δικαιολογηθούν από το λογιστικό του σύστημα ως πραγματοποιηθείσες σε άμεση σχέση με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες που συνδέονται με το έργο.»

44      Το σημείο II.29 των γενικών όρων, με τίτλο «Έλεγχοι και οικονομικοί έλεγχοι», ορίζει τα εξής:

«1. Η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης και έως και πέντε έτη μετά τη λήξη του έργου, να αναθέσει είτε σε εξωτερικούς επιστημονικούς, τεχνικούς ή λογιστικούς ελεγκτές είτε στις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένης της OLAF, τη διενέργεια ελέγχων. Οι έλεγχοι αυτοί δύνανται να καλύπτουν τις επιστημονικές, χρηματοοικονομικές, τεχνολογικές και άλλες πτυχές (όπως οι αρχές λογιστικής και διαχείρισης) που συνδέονται με την ορθή εκτέλεση του έργου και της σύμβασης […].

2. Οι αντισυμβαλλόμενοι θέτουν άμεσα στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα λεπτομερή στοιχεία που η Επιτροπή ενδέχεται να απαιτήσει προκειμένου να επαληθεύσει τη χρηστή διαχείριση και εκτέλεση της σύμβασης.

[…]

4. Για να επιτρέψουν τη διενέργεια αυτών των ελέγχων, οι αντισυμβαλλόμενοι εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής και οι εξουσιοδοτημένοι από την Επιτροπή εξωτερικοί οργανισμοί έχουν, ανά πάσα εύλογη στιγμή, επί τόπου πρόσβαση, ιδίως στα γραφεία των αντισυμβαλλομένων, και σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια των ελέγχων […]»

45      Το σημείο II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων προβλέπει τα εξής:

«Εάν οιοδήποτε ποσό καταβληθεί αχρεωστήτως στον αντισυμβαλλόμενο ή εάν η ανάκτηση είναι δικαιολογημένη βάσει των διατάξεων της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται να επιστρέψει στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό υπό τους όρους και εντός της χρονικής προθεσμίας που καθορίζει η Επιτροπή.»

3)      Επί του βελγικού δικαίου

46      Το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα ορίζει, στο μεν πρώτο εδάφιο, ότι «[ο]ι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων», στο δε δεύτερο ότι «[ο]ι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με αμοιβαία συναίνεση των συμβαλλομένων ή για τους λόγους που επιτρέπει ο νόμος».

47      Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει περαιτέρω ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Το άρθρο 1135 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι «[ο]ι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνον εκ του περιεχομένου τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της». Επομένως, το άρθρο αυτό συνιστά επίσης εκδήλωση της αρχής της εκτελέσεως των συμβάσεων σύμφωνα με την καλή πίστη.

48      Το άρθρο 1156 του βελγικού αστικού κώδικα περιγράφει τον τρόπο εφαρμογής, κατά την ερμηνεία των συμβάσεων, της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως. Προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι πρέπει να αναζητείται στις συμβάσεις «η κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, χωρίς προσήλωση στην κατά γράμμα έννοια των όρων».

4)      Επί των διεθνών ελεγκτικών προτύπων

49      Όσον αφορά τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που επικαλείται το ενάγον και ιδίως την αρχή της «επαγγελματικής κρίσης», διαπιστώνεται ότι το σημείο II.29 των γενικών όρων, σχετικά με τους ελέγχους και τους οικονομικούς ελέγχους, δεν προσδιορίζει τους συγκεκριμένους τεχνικούς όρους υπό τους οποίους οι ορκωτοί ελεγκτές πρέπει να επιτελέσουν το έργο τους (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T‑59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 179). Επιπροσθέτως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το ενάγον, τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα δεν έχουν ως βάση τους τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T‑59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 184).

50      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ελλείψει σχετικής ρητής προβλέψεως στις συμβάσεις, η καλή πίστη επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη να ενεργούν με αντικειμενικότητα (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T‑59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 179).

5)      Επί των αρχών της αμεροληψίας και της αναλογικότητας

51      Όσον αφορά την αρχή της αμεροληψίας, από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αμεροληψία αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα αποκλειστικώς στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών αρμοδιοτήτων τους και όχι όταν η σχέση μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος-ενάγοντος είναι συμβατικής φύσεως (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, EMA κατά Επιτροπής, T‑116/11, EU:T:2013:634, σκέψη 245). Εντούτοις, όπως εκτίθεται στη σκέψη 50 ανωτέρω, η υποχρέωση των συμβαλλομένων να ενεργούν κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο επιβάλλεται στον τομέα των συμβάσεων δυνάμει της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T‑59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 179, και της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψεις 114 έως 117).

52      Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι αυτή συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ και η οποία επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Η αρχή αυτή έχει ως προορισμό να ρυθμίζει όλους τους τρόπους δράσεως της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατικής ή μη συμβατικής φύσεως, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων, η τήρηση της αρχής αυτής εντάσσεται στη γενικότερη υποχρέωση των συμβαλλομένων για καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως. Εξάλλου, δυνάμει του βελγικού δικαίου, που είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση Sensation, η υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων απαγορεύει στον συμβαλλόμενο να ασκεί δικαίωμα με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψεις 73, 88 και 89, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net κατά Επιτροπής, T‑703/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:34, σκέψεις 156 έως 158).

6)      Επί του οδηγού για τα χρηματοοικονομικά ζητήματα που σχετίζονται με τις έμμεσες δράσεις στο πλαίσιο του προγράμματος FP6

53      Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή εξέδωσε έναν οδηγό για τα χρηματοοικονομικά ζητήματα που σχετίζονται με τις έμμεσες δράσεις στο πλαίσιο του προγράμματος FP6 (στο εξής: οδηγός FP6).

54      Συναφώς, μολονότι ο οδηγός FP6 δεν ήταν δεσμευτικός, ενέπιπτε στο πλαίσιο εντός του οποίου είχε συναφθεί η σύμβαση Sensation, δεδομένου ότι αποσκοπούσε στην παροχή, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένων παραδειγμάτων καθώς και προτάσεων σχετικά με τις ορθές χρηματοοικονομικές πρακτικές που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την υλοποίηση των έργων που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος FP6 (πρβλ. απόφαση της 4 Μαΐου 2017, Meta Group κατά Επιτροπής, T‑744/14, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2017:304, σκέψη 177). Βάσει της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, οι ενδείξεις που παρέχει ο οδηγός FP6 έπρεπε, επομένως, να ληφθούν υπόψη. Ωστόσο, από τον οδηγό αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι επιλέξιμες άμεσες δαπάνες είναι δαπάνες που μπορούν να συσχετισθούν άμεσα με το έργο.

2.      Επί των όρων επιλεξιμότητας

55      Όσον αφορά τους όρους επιλεξιμότητας, υπενθυμίζεται, εκ προοιμίου, ότι, σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή που διέπει τις χρηματοδοτικές συνδρομές της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να επιχορηγεί μόνον πραγματικές δαπάνες (αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 94· της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 71, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, T‑768/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:28, σκέψη 134).

56      Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι επιδοτήσεων υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή παραστατικά για τις δαπάνες προκειμένου αυτή να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αν οι πόροι της Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 95, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, ANKO κατά Επιτροπής, T‑771/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:27, σκέψη 64). Η ανάγκη αυτή της Ένωσης να έχει στη διάθεσή της τα στοιχεία που απαιτούνται για την επαλήθευση της χρήσεως των πόρων θεμελιώνεται στην υποχρέωση χρηστής και υγιούς διαχειρίσεως των πόρων της Ένωσης την οποία υπέχει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 317 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, ANKO κατά Επιτροπής, T‑771/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:27, σκέψη 128).

57      Ως εκ τούτου, ο δικαιούχος επιδοτήσεως ή χρηματοδοτικής συνδρομής αποκτά οριστικό δικαίωμα για την είσπραξη της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της επιδοτήσεως ή της χρηματοδοτικής συνδρομής, δεδομένου ότι δεν αρκεί τα ελεγχθέντα έργα και η δράση να έχουν εκτελεστεί ορθώς σε τεχνικό επίπεδο. Πρέπει επίσης ο ενδιαφερόμενος να έχει εκπληρώσει προσηκόντως τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που υπέχει και, ιδίως, η Επιτροπή να είναι σε θέση να εξακριβώσει ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων ήταν πράγματι επιλέξιμες και δικαιολογημένες (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψεις 146 και 152, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net κατά Επιτροπής, T‑703/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:34, σκέψη 115).

3.      Επί του βάρους αποδείξεως

58      Το ενάγον υποστηρίζει ότι προσκόμισε τα σχετικά φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών, καθώς και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που τα επιβεβαιώνουν. Το ενάγον φρονεί, συνεπώς, ότι στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει ότι αυτή δεν υποχρεούται να αποδώσει τις επίδικες δαπάνες και ότι δεν αρκεί αυτή να αμφισβητεί, χωρίς σχετική αιτιολόγηση, την αποδεικτική ισχύ του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν.

59      Συναφώς, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 56 και 57 ανωτέρω, οι δαπάνες που επικαλείται το ενάγον μπορούν να του αποδοθούν μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύει το υποστατό τους με την υποβολή αξιόπιστων πληροφοριών προς εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως των επιδοτήσεων καθώς και ότι αποδεικνύει ότι οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας συνδρομής, δεδομένου ότι επιλέξιμες μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι δεόντως αιτιολογημένες δαπάνες (αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 94, και της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 71).

60      Μόνο στην περίπτωση που το ενάγον παρέχει τέτοιες αποδείξεις, προσκομίζοντας καταστάσεις εξόδων και άλλα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι οι επίδικες δαπάνες έπρεπε να απορριφθούν, δικαιολογώντας την απόρριψη ιδίως βάσει του ότι οι εν λόγω καταστάσεις εξόδων δεν είναι ακριβείς ή αξιόπιστες (διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑165/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1027, σκέψη 72, και απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net κατά Επιτροπής, T‑703/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:34, σκέψη 84).

61      Κατά συνέπεια, οσάκις οι ελεγκτές παρουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία ενδεικτικά του ότι υπάρχει κίνδυνος ο δηλωθείς χρόνος εργασίας να μην πληροί τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, η μη επιλεξιμότητα τεκμαίρεται και εναπόκειται στον αντισυμβαλλόμενο να αποδείξει με λυσιτελή στοιχεία ότι οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας έχουν, αντιθέτως, τηρηθεί (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, ADR Center κατά Επιτροπής, T‑644/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2017:533, σκέψη 106). Μια έκθεση ελέγχου πρέπει, συναφώς, να θεωρείται ως αποδεικτικό στοιχείο το οποίο δικαιολογεί τη μη επιλεξιμότητα δαπανών (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 136, και της 27ης Απριλίου 2016, ANKO κατά Επιτροπής, T‑154/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:246, σκέψη 138), εάν στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία.

62      Στην προκειμένη περίπτωση, οι ελεγκτές παρουσίασαν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι οι δηλωθείσες ώρες εργασίας για τους συγκεκριμένους ερευνητές δεν πληρούσαν τους όρους επιλεξιμότητας που θέτει το σημείο II.19 των γενικών όρων.

63      Συγκεκριμένα, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι, παράλληλα με τη συμμετοχή τους στο έργο Sensation, οι συγκεκριμένοι ερευνητές απασχολούνταν σε άλλα έργα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση, από το Ελληνικό Δημόσιο και από τον ιδιωτικό τομέα, ως αυτοαπασχολούμενοι ή ως εταίροι προσωπικών εταιριών των οποίων η δραστηριότητα βασιζόταν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην εργασία τους. Οι ελεγκτές τόνισαν, επίσης, ότι οι εν λόγω παράλληλες δραστηριότητες ασκούνταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, συγχρόνως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ότι οι ώρες εργασίας που διέθεταν στις παράλληλες αυτές δραστηριότητες μπορεί να συνέπιπταν με εκείνες που διέθεταν στο ΕΚΕΤΑ και ότι οι απολαβές των συγκεκριμένων ερευνητών από τις παράλληλες επαγγελματικές τους δραστηριότητες ήταν σημαντικές. Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ακόμη ότι στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών δεν αναγράφονταν τα πακέτα εργασίας στα οποία φέρονταν να εργάζονται, γεγονός το οποίο επίσης κλόνιζε την αξιοπιστία τους. Τέλος, υπογράμμισαν ότι για ορισμένους από τους εν λόγω ερευνητές υπήρχε κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων λόγω εξαιρετικά στενών σχέσεων με τον υπεύθυνο του έργου, Ε. Μ., ο οποίος θεωρούσε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους.

