Language of document : ECLI:EU:F:2008:23

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2008 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Διαδικασία αξιολογήσεως – Διαδικασία πιστοποιήσεως – Αξιολόγηση ικανότητας – Υπέρβαση του πεδίου εφαρμογής του νόμου – Αυτεπάγγελτη εξέταση»

Στην υπόθεση F‑31/07,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Françoise Putterie-De-Beukelaer, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον É. Boigelot, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τις C. Berardis-Kayser και K. Herrmann,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel, πρόεδρο, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Schilhan, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Νοεμβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με προσφυγή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 2 Απριλίου 2007, η F. Putterie-De-Beukelaer ζητεί την ακύρωση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας της για το έτος 2005, καθόσον, στη στήλη 6.5 υπό τον τίτλο «Ικανότητα», η οποία συμπληρώνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, η εν λόγω έκθεση δεν αναγνωρίζει ότι έχει την ικανότητα ασκήσεως καθηκόντων της κατηγορίας B*.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ):

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου, αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, κατά τα προβλεπόμενα από κάθε όργανο, σύμφωνα με το άρθρο 110. Κάθε όργανο θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2.

Η έκθεση των υπαλλήλων που ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων AST και από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, βάσει της επίδοσής του, ο ενδιαφερόμενος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο, ο οποίος έχει την ευχέρεια να επισυνάπτει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη.»

3        Η απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ εκδόθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2004 (στο εξής: ΓΕΔ 43) και ίσχυε κατά το έτος αξιολογήσεως 2006 (το οποίο καλύπτει τη χρονική περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2005). Οι ΓΕΔ 43 καθορίζουν τη διαδικασία σύνταξης της ετήσιας εκθέσεως βαθμολογίας, η οποία καλείται έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας (στο εξής: ΕΕΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το άρθρο 8, παράγραφος 11, των ΓΕΔ 43 προβλέπει ότι ο κάτοχος της θέσεως μπορεί να ασκήσει κατά της ΕΕΣ που τον αφορά αιτιολογημένη διοικητική προσφυγή επί της οποίας αποφασίζει ο κατ’ ένσταση αξιολογητής λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις εκθέσεις αξιολογήσεως (στο εξής: επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση).

4        Στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 1‑2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, για το έτος αξιολογήσεως 2006, το οποίο αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2005, επισημαίνεται σχετικά με τη στήλη που αφορά την αξιολόγηση των δυνατοτήτων:

«Η στήλη αυτή συμπληρώνεται στο πλαίσιο των διαδικασιών πιστοποιήσεως. Συμπληρώνεται από τον αξιολογητή μόνον αν ο κάτοχος της θέσεως το ζητήσει ρητώς με την αυτοαξιολόγησή του (σημειώνοντας το αντίστοιχο τετραγωνίδιο).

Η παρουσίαση της στήλης περί ικανοτήτων έχει τροποποιηθεί. Ο αξιολογητής έχει πλέον ενώπιόν του κατάλογο καθηκόντων κατηγορίας A* ή κατηγορίας B*. Σημειώνει το ή τα τετραγωνίδια που αφορούν τα καθήκοντα της ανώτερης κατηγορίας και εκτιμά το ποσοστό της δραστηριότητας του κατόχου της θέσεως που αντιστοιχεί στα καθήκοντα αυτά, καθώς και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών.

[…]»

5        Κατά το άρθρο 10 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ:

«1.      Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις κατηγορίες C ή D πριν από την 1η Μαΐου 2004 τοποθετούνται από την 1η Μαΐου 2006 στις σταδιοδρομίες που επιτρέπουν προαγωγές:

α) στην παλαιά κατηγορία C, έως τον βαθμό AST 7·

β) στην παλαιά κατηγορία D, έως τον βαθμό AST 5.

[…]

3.      Υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 1 μπορεί να καθίσταται μέλος της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμό, αφού επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό ή βάσει διαδικασίας πιστοποιήσεως. Η διαδικασία πιστοποιήσεως βασίζεται στην αρχαιότητα, την εμπειρία, τα προσόντα και το επίπεδο κατάρτισης των υπαλλήλων και τη διαθεσιμότητα των θέσεων στην ομάδα καθηκόντων AST. Οι υποψηφιότητες των υπαλλήλων για την πιστοποίηση εξετάζονται από επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Τα όργανα θεσπίζουν τους κανόνες εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας πριν από την 1η Μαΐου 2004. Εάν χρειασθεί, τα όργανα θεσπίζουν ειδικές διατάξεις για να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα να τροποποιούνται τα εφαρμοστέα ποσοστά προαγωγής.»

6        Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2004 περί των κανόνων εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποιήσεως (στο εξής: απόφαση της 7ης Απριλίου 2004), η οποία δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 70‑2004 της 22ας Ιουνίου 2004:

«1.       Η διαδικασία πιστοποιήσεως έχει ως αντικείμενο την επιλογή των υπαλλήλων που υπηρετούν στις κατηγορίες C ή D, πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι μπορούν να καταστούν μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμούς.

[…]»

7        Κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου:

«Πριν από την 30ή Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] καθορίζει τον αριθμό των θέσεων εργασίας στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών που θα μπορούν να πληρωθούν το επόμενο έτος από πιστοποιημένους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 8.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] δημοσιεύει πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων.»

8        Κατά το άρθρο 5 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004:

«1.       Οι υπάλληλοι του άρθρου 1 που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπόκεινται στη διαδικασία πιστοποιήσεως εφόσον πληρούν τα δύο ακόλουθα κριτήρια:

–        επίπεδο κατάρτισης τουλάχιστον ανάλογο του απαιτουμένου από το άρθρο 5, παράγραφος 3, [στοιχείο] α΄, του ΚΥΚ, για τοποθέτηση σε θέση υπαλλήλου στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών·

–        αρχαιότητα τουλάχιστον πέντε ετών κατά τη διάρκεια σταδιοδρομίας στην κατηγορία C ή D. […]

2.       Κατά την εκάστοτε διαδικασία πιστοποιήσεως, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] συντάσσει και δημοσιεύει κατάλογο των υπαλλήλων που υπέβαλαν υποψηφιότητα, οι οποίοι γίνονται δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως.

