Language of document : ECLI:EU:C:2018:910

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 15ης Νοεμβρίου 2018 (*)

«Ταχεία διαδικασία»

Στην υπόθεση C-619/18,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2018,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, καθώς και από τους H. Krämer και S. L. Kaleda,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τον B. Majczyna,

καθής,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή A. Prechal και τον γενικό εισαγγελέα E. Tanchev,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μειώνοντας το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) και εφαρμόζοντας την τροποποίηση αυτή στους δικαστές που έχουν διορισθεί στο εν λόγω δικαστήριο πριν από τις 3 Απριλίου 2018, αφενός, και παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφετέρου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2        Στις 20 Δεκεμβρίου 2017, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας υπέγραψε τον ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 5), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 3 Απριλίου 2018. Ο νόμος έχει αποτελέσει το αντικείμενο πλειόνων διαδοχικών τροποποιήσεων.

3        Βάσει του άρθρου 37 του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) μειώθηκε στα 65 έτη. Η μείωση του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ισχύει για όλους τους δικαστές του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένων και εκείνων που διορίσθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος.

4        Η παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) πέραν της ηλικίας των 65 ετών προϋποθέτει, αφενός, την εκ μέρους των δικαστών υποβολή δηλώσεως περί της επιθυμίας να εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους και πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι η κατάσταση της υγείας τους καθιστά δυνατή την άσκηση δικαστικών καθηκόντων, καθώς και, αφετέρου, τη συγκατάθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Η παράταση αυτή διέπεται από το άρθρο 37 του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

5        Βάσει του άρθρου 111, παράγραφος 1, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος ηλικίας κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νόμου αυτού ή, το αργότερο, έως τις 3 Ιουλίου 2018 συνταξιοδοτούνται στις 4 Ιουλίου 2018, εκτός και αν έχουν υποβάλει, έως και τις 3 Μαΐου 2018, τη δήλωση και το πιστοποιητικό που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη και εφόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας έχει εγκρίνει την παράταση της θητείας τους στο δικαστήριο αυτό. Το άρθρο 5 του ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 10ης Μαΐου 2018 (Dz. U. του 2018, θέση 1045), περιλαμβάνει αυτοτελείς διατάξεις που ρυθμίζουν την παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως έως και τις 3 Ιουλίου 2018.

6        Σύμφωνα με το άρθρο 111, παράγραφος 1a, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι θα συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους μεταξύ της 4ης Ιουλίου 2018 και της 3ης Απριλίου 2019 θα συνταξιοδοτηθούν στις 3 Απριλίου 2019, εκτός και αν καταθέσουν, πριν από τις 3 Απριλίου 2019, τη δήλωση και το πιστοποιητικό που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 4 της παρούσας διατάξεως και εφόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας εγκρίνει την παράταση της θητείας τους στο δικαστήριο αυτό.

7        Όσον αφορά τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι διορίσθηκαν σε αυτό πριν από τις 3 Απριλίου 2018 και οι οποίοι θα συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους μετά την 3η Απριλίου 2019, το άρθρο 37, παράγραφος 1, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλέπει ότι η παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας των δικαστών αυτών πέραν του 65ου έτους της ηλικίας τους υπόκειται στο γενικό καθεστώς βάσει του οποίου απαιτείται η υποβολή δηλώσεως και πιστοποιητικού, καθώς και η συγκατάθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας, όπως μνημονεύθηκε στη σκέψη 4 της παρούσας διατάξεως.

8        Όπως προκύπτει από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, σύμφωνα με τις επίμαχες εθνικές διατάξεις, προκειμένου να λάβει την απόφασή του επί της παρατάσεως της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας δεν δεσμεύεται από κανένα κριτήριο, η δε απόφασή του δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

9        Τέλος, από τη δικογραφία αυτή προκύπτει επίσης ότι, βάσει του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας εξουσιοδοτείται να αποφασίσει κατά το δοκούν, έως τις 3 Απριλίου 2019, την αύξηση του αριθμού των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

10      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή υπέβαλε επίσης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να ληφθούν προσωρινά μέτρα βάσει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ και του άρθρου 160, παράγραφοι 2 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση με την οποία το Δικαστήριο θα αποφανθεί επί της ουσίας.

