Language of document : ECLI:EU:C:2008:587

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 23ης Οκτωβρίου 2008 (1)

Υπόθεση C‑362/06 P

Markku Sahlstedt,

Juha Kankkunen,

Mikko Tanner,

Toini Tanner,

Liisa Tanner,

Eeva Jokinen,

Aili Oksanen,

Olli Tanner,

Leena Tanner,

Aila Puttonen,

Risto Tanner,

Tom Järvinen,

Runo K. Kurko,

Maa- ja metsätaloustuottajain keskusliitto MTK ry,

MTK:n säätiö

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων – Απόφαση 2005/101/ΕΚ της Επιτροπής – Κατάλογος τόπων κοινοτικής σημασίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ – Έννοια της αποφάσεως που αφορά “άμεσα και ατομικά” φυσικό ή νομικό πρόσωπο»





1.        Η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν διάφοροι ιδιοκτήτες εδαφών (2) και μια ένωση ιδιοκτητών γεωργικών και δασικών εκμεταλλεύσεων (3) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσείοντες) κατά της διατάξεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Ιουνίου 2006, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής (4).

2.        Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν οι αναιρεσείοντες κατά της αποφάσεως 2005/101/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιανουαρίου 2005, με την οποία θεσπίζεται ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την αρκτική βιογεωγραφική περιοχή (5), κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6). Πράγματι, αφού εξέτασε το παραδεκτό της προσφυγής, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους αναιρεσείοντες κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και συνεπώς απέρριψε την προσφυγή τους.

3.        Η προϋπόθεση ότι, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή ακυρώσεως, η κοινοτική πράξη κατά της οποίας στρέφεται πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί δύο στοιχεία. Πρώτον, το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά τη νομική θέση του ιδιώτη. Δεύτερον, πρέπει να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της (7). Με την προσβαλλόμενη διάταξη, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα δύο αυτά στοιχεία ελλείπουν εν προκειμένω.

4.        Στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τις επιπτώσεις αποφάσεως που χαρακτηρίζει ορισμένες περιοχές ως τόπους κοινοτικής σημασίας στη νομική θέση των αναιρεσειόντων. Καλείται επίσης να εκτιμήσει την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή μιας τέτοιας αποφάσεως.

5.        Με τις παρούσες θα προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να αποφανθεί οριστικώς όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής.

6.        Θα υποστηρίξω ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού της προσφυγής, κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους αναιρεσείοντες.

7.        Θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ, αντιθέτως, ότι μια τέτοια απόφαση, η οποία χαρακτηρίζει τόπους κοινοτικής σημασίας εκτάσεις επί των οποίων έχουν δικαιώματα οι ιδιοκτήτες των ακινήτων επηρεάζει τη νομική κατάστασή τους και αφήνει εξαιρετικά περιορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή της. Στη συνέχεια, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη αφορά, κατά τη γνώμη μου, και ατομικά τους ιδιοκτήτες των ακινήτων και για τους οποίους πρέπει να θεωρηθεί ότι η ένωση MTK νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως.

I –    Νομικό και πραγματικό πλαίσιο

8.        Στόχος της οδηγίας είναι η δημιουργία ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου επονομαζόμενου «Natura 2000». Το δίκτυο αυτό πρέπει να διασφαλίζει τη διατήρηση και την αποκατάσταση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο έδαφος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (8).

9.        Το εν λόγω δίκτυο αποτελείται από «ειδικές ζώνες διατήρησης». Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ιβ΄, της οδηγίας, ειδική ζώνη διατήρησης είναι «ένας τόπος κοινοτικής σημασίας ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος».

10.      Οι ζώνες αυτές ορίζονται κατόπιν διαδικασίας τριών σταδίων την οποία προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας.

11.      Κατά το πρώτο στάδιο, τα κράτη μέλη προτείνουν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατάλογο τόπων κοινοτικής σημασίας που βρίσκονται στο έδαφός τους ενόψει της προστασίας των τύπων φυσικών οικοτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας τα οποία υπάγονται στην οδηγία. Ο κατάλογος αυτός συνοδεύεται από κάθε χρήσιμη πληροφορία, όχι μόνον επιστημονικής και οικολογικής (9), ή γεωγραφικής (10), αλλά και οικονομικής και κοινωνικής φύσεως (11) και διαβιβάζεται στην Επιτροπή εντός τριετίας από τη γνωστοποίηση της οδηγίας.

12.      Στη συνέχεια, κατά το δεύτερο στάδιο, η Επιτροπή, επικουρούμενη από επιτροπή ad hoc (12), εγκρίνει κατάλογο των τόπων που επιλέγονται ως τόποι κοινοτικής σημασίας. Ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται μέσα σε μια εξαετία από την κοινοποίηση της οδηγίας.

13.      Τέλος, το τρίτο στάδιο διέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας και σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της διαδικασίας ορισμού των ειδικών ζωνών διατήρησης.

14.      Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας επιλεγεί από την Επιτροπή, «το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης».

15.      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας, μόλις ένας τόπος περιληφθεί στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 6 της οδηγίας.

16.      Το άρθρο 6 της οδηγίας ορίζει το καθεστώς που πρέπει να θεσπίσουν τα κράτη μέλη για να εξασφαλίσουν τη διατήρηση και τη διαχείριση των τόπων Natura 2000.

17.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει γενικό καθεστώς διατήρησης που πρέπει να καθορίσουν τα κράτη μέλη για τις ειδικές ζώνες διατήρησης. Το καθεστώς αυτό μπορεί να έχει τη μορφή κανονιστικών, διοικητικών ή συμβατικών μέτρων ή, ενδεχομένως, σχεδίων διαχείρισης.

18.      Αντιθέτως προς τη διάταξη αυτή, το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας είναι εφαρμοστέο αφ’ ης στιγμής ένας τόπος περιληφθεί στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας.

19.      Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφεύγεται η υποβάθμιση των οικοτόπων, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα προστατευόμενα είδη. Η διάταξη αυτή είναι συνεπώς προληπτικού κυρίως χαρακτήρα.

20.      Το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να εγκριθούν σχέδια που ενδέχεται να παραβλάψουν την ακεραιότητα ενός τόπου.

 Α –       Η προσβαλλόμενη απόφαση

21.      Η προσβαλλόμενη απόφαση θεσπίζει κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας για την αρκτική βιογεωγραφική περιοχή, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας. Ο κατάλογος αυτός εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας.

22.      Μεταξύ των τόπων κοινοτικής σημασίας του καταλόγου που περιέχεται στο παράρτημα Ι της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι:


Α

Β

Γ

Δ

Ε

Κωδικός του ΤΚΣ [(13)]

Ονομασία του ΤΚΣ

Έκταση του ΤΚΣ (ha)

Μήκος του ΤΚΣ (km)

Γεωγραφικές συντεταγμένες του ΤΚΣ

     

Γεωγραφικό μήκος

Γεωγραφικό πλάτος

FI0100040

Nuuksio

5 643

 

E 24 29

N 60 19

FI0100050

Haaviston alueet

 59

 

E 24 24

N 60 32

FI0200011

Varesharju

 271

 

E 23 42

N 60 26

FI0900013

Hietasyrjänkangas-Sirkkaharju

 

378

 

E 25 59

N 62 29

23.      Οι ιδιοκτησίες των ιδιοκτητών εδαφών βρίσκονται εντός των τόπων τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση (14).

II – Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

24.      Στις 18 Απριλίου 2005, οι αναιρεσείοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου με αίτημα την ακύρωση εν όλω ή εν μέρει της προσβαλλομένης αποφάσεως.

