Language of document : ECLI:EU:F:2010:150

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2010

Υπόθεση F-75/09

Fritz Harald Wenig

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αίτηση αρωγής — Προσβολή της τιμής και παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο F. H. Wenig ζητεί, αφενός, να ακυρωθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής περί απορρίψεως των αιτήσεων αρωγής και, αφετέρου, να υποχρεωθεί αυτή να ανορθώσει τη ζημία που προξενείται από τη φερόμενη παρανομία αυτών των αποφάσεων.

Απόφαση: Η προσφυγή του F. H. Wenig απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

Δυνάμει της υποχρεώσεως αρωγής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), η διοίκηση οφείλει, όταν πρόκειται για επεισόδιο ασύμβατο με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επέμβει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνται από τις περιστάσεις για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, με γνώση του θέματος, να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος που ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή για την καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγείλαντα.

Αφετέρου, η υποχρέωση αρωγής δεν εξαρτάται από τον όρο ότι έχει προηγουμένως αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας των πράξεων, λόγω των οποίων ο υπάλληλος ζήτησε την αρωγή. Εξάλλου, ένας τέτοιος όρος θα ήταν αντίθετος προς αυτόν τούτον τον σκοπό της αιτήσεως αρωγής στις περιπτώσεις, συχνές, κατά τις οποίες η αίτηση υποβάλλεται, προκειμένου ακριβώς να επιτευχθεί, μέσω ένδικων ενεργειών υποστηριζόμενων από το θεσμικό όργανο, η αναγνώριση αυτών των πράξεων ως παρανόμων.

Μολονότι, πάντως, η υποχρέωση αρωγής, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, συνιστά ουσιώδη κατά τον ΚΥΚ εγγύηση για τον υπάλληλο και δεν εξαρτάται από τον όρο ότι έχει προηγουμένως αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας των πράξεων, λόγω των οποίων ο υπάλληλος ζήτησε την αρωγή, πρέπει ακόμη αυτός να προσκομίσει στοιχεία, από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι οι πράξεις αυτές τον βλάπτουν τόσο λόγω της ιδιότητάς του όσο και λόγω των καθηκόντων που ασκεί και είναι παράνομες από την άποψη του εφαρμοστέου εθνικού νόμου. Πράγματι, αν δεν επιβάλλονταν τέτοιες απαιτήσεις για τον υπάλληλο, η διοίκηση θα ήταν αναγκασμένη, από τη στιγμή κατά την οποία ένας από τους υπαλλήλους της καταγγέλλει περιστατικά, που κατ’ αυτόν συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων του, να του παρέχει αρωγή, ανεξαρτήτως της φύσεως αυτών των περιστατικών, του σοβαρού χαρακτήρα της καταγγελίας και των πιθανοτήτων της επιτυχίας.

Επί πλέον, η διοίκηση δεν μπορεί να υποχρεώνεται να παρέχει αρωγή σε έναν υπάλληλο, για τον οποίο υπάρχει υποψία, βάσει συγκεκριμένων και ουσιωδών στοιχείων, ότι έχει υποπέσει σε σοβαρή παράβαση των επαγγελματικών του υποχρεώσεων και υπόκειται ως εκ τούτου σε πειθαρχικές διώξεις, μολονότι η παράβαση αυτή έγινε υπό το κάλυμμα παράτυπων ενεργειών τρίτων.

(βλ. σκέψεις 46 έως 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16

ΔΔΔEE: 16 Ιανουαρίου 2007, F‑115/05, Vienne κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑9 και II‑A‑1‑47, σκέψη 51