Language of document : ECLI:EU:F:2012:49

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 28ης Μαρτίου 2012

Υπόθεση F‑36/11

BD

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Μη ανανέωση συμβάσεως – Άρθρο 11α του ΚΥΚ – Σύγκρουση συμφερόντων – Σχέση εμπιστοσύνης – Άρθρο 12β του ΚΥΚ – Εξωτερική δραστηριότητα – Τεκμήριο αθωότητας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο BD ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως που περιέχεται σε σημείωμα της 30ής Αυγούστου 2010 της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής της Επιτροπής με το οποίο πληροφορήθηκε ότι η σύμβασή του δεν θα παρατεινόταν. Με την ίδια προσφυγή‑αγωγή, ο BD ζητεί επίσης να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Θέσπιση εσωτερικής οδηγίας προβλέπουσας την αρχή της ανανεώσεως υπό ορισμένες προϋποθέσεις – Αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της διοικήσεως στον σχετικό τομέα

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 47, στοιχείο β΄, 85 και 119, εδ. 1)

2.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Απόλυση – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως όσον αφορά το αν η απόλυση θα στηρίζεται σε πειθαρχικούς λόγους ή στη σύμβαση

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 47 § 1, στοιχείο β΄, περίπτωση i, 49 § 1 και 119, εδ. 1)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Απορριπτική απόφαση – Αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως – Κατάχρηση εξουσίας – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Προϋποθέσεις – Συμφέρον της υπηρεσίας και διατήρηση της σχέσεως εμπιστοσύνης

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 88)

5.      Υπάλληλοι – Αρχές – Δικαίωμα επί του τεκμηρίου αθωότητας – Περιεχόμενο – Απαγόρευση συναγωγής από στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διαρρήξεως της σχέσεως εμπιστοσύνης κωλύουσας την ανανέωση της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου – Δεν υφίσταται

6.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Υποχρέωση ανεξαρτησίας και ακεραιότητας – Υποχρέωση προληπτικής ενημερώσεως της διοικήσεως σχετικά με κάθε ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 11α· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 3α, 11 και 81)

7.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Εξωτερική δραστηριότητα – Υποχρέωση λήψεως άδειας από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή – Συνέχιση δραστηριότητας ασκούμενης πριν από την πρόσληψη – Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12β· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 3α, 11 και 81)

8.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Πλάνη περί τα πράγματα την οποία ενέχει η κατά τα άλλα επαρκής αιτιολογία αποφάσεως – Δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

1.      Συμβασιούχος υπάλληλος με σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν έχει, κατ’ αρχήν, κανένα δικαίωμα για ανανέωση της συμβάσεώς του, καθόσον η ανανέωση αυτή αποτελεί απλώς μια δυνατότητα, η οποία εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ανανέωση συνάδει με το συμφέρον της υπηρεσίας.

Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς τους μόνιμους υπαλλήλους, των οποίων τη σταθερότητα απασχολήσεως εγγυάται ο ΚΥΚ, από το άρθρο 47, στοιχείο β΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού [στο εξής: ΚΛΠ], το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 119, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, προκύπτει ότι ο χρόνος της σχέσεως εργασίας μεταξύ ενός θεσμικού οργάνου και ενός συμβασιούχου υπαλλήλου που έχει προσληφθεί για ορισμένο χρόνο διέπεται, εντός των ορίων που καθορίζει το άρθρο 85 του ΚΛΠ, από τους όρους που προβλέπει η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των μερών. Επιπλέον, η διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την ανανέωση των ορισμένου χρόνου συμβάσεων των συμβασιούχων υπαλλήλων.

Ωστόσο, αφής στιγμής, με εσωτερική οδηγία, η διοίκηση υιοθέτησε ένα ειδικό καθεστώς προκειμένου να διασφαλίσει τη διαφάνεια της διαδικασίας ανανεώσεως των συμβάσεων, η θέσπιση του καθεστώτος αυτού συνιστά αυτοπεριορισμό της εξουσίας εκτιμήσεως του θεσμικού οργάνου. Δεν συνιστούν τέτοιο καθεστώς οι διατάξεις συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου κατά τις οποίες η ανανέωση υπόκειται στην προϋπόθεση επιτυχούς συμμετοχής σε δοκιμασία επιλογής καθώς και στην έγκριση της διευθύνσεως.

(βλ. σκέψεις 31 έως 33, 35 και 36)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 17 Οκτωβρίου 2002, T‑330/00 και T‑114/01, Cocchi και Hainz κατά Επιτροπής, σκέψη 82· 6 Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01, Pyres κατά Επιτροπής, σκέψη 64

ΔΔΔΕΕ: 7 Ιουλίου 2009, F‑54/08, Bernard κατά Ευρωπόλ, σκέψεις 44 και 47· 23 Νοεμβρίου 2010, F‑8/10, Gheysens κατά Συμβουλίου, σκέψη 75