25.      Η Επιτροπή, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Ιουλίου 2005, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

26.      Με διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

III – Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

27.      Αφού εξέτασε το παραδεκτό της προσφυγής, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους αναιρεσείοντες κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και, κατά συνέπεια, απέρριψε τις προσφυγές τους.

28.       Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

29.      Αφού διαπίστωσε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθυνόταν στους αναιρεσείοντες, το Πρωτοδικείο εξέτασε αν τους αφορούσε άμεσα και ατομικά.

 Α –       Αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση άμεσα τους ιδιοκτήτες εδαφών;

30.      Αφού υπενθύμισε, με τις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, το Πρωτοδικείο εξέτασε τις επιπτώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως στη νομική θέση των φυσικών προσώπων ιδιοκτητών εδαφών (15) και κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

«54      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η [προσβαλλόμενη] απόφαση, η οποία καθορίζει, ως τόπους κοινοτικής σημασίας, ζώνες του φινλανδικού εδάφους εντός των οποίων οι προσφεύγοντες [φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών] έχουν δικαιώματα κυριότητας, παράγει, αφεαυτής, αποτελέσματα επί της νομικής θέσεως των προσφευγόντων [φυσικών προσώπων ιδιοκτητών εδαφών]. Η [προσβαλλόμενη] απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ως προς το καθεστώς προστασίας των τόπων κοινοτικής σημασίας, όπως μέτρα διατηρήσεως ή τις ακολουθητέες διαδικασίες εγκρίσεως. […] η [προσβαλλόμενη] απόφαση δεν επηρεάζει ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών εδαφών ούτε την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες [φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών], το γεγονός ότι οι τόποι αυτοί περιλαμβάνονται στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας ουδεμία συνεπάγεται υποχρέωση για τους επιχειρηματίες ή τους ιδιώτες.»

31.      Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο εξέτασε τη δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία, σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να έχει αυτόματο χαρακτήρα και να απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση. Με τις σκέψεις 55 έως 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει των άρθρων 4, παράγραφοι 4 και 5, και 6 της οδηγίας και κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

«59      Ενόψει των προαναφερθεισών υποχρεώσεων, τις οποίες υπέχουν τα οικεία κράτη μέλη από τη στιγμή που οι τόποι κοινοτικής σημασίας προσδιορίστηκαν με την [προσβαλλόμενη] απόφαση, διαπιστώνεται ότι καμία από τις υποχρεώσεις αυτές δεν επιβάλλεται άμεσα στους προσφεύγοντες [φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών]. Πράγματι, όλες οι υποχρεώσεις αυτές απαιτούν πράξη εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, ώστε να προσδιοριστεί κατά ποιο τρόπο προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή την επίμαχη υποχρέωση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τα αναγκαία μέτρα διατήρησης (άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας […]), τα μέτρα που είναι κατάλληλα για την αποφυγή της υποβάθμισης του τόπου (άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας […]), ή τη συμφωνία που πρέπει να δοθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές σ’ ένα σχέδιο που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο (άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας […]).

60      Επομένως, από την οδηγία […], βάσει της οποίας εκδόθηκε η [προσβαλλόμενη] απόφαση, προκύπτει ότι η οδηγία δεσμεύει το κράτος μέλος όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει στις εθνικές αρχές την αρμοδιότητα ως προς τα μέτρα διατήρησης που πρέπει να ληφθούν και ως προς τις ακολουθητέες διαδικασίες εγκρίσεως. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ούτως αναγνωριζόμενο στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας […]»

32.      Το Πρωτοδικείο κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσε άμεσα τα φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξετάσει αν η εν λόγω κοινοτική πράξη τα αφορούσε ατομικά.

 Β –       Αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση άμεσα την MTK;

33.      Με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και κατόπιν των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε σχετικά με το αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε άμεσα τα φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα τα μέλη της MTK. Επισήμανε επίσης ότι η εν λόγω ένωση δεν απέδειξε ότι έχει ίδιο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης.

34.      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

35.      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Σεπτεμβρίου 2006, οι αναιρεσείοντες άσκησαν την υπό κρίση αναίρεση.

36.      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Ιανουαρίου 2007, επιτράπηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

37.      Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να κηρύξει άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

38.      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

V –    Η αίτηση αναιρέσεως

39.      Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως που αντλούνται, πρώτον, από έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, δεύτερον, από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τους αφορά άμεσα κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και, τρίτον, από έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

 Α –       Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

40.      Με τα σημεία 57 έως 60 της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημα σχετικά με τις έννομες συνέπειες της υποχρεώσεως αξιολογήσεως των σχεδίων, την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας, μολονότι, όπως ισχυρίζονται, το επιχείρημα αυτό εκτέθηκε σαφώς στα σημεία 21 έως 29 των γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσαν μετά την υποβολή της ενστάσεως απαραδέκτου από την Επιτροπή.

2.      Εκτίμηση

41.      Ο υπό κρίση λόγος αφορά την τυπική απαίτηση περί αιτιολογήσεως και στρέφεται κατά της ελλείψεως αιτιολογήσεως της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

42.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη, σχετικά με τις αιτήσεις αναιρέσεως κατ’ αποφάσεων του Πρωτοδικείου, ότι το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο απάντησε στους ισχυρισμούς των διαδίκων και αιτιολόγησε νομοτύπως την απόφασή του αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί, ως τοιούτο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση (16).

43.      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (17). Στην περίπτωση προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 230 ΕΚ, η απαίτηση αιτιολογήσεως συνεπάγεται προφανώς ότι το Πρωτοδικείο εξετάζει τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων και εκθέτει τους λόγους που το οδηγούν στην απόρριψη του ισχυρισμού ή του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

44.      Εντούτοις, μολονότι δεν μπορεί να απαιτείται από το Πρωτοδικείο να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον διάδικο επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το Πρωτοδικείο πρέπει τουλάχιστον να εξετάζει κάθε προσβολή δικαιώματος στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί των διαδίκων (18).

45.      Αφού υπενθυμίστηκαν αυτά τα στοιχεία, θα πρέπει να εξεταστεί αν το Πρωτοδικείο παρέλειψε να απαντήσει στο συγκεκριμένο επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες και, εφόσον συντρέχει λόγος, αν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στο εν λόγω επιχείρημα.

46.      Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι οι αναιρεσείοντες εξέθεσαν σαφώς τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τους αφορά άμεσα. Εξέθεσαν, μεταξύ άλλων, λεπτομερώς, στο τμήμα 2.2 των γραπτών παρατηρήσεών τους (19), και ιδίως στα σημεία 21 έως 29, τις νέες επιβαρύνσεις που φέρουν πλέον οι ιδιοκτήτες εδαφών λόγω της υποχρεώσεως αξιολογήσεως των σχεδίων την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας.

47.      Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται για τη θεμελίωση του λόγου προσφυγής που αφορά το αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τους αναιρεσείοντες. Δεν πρόκειται για νέο, διαφορετικό νομικό λόγο, όπως προκύπτει ίσως από τη σύνοψη που επισυνάπτουν οι αναιρεσείοντες στις παρατηρήσεις τους, καθώς και με την περίληψη των μέσων που επικαλούνται προς θεμελίωση της προσφυγής (20).

48.      Η συλλογιστική του Πρωτοδικείου για το αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τα φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών περιέχεται στις σκέψεις 54 και 59 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως που έχουν ως εξής:

«54      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση [...], παράγει, αφεαυτής, αποτελέσματα επί της νομικής θέσεως των προσφευγόντων [φυσικών προσώπων ιδιοκτητών εδαφών]. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ως προς το καθεστώς προστασίας των τόπων κοινοτικής σημασίας, όπως μέτρα διατηρήσεως ή τις ακολουθητέες διαδικασίες εγκρίσεως. […] Δεν επηρεάζει ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών εδαφών ούτε την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες [φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών], το γεγονός ότι οι τόποι αυτοί περιλαμβάνονται στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας ουδεμία συνεπάγεται υποχρέωση για τους επιχειρηματίες ή τους ιδιώτες.

