Language of document : ECLI:EU:C:2019:959

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 12ης Νοεμβρίου 2019 (1)

Υπόθεση C183/18

Centraal Justitieel Incassobureau, Ministerie van Veiligheid en Justitie (CJIB)

κατά

Bank BGŻ BNP Paribas S.A. w Gdańsku,

παρισταμένης της

Prokuratura Rejonowa Gdańsk-Śródmieście w Gdańsku

[αίτηση του Sąd Rejonowy Gdańsk-Południe w Gdańsku (πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου νοτίου Gdańsk, Gdańsk, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ – Αναγνώριση και εκτέλεση χρηματικών ποινών επιβαλλόμενων επί νομικών προσώπων – Υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου – Περιεχόμενο – Έννοια “νομικού προσώπου” – Χρηματική ποινή επιβληθείσα επί οντότητας στερουμένης νομικής προσωπικότητας»






I.      Εισαγωγή

1.        Η απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών (2), παρέχει στις αρχές κράτους μέλους (στο εξής: κράτος εκδόσεως) τη δυνατότητα να ζητήσουν την εκτέλεση χρηματικής ποινής σε άλλο κράτος μέλος (στο εξής: κράτος εκτελέσεως), όπου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει απαγγελθεί η καταδικαστική απόφαση διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα και έχει τη συνήθη διαμονή του ή, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την έδρα του.

2.        H υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως της Centraal Justitieel Incassobureau (CJIB) (κεντρικής υπηρεσίας δικαστικών εισπράξεων, Κάτω Χώρες)(3)του Ministerie van Veiligheid en Justitie (Υπουργείου Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, Κάτω Χώρες) για την αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως της Adm. Verwerking Flitsgegevens CJIB HA Leeuwarden (υπηρεσίας καταγραφής παραβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα της CJIB, Leeuwarde, Κάτω Χώρες), της 25ης Νοεμβρίου 2016, με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο ποσού 36 ευρώ σε βάρος της Bank BGŻ BNP Paribas S.A. w Gdańsku (Bank BGŻ BNP Paribas S.A., Gdańsk, Πολωνία) (4), καλεί το Δικαστήριο να εφαρμόσει τα συμπεράσματα που αντλούνται από την απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (5), σχετικά με τα αποτελέσματα των αποφάσεων-πλαισίων, ιδίως ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής της επιταγής περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου.

3.        Η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί το πρώτον επί του εάν και, ενδεχομένως, με ποιον τρόπο δύναται να εκτελεστεί χρηματική ποινή σε ένα κράτος μέλος, όταν η ποινή αυτή έχει επιβληθεί σε βάρος οντότητας στερουμένης νομικής προσωπικότητας στο κράτος αυτό.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η απόφαση-πλαίσιο 2005/214

4.        Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου:

α)      ως ‟απόφαση” νοείται η οριστική απόφαση που επιβάλλει χρηματική ποινή σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφόσον ελήφθη:

[…]

iii)      από μη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, επί πράξεων οι οποίες, βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης, τιμωρούνται ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου, με την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις·

[…]»

5.        Το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαβίβαση αποφάσεων και προσφυγή στην κεντρική αρχή», ορίζει στις παραγράφους 1 και 6 τα εξής:

«1.      Οι αποφάσεις, συνοδευόμενες από πιστοποιητικό, όπως αυτό προβλέπεται στο παρόν άρθρο, μπορούν να διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, όπου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει απαγγελθεί η καταδικαστική απόφαση διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα και έχει τη συνήθη διαμονή του ή, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την έδρα του.

[…]

6.      Εάν η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης η οποία παραλαμβάνει μια απόφαση δεν έχει δικαιοδοσία να την αναγνωρίσει και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως την απόφαση αυτή στην αρμόδια αρχή και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης.»

6.        Το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα ακόλουθα αδικήματα, όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης και εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης, οδηγούν σε αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σύμφωνα με τους όρους της παρούσας απόφασης-πλαισίου, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου:

[…]

–        συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι παραβάσεις κανόνων που αφορούν τις ώρες οδήγησης και τις ώρες ανάπαυσης και κανόνων που αφορούν επικίνδυνα προϊόντα,

[…]»

7.        Το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, με τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων», έχει ως εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζουν χωρίς άλλη διατύπωση κάθε απόφαση η οποία διαβιβάζεται κατά το άρθρο 4 και λαμβάνουν πάραυτα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 7.»

8.        Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου έχει ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 10, η εκτέλεση της απόφασης διέπεται από τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης όπως ακριβώς οι χρηματικές ποινές του κράτους αυτού. Οι αρχές του κράτους εκτέλεσης είναι αποκλειστικώς αρμόδιες να αποφασίσουν σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης και να προσδιορίσουν όλα τα σχετικά μέτρα, περιλαμβανομένων των λόγων διακοπής της εκτέλεσης.

[…]

3.      Χρηματική ποινή που επιβλήθηκε σε νομικό πρόσωπο εκτελείται ακόμη και αν το κράτος εκτέλεσης δεν αναγνωρίζει την αρχή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.»

9.        Το άρθρο 20 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου έως τις 22 Μαρτίου 2007.

2.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί, για διάστημα έως πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου, να περιορίσει την εφαρμογή της:

[…]

β)      όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, στις αποφάσεις που συνδέονται με συμπεριφορά για την οποία μία ευρωπαϊκή πράξη προβλέπει την εφαρμογή της αρχής της ευθύνης των νομικών προσώπων.

[…]

3.      Όταν το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 4 εγείρει ζήτημα ότι μπορεί να παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα ή οι θεμελιώδεις νομικές αρχές όπως καθιερώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης [ΕΕ], κάθε κράτος μέλος μπορεί να αντιταχθεί στην αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων. Εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 3.

[…]»

2.      Η οδηγία (ΕΕ) 2015/413

10.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/413 (6) έχουν ως εξής:

«(1)      Η βελτίωση της οδικής ασφάλειας αποτελεί πρωταρχικό στόχο της πολιτικής της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης στον τομέα των μεταφορών. Η Ένωση ακολουθεί πολιτική βελτίωσης της οδικής ασφάλειας με στόχο να μειωθούν οι θάνατοι, οι τραυματισμοί και οι υλικές ζημίες. Σημαντικό στοιχείο της πολιτικής αυτής είναι η συνεπής επιβολή κυρώσεων για τροχαίες παραβάσεις που διαπράττονται στην Ένωση, οι οποίες διακυβεύουν σημαντικά την οδική ασφάλεια.

(2)      […] Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να διασφαλίσει […] την αποτελεσματική διερεύνηση των τροχαίων παραβάσεων σχετικών με την οδική ασφάλεια.»

