Language of document : ECLI:EU:C:2019:219

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 19ης Μαρτίου 2019 (*)

[Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 30ής Απριλίου 2019]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Απόρριψη από τις αρχές ενός κράτους μέλους αιτήσεως ασύλου ως απαράδεκτης λόγω της προηγούμενης χορηγήσεως επικουρικής προστασίας εντός άλλου κράτους μέλους – Άρθρο 52 – Πεδίο εφαρμογής ratione temporis της οδηγίας αυτής – Άρθρα 4 και 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συστημικές ελλείψεις της διαδικασίας ασύλου σε αυτό το άλλο κράτος μέλος – Συστηματική απόρριψη των αιτήσεων ασύλου – Πραγματικός και αποδεδειγμένος κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως – Συνθήκες διαβιώσεως των δικαιούχων επικουρικής προστασίας στο εν λόγω κράτος»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-297/17, C-318/17, C-319/17 και C‑438/17

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) με αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2017, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 23 Μαΐου 2017 (C-297/17) και στις 30 Μαΐου 2017 (C-318/17 και C‑319/17), καθώς και με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιουλίου 2017 (C-438/17), στο πλαίσιο των δικών

Bashar Ibrahim (C-297/17),

Mahmud Ibrahim,

Fadwa Ibrahim,

Bushra Ibrahim,

Mohammad Ibrahim,

Ahmad Ibrahim (C-318/17),

Nisreen Sharqawi,

Yazan Fattayrji,

Hosam Fattayrji (C-319/17)

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

και

Bundesrepublik Deutschland

κατά

Taus Magamadov (C-438/17),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Prechal, Μ. Βηλαρά, E. Regan, F. Biltgen, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, προέδρους τμήματος, A. Rosas, E. Juhász, M. Ilešič (εισηγητή), J. Malenovský, L. Bay Larsen και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος τμήματος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Μαΐου 2018,

[Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 30ής Απριλίου 2019] λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Bashar Ibrahim, Mahmud Ibrahim, Fadwa Ibrahim, Bushra Ibrahim, καθώς και οι ανήλικοι Mohammad Ibrahim και Ahmad Ibrahim, και η Ν. Sharqawi, καθώς και τα ανήλικα τέκνα της, Yazan Fattayrji και Hosam Fattayrji, εκπροσωπούμενοι από την D. Kösterke-Zerbe, Rechtsanwältin,

–        ο Τ. Magamadov, εκπροσωπούμενος από την I. Stern, Rechtsanwältin,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas, καθώς και από τις E. de Moustier και E. Armoët,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós, καθώς και από την M. M. Tátrai,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Κοντού‑Durande καθώς και από τον C. Ladenburger,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60, στο εξής: οδηγία περί διαδικασιών), καθώς και των άρθρων 4 και 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τεσσάρων ενδίκων διαφορών μεταξύ του Bashar Ibrahim (υπόθεση C-297/17), του Mahmud Ibrahim, της Fadwa Ibrahim, του Bushra Ibrahim, καθώς και των ανηλίκων Mohammad και Ahmad Ibrahim (υπόθεση C-318/17), και της Nisreen Sharqawi, καθώς και των ανήλικων τέκνων της, Yazan και Hosam Fattayrji (υπόθεση C-319/17), και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), καθώς και μεταξύ αυτού του κράτους μέλους και του Taus Magamadov (υπόθεση C-438/17), σχετικά με αποφάσεις με τις οποίες το Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (ομοσπονδιακή υπηρεσία μεταναστεύσεως και προσφύγων, Γερμανία) (στο εξής: υπηρεσία μεταναστεύσεως) αρνήθηκε να χορηγήσει άσυλο στους ενδιαφερομένους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Υπό τον τίτλο «Απαγόρευση των βασανιστηρίων», το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), ορίζει τα ακόλουθα:

«Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο Χάρτης

4        Το άρθρο 1 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια», ορίζει τα εξής:

«Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται.»

5        Το άρθρο 4 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης», ορίζει ότι:

«Κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση.»

6        Το άρθρο 18 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα ασύλου», ορίζει τα εξής:

«Το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης [για το καθεστώς των προσφύγων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου του 1951 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 [1954]) και του Πρωτοκόλλου της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων και σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής οριζόμενες ως “οι Συνθήκες”)».

7        Το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου», ορίζει, στο πρώτο εδάφιό του, τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.»

8        Το άρθρο 51 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα κατωτέρω:

«Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες.»

9        Το άρθρο 52 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Στον βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην [ΕΣΔΑ], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.»

 Η οδηγία περί αναγνωρίσεως

10      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9, στο εξής: οδηγία περί αναγνωρίσεως), ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)      “διεθνής προστασία”, το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας […]

[…]

δ)      “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

ε)      “καθεστώς πρόσφυγα”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·

στ)      “πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας·

ζ)      “καθεστώς επικουρικής προστασίας”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία·

η)      “αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας”, η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς·

[…]».

11      Το κεφάλαιο II της οδηγίας περί αναγνωρίσεως ορίζει τις προϋποθέσεις για την αξιολόγηση των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας.

12      Στο εν λόγω κεφάλαιο II περιλαμβάνεται το άρθρο 4 της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων» και του οποίου η παράγραφος 3 ορίζει τα εξής:

«Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)      όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β)      των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ)      της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

[…]».

13      Το κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας περί αναγνωρίσεως ορίζει τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κάποιος ως πρόσφυγας. Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα 9 και 10 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πράξεις δίωξης» και «Λόγοι δίωξης», προβλέπουν τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί αν ο αιτών έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί διώξεις.

14      Στο κεφάλαιο IV της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, το οποίο τιτλοφορείται «Καθεστώς πρόσφυγα», περιλαμβάνεται το άρθρο 13, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα» και ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ.»

15      Τα κεφάλαια V και VI της οδηγίας περί αναγνωρίσεως ορίζουν, αντίστοιχα, τις προϋποθέσεις της επικουρικής προστασίας και το καθεστώς της προστασίας αυτής.

16      Το κεφάλαιο VII της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 20 έως 35 αυτής, καθορίζει το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας.

 Οι κανονισμοί Δουβλίνο ΙΙ και Δουβλίνο ΙΙΙ

17      Ο κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III), κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο II).