[…]

59      Ενόψει των προαναφερθεισών υποχρεώσεων, τις οποίες υπέχουν τα οικεία κράτη μέλη από τη στιγμή που οι τόποι κοινοτικής σημασίας προσδιορίστηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση, διαπιστώνεται ότι καμία από τις υποχρεώσεις αυτές δεν επιβάλλεται άμεσα στους προσφεύγοντες [φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών]. Πράγματι, όλες οι υποχρεώσεις αυτές απαιτούν πράξη εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, ώστε να προσδιοριστεί κατά ποιο τρόπο προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή την επίμαχη υποχρέωση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τα αναγκαία μέτρα διατήρησης (άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας […]), τα μέτρα που είναι κατάλληλα για την αποφυγή της υποβάθμισης του τόπου (άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας [...]), ή τη συμφωνία που πρέπει να δοθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές σ’ ένα σχέδιο που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο (άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας […]).»

49.      Με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, για τους ίδιους λόγους, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την MTK.

50.      Μια απλή ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως αρκεί για να διαπιστωθεί ότι το Πρωτοδικείο απάντησε στον λόγο προσφυγής που αφορά το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε άμεσα τους αναιρεσείοντες. Είναι αλήθεια ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε λεπτομερώς τις συνέπειες του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας στη νομική θέση των ιδιοκτητών εδαφών. Είναι λυπηρό ότι οι σκέψεις του Πρωτοδικείου για το ζήτημα αυτό είναι τόσο λακωνικές, λαμβανομένου υπόψη ότι εν προκειμένω το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε για λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως.

51.      Εντούτοις, φρονώ ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως επιτρέπει, αφενός μεν, στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό του ρόλο, αφετέρου δε, στους αναιρεσείοντες να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τους αφορούσε άμεσα. Όπως προκύπτει σαφώς από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Πρωτοδικείο θεμελίωσε τη συλλογιστική του στη διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με το καθεστώς προστασίας του άρθρου 6 της οδηγίας και αφήνει περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή της.

52.      Προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να κηρύξει τον πρώτο λόγο αβάσιμο.

 Β –       Επί του δεύτερου λόγου που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους ιδιοκτήτες των εδαφών

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

53.      Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τους αφορούσε άμεσα κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και της νομολογίας του Δικαστηρίου. Κατά την άποψή τους, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την εξέταση των δύο προϋποθέσεων τις οποίες απαιτεί η νομολογία και σύμφωνα με τις οποίες, αφενός, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να επηρεάζει τη νομική θέση του προσφεύγοντος και, αφετέρου, η εφαρμογή της πρέπει να έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα (21).

54.      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε καμία άμεση έννομη συνέπεια γι’ αυτούς, ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 6 της οδηγίας.

55.      Αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια ότι οι τόποι που επελέγησαν ως τόποι κοινοτικής σημασίας χαρακτηρίζονται ειδικές ζώνες προστασίας. Συνεπώς, με την εν λόγω απόφαση ρυθμίζεται οριστικά το ζήτημα της εντάξεως των εν λόγω τόπων στο δίκτυο Natura 2000.

56.      Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται απαγόρευση υποβάθμισης των τόπων που χαρακτηρίζονται τόποι κοινοτικής σημασίας και υποχρέωση αξιολογήσεως των σχεδίων που ενδέχεται να υλοποιηθούν σε αυτούς τους τόπους, όπως προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας. Το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προβλέπει υποχρεώσεις ή περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση των εδαφών κυριότητας των αναιρεσειόντων ουδεμία επιρροή ασκεί, κατ’ αυτούς.

57.      Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους αυτού, οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά του Πρωτοδικείου διότι εξέτασε την έννομες συνέπειες της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς να λάβει υπόψη τα διάφορα στάδια της διαδικασίας επιλογής των τόπων.

58.      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 6 της οδηγίας κρίνοντας ότι, για να υπάρχουν οι έννομες συνέπειες οι οποίες απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, απαιτείται η λήψη μέτρων από το κράτος μέλος, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος μέλος διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως.

59.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη είναι σύμφωνη με τη σχετική με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους αναιρεσείοντες, διότι δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετική με το καθεστώς προστασίας που πρέπει να θεσπίσουν τα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας. Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση, ουδόλως εμποδίζει τους αναιρεσείοντες να υλοποιήσουν κατασκευαστικά, δασοκομικά ή γεωργικά σχέδια στις ειδικές ζώνες διατήρησης. Το γράμμα της εν λόγω διατάξεως είναι σαφές και απαιτεί απλώς την εφαρμογή διαδικασιών αξιολογήσεως και τη διοργάνωση διαβουλεύσεων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές πριν την έγκριση του σχεδίου. Τέλος, η Επιτροπή δεν κρίνει απαραίτητο να απαντήσει στα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τους αφορά και ατομικά.

60.      Το Βασίλειο της Ισπανίας, το οποίο παρεμβαίνει για τη στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής, προσθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απλώς διαπιστώνει μια πραγματική κατάσταση, και συγκεκριμένα την πλήρωση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών προϋποθέσεων σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Διευκρινίζει επίσης ότι οι επιπτώσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά από τον χαρακτηρισμό ως ειδικής ζώνης διατήρησης, ο οποίος πραγματοποιείται από τα κράτη μέλη.

2.      Εκτίμηση

61.      Αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2, είναι αποκλειστικά τα κράτη μέλη. Τα φυσικά πρόσωπα, εν προκειμένω οι ιδιοκτήτες εδαφών, ή τα νομικά πρόσωπα, εν προκειμένω το ίδρυμα MTK:n säätiö, που επιθυμούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Κατά συνέπεια, πρέπει να αποδείξουν ότι η απόφαση τα αφορά άμεσα και ατομικά. Αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις, η προσφυγή που ασκείται κατ’ αυτής από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι απαράδεκτη.

62.      Αυτό είναι το αντικείμενο της παρούσας διαφοράς.

63.      Όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση ότι η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί τα ακόλουθα δύο στοιχεία. Πρώτον, η οικεία πράξη πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής θέσεως του ιδιώτη. Δεύτερον, δεν πρέπει να αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της. Συνεπώς, η πράξη πρέπει να έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και να απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (22).

64.      Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως θα πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις.

 Επί της πρώτης προϋποθέσεως που αφορά τις επιπτώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως στη νομική θέση των ιδιοκτητών εδαφών

65.      Όπως προανέφερα, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «η οποία καθορίζει, ως τόπους κοινοτικής σημασίας, ζώνες του φινλανδικού εδάφους εντός των οποίων οι προσφεύγοντες [φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες εδαφών] έχουν δικαιώματα κυριότητας [(23)] [δεν] παράγει, αφεαυτής, αποτελέσματα επί της νομικής θέσεως των προσφευγόντων». Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ως προς το καθεστώς προστασίας των τόπων κοινοτικής σημασίας και επομένως δεν επηρεάζει ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών εδαφών ούτε την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Συνεπώς, κατά την άποψη του Πρωτοδικείου, το γεγονός ότι οι τόποι αυτοί περιλαμβάνονται στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας ουδεμία υποχρέωση συνεπάγεται για τους επιχειρηματίες ή τους ιδιώτες.

66.      Δεν συμφωνώ με την ανάλυση αυτή.