11      Με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2018, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 160, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας και πριν ακόμη η Δημοκρατία της Πολωνίας υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, διέταξε το εν λόγω κράτος μέλος, αμέσως και μέχρι να εκδοθεί η διάταξη με την οποία θα περατώνεται η διαδικασία αυτή ασφαλιστικών μέτρων:

–        να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 37, παράγραφοι 1 έως 4, και του άρθρου 111, παράγραφοι 1 και 1a, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του άρθρου 5 του νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων, καθώς και κάθε άλλου μέτρου ληφθέντος κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών·

–        να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) τους οποίους αφορούν οι επίμαχες διατάξεις θα έχουν τη δυνατότητα να ασκούν τα καθήκοντά τους στην ίδια θέση, απολαύοντας ταυτόχρονα του ιδίου καθεστώτος και των ιδίων δικαιωμάτων και συνθηκών απασχολήσεως όπως και πριν από τις 3 Απριλίου 2018, δηλαδή την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου·

–        να απέχει από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου που θα έχει ως σκοπό τον διορισμό δικαστών στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) αντί των δικαστών τους οποίους αφορούν οι διατάξεις που συνιστούν την παράβαση και αποτελούν το αντικείμενο της κύριας προσφυγής, καθώς και οποιουδήποτε μέτρου που θα έχει ως σκοπό τον διορισμό του νέου πρώτου προέδρου του εν λόγω δικαστηρίου ή τον καθορισμό του προσώπου το οποίο θα επιφορτισθεί με την ευθύνη να προΐσταται του δικαστηρίου αυτού αντί του πρώτου προέδρου του έως τον διορισμό του νέου πρώτου προέδρου και

–        να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο έναν μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως περί της λήψεως των ασφαλιστικών μέτρων αυτών, εν συνεχεία δε καθ’ έκαστο μήνα, όλα τα μέτρα τα οποία θα έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.

12      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή ζήτησε επίσης από το Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 133, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, την υπαγωγή της υπό κρίση υποθέσεως σε ταχεία διαδικασία.

13      Το άρθρο 133, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι, κατόπιν αιτήσεως είτε του προσφεύγοντος είτε του καθού, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, αφού ακούσει τον αντίδικο, τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την εκδίκαση μιας υποθέσεως με ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού, οσάκις η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.

14      Ερωτηθείσα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, η Δημοκρατία της Πολωνίας επισήμανε ότι αντιτάσσεται στο ενδεχόμενο υπαγωγής της υπό κρίση υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία.

15      Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με τις αιτιάσεις που διατυπώνει με την προσφυγή της προβάλλεται παραβίαση των εγγυήσεων οι οποίες διασφαλίζουν την ανεξαρτησία του ανωτάτου δικαστηρίου κράτους μέλους και ότι οι συστημικού χαρακτήρα αμφιβολίες που εκφράζονται με τις αιτιάσεις αυτές δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα κατάσταση νομικής ανασφάλειας και να παρακωλύουν την εύρυθμη λειτουργία της έννομης τάξεως της Ένωσης, οπότε απαιτείται η ταχεία εκδίκαση της διαφοράς προκειμένου να περιορισθεί κατά το μέτρο του δυνατού το χρονικό αυτό διάστημα αβεβαιότητας.

16      Συγκεκριμένα, αφενός, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών καθηκόντων τους και του κύρους του οποίου απολαύουν οι αποφάσεις τους στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξεως, καθώς και της ειδικής υποχρεώσεως που υπέχουν βάσει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια επιτελούν, κατά την Επιτροπή, αποστολή καίριας σημασίας στο πλαίσιο του συστήματος εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Ενδεχόμενες αμφιβολίες, όμως, ως προς την τήρηση των εγγυήσεων περί ανεξαρτησίας όσον αφορά τα δικαστήρια αυτά δύνανται να μην τους επιτρέπουν να επιτελούν πλήρως την αποστολή αυτή. Αφετέρου, οι ίδιες αμφιβολίες δύνανται επίσης να θίγουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και των αντίστοιχων δικαστηρίων τους, η οποία απαιτείται προκειμένου να μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως που έχει ουσιώδη σημασία όσον αφορά πολυάριθμες πράξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

