Language of document : ECLI:EU:F:2014:245

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία επιλογής και διορισμού του εκτελεστικού διευθυντή ρυθμιστικού οργανισμού — Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EΜΑ) — Διαδικασία επιλογής σε δυο στάδια — Προεπιλογή εντός της Επιτροπής — Διορισμός από το διοικητικό Συμβούλιο του EΜΑ — Υποχρέωση για το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ να επιλέξει τον εκτελεστικό διευθυντή μεταξύ των υποψηφίων που πρότεινε η Επιτροπή — Προσφυγή ακυρώσεως — Συγκρότηση της επιτροπής προεπιλογής — Σώρευση των ιδιοτήτων του μέλους της επιτροπής προεπιλογής και του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ — Υποψήφια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ που περιλαμβάνονται στον πίνακα των υποψηφίων που προκρίθηκαν από την Επιτροπή — Διορισμός του υποψηφίου μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ — Καθήκον αμεροληψίας — Παράβαση — Ακύρωση — Αγωγή αποζημιώσεως — Ηθική βλάβη δυνάμενη να διαχωρισθεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση — Απόδειξη — Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση F‑2/12,

με αντικείμενο προσφυγή, η οποία ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Emil Hristov, κάτοικος Σόφιας (Bουλγαρία), εκπροσωπούμενος από τους M. Ekimdjiev, K. Boncheva και G. Chernicherska, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους J. Currall και D. Stefanov και, στη συνέχεια, από τον J. Currall και την N. Nikolova,

και

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπουμένου, αρχικώς, από τους V. Salvatore και T. Jablonski και, στη συνέχεια, από τον J. Currall και την N. Nikolova,

καθών-εναγομένων

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. I. Rofes i Pujol (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Bradley και J. Svenningsen, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Οκτωβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Mε προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 9 Ιανουαρίου 2012, ο Ε. Hristov ζητεί, αφενός, την ακύρωση πλειόνων αποφάσεων που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής του εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (στο εξής: EMA) και της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA, της 6ης Οκτωβρίου 2011, περί διορισμού του εν λόγω εκτελεστικού διευθυντή και, αφετέρου, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της εκδόσεως των αποφάσεων αυτών.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης αδείας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) (ΕΕ L 136, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Ο Εκτελεστικός Διευθυντής διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, για θητεία πέντε ετών βάσει καταλόγου υποψηφίων που προτείνεται από την Επιτροπή ύστερα από δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλού. Προτού διορισθεί, ο υποψήφιος που υποδεικνύεται από το Διοικητικό Συμβούλιο καλείται αμελλητί να προβεί σε δήλωση ενώπιον του […] Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των βουλευτών. […]»

3        Το άρθρο 65 του κανονισμού 726/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής και δύο αντιπροσώπους του […] Κοινοβουλίου.

[…]

Ο ορισμός των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου πραγματοποιείται κατά τέτοιον τρόπον ώστε να διασφαλίζονται τα υψηλότερα ειδικά προσόντα, ευρύ φάσμα σχετικών ειδικών γνώσεων και η ευρύτερη δυνατή γεωγραφική κατανομή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.      Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζονται βάσει της σχετικής διοικητικής τους πείρας, και, ενδεχομένως, της πείρας τους στον τομέα των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και των κτηνιατρικών φαρμάκων.

3.      Κάθε κράτος μέλος, καθώς και η Επιτροπή, διορίζει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο αντικαθιστά το απουσιάζον μέλος και ψηφίζει εξ ονόματός του.

[…]

7.      Το Διοικητικό Συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

[…]»

4        Tο άρθρο 66 του κανονισμού 726/2004 ορίζει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή.

5        Κατά το άρθρο 75 του κανονισμού 726/2004:

«Το προσωπικό του [ΕΜΑ] υπόκειται στους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο [ΕΜΑ] ασκεί, έναντι του προσωπικού του, τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Το Διοικητικό Συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τις δέουσες διατάξεις εφαρμογής.»

6        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65, παράγραφος 7, του κανονισμού 726/2004, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ εξέδωσε, στις 13 Δεκεμβρίου 2007, τον εσωτερικό κανονισμό του, ο οποίος υπέστη έκτοτε διάφορες τροποποιήσεις. Το άρθρο 11, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση διαφορά ως ίσχυε στις 10 Δεκεμβρίου 2009, ορίζει τα εξής:

«Τα μέλη [του Διοικητικού Συμβουλίου] δηλώνουν, σε κάθε συνεδρίαση, κάθε ιδιαίτερο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους όσον αφορά τα θέματα που έχουν αναγραφεί στην ημερησία διάταξη. Οι δηλώσεις αυτές τίθενται στη διάθεση του κοινού.»

7        Οι κατευθυντήριες γραμμές SEC(2009) 27/2 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με την επιλογή και τον διορισμό των διευθυντών ρυθμιστικών οργανισμών, εκτελεστικών οργανισμών και κοινών επιχειρήσεων (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθορίζουν τα διάφορα στάδια της διαδικασίας επιλογής των διευθυντών της πλειονότητας των ρυθμιστικών οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχετικά με τους ρυθμιστικούς οργανισμούς, στους οποίους εντάσσεται και ο ΕΜΑ, οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν ότι ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο βάσει ενός καταλόγου υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή.

8        Το σημείο 7 των κατευθυντηρίων γραμμών, με τον τίτλο «Προεπιλογή», προβλέπει τα εξής:

«Στην κλασική περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με την κατάρτιση του καταλόγου ([“]short list[”]) των υποψηφίων […], η διαδικασία της προεπιλογής διεξάγεται από επιτροπή προεπιλογής, η οποία εντοπίζει τους υποψηφίους με τα περισσότερα προσόντα και διαβιβάζει σχέδιο καταλόγου στη συμβουλευτική επιτροπή [των] διορισμών […].

Η εποπτεύουσα [Γενική Διεύθυνση] συστήνει επιτροπή προεπιλογής, κατόπιν προτάσεως της διοικητικής μονάδας ανθρωπίνων πόρων της εποπτεύουσας [Γενικής Διευθύνσεως]. Τα μέλη που προέρχονται από την Επιτροπή διορίζονται από τον Γενικό Διευθυντή.

7.1 Η επιτροπή προεπιλογής

–        Μέλη

Η επιτροπή προεπιλογής συγκροτείται από τρεις υπαλλήλους του ανώτερου στελεχιακού δυναμικού της Επιτροπής, οι οποίοι πρέπει να έχουν τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό και το ίδιο επίπεδο καθηκόντων με αυτά του διευθυντή του ρυθμιστικού οργανισμού.

Κατά γενικό κανόνα, η επιτροπή προεπιλογής περιλαμβάνει:

–        τον Γενικό Διευθυντή της εποπτεύουσας [Γενικής Διευθύνσεως] ή τον αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της εν λόγω [Γενικής Διευθύνσεως], ως πρόεδρο·

–        ένα διευθυντή της εποπτεύουσας [Γενικής Διευθύνσεως]·

–        ένα διευθυντή άλλης Γενικής Διευθύνσεως, κατά προτίμηση της ίδιας κατηγορίας με την εποπτεύουσα [Γενική Διεύθυνση] και ο οποίος διαθέτει, ει δυνατόν, ειδικά προσόντα στον τομέα δραστηριότητας του ρυθμιστικού οργανισμού·

[…]

–        Παρατηρητής

Όταν ο διευθυντής διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο ή από το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], τα όργανα αυτά μπορούν να ορίσουν έναν παρατηρητή για να τα εκπροσωπεί στο πλαίσιο της επιτροπής προεπιλογής.

[…]

7.2 Εξέταση των υποψηφιοτήτων

[…]

7.2.1 Εξέταση των κριτηρίων συμμετοχής και καθορισμός κλίμακας αξιολογήσεως από την επιτροπή [προεπιλογής]

Η επιτροπή προεπιλογής καταρτίζει κατάλογο (check[-]list) και προβαίνει στην εξέταση των κριτηρίων συμμετοχής.

Η επιτροπή προεπιλογής καθορίζει και μια κλίμακα αξιολογήσεως, βάσει των κριτηρίων επιλογής που θέτει η προκήρυξη κενής θέσεως. Η εν λόγω κλίμακα παρέχει τη δυνατότητα συγκρίσεως των προσόντων του υποψηφίου με τα ειδικά προσόντα που απαιτούνται για τη θέση, όπως αυτά κοινοποιήθηκαν με την προκήρυξη κενής θέσεως.

[…]

Μετά το πέρας της αξιολογήσεως αυτής, η επιτροπή προεπιλογής καταρτίζει κατάλογο προεπιλεγέντων υποψηφίων, οι οποίοι, κατά την εκτίμησή της, διαθέτουν στον μεγαλύτερο βαθμό τα αναζητούμενα προσόντα και πληρούν τις απαιτήσεις που έθεσε η προκήρυξη κενής θέσεως.

[…]

7.2.4 Η έκθεση της επιτροπής προεπιλογής

Η επιτροπή προεπιλογής καταρτίζει πλήρη έκθεση, η οποία παρέχει λεπτομερή στοιχεία για κάθε συνέντευξη, ποιοτική αξιολόγηση όλων των υποψηφίων, καθώς και σχέδιο πίνακα των υποψηφίων που θεωρούνται ότι έχουν τα περισσότερα προσόντα.

Η έκθεση συντάσσεται από τον πρόεδρο της επιτροπής προεπιλογής. […]

Η γραμματεία της επιτροπής διαβιβάζει την έκθεση στ[ον] Γενικ[ό] Γραμματ[έα] στο πλαίσιο της προεδρίας της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών], στη γραμματεία της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών], στη [Γενική Διεύθυνση Προσωπικού και Διοίκησης] και στο [μέλος της Επιτροπής] που είναι αρμόδιο για την εποπτεύουσα [Γενική Διεύθυνση].

[…]»

9        Το σημείο 8 των κατευθυντηρίων γραμμών, με τον τίτλο «Εξέταση από τη συμβουλευτική επιτροπή διορισμών […] και συνέντευξη από το/τα [μέλος/μέλη της Επιτροπής]», ορίζει τα εξής:

«Λόγω του ρόλου της Επιτροπής στις διαδικασίες διορισμού των διευθυντών, η [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών], ως εγγυητής προσλήψεως ανώτερου στελεχιακού δυναμικού υψηλών προσόντων, έχει ως αποστολή να υποβάλει στην Επιτροπή κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων για τη θέση του διευθυντή του ρυθμιστικού οργανισμού.