11.      Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει ότι η οδηγία εφαρμόζεται ιδίως σε περίπτωση υπερβολικής ταχύτητας.

12.      Το άρθρο 3, στοιχείο ιδʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

ιδ)      “κάτοχος του οχήματος”: το πρόσωπο στο όνομα του οποίου έχει ταξινομηθεί το όχημα, όπως ορίζεται στο δίκαιο του κράτους μέλους ταξινόμησης.»

13.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2015/413 έχει ως εξής:

«Το κράτος μέλος της παράβασης χρησιμοποιεί, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, τα δεδομένα που έλαβε για να εξακριβώσει το άτομο που ευθύνεται προσωπικά για τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας τροχαίες παραβάσεις σχετικές με την οδική ασφάλεια.»

2.      Το πολωνικό δίκαιο

14.      Το κεφάλαιο 66b του Ustawa – Kodeks postępowania karnego (νόμου περί του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας)(7), της 6ης Ιουνίου 1997, μεταφέρει στην πολωνική έννομη τάξη τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214.

15.      Το κεφάλαιο 66b του ΚΠΔ, με τίτλο «Αίτηση κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκτέλεση αποφάσεως επιβάλλουσας χρηματική ποινή», προβλέπει στο άρθρο 611ff τα εξής:

«§ 1.      Στην περίπτωση που [το κράτος εκδόσεως] ζητεί την εκτέλεση οριστικής αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή, αρμόδιο για την εκτέλεση είναι το Sąd Rejonowy (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο, Πολωνία) στην περιφέρεια του οποίου ο δράστης διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα ή έχει τη συνήθη ή προσωρινή διαμονή του. Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “χρηματική ποινή” νοείται η υποχρέωση καταβολής από τον δράστη των μνημονευόμενων στην απόφαση κάτωθι ποσών:

1)      χρηματικού ποσού ως ποινής για τελεσθέν ποινικό αδίκημα·

[…]

§ 6.      Εφόσον στο παρόν κεφάλαιο δεν ορίζεται διαφορετικά, επί της εκτελέσεως των μνημονευόμενων στην παράγραφο 1 αποφάσεων εφαρμογή έχει το πολωνικό δίκαιο […]»

16.      Το άρθρο 611fg του ΚΠΔ ορίζει τα εξής:

«Η αίτηση για την εκτέλεση αποφάσεως κατά το άρθρο 611ff, παράγραφος 1, δύναται να απορριφθεί, εάν:

1)      η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση δεν συνιστά ποινικό αδίκημα κατά το πολωνικό δίκαιο, εκτός εάν, κατά το δίκαιο του κράτους εκδόσεως, πρόκειται για ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 607w ή για ποινικό αδίκημα:

[…]

c)      κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών,

[…]

2)      στην απόφαση δεν έχει επισυναφθεί πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 611ff, παράγραφος 2, το εν λόγω πιστοποιητικό είναι ελλιπές ή προδήλως αναντίστοιχο προς το περιεχόμενο της αποφάσεως·

[…]

7)      ο δράστης δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολωνικών ποινικών δικαστηρίων ή δεν υφίσταται η απαιτούμενη άδεια για τη δίωξή του·

[…]

9)      από το κατά το άρθρο 611ff, παράγραφος 2, πιστοποιητικό προκύπτει ότι το πρόσωπο το οποίο αφορά η απόφαση δεν ενημερώθηκε δεόντως σχετικά με τη δυνατότητα και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως αυτής·

10)      από το κατά το άρθρο 611ff, παράγραφος 2, πιστοποιητικό προκύπτει ότι η απόφαση εκδόθηκε ερήμην του δράστη, εκτός εάν:

a)      ο δράστης είχε κλητευθεί στη σχετική διαδικασία ή ειδοποιήθηκε με άλλον τρόπο για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης σε δημόσια ή μη συνεδρίαση και επίσης ενημερώθηκε ότι η μη εμφάνισή του δεν θα εμποδίσει την έκδοση αποφάσεως ή εάν ο δράστης είχε διορίσει συνήγορο ο οποίος τον εκπροσώπησε στη διαδικασία,

b)      ο δράστης, αφού του επιδόθηκε αντίγραφο της αποφάσεως και ενημερώθηκε για το δικαίωμα, την προθεσμία καθώς και τους λεπτομερείς κανόνες εκ νέου εκδικάσεως της ίδιας υποθέσεως, με δικαίωμα συμμετοχής του στη διαδικασία, εντός του κράτους εκδόσεως, δεν ζήτησε εντός της νόμιμης προθεσμίας την εκ νέου εκδίκαση αυτής ή δήλωσε ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση·

11)      τα πολωνικά ποινικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αναφερομένης στην απόφαση αξιόποινης πράξεως και η πράξη αυτή έχει αμνηστευθεί·

12)      η επιβληθείσα με την απόφαση χρηματική ποινή δεν υπερβαίνει το ποσό των 70 ευρώ ή το ισόποσο σε άλλο νόμισμα.»

17.      Το άρθρο 611fh του ΚΠΔ ορίζει τα εξής:

«§ 1.      Το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της εκτελέσεως της χρηματικής ποινής κατόπιν συνεδριάσεως στην οποία μπορούν να μετάσχουν ο prokurator [εισαγγελική αρχή, Πολωνία], ο δράστης, εφόσον διαμένει στη Δημοκρατία της Πολωνίας, και ο συνήγορός του, εφόσον παρίσταται. Εάν ο δράστης, ο οποίος δεν διαμένει στη Δημοκρατία της Πολωνίας, δεν έχει συνήγορο, ο πρόεδρος του αρμόδιου για την ποινική υπόθεση δικαστηρίου δύναται να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο.

§ 2.      Η διάταξη του δικαστηρίου σχετικά με την εκτέλεση της χρηματικής ποινής υπόκειται σε ένδικα μέσα.

§ 3.      Η οριστική απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής, συνοδευόμενη από το πιστοποιητικό του άρθρου 611ff, παράγραφος 2, συνιστά εκτελεστό τίτλο και δύναται να εκτελεστεί στην Πολωνία αφού περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο.

§ 4.      Σε περίπτωση που οι παρασχεθείσες από το κράτος εκδόσεως πληροφορίες δεν επαρκούν προκειμένου να αποφανθεί σχετικά με την εκτέλεση της χρηματικής ποινής, το δικαστήριο ζητεί από το αρμόδιο δικαστήριο ή από άλλη αρχή του κράτους εκδόσεως τη συμπλήρωσή τους εντός καθορισμένης προθεσμίας.

