Language of document : ECLI:EU:F:2010:37

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(ολομέλεια)

της 5ης Μαΐου 2010

Υπόθεση F-53/08

Vincent Bouillez κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2007 — Έννομο συμφέρον — Απόφαση προαγωγής — Πίνακας των προαγόμενων υπαλλήλων — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων ως κριτήριο — Απόφαση ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής — Στάθμιση των συμφερόντων»

Αντικείμενο: Προσφυγή που άσκησαν βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ ο V. Bouillez, ο K. Van Neyghem και η I. Wagner-Leclercq, με αίτημα την ακύρωση αφενός των αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να μην τους προαγάγει στον βαθμό AST 7 για την περίοδο προαγωγών 2007 και αφετέρου, εφόσον κρινόταν αναγκαίο, των αποφάσεων με τις οποίες προήχθησαν στον βαθμό αυτό κατά την ίδια περίοδο οι υπάλληλοι που ασκούσαν αρμοδιότητες κατώτερου επιπέδου από ό,τι οι προσφεύγοντες και των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον πίνακα προαχθέντων που γνωστοποιήθηκε στις 16 Ιουλίου 2007 με την ανακοίνωση προς το προσωπικό αριθ. 136/07.

Απόφαση: Οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί μη προαγωγής των προσφευγόντων στον βαθμό AST 7 για την περίοδο προαγωγών 2007 ακυρώνονται. Τα λοιπά αιτήματα της προσφυγής απορρίπτονται. Το Συμβούλιο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Οι Ελίζα Νινιού, Maria-Béatrice Postiglione Branco, Maria De Jesus Cabrita και Marie‑France Liegard, υπάλληλοι του Συμβουλίου και παρεμβαίνουσες υπέρ του Συμβουλίου, φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή κατά της απόφασης προαγωγής άλλου υπαλλήλου — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Ακύρωση απόφασης περί μη προαγωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων άρθρο 91)

1.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει ευρεία εξουσία εκτίμησης στον τομέα των προαγωγών και η ρητή μνεία στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψήφιων για προαγωγή υπαλλήλων αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην εφαρμογή τους. Επιπλέον, η διοίκηση έχει την υποχρέωση, όταν προβαίνει στη συγκριτική αξιολόγηση των προσόντων αυτών κατ’ εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, να εξετάζει προσεκτικά και αμερόληπτα όλα τα στοιχεία που είναι κρίσιμα για την αξιολόγησή τους.

Το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι αποτελεί ένα από τα τρία κρίσιμα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη της η διοίκηση. Αν βέβαια ορισμένοι υπάλληλοι ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και έχουν τον ίδιο βαθμό, αυτό προϋποθέτει την άσκηση καθηκόντων ισοδύναμου επιπέδου. Η χρήση της λέξης «ενδεχομένως» στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ επιβεβαιώνει ότι, λόγω αυτού του τεκμηρίου ότι οι υπάλληλοι που έχουν τον ίδιο βαθμό ασκούν αρμοδιότητες ισοδύναμου επιπέδου, το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων δεν αποτελεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, στοιχείο διαφοροποίησης των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή. Εντούτοις, το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο, ιδιαίτερα μετά τη συγχώνευση των παλαιών κατηγοριών B και C στην ενιαία ομάδα καθηκόντων των βοηθών. Η συγχώνευση αυτή είχε αυτόματα ως συνέπεια τη διεύρυνση του φάσματος αρμοδιοτήτων που μπορεί να ασκεί ένας υπάλληλος που ανήκει στην ομάδα καθηκόντων AST, όπως άλλωστε προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στο μέρος A του παραρτήματος I του ΚΥΚ. Επομένως, ενδέχεται να υπάρχουν, όσον αφορά το επίπεδο των αρμοδιοτήτων, σημαντικές διαφορές ως προς τα καθήκοντα που ασκούν υπάλληλοι της ίδιας ομάδας καθηκόντων. Εξάλλου ο ΚΥΚ δεν προβλέπει καμία αντιστοιχία μεταξύ των καθηκόντων και των βαθμών. Αντίθετα, επιτρέπει την αποσύνδεση του βαθμού από τα καθήκοντα. Η αποσύνδεση αυτή του βαθμού από το επίπεδο των ασκούμενων καθηκόντων ανταποκρίνεται άλλωστε στη βούληση του νομοθέτη και στην απόφαση των θεσμικών οργάνων να καταστήσουν ευχερέστερη τη διαχείριση του προσωπικού τους.