2.      Από το γεγονός ότι ένας συμβασιούχος υπάλληλος δεν τυγχάνει της σταθερότητας της απασχολήσεως, από την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή όσον αφορά την ανανέωση ή όχι της ορισμένου χρόνου συμβάσεώς του και από τη διατύπωση του άρθρου 47, στοιχείο β΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά συμβασιούχου υπαλλήλου του οποίου η συμπεριφορά θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόλυση για πειθαρχικούς λόγους και ότι μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που παρέχει η συμβατική φύση του δεσμού που τους ενώνει. Όσον αφορά το άρθρο 49, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 119, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, το εν λόγω άρθρο αναφέρεται στην πειθαρχική διαδικασία μόνον όσον αφορά τη λύση της συμβάσεως προσλήψεως «χωρίς προειδοποίηση». Συνεπώς, η επιλογή της αναμονής της λήξεως της ορισμένου χρόνου συμβάσεως του οικείου συμβασιούχου υπαλλήλου και της μη ανανεώσεως της συμβάσεως αυτής δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψη 45)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 38

ΔΔΔΕΕ: 24 Απριλίου 2008, F‑74/06, Λογγινίδης κατά Cedefop, σκέψη 116· 7 Ιουλίου 2010, F‑116/07, F‑13/08 και F‑3l/08, Tomas κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 158

3.      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της, που συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας στη διοίκηση να επανεξετάσει την απόφασή της, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει εξελικτικό χαρακτήρα, οπότε, στο σύστημα των μέσων εννόμου προστασίας που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, η διοίκηση μπορεί, αφενός, να απορρίψει τη διοικητική ένσταση και, αφετέρου, να οδηγηθεί σε τροποποίηση της αιτιολογίας βάσει της οποίας είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Επομένως, η απόδειξη της εκ μέρους της διοικήσεως καταχρήσεως εξουσίας και καταστρατηγήσεως διαδικασίας δεν μπορεί να στηρίζεται στο γεγονός ότι, στην απόφασή της περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, χρησιμοποίησε αιτιολογία διαφορετική από εκείνη που περιείχε η προσβαλλόμενη απόφαση.

(βλ. σκέψη 47)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, σκέψεις 55 έως 60

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 110· 15 Δεκεμβρίου 2010, F‑67/09, Angulo Sánchez κατά Συμβουλίου, σκέψη 70· 28 Σεπτεμβρίου 2011, F‑26/10, AZ κατά Επιτροπής, σκέψη 38

4.      Το συμφέρον της υπηρεσίας και η διατήρηση της σχέσεως εμπιστοσύνης που η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή πρέπει να λάβει υπόψη για να αποφασίσει την ανανέωση ή μη συμβάσεως προσλήψεως πρέπει να εκτιμώνται όχι μόνο στο επίπεδο της υπηρεσίας τοποθετήσεως, το συμφέρον της οποίας δεν μπορεί να αγνοηθεί, αλλά και στο επίπεδο της γενικής διευθύνσεως στην οποία ανήκει η υπηρεσία τοποθετήσεως του ενδιαφερομένου, ή ακόμη και στο επίπεδο του θεσμικού οργάνου συνολικά. Εν πάση περιπτώσει, η ανάγκη να προβεί η αρμόδια αρχή σε συνολική εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας επιβάλλεται ειδικότερα όταν πρόκειται για τη συμπεριφορά υπαλλήλου στον οποίο έχουν ανατεθεί οικονομικής φύσεως καθήκοντα.

Συναφώς, το γεγονός ότι συμβασιούχος υπάλληλος ολοκλήρωσε κατά υποδειγματικό υποτίθεται τρόπο την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί να αναιρέσει την εκτίμηση της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής σχετικά με τη σκοπιμότητα μη ανανεώσεως της συμβάσεώς του λόγω πραγματικών περιστατικών που έγιναν γνωστά μετά την έκθεση περί ολοκληρώσεως της δοκιμαστικής υπηρεσίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 48 και 80)

5.      Το δικαίωμα επί του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται, ακόμη και ελλείψει ποινικής διώξεως, στην περίπτωση υπαλλήλου που κατηγορείται για παράβαση των απορρεουσών από τον ΚΥΚ υποχρεώσεων που είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να δικαιολογεί έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) βάσει της οποίας η διοίκηση θα μπορεί να λάβει οποιοδήποτε, και αυστηρό ενδεχομένως, μέτρο που επιβάλλεται. Το δικαίωμα αυτό δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα να απαγορεύει στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή να συναγάγει από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα της OLAF διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης κωλύουσα την ανανέωση της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 51 και 54)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Ιουλίου 1999, C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, σκέψη 175

ΠΕΚ: 6 Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, σκέψη 281· 8 Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κατά Επιτροπής, σκέψη 178· 4 Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, σκέψη 121· 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/05 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61· 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 214

ΓΔΕΕ: 7 Δεκεμβρίου 2010, T‑49/07, Fahas κατά Συμβουλίου, σκέψη 63· 5 Οκτωβρίου 2011, T‑11/06, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 129