§ 5.      Στην περίπτωση κατά την οποία δεν τηρηθεί η μνημονευόμενη στην παράγραφο 4 προθεσμία, το δικαστήριο αποφασίζει για την εκτέλεση βάσει των μέχρι τότε παρασχεθεισών πληροφοριών.»

18.      Το άρθρο 116b, παράγραφος 1, του Ustawa – Kodeks postępowania w sprawach o wykroczenia (νόμου περί του κώδικα διαδικασίας επί διοικητικών παραβάσεων) (8), της 24ης Αυγούστου 2001, προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις των κεφαλαίων 66a και 66b του [ΚΠΔ] εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν επί αιτήσεως που υποβάλλεται από κράτος μέλος της [Ένωσης] για την εκτέλεση αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν από δικαστήριο ή άλλη αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβάλλουν πρόστιμο, ποινικές κυρώσεις υπό μορφή πρόσθετης αποζημιώσεως, υποχρέωση αποζημιώσεως, καταβολή δικαστικών εξόδων και χρηματικές ποινές.»

19.      Στο κεφάλαιο XI, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάραξη της ασφάλειας και τάξης των συγκοινωνιών», του Ustawa – Kodeks wykroczeń (νόμου περί του Κώδικα Διοικητικών Παραβάσεων) (9), της 20ής Μαΐου 1971, το άρθρο 92a προβλέπει τα εξής:

«Η υπέρβαση της καθοριζόμενης από τον νόμο ή την οδική σήμανση ταχύτητας από τον οδηγό τιμωρείται με χρηματική ποινή.»

20.      Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του Ustawa – Kodeks karny wykonawczy (νόμου περί του Κώδικα Εκτελέσεως Ποινών) (10), της 6ης Ιουνίου 1997, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η εκτέλεση […] επιβληθείσας χρηματικής ποινής, παροχής σε χρήμα και αποφάσεως καταβολής δικαστικών εξόδων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Kodeks postępowania cywilnego [Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας], εκτός αν άλλως ορίζεται στον παρόντα νόμο.»

21.      Το άρθρο 33 του Ustawa – Kodeks cywilny (νόμου περί του Αστικού Κώδικα) (11), της 23ης Απριλίου 1964, ορίζει τα εξής:

«Νομικά πρόσωπα είναι το Skarbowi Państwa (Δημόσιο Ταμείο, Πολωνία) και οι οντότητες στις οποίες απονέμεται νομική προσωπικότητα από ειδικές διατάξεις.»

22.      Το άρθρο 64 του Ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)(12), της 17ης Νοεμβρίου 1964, ορίζει τα εξής:

«§ 1.      Κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να μετέχει σε δίκη ως διάδικος (ικανότητα διαδίκου).

§ 11.      Ικανότητα διαδίκου έχουν επίσης οι οντότητες χωρίς νομική προσωπικότητα στις οποίες ο νόμος αναγνωρίζει ικανότητα διαδίκου.

[…]»

23.      Στο άρθρο 5, σημείο 4, του Ustawa o swobodzie działalności gospodarczej (νόμου περί ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας) (13), της 2ας Ιουλίου 2004, ως «υποκατάστημα» ορίζεται «το χωριστό και ανεξάρτητο, από οργανωτικής απόψεως, τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας του επιχειρηματία το οποίο εκμεταλλεύεται εκτός της έδρας ή της κύριας εγκαταστάσεώς του».

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

24.      Στις 9 Ιουλίου 2017 η CJIB υπέβαλε ενώπιον του Sąd Rejonowy Gdańsk-Południe w Gdańsku (πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου νοτίου Gdańsk, Gdańsk, Πολωνία), αιτούντος δικαστηρίου εν προκειμένω, αίτηση για την αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως της 25ης Νοεμβρίου 2016.

25.      Με την απόφαση αυτή επιβλήθηκε πρόστιμο ως ποινή για την υπέρβαση κατά 6 km/h του ανώτατου επιτρεπτού ορίου ταχύτητας, στις 13 Νοεμβρίου 2016, στην Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες), από τον οδηγό ενός οχήματος ιδιοκτησίας της Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk.

26.      Από το συνημμένο στην απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2016 πιστοποιητικό που προσκόμισε η CJIB προκύπτει ότι η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk, οντότητα σε βάρος της οποίας επιβλήθηκε η χρηματική ποινή, «δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως» κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, ενημερώθηκε για το δικαίωμά της να αμφισβητήσει το βάσιμο των κατηγοριών που της προσάπτονταν, εντούτοις, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν άσκησε προσφυγή. Κατά συνέπεια, η απόφαση κατέστη οριστική στις 6 Ιανουαρίου 2017, η δε εκτέλεση της επιβληθείσας χρηματικής ποινής παραγράφεται, σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, στις 6 Ιανουαρίου 2022.

27.      Προκειμένου να εκδώσει απόφαση περί της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως της χρηματικής ποινής, το αιτούν δικαστήριο διεξήγαγε επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι διάδικοι δεν εμφανίστηκαν στη διαδικασία και δεν παρέστησαν δι’ εκπροσώπου.

28.      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το κεφάλαιο 66b του ΚΠΔ, δυνάμει του οποίου μεταφέρθηκαν στο πολωνικό δίκαιο οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, έχει εφαρμογή τόσο στην εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται επί ποινικών αδικημάτων όσο και στην εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται επί διοικητικού χαρακτήρα παραβάσεων (14).

29.      Εκτιμά, ωστόσο, ότι η μεταφορά της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 στο εσωτερικό δίκαιο είναι ατελής. Ο Πολωνός νομοθέτης χρησιμοποίησε τον όρο «δράστης» για να καθορίσει το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας μεταφοράς της, πλην όμως, ο όρος αυτός στον ΚΠΔ περιλαμβάνει μόνον τα φυσικά πρόσωπα, ενώ, δυνάμει των άρθρων 1 και 9 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η τελευταία έχει εφαρμογή και στις αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται χρηματικές ποινές στα νομικά πρόσωπα.

30.      Κατά συνέπεια, η δυνατότητα εκτελέσεως αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ούτε των άρθρων 611ff επ. του ΚΠΔ ούτε του Ustawa o odpowiedzialności podmiotów zbiorowych za czyny zabronione pod groźbą kary (νόμου περί ευθύνης μη φυσικών προσώπων για παράνομες πράξεις που επισύρουν ποινικές κυρώσεις)(15), της 28ης Οκτωβρίου 2002, στο μέτρο που ο εν λόγω νόμος δεν εφαρμόζεται επί διοικητικών παραβάσεων οι οποίες διαπράχθηκαν από μη φυσικά πρόσωπα.