18      Ενώ ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ καθόριζε, σύμφωνα με το άρθρο του 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, μόνον τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου, κατά την έννοια της Συμβάσεως για το καθεστώς των προσφύγων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ έχει πλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο του 1, ως σκοπό τον καθορισμό των εν λόγω κριτηρίων και μηχανισμών όσον αφορά τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας οι οποίες, σύμφωνα με τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ που παραπέμπει στον παρατιθέμενο στο άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, είναι αυτές με τις οποίες επιδιώκεται η απόκτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

19      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπει ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού αυτού υποχρεούται να αναλάβει εκ νέου τον υπήκοο τρίτης χώρας ή τον απάτριδα του οποίου η αίτηση απερρίφθη και ο οποίος υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος ή ο οποίος ευρίσκεται, χωρίς να έχει τίτλο διαμονής, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

20      Το άρθρο 49 του κανονισμού Δουβλίνο III, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έναρξη ισχύος και εφαρμογή», προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ισχύει για τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται από την πρώτη ημέρα του έκτου μήνα μετά την έναρξη ισχύος του και, από την ημερομηνία αυτή, θα ισχύει για κάθε αίτηση αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης αιτούντων, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία έγινε η αίτηση. Ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία υποβάλλεται πριν από αυτή την ημερομηνία πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια του κανονισμού [Δουβλίνο II].

[…]»

 Η οδηγία 2005/85 και η οδηγία περί διαδικασιών

21      Η οδηγία περί διαδικασιών αναδιατύπωσε την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ 2005, L 326, σ. 13).

22      Η οδηγία 2005/85 αποσκοπούσε, σύμφωνα με το άρθρο της 1, στη θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τις διαδικασίες διά των οποίων τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα. Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής όριζε την «αίτηση ή αίτηση ασύλου» ως την αίτηση την οποία υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας από κράτος μέλος σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης.

23      Το άρθρο 25 της οδηγίας 2005/85 είχε ως εξής:

«1.      Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙ], τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του ως πρόσφυγα […] όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου εάν:

α)      το καθεστώς του πρόσφυγα έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος·

[…]».

24      Από το άρθρο 1 της οδηγίας περί διαδικασιών προκύπτει ότι η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό τη θέσπιση κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας περί αναγνωρίσεως.

25      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, ως «αίτηση διεθνούς προστασίας» νοείται η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς.

26      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας περί διαδικασιών ορίζει τα εξής:

«Κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, η αποφαινόμενη αρχή εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσον οι αιτούντες μπορούν να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες και, σε αντίθετη περίπτωση, εξακριβώνει κατά πόσον οι αιτούντες δικαιούνται επικουρικής προστασίας.»

27      Το άρθρο 33 της οδηγίας περί διαδικασιών, με τίτλο «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ], τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία [περί αναγνωρίσεως] όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:

α)      η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος·

[…]

δ)      η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [περί αναγνωρίσεως] […]

[…]».

28      Το άρθρο 40 της οδηγίας περί διαδικασιών, με τίτλο «Μεταγενέστερες αιτήσεις», προβλέπει, στις παραγράφους του 2 έως 4, τα εξής:

«2.      Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ), η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί αν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [περί αναγνωρίσεως].

3.      Εάν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [περί αναγνωρίσεως], η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβάλουν άλλους λόγους για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης.

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία, ιδίως με την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 46.»

29      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαδικασιών ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1 έως 30, το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2 και 6 έως 9, τα άρθρα 32 έως 46, τα άρθρα 49 και 50 και το παράρτημα I έως τις 20 Ιουλίου 2015 το αργότερο. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των μέτρων.»

30      Το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται και στις διαδικασίες ανάκλησης διεθνούς προστασίας που κινούνται μετά την 20ή Ιουλίου 2015 ή σε προηγούμενη ημερομηνία. Αιτήσεις που υποβάλλονται πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 και διαδικασίες για την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα που κινούνται πριν από την εν λόγω ημερομηνία διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας [2005/85].»

31      Το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών προβλέπει ότι η οδηγία 2005/85 καταργείται για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία περί διαδικασιών από την 21η Ιουλίου 2015, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, προθεσμία που αναγράφεται στο παράρτημα II, μέρος B.

32      Το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών ορίζει ότι αυτή «αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», δημοσίευση που έγινε στις 29 Ιουνίου 2013.

 Το γερμανικό δίκαιο

33      Το άρθρο 29 του Asylgesetz (νόμου περί ασύλου, στο εξής: asylG), όπως τροποποιήθηκε, με ισχύ από τις 6 Αυγούστου 2016, με τον Integrationsgesetz (νόμο περί κοινωνικής εντάξεως), της 31ης Ιουλίου 2016 (BGBl. 2016 I, σ. 1939, στο εξής: νόμος περί κοινωνικής εντάξεως), φέρει τον τίτλο «Απαράδεκτες αιτήσεις» και προβλέπει τα εξής:

«(1)      Η αίτηση ασύλου είναι απαράδεκτη όταν

1.      υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου είναι άλλο κράτος μέλος

a)      βάσει του [κανονισμού Δουβλίνο III], ή

b)      βάσει άλλων κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βάσει διεθνούς συμφωνίας

[…]

2.      άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη χορηγήσει στον αλλοδαπό προσωρινή προστασία κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 2,

[…]».

34      Το άρθρο 77, παράγραφος 1, του AsylG προβλέπει τα ακόλουθα:

«Στις διαφορές που διέπονται από τον παρόντα νόμο, το δικαστήριο στηρίζεται στη νομική και πραγματική κατάσταση που ίσχυε κατά τον χρόνο της τελευταίας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως· εάν της αποφάσεως δεν προηγείται επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κρίσιμος είναι ο χρόνος της εκδόσεως της αποφάσεως. […]»

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-297/17, C-318/17 και C-319/17

35      Οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης είναι Παλαιστίνιοι αιτούντες άσυλο απάτριδες που διέμεναν στη Συρία.

36      Ο Bashar Ibrahim, αναιρεσείων της κύριας δίκης στην υπόθεση C–297/17, είναι ο υιός του Mahmud Ibrahim και της Fadwa Ibrahim καθώς και ο αδελφός των τριών άλλων τέκνων αυτών των τελευταίων, τα οποία, όπως και οι γονείς τους, έχουν την ιδιότητα των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης στην υπόθεση C-318/17. Η Nisreen Sharqawi και τα ανήλικα τέκνα της είναι οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-319/17.

37      Οι ενδιαφερόμενοι εγκατέλειψαν τη Συρία κατά το έτος 2012 για να μεταβούν στη Βουλγαρία όπου, με αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου και της 7ης Μαΐου 2013, τους παρασχέθηκε επικουρική προστασία. Τον Νοέμβριο του 2013, συνέχισαν το ταξίδι τους μέσω Ρουμανίας, Ουγγαρίας και Αυστρίας έως τη Γερμανία, όπου και υπέβαλαν νέες αιτήσεις ασύλου στις 29 Νοεμβρίου 2013.

