Language of document : ECLI:EU:C:2020:155

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 4ης Μαρτίου 2020 (1)

Υπόθεση C402/19

LM

κατά

Centre public d’action sociale de Seraing

[αίτηση του cour du travail de Liège (δευτεροβάθμιου εργατοδικείου Λιέγης, Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Γονέας ανήλικου τέκνου το οποίο πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεως άδειας διαμονής – Διαταγή εγκαταλείψεως της επικράτειας – Οδηγία 2008/115 – Άρθρο 13 – Ένδικη προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα – Άρθρο 14 – Εγγυήσεις ενόψει επιστροφής – Βασικές ανάγκες – Παροχή κοινωνικής αρωγής στον γονέα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 24 και 47 – Σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του γονέα και του τέκνου το οποίο πάσχει από σοβαρή ασθένεια»






1.        Πρέπει η κάλυψη των βασικών αναγκών παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια, κατά την περίοδο αναστολής της απομακρύνσεώς του κατόπιν της ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως επιστροφής, να επεκταθεί στον πατέρα του, υπήκοο τρίτης χώρας η παρουσία του οποίου στο πλευρό του τέκνου του έχει κριθεί απαραίτητη για ιατρικούς λόγους;

2.        Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (2), με γνώμονα την αποτελεσματικότητα της προσφυγής κατά αποφάσεως επιστροφής και τις εγγυήσεις ενόψει επιστροφής, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα, ιδίως, του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2008/115 έχει ως εξής:

«Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν παράνομα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να απομακρυνθούν. Οι βασικές συνθήκες διαβίωσής τους θα πρέπει να ορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. […]»

4.        Το άρθρο 3, σημεία 3 έως 5, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

3)      “επιστροφή”: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας –είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

–        στη χώρα καταγωγής του/της, ή

–        σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

–        σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/-ή,

4)      “απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής,

5)      “απομάκρυνση”: εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους».

5.        Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη:

α)      τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού,

β)      την οικογενειακή ζωή,

[…]».

6.        Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας προβλέπει στην παράγραφό του 1 ότι τα κράτη μέλη αναβάλλουν την απομάκρυνση:

«[…]

β)      ενόσω παρέχεται ανασταλτικό αποτέλεσμα σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2.»

7.        Το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115 ορίζει, στις παραγράφους του 1 και 2, τα εξής:

«1.      Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο, το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή ή να ζητεί την επανεξέτασή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας.

2.      Η αρχή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»

8.        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την κατάσταση που καλύπτεται από τα άρθρα 16 και 17, μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται κατά το δυνατόν υπόψη οι ακόλουθες αρχές σε σχέση με υπηκόους τρίτων χωρών κατά το χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, το οποίο χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 7 και κατά τα χρονικά διαστήματα για τα οποία αναβάλλεται η απομάκρυνση σύμφωνα με το άρθρο 9:

α)      εξασφαλίζεται η οικογενειακή ενότητα με μέλη της οικογένειας που ευρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους,

β)      παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή,

γ)      παρέχεται στους ανηλίκους πρόσβαση στο βασικό εκπαιδευτικό σύστημα, ανάλογα με τη διάρκεια της διαμονής τους,

δ)      λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων.»

2.      Το βελγικό δίκαιο

9.        Το άρθρο 57, παράγραφος 2, του loi organique du 8 juillet 1976 des centres publics d’action sociale (οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976 περί των δημόσιων κέντρων κοινωνικής δράσεως) (Moniteur belge της 5ης Αυγούστου 1976, σ. 9876) προβλέπει:

«Κατά παρέκκλιση από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου, η αποστολή του δημόσιου κέντρου κοινωνικής δράσεως περιορίζεται:

1°      στην παροχή επείγουσας ιατρικής βοήθειας σε αλλοδαπό που διαμένει παράνομα εντός του Βασιλείου·

[…]».

II.    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10.      Στις 20 Αυγούστου 2012 ο LM υπέβαλε, για λογαριασμό του ίδιου και της R, τότε ανήλικης θυγατέρας του, αιτήσεις χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους, με την αιτιολογία ότι η θυγατέρα του πάσχει από διάφορες σοβαρές ασθένειες.

11.      Η αίτηση αυτή κρίθηκε παραδεκτή στις 6 Μαρτίου 2013 και ο LM κατέστη, ως εκ τούτου, δικαιούχος κοινωνικής αρωγής με επιβάρυνση του centre public d’action sociale de Seraing (δημόσιου κέντρου κοινωνικής δράσεως του Seraing) (στο εξής: CPAS).

12.      Στη συνέχεια, από την αρμόδια αρχή εκδόθηκαν και ακολούθως ανακλήθηκαν τρεις αποφάσεις οι οποίες απέρριψαν τις αιτήσεις άδειας διαμονής που είχε υποβάλει ο LM. Μια τέταρτη απορριπτική των αιτήσεων αυτών απόφαση εκδόθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2016. Επιπλέον, η απόφαση αυτή συνοδευόταν με διαταγή εγκαταλείψεως του βελγικού εδάφους.

13.      O LM άσκησε, στις 25 Μαρτίου 2016, ενώπιον του conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επίλυσης διαφορών αλλοδαπών, Βέλγιο) προσφυγή περί ακυρώσεως και αναστολής εκτελέσεως κατά της τελευταίας απορριπτικής αποφάσεως και της διαταγής εγκαταλείψεως του βελγικού εδάφους.

14.      To CPAS ανακάλεσε το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής προς τον LM από τις 26 Μαρτίου 2016, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως που του είχε ταχθεί. ο δε ενδιαφερόμενος δικαιούνταν, λαμβανομένου υπόψη του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής του στο βελγικό έδαφος, μόνον επείγουσα ιατρική βοήθεια, η οποία του χορηγήθηκε από τις 22 Μαρτίου 2016.

15.      Κατόπιν της καταθέσεως αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιου εργατοδικείου Λιέγης, Βέλγιο) κατά της αποφάσεως που ανακάλεσε το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής προς τον LM, η παροχή της τελευταίας αποκαταστάθηκε.

16.      Με δύο αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2017, το CPAS ανακάλεσε εκ νέου το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής προς τον LM από τις 11 Απριλίου 2017, με την αιτιολογία ότι η θυγατέρα του ενηλικιώθηκε κατά την ημερομηνία αυτή. Από τις 11 Απριλίου 2017, η θυγατέρα του εκκαλούντος της κύριας δίκης λαμβάνει επίδομα κοινωνικής αρωγής, ισοδύναμο με το εισόδημα εντάξεως μεμονωμένου ατόμου αυξημένο κατά τις οικογενειακές παροχές που δικαιούται λόγω του ότι είναι άτομο με ειδικές ανάγκες.

17.      Ο LM άσκησε ενώπιον του tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιου εργατοδικείου Λιέγης) προσφυγή κατά των αποφάσεων του CPAS της 16ης Μαΐου 2017. Με απόφαση της 16ης Απριλίου 2018, το δικαστήριο αυτό έκρινε νόμω βάσιμη την ανάκληση της κοινωνικής αρωγής από την ημερομηνία ενηλικιώσεως της R, καθόσον ο αιτών δεν βρισκόταν ο ίδιος σε κατάσταση υγείας δικαιολογούσα τη μη εφαρμογή του βελγικού νόμου.

18.      Στις 22 Μαΐου 2018 ο LM άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

19.      Το δικαστήριο αυτό τονίζει ότι από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ γονέων και ενηλίκων τέκνων μπορούν να τύχουν προστασίας με το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη πρόσθετων στοιχείων εξαρτήσεως μεταξύ τους. Διαπιστώνει ότι η προβλέψιμη επιδείνωση της καταστάσεως υγείας της R σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της αντιστοιχεί πλήρως στο επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται για να θεωρηθεί ότι η απομάκρυνσή της θα την εξέθετε σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Επιπλέον, επισημαίνει ότι, υπό το πρίσμα αυτής της καταστάσεως της υγείας της, η παρουσία του πατέρα της στο πλευρό της είναι εξίσου απαραίτητη όπως όταν ήταν ανήλικη.

20.      Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι, μολονότι η άρνηση παροχής κοινωνικής αρωγής στον LM δεν μπορεί, ως τέτοια, να προσβάλει το δικαίωμα αυτό, εντούτοις η άρνηση αυτή δύναται να στερήσει τον LM από τα αναγκαία μέσα για να διατηρήσει τη στήριξή του και τη φυσική παρουσία του στο πλευρό της R.