67.      Φρονώ, αντιθέτως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προκαλεί αφεαυτής άμεσες συνέπειες στη νομική θέση των ιδιοκτητών εδαφών, ακόμα και αν το οικείο κράτος μέλος δεν θεσπίσει μέτρα προστασίας.

68.      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά ασφαλώς πράξη υποκείμενη σε προσφυγή, και όχι «αναγνωριστική πράξη» ή απλό μεταβατικό μέτρο, εφόσον προσδιορίζει οριστικά τη θέση της Επιτροπής όσον αφορά τους τόπους κοινοτικής σημασίας που υπάγονται στο δίκτυο Natura 2000 (24).

69.      Η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά, εξάλλου, βλαπτική πράξη. Χαρακτηρίζοντας τόπους κοινοτικής σημασίας τις περιοχές επί των οποίων οι ιδιοκτήτες εδαφών έχουν δικαιώματα, η απόφαση τους στερεί τη δυνατότητα να διαθέτουν ελεύθερα τα εδάφη κυριότητάς τους (25).

70.      Πράγματι, συνεπεία της εν λόγω αποφάσεως, στα δικαιώματα των ιδιοκτητών εδαφών επιβάλλονται νέοι περιορισμοί που δεν ίσχυαν κατά τον χρόνο κτήσεως των εδαφών, ενώ η άσκηση των δικαιωμάτων δυσχεραίνεται. Δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ιδιοκτήτες εδαφών δεν μπορούν πλέον να εκμεταλλευθούν ή να πωλήσουν τις εκτάσεις κυριότητάς τους χωρίς να ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός των ιδιοκτησιών ως χώρων κοινοτικής σημασίας. Συνεπώς, ο αντίκτυπος της προσβαλλομένης αποφάσεως στη θέση τους μεταφράζεται σε ζημία οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που εκδηλώνεται μέσω της μειώσεως της αξίας των εκτάσεων ή ακόμα και μέσω της πλήρους ή μερικής παύσεως των γεωργικών και δασοκομικών δραστηριοτήτων, ενώ μπορεί να εκδηλωθεί και μέσω μιας σειράς περιορισμών στην άσκηση των προνομιών που συνοδεύουν το δικαίωμα κυριότητας, εφόσον, αφ’ ης στιγμής οι εκτάσεις αυτές χαρακτηριστούν τόποι κοινοτικής σημασίας, βαρύνονται με νέες υποχρεώσεις.

71.      Αφενός, οι εν λόγω εκτάσεις χαρακτηρίζονται, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας, ειδικές ζώνες διατήρησης.

72.      Αφετέρου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας, να θεσπίσουν καθεστώς προστασίας των τόπων τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας (26). Τα κράτη μέλη υποχρεούνται, για παράδειγμα, να θεσπίσουν όλα τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση των τόπων (27). Μπορούν επίσης να απαγορεύσουν ορισμένες δραστηριότητες, όπως η εκχέρσωση και η αποψίλωση των δασών, στο εσωτερικό των προστατευομένων ζωνών, ή ακόμα και να περιορίσουν τις εργασίες ανοικοδόμησης και εκμετάλλευσης. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται, εξάλλου, να υποβάλλουν όλα τα σχέδια που ενδέχεται να επηρεάσουν τους τόπους κοινοτικής σημασίας, όπως τα σχέδια υδροληψίας, σε προηγούμενη διοικητική έγκριση βασισμένη σε αξιολόγηση των επιπτώσεών τους στον οικείο τόπο (28).

73.      Τα μέτρα αυτά αποτελούν περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος κυριότητας και συνδέονται άμεσα με τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων ιδιοκτησίας των ιδιοκτητών εδαφών ως τόπων κοινοτικής σημασίας.

74.      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, την οποία θεωρώ παρόμοια με την υπό κρίση, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα. Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν απόφαση της Επιτροπής που διαπίστωσε τη συμφωνία με το κοινοτικό δίκαιο βρετανικών μέτρων με τα οποία θεσπίστηκαν, σύμφωνα με την οδηγία 89/552/ΕΟΚ (29), περιορισμοί της αναμεταδόσεως εκδηλώσεων μείζονος σημασίας από τους οργανισμούς μεταδόσεως ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η σχετική πράξη αφορούσε άμεσα μια επιχείρηση, εν προκειμένω την Infront WM AG, η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά και μεταπώληση δικαιωμάτων τηλεοπτικής αναμεταδόσεως αθλητικών διοργανώσεων, καθόσον τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και τα οποία εγκρίθηκαν με την επίμαχη πράξη επέβαλλαν σ’ αυτούς τους τηλεοπτικούς οργανισμούς ορισμένους περιορισμούς ως προς την αναμετάδοση εκδηλώσεων που έχουν χαρακτηρισθεί μείζονος σημασίας και των οποίων τα αποκλειστικά δικαιώματα είχε η Infront WM AG. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[κ]αθόσον οι περιορισμοί αυτοί συναρτώνται με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι οργανισμοί αυτοί αποκτούν από την Infront [WM AG] τα δικαιώματα τηλεοπτικής αναμεταδόσεως [...], τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο και η επίμαχη πράξη έχουν ως συνέπεια την επιβολή πρόσθετων περιορισμών όσον αφορά τα δικαιώματα των οποίων κάτοχος είναι η εταιρία αυτή, οι οποίοι δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο αγοράς των δικαιωμάτων αναμεταδόσεως από την Infront και οι οποίοι καθιστούν δυσχερέστερη την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Επομένως, η επίμαχη πράξη θίγει άμεσα την νομική κατάσταση της Infront [WM AG]» (30).

75.      Φρονώ ότι η νομολογία αυτή μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

76.      Για τους λόγους αυτούς και κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ασφαλώς επηρεάζει άμεσα τη νομική θέση των ιδιοκτητών εδαφών.

77.      Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστεί αν τα μέτρα εφαρμογής τα οποία απαιτεί η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθαρά αυτόματα ή αν, αντιθέτως, οι εθνικές αρχές διατηρούν κάποια σχετική διακριτική ευχέρεια.

 Επί της δεύτερης προϋποθέσεως σχετικά με την έκταση του περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών για την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως

78.      Κατά πάγια νομολογία, οσάκις πράξη κοινοτικού οργάνου απευθύνεται σε κράτος μέλος και η ενέργεια στην οποία οφείλει να προβεί το εν λόγω κράτος μέλος κατόπιν αυτής της πράξεως έχει χαρακτήρα αυτόματο ή, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς την τελική έκβαση, η πράξη αφορά άμεσα οποιοδήποτε θιγόμενο πρόσωπο από την ενέργεια αυτή (31).

79.      Εφόσον μεταξύ της προσβαλλομένης πράξεως και του προσφεύγοντος παρεμβάλλεται εθνικό μέτρο εκτέλεσης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν γεννάται, εξ αυτού του λόγου, λόγος απαραδέκτου της προσφυγής, αν το μέτρο έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα ή αν το περιεχόμενό του μπορεί να προβλεφθεί και μπορεί να εξαχθεί από την κοινοτική ρύθμιση (32). Το Δικαστήριο έχει κρίνει, για παράδειγμα, ότι αυτό συνέβαινε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM. Παρά την ύπαρξη περιθωρίου ελιγμών κατά την εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν διέθεταν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, εφόσον αυτό καθοριζόταν αποκλειστικά από την επίμαχη πράξη (33).

80.      Αν, αντιθέτως, η προσβαλλόμενη πράξη επιτρέπει πραγματικά στο κράτος μέλος αποδέκτη της να επιλέξει αν θα ενεργήσει ή όχι, ή δεν του επιβάλλει να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ιδιώτης δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι νομιμοποιείται να την προσβάλει (34).

