Language of document : ECLI:EU:C:2014:2167

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑562/13

Centre public d’action sociale d’Ottignies-Louvain-la-Neuve

κατά

Moussa Abdida

[αίτηση του cour du travail de Bruxelles (Βέλγιο)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου — Οδηγία 2003/9/ΕΚ — Ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη — Οδηγία 2004/83/ΕΚ — Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων — Πρόσωπο που δικαιούται να υπαχθεί στο καθεστώς επικουρικής προστασίας — Άρθρο 2, στοιχείο ε΄ — Πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης — Άρθρο 15, στοιχείο β΄ — Απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση — Οδηγία 2005/85/ΕΚ — Ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα — Οδηγία 2008/115/ΕΚ — Κοινοί κανόνες και διαδικασίες σχετικά με την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών — Άρθρο 13, παράγραφος 2 — Ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής — Άρθρο 14, παράγραφος 1 — Εγγυήσεις ενόψει της επιστροφής — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρνηση του κράτους μέλους να χορηγήσει άδεια διαμονής για ιατρικούς λόγους σε βαριά ασθενή υπήκοο τρίτης χώρας, συνοδευόμενη από εντολή προς εγκατάλειψη της επικράτειας — Έλλειψη προσφυγής αναστέλλουσας αυτοδικαίως την εκτέλεση της εντολής περί απομακρύνσεως — Μη κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών πλην των ιατρικών — Παροχή επείγουσας ιατρικής βοήθειας»





1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα τα οποία κράτος μέλος υποχρεούται να παρέχει σε υπήκοο τρίτης χώρας η κατάσταση της υγείας του οποίου χρήζει ιατρικής περιθάλψεως, όταν αυτός βρίσκεται εν αναμονή της δικαστικής κρίσεως επί της νομιμότητας της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για τη χορήγηση άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους και του επιβλήθηκε η υποχρέωση να εγκαταλείψει την επικράτεια.

2.        Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να εκτιμήσει, με γνώμονα τις οδηγίες 2003/9/ΕΚ (2), 2004/83 (3) και 2005/85/ΕΚ (4) —οι οποίες θεσπίζουν το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου— και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5), τη συμβατότητα εθνικής ρυθμίσεως η οποία, αφενός, αποκλείει την ύπαρξη προσφυγής αναστέλλουσας αυτοδικαίως την εκτέλεση της απομακρύνσεως και, αφετέρου, περιορίζει, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του ενδιαφερόμενου σε μόνη την επείγουσα ιατρική βοήθεια.

3.        Η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ, αφενός, του centre public d’action sociale d’Ottignies-Louvain-la-Neuve (στο εξής: CPAS) και, αφετέρου, του M. Abdida, Νιγηριανού υπηκόου πάσχοντος από AIDS. Κατόπιν αποφάσεως με την οποία το Βελγικό Δημόσιο απέρριψε την αίτησή του χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους και τον διέταξε να εγκαταλείψει την επικράτεια, ανακλήθηκε η βεβαίωση καταχωρίσεως του ενδιαφερόμενου στα μητρώα η οποία του παρείχε το δικαίωμα δωρεάν καλύψεως των στοιχειωδών αναγκών του. Επιπλέον, δεν μπόρεσε να κάνει χρήση ένδικου μέσου που να αναστέλλει αυτοδικαίως την εκτέλεση της απομακρύνσεως στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής.

4.        Η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θέτει, κατ’ ουσίαν, τρία ερωτήματα.

5.        Πρώτον, μπορεί να θεωρείται ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83 υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω ελλείψεως κατάλληλης περιθάλψεως στη χώρα του;

6.        Το ερώτημα αυτό είναι ταυτόσημο με το τεθέν από το Cour constitutionnelle (συνταγματικό δικαστήριο, Βέλγιο) στο πλαίσιο της υποθέσεως M’Bodj, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου και επί της οποίας ανέπτυξα τις προτάσεις μου στις 17 Ιουλίου 2014 (6).

7.        Δεύτερον, πρέπει να έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα η προσφυγή που ασκείται κατά αποφάσεως η οποία απορρίπτει την αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους και διατάσσει την απομάκρυνση του ενδιαφερόμενου από την επικράτεια, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται υπέρ αυτού στο πλαίσιο των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85, και του Χάρτη;

8.        Τρίτον, και βάσει των ίδιων αυτών νομοθετημάτων, υποχρεούνται τα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών, πλην των ιατρικών, του ενδιαφερόμενου έως ότου κριθεί η νομιμότητα της αποφάσεως περί επιστροφής, δεδομένου ότι το CPAS έχει, εν προκειμένω, περιορίσει την κοινωνική αρωγή σε μόνη την επείγουσα ιατρική βοήθεια;

9.        Στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, θα υποστηρίξω ότι κανένα από τα νομοθετικά κείμενα που διέπουν το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, ήτοι οι οδηγίες 2003/9, 2004/83 και 2005/85, δεν έχει εφαρμογή σε αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους στηριζόμενη στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, περί της εισόδου αλλοδαπών στην επικράτεια, της διαμονής, της εγκαταστάσεως και της απομακρύνσεώς τους, καθόσον αυτή δεν εμπίπτει σε μία από τις επικουρικές μορφές παροχής διεθνούς προστασίας.