[…]»

9        Το άρθρο 6 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά την εκάστοτε διαδικασία πιστοποιήσεως, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] συντάσσει κατάλογο των υπαλλήλων που έγιναν δεκτοί, οι οποίοι κατατάσσονται με σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: το επίπεδο κατάρτισης· την αρχαιότητα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας στην κατηγορία C ή D· την εμπειρία και τα προσόντα που εκτιμώνται σύμφωνα με τις διαθέσιμες [ΕΕΣ].

2.       Η αξία των κριτηρίων και η στάθμισή τους αποφασίζονται από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή], πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2004, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του άρθρου 9. Μπορούν να αναπροσαρμόζονται κάθε έτος με απόφαση της [αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής], βάσει συστάσεως της επιτροπής του άρθρου 9.

[…]

4.       Εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών από τη γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών, οι υπάλληλοι που έγιναν δεκτοί μπορούν να προσφύγουν στην επιτροπή του άρθρου 9, αν αμφισβητούν τον αριθμό των μονάδων που έλαβαν. Οφείλουν να προβάλουν σχετική αιτιολογία και να προσκομίσουν στην επιτροπή του άρθρου 9 όλα τα χρήσιμα επίσημα έγγραφα.

Η επιτροπή του άρθρου 9 εκδίδει εντός δέκα εργασίμων ημερών γνώμη την οποία κοινοποιεί στην [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] που αποφασίζει ακολούθως.»

10      Κατά το άρθρο 7 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004:

«1.       Οι υπάλληλοι που κατατάσσονται πρώτοι στον κατάλογο του άρθρου 6, μέχρι τον διπλάσιο αριθμό των προβλεπομένων βάσει του άρθρου 4 θέσεων, δύνανται, έως την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους, να θέσουν υποψηφιότητα για την πλήρωση των κενών θέσεων στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών.

2.       Ο κατάλογος των υπαλλήλων της παραγράφου 1 δημοσιεύεται από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή].

3.       Οι κενές θέσεις που μπορούν να καλυφθούν από τους υπαλλήλους της παραγράφου 1 επισημαίνονται κατά τη δημοσίευση των κενών θέσεων.»

11      Κατά το άρθρο 8 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004:

«1.      Οι υπάλληλοι του άρθρου 7, παράγραφος 1, που τοποθετούνται στις κενές θέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, θεωρούνται ότι έχουν πιστοποιηθεί. Καθίστανται μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμούς στη σταδιοδρομία τους.

2.       Η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] δημοσιεύει πριν από την 31η Μαρτίου εκάστου έτους τον κατάλογο των υπαλλήλων που πιστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας διαδικασίας πιστοποιήσεως.»

12      Το άρθρο 9 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 προβλέπει τη σύσταση επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως και ορίζει τη σύνθεσή της, καθώς και τους όρους λειτουργίας της.

13      Η απόφαση της 7ης Απριλίου 2004 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2006 περί των κανόνων εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποιήσεως (στο εξής: απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2006).

14      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2006 ορίζει τα εξής:

«Οι υπάλληλοι του άρθρου 1 που υπέβαλαν υποψηφιότητα γίνονται δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του άρθρου 7, εφόσον πληρούν τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:

–        διαθέτουν επίπεδο κατάρτισης τουλάχιστον ανάλογο του απαιτουμένου από το άρθρο 5, παράγραφος 3, [στοιχείο] α΄, του ΚΥΚ, προκειμένου να τοποθετηθούν σε θέση υπαλλήλου στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών·

–        έχουν συμπληρώσει αρχαιότητα τουλάχιστον πέντε ετών κατά τη σταδιοδρομία τους στην κατηγορία C ή D […]·

–        έχουν αναγνωριστεί ικανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα του επιπέδου “βοηθός διοικήσεως”·

–        δεν χαρακτηρίζονται από επαγγελματική ανεπάρκεια.»

15      Η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) για την εφαρμογή των κριτηρίων αποδοχής στη διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2006, η οποία δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 59‑2006 της 21ης Δεκεμβρίου 2006, ορίζει στο σημείο 3, με τίτλο «Ικανότητα»:

«Η ικανότητα εκπλήρωσης των καθηκόντων του επιπέδου “βοηθός διοικήσεως” πρέπει να έχει τύχει θετικής αξιολογήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως του έτους 2005.

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς

16      Η προσφεύγουσα εργάζεται ως υπάλληλος στη γενική γραμματεία της Επιτροπής από το 1985. Η προσφεύγουσα ήταν γραμματέας διευθύνσεως μέχρι τον Νοέμβριο του 1996 και στη συνέχεια άλλαξε επαγγελματικό προσανατολισμό και έγινε εκπαιδεύτρια πληροφορικής. Αναγνωρίστηκε επισήμως ως υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων πληροφορικής του έτους 2000.

17      Από τον βαθμό C 2 πριν από την 1η Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα κατετάγη στον βαθμό C*5 από της ημερομηνίας αυτής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, και στη συνέχεια στον βαθμό AST 5 από 1ης Μαΐου 2006, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

18      Κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31ης Δεκεμβρίου 2005, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ΕΕΣ (στο εξής: ΕΕΣ του έτους 2005), η προσφεύγουσα ασκούσε τα καθήκοντα που είχε και προηγουμένως. Κατά τη σύνταξη της ΕΕΣ του έτους 2005, όπως και της προηγούμενης ΕΕΣ που την αφορούσε, η προσφεύγουσα ζήτησε τη συμπλήρωση από τον αξιολογητή της στήλης 6.5 με τίτλο «Ικανότητα», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 1‑2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, προκειμένου να μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία πιστοποιήσεως του 2006.