64      Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειτο στο ενάγον να αποδείξει, με λυσιτελή στοιχεία, ότι οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας είχαν τηρηθεί.

65      Υπό το πρίσμα ακριβώς των κανόνων που υπομνήσθηκαν ανωτέρω πρέπει να εξετασθούν τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά στοιχεία.

2.      Επί της αμφισβητήσεως της απαιτήσεως ύψους 179 101,34 ευρώ της οποίας η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δικαιούχος

66      Λαμβανομένων υπόψη των εισαγωγικών παρατηρήσεων και όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα άμεσων δαπανών προσωπικού, δαπανών υπεργολαβίας και έμμεσων δαπανών την οποία το ενάγον αμφισβητεί, οι αιτιάσεις του ενάγοντος πρέπει να εξετασθούν με την ακόλουθη σειρά:

–        πρώτον, η σχετική με την έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου, δεδομένου ότι αυτή, εάν αποδειχθεί βάσιμη, είναι τέτοιας φύσεως ώστε να επηρεάζει το σύνολο της απαιτήσεως που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα·

–        δεύτερον, η σχετική με τη μη επιλεξιμότητα ορισμένων άμεσων δαπανών προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης της αιτιάσεως του ενάγοντος με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        τρίτον, η σχετική με τη μη επιλεξιμότητα δαπανών υπεργολαβίας και,

–        τέταρτον, η σχετική με τη μη επιλεξιμότητα έμμεσων δαπανών.

1.      Επί της ελλείψεως αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου

67      Το ενάγον υποστηρίζει ότι οι ελεγκτές και η Επιτροπή παρέβησαν το καθήκον τους αμεροληψίας. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι ο υπεύθυνος για τη διεξαγωγή του ελέγχου υπάλληλος δήλωσε, κατά τη διάρκεια αυτού, ότι ήθελε να «καταστρέψει» το EKETA. Η δήλωση αυτή δημιουργεί αμφιβολίες, κατά το ενάγον, ως προς την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του ελέγχου καθώς και του χρεωστικού σημειώματος το οποίο υιοθέτησε τα πορίσματα του ελέγχου.

68      Εντούτοις, ο ισχυρισμός σχετικά με τη δήλωση που αποδίδεται στον οικείο υπάλληλο, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδειχθείς παρά το γεγονός ότι αμφισβητείται από την Επιτροπή, δεν αρκεί αφ’ εαυτού προκειμένου να γίνει δεκτό ότι τα πορίσματα των ελεγκτών, επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή, δεν είναι αντικειμενικά και αμερόληπτα. Τα πορίσματα αυτά είναι το αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας και ερείδονται σε μια σειρά διαπιστώσεων μάλλον παρά σε υποκειμενικές κρίσεις ενός και μόνον υπαλλήλου. Επιπλέον, το ενάγον δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι ο εν λόγω υπάλληλος, ακόμη και αν ήταν ο υπεύθυνος στο πλαίσιο της διοίκησης για τη διεξαγωγή του ελέγχου, ήταν σε θέση να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί των εκτιμήσεων του συνόλου των ελεγκτών και επί της Επιτροπής.

69      Επομένως, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται η έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί των άμεσων δαπανών προσωπικού που κρίθηκαν μη επιλέξιμες

70      Το ενάγον προβάλλει, πρώτον, επιχειρήματα γενικού χαρακτήρα που θέτουν συνολικά υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις των ελεγκτών επί των οποίων στηρίχθηκε το χρεωστικό σημείωμα. Εν συνεχεία, το ενάγον αμφισβητεί τους ειδικότερους λόγους τους οποίους επικαλέστηκε η Επιτροπή ως προς έκαστο των συγκεκριμένων ερευνητών για την απόρριψη της επιλεξιμότητας των δαπανών απασχόλησής τους.

71      Οι δύο αυτές κατηγορίες επιχειρημάτων πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά.

1)      Επί των γενικού περιεχομένου επιχειρημάτων του ενάγοντος

1)      Όσον αφορά τους καθοριστικούς λόγους που δικαιολογούν τη μη επιλεξιμότητα των άμεσων δαπανών των συγκεκριμένων ερευνητών

72      Το ενάγον υποστηρίζει, γενικώς, ότι οι ελεγκτές κακώς ισχυρίστηκαν, πρώτον, ότι το σύστημά του καταγραφής του χρόνου απασχόλησης δεν ήταν αξιόπιστο, δεύτερον, ότι η απασχόληση των συγκεκριμένων ερευνητών δεν ήταν εύλογη, λόγω των παράλληλων δραστηριοτήτων τους, τρίτον, ότι ορισμένοι από αυτούς δεν ήταν διαθέσιμοι για συνεντεύξεις από τους ελεγκτές, τέταρτον, ότι ορισμένα τελούσαν σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων και, πέμπτον, ότι οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία λόγω του τεχνικού χαρακτήρα τους.

73      Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει, ορθώς, ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα στηρίζεται κυρίως σε δύο λόγους, ήτοι, πρώτον, στο γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ερευνητές ασκούσαν παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες με αποτέλεσμα να μην είναι εύλογη η συμμετοχή τους στο έργο Sensation στον δηλωθέντα βαθμό και, δεύτερον, στην πλημμελή εκτέλεση, εκ μέρους του ενάγοντος, των υποχρεώσεών του που απορρέουν από το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο 1, των γενικών όρων όσον αφορά την πρόληψη των κινδύνων συγκρούσεως συμφερόντων. Στην έκθεση ελέγχου, οι λόγοι αυτοί εμφανίζονται στην καταγραφή των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν συστηματικά και στην περίληψη των απαιτούμενων αναπροσαρμογών κατόπιν του ελέγχου και αναλύονται στις ενότητες σχετικά με την εξέταση της κατάστασης εκάστου ενδιαφερομένου.

74      Εξάλλου, η μη τήρηση της υποχρεώσεως υποβολής, κατά τον οικονομικό έλεγχο, αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης προς δικαιολόγηση των δηλωθεισών δαπανών προσωπικού συνιστά επαρκή λόγο απορρίψεως του συνόλου των δαπανών αυτών (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 211 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπροσθέτως, η ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων συνιστά σοβαρή και πρόδηλη παράβαση της απαιτήσεως αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (πρβλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 141) η οποία βαρύνει ιδίως τον υπεύθυνο για την πιστοποίηση των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ερευνητών που απασχολούνται σε έργο χρηματοδοτούμενο από την Ένωση.

75      Οι λοιποί λόγοι που παρατίθενται στην έκθεση ελέγχου είναι δευτερεύοντες και προβάλλονται προς επίρρωση των δύο λόγων που αναφέρονται στη σκέψη 73 ανωτέρω.

76      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εάν ένας από τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η επίδικη απόφαση είναι αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος, είναι τεκμηριωμένος και συνιστά, αυτός καθαυτόν, επαρκές έρεισμα για να στηρίξει την απόφαση αυτή, το γεγονός ότι άλλοι μεταξύ των λόγων αυτών δεν συνιστούν τέτοιο έρεισμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, T‑155/04, EU:T:2006:387, σκέψη 47· της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψεις 211 και 212· της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑437/14, EU:T:2016:577, σκέψη 73, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, ANKO κατά Επιτροπής, T‑771/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:27, σκέψεις 92 έως 96).

77      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα των λόγων με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών και κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων.

2)      Όσον αφορά την έλλειψη αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών

78      Από το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2321/2002, το σημείο ΙΙ.19, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, και το σημείο II.20 των γενικών όρων καθώς και από τον οδηγό FP6 προκύπτει ότι ο τρόπος καταγραφής του χρόνου εργασίας πρέπει να επιτρέπει στην Επιτροπή να επαληθεύσει ότι οι δηλωθείσες δαπάνες αντιπροσωπεύουν πραγματικές επιβαρύνσεις, ανταποκρίνονται στην οικονομική λογική, είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου και μπορούν να καταλογισθούν άμεσα σε αυτό. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει άμεση αντίληψη της εκτελέσεως των εργασιών του ενάγοντος, δεν έχει άλλο μέσο για να ελέγξει την ακρίβεια των δηλωθεισών από αυτό δαπανών προσωπικού πλην των στοιχείων που προκύπτουν, ιδίως, από αξιόπιστα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 210, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T‑216/12, EU:T:2015:746, σκέψεις 81 και 82).

79      Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα των ελεγκτών σύμφωνα με το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των παράλληλων δραστηριοτήτων τους, οι συγκεκριμένοι ερευνητές δεν ήταν εύλογο να απασχολήθηκαν στο έργο Sensation τις ώρες που δήλωσαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους, το ενάγον υποστηρίζει καταρχάς ότι οι συμβάσεις που είχαν συνάψει οι συγκεκριμένοι ερευνητές δεν τους απαγόρευαν να απασχολούνται σε περισσότερα έργα ταυτόχρονα.

80      Το ενάγον υποστηρίζει επίσης ότι το σημείο II.19 των γενικών όρων ουδόλως συνεπαγόταν ότι οι δαπάνες ενός ερευνητή δεν ήταν επιλέξιμες στο σύνολό τους εάν αυτός ασκούσε παράλληλη δραστηριότητα για την οποία ελάμβανε υψηλές αμοιβές ή ήταν εταίρος εταιρίας με υψηλό κύκλο εργασιών ή ακόμη απασχολείτο σε άλλον φορέα πλην του ΕΚΕΤΑ.

81      Επιπλέον, το ενάγον υποστηρίζει ότι προσκόμισε τις συμβάσεις εργασίας, επιστημονικές δημοσιεύσεις σχετιζόμενες με το έργο Sensation, μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, πρακτικά συναντήσεων, εκθέσεις, έγγραφα που αποδεικνύουν τη συμμετοχή σε παραδοτέα στοιχεία του έργου και βιογραφικά σημειώματα, ήτοι ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι κάθε συγκεκριμένος ερευνητής απασχολήθηκε πράγματι.

82      Εντούτοις, μολονότι οι γενικοί όροι ουδέν αναφέρουν όσον αφορά την άσκηση παράλληλων δραστηριοτήτων, με εξαίρεση τη σύγκρουση συμφερόντων, και μολονότι οι συμβάσεις μεταξύ του EKETA και των ερευνητών του δεν απαγόρευαν τη σώρευση ιδιοτήτων, η Ένωση μπορεί να επιχορηγεί μόνον πραγματικές δαπάνες (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2006, Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής, C‑240/03 P, EU:C:2006:44, σκέψεις 69 και 76, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, ANKO κατά Επιτροπής, T‑771/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:27, σκέψη 129). Επομένως, για να είναι δυνατή η απόδοση των δαπανών ενός έργου από την Επιτροπή, πρέπει ιδίως ο αντισυμβαλλόμενος να έχει εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις του, μεταξύ των οποίων τη σχετική με την υποβολή αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, διότι επιλέξιμες είναι μόνον οι δαπάνες για τις ώρες πραγματικής απασχόλησης για το έργο.

83      Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων απαγορεύει στον συμβαλλόμενο να ασκεί δικαίωμα με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από τον συνετό και επιμελή δικαιούχο (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω). Στο βελγικό δίκαιο, το οποίο είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση Sensation, η καλή πίστη συνεπάγεται, εξάλλου, καθήκον πίστεως κατά την παροχή πληροφοριών και μετριοπάθειας όσον αφορά τις απαιτήσεις που προβάλλονται έναντι του αντισυμβαλλομένου βάσει της συμβάσεως, αλλά και την υποχρέωση να αποφεύγεται οποιαδήποτε αύξηση των επιβαρύνσεων που απορρέουν, για τον αντισυμβαλλόμενο, από την εκτέλεση της συμβάσεως.

