Language of document : ECLI:EU:F:2009:92

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 9ης Ιουλίου 2009

Υπόθεση F-91/07

Javier Torijano Montero

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προκήρυξη κενής θέσεως – Βλαπτική πράξη – Παραδεκτό – Απαιτούμενα προσόντα – Βαθμός – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Συμφέρον της υπηρεσίας – Ίση μεταχείριση»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο J. Τorijano Montero ζητεί την ακύρωση της προκηρύξεως κενής θέσεως 197/06, η οποία δημοσιεύθηκε για την πλήρωση θέσεως διοικητικού υπαλλήλου (AD 11‑8) στον τομέα «εξωτερική ασφάλεια» της Διευθύνσεως του «γραφείου ασφαλείας» της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Προκήρυξη κενής θέσεως – Προϋποθέσεις που αποκλείουν τους μεταθέσιμους ή προαγώγιμους υπαλλήλους – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29, 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων – Κεκτημένο δικαίωμα παραμονής στη θέση τοποθετήσεως – Δεν υφίσταται

3.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων – Προκήρυξη κενής θέσεως – Προϋποθέσεις που οδηγούν σε αποκλεισμό της υποψηφιότητας υπαλλήλου που έχει ασκήσει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση που αφορά η προκήρυξη κενής θέσεως – Παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Δεν υφίσταται

4.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Καθορισμός του επιπέδου της προς πλήρωση θέσεως – Κριτήρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

5.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Καθορισμός του επιπέδου της προς πλήρωση θέσεως – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7)

1.      Στο μέτρο που οι οριζόμενες σε προκήρυξη κενής θέσεως προϋποθέσεις που αφορούν την πρόσβαση στη θέση οδηγούν σε αποκλεισμό της υποψηφιότητας μεταθέσιμων ή προαγώγιμων υπαλλήλων, η εν λόγω προκήρυξη κενής θέσεως αποτελεί για τους υπαλλήλους αυτούς βλαπτική πράξη. Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από το απλό γεγονός ότι ο υπάλληλος δεν έχει τον απαιτούμενο από την εν λόγω προκήρυξη κενής θέσεως βαθμό. Πράγματι, αν μόνον οι υποψήφιοι που έχουν τον απαιτούμενο από την προκήρυξη κενής θέσεως βαθμό επιτρεπόταν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της προκηρύξεως, αυτό θα στερούσε από όλους τους υπαλλήλους που έχουν βαθμό διαφορετικό από τον απαιτούμενο από την προκήρυξη κενής θέσεως τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των προϋποθέσεων που θέτει η προκήρυξη. Με τον τρόπο αυτό θα περιοριζόταν σημαντικά η αποτελεσματικότητα του ελέγχου της νομιμότητας της προκηρύξεως κενής θέσεως, αφού δικαίωμα δικαστικού ελέγχου θα είχαν μόνον οι υπάλληλοι που πληρούν την προϋπόθεση του ελάχιστου βαθμού που απαιτείται για την πλήρωση της κενής θέσεως. Οι υπάλληλοι όμως αυτοί δεν θα είχαν συμφέρον να προσβάλουν μια τέτοια προκήρυξη κενής θέσεως, εκτός αν κάποια άλλη προβλεπόμενη από την προκήρυξη κενής θέσεως προϋπόθεση απέκλειε την υποψηφιότητά τους.

(βλ. σκέψεις 27, 30 και 31)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 19 Ιουνίου 1975, 79/74, Küster κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1975, σ. 235, σκέψεις 5 και 6· 11 Μαΐου 1978, 25/77, De Roubaix κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 347, σκέψεις 7 και 8

ΔΔΔ: 18 Μαΐου 2006, F‑13/05, Corvoisier κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑19 και II‑A‑1‑65, σκέψη 42

2.      Ο υπάλληλος δεν έχει κεκτημένο δικαίωμα παραμονής στη θέση στην οποία τοποθετήθηκε. Πράγματι, μια τέτοια μονιμότητα θα περιόριζε ανεπίτρεπτα την ελευθερία που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους και την προσαρμογή τους στην εξέλιξη των αναγκών.

(βλ. σκέψη 74)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 28 Ιανουαρίου 2003, T‑138/01, F κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑25 και II‑137, σκέψεις 43

3.      Ελλείψει συγκεκριμένων, μη υποκείμενων σε όρους και σαφών διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως προς τον υπάλληλο, σύμφωνα με τις οποίες αυτός θα μπορούσε να υποβάλει την υποψηφιότητά του για ορισμένη θέση και η υποψηφιότητά του θα μπορούσε να γίνει δεκτή για την κάλυψη της εν λόγω θέσεως, μια προκήρυξη κενής θέσεως που θέτει προϋποθέσεις οι οποίες οδηγούν σε αποκλεισμό της υποψηφιότητας του εν λόγω υπαλλήλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για μόνον τον λόγο ότι ο υπάλληλος αυτός έχει ασκήσει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση που αφορά η εν λόγω προκήρυξη.

(βλ. σκέψη 74)

4.      Η έννοια του συμφέροντος της υπηρεσίας αναφέρεται, γενικώς, στην καλή λειτουργία του θεσμικού οργάνου και, ειδικότερα, στις ειδικές απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσεως. Το θεσμικό όργανο διαθέτει μεν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών του και την εκτίμηση των θέσεων το κύριο, όμως, κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να καθορίζεται το επίπεδο της προς κάλυψη θέσεως αποτελεί η σημασία των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στη συγκεκριμένη θέση. Από την αρχή αυτή προκύπτει ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποχρεούται να καθορίζει το επίπεδο της προς κάλυψη θέσεως αναλόγως της σημασίας της, ανεξαρτήτως των προσόντων του ή των υποψηφίων που ενδεχομένως εκδήλωσαν ενδιαφέρον κατόπιν της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως κενής θέσεως.

(βλ. σκέψη 77)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 28 Οκτωβρίου 1980, 2/80, Dautzenberg κατά Δικαστηρίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 205, σκέψη 9

ΠΕΚ: 9 Φεβρουαρίου 1994, T‑3/92, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑23 και II‑83, σκέψη 45· 19 Φεβρουαρίου 1998, T‑3/97, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑89 και II‑215, σκέψη 41

5.      Η απόφαση με την οποία το θεσμικό όργανο καθορίζει το επίπεδο ορισμένης θέσεως δεν σημαίνει ότι το όργανο στερείται της δυνατότητας να αναθεωρήσει αργότερα την κατάταξη της θέσεως αυτής, λαμβάνοντας υπόψη μια νέα προσέγγιση. Μόνη η ύπαρξη διαφορετικής προηγούμενης εκτιμήσεως δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη υπερβάσεως των ορίων ή χρήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει το όργανο όσον αφορά τον καθορισμό του επιπέδου της προς πλήρωση θέσεως.

(βλ. σκέψεις 80 και 86)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 4 Φεβρουαρίου 1987, 324/85, Bouteiller κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 529, σκέψη 6· 12 Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 739, σκέψη 5

ΠΕΚ: 16 Δεκεμβρίου 1999, T‑143/98, Cendrowicz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑273 και II‑1341, σκέψεις 23 και 28