Language of document : ECLI:EU:F:2010:120

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Σεπτεμβρίου 2010

Υπόθεση F-29/09

Giorgio Lebedef και Trevor Jones

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αποδοχές — Άρθρο 64 του ΚΥΚ — Άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, και άρθρο 9 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ — Διορθωτικός συντελεστής — Ίση μεταχείριση»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία οι G. Lebedef και T. Jones ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως που φέρεται να έχει λάβει η Επιτροπή, αρνούμενη να εξισώσει την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο) με την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), και, επικουρικώς, την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους από τον Ιούνιο του 2008.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Οι προσφεύγοντες φέρουν το σύνολο των δικαστικών εξόδων, εξαιρουμένων αυτών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο παρενέβη υπέρ της Επιτροπής. Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας

(Άρθρα 230, εδ. 2, ΕΚ, 236 ΕΚ και 241 ΕΚ· άρθρα 236, εδ. 2, ΣΛΕΕ, 270 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών

(Άρθρο 265 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91 § 1· παράρτημα XI, άρθρο 3 § 5, εδ. 1)

3.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Διορθωτικοί συντελεστές — Καθορισμός — Αρμοδιότητες του Συμβουλίου — Εξουσία εκτιμήσεως — Όρια — Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 64 και 65)

4.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Διορθωτικοί συντελεστές — Έλλειψη διορθωτικού συντελεστή για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XI, άρθρο 3 § 5, εδ. 1)

5.      Υπάλληλοι — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις

1.      Το άρθρο 241 ΕΚ, που ήταν εφαρμοστέο κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 277 ΣΛΕΕ), προβλέπει ότι κάθε διάδικος μπορεί στο πλαίσιο διαφοράς κατά την οποία τέθηκε υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα κανονισμού κατά την έννοια της διάταξης αυτής να προβάλει, ιδίως προς στήριξη προσφυγής κατά μέτρου εφαρμογής, τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 263, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), παρά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά του εν λόγω κανονισμού. Αυτό το παρεμπίπτον ένδικο βοήθημα αποτελεί έκφραση γενικής αρχής η οποία επιδιώκει να διασφαλίζει ότι κάθε διάδικος έχει ή είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει μια πράξη της Ένωσης η οποία αποτελεί το έρεισμα αποφάσεως που ελήφθη εις βάρος του. Ο κανόνας που θεσπίζει το άρθρο 241 ΕΚ επιβάλλεται βέβαια στο πλαίσιο της διαφοράς που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) δυνάμει του άρθρου 236 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 270 ΣΛΕΕ).

Εντούτοις, η βάσει του άρθρου 241 ΕΚ δυνατότητα προβολής του ανεφάρμοστου ενός κανονισμού δεν αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής και μπορεί να ασκείται μόνον παρεμπιπτόντως, με αποτέλεσμα η έλλειψη δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ή το απαράδεκτο της προσφυγής να συνεπάγεται απαράδεκτο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

(βλ. σκέψεις 29 και 30)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 6 Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407· 16 Ιουλίου 1981, 33/80, Albini κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2141, σκέψη 17· 19 Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 195· 10 Ιουλίου 2003, C‑11/00, Επιτροπή κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2003, σ. 7147, σκέψεις 74 έως 78· 7 Ιουλίου 1987, 89/86 και 91/86, Étoile commerciale και CNTA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1887, σ. 3005, σκέψη 22

2.      Το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας, εκ της φύσεως και του αντικειμένου του, δεν έχει καταρχήν τα χαρακτηριστικά βλαπτικής πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), δεδομένου ότι απλώς εκφράζει σε χρηματικό ποσό τα διαταχθέντα με προηγηθείσες διοικητικές αποφάσεις σχετικώς με την προσωπική και νομική κατάσταση του υπαλλήλου. Εντούτοις, καθόσον αποτελεί σαφή μαρτυρία περί της υπάρξεως και του περιεχομένου ατομικής διοικητικής αποφάσεως, η οποία έως τότε δεν είχε γίνει αντιληπτή, εφόσον δεν είχε επισήμως κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας, ως δηλωτικό των οικονομικών δικαιωμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως βλαπτική πράξη, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί διοικητική ένσταση και, ενδεχομένως, να ασκηθεί προσφυγή, και, ως εκ τούτου, η κοινοποίηση του σημειώματος έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη των σχετικών προθεσμιών.

Συναφώς, στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία προσάπτεται, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε τις απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες για να θεσπιστεί στο μέλλον ειδικός διορθωτικός συντελεστής για το Λουξεμβούργο, πράγμα που προϋποθέτει την κατάργηση του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, και προκειμένου να διαφυλαχθεί το δικαίωμα των υπαλλήλων προς άσκηση προσφυγής, γίνεται δεκτό ότι αυτοί δύνανται να προσβάλουν το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας τους, προβάλλοντας, κατά διατάξεως του ΚΥΚ περί καθορισμού των οικονομικών τους δικαιωμάτων, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στηριζόμενη, συγκεκριμένα, στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Βεβαίως, δεδομένου ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δίνει απλώς στους υπαλλήλους τη δυνατότητα να ζητήσουν από τη διοίκηση που ενεργεί ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να λάβει απόφαση σχετική με αυτούς, ένα τέτοιο αίτημα εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, δεδομένου ότι μια πολιτική πρωτοβουλία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόφαση ληφθείσα σχετικά με υπάλληλο».

Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των δικονομικών δυσχερειών που θα αντιμετώπιζε ένας ιδιώτης που θα επιχειρούσε να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά παραλείψεως θεσμικού οργάνου, επιδιώκοντας την κατάργηση διατάξεως κανονισμού που εκδόθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, ο αποκλεισμός της δυνατότητας του υπαλλήλου να προσβάλει το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας του λόγω μεταβολής των πραγματικών συνθηκών, όπως είναι η μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, προβάλλοντας, συναφώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά διατάξεως του ΚΥΚ η οποία, μολονότι φαινόταν ισχυρή κατά τον χρόνο θεσπίσεώς της, κατέστη, κατά την άποψη του οικείου υπαλλήλου, μη νόμιμη λόγω αυτής της μεταβολής των συνθηκών, θα καθιστούσε πρακτικώς αδύνατη την άσκηση προσφυγής για τη διασφάλιση της τηρήσεως της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης και θα επέφερε έτσι δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

(βλ. σκέψεις 33 και 40 έως 42)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Φεβρουαρίου 1993, C‑107/91, ENU κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑599, σκέψεις 16 και 17

ΓΔΕΕ: 24 Μαρτίου 1998, T‑181/97, Meyer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑151 και II‑481· 16 Φεβρουαρίου 2005, T‑354/03, Reggimenti κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑33 και II‑147, σκέψεις 38 και 39

ΔΔΔΕΕ: 23 Απριλίου 2008, F‑103/05, Pickering κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑101 και II‑A‑1‑527, σκέψεις 72 και 75· 23 Απριλίου 2008, F‑112/05, Bain κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑111 και II‑A‑1‑579, σκέψεις 73 και 76

3.      Σκοπός των διορθωτικών συντελεστών που αφορούν τις αποδοχές των υπαλλήλων και προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65 του ΚΥΚ είναι η διασφάλιση αντίστοιχης αγοραστικής δύναμης για όλους τους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Εναπόκειται στο Συμβούλιο, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όταν διαπιστώνει αισθητή διαφορά του κόστους ζωής, να πράττει τα δέοντα, αναπροσαρμόζοντας τους διορθωτικούς συντελεστές. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ο καθορισμός διορθωτικών συντελεστών δεσμεύει και τον νομοθέτη της Ένωσης.

Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί, πάντως, να επιβάλλει πλήρη ταύτιση της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας, αλλά επιβάλλει μια ουσιαστική αντιστοιχία του κόστους ζωής μεταξύ των οικείων τόπων υπηρεσίας. Ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει, συναφώς, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, δεδομένου ότι το ζήτημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, ενώ η παρέμβαση του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην έρευνα κατά πόσον τα θεσμικά όργανα δεν υπερέβησαν τα εύλογα όρια σε σχέση με τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχτηκαν και δεν έκαναν χρήση της εξουσίας τους κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψεις 62, 63 και 67)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Νοεμβρίου 1981, 194/80, Benassi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2815, σκέψη 5· 23 Ιανουαρίου 1992, C‑301/90, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑221, σκέψεις 19, 24 και 25· 29 Απριλίου 2004, C‑187/03 P, Drouvis κατά Επιτροπής, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 7 Δεκεμβρίου 1995, T‑544/93 και T‑566/93, Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑271 και II‑815, σκέψη 76

4.      Στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας από υπαλλήλους που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο και προβάλλουν μεταχείριση συνιστώσα δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, λόγω της ελλείψεως ειδικού διορθωτικού συντελεστή για αυτό το κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τους προσφεύγοντες να αποδείξουν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, επαρκώς κατά νόμο, την ύπαρξη αισθητής και διαρκούς αυξήσεως του κόστους ζωής στο Λουξεμβούργο σε σχέση με τις Βρυξέλλες, ικανής να θεμελιώσει την ύπαρξη άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ υπαλλήλων, αναλόγως του τόπου υπηρεσίας τους. Σ’ αυτούς εναπόκειται μόνον να προσκομίσουν αρκούντως σημαντική δέσμη στοιχείων από τα οποία να προκύπτει πιθανή διαφορά της αγοραστικής δύναμης, ώστε να μετατεθεί το βάρος της αποδείξεως στην Επιτροπή και να δικαιολογηθεί, ενδεχομένως, η έναρξη διοικητικών ερευνών από την Eurostat.

Εξάλλου, σε περίπτωση που στο καθού θεσμικό όργανο προσάπτεται ότι εφάρμοσε το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ χωρίς να έχει προηγηθεί μελέτη σχετικά με την ενδεχόμενη διαφορά της αγοραστικής δύναμης μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου, ο δικαστικός έλεγχος δεν περιορίζεται στην εξακρίβωση της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, αλλά εξετάζεται κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι είχαν παράσχει ή όχι επαρκή στοιχεία, όπως μελέτες περιέχουσες αριθμητικά στοιχεία ή άλλες, προερχόμενες από νόμιμη πηγή, αρκούντως λεπτομερείς, που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

(βλ. σκέψεις 64, 66 και 68)

5.      Ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως, ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα διατάξεως του ΚΥΚ. Υποσχέσεις της διοικήσεως στις οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του ΚΥΚ δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται.

(βλ. σκέψη 72)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Μαρτίου 1990, T‑123/89, Chomel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑131, σκέψεις 26 έως 30· 7 Ιουλίου 2004, T‑175/03, Schmitt κατά ΕΥΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑211 και II‑939, σκέψεις 46 και 47