31.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια τη συστηματική άρνηση των πολωνικών δικαστηρίων να αναγνωρίσουν και εκτελέσουν αποφάσεις που επιβάλλουν χρηματικές ποινές κατά νομικών προσώπων, μολονότι οι αποφάσεις αυτές, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, πρέπει να εκτελούνται ακόμη και στις περιπτώσεις που το κράτος εκτελέσεως δεν γνωρίζει την αρχή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.

32.      Όσον αφορά τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής εκ μέρους των πολωνικών δικαστηρίων των διατάξεων της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως την απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (16), ελλείψει αμέσου αποτελέσματος των αποφάσεων-πλαισίων, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές.

33.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έννοια του «δράστη» όπως ορίζεται στον ΚΠΔ δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να περιλαμβάνει και τα νομικά πρόσωπα, προκειμένου να διασφαλισθεί το συμβατό των εθνικών διατάξεων με την απόφαση-πλαίσιο 2005/214.

34.      Επομένως, αφενός, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον οφείλει να μην εφαρμόζει την εθνική ρύθμιση, όταν η αυτή δεν δύναται να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης ή να την αντικαθιστά με τη ρύθμιση που περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο.

35.      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την έννοια του «νομικού προσώπου». Υπογραμμίζει ότι, κατά το πολωνικό δίκαιο, μια οντότητα όπως η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk καταχωρίζεται στο μητρώο εμπορικών εταιριών και έχει δική της έδρα. Παρά την οργανωτική της ανεξαρτησία, η οντότητα αυτή δεν έχει νομική προσωπικότητα διακριτή από εκείνη της Bank BGŻ BNP Paribas S.A., της οποίας η έδρα βρίσκεται στη Βαρσοβία (Πολωνία)(17)και δεν έχει ικανότητα διαδίκου (με εξαίρεση στο πλαίσιο διαφορών εργατικού δικαίου). Αντιθέτως, κατά το ολλανδικό δίκαιο, η έννοια του νομικού προσώπου περιλαμβάνει και τις οργανωτικές μονάδες ενός νομικού προσώπου.

36.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν ο όρος «νομικό πρόσωπο» κατά την απόφαση-πλαίσιο 2005/214 αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης ή εάν απαιτείται η ερμηνεία του σύμφωνα με το δίκαιο είτε του κράτους εκδόσεως είτε του κράτους εκτελέσεως.

37.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy Gdańsk-Południe w Gdańsku (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο νοτίου Gdańsk, Gdańsk) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, το άρθρο 9, παράγραφος 3, και το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου [2005/214] την έννοια ότι διαβιβασθείσα προς εκτέλεση απόφαση με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο πρέπει να εκτελεστεί στο κράτος εκτελέσεως ακόμη και όταν οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους αυτού την ως άνω απόφαση-πλαίσιο δεν προβλέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως χρηματικής ποινής κατά νομικού προσώπου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Πρέπει ο όρος “νομικό πρόσωπο” του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου [2005/214] να ερμηνευθεί:

α)      σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους εκδόσεως (άρθρο 1, στοιχείο γʹ),

β)      σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους εκτελέσεως (άρθρο 1, στοιχείο δʹ) ή

γ)      ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης,

με συνέπεια να καλύπτει ακόμη και υποκατάστημα νομικού προσώπου, παρά το γεγονός ότι το υποκατάστημα αυτό στερείται νομικής προσωπικότητας στο κράτος εκτελέσεως;»

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

38.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας, η Πολωνική, η Ουγγρική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

V.      Ανάλυση

1.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

39.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, το άρθρο 9, παράγραφος 3, και το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 έχουν την έννοια ότι διαβιβασθείσα προς εκτέλεση απόφαση με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο πρέπει να εκτελεστεί στο κράτος εκτελέσεως, ακόμη και όταν οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους αυτού την ως άνω απόφαση-πλαίσιο δεν προβλέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως χρηματικής ποινής κατά νομικού προσώπου.

40.      Πρώτον, φρονώ ότι από την απόφαση-πλαίσιο 2005/214 προκύπτει ρητώς ότι, ακόμη και στην περίπτωση που το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως δεν αναγνωρίζει την αρχή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στα πρόσωπα αυτά για τροχαίες παραβάσεις πρέπει να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται.

41.      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με πλείονες διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, όπως το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, ή το τμήμα στʹ του πιστοποιητικού που επισυνάπτεται ως παράρτημα σε αυτή (18), στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, χρηματική ποινή δύναται να επιβληθεί σε βάρος τόσο φυσικών όσο και νομικών προσώπων.

42.      Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 6 και 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 προκύπτει ότι αποφάσεις κατά την έννοια της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται, χωρίς τα κράτη μέλη να μπορούν να στηρίξουν τυχόν άρνησή τους στο γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει τη δυνατότητα εκτελέσεως αποφάσεως επιβάλλουσας χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο (19).

43.      Τέλος, ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε υπόψη τις διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων (20). Στο πλαίσιο αυτό, χωρίς να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καθιερώσουν την ποινική ευθύνη των προσώπων αυτών, όρισε στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 ότι χρηματική ποινή που επιβλήθηκε σε νομικό πρόσωπο πρέπει να εκτελείται «ακόμη και αν το κράτος εκτελέσεως δεν αναγνωρίζει την αρχή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων».

44.      Κατά συνέπεια, η απόφαση-πλαίσιο 2005/214, της οποίας ο δεσμευτικός χαρακτήρας είναι αδιαμφισβήτητος (21), προβλέπει ρητώς την υποχρέωση των κρατών μελών να εκτελούν αποφάσεις περί επιβολής χρηματικής ποινής σε νομικά πρόσωπα.

45.      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, καθόσον η δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη να περιορίσουν, μεταβατικώς και υπό προϋποθέσεις, την εφαρμογή του επί νομικών προσώπων παρήλθε στις 22 Μαρτίου 2010.

46.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο, εκκινώντας από την παραδοχή ότι οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 δεν έχουν μεταφερθεί ορθώς στο πολωνικό δίκαιο, καθόσον ο όρος «δράστης» κατά το άρθρο 611ff, παράγραφος 1, του ΚΠΔ δεν περιλαμβάνει τα νομικά πρόσωπα, ουδεμία δε άλλη διάταξη καθιστά δυνατή την κάλυψη του κενού αυτού, ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστο το εθνικό δίκαιο και να το υποκαταστήσει με τις διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

47.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι τα αποτελέσματα των αποφάσεων-πλαισίων έχουν διευκρινιστεί και οριοθετηθεί στην πιο πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου (22). Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στο γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις στερούνται αμέσου αποτελέσματος, έχει κρίνει ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι διατάξεις των αποφάσεων-πλαισίων δεν έχουν άμεση εφαρμογή, δικαστήριο κράτους μέλους δεν υποχρεούται να αφήσει ανεφάρμοστη διάταξη του εσωτερικού του δικαίου που αντιβαίνει σε απόφαση-πλαίσιο (23). Πλην όμως, ο δεσμευτικός χαρακτήρας μιας αποφάσεως-πλαισίου συνεπάγεται ότι οι εθνικές αρχές υπέχουν υποχρέωση σύμφωνης προς την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο ερμηνείας του εσωτερικού τους δικαίου (24).