[…]

8.1 Συγκρότηση της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών]

Για την επιλογή των διευθυντών ρυθμιστικών οργανισμών, […] η [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] συγκροτείται από τα ακόλουθα μέλη:

–        Τον Γενικό Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης, ως πρόεδρο·

–        τον προϊστάμενο του Γραφείου του [μέλους της Επιτροπής] που είναι αρμόδιο για το προσωπικό και τη διοίκηση·

–        τον μόνιμο εισηγητή της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών]·

–        τον εισηγητή που ορίσθηκε για τη διαδικασία επιλογής·

–        τον αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα·

–        τον Γενικό Διευθυντή της εποπτεύουσας [Γενικής Διευθύνσεως] […]·

[…]

8.2 Γνώμη της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] και κέντρο αξιολογήσεως […]

8.2.1 [Πρώτο] στάδιο της διαδικασίας της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών]: προηγούμενη γνώμη

α) Διαδικασία

Η γραμματεία της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] διαβιβάζει την έκθεση και το σχέδιο καταλόγου [των] υποψηφίων που κατήρτισε η επιτροπή προεπιλογής στα αρμόδια μέλη της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] προκειμένου να εκφέρουν γνώμη στο πλαίσιο έγγραφης διαδικασίας.

Τρία ενδεχόμενα είναι πιθανά:

–        έγκριση των πορισμάτων της εκθέσεως από τη [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών], συμπεριλαμβανομένου του καταλόγου των υποψηφίων που προτείνει η επιτροπή προεπιλογής·

–        έγκριση των πορισμάτων της εκθέσεως από τη [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] με τροποποίηση του προταθέντος από την επιτροπή προεπιλογής καταλόγου των υποψηφίων. Η [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] μπορεί να επιφυλαχθεί του δικαιώματος είτε να προσθέσει στον κατάλογο της επιτροπής προεπιλογής υποψηφίους που πραγματοποίησαν συνέντευξη με την επιτροπή αυτή χωρίς να προκριθούν, είτε να αποκλείσει υποψηφίους·

–        ένσταση της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] ή ενός των μελών της ως προς τα πορίσματα της εκθέσεως της επιτροπής προεπιλογής. Στην περίπτωση αυτή, η γραμματεία της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο της επιτροπής προεπιλογής γραπτές διευκρινίσεις και/ή συμπληρωματικά στοιχεία. Εάν η ένσταση διατηρείται, η [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] μπορεί να προσθέσει ένα θέμα στην ημερησία διάταξη μιας από τις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις της σχετικό με τον κατάλογο των προεπιλεγέντων υποψηφίων. Ο Γενικός Διευθυντής της εποπτεύουσας [Γενικής Διευθύνσεως] και ο εισηγητής καλούνται στη συνεδρίαση αυτή προκειμένου να συζητηθεί η έκθεση της επιτροπής προεπιλογής.

Αφού εγκρίνει την έκθεση και το σχέδιο του καταλόγου των προκριθέντων από την επιλογή προεπιλογής υποψηφίων, η [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] εκδίδει προηγούμενη γνώμη.

β) Παροχή πληροφοριών στους υποψηφίους

Η γραμματεία της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] καλεί τους προκριθέντες υποψηφίους σε συνέντευξη με τη [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών], καθώς και σε συμμετοχή σε δοκιμασίες σε κέντρο αξιολογήσεως. […]

Παράλληλα, η γραμματεία της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] κοινοποιεί τη γνώμη της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] στον/ους υποψήφιο/ηφίους που εκλήθησαν στη/ις συνέντευξη/εντεύξεις που διενήργησε η επιτροπή προεπιλογής αλλά δεν προκρίθηκε/αν για συνέντευξη από τη [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών].

8.2.2 Κέντρο αξιολογήσεως

Οι υποψήφιοι που προκρίθηκαν για συνέντευξη με τη [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] καλούνται σε δοκιμασίες αξιολογήσεως από εξωτερικό σύμβουλο στον τομέα της προσλήψεως […]

8.2.3 [Δεύτερο] στάδιο της διαδικασίας της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών]: τελική γνώμη

Ενώπιον της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών] πραγματοποιείται ακρόαση των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που κατήρτισε η συμβουλευτική επιτροπή διορισμών στο πλαίσιο της προηγούμενης γνώμης της.

Κατόπιν των συνεντεύξεων αυτών, η [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] εκδίδει την τελική γνώμη της υπό τη μορφή σχεδίου καταλόγου υποψηφίων, οι οποίοι διαθέτουν προφανώς τα καταλληλότερα προσόντα για τη θέση του διευθυντή του ρυθμιστικού οργανισμού και το οποίο περιέχει, στο μέτρο του δυνατού, το όνομα περισσοτέρων υποψηφίων. Η γνώμη της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών], υπογεγραμμένη από τον πρόεδρό της, διαβιβάζεται στα γραφεία του αρμοδίου για το προσωπικό και τη διοίκηση [μέλους της Επιτροπής] και του [μέλους της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για την εποπτεύουσα Γενική Διεύθυνση], ως βασικό έγγραφο για τη διενέργεια των συνεντεύξεων.

[…]

8.3 Ακρόαση από το/α [μέλος/η της Επιτροπής]

Ενώπιον του/ων [μέλους/ών της Επιτροπής της εποπτεύουσας Γενικής Διευθύνσεως] λαμβάνει χώρα ακρόαση των υποψηφίων που προέκρινε η [συμβουλευτική επιτροπή διορισμών] στην τελική γνώμη της.

Το αρμόδιο για το προσωπικό και τη διοίκηση [μέλος της Επιτροπής] μπορεί επίσης, εφόσον το επιθυμεί, να καλέσει σε ακρόαση τους προκριθέντες υποψηφίους ή οποιονδήποτε άλλο υποψήφιο θεωρεί ικανό να προκριθεί. Προς τούτο, στηρίζεται στα δημοσιευθέντα κριτήρια επιλογής και στις κοινώς αποδεκτές αρχές που διέπουν τους διορισμούς του ανώτερου στελεχιακού δυναμικού της Επιτροπής.

[…]»

10      Το σημείο 10 των κατευθυντηρίων γραμμών, με τον τίτλο «Έγκριση του καταλόγου (short[-]list) των υποψηφίων και διορισμός από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή», ορίζει τα εξής:

«10.1 Έγκριση της προτάσεως

Όταν διενεργείται ακρόαση των υποψηφίων από το ή τα [μέλος/η της Επιτροπής που είναι αρμόδιο/α για την εποπτεύουσα Γενική Διεύθυνση], το/α μέλος/η αυτό/ά ζητεί/ούν από το γραφείο του αρμοδίου για το προσωπικό και τη διοίκηση [μέλους της Επιτροπής] να υποβάλει στην Επιτροπή τον κατάλογο [των] προκριθέντων υποψηφίων.

Η Επιτροπή εγκρίνει κατάλογο υποψηφίων στο πλαίσιο των διαφόρων διοικητικών και δημοσιονομικών θεμάτων […] ο οποίος διαβιβάζεται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή από το [μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για την εποπτεύουσα Γενική Διεύθυνση] […].

[…]

10.3 Συνέντευξη των υποψηφίων με την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή

Ενώπιον της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής —του Διοικητικού Συμβουλίου για την πλειονότητα των ρυθμιστικών φορέων […]— πραγματοποιείται ακρόαση των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των προκριθέντων υποψηφίων. […]

10.4 Ακρόαση ενώπιον του Κοινοβουλίου

Στο μέτρο που υπάρχει σχετική πρόβλεψη στον βασικό κανονισμό, πριν από τον διορισμό του, ο επιλεγείς από το Διοικητικό Συμβούλιο υποψήφιος μπορεί να κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον της/ων αρμοδίας/ων επιτροπής/ών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της/ους.

Επί του παρόντος, πρέπει να καλούνται σε ακρόαση ενώπιον του Κοινοβουλίου πριν από τον διορισμό τους, οι διευθυντές των επτά ακόλουθων ρυθμιστικών οργανισμών: […] [ΕΜΑ] […].

10.5 Διορισμός των υποψηφίων από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή

Κατόπιν των συνεντεύξεων αυτών και της ενδεχόμενης ακροάσεως ενώπιον της/ων αρμοδίας/ων επιτροπής/ών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου […], η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διορίζει τον υποψήφιο που προέκρινε για τη θέση του διευθυντή του ρυθμιστικού οργανισμού.

[…]»

11      Η προκήρυξη για τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) (βαθμός AD 15) COM/2010/10286 (ΕΕ C 296 A, σ. 1, στο εξής: επίδικη προκήρυξη) προβλέπει τα εξής:

«[…]

Τι προτείνουμε

Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος και το δημόσιο πρόσωπο του [ΕΜΑ] και λογοδοτεί έναντι του Διοικητικού Συμβουλίου.

[…]

Επιλογή και διορισμός

Για τη διαδικασία επιλογής θα συσταθεί επιτροπή προεπιλογής. Η εν λόγω επιτροπή θα καλέσει σε συνέντευξη τους υποψηφίους που έχουν τα καλύτερα προσόντα για την πλήρωση των συγκεκριμένων αναγκών, ενώ οι υποψήφιοι θα επιλεγούν βάσει των σχετικών με τη θέση προσόντων τους, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται ανωτέρω. Οι υποψήφιοι που θα προεπιλεγούν από την επιτροπή προεπιλογής θα κληθούν εν συνεχεία σε συνέντευξη με τη συμβουλευτική επιτροπή διορισμών (ΣΕΔ) της Επιτροπής και θα πρέπει να συμμετάσχουν σε διαδικασία αξιολόγησης σε εξεταστικό κέντρο το οποίο διαχειρίζονται εξωτερικοί σύμβουλοι προσλήψεων. Οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον κατάλογο προεπιλογής της ΣΕΔ θα κληθούν κατόπιν σε συνέντευξη με τους αρμόδιους Επιτρόπους.