19      Στην εν λόγω στήλη 6.5 της ΕΕΣ του έτους 2005, της οποίας ο υπότιτλος επισημαίνει ότι λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, ο αξιολογητής έκρινε ότι τα καθήκοντα που ασκούσε η προσφεύγουσα κατά την επίμαχη περίοδο δεν αντιστοιχούσαν, ούτε μερικώς, στα καθήκοντα υπαλλήλου της κατηγορίας B*. Ως εκ τούτου, ο αξιολογητής έκρινε, όπως και με την προηγούμενη ΕΕΣ, ότι η ενδιαφερόμενη δεν είχε αποδείξει την ικανότητά της να εκπληρώσει καθήκοντα αυτής της κατηγορίας. Κατόπιν σχετικής αποφάσεως του βαθμολογητή με το ίδιο περιεχόμενο, η προσφεύγουσα άσκησε, στις 6 Ιουνίου 2006, την αιτιολογημένη διοικητική προσφυγή που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 11, των ΓΕΔ 43, απευθύνθηκε δηλαδή, στην επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση.

20      Με τη γνωμοδότησή της, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση δεν διαπίστωσε αναντιστοιχία μεταξύ των σχολίων και των βαθμών που περιείχε η έκθεση της προσφεύγουσας, ούτε προφανή πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη μη αναγνώριση της ικανότητάς της να αναλάβει καθήκοντα της κατηγορίας B*.

21      Με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2006, ο κατ’ ένσταση αξιολογητής επιβεβαίωσε την ΕΕΣ του έτους 2005.

22      Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα υπέβαλε «διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ» κατά «της αποφάσεως του ιεραρχικώς προϊσταμένου [της] που αφορούσε την ΕΕΣ του έτους 2005, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η πιστοποίησή [της] λόγω μη αναγνωρίσεως της εργασίας [της] […] και σφάλματος ως προς την ονομασία της θέσεως εργασίας» (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

23      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006, η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας εκτιμώντας ότι ο βαθμολογητής, στον οποίο, «[β]άσει των πληροφοριών που παρέχει ο αξιολογητής, εναπόκειται […] να αποφασίσει αν ο κρινόμενος απέδειξε όντως την ικανότητά του να εκπληρώσει καθήκοντα της ανώτερης κατηγορίας», δεν υπέπεσε σε «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως». Η διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2006 ξεκίνησε την ίδια ημέρα με δημοσίευση της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 60‑2006.

24      Σύμφωνα με απόσπασμα του ηλεκτρονικού φακέλου Sysper 2 της προσφεύγουσας, το οποίο αυτή κατέθεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η υποβληθείσα στις 25 Ιανουαρίου 2007 υποψηφιότητά της απορρίφθηκε την 1η Φεβρουαρίου του ιδίου έτους με το σκεπτικό ότι δεν αποδείχθηκε η ικανότητά της. Η διοικητική προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως αυτής, στις 24 Απριλίου 2007, απορρίφθηκε στις 25 Μαΐου 2007 από την ΑΔΑ κατόπιν εξετάσεώς της από την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως. Με γνωμοδότησή της, η οποία λήφθηκε υπόψη από την ΑΔΑ, η επιτροπή αυτή έκρινε ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί πιστοποίηση στην προσφεύγουσα, καθόσον ο βαθμολογητής της ΕΕΣ του έτους 2005 που την αφορούσε έκρινε ότι αυτή δεν είχε την ικανότητα εκπληρώσεως καθηκόντων της κατηγορίας B*.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), έως την έναρξη ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ζήτησε από την Επιτροπή να απαντήσει σε γραπτή ερώτηση και να του διαβιβάσει ορισμένα έγγραφα.

26      Με έγγραφο της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πληροφόρησε, εξάλλου, τους διαδίκους ότι σκόπευε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον λόγο δημοσίας τάξεως που αντλείται από την δια της προσβαλλομένης πράξεως υπέρβαση των πεδίων εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

27      Στις 15 Οκτωβρίου 2007, οι διάδικοι κατέθεσαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί του λόγου δημοσίας τάξεως που αποφάσισε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ενημερώνοντας σχετικά τους διαδίκους.

28      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Νοεμβρίου 2007.

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την ΕΕΣ του έτους 2005 που την αφορά, στο μέτρο που δεν αναγνωρίζει την ικανότητά της να εκπληρώσει καθήκοντα της κατηγορίας B*·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Η Επιτροπή εκτιμά, πρώτον, ότι η από 26 Σεπτεμβρίου 2006 επιστολή της προσφεύγουσας με τίτλο «Διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ», δεν συνιστά διοικητική ένσταση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, αλλά αίτηση. Η προσφεύγουσα απλώς ζητούσε με αυτή από τη διοίκηση να λάβει ορισμένα μέτρα, δηλαδή να της χορηγήσει πιστοποίηση κατά το έτος 2006. Η υπό κρίση προσφυγή είναι επομένως απαράδεκτη, καθόσον δεν προηγήθηκε αυτής η υποβολή διοικητικής ενστάσεως.

32      Δεύτερον, αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 συνιστά διοικητική ένσταση, θα υπήρχε πρόδηλη αναντιστοιχία μεταξύ του αντικειμένου της εν λόγω ενστάσεως και του αντικειμένου της υπό κρίση προσφυγής. Πράγματι, μολονότι το δικόγραφο της προσφυγής σκοπεί στην ακύρωση της ΕΕΣ του έτους 2005, η εν λόγω ΕΕΣ ουδόλως μνημονευόταν στο κείμενο της επιστολής της 26ης Σεπτεμβρίου 2006. Στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή θα ήταν, επομένως, επίσης απαράδεκτη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

33      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι πριν από την άσκηση της προσφυγής δεν υποβλήθηκε διοικητική ένσταση αλλά αίτηση.

34      Κατά πάγια νομολογία, ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ή ενός υπηρεσιακού σημειώματος εμπίπτει αποκλειστικώς στην εκτίμηση του Πρωτοδικείου και δεν εξαρτάται από τη βούληση των διαδίκων (βλ., για παράδειγμα, διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1993, T‑115/92, Hogan κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑895, σκέψη 36).