21.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour du travail de Liège (δευτεροβάθμιο εργατοδικείο Λιέγης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει το άρθρο 57, [παράγραφος] 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, του βελγικού loi organique du 8 juillet 1976 des centres publics d’action sociale (οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976 περί των δημόσιων κέντρων κοινωνικής δράσης) στα άρθρα 5 και 13 της οδηγίας [2008/115], σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του [Χάρτη], καθώς και με το άρθρο 14, [παράγραφος] 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής και τα άρθρα 7 και 12 του [Χάρτη], όπως ερμηνεύθηκαν με την απόφαση [της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453)]:

–        πρώτον, καθόσον στερεί από αλλοδαπό υπήκοο τρίτου κράτους παρανόμως διαμένοντα στο έδαφος κράτους μέλους την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών του κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της προσφυγής περί ακυρώσεως και αναστολής εκτελέσεως που άσκησε, ιδίω ονόματι και υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του τέκνου του, το οποίο τότε ήταν ακόμη ανήλικο, κατά απόφασης με την οποία διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους,

–        καίτοι, δεύτερον, αφενός, το εν λόγω, ενήλικο πλέον, τέκνο πάσχει από σοβαρή ασθένεια και η εκτέλεση της απόφασης αυτής μπορεί να το εκθέσει σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του και, αφετέρου, η παρουσία του γονέα αυτού στο πλευρό του ενήλικου τέκνου του κρίνεται αναγκαία από τους γιατρούς λόγω της ευπάθειας που οφείλεται στην κατάσταση της υγείας του (υποτροπιάζουσες δρεπανοκυτταρικές κρίσεις και αναγκαιότητα χειρουργικής επέμβασης για την αποφυγή παράλυσης);»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22.      Παρατηρήσεις υπέβαλαν η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

1.      Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

23.      Πρώτον, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, καθόσον αφορά τη συμβατότητα κανόνα εθνικού δικαίου με διάφορες διατάξεις της οδηγίας 2008/115 και του Χάρτη ενώ δεν υφίσταται κανένας σύνδεσμος μεταξύ της καταστάσεως του εκκαλούντος και του δικαίου της Ένωσης, καθόσον η κατάσταση του εκκαλούντος δεν εμπίπτει ούτε στο άρθρο 14 της οδηγίας αυτής ούτε στο άρθρο 19 του Χάρτη.

24.      Μολονότι, όπως διατυπώθηκε, το προδικαστικού ερώτημα που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο καλεί, πράγματι, το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συμβατού διατάξεως εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι στο Δικαστήριο εναπόκειται, σε μια τέτοια κατάσταση, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του δώσουν τη δυνατότητα να κρίνει αν κανόνας του εσωτερικού δικαίου είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης (3).

25.      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κυρίως, να καθοριστεί αν η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 της οδηγίας 2008/115. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της Βελγικής Κυβερνήσεως περί του μη εφαρμοστέου της διατάξεως αυτής, και γενικότερα περί ελλείψεως οποιουδήποτε συνδέσμου με το δίκαιο της Ένωσης, συνδέεται αναπόσπαστα με την απάντηση που πρέπει να δοθεί επί της ουσίας στο εν λόγω ερώτημα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να οδηγήσει στο απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (4).

26.      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η Βελγική Κυβέρνηση διευκρίνισε με τις παρατηρήσεις της ότι τελικά χορηγήθηκε στον LM και στη θυγατέρα του, στις 17 Μαΐου 2019, τίτλος διαμονής, διάρκειας ενός έτους και ανανεώσιμος, η κυβέρνηση δε αυτή δεν συνάγει από την ως άνω κατάσταση καμία συνέπεια όσον αφορά το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος.

27.      Κατά πάγια νομολογία, τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής προϋποθέτει ότι πράγματι εκκρεμεί διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λάβει υπόψη την εκδοθείσα από το Δικαστήριο προδικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να εξακριβώνει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, αν η διαφορά στην υπόθεση της κύριας δίκης εξακολουθεί να εκκρεμεί (5).

28.      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προέρχεται από εργατοδικείο το οποίο εκδικάζει προσφυγή κατά των αποφάσεων του CPAS να ανακαλέσει από τον εκκαλούντα της κύριας δίκης το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής από τις 11 Απριλίου 2017, ημερομηνία ενηλικιώσεως της θυγατέρας του. Ουδέν εκ των στοιχείων της υποβληθείσας στο Δικαστήριο δικογραφίας επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η νομιμοποίηση της διαμονής του LM και της θυγατέρας του παρήγαγε αποτελέσματα πριν από τις 17 Μαΐου 2019, ημερομηνία χορηγήσεως τίτλου διαμονής στους ενδιαφερομένους, και ότι συνοδεύθηκε με αναδρομική αναγνώριση των κοινωνικών δικαιωμάτων του LM από τις 11 Απριλίου 2017, υλοποιηθείσα με την καταβολή αναδρομικών επιδομάτων για την περίοδο μεταξύ των δύο προαναφερθεισών ημερομηνιών.

29.      Επομένως, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να υπάρχει αντικείμενο στη διαφορά της κύριας δίκης, ήτοι η αναγνώριση της ιδιότητας του LM ως δικαιούχου κοινωνικής αρωγής από τις 11 Απριλίου 2017, επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο, και ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στο υποβληθέν ερώτημα παραμένει χρήσιμη για τη λύση της διαφοράς αυτής (6). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

30.      Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε, με την ίδια απόφαση, προδικαστικά ερωτήματα που απευθύνονται τόσο στο Δικαστήριο όσο και στο Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο), αποσκοπώντας στην εκτίμηση του συμβατού της επίμαχης στην κύρια δίκη βελγικής νομοθεσίας με το βελγικό Σύνταγμα, όπου τα ερωτήματα προς το εθνικό δικαστήριο έχουν, κατά την απόφαση περί παραπομπής, προτεραιότητα. Συναφώς, φαίνεται ότι η αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας της εν λόγω νομοθεσίας θα μπορούσε να καταστήσει άνευ αντικειμένου την παρούσα υπόθεση. Διαπιστώνεται ότι, μέχρι αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ουδεμία απόφαση του βελγικού Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου) έχει εκδοθεί.

2.      Επί του προδικαστικού ερωτήματος

31.      Μια πρώτη ανάγνωση του προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο αποκαλύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται περί του συμβατού εθνικής διατάξεως με γνώμονα τις συνθήκες υπό τις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας δύναται να ωφεληθεί από τις εγγυήσεις που, ενόψει επιστροφής, του αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης, και εν προκειμένω το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115, και, ειδικότερα, από την κάλυψη των βασικών αναγκών του κατά την περίοδο εξετάσεως της προσφυγής που έχει ασκήσει, στο όνομα του ιδίου και του τότε ανηλίκου τέκνου του, κατά αποφάσεως που τους διέταξε να εγκαταλείψουν το έδαφος κράτους μέλους.

32.      Ο καθορισμός του ακριβούς περιεχομένου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η οποία είναι σχετικά πολύπλοκη στη διατύπωσή της, επιβάλλει τη συνεκτίμηση όλων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στις οποίες αυτή αναφέρεται, ήτοι των άρθρων 5, 13 και 14 της οδηγίας 2008/115 και των άρθρων 7, 12, 19 και 47 του Χάρτη, καθώς και της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453), της οποίας επίσης γίνεται μνεία.

33.      Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι πρέπει να αναγνωριστεί αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στην προσφυγή που υπήκοος τρίτης χώρας άσκησε κατά αποφάσεως επιστροφής η εκτέλεση της οποίας είναι ικανή να τον εκθέσει σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του και, αφετέρου, ότι ο εν λόγω υπήκοος δικαιούται να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες του κατά τη διάρκεια της αναστολής της απομακρύνσεώς του κατόπιν της ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής.

34.      Συναφώς, φαίνεται ότι η προβληματική σχετικά με τις εγγυήσεις ενόψει επιστροφής που ορίζονται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 συνδέεται άρρηκτα με την προβληματική σχετικά με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της αποφάσεως επιστροφής το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας αυτής, όπου ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο βρίσκεται στο γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη αναβάλλουν την απομάκρυνση όσο διαρκεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα που παρασχέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.

35.      Η απάντηση στο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προϋποθέτει, κατά συνέπεια, να καθοριστεί αν σε προσφυγή ασκηθείσα από γονέα τέκνου πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια κατά αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας ενδέχεται να εκθέσει το τέκνο αυτό σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του, πρέπει να αναγνωριστεί αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα όταν έχει κριθεί απαραίτητη η παρουσία του πλησίον του τέκνου του (7).

1.      Επί της αναγνωρίσεως αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος σε προσφυγή που άσκησε κατά αποφάσεως επιστροφής γονέας τέκνου πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια

36.      Πριν εξετάσω τα πιθανά νομικά ερείσματα της αναγνωρίσεως ενός τέτοιου αποτελέσματος, πρέπει να αναλύσω τις επί της ουσίας παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως σχετικά με το ζήτημα αυτό.

1)      Επί των παρατηρήσεων της Βελγικής Κυβερνήσεως

37.      Πρώτον, η κατά γράμμα ανάγνωση των παρατηρήσεων της Βελγικής Κυβερνήσεως αναδεικνύει τη βούλησή της να αποδείξει ότι η εθνική νομοθεσία είναι πλήρως συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.

38.      Αφενός, προβάλλεται ότι το άρθρο 57, παράγραφος 2, του οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976, όπως ερμηνεύθηκε από το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο), δεν έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς της οδηγίας 2008/115, όπου το εν λόγω δικαστήριο προβλέπει τη συνεκτίμηση της συγκεκριμένης οικογενειακής καταστάσεως του τέκνου, ανηλίκου ή ενηλίκου, κατά τον καθορισμό του αν θα παρασχεθεί κοινωνική αρωγή στον ενδιαφερόμενο.