38      Στις 22 Ιανουαρίου 2014, η υπηρεσία μεταναστεύσεως υπέβαλε στην αρμόδια για τους πρόσφυγες βουλγαρική αρχή αιτήματα εκ νέου αναλήψεως των ενδιαφερομένων, τα οποία η αρχή αυτή απέρριψε με έγγραφα της 28ης Ιανουαρίου και της 10ης Φεβρουαρίου 2014. Κατά την εν λόγω αρχή, η επικουρική προστασία που είχε ήδη χορηγηθεί στη Βουλγαρία στους αναιρεσείοντες των κύριων δικών καθιστά μη εφαρμοστέο, εν προκειμένω, το σύστημα εκ νέου αναλήψεως του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Επιπλέον, η αρμόδια συναφώς βουλγαρική αρχή είναι, κατά την αρμόδια για τους πρόσφυγες βουλγαρική αρχή, η τοπική συνοριακή αστυνομία.

39      Με αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου και της 19ης Μαρτίου 2014, η υπηρεσία μεταναστεύσεως αρνήθηκε να χορηγήσει άσυλο στους ενδιαφερομένους, χωρίς να εξετάσει επί της ουσίας τις αιτήσεις τους, εκ του λόγου ότι είχαν αφιχθεί από ασφαλή τρίτη χώρα. Διέταξε δε την επαναπροώθησή τους στα βουλγαρικά σύνορα.

40      Με αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε, αντίστοιχα, στις 20 Μαΐου και στις 22 Ιουλίου 2014, το Verwaltungsgericht Trier (διοικητικό πρωτοδικείο Τρίερ, Γερμανία) απέρριψε τις προσφυγές που είχαν ασκηθεί κατά των ανωτέρω αποφάσεων.

41      Με αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 2016, το Oberverwaltungsgericht Rheinland-Pfalz (διοικητικό εφετείο της Ρηνανίας-Παλατινάτου, Γερμανία) ακύρωσε τις διαταγές επαναπροωθήσεώς τους στα βουλγαρικά σύνορα, αλλά απέρριψε κατά τα λοιπά τις εφέσεις των οποίων είχε επιληφθεί. Κατά το δικαστήριο αυτό, ορθώς δεν αναγνωρίστηκε στους ενδιαφερομένους δικαίωμα ασύλου στη Γερμανία, καθόσον αυτοί είχαν αφιχθεί σε αυτό το κράτος μέλος από ασφαλή τρίτη χώρα, ήτοι από την Αυστρία. Εντούτοις, οι εν λόγω αποφάσεις περί επαναπροωθήσεως στα σύνορα της Βουλγαρίας ήσαν παράνομες, καθόσον δεν είχε αποδειχθεί ότι η Βουλγαρική Δημοκρατία εξακολουθούσε να είναι διατεθειμένη να αναλάβει τους αναιρεσείοντες.

42      Οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση κατά των αποφάσεων αυτών, με τις οποίες απορρίφθηκαν εν μέρει οι εφέσεις τους, ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία). Υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 49, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο III, η κατάστασή τους εξακολουθεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο II και ότι ο τελευταίος αυτός κανονισμός εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ακόμη και μετά τη χορήγηση επικουρικής προστασίας. Εν προκειμένω, βάσει του κανονισμού Δουβλίνο II, η αρχική ευθύνη της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας μεταβιβάστηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μεσούσης της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός αυτός.

43      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά ότι οι επίμαχες αιτήσεις ασύλου είναι πλέον απαράδεκτες κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG, το περιεχόμενο του οποίου αντιστοιχεί σε αυτό του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών.

44      Το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) επισημαίνει ότι η υπηρεσία μεταναστεύσεως δεν μπορούσε να αρνηθεί την εξέταση των αιτήσεων ασύλου των οποίων είχε επιληφθεί, με την αιτιολογία ότι οι αναιρεσείοντες είχαν αφιχθεί από ασφαλή τρίτη χώρα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, ασφαλής τρίτη χώρα μπορεί να είναι μόνον κράτος που δεν είναι κράτος μέλος της Ένωσης. Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν οι επίμαχες αποφάσεις μπορούν να θεωρηθούν ως απορριπτικές αποφάσεις στηριζόμενες στο απαράδεκτο των αιτήσεων ασύλου, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο), αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα σε καθεμία από τις υποθέσεις C‑297/17, C‑318/17 και C‑319/17:

«1)      Αποκλείει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [περί διαδικασιών] την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία, στο πλαίσιο της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της διευρυμένης σε σχέση με την προϊσχύσασα ρύθμιση εξουσιοδοτήσεως που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [περί διαδικασιών], προβλέπει ότι αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία υποβάλλεται ενώ άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει επικουρική προστασία είναι απαράδεκτη, στον βαθμό που η εθνική ρύθμιση εφαρμόζεται και για αιτήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015, ελλείψει εθνικού μεταβατικού καθεστώτος;

Επιτρέπει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [περί διαδικασιών] στα κράτη μέλη, ειδικότερα, να μεταφέρουν αναδρομικώς στο εθνικό δίκαιο τη διευρυμένη εξουσιοδότηση που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [περί διαδικασιών], με αποτέλεσμα να θεωρούνται ως απαράδεκτες και οι αιτήσεις ασύλου οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από τη μεταφορά της διευρυμένης εξουσιοδοτήσεως στο εθνικό δίκαιο, αλλά δεν είχαν ακόμη κριθεί αμετάκλητα κατά τον χρόνο της εν λόγω μεταφοράς;

2)      Παρέχει το άρθρο 33 της οδηγίας [περί διαδικασιών] δικαίωμα επιλογής στα κράτη μέλη σχετικά με το αν θα πρέπει να απορρίψουν ως απαράδεκτη αίτηση ασύλου λόγω της ευθύνης άλλου κράτους μέλους για την εξέταση της αιτήσεως (κανονισμός Δουβλίνου) ή δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [περί διαδικασιών];

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: απαγορεύει το δίκαιο της Ένωσης σε κράτος μέλος να απορρίψει, στο πλαίσιο της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εξουσιοδοτήσεως που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [περί διαδικασιών], ως απαράδεκτη μια αίτηση διεθνούς προστασίας λόγω της χορηγήσεως επικουρικής προστασίας σε άλλο κράτος μέλος, εάν

α)      ο αιτών επιδιώκει την περαιτέρω ενίσχυση (διά της χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα) της επικουρικής προστασίας που του χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου,