81.      Όπως προανέφερα, το Πρωτοδικείο εξέτασε, με τις σκέψεις 55 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει των άρθρων 4, παράγραφοι 4 και 5, και 6 της οδηγίας και έκρινε ότι όλες οι υποχρεώσεις αυτές απαιτούν την έκδοση πράξεως από το οικείο κράτος μέλος με την οποία να διευκρινίζει με ποιον τρόπο προτίθεται να τις επιβάλλει στο έδαφός του. Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο ανέφερε τα ακόλουθα:

«60      Επομένως, από την οδηγία […], βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει ότι η οδηγία δεσμεύει το κράτος μέλος όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει στις εθνικές αρχές την αρμοδιότητα ως προς τα μέτρα διατήρησης που πρέπει να ληφθούν και ως προς τις ακολουθητέες διαδικασίες εγκρίσεως [(35)]. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ούτως αναγνωριζόμενο στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας […] .»

82.      Βάσει της τελευταίας αυτής διαπιστώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν οι ιδιοκτήτες εδαφών.

83.      Δεν συμφωνώ με τη συλλογιστική αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

84.      Αφενός, υπενθυμίζω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομες συνέπειες αποφασιστικής φύσεως και επιβάλλεται απολύτως στα κράτη μέλη, τα οποία δεν μπορούν να ανατρέψουν την υπαγωγή των εκτάσεων στο δίκτυο Natura 2000.

85.      Αφετέρου, τα κράτη μέλη διαθέτουν, κατά τη γνώμη μου, πολύ περιορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για την εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως.

86.      Εν προκειμένω, το σημείο διαφωνίας των διαδίκων αφορά το ότι η εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως απαιτεί τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων από τα κράτη μέλη. Όπως όμως προαναφέρθηκε, η ύπαρξη εθνικού μέτρου εφαρμογής, το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ της προσβαλλομένης πράξεως και του προσφεύγοντος, δεν συνιστά αφεαυτής λόγο απαραδέκτου της προσφυγής. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο εξετάζει την έκταση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη για την εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως.

87.      Στην υπό κρίση υπόθεση, τα μέτρα εκτελέσεως θεσπίζονται με οδηγία η οποία, εξ ορισμού, αφήνει περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη. Υπενθυμίζω, πράγματι, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, τα κράτη μέλη δεσμεύονται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά διαθέτουν μια κάποια διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τύπο και τα μέσα που επιλέγουν προς τον σκοπό αυτόν (36).

88.      Εν προκειμένω πρέπει, συνεπώς, να κριθεί αν, ενόψει των διατάξεων της οδηγίας, τα κράτη μέλη διαθέτουν επαρκές περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο να τους επιτρέπει να ενεργήσουν ή να μην ενεργήσουν, ή αν, αντιθέτως, υποχρεούνται να ενεργήσουν με συγκεκριμένο τρόπο.

89.      Ο τρόπος και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να εφαρμοστεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζονται με τα άρθρα 4, παράγραφοι 4 και 5, και 6 της οδηγίας.

90.      Πρώτον, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή καταρτίσει τον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ορίσουν τους εν λόγω τόπους ως ειδικές ζώνες διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, μέσα σε μια εξαετία. Όπως επισήμαναν οι αναιρεσείοντες, το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας είναι σαφές και τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως σχετικά (37).

91.      Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν στους τόπους που εγγράφονται στον κατάλογο τόπων κοινοτικής σημασίας το καθεστώς προστασίας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας (38). Όπως επισήμανε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Dragaggi κ.λπ., η καταχώριση ενός τόπου στον κατάλογο τόπων κοινοτικής σημασίας και η εφαρμογή των μέτρων προστασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη συνδέονται ρητώς μεταξύ τους (39).

92.      Ασφαλώς, οι εθνικές αρχές δεν στερούνται εντελώς περιθωρίου ελιγμών για την εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο, οι εθνικές αρχές μπορούν να προβλέπουν κατάλληλο καθεστώς προστασίας των τόπων, το οποίο μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και με τις περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες κάθε κράτους μέλους (40).

93.      Εντούτοις, φρονώ ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που τους αναγνωρίζεται είναι πολύ περιορισμένο.

94.      Πράγματι, οι εθνικές αρχές πρέπει να μεριμνούν ώστε οι κύριοι των εδαφών που χαρακτηρίζονται τόποι κοινοτικής σημασίας να μην υποβαθμίζουν τους φυσικούς οικοτόπους που βρίσκονται στην ιδιοκτησία τους και να μην οχλούν τα είδη που ζουν στον χώρο αυτόν σε βαθμό που να παραβιάζει τις απαιτήσεις της οδηγίας. Προς τον σκοπό αυτόν, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να θεσπίζουν μέτρα προστασίας τα οποία, κατά την άποψή μου, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προβλεφθούν και ακολουθούν κατεύθυνση που μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει επίσης να επιτρέπουν τη διατήρηση και την αποκατάσταση «σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης» των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος (41). Πρέπει επίσης να μπορούν να αποτρέψουν κάθε κίνδυνο υποβάθμισης και ενοχλήσεων στους τόπους. Τα εν λόγω μέτρα συνιστούν την άμεση εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τα μέτρα αυτά και συνεπώς, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζουν το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί και ως προς το οποίο οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως.

95.      Η βλάβη που επέρχεται στη νομική θέση των ιδιοκτητών εδαφών οφείλεται στην απαίτηση να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός.

96.      Εξάλλου, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα περιορίζουν όλο και περισσότερο το περιθώριο εκτιμήσεως των αρμόδιων εθνικών αρχών.

97.      Η Επιτροπή έχει εκδώσει ερμηνευτικό οδηγό του άρθρου 6 της οδηγίας, στον οποίο αναφέρει την έκταση και το περιεχόμενο κάθε μιας από τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου (42). Όσον αφορά, για παράδειγμα, την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, η Επιτροπή διευκρινίζει την έννοια των ενοχλήσεων και της υποβάθμισης των οικοτόπων και επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αξιολογούν αυτούς τους κινδύνους. Η Επιτροπή καθορίζει επίσης τις προϋποθέσεις και τις προθεσμίες εντός των οποίων τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίζουν μέτρα διατήρησης (43). Όσον αφορά, επίσης, την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας, η Επιτροπή διευκρινίζει την έννοια των όρων «επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος» και «αντισταθμιστικά μέτρα». Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, πότε πρέπει να εξετάζεται η λήψη των εν λόγω μέτρων, ποιος πρέπει να βαρύνεται με το κόστος τους και σε ποιον πρέπει να γνωστοποιούνται.

98.      Εξάλλου, η Επιτροπή, μέσω της διαδικασίας των προσφυγών λόγω παραβάσεως, και το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου που ασκεί, ελέγχουν εξαντλητικά τα μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας. Αυτό αποδεικνύεται από τον όγκο υποθέσεων που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας. Το Δικαστήριο επισημαίνει σχετικά ότι η ακριβής μεταφορά της οδηγίας είναι «ιδιαίτερης σημασίας [καθόσον] η διαχείριση της κοινής κληρονομιάς ανατίθεται, όσον αφορά το έδαφός τους, στα κράτη μέλη» (44). Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, στο μέτρο που η οδηγία θέτει «περίπλοκους και τεχνικούς κανόνες», «τα κράτη μέλη οφείλουν ειδικώς να μεριμνούν ώστε η αποβλέπουσα στη διασφάλιση της μεταφοράς αυτής της οδηγίας νομοθεσία τους να είναι σαφής και επακριβής, συμπεριλαμβανομένων των ουσιωδών υποχρεώσεων εποπτείας και ελέγχου» (45).