39.      Αφετέρου, εκτίθεται ότι οι εσωτερικές διαδικασίες διασφαλίζουν αποτελεσματική προσφυγή κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) αναγνώρισε με απόφασή του της 18ης Ιουλίου 2019, ενώ κατεπείγουσα προσφυγή, με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, κατά των μέτρων απομακρύνσεως και επαναπροωθήσεως δύναται να ασκηθεί ειδικά ενώπιον του conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως διαφορών αλλοδαπών).

40.      Αυτή η επιχειρηματολογία της Βελγικής Κυβερνήσεως απαιτεί από μέρους μου τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

41.      Επισημαίνω ευθύς εξ εξαρχής ότι από τις παρατηρήσεις της εν λόγω κυβερνήσεως προκύπτει σαφώς ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, ο παρανόμως διαμένων γονέας ανηλίκου ή ενηλίκου τέκνου δεν μπορεί να αξιώσει, για τον ίδιο, οποιαδήποτε κοινωνική αρωγή πέραν της επείγουσας ιατρικής βοήθειας. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει ερώτημα ακριβώς όσον αφορά τη συμφωνία μιας τέτοιας νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης, σχετικά με την κατάσταση γονέα τέκνου πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια ο οποίος έχει ασκήσει προσφυγή, στο όνομα του ιδίου και του τέκνου του, κατά των αποφάσεων επιστροφής που τους αφορούν.

42.      Όσον αφορά, ακολούθως, τις παραπομπές στις αποφάσεις του βελγικού Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου), αποτελεί πάγια νομολογία ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια ευρύτατη ευχέρεια να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αν εκτιμούν ότι υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους εγείρει ζητήματα ερμηνείας ή κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η επίλυση των οποίων είναι αναγκαία για τη λύση της διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί. Το Δικαστήριο έχει συναγάγει εντεύθεν ότι η ύπαρξη κανόνα του εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα δικαστήρια που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό δεσμεύονται από τις εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αναιρέσει την ευχέρεια των πρώτων αυτών δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης το οποίο αφορούν οι νομικές αυτές εκτιμήσεις. Tο Δικαστήριο έχει πράγματι κρίνει ότι δικαστήριο που δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό, όπως το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να έχει τη δυνατότητα, αν εκτιμά ότι η εκ μέρους ανωτέρου δικαστηρίου νομική εκτίμηση ενδέχεται να το υποχρεώσει να εκδώσει απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα τα οποία το απασχολούν (8).

43.      Τέλος, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν εναπόκειται σε αυτό, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία για να καθορίσει εν προκειμένω την ακριβή θέση του βελγικού δικονομικού δικαίου στο πεδίο των προσφυγών που ασκούν μετανάστες ενόψει απομακρύνσεως.

44.      Υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ στηρίζεται, κατά πάγια νομολογία, σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, όπου το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται μόνον επί της ερμηνείας ή του κύρους των πράξεων της Ένωσης που αφορά το άρθρο αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας διατάξεων του εθνικού δικαίου ή να κρίνει αν η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία τους είναι ορθή (9).

45.      Κατά συνέπεια, μόνο στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, εναπόκειται να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να είναι σε θέση να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, όταν τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή και το Δικαστήριο, κατ’ αρχήν, οφείλει να αποφανθεί (10).

46.      Δεύτερον, από τις παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως δύναται να συναχθεί η ύπαρξη επιχειρηματολογίας σχετικής με τη rationae temporis εμβέλεια του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/115.

47.      Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται (11) ότι από την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453), προκύπτει ότι η εγγύηση της αποτελεσματικότητας της προσφυγής πρέπει να διασφαλίζεται τη στιγμή της απομακρύνσεως, ήτοι κατά την εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής, και παρατηρεί ότι κατά του LM δεν εφαρμόστηκε κανένα μέτρο αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως επιστροφής που τον αφορά. Η προσέγγιση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα η εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας να μετατεθεί από την έκδοση της αποφάσεως επιστροφής στη στιγμή που επίκειται η απομάκρυνση και, κατά συνέπεια, οι εγγυήσεις ενόψει επιστροφής που προβλέπονται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 θα εφαρμόζονταν μετά την άσκηση της προσφυγής κατά της αποφάσεως επιστροφής.

48.      Μια τέτοια επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453), και του μηχανισμού που θέσπισε η οδηγία 2008/115 για τη διασφάλιση αποτελεσματικής πολιτικής περί απομακρύνσεως και επαναπατρισμού με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθώς και της αξιοπρέπειας των συγκεκριμένων προσώπων. Διαπιστώνεται ότι η Βελγική Κυβέρνηση περιορίστηκε να προβάλει ότι στο διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως χρησιμοποιείται ο όρος «εκτέλεση», παραλείποντας, κατά τον τρόπο αυτόν, να προσεγγίσει τη συλλογιστική του Δικαστηρίου που οδήγησε στην περιλαμβανόμενη στο διατακτικό λύση και στις διευκρινίσεις που δόθηκαν στη συνέχεια.

49.      Το ζήτημα που είχε τεθεί στο Δικαστήριο συνίστατο, μεταξύ άλλων, στην ερμηνεία του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/115, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, με σκοπό τον καθορισμό των «χαρακτηριστικών της προσφυγής που πρέπει να μπορεί να ασκηθεί κατά αποφάσεως επιστροφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας αυτής, ήτοι διοικητικής πράξεως που κηρύσσει παράνομη τη διαμονή του συγκεκριμένου μετανάστη και επιβάλλει υποχρέωση επιστροφής πανομοιότυπη με εκείνη που επιβλήθηκε στον LM στις 8 Φεβρουαρίου 2016. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι «η αποτελεσματικότητα της προσφυγής κατά της αποφάσεως επιστροφής», η εκτέλεση της οποίας είναι ικανή να εκθέσει τον συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του, απαιτεί να διαθέτει ο εν λόγω υπήκοος προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι «η απόφαση επιστροφής» δεν θα εκτελεστεί πριν η αρμόδια αρχή μπορέσει να εξετάσει την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (12).

50.      To Δικαστήριο αποσαφήνισε τη νομολογία του στην απόφαση Gnandi (13), επαναλαμβάνοντας την υποχρέωση προβλέψεως, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσφυγής με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά της αποφάσεως επιστροφής, αλλά επίσης προσθέτοντας ότι το αυτό ίσχυε «κατά μείζονα λόγο και στην περίπτωση ενδεχόμενης αποφάσεως περί απομακρύνσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της [οδηγίας 2008/115]». Από το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η έκδοση αποφάσεως επιστροφής θεωρείται ως μια αβέβαιη και επιπρόσθετη κατάσταση, υπό το πρίσμα της οποίας μπορεί να αναγνωριστεί αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα σε προσφυγή που ασκεί ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας.

51.      Η προσέγγιση αυτή εξηγείται από το γεγονός, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115, η έκδοση αποφάσεως επιστροφής έχει υποθετικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με την απόφαση επιστροφής που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, και, αφετέρου, ότι η τελευταία αυτή απόφαση δύναται, υπό το πρίσμα της νομικής της φύσεως όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, να οδηγήσει, ως τέτοια, στην απομάκρυνση του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 παρέχει στον εν λόγω υπήκοο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής προκειμένου να προσβάλει τις αποφάσεις που συνδέονται με την επιστροφή, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ως αποφάσεις επιστροφής, και, «εάν έχουν εκδοθεί», ως αποφάσεις απαγορεύσεως εισόδου και ως αποφάσεις απομακρύνσεως.

52.      Πρέπει να τονιστεί ότι η εγγύηση της αποτελεσματικότητας της προσφυγής, που προβλέπεται στο προαναφερθέν άρθρο 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, προϋποθέτει, εξ ορισμού, την έκδοση πράξεως η νομιμότητα της οποίας δύναται να αμφισβητηθεί ενώπιον δικαστηρίου. Πάντως, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 6, 8, του άρθρου 12, παράγραφος 1, και του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι η πράξη αυτή συνίσταται μόνον στην απόφαση επιστροφής.

53.      Επομένως, η επιχειρηματολογία της Βελγικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία, βάσει του δικαίου της Ένωσης, προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα πρέπει να παρέχεται μόνον από τη στιγμή που επίκειται η απομάκρυνση και όχι από την έκδοση της αποφάσεως επιστροφής, παραγνωρίζει τη γενική οικονομία της οδηγίας 2008/115 και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του νομικού πλαισίου της αναλύσεως

54.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να λάβει υπόψη το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 7 του Χάρτη και από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή αναφέρεται σε εντελώς άλλο νομικό θεμέλιο προκειμένου να συναγάγει την αναγκαία αναγνώριση αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος στην προσφυγή που ασκήθηκε από τον εκκαλούντα της κύριας δίκης.