84      Εν προκειμένω, καίτοι απόκειται στο ενάγον να αποδείξει ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης που δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστα από την Επιτροπή αντανακλούσαν πράγματι τις ώρες πραγματικής απασχόλησης για το έργο Sensation, εντούτοις οι συμβάσεις εργασίας, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, οι εκθέσεις και τα πρακτικά συναντήσεων δεν είναι ικανά να αποδείξουν την αξιοπιστία των εν λόγω φύλλων καταγραφής. Δεν καθιστούν δυνατό, σύμφωνα με τα σημεία II.19 και II.20 των γενικών όρων, τον άμεσο συσχετισμό με τις δηλωθείσες από τους εν λόγω ερευνητές ώρες σύμφωνα με μια εύλογη και αξιόπιστη μέθοδο κατά την έννοια του σημείου 6.1.1 του οδηγού FP6. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά απαιτούσαν μια αξιολόγηση τόσο επίπονη όσο και χρονοβόρα, προκειμένου να γίνει αντιστοίχισή τους με τις ώρες εργασίας.

85      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ελεγκτές, στην έκθεση ελέγχου, αναφέρθηκαν στην αδυναμία τους να εκτιμήσουν τον όγκο της πραγματοποιηθείσας εργασίας από την M. Π. καθώς και από τους Ε. Μ. και A. Τ., όχι μόνο λόγω του μη αξιόπιστου χαρακτήρα των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους, αλλά και λόγω της τεχνικής φύσεως του έργου. Το ενάγον υποστηρίζει, βεβαίως, ότι απέκειτο στην Επιτροπή να προβεί στην περίπτωση αυτή σε συμπληρωματικό τεχνικό έλεγχο ή να κινητοποιήσει, εντός των υπηρεσιών της, το κατάλληλο προσωπικό προκειμένου να συνδράμει τους ελεγκτές στο έργο τους. Ωστόσο, πέραν του ότι από το σημείο II.29 των γενικών όρων προκύπτει ότι ο έλεγχος αυτός συνιστά απλώς μια ευχέρεια, το εν λόγω επιχείρημα του ενάγοντος επιβεβαιώνει τη δυσκολία και την έκταση του έργου το οποίο κατά το ενάγον εναπόκειται στην Επιτροπή.

86      Εξάλλου, το ενάγον δεν παρέχει καμία ένδειξη ως προς τον χρόνο απασχόλησης τον οποίο αντικατοπτρίζει καθένα από τα συμπληρωματικά έγγραφα στα οποία παραπέμπει. Περαιτέρω, το ενάγον δεν παρέχει καμία ένδειξη σχετικά με τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να προσδιορισθεί με τρόπο αξιόπιστο βάσει των εν λόγω εγγράφων ο χρόνος απασχόλησης που αφιερώθηκε στο έργο Sensation από κάθε συγκεκριμένο ερευνητή.

87      Επιπροσθέτως, όπως διαπιστώθηκε στην έκθεση ελέγχου, στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης δεν αναγράφονταν τα πακέτα εργασίας στα οποία οι συγκεκριμένοι ερευνητές είχαν απασχοληθεί σε δεδομένη χρονική στιγμή. Ωστόσο, η αναγραφή του έργου και των πακέτων εργασίας ήταν αναγκαία για τον προσδιορισμό των άμεσων δαπανών, κατά την έννοια του σημείου II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων και θα είχε καταστήσει δυνατό να εξακριβωθεί αν οι δαπάνες που δήλωσε το ενάγον ήταν πραγματικές, όπως επιτάσσει το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο a, των εν λόγω όρων (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, ANKO κατά Επιτροπής, T‑771/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:27, σκέψεις 101 και 102). Η έλλειψη αυτή επέτεινε την αβεβαιότητα όσον αφορά την αντιστοίχιση μεταξύ των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε το ενάγον και των δηλωθεισών ωρών στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης. Κατέστησε δυσχερέστερο τον συσχετισμό μεταξύ της εργασίας που πραγματοποιήθηκε και των εν λόγω φύλλων καταγραφής και, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το ενάγον, έπληξε την αξιοπιστία τους. Επομένως, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει το ενάγον, τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που διαβιβάσθηκαν στους ελεγκτές περιείχαν αναφορά στα πακέτα εργασίας, η έλλειψη μνείας των εν λόγω πακέτων στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης δεν καθιστούσε δυνατό να αποδειχθεί ευχερώς και με βεβαιότητα η αντιστοιχία μεταξύ των μεν και των δε.

88      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η απλή προσκόμιση εγγράφων, όπως οι συμβάσεις, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, οι εκθέσεις και τα πρακτικά συναντήσεων, που αποσκοπούν στη θεραπεία της ελλείψεως αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, αλλά που απαιτούν, όσον αφορά την Επιτροπή, σημαντική επένδυση χρόνου και πόρων, προκειμένου αυτή να επιχειρήσει να τα μετατρέψει σε χρόνο απασχόλησης, συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας με την Επιτροπή και ότι μια τέτοια παράβαση δεν θα είχε διαπραχθεί από έναν αντισυμβαλλόμενο που επιδεικνύει τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια.

89      Όσον αφορά τα βιογραφικά σημειώματα των συγκεκριμένων ερευνητών, τα βιογραφικά αυτά πιστοποιούν τις δεξιότητές τους, αλλά όχι το γεγονός ότι απασχολήθηκαν στο έργο Sensation κατά τις δηλωθείσες ώρες.

90      Το ενάγον προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να συγκρίνει τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών όσον αφορά το έργο Sensation με τα φύλλα καταγραφής που είχε στη διάθεσή της και αφορούσαν άλλα επιδοτούμενα από αυτήν προγράμματα, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ενδεχομένων αντιφάσεων. Το ενάγον φρονεί επίσης ότι δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι δεν προσκόμισε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης ή άλλα στοιχεία που να πιστοποιούν τον χρόνο που οι ενδιαφερόμενοι διέθεσαν στις παράλληλες επαγγελματικές τους δραστηριότητες, στο μέτρο που δεν διέθετε κανένα μέσο για να απαιτήσει να του διαβιβασθούν τα έγγραφα αυτά.

91      Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι ο αντισυμβαλλόμενος που ζητεί την απόδοση δαπανών πρέπει να δικαιολογεί το υποστατό και τη σχέση τους με το εν λόγω έργο. Επιπροσθέτως, στο μέτρο που οι ελεγκτές είχαν αμφισβητήσει την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης με βάση συγκεκριμένα στοιχεία, στο ενάγον απέκειτο να αποδείξει ότι τα εν λόγω φύλλα καταγραφής αντανακλούσαν τις ώρες πραγματικής απασχόλησης για το έργο Sensation, παρά τις παράλληλες δραστηριότητες των συγκεκριμένων ερευνητών (βλ. σκέψεις 59 και 61 ανωτέρω).

92      Επιπλέον, αν και τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης ανέφεραν τα επιδοτούμενα προγράμματα της Ένωσης στα οποία απασχολούνταν οι συγκεκριμένοι ερευνητές, το να απαιτείται, όπως υποστηρίζει το ενάγον, από την Επιτροπή να προβεί σε διασταύρωση των σχετικών φύλλων καταγραφής των συγκεκριμένων ερευνητών, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ενδεχομένων αντιφάσεων, βαίνει, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 82 επ. ανωτέρω, πέραν αυτού το οποίο το ενάγον μπορούσε να προσδοκά από την Επιτροπή.

93      Δεδομένου ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστα βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, στο ενάγον απέκειτο, επομένως, να αποδείξει το ίδιο και υπό μορφή ευλόγως κατανοητή για την Επιτροπή ότι δεν υπήρχε αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των ωρών εργασίας που δηλώθηκαν από τους εν λόγω ερευνητές για το έργο Sensation και της εργασίας τους στο πλαίσιο παράλληλων δραστηριοτήτων. Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι οι ελεγκτές είχαν λάβει κατάλογο των λοιπών εργασιών των συγκεκριμένων ερευνητών δεν αρκούσε, απέκειτο δε στο ενάγον, ως εργοδότη των ενδιαφερομένων, να τους παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά τις παράλληλες δραστηριότητες των ερευνητών αυτών και τον τρόπο κατανομής του χρόνου εργασίας τους μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων τους. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι το σημείο II.29, παράγραφος 2, των γενικών όρων δεν προβλέπει την πρόσβαση των ελεγκτών αποκλειστικώς και μόνο στα πληροφοριακά στοιχεία και στα δεδομένα που αφορούν τη συμφωνία επιχορηγήσεως η οποία αποτελεί αντικείμενο του ελέγχου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, οι ελεγκτές μπορούν να ζητούν πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία και στα δεδομένα τα οποία τους παρέχουν τη δυνατότητα να επαληθεύσουν τη χρηστή διαχείριση και την ορθή εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, πράγμα που συνεπάγεται κατά κανόνα την πρόσβαση σε πληροφοριακά στοιχεία και σε δεδομένα πέραν των σχετικών με την επίμαχη σύμβαση (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, T‑771/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:27, σκέψη 114).

94      Εν πάση περιπτώσει, κατά το ενάγον, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η απασχόληση των συγκεκριμένων ερευνητών σε άλλα έργα, ο χρόνος απασχόλησής τους στο πλαίσιο του έργου Sensation όπως καταγράφεται στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης αυτών ήταν εύλογος.

95      Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2321/2002 και του σημείου II.19, στοιχείο a, των γενικών όρων, οι δαπάνες που μπορούσαν να χρεωθούν για την υλοποίηση του έργου Sensation έπρεπε να είναι πραγματικές, οπότε, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, επιλέξιμες ήταν μόνον οι δαπάνες για τις ώρες πραγματικής απασχολήσεως για το έργο αυτό (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω). Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της λεπτομερέστερης εξέτασης στην οποία θα προβεί το Γενικό Δικαστήριο κατωτέρω υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων του ενάγοντος που αφορούν ειδικώς τις δαπάνες εκάστου συγκεκριμένου ερευνητή, από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβησαν οι ελεγκτές και οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 63 ανωτέρω προκύπτει ότι οι ώρες που αναγράφονται στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ενδιαφερομένων δεν ήταν εύλογες.

96      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα γενικού περιεχομένου επιχειρήματα του ενάγοντος δεν μπορούν να κλονίσουν συνολικώς τη διαπίστωση των ελεγκτών κατά την οποία, λαμβανομένων υπόψη των παράλληλων δραστηριοτήτων τους, οι συγκεκριμένοι ερευνητές δεν ήταν ευλόγως δυνατό να απασχολήθηκαν στο έργο Sensation τις ώρες που δήλωσαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους.

3)      Όσον αφορά την ύπαρξη κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων

97      Στην έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές αναφέρθηκαν στην ύπαρξη συγκρούσεων συμφερόντων και υπερβολικά στενών σχέσεων μεταξύ, αφενός, τριών ερευνητών, ήτοι της Ε. Π. και της Σ. Β. καθώς και του I. T., και, αφετέρου, του υπεύθυνου του έργου, Ε. Μ. Σύμφωνα με τους ελεγκτές, η κατάσταση αυτή δημιουργούσε αμφιβολίες όχι μόνον για την πραγματική απασχόληση των εν λόγων ερευνητών, αλλά και για την αναγκαιότητα και την οικονομική αποδοτικότητα της εμπλοκής τους στο έργο Sensation.

98      Το ενάγον υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν αποτελεί λόγο μη επιλεξιμότητας. Ο κίνδυνος αυτός δεν περιλαμβάνεται στο σημείο II.19 των γενικών όρων που απαριθμεί τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών και το οποίο συνιστά ειδική διάταξη υπερισχύουσα του σημείου II.3 των εν λόγω γενικών όρων, σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων.

99      Επιπλέον, η σύγκρουση συμφερόντων προϋποθέτει, αφενός, την ύπαρξη δεσμών ή κοινών συμφερόντων και, αφετέρου, την επιρροή των δεσμών αυτών στην αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του επίμαχου έργου. Η επιρροή αυτή δεν μπορεί να είναι απλώς ενδεχόμενη ή υποθετική. Ο κίνδυνος που προκαλείται από τους εν λόγω δεσμούς ή τα κοινά συμφέροντα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και διαπιστωμένος. Ως εκ τούτου, κατά το ενάγον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να περιοριστεί στην επίκληση της υπάρξεως τέτοιων δεσμών ή συμφερόντων, χωρίς να αποδείξει ότι αυτοί οι δεσμοί ή αυτά τα συμφέροντα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου Sensation.