Επομένως, από αυτό το τεκμήριο ισοδυναμίας των αρμοδιοτήτων των υπαλλήλων που έχουν τον ίδιο βαθμό δεν μπορεί να συναχθεί ότι η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να προβαίνει στην εξέταση του κριτηρίου σχετικά με το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων και να εξακριβώνει συγκεκριμένα αν με την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού καθίστανται εμφανείς ορισμένες διαφορές στα προσόντα των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, η λέξη «ενδεχομένως» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στη διοίκηση να αποφασίζει εκ των προτέρων ότι δεν θα λάβει υπόψη το κριτήριο του επιπέδου των ασκούμενων αρμοδιοτήτων κατά τη συγκριτική ανάλυση των προσόντων. Αντίθετα, ο νομοθέτης, ήθελε να τονίσει ότι το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι αποτελεί στοιχείο που θα μπορούσε να είναι σημαντικό στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής.

(βλ. σκέψεις 49 και 51 έως 56)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Ιουλίου 2008, T‑56/07 P, Επιτροπή κατά Οικονομίδη, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Β‑1‑31 και ΙΙ‑Β‑1‑213, σκέψεις 58 έως 60· 2 Απριλίου 2009, T‑473/07 P, Επιτροπή κατά Berrisford, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. Ι‑Β‑1‑17 και ΙΙ‑Β‑1‑85, σκέψη 42

ΔΔΔ: 10 Οκτωβρίου 2007, F‑107/06, Berrisford κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑1‑285 και ΙΙ‑Α‑1‑1603, σκέψη 71· 31 Ιανουαρίου 2008, F‑97/05, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Α‑1‑15 και ΙΙ‑Α‑1‑49, σκέψη 62

2.      Ο υπάλληλος δεν έχει μεν αξίωση για προαγωγή, αλλά έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση προαγωγής άλλου υπαλλήλου στον βαθμό στον οποίο θα μπορούσε να προαχθεί ο ίδιος, απόφαση κατά της οποίας ο εν λόγω υπάλληλος έχει υποβάλει διοικητική ένσταση, η οποία έχει απορριφθεί από τη διοίκηση.

(βλ. σκέψη 80)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Ιανουαρίου 2004, T‑328/01, Robinson κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. Ι‑Α‑5 και ΙΙ‑23, σκέψεις 32 και 33

3.      Όταν η πράξη που πρόκειται να ακυρωθεί ωφελεί τρίτους, πράγμα που συμβαίνει με την εγγραφή σε πίνακα μελλοντικών προσλήψεων, με τις αποφάσεις προαγωγής και με τις αποφάσεις διορισμού σε κενή θέση, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει προηγουμένως μήπως η ακύρωση συνιστά δυσανάλογη κύρωση σε σχέση με την τελεσθείσα παρανομία.

Συναφώς επισημαίνεται ότι οι συνέπειες που συνάγει ο κοινοτικός δικαστής από την έλλειψη νομιμότητας δεν είναι ίδιες στην περίπτωση των διαγωνισμών και στην περίπτωση των προαγωγών. Συγκεκριμένα, η ακύρωση όλων των αποτελεσμάτων ενός διαγωνισμού συνιστά καταρχήν υπερβολική κύρωση για την τελεσθείσα παρανομία, ανεξάρτητα από τη φύση της παρανομίας και από το πόσο επηρέασε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού.

Αντίθετα, όταν πρόκειται για προαγωγές, ο κοινοτικός δικαστής προβαίνει σε εξέταση κατά περίπτωση. Πρώτον, λαμβάνει υπόψη τη φύση της διαπραχθείσας παρανομίας. Αν η διαπιστωθείσα παρανομία αποτελεί απλώς διαδικαστική πλημμέλεια, η οποία επηρεάζει μόνο την κατάσταση ενός υπαλλήλου, ο κοινοτικός δικαστής δέχεται εξαρχής ότι η παρανομία αυτή δεν δικαιολογεί την ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής, διότι θα επρόκειτο για υπερβολική κύρωση. Αντίθετα, αν η πλημμέλεια είναι ουσιώδης, π.χ. νομικό σφάλμα που καθιστά συνολικά πλημμελή τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, ο δικαστής ακυρώνει καταρχήν τις αποφάσεις προαγωγής.

