Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) στις 27 Ιανουαρίου 2020 – AQ, BO, CP κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca - MIUR, Università degli studi di Perugia

(Υπόθεση C-40/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Consiglio di Stato

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείοντες: AQ, BO, CP

Αναιρεσίβλητοι: Presidenza del Consiglio dei Ministri, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca - MIUR, Università degli studi di Perugia

Προδικαστικά ερωτήματα

Αντιτίθεται η φέρουσα τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης» ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ (Οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, στο εξής: οδηγία)1 , σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 και τη ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας («Αρχή της μη διάκρισης»), επίσης υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και υπό το πρίσμα της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], σε εθνική διάταξη, όπως στην υπό κρίση υπόθεση το άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, και το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου 240/2010, που επιτρέπει στα πανεπιστήμια να απασχολούν, χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, ερευνητές με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας δυνάμενες να παραταθούν για δύο έτη, χωρίς να εξαρτούν τη σύναψη και την παράταση των συμβάσεων από ορισμένο αντικειμενικό λόγο που συνδέεται με προσωρινές ή έκτακτες ανάγκες του πανεπιστημίου που τους απασχολεί, και η οποία προβλέπει ως μοναδικό περιορισμό για τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου με το ίδιο πρόσωπο, μόνο τη διάρκεια, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δώδεκα έτη, ακόμη και αν δεν είναι συνεχόμενα;

Αντιτίθεται η ανωτέρω ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 και την ανωτέρω ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας, επίσης υπό το πρίσμα της πρακτικής αποτελεσματικότητας αποτελέσματος του δικαίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], σε εθνική διάταξη, (στην υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 24 και το άρθρο 29, παράγραφος 1, του νόμου 240/2010), η οποία επιτρέπει στα πανεπιστήμια να προσλαμβάνουν αποκλειστικά ερευνητές με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, χωρίς να εξαρτάται η σχετική απόφαση από την ύπαρξη προσωρινών ή έκτακτων αναγκών και χωρίς να τίθενται περιορισμοί επ’ αυτού, μέσω της δυνητικά επ’ αόριστον διαδοχής συμβάσεων ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη των τακτικών διδακτικών και ερευνητικών αναγκών των εν λόγω πανεπιστημίων;

Αντιτίθεται η ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας πλαισίου σε εθνική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 20, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 75/2017 (όπως ερμηνεύεται από την ως άνω υπουργική εγκύκλιο 3/2017), η οποία, μολονότι προβλέπει τη δυνατότητα μονιμοποίησης των ορισμένου χρόνου ερευνητών των δημόσιων ερευνητικών φορέων –άλλα μόνο εάν έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον τρία έτη υπηρεσίας κατά την 31η Δεκεμβρίου 2017–, εντούτοις, δεν προβλέπει τη δυνατότητα αυτή για τους πανεπιστημιακούς ερευνητές ορισμένου χρόνου, για τον μόνο λόγο ότι το άρθρο 22, παράγραφος 16, του νομοθετικού διατάγματος 75/2017 έχει υπαγάγει τη σχέση εργασίας τους, καίτοι βάσει νόμου πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σε «καθεστώς δημοσίου δικαίου», παρά το ότι το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου 240/2010 επιβάλλει στους ερευνητές ερευνητικών φορέων και πανεπιστημίων τον ίδιο περιορισμό όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται, υπό τη μορφή των συμβάσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 24 ή των ερευνητικών υποτροφιών που διαλαμβάνονται στο ίδιο άρθρο 22, με πανεπιστήμια και ερευνητικούς φορείς;

Αντιτίθενται οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την ανωτέρω συμφωνία πλαίσιο, καθώς και η αρχή της μη διάκρισης που περιέχεται στη ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας, σε εθνική διάταξη, (άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010 και άρθρο 29, παράγραφος 2, στοιχείο d και παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 81/2015) η οποία, παρά το ότι υφίσταται νομοθεσία που εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, η οποία περιλήφθηκε πρόσφατα στο ως άνω διάταγμα 81/2015 και η οποία ορίζει (από το έτος 2018) τη μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου σε 24 μήνες (συμπεριλαμβανομένων παρατάσεων και ανανεώσεων) και θέτει ως προϋπόθεση για τη σύναψη τέτοιου είδους συμβάσεων εργασίας από τη δημόσια διοίκηση την ύπαρξη «προσωρινών ή έκτακτων αναγκών», επιτρέπει στα πανεπιστήμια να προσλαμβάνουν ερευνητές με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, δυνάμενες να παραταθούν για δύο έτη, υπό τον όρο θετικής αξιολόγησης των διδακτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων κατά την ίδια τριετία, χωρίς να εξαρτούν τη σύναψη της αρχικής σύμβασης ή την παράτασή της από την ύπαρξη τέτοιων προσωρινών ή έκτακτων αναγκών του πανεπιστημίου, και επιτρέπει επίσης στα πανεπιστήμια, κατά τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να συνάπτουν με το ίδιο ή άλλα άτομα μία ακόμη σύμβαση ορισμένου χρόνου παρόμοιου τύπου, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ίδιες διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες που συνδέονται με την προηγούμενη σύμβαση;

Αντιτίθεται η ρήτρα 5 της ανωτέρω συμφωνίας πλαισίου, επίσης υπό το πρίσμα των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας και της ανωτέρω ρήτρας 4, σε εθνική διάταξη (άρθρο 29, παράγραφος 2, στοιχείο d, και παράγραφος 4 του νομοθετικού διατάγματος 81/2015 καθώς και άρθρο 36, παράγραφοι 2 και 5, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001) η οποία απαγορεύει στους πανεπιστημιακούς ερευνητές που έχουν προσληφθεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας δυνάμενες να παραταθούν για δύο έτη (κατά το ανωτέρω άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010), να συνάψουν στη συνέχεια σύμβαση αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι, στην ιταλική έννομη τάξη, δεν υφίσταται έτερο αποτελεσματικό μέτρο για την πρόληψη ή την κύρωση της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου εκ μέρους των πανεπιστημίων;

____________

1     Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).