99.      Το Δικαστήριο δεν έχει διστάσει να διευκρινίσει τις λεπτομέρειες του μηχανισμού προστασίας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας. Έχει κρίνει ότι, για την «κατάλληλη εκτίμηση», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να επισημαίνουν όλες τις πτυχές των μελετώμενων σχεδίων που ενδέχεται να επηρεάσουν τους στόχους της διατήρησης του συγκεκριμένου τόπου. Επίσης, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η έγκριση κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου μπορεί να γίνει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαμόρφωσαν την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς συνέπειες στην ακεραιότητα του οικείου τόπου. Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, «αν παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών του συγκεκριμένου σχεδίου […], η αρμόδια αρχή οφείλει να μην το εγκρίνει» (46). Όπως ορθώς επισήμαναν οι αναιρεσείοντες, η έγκριση που χορηγείται βάσει αυτών των κριτηρίων αφήνει πολύ περιορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη (47).

100. Φρονώ, συνεπώς, ότι, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή χαρακτηρίσει μια περιοχή τόπο κοινοτικής σημασίας, τα κράτη μέλη δεν έχουν άλλη επιλογή από το να χαρακτηρίσουν τον τόπο αυτόν ειδική ζώνη διατήρησης και να θεσπίσουν καθεστώς προστασίας που να επιτρέπει τη διατήρηση του εν λόγω τόπου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας. Το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ένα μάλλον περιορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέτρα διατήρησης που πρέπει να θεσπιστούν και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να επηρεάσει τις επιπτώσεις της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

101. Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων στοιχείων, είμαι της γνώμης ότι εν προκειμένω πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις τις οποίες απαιτεί η νομολογία προκειμένου μια κοινοτική πράξη να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

102. Φρονώ, συνεπώς, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους ιδιοκτήτες εδαφών και προτείνω στο Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

103. Κατόπιν αυτού, φρονώ ότι δεν χρειάζεται να εξεταστεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την απουσία αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

104. Φρονώ, επίσης, ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικά επί του παραδεκτού της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου (48).

VI – Επί του παραδεκτού της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως

105. Εφόσον το Πρωτοδικείο δεν αξιολόγησε το σημείο αυτό με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, θα εξετάσω σε ποιο βαθμό η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να αφορά ατομικά τους ιδιοκτήτες εδαφών και, στη συνέχεια, θα εξετάσω το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε η MTK.

 Α –       Επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησαν οι ιδιοκτήτες εδαφών

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

106. Με την ένσταση απαραδέκτου που υπέβαλε πρωτοδίκως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ατομικά τους ιδιοκτήτες εδαφών. Επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η απόφαση αυτή δεν τους επηρεάζει κατά τρόπο ώστε να τους στερεί την απόλαυση των ιδιοκτησιών τους. Η εν λόγω απόφαση δεν τους αναγνωρίζει κάποιο δικαίωμα ούτε τους επιβάλλει κάποια υποχρέωση. Η Επιτροπή υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι τόποι τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζονται αποκλειστικά βάσει βιολογικών κριτηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ια΄, της οδηγίας. Συναφώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν είναι δυνατόν, βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως ή βάσει των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνησή της, να εξατομικευθούν οι κύριοι των τόπων που χαρακτηρίζονται τόποι κοινοτικής σημασίας. Η Επιτροπή επισημαίνει, τέλος, ότι οι τόποι τους οποίους αφορά η εν λόγω απόφαση ενδιαφέρουν και άλλους παράγοντες πλην των ιδιοκτητών εδαφών, όπως τις κατασκευαστικές εταιρίες, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις ή τους «απλούς πολίτες».

107. Οι αναιρεσείοντες φρονούν, αντιθέτως, ότι βρίσκονται σε ιδιόμορφη κατάσταση που τους διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά εκτάσεις κυριότητάς τους και επηρεάζει τη νομική τους θέση.

2.      Εκτίμηση

108. Κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (49).

109. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, όταν η απόφαση θίγει ομάδα προσώπων τα οποία έχουν εξατομικευθεί ή ήταν δυνατό να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων που σχετίζονται ειδικώς με τα μέλη της ομάδας, η πράξη αυτή δύναται να αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά, καθόσον αποτελούν μέρος ενός στενού επιχειρηματικού κύκλου (50). Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι αυτό συμβαίνει όταν η απόφαση θίγει τα κεκτημένα προ της εκδόσεώς της δικαιώματα του ιδιώτη (51).

110. Στην υπό κρίση υπόθεση, φρονώ ότι οι ιδιοκτήτες εδαφών αποτελούν όντως μέρος ενός κλειστού κύκλου, τα μέλη του οποίου επηρεάζονται ειδικά από την προσβαλλόμενη απόφαση για τρεις λόγους.

111. Πρώτον, βρίσκονται σε ιδιόμορφη κατάσταση, διότι έχουν δικαιώματα κυριότητας στους τόπους τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

112. Δεύτερον, μπορούσαν να εξατομικευθούν από την Επιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως. Πράγματι, οι τόποι τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούν να εξατομικευθούν βάσει γεωγραφικών συντεταγμένων (γεωγραφικού πλάτους και μήκους). Τα στοιχεία αυτά, τα οποία προτείνονται, διαβιβάζονται και στη συνέχεια επικυρώνονται από τα κράτη μέλη, επιτρέπουν να εξατομικευθούν οι εκτάσεις επί των οποίων υπάρχουν δικαιώματα κυριότητας. Τα δικαιώματα κυριότητας κάθε πολίτη καταχωρούνται κατ’ αρχήν από τις εθνικές αρχές σε μητρώα.

113. Τρίτον, όπως απέδειξα, η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζει τη νομική θέση των ιδιοκτητών εδαφών, και ιδίως την ελεύθερη διάθεση των δικαιωμάτων τους.

114. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, φρονώ ότι το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησαν οι αναιρεσείοντες απορρέει από την πάγια θέση του Δικαστηρίου ότι ο ιδιώτης μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει τη νομιμότητα κοινοτικής πράξεως εφόσον η πράξη τροποποιεί τα κεκτημένα προ της εκδόσεώς της δικαιώματα του ιδιώτη.

115. Όπως προανέφερα στα σημεία 99 έως 102 των προτάσεών μου επί των οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, το Δικαστήριο αποφάνθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο στην απόφαση Toepfer και Getreide‑Import Gesellschaft κατά Επιτροπής (52), με την οποία δέχθηκε για πρώτη φορά ότι απόφαση απευθυνόμενη σε κράτος μέλος μπορεί να αφορά ατομικά ιδιώτη. Το Δικαστήριο προέκρινε επίσης την ίδια λύση με την προπαρατεθείσα απόφαση Bock κατά Επιτροπής, καθώς και με τις αποφάσεις Agricola commerciale olio κ.λπ. κατά Επιτροπής και Savma κατά Επιτροπής (53). Με την απόφαση CAM κατά Επιτροπής (54), το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι ένας ιδιώτης έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή όταν το προσβαλλόμενο μέτρο αφορά κατάσταση η οποία εκκρεμούσε κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου και θέτει σε κίνδυνο το όφελος που απορρέει από κεκτημένα δικαιώματα όσον αφορά μελλοντικές εμπορικές πράξεις. Την ίδια άποψη ακολούθησε το Δικαστήριο και στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM.

116. Εξάλλου, όταν το επίμαχο δικαίωμα έχει χαρακτήρα θεμελιώδους δικαιώματος στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως, όπως το δικαίωμα κυριότητας (55), είναι προφανές, κατά την άποψή μου, ότι η προσβολή του δικαιώματος αυτού πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων.