100    Από το σημείο II.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων προκύπτει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων προϋποθέτει την ύπαρξη συγκλίσεως οικονομικών συμφερόντων, πολιτικής ή εθνικής συγγένειας, οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών ή άλλων συμφερόντων. Η σύγκλιση αυτή, οι εν λόγω συγγένειες ή οι δεσμοί αυτοί πρέπει, επομένως, να διαπιστώνονται κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως του αντικειμένου της συμβάσεως και της καταστάσεως των ενδιαφερομένων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Βακάκης και Συνεργάτες κατά Επιτροπής, T‑292/15, EU:T:2018:103, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, στο μέτρο που το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων αναφέρεται σε «κίνδυνο» συγκρούσεως συμφερόντων «ικανό» να θέσει σε κίνδυνο την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου, δεν απαιτεί να αποδειχθεί ότι αυτή η σύγκρουση έχει ή είχε, διαπιστωμένα, επηρεάσει την εκτέλεση της συμβάσεως ή τις δαπάνες αυτής.

101    Στην προκειμένη περίπτωση, οι ελεγκτές ανέφεραν, επαρκώς κατά νόμο, ότι ο αδιαφανής χαρακτήρας των παράλληλων δραστηριοτήτων της Ε. Π. και οι στενές σχέσεις της με τον υπεύθυνο του έργου, E. M., ο οποίος ήταν σύζυγός της, δημιουργούσαν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το αν οι ώρες που δηλώθηκαν για το έργο Sensation ήταν πραγματικές. Ομοίως, αφού ανέφεραν ότι η Σ. Β. και ο Ι. Τ. ήταν οι μοναδικοί εταίροι της εταιρίας T. και αναλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι η εταιρία αυτή είχε πραγματοποιήσει το 68,7 % του κύκλου εργασιών της μέσω συμβάσεων υπεργολαβίας που της είχαν ανατεθεί στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από την Ένωση έργων, για την πλειονότητα των οποίων τεχνικός συντονιστής ήταν ο Ε. Μ. Επομένως, η ύπαρξη οικογενειακών ή οικονομικών δεσμών μεταξύ, αφενός, της Ε. Π., της Σ. Β. και του Ι. Τ. και, αφετέρου, του Ε. Μ. αποδείχθηκε και δεν προκύπτει ότι οι δεσμοί αυτοί δεν ήταν ικανοί να επηρεάσουν την εκτέλεση του έργου και τις δαπάνες αυτού.

102    Εξάλλου, από το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων προκύπτει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων συνιστά μια μη φυσιολογική κατάσταση στην οποία οι δαπάνες που πραγματοποιούνται ενδέχεται να μην είναι ούτε πραγματικές, ούτε οικονομικές, ούτε καν, ενδεχομένως, αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου, κατά την έννοια του σημείου II.19, παράγραφος 1, στοιχείο a, των γενικών όρων.

103    Ως εκ τούτου, η μη εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο της συμβατικής υποχρεώσεως την οποία επιβάλλει το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων να λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προφύλαξης ώστε να αποφύγει οιοδήποτε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων που υπέχει. Επομένως, δικαιολογεί την ανάκτηση των δαπανών σύμφωνα, αφενός, με το άρθρο 183 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 2321/2002.

104    Επομένως, τα επιχειρήματα γενικού περιεχομένου που προβάλλει το ενάγον κατά των διαπιστώσεων των ελεγκτών όσον αφορά τον κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσουν.

105    Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της ιδιαίτερης καταστάσεως εκάστου συγκεκριμένου ερευνητή, η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα δικαιολογείται γενικώς από τη διαπίστωση περί του μη αξιόπιστου χαρακτήρα των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ενδιαφερομένων και περί υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί η βασιμότητα των λόγων που η Επιτροπή προβάλλει δευτερευόντως και οι οποίοι στηρίζονται στο ότι το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του ΕΚΕΤΑ δεν ήταν αξιόπιστο αυτό καθεαυτό, στο ότι ορισμένοι ερευνητές δεν ήταν διαθέσιμοι για συνεντεύξεις από τους ελεγκτές και στο ότι οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τα προσκομισθέντα από το ΕΚΕΤΑ αποδεικτικά στοιχεία, λόγω του τεχνικού χαρακτήρα τους.

106    Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, εν συνεχεία, να εξετάσει τα επιχειρήματα που προέβαλε το ενάγον κατά των διαπιστώσεων των ελεγκτών υπό το πρίσμα της ειδικής καταστάσεως εκάστου συγκεκριμένου ερευνητή.

2)      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν ειδικώς την κατάσταση εκάστου συγκεκριμένου ερευνητή

1)      Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση του Ε. Μ.

107    Το ενάγον προβάλλει ότι ο Ε. Μ. απασχολήθηκε 609 ώρες για το έργο Sensation ως υπεύθυνος του έργου, αλλά ότι η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών που τον αφορούσαν, ύψους 21 185,07 ευρώ.

108    Οι ελεγκτές θεώρησαν ότι, λαμβανομένων υπόψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων του Ε. Μ. εκτός EKETA, δεν ήταν εύλογο να έχει απασχοληθεί στο έργο Sensation επί τον δηλωθέντα χρόνο κατά το διάστημα από το 2004 έως το 2010. Συναφώς, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι ο Ε. Μ. είχε λάβει συνολικό ποσό 127 638 ευρώ από άλλους φορείς για τους οποίους επίσης εργαζόταν. Διαπίστωσαν εξάλλου ότι ο Ε. Μ. ήταν επίσης μέτοχος της εταιρίας I. με ποσοστό συμμετοχής 72 %, ότι αυτή είχε ως μέτοχο και την Ε. Π., πρώην σύζυγό του, και ότι η εταιρία αυτή δεν απασχολούσε προσωπικό, οπότε έπρεπε να στηρίζεται στους μετόχους της για την εκτέλεση της εργασίας που της είχε ανατεθεί. Ωστόσο, από το 2004 έως το 2008, η εταιρία Ι. πραγματοποίησε σημαντικό κύκλο εργασιών ο οποίος κυμάνθηκε μεταξύ 111 153 ευρώ το 2006 και 204 186 ευρώ το 2008.

109    Ανεξάρτητα από τα γενικού περιεχομένου επιχειρήματα που εξετάσθηκαν ανωτέρω, το ενάγον υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι ένα έτος περιλαμβάνει 224 εργάσιμες ημέρες, ήταν απόλυτα εύλογη η απασχόληση του Ε. Μ. για τις δηλωθείσες ώρες στο πλαίσιο του έργου Sensation και, ειδικότερα, ότι οι ελεγκτές απέρριψαν ως μη επιλέξιμη τη μισθολογική δαπάνη του Ε. Μ. για το έτος 2005, καίτοι αυτός δεν είχε παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα κατά το έτος αυτό.

110    Εντούτοις, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, οι δαπάνες που καταλογίστηκαν στο έργο Sensation έπρεπε να είναι πραγματικές και, επομένως, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, επιλέξιμες ήταν μόνον οι δαπάνες για τις ώρες πραγματικής απασχόλησης για το έργο αυτό. Το ενάγον, ωστόσο, δεν αμφισβητεί, συνολικώς, ότι ο Ε. Μ. άσκησε παράλληλες δραστηριότητες προς εκείνες που ασκούσε στο πλαίσιο του έργου Sensation.

111    Επιπλέον, η Επιτροπή ήταν σε θέση να αμφισβητήσει το ότι η μισθολογική δαπάνη του Ε. Μ. ήταν πραγματική και αναγκαία, όχι μόνο λόγω των παράλληλων δραστηριοτήτων του, αλλά και διότι είχε υπογράψει ο ίδιος τα δικά του φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης.

112    Πράγματι, η υπογραφή των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης από τον υπεύθυνο του έργου συνιστά μια δικλείδα ασφαλείας για την αξιοπιστία τους και, επομένως, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του τελευταίου. Εν προκειμένω, και αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το ενάγον, η υπογραφή από τον Ε. Μ. των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του υπό τη διπλή ιδιότητά του ως ερευνητή και υπεύθυνου του έργου και η προσυπογραφή τους από τον διευθυντή του ΕΚΕΤΑ δεν συνιστούσαν τέτοια δικλείδα ασφαλείας. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης από τον υπεύθυνο του έργου, του προγράμματος ή της υπηρεσίας, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 4, του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, δεν τηρήθηκε εν προκειμένω. Η υπογραφή από τον ενδιαφερόμενο των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του υπό τη διπλή ιδιότητά του ως ερευνητή και υπεύθυνου του έργου συνιστούσε σύγχυση ρόλων η οποία δεν ευνοούσε την αντικειμενική και αμερόληπτη πιστοποίηση των φύλλων αυτών. Το ενάγον, εξάλλου, παραδέχθηκε εκ των υστέρων ότι ως προς το σημείο αυτό υπήρξε ανωμαλία και ενίσχυσε τις διαδικασίες του εσωτερικού ελέγχου απαλλάσσοντας ιδίως τον Ε. Μ. από τα καθήκοντα του υπεύθυνου του έργου. Όσον αφορά την προσυπογραφή από τον διευθυντή του EKETA, η Επιτροπή ορθώς παρατηρεί ότι αυτή δεν συνιστούσε, ομοίως, δικλείδα ασφαλείας, διότι, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 5, του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του EKETA, ο διευθυντής υπέγραφε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης μόνο «για τελικό έλεγχο και για επιβεβαίωση του επιμερισμού στα ερευνητικά προγράμματα του συμβατικού χρόνου εργασίας». Επιπροσθέτως, από τις ανταλλαγές επιχειρημάτων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι το ΕΚΕΤΑ απασχολούσε περίπου 500 ερευνητές, οπότε δεν προκύπτει ότι ο διευθυντής του ήταν σε θέση να πιστοποιήσει, με πλήρη γνώση των πραγμάτων, την εργασία που παρέσχε έκαστος εξ αυτών. Το ενάγον δεν παρέσχε συναφώς καμία διευκρίνιση.

113    Υπό τις συνθήκες αυτές, και ειδικά εντός ενός φορέα τόσο σημαντικού όσο το ΕΚΕΤΑ, το γεγονός ότι ο Ε. Μ. υπέγραψε τα δικά του φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και ότι αυτά δεν πιστοποιήθηκαν από αντικειμενικό και αμερόληπτο πρόσωπο το οποίο να ενεργεί με πλήρη γνώση των πραγμάτων αρκεί για να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το αν οι δαπάνες ήταν πραγματικές και το αν τα εν λόγω φύλλα καταγραφής ήταν αξιόπιστα.

114    Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι ήταν σε θέση να αμφισβητήσει το ότι η μισθολογική δαπάνη του Ε. Μ. ήταν πραγματική και αναγκαία διότι το ενάγον δεν τήρησε την υποχρέωση που υπείχε να αποφύγει οιοδήποτε κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων σύμφωνα με το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων.

115    Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι ο Ε. Μ. διέθετε ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των ερευνητών που απασχολούνταν στο έργο Sensation. Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι η Ε. Π., που εργάσθηκε ως ερευνήτρια στο πλαίσιο αυτού του έργου και της οποίας τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης υπογράφονταν από τον Ε. Μ., ήταν η πρώην σύζυγός του και συνεταίρος του στην εταιρία I.

116    Η Επιτροπή παρατήρησε επίσης ότι, στο πλαίσιο πάντοτε του έργου Sensation, ο Ε. Μ. είχε αναθέσει στην εταιρία ID. υπεργολαβία υπό περιστάσεις που ενείχαν επίσης κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων (βλ. σκέψεις 175 έως 186 κατωτέρω).

117    Η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στις επαγγελματικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ, αφενός, του Ε. Μ., και, αφετέρου, δύο άλλων ερευνητών, ήτοι του Α. Α. καθώς και της Χ. Β., στο μέτρο που ο Α. A. ήταν επίσης ο συνεταίρος του Ε. Μ. στην εταιρία I. και η Χ. Β., σύζυγος του Α. A., ήταν συνεταίρος της Ε. Π. στην εταιρία E.

118    Τέλος, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω, η Σ. Β. και ο Ι. Τ., δύο άλλοι από τους συγκεκριμένους ερευνητές, ήταν οι μοναδικοί εταίροι της εταιρίας T. και αναλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της, μεγάλο δε μέρος του κύκλου εργασιών της είχε πραγματοποιηθεί χάρη σε συμβάσεις υπεργολαβίας που της είχαν ανατεθεί στο πλαίσιο έργων συγχρηματοδοτούμενων από την Ένωση των οποίων τεχνικός συντονιστής ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις ο Ε. Μ.