Μετά τις συνεντεύξεις αυτές, η Επιτροπή θα εγκρίνει τον κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων, ο οποίος θα υποβληθεί στο [Δ]ιοικητικό [Σ]υμβούλιο του EMA. Το [Δ]ιοικητικό [Σ]υμβούλιο θα καλέσει σε συνέντευξη τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων και θα διορίσει τον διευθυντή από τους υποψηφίους αυτούς. Η κατάταξη στον κατάλογο αυτόν δεν εξασφαλίζει διορισμό.

Οι υποψήφιοι ενδέχεται να κληθούν και σε άλλες συνεντεύξεις και/ή δοκιμασίες, εκτός εκείνων που αναφέρονται ανωτέρω.

Πριν από τον διορισμό του, ο [προκριθείς] υποψήφιος θα κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον του […] Κοινοβουλίου και να απαντήσει στις ερωτήσεις που θα του υποβάλουν τα μέλη του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

[…]

Σημαντικές πληροφορίες για τους υποψηφίους

Υπενθυμίζεται στους υποψηφίους ότι οι εργασίες των διαφόρων επιτροπών επιλογής είναι απόρρητες. Απαγορεύεται στους υποψηφίους ή οποιουσδήποτε τρίτους ενεργούν εξ ονόματός τους, να έλθουν σε απευθείας ή έμμεση επαφή με τα μέλη των εν λόγω επιτροπών.

[…]»

 Το ιστορικό της διαφοράς

12      Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Απρίλιο του 2009 ως εκπρόσωπος του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος.

13      Στις 10 Δεκεμβρίου 2009, ο A, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, ορίστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο για να το εκπροσωπήσει ως παρατηρητής στην επιτροπή προεπιλογής, σύμφωνα με το σημείο 7.1 των κατευθυντηρίων γραμμών. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, η επιτροπή προεπιλογής συγκροτείται από τρεις υπαλλήλους του ανώτερου στελεχιακού δυναμικού της Επιτροπής, οι οποίοι πρέπει να έχουν τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό και το ίδιο επίπεδο καθηκόντων με τον διευθυντή του ΕΜΑ.

14      Στις 15 Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την προκήρυξη κενής θέσης του εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) (βαθμός AD 15) (ΕΕ C 9 A, σ. 1). Η προτεινόμενη θέση ήταν θέση συμβασιούχου υπαλλήλου βαθμού AD 14 και η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων έληξε στις 17 Φεβρουαρίου 2010. Ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα στις 16 Φεβρουαρίου 2010.

15      Στις 31 Μαρτίου 2010, η επιτροπή προεπιλογής εξέτασε τις υποβληθείσες υποψηφιότητες, σύμφωνα με το σημείο 7.2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών. Με την ευκαιρία αυτή, η εν λόγω επιτροπή εκτίμησε ότι δόθηκε ανεπαρκής δημοσιότητα στην προκήρυξη κενής θέσεως. Στη συνέχεια, η Επιτροπή αποφάσισε να δημοσιεύσει εκ νέου την προκήρυξη κενής θέσεως.

16      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 14ης Ιουνίου 2010 του αναπληρωτή προϊσταμένου της μονάδας ανθρωπίνων πόρων της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Υγείας και Καταναλωτών της Επιτροπής (στο εξής: ΓΔ «Υγεία»), ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι η διαδικασία επιλογής επρόκειτο να ανοίξει εκ νέου, προκειμένου να λάβει μεγαλύτερη δημοσιότητα, και ότι θα δημοσιευόταν νέα προκήρυξη κενής θέσεως γύρω στις 25 Ιουνίου 2010, η οποία θα έτασσε νέα προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων για την υποβολή υποψηφιοτήτων. Το ίδιο αυτό ηλεκτρονικό μήνυμα διευκρίνιζε ότι ο προσφεύγων δεν χρειαζόταν να υποβάλει εκ νέου υποψηφιότητα, δεδομένου ότι η υποψηφιότητά του εξακολουθούσε να ισχύει.

17      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2010, ο προσφεύγων απηύθυνε στον αναπληρωτή προϊστάμενο της διοικητικής μονάδας ανθρωπίνων πόρων της ΓΔ «Υγεία» ηλεκτρονικό μήνυμα για να ζητήσει διευκρινίσεις ως προς την εξέλιξη της υποψηφιότητάς του. Την επομένη, ο αναπληρωτής προϊστάμενος πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι θα ενημερωνόταν για την εξέλιξη της διαδικασίας.

18      Στις 7 Οκτωβρίου 2010, συνεδρίασε το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, στην οποία έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, οι B και C, υπό την ιδιότητα, αντιστοίχως, του προέδρου και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου και του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, ελήφθη η απόφαση να κινηθεί διαδικασία επιλογής του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ. Η απόφαση διευκρίνιζε λεπτομερώς τα διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής και όριζε ότι θα δημοσιευόταν στην ιστοσελίδα του ΕΜΑ.

19      Στις 30 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή δημοσίευσε την επίδικη προκήρυξη κενής θέσεως. Οι υποψήφιοι έπρεπε να πληρούν τα ίδια κριτήρια συμμετοχής και επιλογής με αυτά που προέβλεπε η προηγούμενη προκήρυξη κενής θέσεως, με την εξαίρεση ενός κριτηρίου επιλογής. Πράγματι, ενώ η πρώτη προκήρυξη κενής θέσεως όριζε ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να διαθέτουν «αποδεδειγμένη πείρα στη διοίκηση προσωπικού, σε ανώτερο επίπεδο, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον», η επίδικη προκήρυξη απαιτεί «αποδεδειγμένη προϋπηρεσία στη διοίκηση μεγάλων ανθρώπινων συνόλων σε επίπεδο ανώτερου στελεχιακού δυναμικού[,] ενώ η αποκτηθείσα σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον πείρα συνιστά πλεονέκτημα».

20      Ο προσφεύγων ενημερώθηκε για τη δημοσίευση της επίδικης προκηρύξεως κενής θέσεως με ηλεκτρονικό μήνυμα του αναπληρωτή προϊσταμένου της διοικητικής μονάδας ανθρωπίνων πόρων της ΓΔ «Υγεία», της 3ης Νοεμβρίου 2010. Στο μήνυμα αυτό, ο αναπληρωτής προϊστάμενος συνέστησε στον προσφεύγοντα να αποστείλει εκ νέου τα δικαιολογητικά έγγραφα που είχε επισυνάψει στην αίτηση υποψηφιότητας που υπέβαλε κατόπιν της πρώτης προκηρύξεως κενής θέσεως, προκειμένου να επικαιροποιήσει τα επαγγελματικά στοιχεία του, πράγμα το οποίο έπραξε ο προσφεύγων με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 2010, το οποίο περιήλθε στην Επιτροπή την επομένη.

21      Την 1η Νοεμβρίου 2010, ο B υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή. Το αυτό έπραξε ο C στις 23 Νοεμβρίου 2010.

22      Εν προκειμένω, η επιτροπή προεπιλογής είχε συγκροτηθεί από έναν πρόεδρο και τρία άλλα μέλη. Τα καθήκοντα του προέδρου της επιτροπής προεπιλογής είχαν ανατεθεί στον Γενικό Διευθυντή της ΓΔ «Υγεία», η οποία, ως εποπτεύουσα τον ΕΜΑ Γενική Διεύθυνση, ήταν επιφορτισμένη με τον έλεγχο των δραστηριοτήτων του. Εκ των υπολοίπων τριών μελών, δύο ήσαν υπάλληλοι της ΓΔ «Υγεία» και το τελευταίο υπάλληλος της Γενικής Διευθύνσεως «Έρευνα και Καινοτομία». Ο πρόεδρος της επιτροπής προεπιλογής, εν προκειμένω η D, και ο ένας εκ των δύο υπαλλήλων της ΓΔ «Υγεία» ήσαν μέλη και του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, ως εκπρόσωποι της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 726/2004.

23      Στις 12 Ιανουαρίου 2011, η επιτροπή προεπιλογής εξέτασε τις 62 υποψηφιότητες που υποβλήθηκαν για τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ. Κατά την ολοκλήρωση της εξετάσεως αυτής, η επιτροπή προεπιλογής αποφάσισε να καλέσει σε συνέντευξη εννέα υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και τον προσφεύγοντα. Πάντως, ένας από τους εννέα ως άνω υποψηφίους αποκλείσθηκε από την επιτροπή προεπιλογής πριν από τη συνέντευξη.

24      Στις 8 Φεβρουαρίου 2011, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του προσφεύγοντος, καθώς και των λοιπών επτά προκριθέντων υποψηφίων, με την επιτροπή προεπιλογής. Με την ευκαιρία αυτή, η επιτροπή χρησιμοποίησε την κλίμακα αξιολογήσεως που είχε ετοιμάσει.

25      Κατόπιν των συνεντεύξεων, οι οκτώ υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν με άριστα το 100 και κατετάγησαν κατά αύξουσα σειρά των βαθμολογιών που έλαβαν. Ο προσφεύγων έλαβε τη χαμηλότερη βαθμολογία, δηλαδή 61 βαθμούς στους 100. Οι λοιποί επτά υποψήφιοι έλαβαν από 69 έως 85 βαθμούς με άριστα το 100.

26      Στις 7 Μαρτίου 2011, η επιτροπή προεπιλογής συνέταξε την έκθεσή της, η οποία παρείχε στοιχεία για κάθε υποψήφιο που κλήθηκε σε συνέντευξη και αποφάσισε να προτείνει τις υποψηφιότητες των τεσσάρων υποψηφίων που συγκέντρωσαν τα καλύτερα αποτελέσματα (από 75 έως 85 βαθμούς στους 100), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι B και C.

