Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε ο Giudice di pace di Bologna (Ιταλία) στις 22 Οκτωβρίου 2018 – UX κατά Κυβέρνησης της Ιταλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-658/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Giudice di pace di Bologna

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούσα: UX

Καθής: Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας

Προδικαστικά ερωτήματα

Εμπίπτει ο ειρηνοδίκης, ως δικαστής αιτών την προδικαστική παραπομπή, στην έννοια του τακτικού δικαστηρίου που διαθέτει την αρμοδιότητα να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ακόμη και αν η εσωτερική έννομη τάξη δεν του αναγνωρίζει, λόγω του επισφαλούς εργασιακού καθεστώτος του, όρους εργασίας ισοδύναμους με εκείνους των επαγγελματιών δικαστών, μολονότι ασκεί τα ίδια δικαιοδοτικά καθήκοντα εντασσόμενος στο εθνικό δικαστικό σύστημα, κατά παράβαση των εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των τακτικών δικαστηρίων, τις οποίες εκθέτει το Δικαστήριο στις αποφάσεις Wilson (ΕU:C:2006:587, σκέψεις 47-53), Associaçâo Sindical dos Juizes Portugueses (EU:C:2018:117, σκέψη 32 και σκέψεις 41-45), Minister for Justice and Equality (EU:C:2018:586, σκέψεις 50-54);

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, εμπίπτει η υπηρεσιακή δραστηριότητα της αιτούσας ειρηνοδίκη στην έννοια του «εργαζομένου ορισμένου χρόνου», που προβλέπεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, παράγραφος 3, και 7 της οδηγίας 2003/881 , της ρήτρας 2 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με την οδηγία 1999/702 και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η εν λόγω έννοια ερμηνεύεται από το Δικαστήριο στις αποφάσεις O’ Brien (EU:C:2012:110) και King (EU:C:2017:914), και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δύναται ο τακτικός ή επαγγελματίας δικαστής να θεωρηθεί εργαζόμενος αορίστου χρόνου αντίστοιχος προς τον εργαζόμενο ορισμένου χρόνου που είναι ο «ειρηνοδίκης», για τους σκοπούς εφαρμογής των ίδιων όρων εργασίας σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με την οδηγία 1999/70;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, αντίκειται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ευθύνη του ιταλικού κράτους για πρόδηλη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο [αποφάσεις Kobler (EU:C:2003:513), Traghetti del Mediterraneo (EU:C:2006:391) και Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (EU:C:2011:775)], στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 3-bis, του νόμου 117 της 13ης Απριλίου 1988 περί της αστικής ευθύνης των δικαστών που προβλέπει ευθύνη του δικαστή για δόλο ή βαρεία αμέλεια «σε περίπτωση πρόδηλης παραβιάσεως του νόμου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και θέτει τον εθνικό δικαστή ενώπιον της επιλογής –πράγμα που σε κάθε περίπτωση αποτελεί αιτία αστικής και πειθαρχικής ευθύνης έναντι του κράτους σε υποθέσεις όπου κύριος διάδικος είναι η ίδια η δημόσια διοίκηση, ιδίως όταν ο δικαστής που επιλαμβάνεται της υποθέσεως είναι ειρηνοδίκης ο οποίος εργάζεται υπό καθεστώς ορισμένου χρόνου χωρίς αποτελεσματική νομική, οικονομική και ασφαλιστική προστασία– όπως εν προκειμένω, είτε να παραβεί την εσωτερική ρύθμιση, μην εφαρμόζοντάς τη και εφαρμόζοντας το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, είτε να παραβιάσει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζοντας τις εσωτερικές ρυθμίσεις που αποκλείουν την αναγνώριση της αποτελεσματικής προστασίας και σε αντίθεση με τα άρθρα 1, παράγραφος 3, και 7 της οδηγίας 2003/88, με τις ρήτρες 2 και 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70, και με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Συνιστά, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4, παράγραφοι 2 και 3, 6, παράγραφος 1, 9, 10, παράγραφος 1, 17, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδική παραβίαση ικανή να θεμελιώσει αγωγή εξωσυμβατικής ευθύνης έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αρνείται να κινήσει τη διαδικασία επί παραβάσει ή να παραπέμψει στο Δικαστήριο [παραλειπόμενα] την προσφυγή λόγω παραβάσεως για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από κράτος, όταν, όπως εν προκειμένω, συντρέχουν οι ακόλουθες περιστάσεις:

–    με την υπό στοιχεία EMPL/B2/DA-MAT/sk (2016) ανακοίνωση της Γενικής Διευθύνσεως Απασχολήσεως, Κοινωνικών Υποθέσεων και Εντάξεως, η οποία περιήλθε στις ιταλικές δημόσιες αρχές στις 10 Ιουνίου 2016, η Επιτροπή περάτωσε με αρνητικό αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 2016, προαναγγέλλοντας την επικείμενη κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει, την υπόθεση EU Pilot 7779/15/EMPL, διαπιστώνοντας το ασυμβίβαστο με το δίκαιο της Ένωσης της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζει την παρεχόμενη από τους έκτακτους δικαστές υπηρεσία όσον αφορά την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, τη ανισότητα μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές σε σχέση με τους τακτικούς ή επαγγελματίες δικαστές, την ετήσια άδεια αναψυχής και την άδεια μητρότητας, διαδικασία επί παραβάσει που δεν κινήθηκε ποτέ μέχρι σήμερα·

–    η Επιτροπή με την ανακοίνωση της 21ης Δεκεμβρίου 2016 C(2016) 8600 τελικό διευκρίνισε ότι έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει εάν και πότε θα κινήσει διαδικασία επί παραβάσει ή θα παραπέμψει μια υπόθεση στο Δικαστήριο, η νομολογία του οποίου αναγνωρίζει ότι οι προσφυγές των πολιτών κατά της Επιτροπής, όταν αυτή αρνείται να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει, δεν θα ευδοκιμούν.

Ανεξαρτήτως των απαντήσεων στα τέσσερα ανωτέρω ερωτήματα, μπορούν τα άρθρα 268, 274 και 340, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ, υπό το φως του άρθρου 2, του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 6, παράγραφος 1, του άρθρου 9, του άρθρου 10, παράγραφος 1, και του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκής Ένωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η αγωγή εξωδικαστικής ευθύνης κατά της Ένωσης δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων, σε υπόθεση όπως η επίδικη όπου η μη εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη του δικαίου της Ένωσης, το οποίο εγγυάται την αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστών, συνιστά μια από τις αιτίες της κατάφωρης αθετήσεως από την Επιτροπή των καθηκόντων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, και από τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αποφασίζει εάν και πότε θα κινήσει διαδικασία επί παραβάσει ή θα παραπέμψει μια υπόθεση στο Δικαστήριο, η νομολογία του οποίου αναγνωρίζει ότι οι προσφυγές των πολιτών κατά της Επιτροπής, όταν αυτή αρνείται να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει, δεν θα ευδοκιμούν, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ανίσχυρη την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να κρίνει, κατ’ αποκλειστικότητα, τη διαφορά σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη έναντι της Ένωσης;

____________

1     Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

2     Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).