β)      η διαμορφωθείσα κατάσταση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ιδίως οι συνθήκες διαβιώσεως για τους δικαιούχους επικουρικής προστασίας, στο άλλο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει ήδη επικουρική προστασία στον αιτούντα,

–        αντιβαίνει στο άρθρο 4 του [Χάρτη] και στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ή

–        δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 20 επ. της οδηγίας [περί αναγνωρίσεως], μολονότι δεν αντιβαίνει εν τέλει στο άρθρο 4 του [Χάρτη] και στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο β): ισχύει τούτο ακόμη και όταν οι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας ουδόλως λαμβάνουν ή λαμβάνουν αισθητά πιο περιορισμένες παροχές προς εξασφάλιση της βασικής διαβιώσεως σε σύγκριση με τις παροχές άλλων κρατών μελών, αλλά η μεταχείρισή τους δεν διαφέρει από εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του συγκεκριμένου κράτους μέλους;

5)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

α)      Εφαρμόζεται ο κανονισμός Δουβλίνο III στο πλαίσιο διαδικασίας χορηγήσεως διεθνούς προστασίας, εάν η αίτηση ασύλου έχει υποβληθεί μεν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, αλλά το αίτημα εκ νέου αναλήψεως υποβλήθηκε μετά την ημερομηνία αυτή και ο αιτών είχε τύχει ήδη επικουρικής προστασίας σε προγενέστερο χρόνο (τον Φεβρουάριο του 2013) στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνθηκε το αίτημα εκ νέου αναλήψεως;

β)      Απορρέει από τους κανονισμούς του Δουβλίνου μια –σιωπηρή– μεταβίβαση της ευθύνης στο κράτος μέλος που ζητεί την εκ νέου ανάληψη αιτούντος, όταν το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα εκ νέου αναλήψεως απορρίπτει το εν λόγω εμπροθέσμως υποβληθέν αίτημα βάσει των κανονισμών του Δουβλίνου και επικαλείται αντ’ αυτού μια διακρατική συμφωνία επανεισδοχής;»

 Η υπόθεση C-438/17

46      Ο Τ. Magamadov, αιτών άσυλο που έχει τη ρωσική ιθαγένεια και δηλώνει ότι είναι Τσετσένος, έφθασε κατά το έτος 2007 στην Πολωνία όπου, με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2008, του χορηγήθηκε επικουρική προστασία. Τον Ιούνιο του 2012, μαζί με τη σύζυγο και το τέκνο του, εισήλθε στη Γερμανία, όπου και υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 19 Ιουνίου 2012.

47      Στις 13 Φεβρουαρίου 2013, η υπηρεσία μεταναστεύσεως απηύθυνε αίτημα εκ νέου αναλήψεως του ενδιαφερομένου και της οικογενείας του στις πολωνικές αρχές, οι οποίες δήλωσαν, στις 18 Φεβρουαρίου 2013, ότι ήσαν διατεθειμένες να τους αναλάβουν εκ νέου.

48      Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2013, η υπηρεσία μεταναστεύσεως, χωρίς επί της ουσίας εξέταση, έκρινε ότι οι αιτήσεις ασύλου του Τ. Magamadov και της οικογενείας του ήσαν απαράδεκτες, εκ του λόγου ότι υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση των αιτήσεων αυτών ήταν η Δημοκρατία της Πολωνίας, και διέταξε τη μεταφορά των ενδιαφερομένων στην Πολωνία. Καθώς η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε η σύζυγος του Τ. Magamadov, η υπηρεσία μεταναστεύσεως, με απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, ανακάλεσε την απόφασή της τής 13ης Μαρτίου 2013, εκ του λόγου ότι, εξαιτίας της παρελεύσεως της προθεσμίας αυτής, υπεύθυνο κράτος μέλος είχε καταστεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2014, η υπηρεσία μεταναστεύσεως αρνήθηκε τη χορήγηση της διεθνούς προστασίας και του δικαιώματος ασύλου στον Τ. Magamadov, με το αιτιολογικό ότι είχε αφιχθεί στη Γερμανία από ασφαλή τρίτη χώρα, ήτοι από την Πολωνία, και διέταξε την επαναπροώθησή του σε αυτήν.

49      Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2015, το Verwaltungsgericht Potsdam (διοικητικό πρωτοδικείο Potsdam, Γερμανία) απέρριψε την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της ανωτέρω αποφάσεως.

50      Με απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, το Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg (διοικητικό εφετείο Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, Γερμανία) ακύρωσε την από 23 Ιουνίου 2014 απόφαση της υπηρεσίας μεταναστεύσεως. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι ο κανόνας κατά τον οποίο δεν χορηγείται άσυλο σε αλλοδαπό αφιχθέντα από ασφαλή χώρα δεν είχε εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, και τούτο λόγω της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 26 bis, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, σημείο 2, του AsylG, κατά το οποίο ο κανόνας της τρίτης ασφαλούς χώρας δεν έχει εφαρμογή όταν, όπως εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει καταστεί υπεύθυνη για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου βάσει του δικαίου της Ένωσης. Δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αίτηση ασύλου είχε υποβληθεί πριν από τις 20 Ιουλίου 2015, εφαρμοστέα ήταν εν προκειμένω η οδηγία 2005/85. Εντούτοις, η εν λόγω οδηγία δέχεται την απόρριψη της αιτήσεως ασύλου από κράτος μέλος, χωρίς εξέταση της ουσίας, μόνον όταν ένα άλλο κράτος μέλος έχει χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο το καθεστώς του πρόσφυγα.

51      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε αίτηση αναιρέσεως (Revision) κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου). Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αίτηση ασύλου είναι πλέον απαράδεκτη, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG, όπως τροποποιήθηκε με τον Integrationsgesetz, δεδομένου ότι έχει χορηγηθεί στον Τ. Magamadov διεθνής προστασία στην Πολωνία. Ο δε ενδιαφερόμενος θεωρεί ότι η αίτησή του για τη χορήγηση ασύλου την οποία υπέβαλε στις 19 Ιουνίου 2012 δεν είναι απαράδεκτη, καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν του χορήγησε το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά μόνον επικουρική προστασία.