119    Ασφαλώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ενάγον ανέφερε ότι δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί υπεύθυνο για τον φερόμενο κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων, διότι δεν μπορούσε να έχει γνώση αυτού. Ωστόσο, σε αυτό ακριβώς απέκειτο να λάβει όλα τα προληπτικά μέτρα στο πλαίσιο αυτό.

120    Επίσης ασφαλώς, το ενάγον παρατηρεί ότι ο Α. Α. και η Χ. Β. δεν απασχολήθηκαν στο έργο Sensation, αλλά απασχολήθηκαν, ο πρώτος, στο έργο με την ονομασία Cater και, η δεύτερη, στο έργο Ask–it. Το ενάγον παρατηρεί συναφώς ότι, με την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63, σκέψη 122), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι καμία διάταξη της επίμαχης στην υπόθεση αυτή συμβάσεως δεν προέβλεπε τη δυνατότητα της Επιτροπής να απορρίψει τις δηλωθείσες από την ενάγουσα δαπάνες λόγω υπονοιών που έχουν ανακύψει από τα πορίσματα οικονομικού ελέγχου που διενεργήθηκε σε σχέση με την εκτέλεση άλλων συμβάσεων.

121    Εντούτοις, ο Ε. Μ. ήταν ο τεχνικός υπεύθυνος των έργων Cater και Ask–it και η αναφορά στις σχέσεις του με τον Α. Α. και την Χ. Β. επιρρωννύει, εν προκειμένω, τις διαπιστώσεις που έγιναν στο πλαίσιο του έργου Sensation. Συγκεκριμένα, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα, αλλά εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2016, Hamcho και Hamcho International κατά Συμβουλίου, T‑153/15, EU:T:2016:630, σκέψη 96, και της 20ής Ιουλίου 2017, Badica και Kardiam κατά Συμβουλίου, T‑619/15, EU:T:2017:532, σκέψη 99). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, έχει συνταχθεί η ίδια έκθεση ελέγχου σχετικά με την εκτέλεση όλων αυτών των έργων.

122    Στο πλαίσιο αυτό, η έλλειψη σύνεσης που επέδειξε ο Ε. Μ. έβλαψε την αξιοπιστία των δικών του φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και οδήγησε στην απόρριψη των δαπανών που τον αφορούσαν.

123    Το ενάγον υποστηρίζει, τέλος, ότι παρέσχε στοιχεία ικανά να αποδείξουν τη συμμετοχή του Ε. Μ. στο έργο Sensation, ήτοι τις συμβάσεις εργασίας του, επιστημονικές δημοσιεύσεις, μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, πρακτικά συναντήσεων, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με μετακινήσεις και το βιογραφικό του σημείωμα. Υποστηρίζει ότι η συμμετοχή του ενδιαφερομένου στο έργο ήταν προφανής, διότι ήταν ο υπεύθυνος αυτού.

124    Ωστόσο, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 57, 78, 82 και 95 ανωτέρω, προκειμένου η Επιτροπή να προβεί στην απόδοση των δαπανών του αντισυμβαλλομένου, αυτός πρέπει να έχει εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις που υπέχει, δεδομένου ότι επιλέξιμες είναι μόνον οι δαπάνες για τις ώρες πραγματικής απασχόλησης. Ωστόσο, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 84 έως 89 ανωτέρω, τα συμπληρωματικά έγγραφα που προσκόμισε το ενάγον, έστω και αν μαρτυρούν τη συμμετοχή του Ε. Μ. στο έργο Sensation, δεν είναι ικανά να αποδείξουν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, δεδομένου ότι η αξιοπιστία αυτή παρίσταται αμφίβολη για τους προαναφερθέντες λόγους και δεδομένου ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν καθιστούν δυνατή, σύμφωνα με τα σημεία II.19 και II.20 των γενικών όρων, την άμεση αντιστοίχιση με τις δηλωθείσες ώρες.

125    Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το ενάγον αμφισβητεί την αιτίαση την οποία οι ελεγκτές στήριξαν στο γεγονός ότι στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του Ε. Μ. δεν αναγράφονταν τα πακέτα εργασίας, υποστηρίζοντας ότι αυτός εργαζόταν ως υπεύθυνος έργου για το σύνολο του έργου Sensation. Ωστόσο, αυτή η μη αναφορά κατέστησε δυσχερέστερο για τους ελεγκτές, και εν συνεχεία για την Επιτροπή, τον συσχετισμό μεταξύ των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και των ωρών πραγματικής απασχόλησης που διέθεσε ο ενδιαφερόμενος λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προκύπτουν από τα συμπληρωματικά έγγραφα μνεία των οποίων γίνεται στη σκέψη 123 ανωτέρω.

126    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα του ενάγοντος δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη μη επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών όσον αφορά τον Ε. Μ.

2)      Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση της Ε. Π.

127    Το ενάγον υποστηρίζει ότι η Ε. Π. απασχολήθηκε 560 ώρες στο έργο Sensation και ότι η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών που την αφορούσαν.

128    Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι η Ε. Π. ήταν μία από τους εταίρους στις εταιρίες I. και E., οι οποίες δεν απασχολούσαν προσωπικό και οι οποίες, επομένως, βασίζονταν στους εταίρους τους για την εκτέλεση των εργασιών που τους είχαν ανατεθεί. Επίσης, παρατήρησαν ότι οι δύο αυτές εταιρίες είχαν κύκλο εργασιών που κυμαινόταν, για την πρώτη, μεταξύ 111 153 ευρώ το 2006 και 204 186 ευρώ το 2008 και, για τη δεύτερη, μεταξύ 86 643 ευρώ το 2004 και 56 660 ευρώ το 2008. Οι ελεγκτές επισήμαναν, επιπλέον, ότι το μεγαλύτερο μέρος των ως άνω κύκλων εργασιών προερχόταν από συμβάσεις υπεργολαβίας που είχαν ανατεθεί στις εταιρίες αυτές στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από την Ένωση έργων, στα οποία το ενάγον ήταν είτε συντονιστής είτε μέλος της κοινοπραξίας που είχε αναλάβει τα εν λόγω έργα. Οι ελεγκτές έλαβαν, εξάλλου, υπόψη το γεγονός ότι η Ε. Π. ήταν η πρώην σύζυγος του Ε. Μ. και η συνεταίρος στην εταιρία I. του Ε. Μ., υπεύθυνου του έργου Sensation, ο οποίος υπέγραφε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής της. Τέλος, οι ελεγκτές έκριναν ότι το ενάγον δεν είχε αναφέρει τον λόγο για τον οποίο ανέθετε καθήκοντα σε εταιρίες στις οποίες η Ε.Π ήταν μέτοχος, ενώ την απασχολούσε για αντίστοιχα καθήκοντα.

129    Ανεξαρτήτως των επιχειρημάτων γενικού περιεχομένου τα οποία εξετάσθηκαν ανωτέρω, το ενάγον υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η Ε. Π. ήταν η πρώην σύζυγος του Ε. Μ. ουδόλως αποδεικνύει την ύπαρξη κατάστασης συγκρούσεως συμφερόντων. Τούτο δεν αποδεικνύεται κατά μείζονα λόγο διότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Ε. Π. προσυπογράφονταν από τον Διευθυντή του ΕΚΕΤΑ και διότι το ΕΚΕΤΑ δεν ανέθεσε κανένα καθήκον, κατά την εκτέλεση του έργου Sensation, στις εταιρίες στις οποίες αυτή ήταν εταίρος.

130    Ωστόσο, στη σκέψη 100 ανωτέρω εκτέθηκε ότι το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων επέβαλλε την εκτίμηση των συγκρούσεων συμφερόντων από την άποψη της τυχόν υπάρξεως κινδύνου και ότι δεν απαιτούσε οι συγγένειες ή δεσμοί, αδιαμφισβήτητοι εν προκειμένω, να επηρεάζουν, διαπιστωμένα, την εκτέλεση του έργου.

131    Επιπλέον, στη σκέψη 112 ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι η προσυπογραφή του διευθυντή του ΕΚΕΤΑ δινόταν μόνο για τελικό έλεγχο και προς επιβεβαίωση του επιμερισμού στα ερευνητικά προγράμματα του συμβατικού χρόνου εργασίας και ότι δεν προέκυπτε ότι ο εν λόγω διευθυντής ήταν σε θέση να πιστοποιήσει, με πλήρη γνώση των πραγμάτων, την εργασία που παρέσχε έκαστος των ερευνητών.

132    Το ενάγον αμφισβητεί επίσης το ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς της ως μετόχου των εταιριών I. και E., η Ε. Π. δεν ήταν εύλογο να έχει απασχοληθεί στο έργο Sensation επί τόσο χρόνο όσο είχε δηλώσει. Το ενάγον εκθέτει συναφώς ότι η Ε. Π. απασχολήθηκε στο έργο κατά τη διάρκεια μόλις τεσσάρων μηνών το 2005.

133    Εντούτοις, οι δαπάνες που μπορούσαν να χρεωθούν για την υλοποίηση του έργου Sensation έπρεπε να είναι πραγματικές, οπότε, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, επιλέξιμες ήταν μόνον οι δαπάνες για ώρες πραγματικής απασχολήσεως για το έργο αυτό (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω). Επιπλέον, ο περιορισμένος χαρακτήρας της εργασίας που η Ε. Π. δήλωσε ότι παρέσχε για το έργο Sensation ουδόλως αναιρεί το ότι οι περιστάσεις συνολικά ενείχαν τον κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων που περιγράφεται στην έκθεση ελέγχου. Κατά τα λοιπά, το 2005, ήτοι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Ε. Π. απασχολήθηκε για ένα τρίτο του έτους με ωράριο πλήρους απασχόλησης στο έργο Sensation, οι δύο εταιρίες στις οποίες αυτή ήταν μέτοχος και για τις οποίες εργαζόταν πραγματοποίησαν κύκλο εργασιών 116 519 ευρώ και 85 000 ευρώ.

134    Το ενάγον υποστηρίζει, τέλος, ότι η συμμετοχή της Ε. Π. στο έργο Sensation αποδεικνύεται από διάφορα στοιχεία, όπως η σύμβαση εργασίας της, μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, επιστημονικές δημοσιεύσεις σχετικές με το έργο αυτό, η συμμετοχή της στη σύνταξη του παραδοτέου D 1.7.1 και σημειώματα για δαπάνες. Επιπλέον, το βιογραφικό της σημείωμα αποδεικνύει ότι ήταν σε θέση να αναλάβει τα καθήκοντα που της ανατέθηκαν.

135    Εντούτοις, για τους λόγους που μνημονεύονται στη σκέψη 124 ανωτέρω, τα συμπληρωματικά έγγραφα που προσκόμισε το ενάγον, ακόμη και αν μαρτυρούν τη συμμετοχή της Ε. Π. στο έργο Sensation, δεν είναι ικανά να αποδείξουν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής της και δεν καθιστούν δυνατή την άμεση αντιστοίχιση με τις δηλωθείσες από αυτή ώρες.

136    Επομένως, τα επιχειρήματα του ενάγοντος δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη μη επιλεξιμότητα της μισθολογικής δαπάνης της Ε. Π.

3)      Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση του A.T.

137    Το ενάγον υποστηρίζει ότι ο Α. Τ. απασχολήθηκε 3 638 ώρες στο έργο Sensation και ότι η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών που τον αφορούσαν.

138    Οι ελεγκτές υπογράμμισαν, μεταξύ άλλων, συναφώς ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του Α. Τ. είχαν υπογραφεί από τον Ε. Μ. Το ενάγον αμφισβητεί την αιτίαση αυτή για τον λόγο ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του Α. Τ. θεωρούνταν και από τον διευθυντή του EKETA, η δε Επιτροπή ουδόλως διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο η θεώρηση των εν λόγω φύλλων καταγραφής και από τον Ε. Μ. κλόνιζε την αξιοπιστία τους.