117. Φρονώ ότι η ανάλυση αυτή επιρρωννύεται από την κοινοτική νομολογία και ειδικότερα από την απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου (56). Στην υπόθεση εκείνη, ισπανική εταιρία που ήταν κάτοχος του σήματος Gran Cremant de Codorniu από το 1924, ζητούσε την ακύρωση του άρθρου κανονισμού του Συμβουλίου που της απαγόρευε από κάποιο χρονικό σημείο τη χρησιμοποίηση της ενδείξεως «crémant». Το Δικαστήριο φαίνεται ότι δέχθηκε το παραδεκτό της προσφυγής, μολονότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε ρυθμιστικό χαρακτήρα, προκειμένου να προστατευθεί το δικαίωμα κυριότητας επί του σήματος, το οποίο αναγνώριζε στην εταιρία η ισπανική νομοθεσία.

118. Φρονώ ότι η νομολογία αυτή μπορεί κάλλιστα να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον τα δικαιώματα των ιδιοκτητών εδαφών αποκτήθηκαν πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

119. Για τους λόγους αυτούς, ενόψει του συνόλου αυτών των στοιχείων, είμαι της γνώμης ότι η απόφαση αυτή αφορά ατομικά τους ιδιοκτήτες εδαφών.

120. Συνεπώς, οι ιδιοκτήτες εδαφών πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά μιας τέτοιας αποφάσεως. Προτείνω, κατά συνέπεια, στο Δικαστήριο, να κρίνει την προσφυγή τους παραδεκτή.

121. Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε η MTK κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Β –       Επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε η MTK

122. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η MTK εκπροσωπεί τα συμφέροντα 163 000 ιδιοκτητών γεωργικών και δασικών εκμεταλλεύσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτητών εδαφών (57).

123. Το παραδεκτό αγωγής την οποία ασκεί ένωση που προασπίζει συλλογικά συμφέροντα ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων απορρέει επίσης από το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ το οποίο, όπως είναι γνωστό, εξαρτά την προσφυγή ακυρώσεως κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου κατά αποφάσεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης από τη διττή προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή αφορά το οικείο πρόσωπο άμεσα και ατομικά.

124. Επομένως, μια ένωση που προασπίζει συλλογικά συμφέροντα μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης μόνον αν η εν λόγω απόφαση αφορά την ίδια ή τα μέλη της άμεσα και ατομικά. Κατά πάγια νομολογία, μια ένωση δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την εν λόγω πράξη επικαλούμενη λόγους προασπίσεως των γενικών και συλλογικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που εκπροσωπεί (58). Αυτό αποτρέπει την καταστρατήγηση από ιδιώτες, μέσω της ιδρύσεως μιας τέτοιας ενώσεως, των διαδικαστικών επιταγών του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (59).

125. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια ένωση όπως η MTK μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής σε δύο μόνον περιπτώσεις. Πρώτον, η προσφυγή της είναι παραδεκτή αν τα μέλη που εκπροσωπεί ή ορισμένα από αυτά νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή (60). Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι υποκαθιστά τα μέλη της. Δεύτερον, η προσφυγή μπορεί να κριθεί παραδεκτή εφόσον η ένωση μπορεί να επικαλεστεί ίδιο συμφέρον για την άσκησή της. Σύμφωνα με τη νομολογία, αυτό συμβαίνει όταν η θέση της ενώσεως ως διαπραγματευτή έχει θιγεί από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση (61).

126. Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η προσφυγή την οποία άσκησε η MTK είναι παραδεκτή, εφόσον η πλειοψηφία των μελών της νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή.

127. Συμφωνώ με την άποψη αυτή.

128. Πράγματι, φρονώ ότι με την παρούσα προσφυγή η MTK προσπαθεί να υπερασπιστεί τα ατομικά συμφέροντα ορισμένων μελών της, και συγκεκριμένα των ιδιοκτητών εδαφών. Εφόσον, όπως απέδειξα, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τα μέλη αυτά φρονώ ότι η προσφυγή της MTK, η οποία τους εκπροσωπεί, είναι παραδεκτή.

129. Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, θεωρώ το στοιχείο αυτό επαρκές για να δικαιολογήσει το παραδεκτό της προσφυγής της MTK.

130. Επομένως, υπό το φως αυτών των σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής που άσκησαν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Πρωτοδικείου.

131. Προτείνω επίσης στο Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου να αποφανθεί επί της βασιμότητας της προσφυγής και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα (62).

VII – Πρόταση

132. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

«1)      Αναιρεί τη διάταξη του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Ιουνίου 2006, T‑150/05, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής.

2)      Απορρίπτει την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3)      Αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκειμένου να αποφανθεί επί της βασιμότητας της προσφυγής.

4)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Σε αυτούς τους κυρίους εδαφών περιλαμβάνονται δεκατρία φυσικά πρόσωπα και ένα ίδρυμα με την επωνυμία MTK:n säätiö (στο εξής: ιδιοκτήτες εδαφών).


3 – Πρόκειται για την ένωση Maa- ja metsätaloustuottajain keskusliitto MTK ry (στο εξής: MTK) που εκπροσωπεί τα συμφέροντα 163 000 ιδιοκτητών γεωργικών και δασικών εκμεταλλεύσεων.


4 – T‑150/05 (Συλλογή 2006, σ. II‑1851, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη).


5 – ΕΕ L 40, σ. 1 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).


6 – Οδηγία της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ L 284, σ. 1, στο εξής: οδηγία).


7 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, C‑125/06 P, Επιτροπή κατά Infront WM (Συλλογή 2008, σ. Ι-1451, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 – Πρώτη και τρίτη έως έκτη αιτιολογική σκέψη.


9 – Όπως η ταξινόμηση των πληθυσμών ζώων σύμφωνα με τα ορνιθολογικά κριτήρια του παραρτήματος Ι της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202), αλλά και πληροφορίες σχετικές με τα αποδημητικά πτηνά τα οποία απαντώνται συνήθως στον τόπο και δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό, η ταξινόμηση των θηλαστικών, των αμφιβίων και των ερπετών, των ψαριών, των ασπονδύλων και των φυτών που αφορά το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας, καθώς και τα λοιπά σημαντικά είδη της χλωρίδας και της πανίδας που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό.


10 – Όπως η θέση του τόπου και χάρτης στον οποίο να εμφαίνεται.


11 – Συνιστάται στα κράτη μέλη να γνωστοποιούν «[π]ληροφορίες για τις επιπτώσεις και τις δραστηριότητες μέσα και γύρω από τον τόπο». Προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη καλούνται να παρέχουν πληροφορίες για τις δραστηριότητες που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με τη γεωργία και τα δάση, την αλιεία, το κυνήγι και τη συλλογή καρπών, την αστική και τη βιομηχανική ανάπτυξη, τις μεταφορές και την επικοινωνία [βλ. σημείο 6.1 και προσάρτημα Ε της αποφάσεως 97/266/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 1996, όσον αφορά έντυπο πληροφοριών για τους προτεινόμενους τόπους Natura 2000 (ΕΕ 1997, L 107, σ. 1, και ιδίως σ. 37)].


12 – Άρθρα 20 και 21 της οδηγίας. Η εν λόγω επιτροπή, της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής, αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών μελών.


13 –      Τόπος κοινοτικής σημασίας.


14 – Ορισμένες ιδιοκτησίες αναφέρονται και εξατομικεύονται στο σημείο 6.2.2.7 του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής.


15 – Φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν περιέλαβε στην ανάλυσή του τη νομική κατάσταση του ιδρύματος MTK:n säätiö, το οποίο, υπενθυμίζω, είναι επίσης κύριος εδαφών που εμπίπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.