55.      Προτείνει, κατ’ ουσίαν, να εφαρμοστεί συλλογιστική κατ’ αναλογίαν με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη χορήγηση σε υπήκοο τρίτης χώρας, δυνάμει των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ, παραγώγου δικαιώματος διαμονής στο έδαφος της Ένωσης, και τούτο προκειμένου να μην στερηθεί πρακτικής αποτελεσματικότητας το δικαίωμα διαμονής ανηλίκου τέκνου, το οποίο έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση απομακρύνσεως αυτού του υπηκόου, γονέα του τέκνου. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αναγνωριστεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ασκηθείσα από τον εκκαλούντα της κύριας δίκης προσφυγή, προκειμένου να μην στερηθεί πρακτικής αποτελεσματικότητας η υπέρ της θυγατέρας του αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως επιστροφής, σύμφωνα με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453).

56.      Το Δικαστήριο όντως έκρινε ότι πρέπει να χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας του εν λόγω πολίτη, καθόσον η πρακτική αποτελεσματικότητα της ιθαγένειας της Ένωσης θα αναιρούνταν αν, συνεπεία της μη αναγνωρίσεως ενός τέτοιου δικαιώματος, ο εν λόγω πολίτης αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης θεωρούμενο ως ένα όλον, στερούμενος, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα πραγματικής απολαύσεως, κατά το ουσιώδες μέρος τους, των δικαιωμάτων που πηγάζουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Το Δικαστήριο διευκρίνισε με σαφήνεια ότι ο σκοπός και η δικαιολόγηση αυτών των παράγωγων δικαιωμάτων, τα οποία δεν είναι ίδια δικαιώματα των εν λόγω υπηκόων, ερείδονται στη διαπίστωση ότι η άρνηση αναγνωρίσεώς τους δύναται να θίξει, ιδίως, την ελευθερία κυκλοφορίας του πολίτη της Ένωσης (14).

57.      Επομένως, η νομολογία την οποία αντιτάσσει η Επιτροπή εντάσσεται σε πραγματικό και νομικό πλαίσιο σαφώς διαφορετικό, όπως αναγνωρίζει η ίδια η Επιτροπή, από την παρούσα υπόθεση, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης και η θυγατέρα του είναι αμφότεροι παρανόμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτης χώρας και έχει εκδοθεί έναντι αυτών απόφαση επιστροφής, πράγμα που θεωρώ ότι εμποδίζει την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της νομολογίας αυτής.

58.      Επισημαίνω, εντούτοις, ότι οι έννοιες της «προστασίας της οικογενειακής ζωής» αλλά και του «υπέρτατου συμφέροντος» του τέκνου χρησιμοποιούνται ρητώς από το Δικαστήριο ως παράμετροι ερμηνείας διαφόρων κανόνων του δικαίου της Ένωσης, που ανήκουν στο πρωτογενές ή στο παράγωγο δίκαιο, και μπορούν να θεμελιώσουν την παροχή σε υπήκοο τρίτης χώρας παράγωγου δικαιώματος διαμονής στο έδαφος της Ένωσης ή να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος των κρατών μελών (15).

59.      Οι συγκεκριμένες αυτές εκτιμήσεις του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 7 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο του 24, μπορούν, αντιθέτως, να μεταφερθούν στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, με σκοπό τον καθορισμό του νομικού θεμελίου για την αναγνώριση αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος στην προσφυγή που ο εκκαλών της κύριας δίκης, πατέρας τέκνου με σοβαρή ασθένεια, άσκησε κατά της αποφάσεως επιστροφής που τον αφορά.

3)      Επί της αναγνωρίσεως ανασταλτικού αποτελέσματος λόγω σεβασμού της οικογενειακής ζωής

60.      Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της προσφυγής που πρέπει να μπορεί να ασκηθεί κατά αποφάσεως επιστροφής όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, από το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 12, παράγραφος 1 (16), προκύπτει ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να διαθέτει αποτελεσματική προσφυγή για να προσβάλει την απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε έναντι αυτού (17).

61.      Το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι η αρχή ή το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής δύναται να αναστείλει προσωρινά την εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιστροφής, εκτός αν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας. Επομένως, η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει να έχει σε κάθε περίπτωση ανασταλτικό αποτέλεσμα η προσφυγή του άρθρου της 13, παράγραφος 1 (18).

62.      Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2008/115 πρέπει να ερμηνεύονται, όπως υπενθυμίζει η αιτιολογική της σκέψη 2, τηρουμένων πλήρως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων (19).

63.      Επομένως, τα χαρακτηριστικά της προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις, αφενός, του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο επαναλαμβάνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, και, αφετέρου, του άρθρου 7 του Χάρτη, το οποίο αναγνωρίζει το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής (20).

64.      To άρθρο 7 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί σε συσχέτιση με την υποχρέωση συνεκτιμήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του εν λόγω Χάρτη, και λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους δικαιώματος του τέκνου για την προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή του καθώς και του δικαιώματός του να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους γονείς του, των οποίων ο σεβασμός συγχέεται αναμφισβήτητα με το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου (21). H απαίτηση ερμηνείας της οδηγίας 2008/115 υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24 του Χάρτη προκύπτει άλλωστε από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας αυτής, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, όταν εφαρμόζουν την εν λόγω οδηγία, το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου και την οικογενειακή ζωή (22).

65.      Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (23), σύμφωνα με το άρθρο του 52, παράγραφος 3, τα δικαιώματα που διασφαλίζονται στο άρθρο 7 του Χάρτη έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με εκείνα που διασφαλίζονται στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ, όπως αυτό ερμηνεύεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (24).

66.      Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση εκθέτει, στις παρατηρήσεις της ότι το ΕΔΔΑ, κληθέν να αποφανθεί επί της συμβατότητας με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο της 8, του εξαιρετικού καθεστώτος που προβλέπεται για τις προσφυγές κατά αποφάσεων απομακρύνσεως στα σύνορα της Γουιάνας (γαλλικής υπερπόντιας περιφέρειας), έκρινε, στην απόφαση De Souza Ribeiro κατά Γαλλίας (25), ότι, «όσον αφορά απομακρύνσεις αλλοδαπών αμφισβητούμενες βάσει προβαλλόμενης προσβολής της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, η αποτελεσματικότητα δεν απαιτεί να διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα». Επομένως, σε περίπτωση προβαλλόμενης προσβολής της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το κριτήριο αποτελεσματικότητας δεν θα απαιτούσε να διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, σε αντίθεση με τις απομακρύνσεις που αμφισβητούνται βάσει κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (26).

67.      Η μόνη αυτή παραπομπή στην εν λόγω απόφαση του ΕΔΔΑ δεν μεταφέρει την ποικιλομορφία της νομολογίας του στον τομέα που συνδυάζει τη μετανάστευση με την προστασία της οικογενειακής ζωής (27). Διαπιστώνεται, επιπλέον, ότι οι περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση διαφέρουν αισθητά από εκείνες της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, με αποτέλεσμα η εν λόγω παραπομπή στη νομολογία να μην ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Πράγματι, η επίμαχη απόφαση αφορούσε άτομο ενήλικο κατά τον χρόνο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων/αναστολής του μέτρου απομακρύνσεως και της προσφυγής, το οποίο διέμενε με την οικογένειά του στη Γουιάνα και διατηρούσε με τα μέλη της τελευταίας σχέσεις που δεν στοιχειοθετούσαν καμία ιδιαίτερη κατάσταση πέραν των συνήθων σχέσεων στοργής. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος, είχε κατορθώσει να επανέλθει στη Γουιάνα λίγο μετά την απέλασή του και να λάβει τίτλο διαμονής.

68.      Πρέπει να σημειωθεί ότι η νομική προβληματική που δημιουργεί η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά τη δυνατότητα αναγνωρίσεως αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος σε προσφυγή κατά αποφάσεως επιστροφής, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/115, πράγμα που προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, την εκτίμηση της οικογενειακής καταστάσεως του εκκαλούντος της κύριας δίκης και ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής κατά τον χρόνο που ο τελευταίος άσκησε την εν λόγω προσφυγή.

69.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στις 25 Μαρτίου 2016 ο εκκαλών της κύριας δίκης άσκησε, ιδίω ονόματι και υπό την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της ανήλικης θυγατέρας του, ηλικίας τότε περίπου 17 ετών, προσφυγή κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς του άδειας διαμονής, συνοδευόμενης με διαταγή εγκαταλείψεως της ημεδαπής (28), οι δύο δε ενδιαφερόμενοι διέμεναν στο Βέλγιο από τις 8 Απριλίου 2012 και ζούσαν, από την ημερομηνία αυτή, υπό την ίδια στέγη. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζει αναμφισβήτητα την ύπαρξη «οικογενειακής ζωής», όπως αυτήν που απαιτεί το ΕΔΔΑ στη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σημειουμένου ότι αυτή η έννοια της «οικογενειακής ζωής» μπορεί να συμπεριλάβει τη σχέση μεταξύ νόμιμου ή φυσικού τέκνου με τον πατέρα του, ανεξάρτητα από την παρουσία της μητέρας στο νοικοκυριό, και ότι η προστασία που διασφαλίζει η διάταξη αυτή εκτείνεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας (29).