139    Εν προκειμένω, ελλείψει καταστάσεως ενέχουσας κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων, το γεγονός ότι ο Ε. Μ. υπέγραψε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του A.T. δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που αφορούσαν τον τελευταίο. Πράγματι, το γεγονός ότι οι ελεγκτές κατέληξαν στο συμπέρασμα περί μη επιλεξιμότητας των δαπανών μόνον 6 από τους 26 ερευνητές που απασχολήθηκαν στο έργο Sensation, αν και τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης όλων αυτών είχαν υπογραφεί από τον Ε. Μ., σημαίνει ότι απλώς και μόνον η υπογραφή των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης από τον τελευταίο δεν συνιστούσε επαρκή λόγο για να συναχθεί η μη επιλεξιμότητα των δαπανών.

140    Εντούτοις, οι ελεγκτές διαπίστωσαν επίσης ότι, παράλληλα με την απασχόλησή του στο έργο Sensation στη Θεσσαλονίκη, ο A.Τ. είχε εργασθεί για το Institute of Communication and Computer Systems (στο εξής: ICCS) στην Αθήνα σε σχέση με το έργο Prevent από το 2005 έως το 2008 και είχε λάβει 34 170 ευρώ για τον λόγο αυτό. Επιπροσθέτως, ο έλεγχος που διενεργήθηκε στο ICCS σχετικά, μεταξύ άλλων, με την υλοποίηση των έργων Sensation και Prevent κατέδειξε ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του Α. Τ. όσον αφορά τα δύο αυτά έργα δεν συμβιβάζονταν με ημερήσιο χρόνο απασχόλησης 7 ωρών και 30 λεπτών στο EKETA.

141    Το ενάγον υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις αυτές δεν μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του A.T. στο πλαίσιο του έργου Sensation. Εντούτοις, είναι πειστικές. Συναφώς, το επιχείρημα του ενάγοντος ότι η αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των ωρών εργασίας συνεπάγεται ότι μόνον τα φύλλα καταγραφής του ICCS στερούνται αξιοπιστίας αποτελεί απλή εικασία. Ομοίως, το ενάγον δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι του ήταν αδύνατο να απαιτήσει από τους ερευνητές του να του χορηγήσουν στοιχεία σχετικά με την απασχόλησή τους σε άλλους φορείς. Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, με έγγραφο της 24ης Μαΐου 2011, δηλαδή μετά την υλοποίηση του έργου Sensation, το ενάγον ενημέρωσε την Επιτροπή ότι το διοικητικό του συμβούλιο είχε αποφασίσει να ενισχύσει τους κανόνες για τη δημιουργία πλαισίου αναφορικά με τις εξωτερικές επαγγελματικές δραστηριότητες του προσωπικού του. Ουδέποτε το ενάγον ισχυρίστηκε ότι του ήταν αδύνατο να λάβει ένα τέτοιο μέτρο νωρίτερα.

142    Όπως επισημαίνει το ενάγον, οι ελεγκτές δέχθηκαν, πάντως, ότι ο A.Τ. δεν είχε ασκήσει παράλληλη δραστηριότητα το 2004. Οι ελεγκτές διαπίστωσαν, ωστόσο, ότι στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του δεν αναγράφονταν το έργο και τα πακέτα εργασίας στα οποία αυτός εργαζόταν, αλλά καταγραφόταν γενικά ο χρόνος παρουσίας του στις εγκαταστάσεις του ενάγοντος. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσει, για το έτος 2004, το συμπέρασμα ότι η εν λόγω έλλειψη δεν παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστωθεί πώς κατανέμονταν οι ώρες εργασίας του ενδιαφερομένου στα έργα στα οποία αυτός συμμετείχε, δεδομένου ακριβώς ότι η απασχόλησή του στο έργο Sensation δεν ασκούνταν σωρευτικά με άλλη δραστηριότητα.

143    Ελλείψει στοιχείων περί του αντιθέτου, η αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του A.T. για το έτος 2004 δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Επομένως, κακώς η Επιτροπή απέρριψε ως μη επιλέξιμη τη μισθολογική δαπάνη του A.T., ύψους 19 522,57 ευρώ, σχετικά με τις δηλωθείσες 1 398 ώρες εργασίας κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους.

144    Όσον αφορά την απασχόληση του A.Τ. μεταξύ 2005 και 2008 σωρευτικά με άλλες δραστηριότητες, το ενάγον δεν μπορεί, για τους λόγους που μνημονεύονται στη σκέψη 124 ανωτέρω, να ισχυρίζεται ότι η απασχόληση αυτή επιβεβαιώνεται από διάφορα στοιχεία, όπως η σύμβασή του ανάθεσης έργου, ένορκη βεβαίωσή του, φωτογραφίες, σημειώματα δαπανών και το βιογραφικό του σημείωμα.

145    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ως μη επιλέξιμες τις δαπάνες του Α. Τ. για το έτος 2004, κατά το ποσό των 19 522,57 ευρώ.

4)      Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση της Μ. Π.

146    Το ενάγον ισχυρίζεται ότι η Μ. Π. απασχολήθηκε 1 525,5 ώρες στο έργο Sensation, αλλά ότι η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών που την αφορούσαν.

147    Οι ελεγκτές δικαιολογούν την απόρριψη των δαπανών αυτών με βάση τον λόγο ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχαν το ενάγον και η Μ. Π., παράλληλα με την πλήρη απασχόλησή της στο ΕΚΕΤΑ, αυτή παρείχε τις υπηρεσίες της και σε άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς και έλαβε από τις παράλληλες επαγγελματικές της δραστηριότητες, κατά τη διάρκεια των ετών 2004 έως 2010, ποσό 166 882 ευρώ. Οι ελεγκτές παρατήρησαν, επίσης, ότι το ωράριο εργασίας ενός από τους εν λόγω φορείς, ήτοι του ICCS, συνέπιπτε εν μέρει με εκείνο του EKETA και ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Μ. Π. υπογράφονταν από τον Ε. Μ.

148    Ανεξαρτήτως των γενικού περιεχομένου επιχειρημάτων του που εξετάσθηκαν ανωτέρω, το ενάγον εκθέτει ότι η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε τον ισχυρισμό της περί αλληλεπικαλυπτόμενης απασχόλησης της Μ. Π. στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων, παρότι επρόκειτο για έργα χρηματοδοτούμενα από την Επιτροπή και παρότι αυτή είχε στη διάθεσή της το σύνολο των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης προκειμένου να αποδείξει την αιτίασή της.

149    Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Ο όγκος των παράλληλων δραστηριοτήτων της Μ. Π. επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις του ίδιου του ενάγοντος και της ενδιαφερομένης. Επιπλέον, όπως διαπίστωσαν οι ελεγκτές, το 40 % των αποδοχών της Μ. Π. προερχόταν από τις παράλληλες δραστηριότητές της οι οποίες αφορούσαν έργα της Ένωσης. Όσον αφορά την εν μέρει σύμπτωση των ωραρίων εργασίας, αυτή προκύπτει όχι μόνον από τη σημαντική σώρευση καθηκόντων της ενδιαφερομένης, αλλά και από τις διαπιστώσεις των ελεγκτών όσον αφορά το ICCS.

150    Η Επιτροπή συνήγαγε από τις παράλληλες δραστηριότητες της Μ. Π. ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής της δεν ήταν αξιόπιστα, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι οι δηλώσεις χρόνου εργασίας της ενδιαφερομένης χαρακτηρίζονται από προχειρότητα ως προς την τήρησή τους, δεδομένου ότι αυτή δήλωσε ότι τις υπέγραφε μόνον εφόσον τούτο της εζητείτο.

151    Το ενάγον υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η συμμετοχή της Μ. Π. στο έργο Sensation αποδεικνύεται από διάφορα στοιχεία, όπως η σύμβασή της αναθέσεως έργου, εσωτερικά έγγραφα, πρακτικά συναντήσεων, σημειώματα για δαπάνες και το παραδοτέο D 4.6.2. Επιπλέον, το βιογραφικό της σημείωμα αποδεικνύει ότι ήταν σε θέση να αναλάβει τα συγκεκριμένα καθήκοντα.

152    Εντούτοις, για τους λόγους που μνημονεύονται στη σκέψη 124 ανωτέρω, τα συμπληρωματικά έγγραφα που προσκόμισε το ενάγον, ακόμη και αν μαρτυρούν τη συμμετοχή της Μ. Π. στο έργο Sensation, δεν είναι ικανά να αποδείξουν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής της και δεν καθιστούν δυνατή την άμεση αντιστοίχιση με τις δηλωθείσες από αυτή ώρες. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της ενδιαφερομένης δεν αναγράφονταν τα πακέτα εργασίας στα οποία αυτή είχε απασχοληθεί σε δεδομένη χρονική στιγμή.

153    Επομένως, τα επιχειρήματα του ενάγοντος δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη μη επιλεξιμότητα της μισθολογικής δαπάνης της Μ. Π.

5)      Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση της Σ. Β. και του Ι. Τ.

154    Το ενάγον ισχυρίζεται ότι η Σ. Β. και ο Ι. Τ. απασχολήθηκαν έκαστος 200 ώρες το 2005 στο έργο Sensation και ότι ο Ι. Τ. απασχολήθηκε 1 100 ώρες σε αυτό το 2006, αλλά ότι η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών σχετικά με τις εν λόγω παροχές.

155    Οι ελεγκτές δικαιολόγησαν την απόρριψη της μισθολογικής δαπάνης της Σ. Β. και του I.T. για τον λόγο ότι εργάζονταν συγχρόνως ως εκπαιδευτές οδήγησης και ότι απασχολούνταν και σε άλλα έργα της Ένωσης για λογαριασμό της εταιρίας T., της οποίας ήταν οι μοναδικοί μέτοχοι. Συγκεκριμένα, ποσοστό 68,7 % του κύκλου εργασιών της T. προερχόταν από συμβάσεις υπεργολαβίας που της είχαν ανατεθεί στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από την Ένωση έργων για την πλειονότητα των οποίων υπεύθυνος ήταν ο Ε. Μ. Κατά τους ελεγκτές, αυτό το πλαίσιο στενών σχέσεων με τον Ε. Μ. ήγειρε ερωτήματα όσον αφορά την ύπαρξη κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων που κλόνιζε την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης τα οποία αυτός υπέγραφε, τούτο δε παρά το γεγονός ότι δεν είχε ανατεθεί στην εταιρία T. καμία υπεργολαβία στο πλαίσιο του έργου Sensation.

156    Οι ελεγκτές παρατήρησαν, επίσης, ότι στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ενδιαφερομένων αναγραφόταν καθημερινά ο ίδιος αριθμός ωρών απασχόλησης και ότι, μεταξύ 2005 και 2009, περιόδου κατά την οποία η Σ. Β. και ο Ι. Τ. συμμετείχαν σε διάφορα έργα, αυτοί κατέγραφαν ακριβώς τις ίδιες ώρες απασχόλησης. Επιπλέον, στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Σ. Β. δεν αναγραφόταν ούτε το όνομα του έργου ούτε το πακέτο εργασίας στα οποία αντιστοιχούσαν οι δηλωθείσες ώρες.

157    Τέλος, οι ελεγκτές θεώρησαν ότι η έκταση των δραστηριοτήτων της εταιρίας T., ιδίως το 2005 και το 2006, ήταν τέτοια που απαιτούσε πλήρη αφοσίωση των ενδιαφερομένων, ασυμβίβαστη με τη δηλωθείσα απασχόληση στο πλαίσιο του έργου Sensation.

158    Όπως υποστηρίζει το ενάγον, από τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Σ. Β. και του Ι. Τ. προκύπτει, ωστόσο, ότι, σε αντίθεση με όσα αναγράφονται στην έκθεση ελέγχου, αυτοί δεν καταχωρούσαν, καθημερινά και συστηματικά, το 2005, τον ίδιο αριθμό ωρών απασχόλησης. Ομοίως, το ενάγον ορθώς υποστηρίζει ότι η ακρίβεια του χρόνου απασχόλησης που καταγραφόταν σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι αντιστοιχούσε στην ακριβή χρονική διάρκεια των πειραμάτων που ελάμβαναν χώρα με το ειδικώς διαμορφωμένο αυτοκίνητο του ΕΚΕΤΑ.