17      Η Πολωνική Κυβέρνηση φρονεί ότι, αν γίνει δεκτή η αίτηση της Επιτροπής περί υπαγωγής της υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία, τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα τον μη προσήκοντα περιορισμό των δικαιωμάτων άμυνας της καθής. Συγκεκριμένα, καταρχάς, δεδομένου ότι με την υπόθεση εγείρονται σημαντικά ζητήματα αρχής και, επιπλέον, αντιρρήσεις σχετικές με το παραδεκτό της προσφυγής, το καθού κράτος θα αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες να προβάλει όλα τα επιχειρήματα σχετικά με τα διάφορα αυτά ζητήματα με ένα μόνον υπόμνημα, είναι δε μάλλον αδιανόητη η έλλειψη δυνατότητας υποβολής υπομνημάτων απαντήσεως και ανταπαντήσεως. Εξάλλου, είναι σημαντικό ενδεχόμενοι παρεμβαίνοντες να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί τέτοιων ζητημάτων αρχής. Τέλος, κατά την καθής, η Επιτροπή καθυστέρησε να προσφύγει στο Δικαστήριο και η ολιγωρία αυτή δεν μπορεί να αντισταθμισθεί με τέτοιον περιορισμό των δικονομικών δικαιωμάτων του καθού κράτους.

18      Όσον αφορά τις προβαλλόμενες απειλές που ενέχουν οι επίμαχες εθνικές διατάξεις για την ανεξαρτησία του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), η Επιτροπή δεν προέβαλε, κατά την καθής, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δυνάμενο να τεκμηριώσει το υποστατό ή να διευκρινίσει το εύρος των απειλών αυτών και δεν απέδειξε τους λόγους για τους οποίους θα ετίθετο σε κίνδυνο η εύρυθμη λειτουργία της έννομης τάξεως της Ένωσης σε περίπτωση μη υπαγωγής της υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία. Τα μέτρα κατά των οποίων βάλλει η Επιτροπή απλώς δύνανται, κατά την καθής, να έχουν ως συνέπεια τη συνταξιοδότηση περιορισμένου αριθμού δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), στοιχείο που δεν θα μπορούσε ούτε να επηρεάσει τη λειτουργία και τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του δικαστηρίου αυτού ή τη δυνατότητά του να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ούτε να θίξει την ασφάλεια των έννομων σχέσεων οι οποίες στηρίζονται στις αποφάσεις που θα εκδώσουν οι μη έχοντες συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δικαστές ή, τέλος, τη δυνατότητα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) να ενεργεί στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, συνεργασία στην οποία άλλωστε, αντιθέτως προς τα τακτικά δικαστήρια, σπανίως καλούνταν να μετάσχει.

19      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν η υπό κρίση υπόθεση έχει τέτοια φύση που να απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο επ’ αυτής το συντομότερο δυνατό, βάσει του άρθρου 133, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις περί της μειώσεως του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των μελών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και περί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι εν λόγω δικαστές δύνανται, ενδεχομένως, να τύχουν εγκρίσεως ώστε να εξακολουθήσουν, πέραν της ηλικίας αυτής, να ασκούν τα καθήκοντά τους αντιβαίνουν στις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 1 της παρούσας διατάξεως.

20      Ειδικότερα, η υπό κρίση προσφυγή με αίτημα τη διαπίστωση παραβάσεως ασκήθηκε λόγω των επιφυλάξεων που διατηρεί η Επιτροπή ως προς την ίδια τη δυνατότητα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) να εξακολουθήσει να αποφαίνεται σεβόμενο το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε πολίτη περί προσβάσεως σε ανεξάρτητο δικαστήριο, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη.

21      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που οι πολίτες απολαύουν βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 48].

22      Επιπλέον, οι αβεβαιότητες τις οποίες ενέχουν οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δύνανται επίσης να έχουν αντίκτυπο στη λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας το οποίο τίθεται σε εφαρμογή διά του μηχανισμού προδικαστικής παραπομπής που προβλέπεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιοδοτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για το οποίο είναι ουσιώδης η ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων, ιδίως δε των δικαστηρίων που αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό [βλ., σχετικώς, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 176, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C-64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 43, και διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Zakład Ubezpieczeń Społecznych, C-522/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:786, σκέψη 15].

23      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι αν γίνει δεκτή η αίτηση υπαγωγής στην ταχεία διαδικασία θα θιγούν τα δικαιώματα άμυνας της καθής, επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση εφαρμογής της διαδικασίας αυτής, το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως δεν μπορούν να συμπληρωθούν με υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως παρά μόνον αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου το κρίνει αναγκαίο, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα.