48.      Συγκεκριμένα, τούτο σημαίνει ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό των αποφάσεων-πλαισίων, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με αυτές. Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να καταλήγει, αφενός, σε contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, στη θεμελίωση ή την επίταση, βάσει αποφάσεως-πλαισίου και ανεξαρτήτως νόμου που έχει ενδεχομένως εκδοθεί προς εφαρμογή της, της ποινικής ευθύνης όσων έχουν διαπράξει αδίκημα (25).

49.      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση-πλαίσιο 2005/214 στερείται αμέσου αποτελέσματος, αποκλείεται επομένως το ενδεχόμενο μη εφαρμογής του ΚΠΔ εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ή άμεσης εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου αντί του ΚΠΔ.

50.      Όσον αφορά τη σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία των διατάξεων του ΚΠΔ, διά των οποίων μεταφέρθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2005/214 στο εσωτερικό δίκαιο, είναι προφανές ότι, βάσει της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται εν προκειμένω αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και τις αναγνωρισμένες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, να καθορίσει κατά πόσον είναι δυνατή μια σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας αποφάσεως-πλαισίου και να καταλήγει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (26).

51.      Εντούτοις, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να αμφιβάλλει για τη δυνατότητα αυτή εν προκειμένω, θα ήθελα να επισημάνω τα ακόλουθα (27).

52.      Πρώτον, φρονώ, όπως και η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι ο όρος «δράστης» δύναται να περιλαμβάνει τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα.

53.      Επιπλέον, στο μέτρο που η απόφαση-πλαίσιο 2005/214 δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ο Πολωνός νομοθέτης, κατά τρόπο σύμφωνο, κατά τη γνώμη μου, με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο της μεταφοράς αυτής της αποφάσεως-πλαισίου στην εσωτερική έννομη τάξη διά του κεφαλαίου 66b του ΚΠΔ, τον όρο «δράστης», ο οποίος prima facie συνιστά ουδέτερη έννοια, ούτως ώστε, στο πλαίσιο του κεφαλαίου 66b του ΚΠΔ και της εκτελέσεως των χρηματικών ποινών, να δύναται ο συγκεκριμένος όρος να ερμηνευθεί ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο (28). Η προσέγγιση αυτή του Πολωνού νομοθέτη συνάδει, κατά τη γνώμη μου, με τη λογική της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, δεδομένου ότι η απόφαση-πλαίσιο ουδόλως επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν μηχανισμό ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, συγχρόνως όμως τα υποχρεώνει να εκτελούν χρηματικές ποινές που επιβάλλονται κατά νομικών προσώπων.

54.      Κατά συνέπεια, αντίθετα προς όσα προτείνει το αιτούν δικαστήριο, για την ερμηνεία του όρου «δράστης» υπό την έννοια των διατάξεων του ΚΠΔ περί εκτέλεσης των ποινών, δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η κατά το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο έννοια του όρου αυτού, ούτως ώστε ο συγκεκριμένος όρος μπορεί, κατά την άποψή μου, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παραπέμπει στην οντότητα την οποία αφορά μια οριστική χρηματική ποινή, είτε πρόκειται για νομικό είτε για φυσικό πρόσωπο.

55.      Εξάλλου, σύμφωνα με τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, ορισμένα πολωνικά δικαστήρια έχουν ήδη κάνει δεκτές αιτήσεις για την εκτέλεση χρηματικών ποινών για τροχαίες παραβάσεις στις Κάτω Χώρες οι οποίες έχουν επιβληθεί κατά νομικών προσώπων. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής και στη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, φρονώ ότι είναι δυνατόν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το πολωνικό δίκαιο δεν αποκλείει την εκτέλεση, στο εν λόγω κράτος μέλος, του προστίμου που επιβάλλεται σε νομικό πρόσωπο ή, εν πάση περιπτώσει, ότι το πολωνικό δίκαιο δύναται να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214.

56.      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί οποιαδήποτε αντίρρηση ερειδόμενη σε ενδεχόμενη επίταση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Ειδικότερα, η αρχή και η έκταση της ευθύνης του δράστη της παράνομης πράξεως δεν καθορίζονται από την απόφαση-πλαίσιο 2005/214, αλλά σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως, στο δε κράτος εκτελέσεως, εν προκειμένω στη Δημοκρατία της Πολωνίας, τίθεται μόνον το ζήτημα της εκτελέσεως της ποινής.

57.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 έχουν την έννοια ότι διαβιβασθείσα προς εκτέλεση απόφαση με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο πρέπει να εκτελεστεί στο κράτος εκτελέσεως, ακόμη και όταν οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους αυτού την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο δεν προβλέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως χρηματικής ποινής κατά νομικού προσώπου. Προς τούτο, στο μέτρο που οι διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και να εφαρμόζει τις αναγνωρισμένες από αυτό μεθόδους ερμηνείας προκειμένου να ερμηνεύσει τις εθνικές διατάξεις, στο μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214.

2.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

58.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί, αφενός, αν ο όρος «νομικό πρόσωπο» που περιλαμβάνεται στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214 πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως ή σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως ή ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, και, αφετέρου, αν πρέπει να συναχθεί ότι η έννοια αυτή καλύπτει και οντότητες όπως η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk, μολονότι δεν έχει χωριστή νομική προσωπικότητα στο κράτος εκτελέσεως.

59.      Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο, πέραν του ορισμού της εννοίας του «νομικού προσώπου», ζητεί να διευκρινιστεί, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, με ποιο τρόπο και σε βάρος ποιας οντότητας πρέπει να εκτελεστεί η χρηματική ποινή.

60.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, η ποινή επιβλήθηκε στην Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk, πλην όμως μόνον η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας έχει στην Πολωνία νομική προσωπικότητα (ικανότητα δικαίου). Επομένως, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι στο πολωνικό δίκαιο η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk και η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας αποτελούν ενιαία οντότητα, της πρώτης συνιστάμενης σε τοπική δομή της δεύτερης. Από νομικής απόψεως, η εν λόγω οργανωτική ενότητα καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, αντιθέτως προς την Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας, η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk δεν έχει νομική προσωπικότητα (ικανότητα δικαίου), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μετέχει σε ποινικές και αστικές ένδικες διαδικασίες (29).