159    Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι οι ελεγκτές ορθώς επισήμαναν ότι, παράλληλα με το έργο Sensation, η Σ. Β. και ο Ι. Τ. εργάζονταν επίσης για την εταιρία T. και ότι αυτή είχε σημαντική δραστηριότητα. Επιπλέον, το 2005 και 2006, κατά το χρονικό διάστημα της συμμετοχής τους στο έργο Sensation, η Σ. Β. και ο Ι. Τ. συνεργάζονταν επίσης σε δύο άλλα έργα, τα έργα Prevent και Aide, των οποίων υπεύθυνος ήταν ο Ε. Μ.

160    Επιπροσθέτως, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει το ενάγον, δεν είχε ανατεθεί στην εταιρία T., της οποίας η Σ. Β. και ο Ι. Τ. ήταν εταίροι, σύμβαση υπεργολαβίας στο πλαίσιο του έργου Sensation, το ποσοστό του κύκλου εργασιών που η εταιρία αυτή πραγματοποιούσε χάρη σε τέτοιες συμβάσεις στο πλαίσιο άλλων έργων των οποίων υπεύθυνος ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο Ε. Μ. ήταν ικανό να αποδείξει την ύπαρξη κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Σ. Β. και του Ι. Τ., τα οποία υπογράφονταν ακριβώς από τον Ε. Μ., μπορούσαν να θεωρηθούν ως μη αξιόπιστα.

161    Το ενάγον υποστηρίζει, σε κάθε περίπτωση, ότι οι ώρες απασχόλησης της Σ. Β. και του Ι. Τ. πιστοποιούνται από τις συμβάσεις τους αναθέσεως έργου, από το παραδοτέο D 1.7.1, καθώς και από φωτογραφίες.

162    Εντούτοις, για τους λόγους που μνημονεύονται στη σκέψη 124 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά δεν είναι ικανά να αποδείξουν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Σ. Β. και του Ι. Τ. και δεν καθιστούν δυνατή την άμεση αντιστοίχιση με τις δηλωθείσες από αυτούς ώρες, έστω και αν μαρτυρούν τη συμμετοχή τους στο έργο Sensation.

163    Επομένως, τα επιχειρήματα του ενάγοντος δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη μη επιλεξιμότητα της μισθολογικής δαπάνης της Σ. Β. και του Ι. Τ.

3)      Επί του δυσανάλογου χαρακτήρα της απαιτήσεως που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα όσον αφορά τις άμεσες δαπάνες προσωπικού

164    Με ένα επιχείρημα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι προβάλλεται επικουρικώς, το ενάγον υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένες δαπάνες δεν ήταν επιλέξιμες ως προς κάποιον από τους συγκεκριμένους ερευνητές, πάντως, απορρίπτοντας το σύνολο των σχετικών δαπανών, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

165    Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 143, η Επιτροπή δεν έπρεπε να απορρίψει ως μη επιλέξιμο ποσό 19 522,57 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δαπάνες προσωπικού του A.T. για το έτος 2004. Επομένως, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των λοιπών δαπανών προσωπικού που απορρίφθηκαν ως μη επιλέξιμες.

166    Συναφώς, παρατηρείται ότι οι λοιπές αυτές δαπάνες αφορούν μόνον 6 από 26 ερευνητές, ότι αντιστοιχούν σε ποσό 62 386,03 ευρώ, ήτοι στη διαφορά μεταξύ του ποσού των 81 908,60 ευρώ και του ποσού 19 522,57 ευρώ, επί συνόλου 476 883,84 ευρώ. Επιπλέον και κατ’ ουσίαν, οι δαπάνες αυτές απορρίφθηκαν λόγω, αφενός, παραβάσεως της υποχρεώσεως προσκομίσεως αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και, αφετέρου, υπό το πρίσμα των κινδύνων συγκρούσεως συμφερόντων, ήτοι λόγω ουσιωδών παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεων του ΕΚΕΤΑ.

167    Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ενάγον δεν αναπτύσσει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεώς του περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας και ότι η ορθή εκτέλεση των έργων δεν αρκεί προκειμένου ο αντισυμβαλλόμενος να αποκτήσει οριστικό δικαίωμα για την καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης, εάν δεν έχουν τηρηθεί δεόντως οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της χρηματοδοτικής συνδρομής (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω), όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

168    Επομένως, το επιχείρημα που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

4)      Συμπέρασμα επί της μη επιλεξιμότητας των άμεσων δαπανών των συγκεκριμένων ερευνητών

169    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι υφίστατο ένα σύνολο αρκούντως συγκεκριμένων ενδείξεων που αποδεικνύουν ότι οι αμφιβολίες των ελεγκτών ως προς την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών και ως προς τον εύλογο χαρακτήρα των δηλωθεισών ωρών απασχόλησης ήταν βάσιμες. Κατά συνέπεια, στο ενάγον απέκειτο να αποδείξει ότι οι δηλωθείσες ώρες αντιστοιχούσαν στις πραγματικές ώρες εργασίας που αφιερώθηκαν στο πλαίσιο του έργου Sensation. Ωστόσο, τα συμπληρωματικά στοιχεία που παρέσχε το ενάγον δεν ήταν ικανά να θεραπεύσουν την έλλειψη αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, στο μέτρο που δεν καθιστούσαν δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό των ωρών τις οποίες οι συγκεκριμένοι ερευνητές αφιέρωσαν στο έργο Sensation, τουλάχιστον χωρίς να απαιτούνται από την Επιτροπή έλεγχοι οι οποίοι να υπερβαίνουν προδήλως τα όρια τα οποία ένας καλόπιστος αντισυμβαλλόμενος μπορούσε ευλόγως να αναμένει από αυτήν.

170    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος αν ορισμένοι ερευνητές δεν ήταν διαθέσιμοι για συνεντεύξεις από τους ελεγκτές. Περαιτέρω, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος της αξιοπιστίας αυτού καθεαυτό του συστήματος του ενάγοντος για την καταγραφή του χρόνου απασχόλησης. Πράγματι, οι λόγοι αυτοί προβάλλονται δευτερευόντως (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω). Εξάλλου, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα δικαιολογείται από την έλλειψη αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής των συγκεκριμένων ερευνητών εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και όχι εξαιτίας του συστήματος αυτού καθεαυτό.

171    Μεταξύ των δαπανών των συγκεκριμένων ερευνητών, μόνον το ποσό που αντιστοιχεί στις δαπάνες που συνδέονται με την απασχόληση του Α. Τ. κατά τη διάρκεια του έτους 2004 έπρεπε να αναγνωριστεί ως επιλέξιμο.

172    Τέλος, το επιχείρημα που στηρίζεται στον δυσανάλογο χαρακτήρα της απαιτήσεως η οποία αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα είναι απορριπτέο.

173    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρέπει να υποχρεωθεί να αποδώσει στο ενάγον το ποσό των 19 522,57 ευρώ. Σύμφωνα με τα αιτήματα του ενάγοντος, πρέπει επίσης να καταδικαστεί η Επιτροπή στην καταβολή τόκων υπερημερίας επί του ποσού αυτού με επιτόκιο 3,50 %, από τις 12 Μαΐου 2017 έως και την πλήρη καταβολή του ποσού αυτού.

3.      Επί των δαπανών υπεργολαβίας

174    Με το δικόγραφο της αγωγής του, το ενάγον αμφισβήτησε τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών στο πλαίσιο συμβάσεων υπεργολαβίας που ανατέθηκαν στις εταιρίες ID. και M.

1)      Επί της μη επιλεξιμότητας των δαπανών της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην ID.

175    Στην έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές θεώρησαν ότι οι δαπάνες της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην εταιρία ID., ύψους 19 950 ευρώ, δεν ήταν επιλέξιμες. Οι ελεγκτές έκριναν, πρώτον, ότι το αντικείμενο της εν λόγω υπεργολαβίας δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως δευτερεύον και ότι η ανάγκη προσφυγής σε αυτή δεν είχε εκτεθεί στο παράρτημα Ι της κύριας συμφωνίας, κατά τα οριζόμενα στο σημείο II.6 των γενικών όρων. Οι ελεγκτές υποστήριξαν, δεύτερον, ότι δεν τους υποβλήθηκε κανένα στοιχείο ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες είχαν λάβει γνώση των τεχνικών προδιαγραφών της συμβάσεως, και, τρίτον, ότι δεν είχαν λάβει καμία πληροφορία σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων είχε προκριθεί η προσφορά της ID. Τέταρτον, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι δεν υπήρχε αλληλογραφία ανταλλαγείσα με τον ανάδοχο κατά την εκτέλεση της υπεργολαβίας. Πέμπτον, οι ελεγκτές ανέφεραν ότι δεν τους είχαν παρασχεθεί διευκρινίσεις σχετικά με το πότε είχε κατατεθεί το παραδοτέο του έργου και, έκτον, ότι το παραδοτέο αυτό περιλάμβανε μόνο δεκατέσσερις σελίδες σχήματος A 4 και δύο σελίδες σχήματος A 3 που περιείχαν σχέδια που είχαν γίνει με το χέρι ή από υπολογιστή. Έβδομον, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι υφίστατο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων. Συναφώς ανέφεραν ότι η ID. ήταν η προσωπική εταιρία της P.W., που ήταν η σύζυγος του H.W. ο οποίος ήταν εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου της Στουτγάρδης (Γερμανία) στο έργο Sensation του οποίου υπεύθυνος ήταν ο Ε. Μ. Οι ελεγκτές επισήμαναν, επίσης, ότι στην εταιρία Ι., της οποίας ο Ε. Μ. ήταν μέτοχος, είχε ανατεθεί προηγουμένως, στο πλαίσιο του εν λόγω έργου, σύμβαση υπεργολαβίας από το ίδιο πανεπιστήμιο.

176    Το ενάγον αμφισβητεί, καταρχάς, ότι οι δαπάνες της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην εταιρία ID. ήταν μη επιλέξιμες για τον λόγο ότι η υπεργολαβία δεν αφορούσε ήσσονος σημασίας εργασίες και ότι, ως εκ τούτου, το ενάγον όφειλε να λάβει την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, το EKETA είχε ενημερώσει την Επιτροπή για την ανάγκη προσφυγής στην εν λόγω υπεργολαβία και αυτή είχε απαντήσει ότι συμφωνούσε.

177    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το σημείο II.6, παράγραφος 1, των γενικών όρων ορίζει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι βεβαιώνονται ότι είναι σε θέση να εκτελέσουν τις προς εκτέλεση εργασίες, όπως αυτές προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι της συμβάσεως Sensation. Η ίδια διάταξη προβλέπει επίσης ότι, όταν είναι απαραίτητο να ανατεθούν με υπεργολαβία ορισμένα στοιχεία των προς εκτέλεση εργασιών, αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο εν λόγω παράρτημα I και ότι, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να αναθέτουν με υπεργολαβία σε τρίτους άλλες δευτερεύουσες υπηρεσίες οι οποίες δεν αντιπροσωπεύουν βασικά στοιχεία των εργασιών του έργου και τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι δεν είναι σε θέση να αναλάβουν άμεσα, όταν αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο.

178    Εν προκειμένω, το ενάγον υποστηρίζει, χωρίς να αντικρούεται επί του σημείου αυτού, ότι η επίμαχη υπεργολαβία αφορούσε, κατ’ ουσίαν, τη δημιουργία ορισμένων γραφικών, προκειμένου να καταστεί κατανοητός ο τρόπος χρήσεως ορισμένων αισθητήρων που χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο του έργου Sensation και ότι η δαπάνη της δεν υπερέβη το 0,12 % του προϋπολογισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει άλλων στοιχείων, το μειωμένο ποσό και η φύση της παροχής που αποτελούσε το αντικείμενο της υπεργολαβίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το αντικείμενο της επίδικης υπεργολαβίας ενέπιπτε στην κατηγορία των δευτερευουσών εργασιών οι οποίες μπορούν να εκτελεσθούν με αυτόν τον τρόπο, χωρίς τούτο να χρειάζεται να έχει εξαρχής προβλεφθεί στο παράρτημα Ι της κύριας συμβάσεως.

179    Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, επίσης, στις συνθήκες υπό τις οποίες η εταιρία ID. επελέγη ως υπεργολάβος.