70.      Στις υποθέσεις που συνδυάζουν οικογενειακή ζωή και μετανάστευση, αφορώντας μεταξύ άλλων το ζήτημα της απελάσεως των αλλοδαπών, συμπεριλαμβανομένων των παρανόμως διαμενόντων, το ΕΔΔΑ προβαίνει σε στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων, ήτοι του προσωπικού συμφέροντος των συγκεκριμένων ατόμων να έχουν οικογενειακή ζωή σε δεδομένο έδαφος και του γενικού συμφέροντος το οποίο επιδιώκει το κράτος, εν προκειμένω του ελέγχου της μεταναστεύσεως. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι ο βαθμός στον οποίο εμποδίζεται πραγματικά η οικογενειακή ζωή, η έκταση των δεσμών των ενδιαφερομένων προσώπων στο περί ου πρόκειται συμβαλλόμενο κράτος, το ζήτημα της υπάρξεως ανυπέρβλητων εμποδίων για τη διαβίωση της οικογένειας στη χώρα καταγωγής του ενδιαφερομένου αλλοδαπού και το ζήτημα της υπάρξεως στοιχείων σχετικών με τον έλεγχο της μεταναστεύσεως ή εκτιμήσεων δημοσίας τάξεως που βαρύνουν υπέρ του αποκλεισμού (30).

71.      Όταν εμπλέκονται τέκνα, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι πρέπει να συνεκτιμάται το υπέρτατο συμφέρον τους. Επί του σημείου αυτού, το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι αποτελεί αντικείμενο ευρείας συναινέσεως, ιδίως στο διεθνές δίκαιο, η αντίληψη ότι το υπέρτατο συμφέρον των τέκνων πρέπει να προέχει σε όλες τις αποφάσεις που τα αφορούν. Το συμφέρον αυτό δεν είναι, βεβαίως, καθοριστικό από μόνο του, αλλά ασφαλώς πρέπει να του αποδίδεται σημαντική βαρύτητα. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ, στις υποθέσεις οικογενειακής επανενώσεως, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των περί ων πρόκειται ανηλίκων, και ειδικότερα στην ηλικία τους, στην κατάστασή τους στη συγκεκριμένη χώρα ή στις συγκεκριμένες χώρες και στον βαθμό της εξαρτήσεώς τους από τους γονείς τους (31).

72.      Συναφώς, σημειώνω ότι το Δικαστήριο χρησιμοποιεί την ίδια έννοια της σχέσεως εξαρτήσεως προκειμένου να θεμελιώσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο έδαφος της Ένωσης υπηκόου τρίτης χώρας όταν το δικαίωμα αυτό του παρέχεται από μέλος της οικογένειάς του έχον την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο κρίνει, πράγματι, ότι η άρνηση παροχής δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας είναι ικανή να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της ιθαγένειας της Ένωσης μόνον αν υφίσταται, μεταξύ αυτού του υπηκόου τρίτης χώρας και του πολίτη της Ένωσης, μέλους της οικογένειάς του, σχέση εξαρτήσεως τέτοιας φύσεως ώστε ο πολίτης της Ένωσης να αναγκάζεται να συνοδεύσει τον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας και να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης, θεωρούμενο στο σύνολό του (32).

73.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την υποχρέωση συνεκτιμήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη. Η διαπίστωση σχέσεως εξαρτήσεως πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση, προς το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου, του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε της ηλικίας του τέκνου, της σωματικής και συναισθηματικής του αναπτύξεως, της εντάσεως του συναισθηματικού του δεσμού με τον γονέα που είναι πολίτης της Ένωσης και με τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του τέκνου ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας. Επομένως, το γεγονός ότι ο γονέας, υπήκοος τρίτης χώρας, συζεί με το ανήλικο τέκνο, που είναι πολίτης της Ένωσης, είναι ένα από τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση της υπάρξεως μεταξύ τους σχέσεως εξαρτήσεως, χωρίς όμως να συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εκτίμηση αυτή (33).

74.      Όπως προεκτέθηκε, οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να μεταφερθούν στο πλαίσιο της προβληματικής μιας ενδεχόμενης προσβολής του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως αυτό εκτιμάται σε συνδυασμό με το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου του υπηκόου τρίτης χώρας, γονέα τέκνου πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια, σε περίπτωση απομακρύνσεως του εν λόγω υπηκόου.

75.      Εν προκειμένω, φρονώ ότι η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δείχνει μια πραγματική σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του εκκαλούντος της κύριας δίκης και της θυγατέρας του, πράγμα που στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει.

76.      Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η θυγατέρα του LM πάσχει, αφενός, από βαριάς μορφής δρεπανοκυτταρική αναιμία, σοβαρή πάθηση που μπορεί να οδηγήσει ανά πάσα στιγμή σε επώδυνη κρίση με ενδεχόμενες επιπλοκές και που μπορεί να αποβεί μοιραία, και έχει ήδη απαιτήσει σε πολλές περιπτώσεις τη νοσηλεία της ενδιαφερόμενης λόγω κρίσιμων επεισοδίων, και, αφετέρου, από σημαντική κύφωση που απαιτεί χειρουργική επέμβαση, ειδάλλως η ενδιαφερόμενη κινδυνεύει να μείνει παράλυτη. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον εκκαλούντα της κύριας δίκης να εγκαταλείψει το Κονγκό συνοδευόμενος από τη θυγατέρα του και να υποβάλει στις αρμόδιες βελγικές αρχές, στις 20 Αυγούστου 2012, αίτηση άδειας διαμονής με αιτιολογία την κατάσταση της υγείας της θυγατέρας του.

77.      Καθόσον ο πυρήνας της οικογένειας αποτελείται μόνον από τον εκκαλούντα και τη θυγατέρα του, ο πρώτος αποτελούσε, τη στιγμή της ασκήσεως της προσφυγής, και εξακολουθεί να αποτελεί μια φυσική παρουσία απαραίτητη για τη συνοδεία της δεύτερης κατά τις διάφορες νοσηλείες της και για την τήρηση της θεραπευτικής αγωγής καθώς και ένα συναισθηματικό στήριγμα, για να βοηθήσει ψυχικά τη θυγατέρα του να αντιμετωπίσει τις διάφορες δοκιμασίες τις οποίες υφίσταται λόγω των ασθενειών από τις οποίες πάσχει. Πρέπει να τονιστεί ότι οι γιατροί επισήμαναν σαφώς ότι η θυγατέρα του εκκαλούντος της κύριας δίκης «έχει αναντίρρητα ανάγκη τη συνοδεία γονέα που συζεί με αυτήν, λόγω της καταστάσεως της υγείας της (υποτροπιάζουσες δρεπανοκυτταρικές κρίσεις)».

78.      Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η απομάκρυνση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος είναι πατέρας τέκνου πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια και θα ωφελούνταν από το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως επιστροφής η εκτέλεση της οποίας θα ήταν ικανή να το εκθέσει σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του, είναι ικανή να πλήξει, σοβαρά και ανεπανόρθωτα, την προστασία της οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την υποχρέωση συνεκτιμήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αναγνωρίζεται από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη. Η αναγκαστική επιστροφή του LM στο Κονγκό θα στερούσε την πάσχουσα από σοβαρές ασθένειες θυγατέρα του από την παρουσία του στο πλευρό της, η οποία όμως θεωρείται απαραίτητη από τους γιατρούς, κατά παραγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος του τέκνου για την προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή του καθώς και του δικαιώματός του να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους γονείς του, τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του ίδιου άρθρου 24.

79.      Η αποτελεσματικότητα της προσφυγής κατά αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας είναι ικανή να οδηγήσει στην κατάσταση που περιγράφτηκε ανωτέρω, απαιτεί όπως, υπό αυτές τις συνθήκες, αυτός ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η απόφαση επιστροφής δεν θα εκτελεστεί πριν η αρμόδια αρχή εξετάσει την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη (34). Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση ενδεχόμενης αποφάσεως απομακρύνσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής (35).

80.      Αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε, κατά τη γνώμη μου, στην προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στις εν λόγω διατάξεις του Χάρτη, στον οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ αναγνωρίζει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες και του οποίου την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και να μεριμνούν ώστε να μην ερμηνεύουν τις διατάξεις του παραγώγου δικαίου κατά τρόπο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προασπίζει η έννομη τάξη της Ένωσης (36).

81.      Παρατηρώ, επιπλέον, ότι το ίδιο συμπέρασμα θα επιβαλλόταν, κατά τη γνώμη μου, αν λαμβανόταν υπόψη η ενηλικίωση, στις 11 Απριλίου 2017, της θυγατέρας του εκκαλούντος, και αν έπρεπε να γίνει ανάλυση που να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη οικογενειακής σχέσεως μεταξύ γονέα και ενηλίκου τέκνου.