35      Εν προκειμένω, η επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 πρέπει να θεωρηθεί διοικητική ένσταση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

36      Πρώτον, όντως, διαπιστώνεται ότι η ενδιαφερόμενη χρησιμοποίησε για την εν λόγω επιστολή το έντυπο διοικητικής ενστάσεως του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και υπό τον τίτλο «Προσβαλλόμενη απόφαση» ανέφερε «την απόφαση του ιεραρχικώς προϊσταμένου [της] που αφορούσε την ΕΕΣ του έτους 2005, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η πιστοποίησή [της], λόγω μη αναγνωρίσεως της εργασίας [της] ως [υπεύθυνης των προγραμμάτων κατάρτισης στον τομέα της πληροφορικής] και ενός σφάλματος στην ονομασία γένους της θέσεως εργασίας».

37      Δεύτερον, η επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 επαναλαμβάνει και αναπτύσσει την επιχειρηματολογία που είχε ήδη προβάλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της στρεφόμενης κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως κατ’ ένσταση διαδικασίας που προβλέπουν οι ΓΕΔ 43. Η ΑΔΑ εξέλαβε, εξάλλου, την επιστολή αυτή ως συνέχεια της εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτησης της ΕΕΣ του έτους 2005 ενώπιον της επιτροπής αξιολογήσεως, όπως προκύπτει από το ότι ρητώς την απέρριψε ως διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω ΕΕΣ.

38      Τρίτον, αν υποτεθεί ότι η επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 μπορεί να ερμηνευθεί ως αίτηση και όχι ως διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι η προσφεύγουσα έπρεπε, επομένως, να υποβάλει διοικητική ένσταση προτού ασκήσει την ένδικη προσφυγή της κατά της απορρίψεως της αιτήσεώς της, το ελάττωμα της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας θα οφειλόταν, πάντως, σε δικαιολογημένο σφάλμα.

39      Τούτο συμβαίνει, συγκεκριμένα, βάσει της νομολογίας, όταν το οικείο όργανο ακολούθησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε πολίτη καλόπιστο και επιδεικνύοντα όλη την επιμέλεια που απαιτείται από ένα πρόσωπο με τη συνήθη ενημέρωση. Στην περίπτωση αυτή, η διοίκηση δεν μπορεί να επικαλεστεί την προσβολή εκ μέρους της των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που οδήγησε στην πλάνη του πολίτη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Μαΐου 1991, T-12/90, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑219, σκέψη 29).

40      Πάντως, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, στην απάντησή της στην επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 με το έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2006, η ΑΔΑ ρητώς ερμήνευσε την εν λόγω επιστολή ως διοικητική ένσταση κατά της ΕΕΣ του έτους 2005, καθ’ όσον δι’ αυτής δεν αναγνωρίστηκε ότι η προσφεύγουσα έχει επαρκή ικανότητα ώστε να μετάσχει στη διαδικασία πιστοποιήσεως. Δεδομένης της απαντήσεως αυτής, η προσφεύγουσα μπορούσε ευλόγως να πιστεύει ότι είχε τηρήσει τους τύπους της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και ότι δικαιούνταν να ασκήσει ευθέως προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Η Επιτροπή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επικαλείται βάσιμα λόγο απαραδέκτου που προκάλεσε η ίδια με τη συμπεριφορά της.

41      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 πρέπει να θεωρηθεί ως αίτηση και ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη διότι δεν προηγήθηκε αυτής η υποβολή διοικητικής ενστάσεως.

42      Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι, εν πάση περιπτώσει, προηγήθηκε της προσφυγής η υποβολή διοικητικής ενστάσεως με αντικείμενο ίδιο προς αυτό της προσφυγής.

43      Κατά πάγια νομολογία, τα αιτήματα των υπαλληλικών προσφυγών πρέπει να έχουν το ίδιο αντικείμενο με τα αιτήματα που προβάλλονται με την προηγούμενη διοικητική ένσταση και να περιέχουν λόγους που να στηρίζονται στην ίδια βάση με τη διοικητική ένσταση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑193/96, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑495 και II‑1495, σκέψη 47).

44      Πάντως, μολονότι η προσφυγή σκοπούσε στην ακύρωση της ΕΕΣ του έτους 2005, η ΕΕΣ αυτή, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν μνημονευόταν στο κείμενο της επιστολής της 26ης Σεπτεμβρίου 2006, με αποτέλεσμα η επιστολή αυτή να μην μπορεί να θεωρηθεί ως ένσταση στρεφόμενη κατά της εν λόγω ΕΕΣ.

45      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφυγή δεν σκοπεί στην ακύρωση της ΕΕΣ του έτους 2005 που αφορά την προσφεύγουσα, αλλά στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιλαμβανόταν στην εν λόγω ΕΕΣ και της οποίας η αιτιολογία προκύπτει από τη στήλη 6.5 αυτής. Η εν λόγω απόφαση δεν αναγνωρίζει στην προσφεύγουσα την αναγκαία ικανότητα να εκπληρώσει καθήκοντα της ομάδας καθηκόντων των βοηθών και, ως εκ τούτου, αποκλείει τη συμμετοχή της στη διαδικασία πιστοποιήσεως του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

46      Πάντως, από το γράμμα της επιστολής της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 προκύπτει ότι αυτή στρεφόταν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

47      Καταρχάς, η προσφεύγουσα ανέφερε στη διοικητική ένσταση της 26ης Σεπτεμβρίου 2006, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, ότι στρεφόταν κατά «της αποφάσεως του ιεραρχικώς προϊσταμένου [της] που αφορούσε την ΕΕΣ του έτους 2005, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να αποκλειστεί η πιστοποίησή [της]». Στη συνέχεια, ως κατάληξη της διοικητικής της ενστάσεως ζήτησε από την Επιτροπή να της χορηγήσει πιστοποίηση, δηλαδή να αναθεωρήσει την άρνηση χορηγήσεως πιστοποιήσεως που περιεχόταν στην ΕΕΣ του έτους 2005 που την αφορούσε. Τέλος, με την εν λόγω ένσταση επιχείρησε ρητώς να αποδείξει ότι «είναι αβάσιμοι οι λόγοι που προβλήθηκαν για την απόρριψη του αιτήματός της να πιστοποιηθεί».