52      Το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) διαπιστώνει ότι η υπηρεσία μεταναστεύσεως δεν μπορούσε να αρνηθεί να εξετάσει την αίτηση ασύλου της οποίας είχε επιληφθεί, με την αιτιολογία ότι ο αιτών προερχόταν από ασφαλή τρίτη χώρα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, ασφαλής τρίτη χώρα μπορεί να είναι μόνον κράτος που δεν είναι κράτος μέλος της Ένωσης. Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν η επίδικη απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ως απορριπτική απόφαση στηριζόμενη στο απαράδεκτο της αιτήσεως ασύλου, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποκλείει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [περί διαδικασιών] την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία, στο πλαίσιο της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της διευρυμένης σε σχέση με την προϊσχύσασα ρύθμιση εξουσιοδοτήσεως που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [περί διαδικασιών], προβλέπει ότι αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία υποβάλλεται ενώ άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει επικουρική προστασία είναι απαράδεκτη, στον βαθμό που η εθνική ρύθμιση εφαρμόζεται και για αιτήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015, ελλείψει εθνικού μεταβατικού καθεστώτος; Ισχύει τούτο σε κάθε περίπτωση όταν η αίτηση ασύλου εξακολουθεί να εμπίπτει πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙ] σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ];

2)      Επιτρέπει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [περί διαδικασιών] στα κράτη μέλη, ειδικότερα, να μεταφέρουν αναδρομικώς στο εθνικό δίκαιο τη διευρυμένη εξουσιοδότηση που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [περί διαδικασιών], με αποτέλεσμα να θεωρούνται ως απαράδεκτες και οι αιτήσεις ασύλου οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας [περί διαδικασιών] και πριν από τη μεταφορά της διευρυμένης αυτής εξουσιοδοτήσεως στο εθνικό δίκαιο, αλλά δεν είχαν κριθεί αμετάκλητα κατά τον χρόνο της εν λόγω μεταφοράς;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

54      Με την από 9 Ιουνίου 2017 απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-297/17, C-318/17 και C-319/17 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, δεδομένου ότι τα προδικαστικά ερωτήματα σε αυτές τις τρεις υποθέσεις είναι πανομοιότυπα. Περαιτέρω, με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 2018, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων αυτών και της υποθέσεως C‑438/17 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

55      Με τις αιτήσεις του προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν με διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2017, Ibrahim κ.λπ. (C-297/17, C‑318/17 και C-319/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:561), καθώς και της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Magamadov (C-438/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:723).

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος στις υποθέσεις C‑297/17, C‑318/17 και C‑319/17 και επί των ερωτημάτων στην υπόθεση C438/17

56      Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να προβλέψει την άμεση εφαρμογή της διατάξεως του εθνικού δικαίου η οποία μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη του το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας επί των αιτήσεων ασύλου επί των οποίων δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 και πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω εθνικής διατάξεως. Στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑438/17, το δικαστήριο αυτό ερωτά, επίσης, αν το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας περί διαδικασιών και που εξακολουθεί να εμπίπτει πλήρως, σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ.

57      Δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη εάν έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία από άλλο κράτος μέλος.

58      Προβλέποντας τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να απορρίψει μια τέτοια αίτηση ως απαράδεκτη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει χορηγηθεί στον αιτούντα μόνον επικουρική προστασία σε άλλο κράτος μέλος, η εν λόγω διάταξη επεκτείνει τη δυνατότητα που προέβλεπε προηγουμένως το άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/85, το οποίο επέτρεπε μια τέτοια απόρριψη μόνον εάν είχε χορηγηθεί στον αιτούντα το καθεστώς πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος.

59      Όπως προκύπτει από το άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαδικασιών, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν, μεταξύ άλλων, προς το άρθρο 33 της οδηγίας αυτής το αργότερο στις 20 Ιουλίου 2015. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών, η οδηγία 2005/85 καταργήθηκε και έπαυσε να ισχύει από τις 21 Ιουλίου 2015.

60      Το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών περιέχει μεταβατικές διατάξεις.

61      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται και στις διαδικασίες ανακλήσεως της διεθνούς προστασίας που κινούνται «μετά την 20ή Ιουλίου 2015 ή σε προηγούμενη ημερομηνία».

62      Κατά το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας περί διαδικασιών, αιτήσεις που υποβάλλονται «πριν από την 20ή Ιουλίου 2015» και διαδικασίες για την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα που κινούνται πριν από την εν λόγω ημερομηνία διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/85.

63      Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας περί διαδικασιών και ιδίως από τη σύγκριση μεταξύ της θέσεως (ΕΕ) 7/2013 του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, που εγκρίθηκε στις 6 Ιουνίου 2013 (ΕΕ 2013, C 179 E, σ. 27), και της προτάσεως της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα [COM(2009) 554 τελικό], προκύπτει ότι η φράση του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος «ή σε προηγούμενη ημερομηνία» προστέθηκε κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 71).

64      Συνεπώς, παρά μιαν ορισμένη αντίφαση που υφίσταται μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης περιόδου του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών, από τις ανωτέρω προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να δώσει στα κράτη μέλη που το επιθυμούν τη δυνατότητα να αρχίσουν αμέσως να εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της οδηγίας αυτής στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατέθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 72).

65      Επιπλέον, από τις εν λόγω προπαρασκευαστικές εργασίες ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να περιορίσει τη δυνατότητα αυτή, την οποία παρέχει το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών στα κράτη μέλη, μόνο στις διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για τους αιτούντες διεθνή προστασία από τις προηγουμένως θεσπισθείσες για τη μεταφορά της οδηγίας 2005/85.

66      Γεγονός παραμένει ότι, μολονότι το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών επέτρεψε στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις διατάξεις τους για τη μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται πριν από την 20ή Ιουλίου 2015, εντούτοις δεν τα υποχρέωσε να το πράξουν. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή παρέχει, διά της χρήσεως της φράσεως «που κινούνται μετά την 20ή Ιουλίου 2015 ή σε προηγούμενη ημερομηνία», διάφορες δυνατότητες χρονικής εφαρμογής και, ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ισότητας ενώπιον του νόμου κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και προκειμένου να προστατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο οι αιτούντες διεθνή προστασία από τυχόν αυθαιρεσία, απαιτείται κάθε κράτος μέλος που δεσμεύεται από αυτή την οδηγία να αντιμετωπίζει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος στο έδαφός του κατά τρόπο προβλέψιμο και ομοιόμορφο (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 73).

67      Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η διάταξη με την οποία μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο ο πρόσθετος λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, ήτοι το άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG, τέθηκε σε ισχύ την 6η Αυγούστου 2016 και ότι, ελλείψει εθνικών μεταβατικών διατάξεων, το αιτούν δικαστήριο οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του AsylG, να στηρίξει την απόφασή του, στις διαφορές των κύριων δικών, επί της νομικής και πραγματικής καταστάσεως που υφίσταται κατά την ημερομηνία της τελευταίας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ή, ελλείψει επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς του και, ως εκ τούτου, επί του άρθρου 29 του AsylG όπως ίσχυε την ημερομηνία αυτή, εκτός αν το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών δεν επιτρέπει την άμεση εφαρμογή του άρθρου αυτού, ως είχε κατά τις ως άνω ημερομηνίες, επί αιτήσεων που υποβλήθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας, αλλά επί των οποίων δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση.