61.      Το γεγονός αυτό μπορεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, να οδηγήσει σε άρνηση των πολωνικών αρχών να εκτελέσουν την ποινή για τον λόγο ότι, δεδομένου ότι μια οντότητα όπως η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk δεν έχει δυνατότητα συμμετοχής στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως, υπάρχει ενδεχόμενο προσβολής των δικαιωμάτων της. Μια τέτοια έκβαση, ωστόσο, είναι προφανώς προβληματική, διότι η αίτηση της CJIB πρέπει, κατ’ αρχήν, να εκτελεστεί (30).

62.      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος, πρώτον, ο όρος «νομικό πρόσωπο», κατά την άποψή μου, δεν πρέπει, στο πλαίσιο του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, να ερμηνεύεται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης.

63.      Πράγματι, ακόμη και αν η αυτοτελής ερμηνεία εγγυάται, κατ’ αρχήν, την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (31), μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν, εν προκειμένω, αντίθετη προς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης.

64.      Ο συνδυασμός του άρθρου 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 και της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της εκτέλεσης των χρηματικών ποινών που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα, υπερβαίνοντας τη σύγκρουση μεταξύ παραπομπής στο δίκαιο των κρατών μελών και αυτοτελούς έννοιας (32). Κατά συνέπεια, διασφαλίζοντας την εκτέλεση των χρηματικών ποινών παρά τις διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, φρονώ ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ήθελε ακριβώς να αποτρέψει το ενδεχόμενο να αποτελέσει η έννοια αυτή αντικείμενο ερμηνείας που να προσιδιάζει στο δίκαιο της Ένωσης.

65.      Επιπλέον, προσθέτω ότι, ακόμη και αν η αυτοτελής ερμηνεία ενός όρου περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στη νομική πράξη στην οποία περιλαμβάνεται (33), μια αυτοτελής ερμηνεία του όρου «νομικό πρόσωπο», έστω και αν περιορίζεται μόνο στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214, θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης, ενώ τόσο το Δικαστήριο όσο και ο νομοθέτης της Ένωσης παρέμειναν πάντοτε, κατά τη γνώμη μου, πολύ προσεκτικοί απέναντι στον συγκεκριμένο όρο (34).

66.      Δεύτερον, στο σύστημα της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, το δίκαιο του κράτους εκδόσεως διέπει την ευθύνη, την ποινή και προσδιορίζει την οντότητα την οποία αφορά η ποινή αυτή, οπότε ο όρος «νομικό πρόσωπο» πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το δίκαιο του κράτους εκδόσεως.

67.      Συναφώς, σκόπιμο είναι να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, από το οποίο συνάγεται ότι το ποινικό δίκαιο του κράτους εκδόσεως έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον ορισμό της παραβάσεως, εκφράζει την αρχή της εδαφικότητας της ποινικής νομοθεσίας. Προέκταση της διατάξεως αυτής αποτελεί το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, δυνάμει του οποίου, αφενός για την εκτέλεση της ποινής εφαρμογή έχει το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως και, αφετέρου, χρηματική ποινή επιβληθείσα σε νομικό πρόσωπο πρέπει να εκτελείται ακόμη και αν το κράτος εκτελέσεως δεν αναγνωρίζει την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων.

68.      Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης, χωρίς να προβεί στην εναρμόνιση των νομοθεσιών του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και των νομοθεσιών περί εκτελέσεως των ποινών, διασφαλίζει παρά ταύτα την εκτέλεση των χρηματικών ποινών εντός των κρατών μελών χάρη στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (35).

69.      Για όλους αυτούς τους λόγους, φρονώ ότι, στο σύστημα της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, ο όρος «νομικό πρόσωπο» δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως αυτοτελής έννοια, αλλά πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το δίκαιο του κράτους εκδόσεως.

70.      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος, φρονώ ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο η αναγκαιότητα της αποτελεσματικής επιβολής χρηματικών ποινών όσο και η προστασία των δικαιωμάτων των οντοτήτων τις οποίες αφορούν οι ποινές αυτές.

71.      Εν προκειμένω, όμως, δεδομένου ότι η οντότητα κατά της οποίας έχει επιβληθεί η ποινή στις Κάτω Χώρες στερείται νομικής προσωπικότητας (ικανότητας δικαίου) που θα καθιστούσε δυνατή τη συμμετοχή της στη διαδικασία εκτελέσεως στην Πολωνία, η δυσκολία έγκειται στην πρακτική εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214. Είναι, επομένως, προφανές ότι, προκειμένου μια χρηματική ποινή που αφορά νομικό πρόσωπο να μπορεί να εκτελεστεί σε κράτος μέλος, το νομικό πρόσωπο πρέπει να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ειδάλλως η εκτέλεση της ποινής αποδεικνύεται προβληματική.

72.      Συναφώς, είναι αναμφισβήτητο ότι μια κατάσταση στην οποία οι πολωνικές αρχές διαβιβάζουν στους ομολόγους τους, στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει η οδηγία 2015/413, πληροφορίες όχι εσφαλμένες αλλά τουλάχιστον ελλιπείς (36), θίγει τόσο τον σκοπό της οδηγίας αυτής όσο και εκείνον της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214. Ελλείψει αναφοράς στο γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος που είναι υπεύθυνος για την παράβαση αποτελεί οντότητα έναντι της οποίας δεν μπορεί να διασφαλιστεί η εκτέλεση χρηματικής ποινής, η εκτέλεση αυτή οπωσδήποτε θα τεθεί σε κίνδυνο (37).

73.      Κατά συνέπεια, για το μέλλον και για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, είναι κρίσιμο, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και το πνεύμα συνεργασίας που διέπει τόσο την οδηγία 2015/413 όσο και την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, τα κράτη μέλη να παρέχουν, δυνάμει της οδηγίας αυτής, στοιχεία τα οποία καθιστούν δυνατό όχι μόνο να προσδιοριστεί ο ιδιοκτήτης του οχήματος που ευθύνεται για την παράβαση, αλλά και να εξασφαλίζεται η εκτέλεση ενδεχόμενης χρηματικής ποινής σε ολόκληρη την Ένωση (38).

74.      Εντούτοις, παρόμοιες συστάσεις ισχύουν μόνο για το μέλλον και δεν παρέχουν στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση ώστε να μπορέσει να τηρήσει εν προκειμένω τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση-πλαίσιο 2005/214.

75.      Συναφώς, όπως υπογράμμισα στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, στο πλαίσιο του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, το δίκαιο του κράτους εκδόσεως διέπει την ευθύνη, την ποινή και προσδιορίζει την οντότητα την οποία η ποινή αυτή αφορά, ενώ το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως έχει εφαρμογή για την εκτέλεση της ποινής, χωρίς να είναι δυνατή η άρνηση της εκτελέσεως για τον λόγο ότι τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν δικονομικά δικαιώματα που να τους παρέχουν τη δυνατότητα να μετέχουν στη διαδικασία εκτελέσεως.