48      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν είναι βάσιμος και πρέπει επομένως να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου που αντλείται από την αναντιστοιχία μεταξύ του αντικειμένου της ενστάσεως και του αντικειμένου της προσφυγής.

49      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι δύο λόγοι απαραδέκτου που προβλήθηκαν από την Επιτροπή πρέπει να απορριφθούν.

 Επί της ουσίας

50      Όπως αποφάνθηκε το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1994, T‑576/93 έως T‑582/93, Browet κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. II‑677, σκέψη 35), οι λόγοι που αντλούνται από την υπέρβαση του πεδίου εφαρμογής του νόμου είναι δημοσίας τάξεως και εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να τους εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

51      Πράγματι, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν θα ανταποκρινόταν στην αποστολή του, ως ελεγκτής της νομιμότητας, αν δεν προέβαινε στη διαπίστωση, ακόμη και ελλείψει σχετικής αμφισβητήσεως εκ μέρους των διαδίκων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη βάσει διατάξεως που δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω και αν, συνεπώς, αποφαινόταν επί της ενώπιόν του εκκρεμούσας διαφοράς εφαρμόζοντας το ίδιο τη διάταξη αυτή.

52      Εν προκειμένω, πρέπει να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως ο λόγος δημοσίας τάξεως που στηρίζεται στη δια της προσβαλλομένης αποφάσεως υπέρβαση των πεδίων εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

53      Με έγγραφο της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης σκόπευε να εξετάσει τον λόγο αυτόν αυτεπαγγέλτως και κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

54      Με την απάντησή της, η προσφεύγουσα εξέθεσε ότι ο λόγος που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως είναι κατά τη γνώμη της βάσιμος.

55      Αντιθέτως, με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί του λόγου που της γνωστοποίησε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα. Καταρχάς, οι λόγοι αυτοί μπορούν να εξετασθούν από τον κοινοτικό δικαστή μόνον εφόσον προβάλλονται από τους προσφεύγοντες ή, τουλάχιστον, αν συνδέονται άμεσα με την επιχειρηματολογία των διαδίκων. Ακολούθως, η δυνατότητα του δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζητήματα που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τόσο το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο απαγορεύει την προβολή νέων ισχυρισμών από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της δίκης, όσο και τον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως. Τέλος, η αυτεπάγγελτη εξέταση ενός λόγου που αφορά την εσωτερική νομιμότητα ενέχει τον κίνδυνο προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον μεταβάλλει το πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως.

56      Καταρχάς, πρέπει να δοθεί απάντηση στις εν λόγω αντιρρήσεις αρχής.

57      Πρώτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, έχει ήδη κριθεί ότι ο κοινοτικός δικαστής έχει την ευχέρεια και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα. Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 50, αυτό ισχύει στην περίπτωση υπέρβασης του πεδίου εφαρμογής του νόμου. Ομοίως, το δεδικασμένο αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως που αφορά την εσωτερική νομιμότητα τον οποίο ο δικαστής πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 2006, C-442/03 P και C-471/03 P, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4845, σκέψη 45). Τέλος, η κοινοτική νομολογία υποχρεώνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον εθνικό δικαστή, ο οποίος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του καλείται να εφαρμόσει διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα, όπως είναι μεταξύ άλλων οι λόγοι που αντλούνται από τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας που εμπεριέχεται σε συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-473/00, Cofidis, Συλλογή 2002, σ. I‑10875, σκέψεις 36 και 38, καθώς και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-168/05, Mostaza Claro, Συλλογή 2006, σ. I‑10421, σκέψη 39).

58      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο ο δικαστής μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ένα λόγο που αφορά την εσωτερική νομιμότητα μόνον εφόσον ο λόγος αυτός προβλήθηκε από τους διαδίκους ή συνδέεται άμεσα με την επιχειρηματολογία τους, το επιχείρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση προς αυτόν καθαυτόν τον σκοπό της αυτεπάγγελτης εξέτασης και θα ισοδυναμούσε με άρνηση κάθε δυνατότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα, μολονότι κάτι τέτοιο προβλέπεται από τη νομολογία.

59      Δεύτερον, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, η απαγόρευση που ισχύει για τους προσφεύγοντες σε υπαλληλικές υποθέσεις να προβάλλουν με την προσφυγή τους λόγους που δεν συνδέονται με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν στην προηγηθείσα διοικητική ένστασή τους και η απαγόρευση προβολής νέων ισχυρισμών μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων που προβλέπει το άρθρο 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορούν τους διαδίκους και όχι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

60      Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση ενός λόγου που αφορά την εσωτερική νομιμότητα θα μπορούσε να θίξει τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της δικανικής συζητήσεως και την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 77 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο ενός λόγου δημοσίας τάξεως. Πάντως, αν η προϋπόθεση αυτή συνιστά επαρκή εγγύηση των αρχών της ακροάσεως και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης εξέτασης ενός λόγου απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης εξέτασης ενός λόγου δημοσίας τάξεως που αφορά την εσωτερική ή την εξωτερική νομιμότητα. Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί ότι, γνωστοποιώντας στους διαδίκους τον λόγο δημοσίας τάξεως που επρόκειτο να εξετάσει, καλώντας τους διαδίκους να υποβάλουν σχετικώς γραπτές παρατηρήσεις και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος αυτού ενώπιόν του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τήρησε τις επιταγές που απορρέουν από τις αρχές που επικαλέστηκε η Επιτροπή.

61      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά της αυτεπάγγελτης εξέτασης ενός λόγου που αφορά την εσωτερική νομιμότητα πρέπει να απορριφθούν.

62      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέτασε αυτεπαγγέλτως την δια της προσβαλλομένης αποφάσεως υπέρβαση των πεδίων εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

63      Καταρχάς, πρέπει να υπομνηστεί το αντικείμενο αυτών των κανονιστικών διατάξεων.