27      Αφού παρέλαβε την έκθεση της επιτροπής προεπιλογής, η συμβουλευτική επιτροπή διορισμών της Επιτροπής (στο εξής: ΣΕΔ) εξέτασε, με τη σειρά της, τους φακέλους των 62 υποψηφιοτήτων που υποβλήθηκαν για τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή του EΜΑ. Κατά την ολοκλήρωση της εξετάσεως αυτής, η ΣΕΔ εξέδωσε, στις 14 Μαρτίου 2011, την προηγούμενη γνώμη που προβλέπεται στο σημείο 8.2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών. Κατά την προηγούμενη γνώμη της ΣΕΔ, μόνον οι τέσσερις υποψήφιοι που συνέστησε η επιτροπή προεπιλογής έπρεπε να κληθούν στις δοκιμασίες του κέντρου αξιολογήσεως καθώς και σε συνέντευξη με τη ΣΕΔ. Με έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας, ο εκτελών χρέη γραμματέως της ΣΕΔ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η ΣΕΔ είχε αποφασίσει να μην αποκλίνει από τη γνώμη της επιτροπής προεπιλογής, κατά την οποία άλλοι υποψήφιοι συνεδύασαν καλύτερα από τον ίδιο ικανότητες και εμπειρία, όπως απαιτείται από την επίδικη προκήρυξη κενής θέσεως, και, κατά συνέπεια, να μην τον καλέσει σε συνέντευξη.

28      Αφού υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες αξιολογήσεως, οι τέσσερις υποψήφιοι τους οποίους πρότεινε η επιτροπή προεπιλογής, κλήθηκαν σε συνέντευξη με τη ΣΕΔ, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 2011. Την ίδια ημερομηνία, η ΣΕΔ εξέδωσε γνώμη με την οποία εξέφρασε την άποψη ότι οι τέσσερις υποψήφιοι που πρότεινε η επιτροπή προεπιλογής πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ.

29      Ο αρμόδιος για την Υγεία και την Προστασία των Καταναλωτών Επίτροπος (στο εξής: αρμόδιος θεματικά Επίτροπος) κάλεσε σε συνέντευξη τους τέσσερις υποψηφίους που πρότειναν η επιτροπή προεπιλογής και η ΣΕΔ. Στη συνέχεια, η ΓΔ «Ανθρώπινοι Πόροι και Ασφάλεια» πρότεινε στα μέλη της Επιτροπής, κατόπιν συμφωνίας με τον Πρόεδρο της Επιτροπής και τον αρμόδιο θεματικά Επίτροπο, να συστήσουν τους εν λόγω τέσσερις υποψηφίους στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ.

30      Στις 20 Απριλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε ρητή απόφαση περί υποβολής στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ καταλόγου περιλαμβάνοντος τους τέσσερις προτεινόμενους από την επιτροπή προεπιλογής και τη ΣΕΔ υποψηφίους (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011).

31      Στις 5 Μαΐου 2011, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ πραγματοποίησε έκτακτη συνεδρίαση προκειμένου να επιλέξει τον νέο εκτελεστικό διευθυντή του ΕΜΑ. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, τροποποιήθηκε η διαδικασία επιλογής του εκτελεστικού διευθυντή που είχε υιοθετηθεί στις 7 Οκτωβρίου 2010 και πραγματοποιήθηκε ακρόαση των τεσσάρων υποψηφίων που πρότεινε η Επιτροπή. Επειδή δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία ως προς κάποιον υποψήφιο, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ αποφάσισε να συνεδριάσει εκ νέου τον επόμενο μήνα, προκειμένου να επιλέξει μεταξύ των τεσσάρων υποψηφίων που πρότεινε η Επιτροπή.

32      Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 2011, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 9 Ιουνίου 2011, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση «κατά του τρόπου διεξαγωγής του διαγωνισμού [ενώπιον της Επιτροπής]».

33      Στις 8 Ιουνίου 2011, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ επέλεξε, για την άσκηση των καθηκόντων του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ, τον C.

34      Στις 13 Ιουλίου 2011, πραγματοποιήθηκε ακρόαση του C από την αρμόδια για το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων επιτροπή του Κοινοβουλίου.

35      Με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ενημέρωσε τον ΕΜΑ ότι, κατόπιν της συνεντεύξεως του C με την προαναφερθείσα επιτροπή, το Κοινοβούλιο ενέκρινε τον διορισμό του C ως νέου εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ.

36      Με απόφαση της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2011, απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που άσκησε ο προσφεύγων με έγγραφο της 27ης Μαΐου 2011.

37      Με απόφαση που εκδόθηκε ομοίως στις 6 Οκτωβρίου 2011, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ διόρισε τον C ως εκτελεστικό διευθυντή (στο εξής: απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011).

38      Με έγγραφο της 6ης Ιανουαρίου 2012, που απεστάλη την ίδια ημέρα με τηλεομοιοτυπία και ταχυδρομικώς, ο προσφεύγων άσκησε διοικητική ένσταση ενώπιον της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής του ΕΜΑ κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011.

39      Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Ιανουαρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011. Η ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκε με διάταξη της 20ής Μαρτίου 2012, Hristov κατά Επιτροπής και ΕΜΑ (F‑2/12 R, EU:F:2012:35).

40      Με απόφαση της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής του ΕΜΑ, της 16ης Μαΐου 2012, απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση της 6ης Ιανουαρίου 2012.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

41      Με το δικόγραφο της προσφυγής του, ο προσφεύγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την απόφαση της επιτροπής προεπιλογής, η οποία του κοινοποιήθηκε ταχυδρομικώς στις 14 Μαρτίου 2011, περί καταρτίσεως του καταλόγου τεσσάρων υποψηφίων, στους οποίους δεν συμπεριλαμβανόταν·

–        να ακυρώσει την απόφαση της ΣΕΔ της 14ης Μαρτίου 2011, με την οποία εκλήθησαν σε συνέντευξη μόνον οι τέσσερις υποψήφιοι που περιλαμβάνονταν στον πίνακα της επιτροπής προεπιλογής·

–        να ακυρώσει «την απόφαση της [ΣΕΔ], της 14ης Μαρτίου 2011», περί συμφωνίας της ΣΕΔ με τις προτάσεις της επιτροπής προεπιλογής·

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011·

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε η από 27 Μαΐου 2011 διοικητική ένστασή του·

–        να ακυρώσει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011·

–        να διατάξει δίκαιη χρηματική ικανοποίηση λόγω της προκληθείσας, όπως ισχυρίζεται, ηθικής βλάβης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τον ΕΜΑ στα έξοδα της διοικητικής ενστάσεως και στα δικαστικά έξοδα·

–        να διοργανώσει νέο «διαγωνισμό» τηρώντας τις νόμιμες διαδικασίες.

42      Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

43      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, ο ΕΜΑ ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

44      Πραγματοποιήθηκε δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, περιορισθείσα στους λόγους απαραδέκτου που προέβαλαν η Επιτροπή και ο ΕΜΑ. Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, ο ΕΜΑ παραιτήθηκε από το πρώτο αίτημά του, με αντικείμενο την κήρυξη της προσφυγής προδήλως απαράδεκτης.

45      Mε επιστολές της Γραμματείας της 23ης Ιουλίου 2013, οι διάδικοι εκλήθησαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

46      Στην απάντησή του στις ερωτήσεις στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων ανέφερε ότι, με το τρίτο αίτημά του, ζητούσε κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ακυρώσει την απόφαση της ΣΕΔ περί συμφωνίας της με τις προτάσεις της επιτροπής προεπιλογής, η οποία εκδόθηκε στις 7 Απριλίου 2011 και όχι στις 14 Μαρτίου 2011, όπως εσφαλμένως αναγράφεται στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής.

47      Συμμορφούμενη στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε πλείονα έγγραφα, που έχουν συνταχθεί σε γλώσσες διαφορετικές από τη γλώσσα διαδικασίας, τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα. Εφόσον ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να λάβει γνώση μέρους των εγγράφων αυτών πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κατόπιν αιτήσεως που διατύπωσε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει, το αργότερο μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 2013, μεταφράσεις στη βουλγαρική ή, ενδεχομένως, στην αγγλική γλώσσα, ορισμένων εγγράφων που είχε επισυνάψει στο υπόμνημά της απαντήσεως στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ιδίως δε ορισμένων χωρίων των κατευθυντηρίων γραμμών.

48      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων προσκόμισε επίσης συμπληρωματικές αποδείξεις, τις οποίες το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάσισε να περιλάβει στον φάκελο της δικογραφίας. Στο τέλος της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Δικαστήριο αποφάσισε να μην περατώσει την προφορική διαδικασία.

49      Με υπόμνημα της 18ης Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή συμμορφώθηκε στην πρόσκληση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να προσκομίσει ορισμένες μεταφράσεις.

50      Με υπόμνημα της 16ης Δεκεμβρίου 2013, ο προσφεύγων υπέβαλε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος της Επιτροπής της 18ης Νοεμβρίου 2013.

51      Με έγγραφο της Γραμματείας της 30ής Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή και ο ΕΜΑ εκλήθησαν να απαντήσουν στο υπόμνημα του προσφεύγοντος της 16ης Δεκεμβρίου 2013, πράγμα που έπραξε η Επιτροπή με υπόμνημα της 13ης Φεβρουαρίου 2014.

52      Στις 5 Μαρτίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περάτωσε την προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

1.     Επί του αιτήματος περί διαταγής προς θεσμικό όργανο

53      Όσον αφορά το ένατο αίτημα, με αντικείμενο να διατάξει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τη διοργάνωση νέας διαδικασίας προσλήψεως του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ, επιβάλλεται να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, ανεξαρτήτως της κατά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ γενικής υποχρεώσεως του οργάνου, από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη, να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως περί ακυρώσεως (απόφαση Pleijte κατά Επιτροπής, F‑91/08, EU:F:2010:13, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Επειδή το ανωτέρω μνημονευόμενο αίτημα του προσφεύγοντος συνιστά αίτημα περί διαταγής προς θεσμικό όργανο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

2.     Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα τρία πρώτα αιτήματα είναι απαράδεκτα, στο μέτρο που οι τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις συνιστούν εσωτερικές πράξεις, προπαρασκευαστικές της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 και δεν συνιστούν, κατά συνέπεια, βλαπτικές πράξεις, δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως. Όσον αφορά το πέμπτο αίτημα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά αυτοτελή πράξη δυνάμενη να προσβληθεί δικαστικώς. Προκειμένου περί του έκτου αιτήματος, που βάλλει κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011, αυτό είναι απαράδεκτο, καθόσον στρέφεται κατά της Επιτροπής, ενώ η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε από τον ΕΜΑ και όχι από την Επιτροπή.

