Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal du travail francophone de Bruxelles (Βέλγιο) στις 27 Ιουλίου 2020 – L.F. κατά S.C.R.L.

(Υπόθεση C-344/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal du travail francophone de Bruxelles

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: L.F.

Εναγομένη: S.C.R.L.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)    Έχει το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία1 , την έννοια ότι η θρησκεία και οι πεποιθήσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου και αυτού προστατευόμενου κριτηρίου ή, αντιθέτως, ότι η θρησκεία και οι πεποιθήσεις είναι διακριτά κριτήρια, ήτοι, αφενός, το κριτήριο της θρησκείας, περιλαμβανομένων των σχετικών πεποιθήσεων, και, αφετέρου, το κριτήριο των πεποιθήσεων, όποιες και αν είναι αυτές;

2)    Στην περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε ερμηνεύσει το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, υπό την έννοια ότι η θρησκεία και οι πεποιθήσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου και αυτού προστατευόμενου κριτηρίου, θα εμποδίζει η ερμηνεία αυτή, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας και προς αποφυγή της μείωσης του επιπέδου προστασίας έναντι των δυσμενών διακρίσεων, το εθνικό δικαστήριο να συνεχίσει να ερμηνεύει κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 4, παράγραφος 4, του νόμου, της 10ης Μαΐου 2007, περί καταπολεμήσεως ορισμένων μορφών δυσμενούς διάκρισης, υπό την έννοια ότι οι θρησκευτικές, φιλοσοφικές και πολιτικές πεποιθήσεις συνιστούν διακριτά προστατευόμενα κριτήρια;

3)    Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78 την έννοια ότι ο κανόνας που περιέχεται στον κανονισμό εργασίας επιχείρησης και επιβάλλει στους εργαζομένους να «μην εκδηλώνουν κατ’ ουδένα τρόπο, ούτε λεκτικώς, ούτε μέσω της αμφίεσης τους, ούτε με άλλο τρόπο, τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή πολιτικές πεποιθήσεις τους, όποιες και αν είναι αυτές» συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση, όταν από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού κανόνα στην πράξη προκύπτει ότι:

α)    η εργαζόμενη η οποία επιθυμεί να ασκήσει τη θρησκευτική ελευθερία της μέσω της εμφανούς χρήσης συμβόλου (με σημασιολογικά φορτισμένο περιεχόμενο), εν προκειμένω μαντίλας, αντιμετωπίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από άλλο εργαζόμενο ο οποίος δεν ασπάζεται καμία θρησκεία, δεν έχει καμία φιλοσοφική πεποίθηση και δεν επικαλείται κανένα πολιτικό φρόνημα και ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν νιώθει την ανάγκη να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε πολιτικό, φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύμβολο;

β)    η εργαζόμενη η οποία επιθυμεί να ασκήσει τη θρησκευτική ελευθερία της μέσω της εμφανούς χρήσης συμβόλου (με σημασιολογικά φορτισμένο περιεχόμενο), εν προκειμένω μαντίλας, αντιμετωπίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από άλλον εργαζόμενο με οποιεσδήποτε φιλοσοφικές ή πολιτικές πεποιθήσεις, ο οποίος νιώθει εντούτοις λιγότερο (ή ουδόλως νιώθει) την ανάγκη να τις προβάλει δημοσίως κάνοντας χρήση ορισμένου συμβόλου (με σημασιολογικά φορτισμένο περιεχόμενο);

γ)    η εργαζόμενη η οποία επιθυμεί να ασκήσει τη θρησκευτική ελευθερία της μέσω της εμφανούς χρήσης συμβόλου (με σημασιολογικά φορτισμένο περιεχόμενο), εν προκειμένω μαντίλας, αντιμετωπίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από άλλον εργαζόμενο που ασπάζεται άλλη (ή ακόμη και την ίδια) θρησκεία, ο οποίος νιώθει εντούτοις λιγότερο (ή ουδόλως νιώθει) την ανάγκη να την προβάλει δημοσίως κάνοντας χρήση ορισμένου συμβόλου (με σημασιολογικά φορτισμένο περιεχόμενο);

δ)    εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι οι πεποιθήσεις δεν έχουν κατ’ ανάγκη θρησκευτικό, φιλοσοφικό ή πολιτικό χαρακτήρα και ότι μπορούν να είναι άλλου είδους (καλλιτεχνικές, αισθητικές, αθλητικές, μουσικές κ.λπ.), η εργαζόμενη η οποία επιθυμεί να ασκήσει τη θρησκευτική ελευθερία της μέσω της εμφανούς χρήσης συμβόλου (με σημασιολογικά φορτισμένο περιεχόμενο), εν προκειμένω μαντίλας, αντιμετωπίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από άλλον εργαζόμενο ο οποίος είναι φορέας μη θρησκευτικών, φιλοσοφικών ή πολιτικών πεποιθήσεων τις οποίες εκδηλώνει μέσω της αμφίεσής του;

ε)    εκκινώντας από την αρχή ότι η αρνητική πτυχή της ελευθερίας εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων σημαίνει επίσης ότι ουδείς μπορεί να υποχρεωθεί να γνωστοποιήσει τη θρησκεία που ασπάζεται ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, η εργαζόμενη η οποία επιθυμεί να ασκήσει τη θρησκευτική ελευθερία της μέσω της χρήσης μαντίλας, η οποία δεν είναι καθεαυτήν μονοσήμαντο σύμβολο της θρησκείας αυτής, δεδομένου ότι άλλη εργαζόμενη θα μπορούσε να επιλέξει τη χρήση της για αισθητικούς, πολιτισμικούς λόγους, ή ακόμη και για λόγους υγείας, και ότι η μαντίλα δεν διακρίνεται κατ’ ανάγκην από μια απλή μπαντάνα, αντιμετωπίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από άλλον εργαζόμενο ο οποίος εκδηλώνει λεκτικά τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του, καθόσον, για την εργαζόμενη που φέρει τη μαντίλα, αυτό συνεπάγεται ακόμη πιο σοβαρή προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι οι πεποιθήσεις που ενδεχομένως υποδηλώνει η μαντίλα δεν είναι πρόδηλες παρά μόνον εάν επικρατήσουν οι προκαταλήψεις, και, κατά κανόνα, δεν θα μπορούν να φανερωθούν παρά μόνον εάν η γυναίκα που τη φέρει υποχρεωθεί να αποκαλύψει στον εργοδότη της τα κίνητρα της πράξης αυτής;

στ)    η εργαζόμενη η οποία επιθυμεί να ασκήσει τη θρησκευτική ελευθερία της μέσω της εμφανούς χρήσης συμβόλου (με σημασιολογικά φορτισμένο περιεχόμενο), εν προκειμένω μαντίλας, αντιμετωπίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από άλλον εργαζόμενο με τις ίδιες πεποιθήσεις ο οποίος επιλέγει να τις εκδηλώσει φέροντας γενειάδα (ενδεχόμενο το οποίο δεν απαγορεύεται ρητώς από τον εσωτερικό κανόνα, εν αντιθέσει προς την εκδήλωση μέσω της αμφίεσης);

____________

1 ΕΕ 2000, L 303, σ. 16.