82.      Επισημαίνεται ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ σε θέματα μεταναστεύσεως έχει δεχθεί σε ορισμένο αριθμό υποθέσεων που αφορούσαν νεαρούς ενηλίκους που δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει δική τους οικογένεια ότι οι δεσμοί τους με τους γονείς τους και με άλλους στενούς συγγενείς τους συγκροτούσαν επίσης «οικογενειακή ζωή» (37). Το δικαστήριο αυτό επισήμανε ότι «οικογενειακή ζωή» μεταξύ γονέων και ενηλίκων τέκνων υφίσταται μόνον αν αποδεικνύεται η ύπαρξη πρόσθετων στοιχείων εξαρτήσεως, πέραν των συνήθων σχέσεων στοργής (38).

83.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του, η οποία υπενθυμίστηκε προηγουμένως, περί της υπάρξεως σταθερής σχέσεως ως προϋποθέσεως για την αναγνώριση παράγωγου δικαιώματος διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο προβαίνει επίσης σε διάκριση μεταξύ των ανηλίκων και των ενηλίκων, οι οποίοι, κατ’ αρχήν, είναι σε θέση να ζουν ανεξάρτητα από τα μέλη της οικογένειάς τους. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η αναγνώριση της υπάρξεως, μεταξύ δύο ενηλίκων, μελών της ίδιας οικογένειας, σχέσεως εξαρτήσεως δυνάμενης να θεμελιώσει ένα τέτοιο δικαίωμα είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των σχετικών περιστάσεων, ο ενδιαφερόμενος κατ’ ουδένα τρόπον θα μπορούσε να αποχωριστεί το μέλος της οικογένειάς του από το οποίο εξαρτάται (39).

84.      Φρονώ ότι, επίσης εδώ, οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να μεταφερθούν στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως και ότι η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο καθιστά δυνατό να θεωρηθεί ότι βρισκόμαστε ενώπιον εξαιρετικής περιπτώσεως. Οι πραγματικές διαπιστώσεις σχετικά με την ιατρική κατάσταση της θυγατέρας του εκκαλούντος της κύριας δίκης και οι συνέπειές τους επί της φύσεως της σχέσεως μεταξύ των δύο αυτών προσώπων με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει τόσο οικογενειακή ζωή άξια προστασίας, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες σχέσεις υπερβαίνουν τις συνήθεις σχέσεις στοργής, όσο και σχέση εξαρτήσεως, τέτοια ώστε το ενήλικο τέκνο κατ’ ουδένα τρόπον θα μπορούσε να αποχωριστεί τον πατέρα του από τον οποίο εξαρτάται, σύμφωνα με τα συμπεράσματα των γιατρών.

2.      Επί της καλύψεως, ενόψει απομακρύνσεως, των βασικών αναγκών του γονέα τέκνου το οποίο πάσχει από σοβαρή ασθένεια

85.      Δεν αμφισβητείται ότι, προκειμένου να αποφευχθεί νομικό κενό σχετικά με τα πρόσωπα αυτά, η Επιτροπή είχε προτείνει αρχικά να παρέχεται ένα ελάχιστο επίπεδο συνθηκών διαμονής για τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας ενόψει απομακρύνσεως, αναφέροντας σειρά συνθηκών οι οποίες υπερβαίνουν την απλώς και μόνον επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και τις βασικές ανάγκες, οι οποίες ήδη καλύπτονταν από την οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (40).

86.      Διαπιστώνεται ότι το τελικό κείμενο της οδηγίας 2008/115 δεν αναφέρεται πλέον στην οδηγία 2003/9, και τούτο λόγω των ανησυχιών που εκφράστηκαν κατά τη νομοθετική διαδικασία, ήτοι ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω αναφορά «αναβαθμίζει» την κατάσταση των παράνομων μεταναστών και, επομένως, στέλνει ακατάλληλο πολιτικό μήνυμα. Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 περιορίζεται να αναφέρει ότι «τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται κατά το δυνατόν υπόψη [ορισμένες] αρχές», ενώ η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας αυτής τονίζει ότι οι βασικές συνθήκες διαβιώσεως των μεταναστών ενόψει απομακρύνσεως «θα πρέπει να ορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία».

87.      Προβαίνοντας σε μη στατική συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 9 και 14 της οδηγίας 2008/115 και λαμβάνοντας υπόψη τη γενική οικονομία της τελευταίας, το Δικαστήριο, στην απόφαση Abdida (41), αναγνώρισε ευθύς εξαρχής ευρύ περιεχόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει την αναβολή της επιστροφής όσο διαρκεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, θεωρώντας ότι η πρώτη ως άνω διάταξη πρέπει να καλύπτει «όλες τις περιπτώσεις» στις οποίες κράτος μέλος οφείλει να αναστέλλει την εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής κατόπιν ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής. Στη συνέχεια, συνήγαγε εντεύθεν ότι τα κράτη μέλη «υποχρεούνται» να παράσχουν σε υπήκοο τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια και έχει ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας ενδέχεται να τον εκθέσει σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του, τις προβλεπόμενες από το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 εγγυήσεις ενόψει επιστροφής.

88.      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, υπό τις ανωτέρω ιδιαίτερες συνθήκες, το συγκεκριμένο κράτος μέλος όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/115, να καλύψει, στο μέτρου του δυνατού, τις βασικές ανάγκες υπηκόου τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια και βρίσκεται εν αναμονή της εξετάσεως της προσφυγής που έχει ασκήσει κατά αποφάσεως επιστροφής, όταν ο υπήκοος αυτός δεν διαθέτει τα μέσα για να καλύψει ο ίδιος τις ανάγκες του, ο δε δικαιολογητικός λόγος της υποχρεώσεως αυτής συνίσταται στην εξασφάλιση πραγματικού αποτελέσματος στην παροχή επείγουσας υγειονομικής περιθάλψεως και κάθε απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής που προβλέπονται στο προαναφερθέν άρθρο (42).

89.      Επομένως, στο τέλος ενός παραγωγικού συλλογισμού που βασίστηκε στο γράμμα των άρθρων 9 και 14 της οδηγίας 2008/115, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγνώριση αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος στην προσφυγή κατά της αποφάσεως επιστροφής είχε ως αναγκαία συνέπεια την παροχή στον προσφεύγοντα των εγγυήσεων ενόψει επιστροφής, καθόσον ήταν απαραίτητη η κάλυψη των βασικών αναγκών προκειμένου να μην στερηθεί πραγματικού αποτελέσματος η ειδική εγγύηση που συνδέεται με την υποβαθμισμένη κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου μετανάστη.

90.      Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι η προκαταρκτική αναγνώριση αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος στην προσφυγή που ο εκκαλών της κύριας δίκης άσκησε κατά της αποφάσεως επιστροφής που τον αφορά οδηγεί κατ’ ανάγκην στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποχρεούται να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τις προβλεπόμενες από το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 εγγυήσεις ενόψει επιστροφής (43). Όσον αφορά την κάλυψη, στο μέτρου του δυνατού, από το συγκεκριμένο κράτος μέλος των βασικών αναγκών του LM, πρέπει να εξεταστεί αν η λογική στην οποία βασίστηκε το Δικαστήριο για να επιβάλει την εν λόγω κάλυψη υπέρ προσώπου που πάσχει από σοβαρή ασθένεια δύναται να εφαρμοστεί έναντι του γονέα από τον οποίο εξαρτάται το τελευταίο.

91.      Συναφώς, στον κατάλογο των αρχών τις οποίες αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 περιλαμβάνονται η διατήρηση της οικογενειακής ενότητας με τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους καθώς και η συνεκτίμηση των ιδιαίτερων αναγκών των ευάλωτων προσώπων, των οποίων η αποτελεσματική εφαρμογή δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, επίσης μια συνακόλουθη απαίτηση καλύψεως των βασικών αναγκών του εκκαλούντος της κύριας δίκης.

92.      Ανεξάρτητα από την ενηλικίωση, στις 11 Απριλίου 2017, της θυγατέρας του εκκαλούντος της κύριας δίκης, φρονώ, πράγματι, ότι η ιδιαιτέρως σοβαρή κατάσταση της υγείας της και η συνακόλουθη ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως από τον πατέρα της είναι ικανές να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα ότι τόσο η διατήρηση της οικογενειακής ενότητας με τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους όσο και η συνεκτίμηση των ιδιαίτερων αναγκών των ευάλωτων προσώπων, κατηγορίας στην οποία υπάγεται το τέκνο που πάσχει από σοβαρή ασθένεια, θα μπορούσαν να στερηθούν αποτελέσματος αν δεν συνοδεύονταν από την κάλυψη των βασικών αναγκών του εν λόγω εκκαλούντος, κατά τρόπο που του παρέχει τη δυνατότητα να τρέφεται, να ενδύεται και να στεγάζεται (44).