56      Ο προσφεύγων αντιτάσσει ότι, σύμφωνα με την επίδικη προκήρυξη κενής θέσεως, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να τηρήσει τις συστάσεις της επιτροπής προεπιλογής και της ΣΕΔ. Κατά συνέπεια, οι εκδοθείσες από την επιτροπή προεπιλογής και τη ΣΕΔ αποφάσεις των οποίων ζητεί την ακύρωση στο πλαίσιο των τριών πρώτων αιτημάτων είναι δεσμευτικές για την Επιτροπή και δεν συνιστούν πράξεις προπαρασκευαστικές της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι, καίτοι η Επιτροπή μπορούσε να μην ακολουθήσει τις αποφάσεις της επιτροπής προεπιλογής και της ΣΕΔ εάν διαπίστωνε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και συνέτασσε αιτιολογημένη γνώμη με το περιεχόμενο αυτό, πάντως, εν προκειμένω, παρά την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, η Επιτροπή δεν συνέταξε αιτιολογημένη γνώμη. Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα τρία πρώτα ακυρωτικά αιτήματα προβάλλονται παραδεκτώς.

57      Προκειμένου περί του πέμπτου αιτήματος με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2011 περί απορρίψεως της από 27 Μαΐου 2011 διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος, ο προσφεύγων διατείνεται ότι η απόφαση αυτή περιέχει την αιτιολογία της αποφάσεως της επιτροπής προεπιλογής να μην τον περιλάβει στον πίνακα των προεπιλεγέντων υποψηφίων. Η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής περιέχει και πραγματικά περιστατικά τα οποία ο προσφεύγων αγνοούσε πριν παραλάβει το αποσταλέν ταχυδρομικώς έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2011 του εκτελούντος χρέη γραμματέως της ΣΕΔ και συμπληρώνει, κατά συνέπεια, την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2011 της ΣΕΔ να μην αποκλίνει από τη γνώμη της επιτροπής προεπιλογής και να αποδεχθεί τις συστάσεις της εν λόγω επιτροπής. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων φρονεί ότι η από 6 Οκτωβρίου 2011 απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως έχει αυτοτελή χαρακτήρα και πρέπει να υποβληθεί στον έλεγχο νομιμότητας, του οποίου η άσκηση απόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

58      Πρώτον, όσον αφορά τα τρία πρώτα αιτήματα, προσήκει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στην περίπτωση πράξεων ή αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο διαδικασίας, ιδίως εσωτερικής, περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, συνιστούν, καταρχήν πράξεις δεκτικές προσφυγής μόνο τα μέτρα που παγιώνουν τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, αποκλειομένων των ενδιάμεσων μέτρων των οποίων σκοπός είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Μολονότι ενδέχεται να επηρεάσουν το περιεχόμενο της πράξεως που παγιώνει τη θέση του θεσμικού οργάνου, εντούτοις, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να προσβληθούν με αυτοτελή προσφυγή αλλά πρέπει να αμφισβητηθούν στο πλαίσιο προσφυγής κατά της πράξεως αυτής (βλ. αποφάσεις N κατά Κοινοβουλίου, F‑71/08, EU:F:2009:150, σκέψη 28, και Pleijte κατά Επιτροπής, EU:F:2010:13, σκέψη 27· διάταξη Possanzini κατά Frontex, F‑61/11, EU:F:2012:146, σκέψεις 42 και 43).

59      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει, αφενός, ότι το άρθρο 64 του κανονισμού 726/2004 ορίζει ότι ο εκτελεστικός διευθυντής του ΕΜΑ διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο βάσει καταλόγου υποψηφίων που προτείνεται από την Επιτροπή. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρατηρεί, αφετέρου, ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, η διαδικασία επιλογής του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ διεξάγεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση διεξάγεται εντός της Επιτροπής και διακρίνεται σε περισσότερα στάδια. Κατ’ αρχάς, συγκροτείται μια επιτροπή προεπιλογής για να συντάξει σχέδιο καταλόγου των υποψηφίων που εκτιμάται ότι έχουν τα περισσότερα προσόντα. Στη συνέχεια, το ως άνω σχέδιο καταλόγου διαβιβάζεται στη ΣΕΔ προς γνωμοδότηση. Η ΣΕΔ εκδίδει προηγούμενη γνώμη ως προς τους προεπιλεγέντες από την επιτροπή προεπιλογής υποψηφίους και καταρτίζει, στη συνέχεια, η ίδια, κατάλογο υποψηφίων ο οποίος μπορεί να διαφέρει από αυτόν που κατήρτισε η επιτροπή προεπιλογής. Αφού οι προκριθέντες από τη ΣΕΔ υποψήφιοι υποβληθούν σε δοκιμασία αξιολογήσεως από εξωτερικό σύμβουλο προσλήψεων, πραγματοποιείται συνέντευξή τους με τη ΣΕΔ. Κατόπιν των συνεντεύξεων αυτών, η ΣΕΔ εκδίδει την τελική της γνώμη μαζί με τον κατάλογο των υποψηφίων που θεωρεί καταλληλότερους. Η εν λόγω τελική γνώμη της ΣΕΔ αποτελεί το βασικό έγγραφο για τον αρμόδιο θεματικά Επίτροπο και, ενδεχομένως, για το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για θέματα προσωπικού και διοίκησης ενόψει των συνεντεύξεών τους. Τέλος, πραγματοποιείται ακρόαση των υποψηφίων που προέκρινε η ΣΕΔ με την τελική γνώμη της από τον αρμόδιο θεματικά Επίτροπο και, ενδεχομένως, από το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για θέματα προσωπικού και διοίκησης ή, όσον αφορά το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τα θέματα προσωπικού και διοίκησης, οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου που θεωρεί ότι μπορεί να προκριθεί. Κατόπιν τούτου, ο αρμόδιος θεματικά Επίτροπος διαβιβάζει στην Επιτροπή τον κατάλογο των προκριθέντων υποψηφίων και στην Επιτροπή απόκειται, στη συνέχεια, να εκδώσει τον πίνακα των υποψηφίων που προτείνει και τον οποίον ο αρμόδιος θεματικά Επίτροπος διαβιβάζει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, εν προκειμένω στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ.

60      Η δεύτερη φάση εκτυλίσσεται, κατ’ ουσίαν, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ. Αφού πραγματοποιηθεί ακρόαση των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον πίνακα που διαβίβασε η Επιτροπή, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ επιλέγει τον ένα εξ αυτών. Ο επιλεγείς υποψήφιος καλείται, στη συνέχεια, να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Κοινοβουλίου. Αφού το Κοινοβούλιο εγκρίνει τον επιλεγέντα από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ υποψήφιο, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ διορίζει τον εν λόγω υποψήφιο στη θέση του εκτελεστικού διευθυντή.

61      Επομένως, από το άρθρο 64 του κανονισμού 726/2004, που εξειδικεύεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, προκύπτει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ μπορεί να επιλέξει τον εκτελεστικό διευθυντή μόνο μεταξύ των υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η από 20 Απριλίου 2011 απόφαση της Επιτροπής, περί καταρτίσεως πίνακα τεσσάρων υποψηφίων που προτείνονται στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ, παγίωσε τη θέση της Επιτροπής και περιόρισε την ελευθερία επιλογής του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, στο μέτρο που απέκλεισε οριστικά τον προσφεύγοντα από τη συμμετοχή στα επόμενα στάδια της διαδικασίας επιλογής. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 συνιστά βλαπτική πράξη για τον προσφεύγοντα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Pleijte κατά Επιτροπής, EU:F:2010:13, σκέψη 28).

62      Πάντως, και από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι η ΣΕΔ δεν δεσμεύεται από τον κατάλογο των προεπιλεγέντων από την επιτροπή προεπιλογής υποψηφίων προκειμένου να καταρτίσει τον δικό της κατάλογο υποψηφίων τους οποίους θα καλέσει σε ακρόαση και ότι μπορεί να μην καλέσει σε ακρόαση προεπιλεγέντες υποψηφίους ή, αντιθέτως, να καλέσει σε ακρόαση υποψηφίους που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο που κατήρτισε η επιτροπή προεπιλογής. Ομοίως, από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει επίσης ότι τα μέλη της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένα με την κατάρτιση καταλόγου υποψηφίων που θα προταθούν στην Επιτροπή δεν δεσμεύονται από τον κατάλογο των υποψηφίων που προέκρινε η ΣΕΔ, διότι το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για θέματα προσωπικού και διοίκησης μπορεί να καλέσει σε ακρόαση οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο θεωρεί ικανό να προκριθεί.

63      Επομένως, η απόφαση της επιτροπής προεπιλογής περί καταρτίσεως καταλόγου τεσσάρων προτεινομένων υποψηφίων, η απόφαση της ΣΕΔ της 14ης Μαρτίου 2011 περί προσκλήσεως σε συνέντευξη των τεσσάρων και μόνον υποψηφίων που πρότεινε η επιτροπή προεπιλογής καθώς και η απόφαση της ΣΕΔ της 7ης Απριλίου 2011 περί αποδοχής των προτάσεων της επιτροπής προεπιλογής ουδόλως παγίωσαν τη θέση της Επιτροπής και συνιστούσαν πράξεις προπαρασκευαστικές της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, τα τρία πρώτα αιτήματα με αντικείμενο την ακύρωση των ως άνω αποφάσεων πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

64      Δεύτερον, όσον αφορά το πέμπτο αίτημα, με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2011, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της 27ης Μαΐου 2011, κατά πάγια νομολογία, η διοικητική ένσταση και η σιωπηρή ή ρητή απόρριψή της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν απλώς προϋπόθεση για να επιληφθεί ο δικαστής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά βάλλει κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα ο δικαστής να επιληφθεί της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική αυτή ένσταση. Έχει επανειλημμένως κριθεί ότι ρητή απόφαση απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως δύναται, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία αμφισβητεί ο προσφεύγων. Τούτο συμβαίνει όταν στην απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως γίνεται επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, με γνώμονα νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ή όταν η απόφαση αυτή τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως αποτελεί πράξη υποκείμενη στον έλεγχο του δικαστή, ο οποίος τη λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας της αμφισβητουμένης πράξεως, ή ακόμη τη θεωρεί βλαπτική πράξη που υποκατέστησε την τελευταία (αποφάσεις Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 32, και Arguelles Arias κατά Συμβουλίου, F‑122/12, EU:F:2013:185, σκέψη 38).