68      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι μια εθνική διάταξη όπως το άρθρο 77, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του AsylG εξασφαλίζει ότι οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας, που υποβλήθηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα εντός της γερμανικής επικράτειας και επί των οποίων δεν είχε ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG, εξετάζονται κατά τρόπο προβλέψιμο και ομοιόμορφο.

69      Δεύτερον, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 64 και 65 της παρούσας αποφάσεως, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών η ratione temporis εφαρμογή, βάσει του εθνικού δικαίου, εθνικής διατάξεως για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του πρόσθετου λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής επί των αιτήσεων ασύλου που υποβλήθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 και πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω διατάξεως περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, αλλά επί των οποίων δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση.

70      Τρίτον, μολονότι το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, ούτε στην άμεση εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε αιτήσεις που υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο πρόσθετος λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση C-438/17, στην οποία τόσο η κατατεθείσα στη Γερμανία αίτηση ασύλου όσο και το αίτημα εκ νέου αναλήψεως υποβλήθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και, κατά συνέπεια, η εν λόγω αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, εξακολουθεί να εμπίπτει πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ.

71      Πράγματι, η οδηγία περί διαδικασιών, η οποία εκδόθηκε την ίδια ημέρα με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, προβλέπει, όπως και ο κανονισμός αυτός, την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε σχέση με την προϊσχύσασα οδηγία 2005/85 η οποία ρύθμιζε μόνον τη διαδικασία ασύλου. Ως εκ τούτου, σε αυτό το ευρύτερο κανονιστικό πλαίσιο θεσπίσθηκε ο πρόσθετος λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών που επιτρέπει στα κράτη μέλη να απορρίπτουν ως απαράδεκτη αίτηση ασύλου εάν άλλο κράτος μέλος έχει χορηγήσει στον αιτούντα από όχι δικαίωμα ασύλου, αλλά μόνον επικουρική προστασία.

72      Εξάλλου, ενώ το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 παραπέμπει στον κανονισμό Δουβλίνο II, το άρθρο 33, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαδικασιών παραπέμπει στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ.

73      Επομένως, από την οικονομία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και της οδηγίας περί διαδικασιών, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, συνάγεται ότι ο πρόσθετος λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεως ασύλου που εξακολουθεί να εμπίπτει πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ.

74      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα στις υποθέσεις C-297/17, C-318/17 και C-319/17 καθώς και στα ερωτήματα στην υπόθεση C‑438/17 προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να προβλέψει την άμεση εφαρμογή της διατάξεως του εθνικού δικαίου η οποία μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη του την παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 33 της εν λόγω οδηγίας επί των αιτήσεων ασύλου επί των οποίων δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 και πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω εθνικής διατάξεως. Αντιθέτως, μια τέτοια άμεση εφαρμογή αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα ιδίως του εν λόγω άρθρου 33, στην περίπτωση κατά την οποία τόσο η αίτηση ασύλου όσο και το αίτημα εκ νέου αναλήψεως υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας περί διαδικασιών και, σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, εξακολουθούν να εμπίπτουν πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος στις υποθέσεις C297/17, C318/17 και C319/17

75      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 33 της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη βάσει της παραγράφου 2, στοιχείο α ʹ, του εν λόγω άρθρου 33, χωρίς να πρέπει να προσφύγουν κατά προτεραιότητα στις διαδικασίες αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως που προβλέπονται από τους κανονισμούς Δουβλίνο ΙΙ ή Δουβλίνο ΙΙΙ.

76      Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαδικασιών, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία περί αναγνωρίσεως, όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 33 της οδηγίας αυτής. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 33 απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη.

77      Από το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαδικασιών, και ιδίως από τη χρήση της εκφράσεως «[π]έραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού [Δουβλίνο III]», καθώς και από τον σκοπό της οικονομίας της διαδικασίας τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω διάταξη, προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, η εν λόγω οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη χωρίς να πρέπει να προσφύγουν κατά προτεραιότητα στις διαδικασίες αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως που προβλέπει ο κανονισμός Δουβλίνο III.

78      Επιπλέον, όσον αφορά τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις C-297/17, C-318/17 και C-319/17, οι οποίες εμπίπτουν εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί νομίμως να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος να προβεί στην αναδοχή ή στην εκ νέου ανάληψη, στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται από τον κανονισμό αυτό, υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στο πρώτο από αυτά τα κράτη μέλη αφού του χορηγήθηκε επικουρική προστασία από το δεύτερο από αυτά.

79      Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι για την απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως διεθνούς προστασίας απαιτείται η έκδοση αποφάσεως περί απαραδέκτου, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, και όχι απόφαση περί μεταφοράς και μη εξετάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού Δουβλίνο III (βλ. διάταξη της 5ης Απριλίου 2017, Ahmed, C-36/17, EU:C:2017:273, σκέψεις 39 και 41).

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο ερώτημα στις υποθέσεις C‑297/17, C‑318/17 και C-319/17 προσήκει η απάντηση ότι, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στο πλαίσιο των ανωτέρω υποθέσεων, το άρθρο 33 της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη βάσει της παραγράφου 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω άρθρου 33, χωρίς να πρέπει ή να μπορούν να προσφύγουν κατά προτεραιότητα στις διαδικασίες αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως που προβλέπει ο κανονισμός Δουβλίνο III.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος στις υποθέσεις C297/17, C318/17 και C319/17

81      Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, αφενός, εάν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της παρεχομένης από τη διάταξη αυτή δυνατότητας απορρίψεως ως απαράδεκτης μιας αιτήσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα για τον λόγο ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία σε άλλο κράτος μέλος, εάν οι συνθήκες διαβιώσεως των δικαιούχων επικουρικής προστασίας σε αυτό το άλλο κράτος μέλος είτε αντιβαίνουν στο άρθρο 4 του Χάρτη είτε δεν ανταποκρίνονται στις διατάξεις του κεφαλαίου VII της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, χωρίς εντούτοις να συνιστούν παράβαση του εν λόγω άρθρου 4. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν, ενδεχομένως, τούτο ισχύει ακόμη και όταν οι δικαιούχοι αυτοί ουδόλως λαμβάνουν, στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, παροχές προς εξασφάλιση της στοιχειώδους διαβιώσεως ή λαμβάνουν αισθητά πιο περιορισμένες παροχές τέτοιου είδους σε σύγκριση με τις παροχές άλλων κρατών μελών, χωρίς εντούτοις η μεταχείρισή τους να διαφέρει, συναφώς, από εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους.