76.      Επομένως, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη και υπό την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της χρηματικής ποινής, η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η υπεύθυνη από νομικής απόψεως οντότητα για την Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk, ως νομικό πρόσωπο που διαθέτει νομική προσωπικότητα (ικανότητα δικαίου) και, επομένως, ως οντότητα σε βάρος της οποίας επιβάλλονται ποινές. Η αίτηση της CJIB θα μπορούσε τότε, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, να παραπεμφθεί στο αρμόδιο δικαστήριο της Βαρσοβίας, όπου βρίσκεται η έδρα της.

77.      Είναι αληθές ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει κατ’ επανάληψη υπογραμμίσει τη σημασία του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214 (39) και ότι σκοπός του ήταν να διευκολύνει την εκτέλεση των χρηματικών ποινών εξασφαλίζοντας συγχρόνως την τήρηση των κατάλληλων εγγυήσεων για τα πρόσωπα και τις οντότητες κατά των οποίων οι ποινές αυτές εκτελούνται.

78.      Συναφώς, πρώτον, η ενδεχόμενη προσβολή των δικαιωμάτων της Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας μπορεί, αν όχι να μετριασθεί, τουλάχιστον να κριθεί με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες του δεσμού της με την Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι, κατά το πολωνικό δίκαιο, η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας και η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk αποτελούν ενιαία οντότητα και ότι μόνον η πρώτη έχει νομική προσωπικότητα (ικανότητα δικαίου). Επομένως, αφενός, η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας είναι υπεύθυνη για τις πράξεις της δεύτερης. Αφετέρου, η βούληση της BGŻ BNP Paribas Gdańsk να μην ασκήσει τα δικαιώματα ακροάσεως και προσφυγής μπορεί να θεωρηθεί ως βούληση της ενιαίας οντότητας.

79.      Δεύτερον, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνιστά πρωτίστως εσωτερική δυσλειτουργία οφειλόμενη σε έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ της Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας και της Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk. Πλην όμως, στο μέτρο που οι τελευταίες αποτελούν ενιαία οντότητα, η έλλειψη αυτή επικοινωνίας είναι άνευ σημασίας, διότι οι πράξεις της Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk, όπως και η απόφασή της να μην ασκήσει προσφυγή στις Κάτω Χώρες, αποδίδονται στην Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας.

80.      Εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές ότι, σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας πρέπει να είναι σε θέση να προβάλλει τα δικαιώματά της στο κράτος εκτελέσεως.

81.      Επομένως, η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας θα μπορούσε στο πλαίσιο ενδεχόμενης άσκησης ενδίκου μέσου κατά της διατάξεως περί εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 611fh, παράγραφος 2, του ΚΠΔ να υποστηρίξει ότι τα δικαιώματά της θίγονται δυσανάλογα από το γεγονός ότι δεν είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στις Κάτω Χώρες. Η εκτίμηση της εν λόγω προσβολής και του αναλογικού της χαρακτήρα πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση και, συνεπώς, υπάγεται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους εκτελέσεως.

82.      Ως εκ τούτου, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος «νομικό πρόσωπο» δεν αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, αλλά πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το δίκαιο του κράτους εκδόσεως, και ότι ο όρος «νομικό πρόσωπο» κατά την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο καλύπτει οντότητα στερούμενη νομικής προσωπικότητας, όπως η Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk, υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκεται σε οργανωτική ενότητα με οντότητα η οποία διαθέτει νομική προσωπικότητα.

VI.    Πρόταση

83.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Rejonowy Gdańsk-Południe w Gdańsku (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο νοτίου Gdańsk, Gdańsk, Πολωνία) ως εξής:

1)      Οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχουν την έννοια ότι διαβιβασθείσα προς εκτέλεση απόφαση με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο πρέπει να εκτελεστεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως, ακόμη και όταν οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους αυτού την ως άνω απόφαση-πλαίσιο δεν προβλέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως χρηματικής ποινής κατά νομικού προσώπου. Προς τούτο, στο μέτρο που οι διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και να εφαρμόζει τις αναγνωρισμένες από αυτό μεθόδους ερμηνείας προκειμένου να ερμηνεύσει τις εθνικές διατάξεις, στο μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου.

2)      Οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, έχουν την έννοια ότι ο όρος «νομικό πρόσωπο» δεν αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, αλλά πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως. Ο όρος «νομικό πρόσωπο» κατά την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο καλύπτει οντότητα στερούμενη νομικής προσωπικότητας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκεται σε οργανωτική ενότητα με οντότητα η οποία διαθέτει νομική προσωπικότητα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2005, L 76, σ. 16, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24), στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2005/214.


3      Στο εξής: CJIB.


4      Στο εξής: Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk. Η απόφαση αυτή θα καλείται στο εξής: απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2016.


5      C‑579/15, EU:C:2017:503.


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών για τροχαίες παραβάσεις σχετικές με την οδική ασφάλεια (ΕΕ 2015, L 68, σ. 9).


7      Dz. U. αριθ. 89, θέση 555, στο εξής: ΚΠΔ.


8      Dz. U. αριθ. 106, θέση 1148.


9      Dz. U. αριθ. 12, θέση 114.


10      Dz. U. αριθ. 90, θέση 557.


11      Dz. U. αριθ. 16, θέση 93.


12      Dz. U. αριθ. 43, θέση 296.


13      Dz. U. αριθ. 173, θέση 1807.


14      Ως προς τις τελευταίες, δυνάμει της παραπομπής εκ του άρθρου 116b, παράγραφος 1, του νόμου περί του κώδικα διαδικασίας επί διοικητικών παραβάσεων.


15      Dz. U. αριθ. 197, θέση 1661.


16      C‑579/15, EU:C:2017:503.


17      Στο εξής: Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας.


18      Για την εκτέλεση αποφάσεως περί επιβολής χρηματικής ποινής σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η αρμόδια αρχή του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως αυτής οφείλει, δυνάμει του άρθρου 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, να διαβιβάσει την απόφαση αυτή μαζί με το πιστοποιητικό που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Σε περίπτωση που η ποινή αφορά νομικό πρόσωπο, το τμήμα στʹ του πιστοποιητικού αυτού απαιτεί τη γνωστοποίηση της επωνυμίας του, της μορφής του, της καταστατικής έδρας του, καθώς και την περιγραφή και την τοποθεσία των περιουσιακών του στοιχείων και της πηγής ή των πηγών του εισοδήματός του.