65      Δεδομένου ότι, στο σύστημα του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: ΚΥΚ], ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως την οποία αμφισβητεί και να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή ανεξαρτήτως του αν βάλλει μόνο κατά της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ή κατά αμφοτέρων των αποφάσεων από κοινού, αρκεί η διοικητική ένσταση να υποβλήθηκε και η προσφυγή να ασκήθηκε εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής δύναται να ορίσει ότι η δίκη καταργείται ειδικά όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, όταν διαπιστώνει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψεις 7 και 8). Τα πράγματα μπορεί να έχουν έτσι ιδίως όταν διαπιστώνει ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ενδεχομένως επειδή είναι σιωπηρή, είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως και ότι, επομένως, η ακύρωση της μεν δεν θα παρήγε στη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου χωριστά αποτελέσματα από εκείνα που απορρέουν από την ακύρωση της δε (αποφάσεις Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2011:506, σκέψη 33, και Arguelles Arias κατά Συμβουλίου, EU:F:2013:185, σκέψη 39).

66      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων δεν προσδιορίζει, στη διοικητική ένστασή του της 27ης Μαΐου 2011, τις πράξεις που προσβάλλει. Πάντως, από τον φάκελο προκύπτει ότι, κατόπιν του εγγράφου της 14ης Μαρτίου 2011 του εκτελούντος χρέη γραμματέως της ΣΕΔ που του γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, ότι δεν εκαλείτο σε συνέντευξη, ο προσφεύγων δεν έλαβε αντίγραφο της αποφάσεως της ΣΕΔ της 7ης Απριλίου 2011, με την οποία η ΣΕΔ ενέκρινε το σχέδιο του πίνακα των τεσσάρων υποψηφίων που πρότεινε η επιτροπή προεπιλογής, ούτε αντίγραφο της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011. Επομένως, στις 27 Μαΐου 2011, ο προσφεύγων γνώριζε απλώς, από το προαναφερθέν έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2011, ότι δεν είχε προεπιλεγεί από την επιτροπή προεπιλογής, ότι η ΣΕΔ δεν θα τον καλούσε σε συνέντευξη και ότι, κατά τη ΣΕΔ, η υποψηφιότητά του δεν είχε ευδοκιμήσει.

67      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων, με τη διοικητική ένσταση της 27ης Μαΐου 2011, βάλλει κατά της αποφάσεως με την οποία αποκλείσθηκε από το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επιλογής, δηλαδή από αυτό που διεξήχθη ενώπιον της Επιτροπής. Δεδομένου ότι η απόφαση της επιτροπής προεπιλογής περί καταρτίσεως σχεδίου καταλόγου τεσσάρων προεπιλεγέντων υποψηφίων, η απόφαση της ΣΕΔ της 14ης Μαρτίου 2011 περί προσκλήσεως σε συνέντευξη μόνο των τεσσάρων υποψηφίων που περιελήφθησαν στο σχέδιο καταλόγου της επιτροπής προεπιλογής και η απόφαση της ΣΕΔ της 7ης Απριλίου 2011 περί μη αποκλίσεως από τη γνώμη της επιτροπής προεπιλογής και περί αποδοχής των συστάσεών της είναι πράξεις προπαρασκευαστικές της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 (βλ. σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως), πρέπει να θεωρηθεί, όπως το παραδέχεται άλλωστε η Επιτροπή στο υπόμνημα της 2ας Σεπτεμβρίου 2013 που κατέθεσε συμμορφούμενη στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι με την εν λόγω διοικητική ένσταση, ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011.

68      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι η απόφαση της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2011 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της 27ης Μαΐου 2011 περιέχει διευκρινίσεις, ιδίως όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011, καθώς και την αιτιολογία επί τη βάσει της οποίας η Επιτροπή εξέδωσε την εν λόγω απόφαση. Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απόκειται να εξετάσει το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011, όπως αυτή εξειδικεύθηκε με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της 27ης Μαΐου 2011 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Eveillard κατά Επιτροπής, T‑258/01, EU:T:2004:177, σκέψεις 31 και 32).

69      Τρίτον, το έκτο αίτημα με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011 είναι, πράγματι, απαράδεκτο, καθόσον στρέφεται κατά της Επιτροπής, εφόσον η Επιτροπή δεν εξέδωσε την ως άνω απόφαση.

 Επί της ουσίας

70      Επιβάλλεται να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, το τέταρτο αίτημα με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 και, στη συνέχεια, το έκτο αίτημα, που βάλλει κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011.

 Επί του τετάρτου αιτήματος, με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011

71      Προς στήριξη του ως άνω ακυρωτικού αιτήματος, ο προσφεύγων προβάλλει ρητώς τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι έχουν, αντιστοίχως, ως εξής:

«[—]      Παράβαση του άρθρου 30 του ΚΥΚ, παράβαση του άρθρου 3 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, κατάχρηση εξουσίας, καταστρατήγηση διαδικασίας και παραβίαση των αρχών της διαφάνειας, της αμεροληψίας, της ελλείψεως συγκρούσεως συμφερόντων, της χρηστής διοικήσεως, της ισότητας και της κατανομής των αρμοδιοτήτων·

[—]      παράβαση του άρθρου 27 του [ΚΥΚ], μη τήρηση της διαδικασίας επιλογής, παραβίαση του νομικού πλαισίου όπως απορρέει από τη δημοσίευση της [επίδικης] προκηρύξεως κενής θέσεως, παραβίαση της αρχής της κατανομής αρμοδιοτήτων […], παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας, της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας κατά την αξιολόγηση, της ελλείψεως συγκρούσεως συμφερόντων, […] της ισότητας και της ελλείψεως καταχρήσεως εξουσίας·

[—]      παραβίαση των αρχών της κατανομής αρμοδιοτήτων, της ισότητας, της ελλείψεως καταχρήσεως εξουσίας και καταστρατηγήσεως διαδικασίας·

[—]      πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως».

72      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει, εξετάζοντας την ανάλυση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι, υπό τον μανδύα του πρώτου αυτού λόγου, ο προσφεύγων προβάλλει την παράβαση των κανόνων συγκροτήσεως της επιτροπής προεπιλογής. Ο λόγος ακυρώσεως διαιρείται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από το γεγονός ότι ο αριθμός των μελών της επιτροπής προεπιλογής που ορίσθηκαν είναι άρτιος· το δεύτερο αντλείται από τη σώρευση των ιδιοτήτων του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ και του μέλους της επιτροπής προεπιλογής.

73      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει επίσης ότι, υπό τον μανδύα του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει, αφενός, πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που η επιτροπή προεπιλογής δεν απέκλεισε αυτεπαγγέλτως τους δύο υποψηφίους που ήσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ και, αφετέρου, παράβαση της επίδικης προκηρύξεως κενής θέσεως, στο μέτρο που η επιτροπή προεπιλογής διέπραξε παρατυπίες όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολογήσεως, κατά την εξέταση των φακέλων υποψηφιότητας και κατά τη συνέντευξη του προσφεύγοντος.

74      Ομοίως, από τα υπομνήματα του προσφεύγοντος προκύπτει ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, αμφισβητεί την ορθότητα της απόψεως της Επιτροπής ότι μπορούσε κάλλιστα να μην εγκρίνει το σχέδιο καταλόγου που κατήρτισε η επιτροπή προεπιλογής και να ζητήσει την τροποποίησή του. Επομένως, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως έχει την έννοια ότι αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που η Επιτροπή εσφαλμένως εκτίμησε ότι είχε την ευχέρεια να μην ακολουθήσει την απόφαση της επιτροπής προεπιλογής περί καταρτίσεως σχεδίου καταλόγου των προτεινομένων υποψηφίων.

75      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων διατείνεται ότι υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις ικανότητές του, συνεπεία της οποίας προκρίθηκαν άλλοι υποψήφιοι έναντι αυτού.

76      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα εξετάσει, κατ’ αρχάς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη σώρευση των ιδιοτήτων του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ και του μέλους της επιτροπής προεπιλογής.

 – Επιχειρήματα των διαδίκων

77      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η πρόεδρος της επιτροπής προεπιλογής, η D, καθώς και ένα άλλο μέλος της επιτροπής προεπιλογής, ο E, ήσαν και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ δημιούργησε ως προς τα δύο αυτά πρόσωπα σύγκρουση συμφερόντων, με συνέπεια την παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, την οποία οφείλουν να τηρούν τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που δύο άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, δηλαδή οι B και C, είχαν υποβάλει υποψηφιότητα για την υπό πλήρωση θέση. Επομένως, επιλέγοντας ως μέλη της επιτροπής προεπιλογής μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, η Επιτροπή παρέσχε τη δυνατότητα, κατά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να ευνοηθούν οι προαναφερθείσες υποψηφιότητες των B και C.

78      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι, μέσω του διορισμού δύο μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ ως μελών της επιτροπής προεπιλογής, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ «υπέβαλαν σε ενδελεχή έλεγχο» τις διάφορες υποψηφιότητες και εξέτασαν τους υποψηφίους κατά τη διάρκεια του σταδίου της προεπιλογής, χωρίς να έχουν σχετική εξουσιοδότηση, στο μέτρο που αυτό το στάδιο της διαδικασίας διεξάγεται στο πλαίσιο της Επιτροπής και όχι ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου. Υποκαθιστώντας την εκτίμηση δύο μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ στην εκτίμηση της επιτροπής προεπιλογής, η Επιτροπή διέπραξε κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας και παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της χρηστής διοικήσεως και της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ και της επιτροπής προεπιλογής.

79      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι καμία νομική διάταξη δεν απαγορεύει να οριστεί μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ ως μέλος της επιτροπής προεπιλογής. Περαιτέρω, κανένας κανόνας δεν απαγορεύει στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ να υποβάλουν υποψηφιότητα για τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ ορίσθηκαν μέλη της επιτροπής προεπιλογής και εξέτασαν και προεπέλεξαν υποψηφίους, περιλαμβανομένων και των B και C, επίσης μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, δεν συνιστά παράβαση καμίας νομικής διατάξεως.