93.      Πώς μπορούν να νοηθούν, πρακτικά, η διατήρηση της οικογενειακής ενότητας και η συνεκτίμηση των ιδιαίτερων αναγκών τέκνου σε κατάσταση εξαρτήσεως απορρέουσα από σοβαρή ασθένεια αν ουδόλως ληφθεί υπόψη η υλική κατάσταση του ενός από τα δύο μόνα μέλη της οικογένειας αυτής, το οποίο θεωρείται ότι καθημερινά προσφέρει την απαραίτητη στήριξη στο πρόσωπο αυτό; Με άλλα λόγια, η ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών του εκκαλούντος της κύριας δίκης αποτελεί μια μορφή προαπαιτούμενου για την αποτελεσματική εφαρμογή των ενόψει επιστροφής εγγυήσεων του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της οδηγίας 2008/115, το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του Χάρτη.

94.      Επιπλέον, επαναλαμβανομένης ευθέως της ίδιας συλλογιστικής με αυτήν που ακολουθήθηκε στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453), πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ότι η κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/115 διασφάλιση επείγουσας υγειονομικής περιθάλψεως και κάθε απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής, την οποία λαμβάνει η πάσχουσα από σοβαρές ασθένειες θυγατέρα του εκκαλούντος της κύριας δίκης κατά την περίοδο αναστολής της απομακρύνσεως κατόπιν της ασκήσεως προσφυγής με ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά της αποφάσεως επιστροφής, θα μπορούσε να στερηθεί πραγματικού αποτελέσματος αν δεν συνοδευόταν με τη συνεκτίμηση των βασικών αναγκών του πατέρα της, υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος βρίσκεται στο ίδιο καθεστώς αναστολής και του οποίου η παρουσία στο πλευρό της θυγατέρας του έχει κριθεί απαραίτητη για ιατρικούς λόγους (45).

95.      Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι, όσον αφορά την υποχρέωση καλύψεως από τα κράτη μέλη των βασικών αναγκών του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ενόψει απομακρύνσεως, το Δικαστήριο έθεσε δύο όρους με την προαναφερθείσα απόφασή του.

96.      Ο πρώτος είναι ότι η κάλυψη αυτή εξαρτάται από τη διαπίστωση της αδυναμίας του ενδιαφερόμενου μετανάστη να καλύψει ο ίδιος τις ανάγκες του (46), η εξακρίβωση της οποίας στην παρούσα περίπτωση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το δε Δικαστήριο δύναται εντούτοις να παράσχει ενδείξεις ως προς τα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξετάσεως.

97.      To ουσιώδες ζήτημα συνίσταται προφανώς στο αν ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να διαθέτει πηγή εισοδημάτων, στο οποίο φαίνεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής πρέπει να συναχθεί αρνητική απάντηση. Συναφώς, είναι δεδομένο ότι, από τις 11 Απριλίου 2017, ο εκκαλών της κύριας δίκης δεν λαμβάνει πλέον οικονομική κοινωνική αρωγή ισοδύναμη με το εισόδημα εντάξεως και υπολογιζόμενη στο ύψος του ποσού που χορηγείται σε πρόσωπα που ζουν και έχουν την ευθύνη ανηλίκου τέκνου και ότι η παρεχόμενη στον ενδιαφερόμενο κοινωνική αρωγή περιορίζεται, από την ημερομηνία αυτή, στην επείγουσα ιατρική βοήθεια.

98.      Πρέπει να εξακριβωθεί επίσης η πιθανή πρόσβαση του εκκαλούντος της κύριας δίκης στην τακτική αγορά εργασίας επί βελγικού εδάφους. Συναφώς, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την επιβολή ελάχιστων προτύπων όσον αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών (47), προβλέπει ότι τα κράτη μέλη απαγορεύουν την απασχόληση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην εφαρμόσουν την απαγόρευση της παραγράφου 1 στους παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών η απέλαση των οποίων έχει αναβληθεί και στους οποίους έχει επιτραπεί να εργαστούν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία» (48). Επιπλέον, το ζήτημα της προσβάσεως του εκκαλούντος της κύριας δίκης στην απασχόληση δεν περιορίζεται στη νομική του διάσταση, αλλά πρέπει να εκτιμηθεί in concreto, λαμβανομένων υπόψη της ιδιότητας του αρωγού του ενδιαφερομένου και της διαθεσιμότητας την οποία απαιτεί η κατάσταση αυτή.

99.      Ο δεύτερος όρος αντιστοιχεί στη ρητή διευκρίνιση του Δικαστηρίου ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν τη μορφή που θα έχει η κάλυψη των βασικών αναγκών του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας (49).

100. H διευκρίνιση αυτή υπενθυμίζει την εξουσία εκτιμήσεως που αφήνει στα κράτη μέλη η οδηγία 2008/115 σχετικά με τις βασικές ανάγκες των μεταναστών ενόψει απομακρύνσεως, τουλάχιστον όσον αφορά τον τρόπο ικανοποιήσεως των εν λόγω αναγκών. Πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συναχθεί εξ αυτού ότι το συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποχρεούται να καλύψει, στο μέτρο του δυνατού, τις βασικές ανάγκες του εκκαλούντος της κύριας δίκης, αν υποτεθεί ότι δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει ο ίδιος τις ανάγκες του, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να λάβει επίδομα υπό τη μορφή χρηματικής παροχής, όπως αυτή την οποία αξιώνει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

101. Επισημαίνω συναφώς ότι η Βελγική Κυβέρνηση εκθέτει, στις παρατηρήσεις της, ότι η θυγατέρα του εκκαλούντος της κύριας δίκης λαμβάνει προσαρμοσμένη κοινωνική αρωγή, το ύψος της οποίας λαμβάνει υπόψη την παρουσία του γονέα της στο πλευρό της. Η απόφαση περί παραπομπής αναφέρει ότι η νεαρή θυγατέρα λαμβάνει, από την ενηλικίωσή της, κοινωνική αρωγή που ισούται με την κοινωνική αρωγή που χορηγείται σε μεμονωμένα άτομα, αυξημένη κατά τις οικογενειακές παροχές τις οποίες δικαιούται λόγω του ότι είναι άτομο με ειδικές ανάγκες.

102. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν, υπό τις συνθήκες αυτές, η κάλυψη των βασικών αναγκών του εκκαλούντος της κύριας δίκης, o οποίος συζεί με τη θυγατέρα του, είναι αποτελεσματική, επιτρέποντας, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το συμπέρασμα ότι η βελγική νομοθεσία είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης (50).

V.      Πρόταση

103. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο cour de travail de Liège (δευτεροβάθμιο εργατοδικείο Λιέγης, Βέλγιο) την ακόλουθη απάντηση:

Τα άρθρα 5 και 13 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 24 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το άρθρο 9 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 24 του εν λόγω Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία:

–        βάσει της οποίας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η προσφυγή κατά αποφάσεως επιστροφής και/ή απομακρύνσεως που ασκείται από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος είναι γονέας τέκνου πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος θα ωφελούνταν από το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως που τον αφορά, η εκτέλεση της οποίας θα μπορούσε να το εκθέσει σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του, όταν υφίσταται σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του πατέρα και του ανηλίκου ή ενηλίκου τέκνου του, και

–        που δεν προβλέπει την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας, προκειμένου να εγγυηθεί ότι διασφαλίζονται, αφενός, η εξασφάλιση της οικογενειακής ενότητας με τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους καθώς και η συνεκτίμηση των ιδιαίτερων αναγκών των ευάλωτων προσώπων και, αφετέρου, η επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή για τις ασθένειες από τις οποίες πάσχει το ανήλικο ή ενήλικο τέκνο του εν λόγω υπηκόου, κατά την περίοδο κατά την οποία το κράτος μέλος υποχρεούται να αναστείλει την απομάκρυνση του ίδιου υπηκόου τρίτης χώρας κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής αυτής, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας του εν λόγω υπηκόου να καλύπτει ο ίδιος τις ανάγκες του.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2008, L 348, σ. 98.


3      Πρβλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrárkülkereskedelmi (C‑337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 18).


4      Απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, KPMG Baltics (C‑639/17, EU:C:2019:31, σκέψη 11 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


5      Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 31).


6      Πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, Chavez-Vilchez κ.λπ. (C‑133/15, EU:C:2017:354, σκέψη 51).


7      Δεν δύναμαι, συναφώς, να συμφωνήσω με την ερμηνεία του περιεχομένου του προδικαστικού ερωτήματος την οποία ανέπτυξε στις παρατηρήσεις της η Ολλανδική Κυβέρνηση, η οποία θεωρεί ότι δεν τίθεται ζήτημα αναγνωρίσεως ανασταλτικού αποτελέσματος, καθόσον η απόφαση περί παραπομπής αποδεικνύει ότι η αναγνώριση αυτή είναι δεδομένη. Οι ρητές παραπομπές στο άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115, το οποίο αφορά την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης στους μετανάστες προσφυγής, στο άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο επαναλαμβάνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθώς και στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdiba (C‑562/13, EU:C:2014:2453), αντικρούουν την ερμηνεία αυτή, καθόσον το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως αποδεικνύει την ανάγκη προηγούμενης εξετάσεως του ζητήματος της αναγνωρίσεως του ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής για την επίλυση του ζητήματος των εγγυήσεων ενόψει επιστροφής και του ζητήματος της καλύψεως των βασικών αναγκών του ενδιαφερόμενου υπηκόου.


