Language of document : ECLI:EU:F:2013:31

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 6ης Μαρτίου 2013

Υπόθεση F‑41/12

Séverine Scheefer

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτος υπάλληλος — Καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου — Νόμιμος λόγος»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η S. Scheefer ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2011, περί καταγγελίας της συμβάσεώς της εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε καταβολή αποζημιώσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Η S. Scheefer φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25)

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Περιεχόμενο

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείο γ΄)

3.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Εσωτερικός κανονισμός του Κοινοβουλίου κατά τον οποίο η μακροχρόνια πρόσληψη των εν λόγω υπαλλήλων υπόκειται σε δοκιμασία επιλογής – Καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου κατόπιν αποτυχίας του στις δοκιμασίες – Επιτρέπεται – Σύμβαση του ενδιαφερομένου μετατραπείσα παλαιότερα σε σύμβαση αορίστου χρόνου κατόπιν αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης – Δεν ασκεί επιρροή

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο α΄· εσωτερικός κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόσληψη των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, άρθρο 7 §§ 2 και 3)

1.      Η αιτιολογία βλαπτικής αποφάσεως μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στον μεν ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να γνωρίσει τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση αυτή, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

Πράγματι, η αιτιολογία είναι επαρκής εφόσον εκθέτει τα γεγονότα και το νομικό σκεπτικό που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως, η δε Διοίκηση δεν υποχρεούται να αιτιολογεί την αιτιολογία των αποφάσεών της.

Επιπλέον, όσον αφορά την προβαλλόμενη πλημμελή αιτιολογία, αυτή μπορεί να θεραπευθεί με την παροχή εξηγήσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Τέλος, η υποχρέωση διατυπώσεως των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε μια βλαπτική πράξη πληρούται αν ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε προσηκόντως, σε συνομιλίες του με τους προϊσταμένους του, για τους λόγους αυτούς. Εντούτοις, δεν επιβάλλεται προηγούμενη συνομιλία με τους ιεραρχικώς προϊσταμένους στο όνομα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ή του καθήκοντος διαφάνειας, όταν η πράξη απολύσεως είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

(βλ. σκέψεις 29 έως 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 46

ΠΕΚ: 9 Ιουλίου 2008, T‑304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ – Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), σκέψη 55

ΓΔΕΕ: 13 Απριλίου 2011, T‑262/09, Safariland κατά ΓΕΕΑ – DEF-TEC Defense Technology (FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR), σκέψη 92

ΔΔΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, σκέψη 79· 29 Σεπτεμβρίου 2011, F‑80/10, AJ κατά Επιτροπής, σκέψη 117

2.      Το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού παρέχει στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου.

Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει την προσφυγή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον μια προσωρινή κατάσταση μπορεί να διατηρείται για απροσδιόριστη χρονική περίοδο και, σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια σύμβαση δεν προσφέρει στον δικαιούχο τη μονιμότητα διορισμού ως μονίμου υπαλλήλου, αφού δύναται να λυθεί για νόμιμο λόγο και τηρουμένης της προθεσμίας καταγγελίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του εν λόγω Καθεστώτος.

Συναφώς, λόγος που αντλείται από έλλειψη κενής θέσεως στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του οργάνου συνιστά νόμιμο λόγο απολύσεως δυνάμει του οποίου το οικείο όργανο μπορεί να εκδώσει τη βάσει του εν λόγω άρθρου 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, απόφαση.

(βλ. σκέψεις 36, 37 και 39)

Παραπομπή :

ΠΕΚ: 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, σκέψη 162 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 7 Ιουλίου 2011, T‑283/08 P, Λογγινίδης κατά Cedefop, σκέψη 84

ΔΔΔΕΕ: 13 Απριλίου 2011, F‑105/09, Scheefer κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 56

3.      Από το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του εσωτερικού κανονισμού του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόσληψη των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού προκύπτει ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού μπορούν να τύχουν μακροχρόνιας προσλήψεως, ελλείψει επιτυχόντων διαγωνισμού, μόνον κατόπιν δοκιμασίας επιλογής. Πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι διαδικασία επιλογής βάσει προσόντων και εξετάσεων για την πρόσληψη ιατρού ως εκτάκτου υπαλλήλου διοικήσεως, έστω και αν δεν προβλέπεται από το εν λόγω καθεστώς, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των τύπων που πρέπει να τηρήσει το Κοινοβούλιο υπό την ιδιότητα του εργοδότη ή του μελλοντικού εργοδότη. Αυτή η διαδικασία είναι κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένη, διότι το Κοινοβούλιο οφείλει να σεβαστεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων της διαδικασίας, ιδίως έναντι των επιτυχόντων της εν λόγω διαδικασίας οι οποίοι, εξαιτίας της επιτυχίας τους, θα μπορούσαν να καταλάβουν τις κενές θέσεις.

Όσον αφορά ιατρό με σύμβαση έκτακτου υπαλλήλου του οποίου η σύμβαση είχε μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου κατόπιν αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης, το γεγονός ότι ο υπάλληλος αυτός δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής και ότι δεν μπορούσε να διεκδικήσει πρόσληψη, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, ή του άρθρου 7, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, του εσωτερικού κανονισμού, σε μία από τις προς πλήρωση θέσεις αποτελεί καθοριστικό στοιχείο που δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη από το Κοινοβούλιο, ανεξαρτήτως της προηγούμενης πλάνης στην οποία είχε υποπέσει αυτό κατά τον χαρακτηρισμό της συμβάσεως του ενδιαφερομένου.

Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να καταγγείλουν τη σύμβαση αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου για τον λόγο ότι ο υπάλληλος δεν ενεγράφη στον πίνακα επιτυχόντων διαγωνισμού ή άλλης δοκιμασίας επιλογής. Συναφώς, το γεγονός ότι ένας υποψήφιος ασκεί, ως έκτακτος υπάλληλος, καθήκοντα παρόμοιας φύσεως προς αυτά για τα οποία διοργανώθηκε διαγωνισμός δεν εμποδίζει το θεσμικό όργανο να λάβει υπόψη την αποτυχία του ενδιαφερομένου στον εν λόγω διαγωνισμό προκειμένου να θέσει τέρμα στη σύμβασή του.

(βλ. σκέψεις 46 έως 48, 58 και 61)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 28 Ιανουαρίου 1992, T‑45/90, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 68· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑70/00, Hoyer κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 και 47