Language of document : ECLI:EU:F:2011:184

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑67/11 R

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Ασφαλιστικά μέτρα – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Επείγον – Δεν υφίσταται – Στάθμιση των συμφερόντων»

Αντικείμενο:      Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 EA καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο L. Marcuccio ζητεί, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως της απορρίψεως της από 28 Φεβρουαρίου 2011 αιτήσεώς του με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, τη λήψη μέτρων εκτελέσεως του σημείου 2 του διατακτικού της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 9ης Ιουνίου 2010, F‑56/09, Marcuccio κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων – Σειρά εξετάσεως και τρόπος ελέγχου – Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Βάρος αποδείξεως – Χρηματική ζημία

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

1.      Δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη των προσωρινών μέτρων τα οποία ζητεί ο αιτών.

Οι προϋποθέσεις του επείγοντος χαρακτήρα και του εκ πρώτης όψεως βασίμου της αιτήσεως (fumus boni juris) πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν συντρέχει μία εκ των προϋποθέσεων αυτών. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, ενδεχομένως, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει κατά πόσον είναι αναγκαίο να διατάξει προσωρινά μέτρα.

Στο πλαίσιο της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του οποίου προβάλλεται ο κίνδυνος να υποστεί ο αιτών σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, οφείλει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν τυχόν ακύρωση της επίδικης αποφάσεως από τον δικαστή της ουσίας θα καθιστούσε δυνατή την ανατροπή της καταστάσεως που θα έχει δημιουργηθεί από την άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως θα μπορούσε να παρεμποδίσει την παραγωγή όλων των αποτελεσμάτων της σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής.

Στην περίπτωση που η απλή αναστολή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα μετέβαλλε την κατάσταση του αιτούντος διότι δεν θα μπορούσε, αυτή καθεαυτή, να του παράσχει δικαίωμα στη ζητούμενη καταστροφή των φωτογραφιών των εγγράφων, η αναστολή αυτή θα στερείτο αποτελέσματος και, συνεπώς, ο αιτών δεν έχει συμφέρον σε αυτή. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων είναι, βεβαίως, επίσης αρμόδιος να διατάξει άλλα προσωρινά μέτρα πλην της αναστολής εκτελέσεως βάσει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, πλην όμως ένα τέτοιο μέτρο δεν θα μπορούσε να ισοδυναμεί με ανατροπή της καταστάσεως ικανή να καταστήσει την κύρια προσφυγή άνευ αντικειμένου.

(βλ. σκέψεις 15 έως 17, 26 και 27)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Ιανουαρίου 1978, 4/78, Salerno κατά Επιτροπής, σκέψη 2· 31 Ιουλίου 1989, 206/89 R, S. κατά Επιτροπής, σκέψεις 14 και 15

ΓΔΕΕ: 30 Απριλίου 2008, T‑65/08 R, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 3 Ιουλίου 2008, F‑52/08 R, Plasa κατά Επιτροπής, σκέψεις 21 και 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 15 Φεβρουαρίου 2011, F‑104/10 R, de Pretis Cagnodo και Trampuz de Pretis Cagnodo κατά Επιτροπής, σκέψη 16

2.      Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι να διασφαλισθεί η επανόρθωση ζημίας, αλλά να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της επί της ουσίας αποφάσεως. Για να επιτευχθεί ο δεύτερος αυτός σκοπός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα έννομα αποτελέσματά τους πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας δίκης. Στον διάδικο που ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων εναπόκειται να αποδείξει ότι, αν αναμείνει την έκβαση της δίκης επί της ουσίας της υποθέσεως, θα υποστεί τέτοια ζημία.

Εφόσον πρόκειται για χρηματική ζημία απορρέουσα από την άρνηση καταβολής της αποζημιώσεως και των χρηματικών ποινών που ζητούνται, για να αιτιολογήσει τη συνδρομή της προϋποθέσεως του επείγοντος ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένες και ακριβείς ενδείξεις που να τεκμηριώνονται από λεπτομερή έγγραφα αποδεικνύοντα την οικονομική κατάσταση του αιτούντος και παρέχοντα στον δικαστή τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις πιθανολογούμενες συνέπειες της μη λήψεως των ζητουμένων μέτρων.

(βλ. σκέψεις 19 και 21)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 25 Μαρτίου 1999, C‑65/99 P(R), Willeme κατά Επιτροπής, σκέψη 62

ΠΕΚ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, σκέψη 25· 19 Δεκεμβρίου 2002, T‑320/02 R, Esch-Leonhardt κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 27

ΓΔΕΕ: 27 Απριλίου 2010, T‑103/10 P(R), Κοινοβούλιο κατά U, σκέψη 37