10.      Στη συνέχεια, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, οι επιταγές της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (7), και, αφετέρου, τα διακηρυσσόμενα στον Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα για την εξέταση του κατά πόσον, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η έλλειψη προσφυγής αναστέλλουσας αυτοδικαίως την εκτέλεση της απομακρύνσεως και η μη κάλυψη των βασικών αναγκών του ενδιαφερόμενου συνάδουν με τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους μετανάστες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

11.      Συναφώς, θα προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη συνεπάγεται την ύπαρξη προσφυγής συνεπαγόμενης αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα όταν η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής ενδέχεται, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υγείας του ενδιαφερόμενου, να τον εκθέσει σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως που αντιβαίνει στο άρθρο 4 του Χάρτη.

12.      Θα εξηγήσω, επίσης, γιατί, σε μια τέτοια κατάσταση, ο σκοπός του άρθρου 14 της οδηγίας 2008/115 καθώς και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως των απαιτήσεων που απορρέουν από τα άρθρα 1 έως 4 και 35 του Χάρτη, επιβάλλουν στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, επαρκή κάλυψη των βασικών αναγκών του ενδιαφερόμενου κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συντήρησή του καθώς και βιοτικό επίπεδο αξιοπρεπές και κατάλληλο για την υγεία του, παρέχοντάς του, ιδίως, τη δυνατότητα να βρει στέγη, λαμβανομένων, κατά περίπτωση, υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών του.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου

13.      Το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου αποτελείται από τρία νομοθετικά κείμενα: τις οδηγίες 2003/9, 2004/83 και 2005/85.

 α)     Η οδηγία 2003/9

14.      Η οδηγία 2003/9 θεσπίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη.

15.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, η οδηγία αυτή «εφαρμόζεται σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών και τους ανιθαγενείς που υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση ασύλου στα σύνορα ή στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον τους επιτρέπεται να παραμείνουν στο έδαφος ως αιτούντες άσυλο».

16.      Εντούτοις, και σύμφωνα με την παράγραφο 4 της διατάξεως αυτής, «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την εφαρμογή της οδηγίας [αυτής] στις διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων παροχής άλλων μορφών προστασίας εκτός από εκείνη που απορρέει από τη σύμβαση της Γενεύης σε σχέση με υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, που διαπιστώνεται ότι δεν είναι πρόσφυγες».

17.      Στο πλαίσιο του κεφαλαίου της ΙΙ, η εν λόγω οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες συνθήκες υποδοχής τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να επιφυλάσσουν στους αιτούντες άσυλο προκειμένου να τους εξασφαλίζουν επίπεδο διαβιώσεως κατάλληλο για την υγεία τους και να διασφαλίζουν τη συντήρησή τους.

18.      Στα άρθρα 7 έως 10 και 15 της οδηγίας 2003/9, ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει τις εγγυήσεις σχετικά ιδίως με τη διαμονή και την ελευθερία κυκλοφορίας των αιτούντων, τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας, τις ιατρικές εξετάσεις και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και τη μαθητεία και την εκπαίδευση των ανηλίκων.

19.      Στο πλαίσιο του κεφαλαίου της IV και, ιδίως, των άρθρων 17 έως 20, η οδηγία 2003/9 θεσπίζει ειδικές διατάξεις που αφορούν τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

 β)     Η οδηγία 2004/83

20.      Η οδηγία 2004/83 σκοπεί στον καθορισμό κοινών για όλα τα κράτη μέλη κριτηρίων όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών για να απολαύουν της διεθνούς προστασίας (8) καθώς και το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω προστασίας (9). Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2004/83 καθορίζει, στο άρθρο της 2, στοιχεία γ΄ και ε΄, τα πρόσωπα που δικαιούνται να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα και στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ορίζει, στο πλαίσιο των κεφαλαίων της ΙΙ, ΙΙΙ και V, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει αυτός να πληροί και καθορίζει, στο κεφάλαιό της VII, τα δικαιώματα που απορρέουν από την υπαγωγή στα εν λόγω καθεστώτα.

21.      Στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, η επικουρική προστασία συμπληρώνει τους κανόνες περί του νομικού καθεστώτος του πρόσφυγα τους οποίους περιλαμβάνει η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων (10).

22.      Πρόκειται για διεθνή προστασία η οποία κατά το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83 αφορά «τον υπήκοο τρίτης χώρας ή τον ανιθαγενή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του [...], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, [...] και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας».

23.      Κατά το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας, «τα κράτη μέλη χορηγούν καθεστώς επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών […] που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και V».