Δεύτερον, ο δικαστής προβαίνει σε στάθμιση των συμφερόντων, κατά την οποία λαμβάνει καταρχάς υπόψη το συμφέρον των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων αφενός να αποκατασταθούν νομίμως και πλήρως στα δικαιώματά τους κατόπιν πραγματικής συγκριτικής επανεξέτασης των προσόντων, με την εφαρμογή των νόμιμων κριτηρίων, και αφετέρου να μη βρεθούν στο μέλλον ανταγωνιζόμενοι τους παρανόμως προαχθέντες υπαλλήλους και να μην αντιμετωπίσουν και πάλι την παρανομία την οποία διαπίστωσε ο δικαστής. Στη συνέχεια ο κοινοτικός δικαστής λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των παρανόμως προαχθέντων υπαλλήλων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπάλληλοι αυτοί δεν έχουν κεκτημένο δικαίωμα για τη διατήρηση της προαγωγής τους, εφόσον οι αποφάσεις προαγωγής δεν είναι νόμιμες και έχουν προσβληθεί εμπροθέσμως. Ο δικαστής λαμβάνει υπόψη πάντως το γεγονός ότι οι υπάλληλοι αυτοί πίστευαν καλόπιστα ότι οι αποφάσεις προαγωγής τους ήσαν νόμιμες, αν μάλιστα τα σχόλια των προϊσταμένων τους ήταν θετικά γι’ αυτούς και μπορούσαν να δικαιολογήσουν αντικειμενικά την προαγωγή τους. Ο δικαστής επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία όσον αφορά τα συμφέροντα των υπαλλήλων αυτών στις περιπτώσεις που ο αριθμός τους είναι μεγάλος. Τέλος, ο κοινοτικός δικαστής εξετάζει το συμφέρον της υπηρεσίας, δηλαδή κυρίως την τήρηση της νομιμότητας, τις συνέπειες που έχει για τον προϋπολογισμό η μη ακύρωση παράνομων αποφάσεων, τις ενδεχόμενες δυσχέρειες εκτέλεσης της τελεσίδικης απόφασης, τα ενδεχόμενα προβλήματα στην αδιάλειπτη λειτουργία της υπηρεσίας και τους κινδύνους χειροτέρευσης του κοινωνικού κλίματος εντός του θεσμικού οργάνου.

Ο κοινοτικός δικαστής, αφού εξετάσει τα διάφορα συμφέροντα που εμπλέκονται, αποφασίζει κατά περίπτωση αν θα ακυρώσει τις αποφάσεις προαγωγής. Σε περίπτωση που κρίνει τελικά ότι η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής θα αποτελούσε υπερβολικά βαριά κύρωση σε σχέση με τη διαπιστωθείσα παρανομία, μπορεί, εφόσον είναι αναγκαίο για την υπέρ του προσφεύγοντος διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της δικαστικής απόφασης που ακυρώνει την απόφαση για τη μη προαγωγή του, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία που έχει ως προς τις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο και να υποχρεώσει, ακόμη και αυτεπάγγελτα, το κοινοτικό όργανο να καταβάλει αποζημίωση.

(βλ. σκέψεις 82 έως 90)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 229, σκέψεις 11, 13 και 14· 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23

ΓΔΕΕ: 22 Ιουνίου 1990, T‑32/89 και T‑39/89, Μαρκόπουλος κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1990, σ. II‑281· 10 Ιουλίου 1992, T‑68/91, Barbi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2127, σκέψη 36· 17 Μαρτίου 1994, T‑44/91, Smets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑97 και II‑319· 21 Νοεμβρίου 1996, T‑144/95, Michaël κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑529 και II‑1429· 5 Οκτωβρίου 2000, T‑202/99, Rappe κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑201 και II‑911· Robinson κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα· 6 Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903· 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 349