8      Βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Érsekcsanádi Mezőgazdasági (C‑56/13, EU:C:2014:352, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Βλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Βλ. σημείο 65 των παρατηρήσεων.


12      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdiba (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 50).


13      Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 56).


14      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, Κ.Α. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο) (C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψεις 50 και 51 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Βλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín (C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 66), της 8ης Μαΐου 2018, Κ.Α. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο (C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψη 71), της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 44), καθώς και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O. και S. (C‑356/11 et C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψεις 75 έως 80), όπου οι δύο τελευταίες αποφάσεις αφορούν την οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12).


16      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 ορίζει τα εξής: «Οι αποφάσεις επιστροφής και, εάν έχουν εκδοθεί, οι αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου και οι αποφάσεις απομάκρυνσης εκδίδονται εγγράφως και περιλαμβάνουν τους νομικούς και πραγματικούς λόγους καθώς και πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα. Οι πληροφορίες σχετικά με τους λόγους μπορούν πράγματι να είναι περιορισμένες, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος ενημέρωσης, ιδίως για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας και για την πρόληψη, τη διερεύνηση, τον εντοπισμό και τη δίωξη αξιόποινων πράξεων.»


17      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdiba (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 43).


18      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdiba (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 44).


19      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdiba (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 42).


20      Πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 45).


21      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O. και S. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 76), και της 5ης Οκτωβρίου 2010, McB. (C‑400/10 PPU, EU:C:2010:582, σκέψη 60). Επισημαίνω ότι το κείμενο του άρθρου 24, παράγραφος 3, του Χάρτη αναφέρει τους «δύο» γονείς, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά ιδίως την περίπτωση των διαφορών γονικής μέριμνας που μπορούν να οδηγήσουν σε παράνομη μετακίνηση του τέκνου και σε αναγκαστικό χωρισμό του από τον έναν εκ των γονέων. Φρονώ, εντούτοις, ότι το εν λόγω κείμενο βασίζεται στη γενική εκτίμηση ότι η ισορροπία και η ανάπτυξη του τέκνου προϋποθέτουν την ανατροφή του εντός οικογενειακού περιβάλλοντος, στο πλευρό των γονέων του, και ότι δεν τους αποχωρίζεται χωρίς τη θέλησή του. Η ουσιώδης συνιστώσα της οικογενειακής ζωής συνίσταται στο δικαίωμα συμβιώσεως, ώστε να μπορούν να αναπτυχθούν ομαλά οι οικογενειακές σχέσεις και να μπορούν να είναι μαζί τα μέλη μιας οικογένειας [αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 13ης Ιουνίου 1979, Marckx κατά Βελγίου, CE:ECHR:1979:0613JUD000683374, § 31, και της 24ης Μαρτίου 1988, Olsson κατά Σουηδίας (αριθ. 1), CE:ECHR:1988:0324JUD001046583, § 59].


22      Πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Ο. και S. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 80).


23      ΕΕ 2007, C 303, σ. 17.


24      Πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala) (C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 65), και της 15ης Νοεμβρίου 2011, Dereci κ.λπ. (C‑256/11, EU:C:2011:734, σκέψη 70).


25      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Δεκεμβρίου 2012, De Souza Ribeiro κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2012:1213JUD002268907, § 83).


26      Κατά τη γνώμη μου, είναι αναμφισβήτητο ότι η κατάσταση του LM, για τον οποίο ουδέν στοιχείο της υποβληθείσας στο Δικαστήριο δικογραφίας καθιστά δυνατό να θεωρηθεί ότι είναι σοβαρά ασθενής, δεν εμπίπτει στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, κατά το οποίο ουδείς δύναται να απομακρυνθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Η διάταξη αυτή, υπό το πρίσμα της οποίας το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 για να καταλήξει στη λύση που υιοθέτησε στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453), και την οποία μνημονεύει επίσης το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.


27      Επισημαίνω ότι το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο χωρισμός των μελών οικογένειας δύναται να τους προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες, περιλαμβανομένου του κινδύνου παραβάσεως του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, ο οποίος πρέπει να αποφεύγεται μέσω προσωρινού μέτρου δυνάμει του άρθρου 39 του Κανονισμού του ΕΔΔΑ (βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 6ης Ιουλίου 2010, Neulinger και Shuruk κατά Ελβετίας, και της 28ης Ιουνίου 2011, Nunez κατά Νορβηγίας, CE:ECHR:2011:0628JUD005559709).


28      Πρέπει να επισημανθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως στο βελγικό δίκαιο ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής κατά της αποφάσεως επιστροφής, ο εκκαλών της κύριας δίκης μπορούσε να υποβληθεί σε μέτρο απομακρύνσεως από τις 25 Μαρτίου 2016, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για οικειοθελή αναχώρηση, την οποία έτασσε η διαταγή αναχωρήσεως από το Βέλγιο, η οποία συνόδευε την απόφαση μη χορηγήσεως άδειας διαμονής, η οποία εκδόθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2016 και κοινοποιήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους. To γεγονός ότι η θυγατέρα του εκκαλούντος της κύριας δίκης ενηλικιώθηκε στις 11 Απριλίου 2017, ήτοι κατά τη διάρκεια της δίκης με αντικείμενο την προσφυγή κατά της αποφάσεως επιστροφής (δίκης η οποία άλλωστε δεν είχε καταλήξει σε απόφαση κατά την ημερομηνία της αποφάσεως περί παραπομπής) και της δίκης με αντικείμενο τη διαφορά για την παροχή κοινωνικής αρωγής στον εν λόγω εκκαλούντα, είναι, κατά τη γνώμη μου, αδιάφορο.


29      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 3ης Οκτωβρίου 2014, Jeunesse κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2014:1003JUD001273810, § 117).


30      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 3ης Οκτωβρίου 2014, Jeunesse κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2014:1003JUD001273810, § 107).


31      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 3ης Οκτωβρίου 2014, Jeunesse κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2014:1003JUD001273810, §§ 109 και 118).


32      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, Κ.Α. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο) (C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψη 52).


33      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, Κ.Α. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο) (C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψεις 71 έως 73).


34      Πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 50).


35      Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 56).


36      Πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O. και S. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψεις 77 και 78).


37      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Ιουνίου 2008, Maslov κατά Αυστρίας (CE:ECHR:2008:0623JUD000163803, § 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 30ής Ιουνίου 2015, A.S κατά Ελβετίας (CE:ECHR:2015:0630JUD003935013, § 49), και της 23ης Οκτωβρίου 2018, Levakovic κατά Δανίας (CE:ECHR:2018:1023JUD000784114, §§ 35 και 44).


39      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, K.A. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο) (C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψη 65).


40      ΕΕ 2003, L 31, σ. 18.


41      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 54 έως 58).


42      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 59 και 60).


43      Πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 58).


44      Οι βασικές ιατρικές ανάγκες λαμβάνονται υπόψη στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/115.


45      Αναφέρω, χάριν πληρότητας, ότι ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, υπό το πρίσμα των άρθρων 1, 2 και 3 του Χάρτη, τα οποία κατοχυρώνουν τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και των δικαιωμάτων στη ζωή και την ακεραιότητα του προσώπου, καθώς και του άρθρου 4 του Χάρτη το οποίο αφορά την απαγόρευση της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, θα μπορούσε επίσης να θεμελιώσει την υποχρέωση καλύψεως των βασικών αναγκών του εκκαλούντος της κύριας δίκης από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. H περίπτωση αυτή εκτέθηκε ορθότατα από τον γενικό εισαγγελέα Υ. Bot στις προτάσεις του στην υπόθεση Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2167, σημεία 147, 148, 154 και 155), στις οποίες παραπέμπω λόγω της πλήρους συμπτώσεως απόψεων επί του σημείου αυτού.


46      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 59).


47      ΕΕ 2009, L 168, σ. 24.


48      Επισημαίνεται, στην απόφαση περί παραπομπής (σ. 22), ότι, αν και πτυχιούχος και κάτοχος μη ευκαταφρόνητης επαγγελματικής πείρας, ο LM, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται σε ηλικία που του επιτρέπει να εργαστεί, έχει αποκλειστεί από την αγορά εργασίας λόγω της τωρινής καταστάσεώς του ως παρανόμως διαμένοντος. Η επισήμανση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη, εξ ορισμού, το γεγονός ότι η απομάκρυνση του LM πρέπει να ανασταλεί συνεπεία του ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής του.


49      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdiba (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 61).


50      Παρατηρώ, τέλος, ότι το αιτούν δικαστήριο ανέφερε, στο προδικαστικό ερώτημα, το άρθρο 12 του Χάρτη, αναφορά που οφείλεται προφανώς σε παραδρομή, όπως αποδεικνύει η ανάγνωση της σελίδας 25 της αποφάσεως περί παραπομπής, η οποία σαφώς αναφέρεται στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Χάρτη. Διαπιστώνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε καμία ένδειξη ικανή να επιτρέψει, εν προκειμένω, τη διαφορετική μεταχείριση αντικειμενικώς συγκρίσιμων καταστάσεων.