180    Το ενάγον ισχυρίζεται, συναφώς, ότι η σύμβαση υπεργολαβίας ανατέθηκε κατόπιν διαγωνισμού, πρόχειρου ασφαλώς, πλην όμως σύμφωνου τόσο με το ελληνικό δίκαιο όσο και με το σημείο II.6 των γενικών όρων και τον οδηγό FP6. Επιπλέον, καίτοι η OLAF διεξήγαγε έρευνα σχετικά με διασταυρούμενες αναθέσεις υπεργολαβιών, το ενάγον ισχυρίζεται ότι αυτή έθεσε την υπόθεση στο αρχείο χωρίς να διατυπώσει σύσταση, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτή εν προκειμένω ύπαρξη κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), η OLAF περατώνει την έρευνα χωρίς συστάσεις μόνον όταν δεν έχει εντοπίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο εις βάρος οποιουδήποτε ενδιαφερομένου.

181    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το σημείο II.6, παράγραφος 2, των γενικών όρων, κάθε σύμβαση υπεργολαβίας πρέπει να ανατίθεται, κατόπιν διαγωνισμού, στον υπεργολάβο που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα προσφορά υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης. Ωστόσο, το ενάγον προσκομίζει μόνον τις τρεις προσφορές που υποβλήθηκαν για την επίδικη υπεργολαβία χωρίς να παρέχει διευκρινίσεις ούτε ως προς τις τεχνικές προδιαγραφές που δόθηκαν στους υποψηφίους ούτε ως προς τα κριτήρια για την επιλογή της πλέον συμφέρουσας προσφοράς.

182    Επιπροσθέτως, από τις δηλώσεις του Ε. Μ. προκύπτει ότι, λόγω της μειωμένης δαπάνης των προς εκτέλεση εργασιών, αυτός περιορίστηκε να ζητήσει προφορικά τρεις προσφορές, επίσης δε ότι γνώριζε ήδη την P.W. και ότι ουδεμία αλληλογραφία αντηλλάγη στο πλαίσιο της αναθέσεως της υπεργολαβίας. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η προσφορά της εταιρίας ID. περιλαμβάνει ορισμένες διευκρινίσεις οι οποίες «βασίζονται σε [μια] ανεπίσημη συζήτηση», όπως παραδέχθηκε ο Ε. Μ., εντούτοις οι λοιπές δύο προσφορές περιορίζονται σε παράθεση τιμών. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενάγον δεν απέδειξε ότι η υπεργολαβία είχε ανατεθεί υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης.

183    Επιπροσθέτως, υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως των ελεγκτών αναφορικά με τον κίνδυνο διασταυρούμενων αναθέσεων υπεργολαβιών (βλ. σκέψη 175 ανωτέρω) και λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες η επίδικη υπεργολαβία ανατέθηκε στην ID., η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να συναγάγει ότι οι επαγγελματικοί και οικονομικοί δεσμοί του Ε. Μ., υπευθύνου για το έργο Sensation στο πλαίσιο του αναθέτοντος φορέα, με τον ανάδοχο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάθεση αυτή.

184    Ασφαλώς, η OLAF έθεσε στο αρχείο την υπόθεση, χωρίς να διατυπώσει σύσταση, στις 8 Νοεμβρίου 2012. Εντούτοις, η OLAF έλαβε την απόφαση αυτή μόνον υπό το πρίσμα των διοικητικών μέτρων που είχαν ήδη ληφθεί και της ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων ικανών να στηρίξουν κατηγορία ποινικής φύσεως.

185    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού 883/2013, αν η έρευνα ολοκληρωθεί χωρίς να εντοπισθούν αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος του ενδιαφερομένου, η σχετική με το εν λόγω πρόσωπο έρευνα περατώνεται από τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ενημερώνει το εν λόγω πρόσωπο εντός δέκα εργάσιμων ημερών. Εντούτοις, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το ενάγον, εξ αυτού δεν έπεται ότι δεν μπορεί πλέον να δοθεί συνέχεια στις διαπιστώσεις που διατυπώνονται κατά την έρευνα. Από το άρθρο 11, παράγραφος 4, και από την αιτιολογική σκέψη 31 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα του θεσμικού οργάνου να δώσει συνέχεια, ιδίως πειθαρχική, στις ολοκληρωθείσες έρευνες. Επομένως, η θέση της υποθέσεως στο αρχείο από την OLAF δεν αποτελούσε αφ’ εαυτής εμπόδιο στο να γίνει δεκτό ότι οι διαπιστώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 175 ανωτέρω μπορούν, από διοικητικής και δημοσιονομικής απόψεως, να θεωρηθούν ως συνιστώσες κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων που καθιστά μια δαπάνη μη επιλέξιμη.

186    Κατά συνέπεια, η αιτίαση του ενάγοντος που στρέφεται κατά της απορρίψεως ως μη επιλέξιμης της δαπάνης της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην ID. είναι αβάσιμη.

2)      Επί της μη επιλεξιμότητας των δαπανών της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στη M.

187    Με την έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές έκριναν ότι η δαπάνη της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην εταιρία M. για την έκδοση ενός πιστοποιητικού ελέγχου δεν ήταν επιλέξιμη για τον λόγο ότι η εταιρία αυτή ήταν μέλος της κοινοπραξίας στην οποία είχε ανατεθεί το έργο Sensation. Εντούτοις, το ενάγον υποστήριξε ότι η εν λόγω δαπάνη, ύψους 2 950 ευρώ, ήταν επιλέξιμη, διότι η εταιρία M. είχε αποχωρήσει από την κοινοπραξία στις 31 Δεκεμβρίου 2004.

188    Κατόπιν αυτής της παροχής εξηγήσεων, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε πλέον την επιλεξιμότητα του κόστους έκδοσης του πιστοποιητικού. Η Επιτροπή εξέδωσε πιστωτικό σημείωμα για ποσό ύψους 2 950 ευρώ στις 19 Οκτωβρίου 2017 και κατέβαλε το ποσό αυτό στις 28 Νοεμβρίου.

189    Εντούτοις, δεδομένου ότι το ενάγον ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας επί του ποσού αυτού (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), πρέπει να γίνει δεκτό το εν λόγω σκέλος του αιτήματος και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στο ενάγον τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 2 950 ευρώ υπολογιζόμενους, με επιτόκιο 3,50 %, από τις 12 Μαΐου 2017 έως τις 28 Νοεμβρίου 2017.

4.      Επί των εμμέσων δαπανών

190    Το ενάγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι οι έμμεσες δαπάνες στις οποίες αυτό υποβλήθηκε ύψους 115 269,78 ευρώ και οι οποίες συνδέονταν με τις άμεσες δαπάνες προσωπικού των συγκεκριμένων ερευνητών δεν ήταν επιλέξιμες. Στο μέτρο που το ενάγον απέδειξε ότι αυτές οι άμεσες δαπάνες προσωπικού ήταν επιλέξιμες, υποστηρίζει ότι το τμήμα των έμμεσων δαπανών που συνδέονται με αυτές πρέπει επίσης να θεωρηθεί επιλέξιμο κατά το ποσό των 105 803,31 ευρώ.

191    Εντούτοις, από τις σκέψεις 169 και 171 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή κακώς απέρριψε ως μη επιλέξιμες μόνον τις άμεσες δαπάνες, ύψους 19 522,57 ευρώ, που αφορούσαν την απασχόληση του Α. Τ. κατά το έτος 2004. Επομένως, ως προς τις άμεσες αυτές δαπάνες και μόνον κρίθηκαν εσφαλμένως ως μη επιλέξιμες οι αντίστοιχες έμμεσες δαπάνες.

192    Το ενάγον υποστηρίζει επιπλέον ότι κατέβαλε, στις 31 Οκτωβρίου 2014, το ποσό των 8 988,21 ευρώ που προκύπτει από τον νέο υπολογισμό των έμμεσων δαπανών με βάση νέους συντελεστές για τα έτη 2004 έως 2006, αλλά ότι η Επιτροπή συμπεριέλαβε το ποσό αυτό στο ποσό που ανέκτησε στις 11 Μαΐου 2017 διά συμψηφισμού με απαιτήσεις των οποίων ήταν δικαιούχος. Η Επιτροπή συνομολογεί ότι εισέπραξε ως εκ τούτου δύο φορές το επίμαχο ποσό και εξέδωσε πιστωτικό σημείωμα στο πλαίσιο αυτό.

193    Εντούτοις, δεδομένου ότι το ενάγον ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας επί του ποσού αυτού (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), πρέπει να γίνει δεκτό το εν λόγω σκέλος του αιτήματος και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στο ενάγον τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 8 988,21 ευρώ υπολογιζόμενους, με επιτόκιο 3,50 %, από τις 12 Μαΐου 2017 έως την καταβολή του ποσού αυτού στις 2 Οκτωβρίου 2017.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

194    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου. Δεδομένου ότι το ενάγον ηττήθηκε κατά το ουσιώδες μέρος του κύριου αιτήματός του και η Επιτροπή ηττήθηκε, ανάλογα, κατά το δεύτερο αίτημά της, πρέπει το ενάγον να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Επιτροπής, η οποία θα φέρει το ένα δέκατο των εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), πρώτον, το ποσό των 19 522,57 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε επιλέξιμη δαπάνη προσωπικού, προσαυξημένο με τις συνδεόμενες προς αυτό έμμεσες δαπάνες και τόκους υπερημερίας επί του ποσού αυτού με επιτόκιο 3,50 %, από τις 12 Μαΐου 2017 έως και την πλήρη καταβολή του ποσού αυτού, δεύτερον, τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 2 950 ευρώ, υπολογιζόμενους, με επιτόκιο 3,50 %, από τις 12 Μαΐου 2017 έως τις 28 Νοεμβρίου 2017 και, τρίτον, τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 8 988,21 ευρώ υπολογιζόμενους, με επιτόκιο 3,50 %, από τις 12 Μαΐου 2017 έως την καταβολή του ποσού αυτού στις 2 Οκτωβρίου 2017.


2)      Απορρίπτει την αγωγή κατά τα λοιπά.

3)      Το ΕΚΕΤΑ φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Επιτροπής, η οποία φέρει το ένα δέκατο των εξόδων της.

Kanninen

Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín

Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Ιανουαρίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Kanninen


Πίνακας περιεχομένων


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Επί του έκτου προγράμματος-πλαισίου και του έργου Sensation

Β. Επί της αξιολογήσεως του έργου

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Επί της ουσίας

Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1. Επί του εφαρμοστέου δικαίου

α) Επί των κανονιστικών διατάξεων

β) Επί της συμβάσεως Sensation

γ) Επί του βελγικού δικαίου

δ) Επί των διεθνών ελεγκτικών προτύπων

ε) Επί των αρχών της αμεροληψίας και της αναλογικότητας

στ) Επί του οδηγού για τα χρηματοοικονομικά ζητήματα που σχετίζονται με τις έμμεσες δράσεις στο πλαίσιο του προγράμματος FP6

2. Επί των όρων επιλεξιμότητας

3. Επί του βάρους αποδείξεως

Β. Επί της αμφισβητήσεως της απαιτήσεως ύψους 179 101,34 ευρώ της οποίας η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δικαιούχος

1. Επί της ελλείψεως αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου

2. Επί των άμεσων δαπανών προσωπικού που κρίθηκαν μη επιλέξιμες

α) Επί των γενικού περιεχομένου επιχειρημάτων του ενάγοντος

1) Όσον αφορά τους καθοριστικούς λόγους που δικαιολογούν τη μη επιλεξιμότητα των άμεσων δαπανών των συγκεκριμένων ερευνητών

2) Όσον αφορά την έλλειψη αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών

3) Όσον αφορά την ύπαρξη κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων

β) Επί των επιχειρημάτων που αφορούν ειδικώς την κατάσταση εκάστου συγκεκριμένου ερευνητή

1) Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση του Ε. Μ.

2) Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση της Ε. Π.

3) Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση του A.T.

4) Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση της Μ. Π.

5) Όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση της Σ. Β. και του Ι. Τ.

γ) Επί του δυσανάλογου χαρακτήρα της απαιτήσεως που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα όσον αφορά τις άμεσες δαπάνες προσωπικού

δ) Συμπέρασμα επί της μη επιλεξιμότητας των άμεσων δαπανών των συγκεκριμένων ερευνητών

3. Επί των δαπανών υπεργολαβίας

α) Επί της μη επιλεξιμότητας των δαπανών της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην ID.

β) Επί της μη επιλεξιμότητας των δαπανών της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στη M.

4. Επί των εμμέσων δαπανών

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.