80      H Eπιτροπή προσθέτει ότι, όταν πρόκειται για τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή ρυθμιστικού οργανισμού σε άκρως εξειδικευμένο τομέα, η επιτροπή προεπιλογής πρέπει να συγκροτείται από εμπειρογνώμονες στον οικείο τομέα που κατέχουν υψηλές θέσεις. Επομένως, εν προκειμένω, τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής περιλαμβάνονταν στο ανώτερο στελεχιακό δυναμικό της ΓΔ «Υγεία» και μιας άλλης Γενικής Διευθύνσεως επιστημονικού προσανατολισμού της Επιτροπής, δηλαδή της Γενικής Διευθύνσεως «Έρευνα και Καινοτομία». Περαιτέρω, ορισμένα μέλη της επιτροπής προεπιλογής ήσαν μέλη και του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, ακριβώς επειδή ανήκαν στο ανώτερο στελεχιακό δυναμικό της Επιτροπής και είχαν τα αναγκαία προσόντα και την εμπειρία. Οι εμπειρογνώμονες που ήσαν κατάλληλοι να οριστούν μέλη της επιτροπής προεπιλογής ανήκαν σε περιορισμένο κύκλο και, ως εκ τούτου δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι γνώριζαν, λόγω φήμης ή προσωπικώς, τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο. Εν προκειμένω, ο ορισμός της D και του E, Γενικής Διευθύντριας και υπαλλήλου της ΓΔ «Υγεία», αντιστοίχως, και μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, εμπειρογνωμόνων στον οικείο τομέα, ως μελών της επιτροπής προεπιλογής ήταν, κατά συνέπεια, αντικειμενικώς δικαιολογημένος και μάλιστα αναγκαίος. Πάντως, κατά την Επιτροπή, το γεγονός αυτό δεν αρκεί αφεαυτού για να συναχθεί το συμπέρασμα περί ελλείψεως αμεροληψίας ούτε περί υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων ή οποιασδήποτε παρατυπίας. Ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε να προβληθεί μόνον επί τη βάσει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων περί της υπάρξεως τέτοιας παρατυπίας και της επιρροής της στη διαδικασία επιλογής, τα οποία ο προσφεύγων δεν προσκόμισε.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

81      Στον τομέα των διαγωνισμών, έχει κριθεί ότι η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η επιτροπή του διαγωνισμού όσον αφορά τον προσδιορισμό των διαδικασιών και του λεπτομερούς περιεχομένου των προφορικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλει τους υποψηφίους πρέπει να αντισταθμίζεται από επιμελή τήρηση των κανόνων που διέπουν την οργάνωση των δοκιμασιών αυτών (αποφάσεις Girardot κατά Επιτροπής, T‑92/01, EU:T:2002:220, σκέψη 24, και Christensen κατά Επιτροπής, T‑336/02, EU:T:2005:115, σκέψη 38).

82      Κατά πάγια νομολογία, η επιτροπή διαγωνισμού υποχρεούται να φροντίζει να διατυπώνει τις εκτιμήσεις της επί όλων των εξεταζομένων στις προφορικές εξετάσεις υποψηφίων υπό συνθήκες ισότητας και αντικειμενικότητας (απόφαση Παντούλης κατά Επιτροπής, T‑290/03, EU:T:2005:316, σκέψη 90).

83      Μολονότι, εν προκειμένω, η επιτροπή προεπιλογής δεν είναι επιτροπή διαγωνισμού και η γνώμη της δεν είναι δεσμευτική ούτε για τη ΣΕΔ ούτε για την Επιτροπή, εντούτοις, η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον η επιτροπή προεπιλογής, όπως και η επιτροπή του διαγωνισμού, είχε ως σκοπό την επιλογή των καλύτερων από όσους υπέβαλαν υποψηφιότητα μετά από προκήρυξη θέσεως και διέθετε σημαντικό περιθώριο χειρισμών κατά την οργάνωση των δοκιμασιών προεπιλογής (βλ., για μια επιτροπή επιλογής εσωτερικής προσλήψεως, απόφαση CG κατά ΕΤΕπ, F‑115/11, EU:F:2014:187, σκέψη 60).

84      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε, βάσει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, να μεριμνά για την καλή οργάνωση του πρώτου σταδίου της διαδικασίας επιλογής που διεξάγεται ενώπιον της επιτροπής προεπιλογής. Επιβαλλόταν, επομένως, να διαθέτουν όλα τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής που όρισε η Επιτροπή την απαραίτητη ανεξαρτησία, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητά τους (βλ. απόφαση CG κατά ΕΤΕπ, EU:F:2014:187, σκέψη 61).

85      Eξάλλου, πρέπει να τονισθεί ότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάζει επιμελώς και αμερολήπτως όλα τα ουσιώδη δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αναγνωρίζεται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, έχει την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες και ορίζει στο άρθρο 41, με τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως», ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

86      Επομένως, στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απόκειται να διαπιστώσει αν η επιτροπή προεπιλογής συστάθηκε και λειτούργησε νομοτύπως και αν τήρησε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση αμεροληψίας, η οποία αποτελεί έναν από τους κανόνες που διέπουν τις εργασίες των επιτροπών διαγωνισμού και, κατ’ αναλογία, των επιτροπών προεπιλογής και που υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης (βλ., σχετικά με τη λειτουργία των επιτροπών διαγωνισμού, διάταξη Meierhofer κατά Επιτροπής, F‑74/07 RENV, EU:F:2011:63, σκέψη 62).

87      Eν προκειμένω, από το σημείο 7.2 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι η επιτροπή προεπιλογής κινεί τη διαδικασία επιλογής εξετάζοντας βάσει σχετικού καταλόγου (check-list) αν οι υποψήφιοι πληρούν τα κριτήρια συμμετοχής και, στη συνέχεια, βάσει των κριτηρίων επιλογής που περιλαμβάνονται στην προκήρυξη κενής θέσεως, καθορίζει μια κλίμακα αξιολογήσεως, η οποία παρέχει τη δυνατότητα συγκρίσεως των προσόντων των υποψηφίων με τα προσόντα που αναζητούνται και τις ειδικές δεξιότητες που απαιτούνται στην εν λόγω προκήρυξη. Κατά το πέρας της αξιολογήσεως αυτής, η επιτροπή προεπιλογής καταρτίζει έναν αρχικό κατάλογο προεπιλεγέντων υποψηφίων που θεωρεί ότι διαθέτουν στον μεγαλύτερο βαθμό τα απαιτούμενα προσόντα και τους καλεί σε συνέντευξη. Μετά τις συνεντεύξεις, διαβιβάζει στη ΣΕΔ πλήρη έκθεση περιέχουσα στοιχεία για κάθε συνέντευξη, ποιοτική αξιολόγηση όλων των υποψηφίων, ανεξαρτήτως του αν πραγματοποιήθηκε ακρόασή τους ή όχι, καθώς και σχέδιο πίνακα των υποψηφίων που θεωρούνται ως έχοντες τα περισσότερα προσόντα. Περαιτέρω, από το άρθρο 64 του κανονισμού 726/2004 και από το σημείο 10.3 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ είναι υποχρεωμένο να επιλέξει τον εκτελεστικό διευθυντή μεταξύ των προτεινομένων από την Επιτροπή υποψηφίων.

88      Επομένως, η επιτροπή προεπιλογής είναι αρμόδια να προτείνει πλείονες υποψηφίους στη ΣΕΔ, ενώ η λήψη αποφάσεως ως προς τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή του EMA εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η D και ο E, που ήσαν ταυτόχρονα μέλη της επιτροπής προεπιλογής, δηλαδή του προτείνοντος οργάνου, και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA, δηλαδή του αποφασίζοντος οργάνου, τήρησαν το καθήκον αμεροληψίας υπό το πρίσμα των σαφώς διακεκριμένων αρμοδιοτήτων της επιτροπής προεπιλογής και του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA.

89      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τονίζει ότι, καίτοι το σχέδιο καταλόγου υποψηφίων που προτείνει η επιτροπή προεπιλογής δεν είναι δεσμευτικό ούτε για τη ΣΕΔ ούτε για την Επιτροπή, πάντως, το εν λόγω σχέδιο καταλόγου, όπως και η ποιοτική αξιολόγηση όλων των υποψηφίων που η επιτροπή προεπιλογής περιλαμβάνει στην έκθεσή της, έχουν συγκεκριμένη σημασία για τη συνέχεια της διαδικασίας προεπιλογής, στο μέτρο που, αφενός, η ΣΕΔ είναι υποχρεωμένη να τα λάβει υπόψη και, αφετέρου, ο αρμόδιος θεματικά επίτροπος καλεί σε ακρόαση, σύμφωνα με το σημείο 8.3 των κατευθυντηρίων γραμμών, μόνο τους υποψηφίους που προέκρινε η ΣΕΔ στην τελική γνώμη της. Κατά συνέπεια, δεν αμφισβητείται ότι η επιτροπή προεπιλογής ασκεί καθοριστική επιρροή στο περιεχόμενο του τελικού πίνακα των υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή στο Διοικητικό Συμβούλιο του EMA.

90      Ομοίως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής που είναι και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA θα μπορέσουν να ψηφίσουν, κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, αυτοπροσώπως ή μέσω του αναπληρωματικού μέλους, υπέρ του διορισμού ενός εκ των υποψηφίων που προκρίνει η Επιτροπή. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει, στη συνέχεια, ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ μπορούν να διαδραματίσουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των διασκέψεων του Διοικητικού Συμβουλίου, ανεξαρτήτως του αν ασκούν ή όχι το δικαίωμα ψήφου, και ότι, εν πάση περιπτώσει, έχουν άμεση επαφή με τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

91      Υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η σώρευση των ιδιοτήτων του μέλους της επιτροπής προεπιλογής και του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα των προσώπων που αφορά η εν λόγω σώρευση.

92      Κατά συνέπεια, χωρίς να διατυπωθεί κρίση επί του περιεχομένου των συζητήσεων που διεξήχθησαν μεταξύ των μελών της επιτροπής προεπιλογής και των απόψεων που υποστήριξαν τα διάφορα μέλη της επιτροπής αυτής, συμπεριλαμβανομένων της D και του E, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η D και ο E, εκ του γεγονότος και μόνον ότι συμμετείχαν στη συνεδρίαση της επιτροπής προεπιλογής, παρέβησαν το καθήκον αμεροληψίας. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που καθένα από τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής πρέπει να διαθέτει την απαραίτητη ανεξαρτησία ώστε να μη διακυβεύεται η αντικειμενικότητα της επιτροπής προεπιλογής στο σύνολό της, πρέπει να θεωρηθεί ότι όντως δεν τηρήθηκε το καθήκον αμεροληψίας της επιτροπής προεπιλογής στο σύνολό της.