24      Επιβάλλεται, όμως, να επισημανθεί συναφώς ότι, αν υποτεθεί ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν θα επιτρέψει την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως, απόφαση η οποία δεν έχει ληφθεί ακόμη, δεν προκύπτουν λόγοι για τους οποίους, ελλείψει τέτοιου υπομνήματος απαντήσεως και, ως εκ τούτου, επιχειρημάτων και αναπτύξεως επιχειρημάτων που θα συμπληρώνουν τα περιλαμβανόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής ως προς τα οποία η καθής είχε κάθε δυνατότητα να απαντήσει με το υπόμνημα αντικρούσεως, θα μπορούσε η εν λόγω καθής να ισχυρισθεί ότι θίγονται τα δικαιώματά της άμυνας λόγω του ότι δεν θα έχει τη δυνατότητα να καταθέσει υπόμνημα ανταπαντήσεως. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι των ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασιών περί διαπιστώσεως παραβάσεως προηγείται διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μελλοντικοί διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να εκθέσουν και να αναπτύξουν τα επιχειρήματα που θα προβάλουν και θα αναπτύξουν, εν συνεχεία, ενώπιον του Δικαστηρίου σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιόν του.

25      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, απάντηση του Δικαστηρίου η οποία θα δοθεί το συντομότερο δυνατόν δύναται, με σκοπό την ασφάλεια δικαίου και προς το συμφέρον τόσο της Ένωσης όσο και του οικείου κράτους μέλους, να άρει τις αβεβαιότητες σχετικά με θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της Ένωσης που αφορούν, ιδίως, την ύπαρξη ενδεχόμενων επεμβάσεων σε ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνει το δίκαιο αυτό, καθώς και στις συνέπειες που δύναται να έχει η ερμηνεία του εν λόγω δικαίου όσον αφορά τη σύνθεση και τις συνθήκες λειτουργίας του ανωτάτου δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού (βλ., σχετικώς, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Zakład Ubezpieczeń Społecznych, C-522/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:786, σκέψη 15).

26      Βεβαίως, ενώπιον του Δικαστηρίου εξακολουθεί να εκκρεμεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, υποβληθείσα από την Επιτροπή, για τη λήψη προσωρινών μέτρων βάσει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ και του άρθρου 160, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 11 της παρούσας διατάξεως, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου, με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2018, εκδοθείσα κατόπιν της υποβολής των παρατηρήσεων της Δημοκρατίας της Πολωνίας επί της αιτήσεως υπαγωγής της υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία, διέταξε, βάσει του άρθρου 160, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού, τη λήψη των προσωρινών μέτρων που είχε ζητήσει η Επιτροπή, τα δε μέτρα αυτά παράγουν τα αποτελέσματά τους μέχρι να εκδοθεί η διάταξη με την οποία θα περατώνεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί, με την επιφύλαξη των αποφάσεων που θα ληφθούν συναφώς, ότι, εάν το Δικαστήριο διατηρήσει σε ισχύ, με την επικείμενη διάταξη, τα προσωρινά μέτρα που ελήφθησαν μέχρι να εκδοθεί η διάταξη αυτή, τότε το εν λόγω κράτος μέλος θα έχει το ίδιο κάθε συμφέρον η επί της ουσίας διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση να περατωθεί το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να παύσει η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων και να επιλυθούν οριστικώς τα ζητήματα που εγείρει η υπόθεση αυτή.

27      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το αντικείμενο και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διαδικασίας που ζητείται να κινηθεί με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι πανομοιότυπες εκείνων της ταχείας διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-441/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:794, σκέψη 15).

28      Εν προκειμένω, όμως, συνάγεται, με την επιφύλαξη των αποφάσεων που θα ληφθούν με την περατώνουσα τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων διάταξη, ότι η υπαγωγή στην ταχεία διαδικασία δικαιολογείται από τη φύση της υπό κρίση υποθέσεως, για τους λόγους που παρατέθηκαν στις σκέψεις 19 έως 25 της παρούσας διατάξεως.

29      Κατά συνέπεια, η υπόθεση C-619/18 πρέπει να υπαχθεί στην ταχεία διαδικασία.

Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

1)      Η υπόθεση C-619/18 υπάγεται στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 133 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.