ΔΔΔΕΕ: 23 Νοεμβρίου 2010, F‑75/09, Wenig κατά Επιτροπής, σκέψη 58

6.      Το άρθρο 11α του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους βάσει του άρθρου 3α του ΚΛΠ δυνάμει των άρθρων 11 και 81 αυτού, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της αμεροληψίας των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων, καθώς και, κατά συνέπεια, των θεσμικών οργάνων στα οποία αυτοί υπηρετούν, επιβάλλοντας στους οικείους μονίμους ή λοιπούς υπαλλήλους ένα καθήκον προληπτικής ενημερώσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής που αποσκοπεί στην παροχή της δυνατότητας στις εν λόγω αρχές να λάβουν, ενδεχομένως, τα κατάλληλα μέτρα. Λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους χαρακτήρα των σκοπών της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας που επιδιώκει η διάταξη αυτή και του γενικού χαρακτήρα της υποχρεώσεως που επιβάλλεται στους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους, πρέπει να αναγνωριστεί στο άρθρο 11α του ΚΥΚ ευρύ πεδίο εφαρμογής, καλύπτον κάθε κατάσταση αναφορικά με την οποία ο ενδιαφερόμενος οφείλει ευλόγως να κατανοήσει, με δεδομένα τα καθήκοντα που ασκεί και τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι δύναται να εμφανισθεί, στην αντίληψη των τρίτων, ως δυνητική πηγή αλλοιώσεως της ανεξαρτησίας του. Συναφώς, η ανεξαρτησία των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων έναντι των τρίτων δεν πρέπει να εκτιμάται μόνον από υποκειμενικής απόψεως. Προϋποθέτει επίσης την αποφυγή, ιδίως κατά τη διαχείριση δημοσίου χρήματος, κάθε συμπεριφοράς που ενδέχεται να επηρεάσει την εικόνα των θεσμικών οργάνων και να κλονίσει την εμπιστοσύνη που αυτές πρέπει να εμπνέουν στο κοινό.

Περαιτέρω, δεν έχει πολλή σημασία το ότι το οικείο θεσμικό όργανο υποτίθεται ότι δεν υπέστη καμία οικονομική ζημία λόγω των επίμαχων παραβάσεων, διότι οι υποχρεώσεις που υπέχουν οι μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι από τα άρθρα 11α και 12β του ΚΥΚ αποσκοπούν επίσης στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της εικόνας των θεσμικών οργάνων.

(βλ. σκέψεις 68, 70 και 80)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2002, T‑89/01, Willeme κατά Επιτροπής, σκέψη 47· 3 Φεβρουαρίου 2005, T‑137/03, Mancini κατά Επιτροπής, σκέψη 31

7.      Το άρθρο 12β του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους βάσει του άρθρου 3α του ΚΛΠ δυνάμει των άρθρων 11 και 81 αυτού, υποχρεώνει τους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους να ζητούν άδεια όταν προτίθενται να ασκήσουν εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται γενικώς, χωρίς να πρέπει να γίνεται διάκριση όσον αφορά τη φύση ή τη σημασία της δραστηριότητας.

Επιπλέον, η υποχρέωση λήψεως αδείας για την άσκηση εξωτερικής δραστηριότητας δεν απευθύνεται μόνο στους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, προτίθενται να ασκήσουν τέτοια δραστηριότητα, αλλά και στους νεοπροσληφθέντες που επιθυμούν να συνεχίσουν να ασκούν μια δραστηριότητα που ασκούσαν πριν από την πρόσληψή τους και η οποία καθίσταται «εξωτερική» από της αναλήψεως των καθηκόντων τους.

(βλ. σκέψη 72)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Μαρτίου 1998, T‑74/96, Tzoanos κατά Επιτροπής, σκέψη 66· 16 Ιανουαρίου 2003, T‑75/00, Fichtner κατά Επιτροπής, σκέψη 31

8.      Σε περίπτωση πολλαπλής αιτιολογίας, έστω και αν ένας λόγος στον οποίο στηρίζεται η επίδικη πράξη ενέχει πλάνη περί τα πράγματα, το ελάττωμα αυτό δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της πράξεως αυτής αν οι λοιποί λόγοι συνιστούν επαρκή καθεαυτήν αιτιολογία.

Όσον αφορά ειδικότερα λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο προσφεύγων οφείλει να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να ανατρέψει τις εκτιμήσεις της διοικήσεως, οπότε ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί αν, παρά τα προβληθέντα στοιχεία, η αμφισβητούμενη εκτίμηση της διοικήσεως μπορεί να εξακολουθεί να θεωρείται εύλογη. Σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε πολλούς λόγους, η απόρριψη αυτή επιβάλλεται, ειδικότερα, όταν η προσβαλλόμενη απόφαση υποτίθεται ότι είναι πλημμελής ως προς έναν από τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, αλλά ο λόγος αυτός δεν μπορεί να ήταν από μόνος του καθοριστικός για τη διοίκηση.

(βλ. σκέψη 83)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale κατά Επιτροπής, σκέψη 162· 8 Μαρτίου 2005, T‑277/03, Βλαχάκη κατά Επιτροπής, σκέψη 85

ΔΔΔΕΕ: 7 Οκτωβρίου 2009, F‑29/08, Y κατά Επιτροπής, σκέψη 90· 29 Σεπτεμβρίου 2011, F‑74/10, Kimman κατά Επιτροπής, σκέψεις 92 και 93