Language of document : ECLI:EU:F:2010:69

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 29ης Ιουνίου 2010

Υπόθεση F-11/10

María Soledad Palou Martínez

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προδήλως απαράδεκτο —Εκπρόθεσμο — Μη τήρηση της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας — Άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, εφαρμοστέου στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α αυτής, με την οποία η M. S. Palou Martínez ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης «[ν]α μελετήσει τα τετελεσμένα γεγονότα και τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την [κ]ατάστασή της και, κατόπιν αυτού, να δεχθεί τα αιτήματ[ά της]», να ακυρώσει «την απόφαση της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής», να υποχρεώσει την Επιτροπή να «αναγνωρίσει και να εγγυηθεί τη θέση εργασίας [της] καθώς και την κατηγορία [στην οποία υπάγεται] στη Βαρκελώνη» (Ισπανία) και, «κατά συνέπεια», να της «προσφέρει εκ νέου τη θέση εργασίας της, την κατηγορία στην οποία υπαγόταν σιωπηρώς, καθώς και το σύνολο των αμοιβών της από τη στιγμή που κρίθηκε ικανή να εργαστεί».

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αντικείμενο — Διαταγή απευθυνόμενη στη Διοίκηση — Νομικής φύσεως διακήρυξη — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα εκπροθέσμως — Αγωγή αποζημιώσεως αποσκοπούσα στο αυτό ακριβώς αποτέλεσμα — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα χωρίς να έχει χωρήσει προηγούμενη διοικητική διαδικασία σύμφωνα με τον ΚΥΚ — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ, αιτήματα με τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να απευθύνει διαταγές στη Διοίκηση ή να την υποχρεώσει να αναγνωρίσει το βάσιμο ορισμένων ισχυρισμών προβαλλομένων προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση είναι προδήλως απαράδεκτα, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει δικαιοδοσία να απευθύνει διαταγές στα όργανα της Ένωσης ούτε να προβαίνει σε νομικής φύσεως διακηρύξεις. Εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία αιτήματα με τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να διαπιστώσει τη συνδρομή ορισμένων πραγματικών περιστατικών και να διατάξει τη Διοίκηση να λάβει μέτρα ικανά να αποκαταστήσουν τον ενδιαφερόμενο στα δικαιώματά του.

(βλ. σκέψεις 29 έως 31)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Νοεμβρίου 1989, C‑41/88 και C‑178/88, Becker και Starquit κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 3807, σκέψη 2

ΓΔΕΕ: 9 Ιουνίου 1994, T‑94/92, X κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑149 και II‑481, σκέψη 32· 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 25 Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑203 και II‑A‑2‑1309, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 7 Νοεμβρίου 2007, F‑57/06, Hinderyckx κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑329 και II‑A‑1‑1831, σκέψη 65

2.       Η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παράσχει σε υπάλληλο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος βλαπτικής πράξεως την οποία δεν αμφισβήτησε νωρίτερα εντός των νομίμων προθεσμιών.

(βλ. σκέψη 43)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 21 Φεβρουαρίου 2008, F‑4/07, Σκουλίδη κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑47 και II‑A‑1‑229, σκέψεις 69 και 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Σύμφωνα με τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, η διά της δικαστικής οδού επιδίωξη αποζημιώσεως πρέπει κανονικά να ξεκινήσει με αίτηση απευθυνόμενη στη Διοίκηση και να συνεχιστεί με την υποβολή διοικητικής ενστάσεως κατά της απορρίψεως της αιτήσεως αυτής. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν έχει προηγηθεί της προσφυγής στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης η εν λόγω διαδικασία σε δύο στάδια, η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Ιουλίου 1995, T‑36/93, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑161 και II‑497, σκέψη 117· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 57

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑121 και II‑A‑1‑657, σκέψη 69· Σκουλίδη κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 56