64      Το άρθρο 43, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει την κατά τα οριζόμενα από κάθε όργανο σύνταξη μιας περιοδικής εκθέσεως για κάθε υπάλληλο, τουλάχιστον ανά διετία, με αντικείμενο την ικανότητα, την απόδοση και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση που αφορά τους υπαλλήλους της ομάδας AST, από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής, μπορεί επίσης να περιλαμβάνει, βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, γνώμη για το κατά πόσο, βάσει της επίδοσής του, ο ενδιαφερόμενος έχει την απαιτούμενη ικανότητα για την εκπλήρωση καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

65      Το άρθρο 10 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ συνιστά, αντιθέτως, μεταβατική διάταξη. Προβλέπει την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων των παλαιών κατηγοριών C και D στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών, στην οποία τοποθετούνται από την 1η Μαΐου 2006. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού παρέχει στους υπαλλήλους αυτούς τη δυνατότητα σταδιοδρομίας στους βαθμούς AST 7 και AST 5 αντίστοιχα. Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι των παλαιών κατηγοριών C και D μπορούν, ωστόσο, να καθίστανται μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμό, αφού επιτύχουν σε γενικό διαγωνισμό ή βάσει διαδικασίας πιστοποιήσεως. Η πιστοποίηση παρέχεται βάσει της αρχαιότητας, της εμπειρίας, των προσόντων και του επιπέδου κατάρτισης των υπαλλήλων, σύμφωνα με διαδικασία της οποίας οι κανόνες εφαρμογής αποφασίζονται από τα όργανα και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εξέταση των υποψηφιοτήτων από επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, η Επιτροπή θέσπισε, με απόφαση της 7ης Απριλίου 2004, τους κανόνες εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποιήσεως του προσωπικού της.

66      Οι διαδικασίες αξιολογήσεως και πιστοποιήσεως που προβλέπονται από τις ΓΕΔ 43 και την απόφαση της 7ης Απριλίου 2004, αντίστοιχα, είναι αυτοτελείς, και βασίζονται σε εντελώς διαφορετικούς κανόνες εφαρμογής.

67      Στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως που διεξάγεται κάθε έτος, από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο, ανατίθεται σε έναν αξιολογητή και ένα βαθμολογητή η σύνταξη της ΕΕΣ του υπαλλήλου, παρέχεται στον υπάλληλο αυτόν η δυνατότητα εσωτερικής προσφυγής ενώπιον της επιτροπής αξιολογήσεως και προβλέπεται ότι ο κατ’ ένσταση αξιολογητής είναι αρμόδιος να εκτιμήσει ποια συνέχεια πρέπει να δοθεί στη γνωμοδότηση της εν λόγω επιτροπής.

68      Η διαδικασία πιστοποιήσεως που προβλέπει η απόφαση της 7ης Απριλίου 2004 περιλαμβάνει, αυτή καθαυτήν, τέσσερα στάδια.

69      Πρώτον, η ΑΔΑ καθορίζει, πριν από την 30ή Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, τον αριθμό των θέσεων εργασίας στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών που θα μπορούν να πληρωθούν το επόμενο έτος από πιστοποιημένους υπαλλήλους. Μετά την έκδοση της σχετικής αποφάσεως, δημοσιεύεται πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων.

70      Δεύτερον, η ΑΔΑ συντάσσει και δημοσιεύει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, κατάλογο ο οποίος περιέχει τα ονόματα των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως. Για να περιληφθούν στον κατάλογο αυτόν οι εν λόγω υποψήφιοι πρέπει να πληρούν μόνο δύο προϋποθέσεις: αφενός, να διαθέτουν επίπεδο κατάρτισης τουλάχιστον ανάλογο του απαιτουμένου από το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του ΚΥΚ για τοποθέτηση σε θέση υπαλλήλου στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών, και, αφετέρου, να έχουν συμπληρώσει αρχαιότητα τουλάχιστον πέντε ετών κατά τη σταδιοδρομία τους στην κατηγορία C ή D. Ο κατάλογος αυτός μπορεί να προσβληθεί ενώπιον της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, της οποίας η σύνθεση διαφέρει από τη σύνθεση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις εκθέσεις αξιολογήσεως.

71      Τρίτον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, οι υπάλληλοι που έγιναν δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως κατατάσσονται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: το επίπεδο κατάρτισης, την αρχαιότητα στο πλαίσιο της σταδιοδρομίας στην κατηγορία C ή D, την εμπειρία και τα προσόντα που εκτιμώνται σύμφωνα με τις διαθέσιμες ΕΕΣ. Η αξία των κριτηρίων και η στάθμισή τους αποφασίζονται από την ΑΔΑ πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2004. Η κατάταξη μπορεί να προσβληθεί ενώπιον της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως.

72      Τέταρτον, οι υπάλληλοι που κατατάσσονται πρώτοι στον κατάλογο, μέχρι τον διπλάσιο αριθμό των προβλεπομένων θέσεων για πιστοποιημένους υπαλλήλους, δύνανται, έως την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους, να θέσουν υποψηφιότητα για την πλήρωση των κενών θέσεων στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών. Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται στις θέσεις αυτές θεωρούνται ότι έχουν πιστοποιηθεί.

73      Εν προκειμένω, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλήφθηκε στην ΕΕΣ της προσφεύγουσας του έτους 2005, δεν αφορά τη βαθμολογία της, αλλά, όπως προκύπτει από τον τίτλο της στήλης 6.5 της εν λόγω ΕΕΣ, τις προϋποθέσεις συμμετοχής της στη διαδικασία πιστοποιήσεως. Αντικείμενο της αποφάσεως αυτής είναι πράγματι η μη αναγνώριση στην προσφεύγουσα της αναγκαίας ικανότητας ώστε να ενταχθεί χωρίς περιορισμούς στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών, με αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από τη θέση που έλαβαν η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως και η ΑΔΑ κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2006 (βλ. σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως), να στερηθεί της δυνατότητας συμμετοχής της στην εν λόγω διαδικασία.

