Language of document : ECLI:EU:F:2007:15

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Ιανουαρίου 2007

Υπόθεση F-55/06

Augusto de Albuquerque

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Μετάθεση – Άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Πρόδηλη πλάνη εκτίμησης – Αρχή της ίσης μεταχείρισης – Κατάχρηση εξουσίας – Συμφέρον της υπηρεσίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο A. de Albuquerque ζητεί την ακύρωση της από 23 Σεπτεμβρίου 2005 αποφάσεως του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης «Κοινωνία της πληροφορίας και μέσα επικοινωνίας» της Επιτροπής να τον μεταθέσει στη θέση του προϊσταμένου της μονάδας G 2 «Μικρο- και νανοσυστήματα», καθώς και της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 2ας Φεβρουαρίου 2006 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

2.      Διαδικασία – Απόδειξη – Προσφυγή κατά αποφάσεως περί μεταθέσεως υπαλλήλου

3.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

1.      Όταν μια απόφαση δεν κρίνεται αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν μπορεί να γεννηθεί ζήτημα καταχρήσεως εξουσίας. Αυτό ισχύει στην περίπτωση αποφάσεως περί μεταθέσεως η οποία εκδίδεται προς τερματισμό μιας διοικητικής καταστάσεως που κατέστη αφόρητη, οσάκις δυσχέρειες που αφορούν εσωτερικές σχέσεις αποτελούν αιτία εντάσεων οι οποίες βλάπτουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Συναφώς, είναι άνευ σημασίας το ζήτημα της ταυτότητας του υπεύθυνου για τα σχετικά συμβάντα ή ακόμη και το αν οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν είναι βάσιμες.

(βλ. σκέψεις 60, 61 και 89)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 12 Ιουλίου 1979, 124/78, List κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979, σ. 217, σκέψη 13· 14 Ιουλίου 1983, 176/82, Nebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2475, σκέψη 25· 7 Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑599, σκέψη 22· 12 Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑5863, σκέψη 41

ΠΕΚ: 10 Ιουνίου 1992, T‑59/91 και T‑79/91, Eppe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2061, σκέψη 57· 22 Ιανουαρίου 1998, T‑98/96, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑21 και II‑49, σκέψη 39· 28 Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑239 και II‑745, σκέψη 88· 17 Νοεμβρίου 1998, T‑131/97, Gómez de Enterría y Sanchez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑613 και II‑1855, σκέψη 62· 6 Μαρτίου 2001, T‑100/00, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑71 και II‑347, σκέψεις 45 και 63· 28 Οκτωβρίου 2004, T‑76/03, Meister κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑325 και II‑1477, σκέψεις 79 και 80· 24 Νοεμβρίου 2005, T‑236/02, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑365 και II‑1621, σκέψη 182

2.      Προς άμυνά της και, ειδικότερα, προς απόδειξη του βασίμου των ισχυρισμών που προβάλλονται για τη στήριξη αποφάσεως περί μεταθέσεως η οποία προσβάλλεται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, η διοίκηση μπορεί βασίμως να επικαλεστεί υπηρεσιακό σημείωμα του προσφεύγοντος από το οποίο προκύπτει η ύπαρξη εντάσεων που βλάπτουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, ακόμη και αν το υπηρεσιακό αυτό σημείωμα, το οποίο φέρει την ένδειξη «προσωπικό και εμπιστευτικό», δεν διαβιβάστηκε επίσημα στον αποδέκτη του, ιεραρχικό προϊστάμενο του προσφεύγοντος, αλλά κοινοποιήθηκε από τον προσφεύγοντα σε άλλους υπεύθυνους της υπηρεσίας, δεδομένου ότι οι περιστάσεις αυτές δεν στερούν το σημείωμα της αποδεικτικής του ισχύος.

(βλ. σκέψη 64)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 18 Σεπτεμβρίου 1996, T‑353/94, Postbank κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑921, σκέψεις 67 και 68

3.      Το γεγονός ότι η απόφαση περί μεταθέσεως υπαλλήλου προς το συμφέρον της υπηρεσίας, συνεπεία δυσχερειών στις σχέσεις με τους ιεραρχικώς προϊσταμένους του, συνδυάστηκε με τη μετάθεση άλλων υπαλλήλων για λόγους υποχρεωτικής κινητικότητας, την οποία προβλέπει εσωτερική οδηγία εκδοθείσα από τη διοίκηση, δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά της.

(βλ. σκέψη 70)

4.      Στο πλαίσιο μεταθέσεως αφορώσας περισσότερους υπαλλήλους, κατά την οποία ένας εξ αυτών μετατίθεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, συνεπεία δυσχερειών στις σχέσεις με τους ιεραρχικώς προϊσταμένους του, ενώ οι λοιποί μετατίθενται για λόγους υποχρεωτικής κινητικότητας την οποία προβλέπει εσωτερική οδηγία της διοικήσεως, δεν είναι δυνατή σύγκριση μεταξύ του πρώτου και των δεύτερων, καθόσον οι δεύτεροι, οι οποίοι δεν εμπλέκονται σε σύγκρουση με άλλα πρόσωπα, τελούν σε διαφορετική από τη δική του κατάσταση. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη την άρνηση να μετατεθεί σε νέα θέση υπαλλήλου ο οποίος μετατίθεται για λόγους υποχρεωτικής κινητικότητας και όχι την ανάλογη άρνηση υπαλλήλου ο οποίος μετατίθεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν συνιστά δυσμενή διάκριση.

(βλ. σκέψεις 92 και 94)