82      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της ίδιας ς δυνατότητας, όταν στη διαδικασία ασύλου εντός του άλλου κράτους μέλους υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν συστημικές ελλείψεις.

83      Όσον αφορά, πρώτον, την περίπτωση που εκτίθεται στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης εδράζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη, αναγνωρίζει δε ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό, μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές, καθώς και ως προς το γεγονός ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, ιδίως στα άρθρα του 1 και 4, τα οποία κατοχυρώνουν μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης και των κρατών μελών της (σημερινή απόφαση Jawo, C‑163/17, σκέψη 80 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών έχει θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς καθιστά δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη αυτά να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό (σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 81 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, πρέπει να τεκμαίρεται ότι η μεταχείριση των αιτούντων διεθνή προστασία σε κάθε κράτος μέλος είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του Χάρτη, της συμβάσεως της Γενεύης καθώς και της ΕΣΔΑ (σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 82 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, κατά την εφαρμογή του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, το οποίο αποτελεί, στο πλαίσιο της κοινής διαδικασίας ασύλου που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

86      Δεν αποκλείεται, πάντως, το σύστημα αυτό να αντιμετωπίζει στην πράξη σοβαρές δυσλειτουργίες εντός ορισμένου κράτους μέλους, οπότε οι αιτούντες άσυλο να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να τύχουν, σε αυτό το κράτος μέλος, μεταχειρίσεως αντίθετης προς τα θεμελιώδη δικαιώματά τους (σημερινή απόφαση Jawo, C‑163/17, σκέψη 83 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι, λόγω του γενικού και απόλυτου χαρακτήρα της απαγορεύσεως του άρθρου 4 του Χάρτη, η οποία συνδέεται ευθέως με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η οποία απαγορεύει, άνευ οιασδήποτε δυνατότητας παρεκκλίσεως, οποιαδήποτε μορφή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, είναι αδιάφορο για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 4, το εάν ο ενδιαφερόμενος θα διατρέξει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί μια τέτοια μεταχείριση κατά τον χρόνο της μεταφοράς καθεαυτήν, στο πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου ή μετά το πέρας αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 88).

88      Ως εκ τούτου, οσάκις το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται νέα αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη διαθέτει στοιχεία που προσκομίζει ο ενδιαφερόμενος προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου, το δικαστήριο αυτό οφείλει να εκτιμήσει, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων και υπό το πρίσμα του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, εάν όντως υφίστανται είτε συστημικές είτε γενικευμένες ελλείψεις, είτε ελλείψεις που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 90 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Συναφώς, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, προκειμένου να εμπίπτουν στο άρθρο 4 του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, και του οποίου η έννοια και η εμβέλεια είναι επομένως, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ίδιες με εκείνες που τους προσδίδει η Σύμβαση αυτή, οι αναφερθείσες στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως ελλείψεις πρέπει να έχουν έναν ιδιαιτέρως αυξημένο βαθμό σοβαρότητας, ο οποίος εξαρτάται από το σύνολο των δεδομένων της υπό εξέταση υποθέσεως (σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 91 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Αυτός ο ιδιαιτέρως αυξημένος βαθμός σοβαρότητας υπάρχει όταν η αδιαφορία των αρχών ενός κράτους μέλους θα είχε ως συνέπεια να περιέλθει ένα πρόσωπο το οποίο είναι απολύτως εξαρτημένο από την κρατική αρωγή, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως, η οποία θα τον εμπόδιζε να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως είναι μεταξύ άλλων η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε την ψυχική ή σωματική υγεία του ή θα τον περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 92 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Ο βαθμός αυτός σοβαρότητας δεν μπορεί, επομένως, να καλύπτει καταστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται ακόμη και από μεγάλη ανασφάλεια ή από έντονη επιδείνωση των συνθηκών διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εφόσον δεν συνεπάγονται έσχατη υλική στέρηση περιάγουσα το πρόσωπο αυτό σε κατάσταση τόσο σοβαρή ώστε να μπορεί να εξομοιωθεί με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 93).

92      Υπό το πρίσμα των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα αυτό, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης για το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, τυχόν παραβάσεις των διατάξεων του κεφαλαίου VII της οδηγίας περί αναγνωρίσεως που δεν έχουν ως συνέπεια παράβαση του άρθρου 4 του Χάρτη δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ασκούν τη δυνατότητα την οποία παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών.

93      Η δε περίσταση, η οποία αναφέρθηκε και από το αιτούν δικαστήριο, ότι οι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας ουδόλως λαμβάνουν, στο κράτος μέλος που χορήγησε την προστασία αυτή στον αιτούντα, παροχές προς εξασφάλιση της στοιχειώδους διαβιώσεως ή λαμβάνουν αισθητά πιο περιορισμένες παροχές τέτοιου είδους σε σύγκριση με τις παροχές άλλων κρατών μελών, χωρίς εντούτοις η μεταχείρισή τους να διαφέρει από εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού, μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι ο αιτών θα εκτεθεί εντός του κράτους μέλους αυτού σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη μόνον εάν η περίσταση αυτή έχει ως συνέπεια να περιέλθει ο αιτών, λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσεώς του, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως ανταποκρινόμενης στα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 89 έως 91 της παρούσας αποφάσεως.

94      Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός και μόνον ότι η κοινωνική προστασία και/ή οι συνθήκες διαβιώσεως είναι περισσότερο ευνοϊκές στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η νέα αίτηση διεθνούς προστασίας από ό,τι στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε ήδη την επικουρική προστασία δεν δύναται να στηρίξει το συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, σε περίπτωση μεταφοράς σε αυτό το τελευταίο κράτος μέλος, σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, σημερινή απόφαση Jawo, C-163/17, σκέψη 97).

95      Όσον αφορά, δεύτερον, την περίπτωση που εκτίθεται στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι ελλείψεις στη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο συνίστανται, κατά το δικαστήριο αυτό, στο ότι το κράτος μέλος που χορήγησε την επικουρική προστασία αρνείται, κατά τρόπο προβλέψιμο και κατά παράβαση της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, να χορηγήσει στους αιτούντες διεθνή προστασία το καθεστώς του πρόσφυγα και ότι, κατά παράβαση του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας περί διαδικασιών, ωσαύτως δεν εξετάζει τυχόν μεταγενέστερες αιτήσεις παρά τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

96      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, συναφώς, αν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 18 του Χάρτη και του άρθρου 78 ΣΛΕΕ υποχρεώνουν, σε μια τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη να εξετάζουν τη νέα αίτηση διεθνούς προστασίας παρά την ύπαρξη κανόνα του εσωτερικού δικαίου για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών.