93      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

94      Κατ’ αρχάς, προκειμένου για το επιχείρημα ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA που είχαν οριστεί μέλη της επιτροπής προεπιλογής δεν εκπροσωπούσαν κατ’ ουδένα τρόπο το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ εντός της επιτροπής προεπιλογής και δεν ενεργούσαν εν ονόματί του, δεδομένου ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ εκπροσωπούσε πράγματι στην επιτροπή προεπιλογής ο παρατηρητής, εν προκειμένω ο A, αρκεί η επισήμανση ότι ο προσφεύγων δεν βάλλει κατά της συμμετοχής του Α στις εργασίες της επιτροπής προεπιλογής ως παρατηρητή. Πάντως, όπως κρίθηκε στη σκέψη 92 της αποφάσεως αυτής, το γεγονός και μόνον ότι η D και ο E, αμφότεροι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, μετείχαν στην επιτροπή προεπιλογής συνιστά παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας. Άλλωστε, από τον φάκελο προκύπτει ότι η D συμμετείχε στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA της 5ης Μαΐου και της 8ης Ιουνίου 2011 που είχαν ως αντικείμενο τον διορισμό του νέου εκτελεστικού διευθυντή του EMA και ότι συμμετείχε, επομένως, στην ακρόαση των τεσσάρων υποψηφίων που προτάθηκαν με την απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011, καθώς και στις διαβουλεύσεις που κατέληξαν στον διορισμό του C. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι ορθώς ο προσφεύγων έθεσε εν αμφιβόλω την αμεροληψία της D κατά την άσκηση της προεδρίας των εργασιών της επιτροπής προεπιλογής.

95      Στη συνέχεια, ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής, ότι το γεγονός ότι δύο μόνο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ, επί των 35 μελών που το συγκροτούν, ήσαν μέλη και της επιτροπής προεπιλογής δεν δικαιολογεί την προβληθείσα άποψη ότι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA υποκατέστησαν με τη δική τους εκτίμηση την εκτίμηση της επιτροπής προεπιλογής, είναι πειστικό. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ούτε η D ούτε ο E συμμετείχαν στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ στις 5 Μαΐου και στις 8 Ιουνίου 2011, συμμετείχαν ωστόσο στις συνεδριάσεις της επιτροπής προεπιλογής και είχαν τη δυνατότητα, ως μέλη της επιτροπής αυτής, να ασκήσουν επιρροή στην αξιολόγηση εκάστου των υποψηφίων από τα άλλα μέλη της επιτροπής προεπιλογής.

96      Προσήκει ακόμη να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο διορισμός της D και του E ως μελών της επιτροπής προεπιλογής ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένος, μάλιστα δε και αναγκαίος, στο μέτρο που αμφότεροι ήσαν εμπειρογνώμονες στον τομέα αυτόν. Πράγματι, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν ήταν αδύνατον να οριστούν ως μέλη της επιτροπής προεπιλογής εμπειρογνώμονες που δεν ήσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ. Εξάλλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρατηρεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν τη δυνατότητα να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής να είναι και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ. Πράγματι, το σημείο 7.1 των κατευθυντηρίων γραμμών, αφενός, παρέχει στην εποπτεύουσα Γενική Διεύθυνση τη δυνατότητα να επιλέξει τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής μεταξύ πλειόνων υπαλλήλων του ανώτερου στελεχιακού δυναμικού, στο μέτρο που προβλέπει ότι η επιτροπή προεπιλογής συγκροτείται από τον Γενικό Διευθυντή ή τον αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της εποπτεύουσας Γενικής Διευθύνσεως, από ένα διευθυντή της εποπτεύουσας Γενικής Διευθύνσεως και ένα διευθυντή άλλης Γενικής Διευθύνσεως. Περαιτέρω, η εν λόγω διάταξη προβλέπει επίσης ότι τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής ορίζονται «[κ]αταρχήν» μεταξύ των προαναφερθέντων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, όταν συμβαίνει, όπως εν προκειμένω, τα πρόσωπα που απαριθμούνται στο σημείο 7.1 των κατευθυντηρίων γραμμών, δηλαδή ο Γενικός Διευθυντής, ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής και ένας διευθυντής της εποπτεύουσας Γενικής Διευθύνσεως, να είναι ήδη μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου ρυθμιστικού οργανισμού, είναι δυνατόν να ορισθούν μέλη της επιτροπής προεπιλογής άλλα πρόσωπα.

97      Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι κανένας κανόνας δεν απαγορεύει στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του EMA να οριστούν μέλη της επιτροπής προεπιλογής. Πράγματι, η σώρευση των δύο αυτών ιδιοτήτων σε ένα και μόνο πρόσωπο συνιστά, όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας της επιτροπής προεπιλογής και, κατά συνέπεια, αντιβαίνει προς το άρθρο 41 του Χάρτη.

98      Τέλος, ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 11α του ΚΥΚ συνιστά εγγύηση της αμεροληψίας των μελών της επιτροπής προεπιλογής φαίνεται να έχει πιθανότητες ευδοκιμήσεως. Πράγματι, μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 11α του ΚΥΚ, ο υπάλληλος πρέπει να απέχει από τον χειρισμό κάθε υποθέσεως για την έκβαση της οποίας έχει προσωπικό συμφέρον το οποίο θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία του και από τον φάκελο προκύπτει ότι ο A καθώς και ένα μέλος της επιτροπής προεπιλογής δεν συμμετείχαν σε συνέντευξη με έναν υποψήφιο, εντούτοις η D και ο E, παρά το άρθρο 11α του ΚΥΚ, δεν προέβαλαν αντιρρήσεις για τον ορισμό τους ως μελών της επιτροπής προεπιλογής, συμμετείχαν σε όλες τις συνεντεύξεις των υποψηφίων και, όσον αφορά την D, δεν επισήμανε, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού του Διοικητικού Συμβουλίου, ότι έχει συμφέρον που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι επηρεάζει την ανεξαρτησία της κατά τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ της 5ης Μαΐου και της 8ης Ιουνίου 2011.

99      Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη σώρευση των ιδιοτήτων του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΑ και του μέλους της επιτροπής προεπιλογής, πρέπει να κριθεί βάσιμο.

100    Κατά συνέπεια, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 πρέπει να γίνει δεκτό, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν ούτε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ούτε οι άλλοι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν.

 Επί της υπάρξεως του έκτου αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011

101    Από το άρθρο 64 του κανονισμού 726/2004, που εξειδικεύεται στις κατευθυντήριες γραμμές, προκύπτει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΑ μπορούσε να διορίσει ως εκτελεστικό διευθυντή του ΕΜΑ μόνον έναν από τους προεπιλεγέντες υποψηφίους που ήσαν εγγεγραμμένοι στον εγκεκριμένο με την από 20 Απριλίου 2011 απόφαση της Επιτροπής κατάλογο. Τούτο συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι, με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011, το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη στον διορισμό του C, ο οποίος περιλαμβανόταν στον κατάλογο που εγκρίθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011. Στο μέτρο που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, στην προηγούμενη σκέψη, ότι η απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 πρέπει να ακυρωθεί, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι πρέπει να ακυρωθεί και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011.

102    Κατά συνέπεια, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011 πρέπει επίσης να γίνει δεκτό.

3.     Επί του αποζημιωτικού αιτήματος

 Επιχειρήματα των διαδίκων

103    Ο προσφεύγων φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011 του προκάλεσαν ηθική βλάβη, την οποία πάντως δεν εκφράζει αριθμητικώς.

104    Η Επιτροπή και ο EMA ζητούν την απόρριψη του αποζημιωτικού αιτήματος ως αβασίμου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

105    Έχει κριθεί ότι η ακύρωση μιας παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη. Πάντως, τούτο δεν συμβαίνει σε περίπτωση που ο προσφεύγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (απόφαση Μιχαήλ κατά Επιτροπής, T‑49/08 P, EU:T:2009:456, σκέψη 88).

106    Στο μέτρο που η απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011 ακυρώθηκαν, στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απόκειται να προβεί στην εξέταση αυτή.

107    Eν προκειμένω, ο προσφεύγων ουδόλως ανέπτυξε το αποζημιωτικό του αίτημα. Η ύπαρξη ηθικής βλάβης, η οποία δύναται να διαχωριστεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011 και της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2011 και δεν επανορθώνεται πλήρως με την ακύρωση των δύο αυτών αποφάσεων, δεν προκύπτει ούτε από τα υπομνήματά του. Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως κρίνει ότι οποιαδήποτε ηθική βλάβη ενδέχεται να υπέστη ο προσφεύγων λόγω της παρανομίας των ως άνω αποφάσεων ικανοποιήθηκε προσηκόντως και επαρκώς με την ακύρωσή τους.

108    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

109    Κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του τελευταίου. Βάσει του άρθρου 102 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα του αντιδίκου ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.

110    Από τους λόγους που αναφέρθηκαν στην παρούσα απόφαση προκύπτει ότι οι ηττηθέντες διάδικοι είναι η Επιτροπή και ο ΕΜΑ, δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος δεκτή. Επιπλέον, ο προσφεύγων, με τα αιτήματά του, ζήτησε ρητώς να καταδικασθούν η Επιτροπή και ο ΕΜΑ στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 102 του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να κριθεί ότι η Επιτροπή και ο ΕΜΑ φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και, ισομερώς, τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, περιλαμβανομένων και αυτών στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2011, με την οποία η Επιτροπή προτείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων κατάλογο τεσσάρων υποψηφίων που προκρίθηκαν από την επιτροπή προεπιλογής και εγκρίθηκαν από τη συμβουλευτική επιτροπή διορισμών.

2)      Ακυρώνει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων της 6ης Οκτωβρίου 2011, περί διορισμού του Εκτελεστικού Διευθυντή.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και, έκαστος κατά το ήμισυ, το σύνολο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο Ε. Hristov.

Rofes i Pujol

Bradley

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 2014.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      K. Bradley


* Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.