16 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 1997, C‑188/96 P, Επιτροπή κατά V (Συλλογή 1997, σ. I‑6561, σκέψη 24), και της 7ης Μαΐου 1998, C‑401/96 P, Somaco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑2587, σκέψη 53).


17 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18 – Όπ.π.


19 – Αναφέρομαι στις γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν μετά την προβολή από την Επιτροπή, πρωτοδίκως, της ενστάσεως απαραδέκτου.


20 – Βλ., αντιστοίχως, σημεία 68 έως 70 των γραπτών παρατηρήσεων και σ. 4 της αιτήσεως αναιρέσεως.


21 – Σημεία 8 έως 56 της αιτήσεως αναιρέσεως,.


22 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM (σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23 – Η υπογράμμιση δική μου.


24 – Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81 IBM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 10).


25 – Παραπέμπω στην άποψη του καθηγητή Guy Isaac, ο οποίος θεωρεί ότι «η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα μόνον αν έχει αφεαυτής ως άμεσο αποτέλεσμα να του στερεί δικαίωμα ή να του επιβάλλει υποχρέωση, έτσι ώστε να τον θέτει σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν η πράξη απευθυνόταν σε αυτόν» (Isaac, G., Droitcommunautairegénéral, 7η έκδ., Colin, Παρίσι, 1999, σ. 266).


26 – Βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2005, C‑117/03, Dragaggi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑167). Με τη σκέψη 21 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το καθεστώς προστασίας, το οποίο προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας, τυγχάνει εφαρμογής σε έναν τόπο εφόσον ο τόπος αυτός, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας, έχει εγγραφεί στον κατάλογο ο οποίος περιλαμβάνει τους τόπους που επελέγησαν ως κοινοτικής σημασίας και ο οποίος καταρτίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 της εν λόγω οδηγίας.


27 – Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας.


28 – Άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας.


29 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 202, σ. 60).


30 – Σκέψεις 47 έως 52.


31 – Απόφαση της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. II-3259, σκέψη 46).


32 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 13ης Μαΐου 1971, 41/70 έως 44/70, International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1971, σ. 783, σκέψη 25), και της 23ης Νοεμβρίου 1971, 62/70, Bock κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1971, σ. 977, σκέψεις 7 και 8).


33 – Σκέψεις 59 έως 63.


34 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑73/97 P, Γαλλία κατά Comafrica κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I‑185). Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3190/93 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 1993, περί ορισμού του ομοιόμορφου συντελεστή μειώσεως για τον καθορισμό της ποσότητας μπανανών που πρέπει να κατανέμεται σε κάθε επιχειρηματία των κατηγοριών Α και Β στο πλαίσιο της δασμολογικής ποσοστώσεως για το έτος 1994 (ΕΕ L 285, σ. 28) δεν αφορούσε άμεσα τις επιχειρήσεις, εφόσον στην πραγματικότητα οι εθνικές αρχές ήταν αρμόδιες να προσδιορίσουν οριστικά τις ποσότητες μπανάνας που θα δικαιούνταν να εισαγάγουν οι επιχειρήσεις κατά την εν λόγω περίοδο βάσει του κανονισμού.


35 –      Η υπογράμμιση δική μου.


36 – Βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter-Environnement Wallonie (Συλλογή 1997, σ. I‑7411, σκέψη 45).


37 – Βλ. μέρος 2.2 της αιτήσεως αναιρέσεως.


38 – Βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑244/05, Bund Naturschutz in Bayern κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑8445, σκέψη 35).


39 – Σκέψη 24.


40 – Βλ., σχετικά, άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας.


41 – Βλ. άρθρα 1, στοιχεία ε΄ και θ΄, και 2, παράγραφος 2, της οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας, η κατάσταση της διατήρησης ενός φυσικού οικοτόπου θεωρείται ικανοποιητική όταν η περιοχή της φυσικής κατανομής του και οι εκτάσεις που περιέχει μένουν σταθερές ή αυξάνονται, η δομή και οι ειδικές λειτουργίες που απαιτούνται για τη μακροπρόθεσμη συντήρησή του υφίστανται και είναι δυνατό να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλεπτό μέλλον και η κατάσταση της διατήρησης των χαρακτηριστικών ειδών κρίνεται ικανοποιητική κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο θ΄, της οδηγίας.


42 – Ο τίτλος του οδηγού είναι «Gérer les sites Natura 2000 – Les dispositions de l’article 6 de la directive “habitats” (92/43/CEE)» (Λουξεμβούργο, 2000).


43 – Βλ., επίσης, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C‑75/01, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2003, σ. I‑1585, σκέψεις 41 και 42), και της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑6/04, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2005, σ. I‑9017, σκέψεις 29 έως 39).


44 – Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκέψη 25).


45 – Όπ.π. (σκέψη 26).


46 – Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-127/02, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (Συλλογή 2004, σ. I-7405, σκέψεις 52 έως 60).


47 – Σημείο 30 της αιτήσεως αναιρέσεως.


48 – Δυνάμει αυτής της διατάξεως, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει.


49 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939)· της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C‑78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum (Συλλογή 2005, σ. I‑10737, σκέψη 33), και Επιτροπή κατά Infront WM, προπαρατεθείσα (σκέψη 70).


50 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψη 31)· της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 60), και Επιτροπή κατά Infront WM, προπαρατεθείσα (σκέψη 71).


51 – Απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, προπαρατεθείσα (σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


52 – Απόφαση της 1ης Ιουλίου 1965, 106/63 και 107/63 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 101).


53 – Αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 1984, 232/81 (Συλλογή 1984, σ. 3881), και 264/81 (Συλλογή 1984, σ. 3915).


54 – Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1975, 100/74 (Συλλογή τόμος 1975, σ. 427).


55 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1996, C‑68/95, T. Port (Συλλογή 1996, σ. I‑6065, σκέψη 40), και της 10ης Ιουλίου 2003, C‑20/00 και C‑64/00, Booker Aquaculture και Hydro Seafood (Συλλογή 2003, σ. I‑7411, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


56 – Απόφαση της 18ης Μαΐου 1994, C‑309/89 (Συλλογή 1994, σ. I‑1853). Η ανάλυση αυτή επιρρωννύεται και από τη θέση του P. Cassia στο L’accèsdespersonnesphysiquesoumoralesaujugedelalégalité desactescommunautaires, Dalloz, Παρίσι, 2002, σ. 752, σημεία 968 επ.


57 – Σημεία 3 και 6 του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής και σημείο 66 των γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες μετά την προβολή ενστάσεως απαραδέκτου από την Επιτροπή.


58 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 16/62 και 17/62, Confédération nationale des producteurs de fruits et légumes κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 829)· διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑409/96 P, Sveriges Betodlares και Henrikson κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-7531, σκέψη 45)· απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, T-86/96, Arbeitsgemeinschaft Deutscher Luftfahrt-Unternehmen και Hapag-Lloyd κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑179, σκέψη 55), και διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 1999, T-78/98, Unione provinciale degli agricoltori di Firenze κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-1377, σκέψη 36).


59 – Βλ., συναφώς, και ανάλυση του P. Cassia, όπ.π., σημεία 1226 επ.


60 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C‑6/92, Federmineraria κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I‑6357, σκέψη 17)· απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1995, T‑447/93 έως T‑449/93, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1971, σκέψη 62)· διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, T‑122/96, Federolio κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II‑1559, σκέψη 61), και απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑55/99, CETM κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II-3207, σκέψεις 23 και 24).


61 – Αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψεις 21 έως 24), και της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψεις 28 έως 30).


62 – Απόφαση της 15ης Μαΐου 2003, C‑193/01 P, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ (Συλλογή 2003, σ. I-4837).