97      Πρέπει να υπομνησθεί ότι τόσο η οδηγία περί αναγνωρίσεως όσο και η οδηγία περί διαδικασιών εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 78 ΣΛΕΕ και με σκοπό την επίτευξη του τιθέμενου σε αυτό στόχου καθώς και τη διασφάλιση της τηρήσεως του άρθρου 18 του Χάρτη.

98      Βάσει της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, ιδίως δε του άρθρου 13, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν το καθεστώς του πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις προϋποθέσεις προκειμένου να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας αυτής. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτό συμβαίνει, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, να γίνεται αξιολόγηση κάθε αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση. Ως εκ τούτου, μόνο σε περίπτωση που, μετά από μια τέτοια εξατομικευμένη αξιολόγηση, τα κράτη μέλη διαπιστώσουν ότι ο αιτούμενος την προστασία αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω κεφάλαιο III, αλλά εκείνες που προβλέπονται στο κεφάλαιο V της ίδιας οδηγίας, μπορούν να χορηγήσουν σε αυτόν το καθεστώς της επικουρικής προστασίας αντί του καθεστώτος του πρόσφυγα.

99      Εντούτοις, εάν η διαδικασία ασύλου σε ένα κράτος μέλος καταλήγει στη συστηματική απόρριψη, χωρίς πραγματική εξέταση, της αιτήσεως για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε αιτούντες διεθνή προστασία οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας περί αναγνωρίσεως, η μεταχείριση των αιτούντων άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 18 του Χάρτη.

100    Εντούτοις, τα άλλα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν τη νέα αίτηση που τους υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στο κράτος μέλος που χορήγησε την επικουρική προστασία να επαναλάβει τη διαδικασία χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα.

101    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα στις υποθέσεις C-297/17, C-318/17 και C-319/17 προσήκει η εξής απάντηση:

–        Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της παρεχόμενης από τη διάταξη αυτή δυνατότητας απορρίψεως ως απαράδεκτης μιας αιτήσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα για τον λόγο ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία από άλλο κράτος μέλος, όταν οι προβλέψιμες συνθήκες διαβιώσεως που θα αντιμετωπίσει ο αιτών ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας σε αυτό το άλλο κράτος μέλος δεν θα τον εκθέσουν σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη. Το γεγονός ότι οι δικαιούχοι μιας τέτοιας επικουρικής προστασίας ουδόλως λαμβάνουν, στο εν λόγω κράτος μέλος, παροχές προς εξασφάλιση της στοιχειώδους διαβιώσεως ή λαμβάνουν αισθητά πιο περιορισμένες παροχές τέτοιου είδους σε σύγκριση με τις παροχές άλλων κρατών μελών, χωρίς εντούτοις η μεταχείρισή τους να διαφέρει από εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού, μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι ο αιτών αυτός θα εκτεθεί εντός του κράτος μέλους αυτού σε τέτοιον κίνδυνο μόνον εάν η περίσταση αυτή έχει ως συνέπεια να περιέλθει ο αιτών, λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσεώς του, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως.

–        Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της ίδιας αυτής δυνατότητας, όταν η διαδικασία ασύλου στο άλλο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει επικουρική προστασία στον αιτούντα καταλήγει στη συστηματική απόρριψη, χωρίς πραγματική εξέταση, της αιτήσεως για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε αιτούντες διεθνή προστασία οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας περί αναγνωρίσεως.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος στις υποθέσεις C‑297/17, C‑318/17 και C‑319/17

102    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε ιδίως επί του δευτέρου ερωτήματος στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑297/17, C‑318/17 και C‑319/17, παρέλκει η απάντηση επί του υποβληθέντος στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών πέμπτου ερωτήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

103    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να προβλέψει την άμεση εφαρμογή της διατάξεως του εθνικού δικαίου η οποία μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη του την παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 33 της εν λόγω οδηγίας επί των αιτήσεων ασύλου επί των οποίων δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 και πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω εθνικής διατάξεως. Αντιθέτως, μια τέτοια άμεση εφαρμογή αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα ιδίως του εν λόγω άρθρου 33, στην περίπτωση κατά την οποία τόσο η αίτηση ασύλου όσο και το αίτημα εκ νέου αναλήψεως υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2013/32 και, σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, εξακολουθούν να εμπίπτουν πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας.

2)      Σε περίπτωση όπως επίμαχη στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑297/17, C‑318/17 και C‑319/17, το άρθρο 33 της οδηγίας 2013/32 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη βάσει της παραγράφου 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω άρθρου 33, χωρίς να πρέπει ή να μπορούν να προσφύγουν κατά προτεραιότητα στις διαδικασίες αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως που προβλέπει ο κανονισμός 604/2013.

3)      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει την εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της παρεχόμενης από την εν λόγω διάταξη δυνατότητας απορρίψεως ως απαράδεκτης μιας αιτήσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα για τον λόγο ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία από άλλο κράτος μέλος, όταν οι προβλέψιμες συνθήκες διαβιώσεως που θα αντιμετωπίσει ο αιτών ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας σε αυτό το άλλο κράτος μέλος δεν θα τον εκθέσουν σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός ότι οι δικαιούχοι μιας τέτοιας επικουρικής προστασίας ουδόλως λαμβάνουν, στο εν λόγω κράτος μέλος, παροχές προς εξασφάλιση της στοιχειώδους διαβιώσεως ή λαμβάνουν αισθητά πιο περιορισμένες παροχές τέτοιου είδους σε σύγκριση με τις παροχές άλλων κρατών μελών, χωρίς εντούτοις η μεταχείρισή τους να διαφέρει από εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού, μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι ο αιτών αυτός θα εκτεθεί εντός του κράτους μέλους αυτού σε τέτοιον κίνδυνο μόνον εάν η περίσταση αυτή έχει ως συνέπεια να περιέλθει ο αιτών, λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσεώς του, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως.

Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της ίδιας αυτής δυνατότητας, όταν η διαδικασία ασύλου στο άλλο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει επικουρική προστασία στον αιτούντα καταλήγει στη συστηματική απόρριψη, χωρίς πραγματική εξέταση, της αιτήσεως για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε αιτούντες διεθνή προστασία οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.