Language of document : ECLI:EU:F:2008:131

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Οκτωβρίου 2008

Υποθέσεις F-48/08 και F-48/08 AJ

Antonio Ortega Serrano

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Προδήλως απαράδεκτο – Αδύνατη η εκπροσώπηση του προσφεύγοντος από δικηγόρο που δεν είναι τρίτος – Ευεργέτημα πενίας – Αίτηση παρεμβάσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο A. Ortega Serrano ζητεί, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05, της 10ης Μαΐου 2007, περί μη εγγραφής, κατά το πέρας του διαγωνισμού, του ονόματος του προσφεύγοντος στον εφεδρικό πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις και, επιπλέον, τη χορήγηση στον προσφεύγοντα του ευεργετήματος πενίας.

Απόφαση: Απορρίπτεται η προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη. Απορρίπτεται το επικουρικό αίτημα του προσφεύγοντος να του επιτραπεί να τακτοποιήσει το δικόγραφο της προσφυγής του. Ο προσφεύγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Παρέλκει η κρίση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων φέρει τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του. Απορρίπτεται η αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας στην υπόθεση F-48/08 AJ, Ortega Serrano κατά Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παραδεκτό των προσφυγών ή αγωγών – Προβολή ενστάσεως απαραδέκτου – Δυνατότητα του δικαστή να εκδώσει διάταξη με βάση το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 76 και 78)

2.      Διαδικασία – Εισαγωγική δικόγραφο – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Προσφυγή ασκηθείσα χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 3· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 34 § 1)

1.      Ακόμη και αν προβλήθηκε ένσταση απαραδέκτου από τον καθού διάδικο με χωριστό δικόγραφο, δυνάμει του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, και διατυπώθηκαν παρατηρήσεις από τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα, αν εκτιμά ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, να εκδόσει διάταξη δυνάμει του άρθρου 76 του εν λόγω Κανονισμού.

(βλ. σκέψη 23)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 6 Μαρτίου 2008, F‑105/07, R bis κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή

2.      Από το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και, ιδίως, από τον όρο «εκπροσωπούνται», προκύπτει ότι, για να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ένας «διάδικος», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, πρέπει να κάνει χρήση των υπηρεσιών τρίτου προσώπου το οποίο πρέπει να έχει δικαίωμα ασκήσεως του επαγγέλματός του ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή κράτους που έχει υπογράψει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση ή εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή ούτε στον Οργανισμό του Δικαστηρίου ούτε στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η κατάθεση προσφυγής υπογεγραμμένης από τον ίδιο τον προσφεύγοντα, ακόμη και αν αυτός είναι δικηγόρος ικανός να παρίσταται με την ιδιότητα αυτή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, δεν μπορεί να αρκέσει για την άσκηση προσφυγής. Η απαίτηση αυτή αντανακλά την αντίληψη του ρόλου του δικηγόρου κατά την οποία αυτός θεωρείται αρωγός της δικαιοσύνης και καλείται να παρέχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον αυτής, την νομική συνδρομή της οποίας έχει ανάγκη ο διοικούμενος. Η αντίληψη αυτή ανταποκρίνεται στις κοινές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών και απαντάται επίσης στην κοινοτική έννομη τάξη, όπως συνάγεται, ακριβώς, από το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Όταν όμως, ο δικηγόρος είναι, συγχρόνως, ο διάδικος τον οποίο ο ίδιος εκπροσωπεί, υπάρχει κίνδυνος, λόγω της προσωπικής σχέσης με την συγκεκριμένη υπόθεση, να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τον ουσιώδη αυτό ρόλο του αρωγού της δικαιοσύνης με τον πλέον κατάλληλο τρόπο.

Η υποχρέωση χρησιμοποιήσεως των υπηρεσιών ενός τρίτου προσώπου για να τον εκπροσωπήσει ενώπιον των δικαστηρίων της κοινοτικής έννομης τάξης δεν στερεί από τον διάδικο μέσα άμυνας και, συνεπώς, δεν θίγει τα δικαιώματα άμυνας. Άλλωστε, η εν λόγω υποχρέωση σημαίνει ότι η άμυνα των διαδίκων χωρεί επί ίσοις όροις, ανεξάρτητα από την επαγγελματική τους ιδιότητα, οπότε δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας.

(βλ. σκέψεις 31 έως 36)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 5 Δεκεμβρίου 1996, C‑174/96 P, Lopes κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1996, σ. I‑6401, σκέψεις 8 και 10 έως 12

ΠΕΚ: 8 Δεκεμβρίου 1999, T‑79/99, Euro-Lex κατά ΓΕΕΑ (EU‑LEX), Συλλογή 1999, σ. II‑3555, σκέψη 28· 13 Ιανουαρίου 2005, T‑184/04, Sulvida κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑85, σκέψεις 8 και 9