74      Πάντως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με τους κανόνες περί αρμοδιοτήτων, αλλά και τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες της διαδικασίας αξιολογήσεως και όχι σύμφωνα με τους κανόνες της διαδικασίας πιστοποιήσεως, οι οποίοι ήταν οι μόνοι εφαρμοστέοι εν προκειμένω.

75      Πρώτον, από το σημείο 7.2 της ΕΕΣ του έτους 2005 προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από τον βαθμολογητή της προσφεύγουσας και ότι η ΕΕΣ του έτους 2005 στο σύνολό της επιβεβαιώθηκε χωρίς σχόλια από τον κατ’ ένσταση αξιολογητή μετά τη γνωμοδότηση της επιτροπής αξιολογήσεως. Η Επιτροπή υποστήριξε, εξάλλου, με την απάντησή της επί της ενστάσεως ότι, «[β]άσει των πληροφοριών που παρέσχε ο αξιολογητής, εναπόκειτ[ο] ακολούθως στον βαθμολογητή να αποφασίσει αν ο υποκείμενος σε αξιολόγηση [εί]χε όντως αποδείξει την ικανότητά του να αναλάβει καθήκοντα της ανώτερης κατηγορίας».

76      Ωστόσο, μολονότι ο βαθμολογητής είναι αρμόδιος, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, των ΓΕΔ 43, να συντάξει την ΕΕΣ, υπό την επιφύλαξη της μη τροποποιήσεώς της από τον κατ’ ένσταση αξιολογητή, από τα άρθρα 5, 6, 7 και 8 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, προκύπτει ότι η ΑΔΑ είναι αρμόδια να αποφαίνεται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, επί των υποψηφιοτήτων των προς πιστοποίηση υπαλλήλων των παλαιών κατηγοριών C και D. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, εναπόκειται, επομένως, στην ΑΔΑ και όχι στον βαθμολογητή της διαδικασίας αξιολογήσεως να εκτιμήσει, βάσει των διαθέσιμων ΕΕΣ, την εμπειρία και τα προσόντα των υποψηφίων προς πιστοποίηση. Επιπλέον, μόνον η ΑΔΑ είναι σε θέση να εναρμονίσει τις προϋποθέσεις αξιολογήσεως των κριτηρίων αυτών από τις διάφορες υπηρεσίες της Επιτροπής, καθόσον η εκτίμηση του βαθμολογητή ή του κατ’ ένσταση αξιολογητή συχνά περιορίζεται στις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή.

77      Δεύτερον, η προηγούμενη προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο συντάξεως της ΕΕΣ του έτους 2005, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως εξετάστηκε από την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση. Η επιτροπή αυτή έκρινε ότι ο βαθμολογητής δεν είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την ικανότητα της προσφεύγουσας να αναλάβει καθήκοντα της κατηγορίας B*. Η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση αποφάνθηκε, επομένως, ευθέως επί της υποψηφιότητας της προσφεύγουσας στη διαδικασία πιστοποιήσεως. Αντιθέτως, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως ενώπιον της οποίας προσέφυγε επίσης η προσφεύγουσα, στις 24 Απριλίου 2007, κατά της απορρίψεως της υποψηφιότητάς της στη διαδικασία πιστοποιήσεως αρνήθηκε την αρμοδιότητά της εκθέτοντας τα εξής: «Σε περίπτωση διαφωνίας με το σύνολο ή μέρος της ΕΕΣ που σας αφορά (συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου «ικανότητα»), η διαδικασία αξιολογήσεως σας παρείχε τη δυνατότητα προσφυγής στην οικεία επιτροπή, αλλά η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως δεν είναι αρμόδια να επανεξετάσει περατωθείσα ΕΕΣ».

78      Εντούτοις, μολονότι η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση, του άρθρου 9 των ΓΕΔ 43, καλείται να γνωμοδοτήσει επί προηγουμένης διοικητικής προσφυγής υπαλλήλου κατά ΕΕΣ που τον αφορά, η οποία συντάχθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, της οποίας η σύνθεση προβλέπεται στο άρθρο 9 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 και διαφέρει από τη σύνθεση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση, είναι, αντιθέτως, αυτή που πρέπει να γνωμοδοτήσει όταν ένας υπάλληλος προσβάλλει την απόφαση με την οποία η ΑΔΑ απέρριψε την υποψηφιότητά του προς πιστοποίηση, όπως προκύπτει από τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004.

79      Επομένως, δεν παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικώς την προβλεπόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως εσωτερική προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεώς της συμμετοχής στη διαδικασία αυτή.

80      Τρίτον, από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εκτίθεται στο σημείο 6.5 της ΕΕΣ του έτους 2005, προκύπτει ότι η διοίκηση απέκλεισε τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαδικασία πιστοποιήσεως με την αιτιολογία ότι αυτή δεν απέδειξε, κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως του έτους 2006, ότι διέθετε την «ικανότητα» που απαιτείται για την πιστοποίηση.

81      Επομένως, στο σημείο 6.5 με τίτλο «Ικανότητα» της ΕΕΣ του έτους 2005, ο αξιολογητής έκρινε ότι τα καθήκοντα που ασκούσε η προσφεύγουσα δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε «πιστοποίηση της ικανότητας». Ενόψει της εκτιμήσεως αυτής, ο βαθμολογητής διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ικανότητα που να της επιτρέπει να καταστεί μέλος της ομάδας καθηκόντων AST χωρίς περιορισμό. Στη γνωμοδότηση που εξέδωσε κατόπιν της προσφυγής σ’ αυτήν εκ μέρους της προσφεύγουσας κατά της ΕΕΣ του έτους 2005 που την αφορούσε, η επιτροπή αξιολογήσεως επισήμανε επί του θέματος αυτού ότι δεν είχε διαπιστώσει την ύπαρξη στοιχείων «που να μπορούν να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της αποφάσεως […] του βαθμολογητή, όσον αφορά την αναγνώριση της ικανότητας της ενδιαφερόμενης στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως».