19      Το άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 απαριθμεί τους λόγους άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων που επιβάλλουν χρηματικές ποινές. Μεταξύ των λόγων αυτών δεν περιλαμβάνεται το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει τη δυνατότητα εκτελέσεως αποφάσεως επιβάλλουσας χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο.


20      Για μια επισκόπηση των διαφορών μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, βλ. Adam, S., Colette-Basecqz, N. και Nihoul, M., La responsabilité pénale des personnes morales en Europe, Corporate Criminal Liability in Europe, La Charte, Βρυξέλλες, 2008.


21      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino (C‑105/03, EU:C:2005:386, σκέψεις 33 και 34). Επισημαίνεται, συναφώς, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας, σύμφωνα με την οποία, ελλείψει μεταφοράς στο πολωνικό δίκαιο των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 που προβλέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως στο εν λόγω κράτος μέλος αποφάσεως που επιβάλλει χρηματική ποινή σε νομικό πρόσωπο, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως στο εν λόγω κράτος μέλος, διότι καταλήγει de facto στην αμφισβήτηση της δεσμευτικής ισχύος της προμνησθείσας αποφάσεως-πλαισίου.


22      Βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530).


23      Βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 60 έως 71).


24      Βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 73 έως 76).


26      Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που έχει παράσχει το Δικαστήριο σχετικά με τα όρια της επιταγής περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, όπως υπομνήσθηκαν στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      Μολονότι το γεγονός αυτό δεν πρέπει να επηρεάζει το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά τη δυνατότητα να προβεί σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου, επισημαίνεται ότι, εφόσον δεν είναι δυνατόν να τύχουν άμεσης εφαρμογής οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 και να γίνει δεκτή η αίτηση της CJIB επί άλλης βάσεως πλην του κεφαλαίου 66b του ΚΠΔ, η σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία των διατάξεων του ΚΠΔ είναι το μόνο μέσο για τη διασφάλιση της δεσμευτικής ισχύος της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.


28      Η άποψη αυτή επιβάλλεται έστω και αν σε άλλα κεφάλαια του ίδιου κώδικα ο όρος αυτός περιλαμβάνει μόνο φυσικά πρόσωπα, διότι το κεφάλαιο 66b του ΚΠΔ αφορά αποκλειστικά τις αιτήσεις που υποβάλλονται στο πλαίσιο της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 και αφορά μόνον την οργάνωση της εκτελέσεως της χρηματικής ποινής και όχι την ποινική δίωξη καθεαυτήν.


29      Συναφώς, σημειώνεται ότι μόνον η Bank BGŻ BNP Paribas Βαρσοβίας παρενέβη κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι μόνον η οντότητα αυτή έδωσε εντολή εκπροσωπήσεως στους δικηγόρους.


30      Όπως ρητώς προκύπτει από το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214. Στο πλαίσιο του συστήματος της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν τις αποφάσεις που επιβάλλουν χρηματικές ποινές βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και σύμφωνα με τις διατάξεις της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου. Επομένως, οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως μπορούν, κατ’ αρχήν, να αρνηθούν την εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως μόνο για τους εξαντλητικώς απαριθμούμενους λόγους μη εκτελέσεως που προβλέπονται στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214. Συνεπώς, ενώ η εκτέλεση αποφάσεως επιβάλλουσας χρηματική ποινή συνιστά τον κανόνα, η άρνηση εκτελέσεως έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, Baláž (C‑60/12, EU:C:2013:733, σκέψη 29), και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 41)].


31      Βλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Baláž (C‑60/12, EU:C:2013:733, σκέψη 26).


32      Επομένως, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος και των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello (C‑261/09, EU:C:2010:683), και της 14ης Νοεμβρίου 2013, Baláž (C‑60/12, EU:C:2013:733).


33      Υπενθυμίζεται, σε κάθε περίπτωση, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία πρέπει να αναζητείται με γνώμονα τόσο το πλαίσιο της διατάξεως στην οποία η εντάσσεται έννοια όσο και τον σκοπό που επιδιώκει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Baláž (C‑60/12, EU:C:2013:733, σκέψη 26)].


34      Για μια έμμεση άρνηση ερμηνείας του συγκεκριμένου όρου κατά τρόπο αυτοτελή, βλ. διάταξη της 24ης Νοεμβρίου 2009, Landtag Schleswig-Holstein κατά Επιτροπής (C‑281/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:728, σκέψεις 20 και 22). Σημειώνω επίσης ότι, σε ορισμένα κείμενα του παράγωγου δικαίου που βασίζονται στο άρθρο 83, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα οποία σκοπούν στη θέσπιση ελαχίστων κανόνων σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων, ο νομοθέτης της Ένωσης παρέπεμψε για τον ορισμό του «νομικού προσώπου» στις εθνικές νομοθεσίες και όχι σε μια έννοια της οποίας την αυτοτελή ερμηνεία οφείλει να παράσχει το Δικαστήριο [βλ. επί παραδείγματι οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2017, L 88, σ. 6)].


35      Η αρχή αυτή αποτελεί τη βάση της οικονομίας της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214 στο σύνολό της και ειδικότερα αυτής του άρθρου 6 του εν λόγω νομοθετήματος.


36      Εν προκειμένω, οι ολλανδικές αρχές ταυτοποίησαν τον ιδιοκτήτη του υπεύθυνου για την παράβαση οχήματος, δηλαδή την Bank BGŻ BNP Paribas Gdańsk, βάσει των στοιχείων ταξινομήσεως από τα πολωνικά μητρώα ταξινομήσεως. Συναφώς, έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ο δικαιούχος της άδειας κυκλοφορίας ο οποίος είναι ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος του οχήματος είναι οντότητα στερούμενη νομική προσωπικότητα (ικανότητας δικαίου).


37      Φρονώ, όπως και η Ολλανδική Κυβέρνηση, ότι είναι πρωταρχικής σημασίας το κράτος εκδόσεως να μπορεί να χρησιμοποιήσει τις διαβιβασθείσες από το κράτος εκτελέσεως πληροφορίες προκειμένου να προσδιορίσει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τις τροχαίες παραβάσεις και να του επιβάλλει ποινή.


38      Σε περίπτωση που από τις παρασχεθείσες ανακριβείς πληροφορίες συνάγεται ότι το πρόσωπο το οποίο αφορά η χρηματική ποινή δεν είναι το πρόσωπο το οποίο ευθύνεται για την παράβαση, είναι αναγκαίο να προβλεφθούν πρόσθετες εγγυήσεις, όπως επανάληψη της διαδικασίας ή αγωγή για την επιδίκαση αποζημιώσεως υπέρ του προσώπου αυτού.


39      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 και άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.