82      Πάντως, ούτε το άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ούτε η απόφαση της 7ης Απριλίου 2004 προβλέπουν ότι η πιστοποίηση, που παρέχει τη δυνατότητα μεταβάσεως χωρίς περιορισμό στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών, χορηγείται βάσει άλλων κριτηρίων πλην της αρχαιότητας, της εμπειρίας, των προσόντων και του επιπέδου κατάρτισης. Η συμμετοχή ενός υπαλλήλου στη διαδικασία πιστοποιήσεως, στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας που περιγράφεται στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, εξαρτάται κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, μόνον από τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, και συγκεκριμένα του επιπέδου κατάρτισης και της αρχαιότητας και όχι από την προϋπόθεση της ικανότητας.

83      Η έννοια της ικανότητας μνημονεύεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, του ΚΥΚ μόνο σε σχέση με την ικανότητα ενός υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων AST να εκπληρώσει καθήκοντα υπαλλήλου διοικήσεως. Η διάταξη αυτή ουδόλως προβλέπει, όπως και οι ΓΕΔ 43, ότι ο συντάκτης της ΕΕΣ εκτιμά την ικανότητα ενός υπαλλήλου των παλαιών κατηγοριών C και D στο πλαίσιο της πιστοποιήσεώς του, δηλαδή της πρόσβασής του χωρίς περιορισμό στην ομάδα καθηκόντων AST.

84      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η διοίκηση εφάρμοσε, εν προκειμένω, κατ’ αναλογία, το άρθρο 43, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και όχι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

85      Ασφαλώς, οι συντάκτες της ΕΕΣ του έτους 2005 θα μπορούσαν να σχηματίσουν τη γνώμη, λαμβάνοντας υπόψη τις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 1‑2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, για τη διαδικασία αξιολογήσεως του έτους 2006, ότι είχαν το δικαίωμα να εκτιμήσουν αν η προσφεύγουσα διέθετε την αναγκαία ικανότητα προκειμένου να γίνει δεκτή στη διαδικασία πιστοποιήσεως. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω Διοικητικές Πληροφορίες προέβλεπαν ότι η στήλη «Ικανότητα» της ΕΕΣ του έτους 2005 έπρεπε να συμπληρωθεί από τον αξιολογητή στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, αν ο κάτοχος της θέσεως το ζητούσε με την αυτοαξιολόγησή του.

86      Ωστόσο, οι Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 1‑2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, δεν θα μπορούσαν να προσθέσουν νομίμως κανένα άλλο κριτήριο στα υφιστάμενα κριτήρια χορηγήσεως πιστοποιήσεως ούτε καμία άλλη προϋπόθεση στις υφιστάμενες προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία πιστοποιήσεως, καθόσον τα εν λόγω κριτήρια και προϋποθέσεις προβλέπονταν από τις διατάξεις της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Η Επιτροπή, εξάλλου, ουδόλως υποστήριξε ότι η απόφαση που περιέχεται στις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 1‑2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, μπορούσε να έχει ένα τέτοιου είδους κανονιστικό περιεχόμενο.

87      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέκλεισε την προσφεύγουσα από τη διαδικασία πιστοποιήσεως, δεν εκδόθηκε όπως όφειλε, ως εκ του αντικειμένου της, βάσει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, που διέπουν τη διαδικασία πιστοποιήσεως, αλλά βάσει των διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ και των ΓΕΔ 43, που διέπουν τη διαδικασία αξιολογήσεως.

88      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίχθηκε εσφαλμένα στο άρθρο 43 του ΚΥΚ, εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 43, το οποίο διαφέρει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, και χωρίς να γίνει σεβαστή η αυτοτέλεια των διαδικασιών βαθμολογήσεως και πιστοποιήσεως, που προβλέπονται από τις ΓΕΔ 43, κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων του ΚΥΚ, και από την απόφαση της 7ης Απριλίου 2004.

89      Βεβαίως, η Επιτροπή ισχυρίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2006, η οποία κατήργησε και αντικατέστησε την απόφαση της 7ης Απριλίου 2004, συνέδεε τη διαδικασία πιστοποιήσεως με τη διαδικασία αξιολογήσεως. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2006 προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι ο υποψήφιος μπορεί να γίνει δεκτός στη διαδικασία πιστοποιήσεως μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχει αναγνωριστεί η ικανότητά του να αναλάβει καθήκοντα «βοηθού διοικήσεως».

90      Ωστόσο, η απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2006 τέθηκε σε ισχύ, δυνάμει του άρθρου 9 αυτής, την επομένη της εκδόσεώς της. Η απόφαση της 7ης Απριλίου 2004 εξακολουθούσε επομένως να ισχύει στις 26 Ιουνίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία η ΕΕΣ του έτους 2005 που περιείχε την προσβαλλόμενη απόφαση επιβεβαιώθηκε από τον κατ’ έφεση αξιολογητή και κατέστη οριστική. Ως εκ τούτου, αν η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βάσει της μεταγενέστερης αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2006, και αν υποτεθεί ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, υπερέβη όχι μόνον το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και των εκτελεστικών τους διατάξεων αλλά και το πεδίο εφαρμογής ratione temporis των αποφάσεων της 7ης Απριλίου 2004 και της 29ης Νοεμβρίου 2006.

91      Η προσφεύγουσα βασίμως, επομένως, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή της ΕΕΣ του έτους 2005 που την αφορά, καθόσον δεν της αναγνωρίστηκε η αναγκαία ικανότητα για την άσκηση των καθηκόντων του βοηθού και, ως εκ τούτου, αποκλείστηκε η συμμετοχή της στη διαδικασία πιστοποιήσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

92      Δυνάμει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεων μετά από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Κανονισμού αυτού, δηλαδή από την 1η Νοεμβρίου 2007. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

93      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας της F. Putterie-De-Beukelaer που αφορά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2005 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2005 στο μέτρο που δεν αναγνωρίζει την ικανότητα της προσφεύγουσας να ασκήσει καθήκοντα της κατηγορίας B*.

2)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Kreppel

Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 2008.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       H. Kreppel

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.