24.      Το κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας αφορά την «[α]ξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας». Το άρθρο του 6, με τον τίτλο «Φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης», ορίζει τα ακόλουθα:

«Στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:

α)      το κράτος·

β)            ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους·

γ)            μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται υπό στοιχεία α΄ και β΄, περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται με το άρθρο 7.»

25.      Το κεφάλαιο V της οδηγίας 2004/83 αφορά την «[α]ναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας». Το άρθρο του 15 ορίζει την έννοια της «σοβαρής βλάβης» ως ακολούθως:

«Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε:

α)      θανατική ποινή ή εκτέλεση· ή

β)            βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του· ή

γ)            σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

26.      Περαιτέρω, στο πλαίσιο του κεφαλαίου VII της οδηγίας αυτής, σχετικά με το «[π]εριεχόμενο της διεθνούς προστασίας», ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρινίζει στα άρθρα 28 και 29 ότι η παροχή διεθνούς προστασίας, είτε πρόκειται για το καθεστώς του πρόσφυγα είτε για το καθεστώς της επικουρικής προστασίας, απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν στον ενδιαφερόμενο την ίδια κοινωνική αρωγή και τους ίδιους όρους προσβάσεως στην ιατρική περίθαλψη με αυτούς που προβλέπονται υπέρ των ημεδαπών. Τα κράτη μέλη μπορούν, εντούτοις, να διακρίνουν μεταξύ των δύο αυτών καθεστώτων δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές τους επιτρέπουν να περιορίζουν την παρεχόμενη στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας κοινωνική αρωγή στις βασικές παροχές (11).

27.      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 2004/83 σκοπεί στη θέσπιση ελάχιστων κανόνων. Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 3 αυτής, τα κράτη μέλη παραμένουν, ως εκ τούτου, ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερους κανόνες για τον καθορισμό των προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί συνάδουν με την εν λόγω οδηγία.

28.      Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρινίζει, στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2004/83, ότι «[ο]ι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι ανιθαγενείς η παραμονή των οποίων στο έδαφος των κρατών μελών επιτρέπεται όχι για λόγους οφειλομένους στην ανάγκη διεθνούς προστασίας, αλλά βάσει διακριτικής ευχέρειας για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους συμπόνιας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας».

 γ)     Η οδηγία 2005/85

29.      Η οδηγία 2005/85 καθορίζει τους κανόνες της διαδικασίας σχετικά με την εξέταση αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας. Κατά το άρθρο 1 αυτής, η εν λόγω οδηγία σκοπεί στον καθορισμό ελάχιστων κοινών σε όλα τα κράτη μέλη προδιαγραφών όσον αφορά την αναγνώριση και την ανάκληση της ιδιότητας του πρόσφυγα, διευκρινίζονται δε, στα κεφάλαια II και III αυτής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ως προς τη διαδικασία του αιτούντος και του κράτους μέλους όσον αφορά την εξέταση αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας.

30.      Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής προσδιορίζεται στο άρθρο της 3 ως εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις ασύλου που υποβάλλονται στο έδαφος, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διέλευσης των κρατών μελών, καθώς και στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

[...]

3.      Όταν τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν ή εισάγουν διαδικασία διά της οποίας οι αιτήσεις ασύλου εξετάζονται τόσο ως αιτήσεις βάσει της σύμβασης της Γενεύης όσο και ως αιτήσεις άλλων μορφών διεθνούς προστασίας, που παρέχονται υπό τις περιστάσεις του άρθρου 15 της οδηγίας [2004/83], εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία σε όλα τα στάδια της διαδικασίας τους.

4.      Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία σε διαδικασίες για την έκδοση αποφάσεων όσον αφορά αιτήσεις παροχής οποιασδήποτε μορφής διεθνούς προστασίας.»

31.      Υπό τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής», το άρθρο 39 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες άσυλο να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)      απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου την οποία υπέβαλαν·

[...]

3.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν, εφόσον απαιτείται, διατάξεις σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις τους όσον αφορά:

α)      το κατά πόσον η άσκηση προσφυγής σύμφωνα με την παράγραφο 1 επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο κράτος μέλος καθ’ όσο διάστημα εκκρεμεί·

β)      τη δυνατότητα να ζητηθούν ασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα προστασίας όταν η προσφυγή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο κράτος μέλος καθ’ όσο διάστημα εκκρεμεί· τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι λαμβάνονται αυτοδικαίως ασφαλιστικά μέτρα […]».

2.      Επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών

32.      Οι κανόνες σχετικά με την απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών καθορίζονται στο πλαίσιο της οδηγίας 2008/115.

33.      Κατά το άρθρο 2 αυτής, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας.

34.      Σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομακρύνσεως και επαναπατρισμού με βάση κοινούς κανόνες και εγγυήσεις, ώστε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να επαναπατρίζονται με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και της αξιοπρέπειάς τους (12).

35.      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 αναγνωρίζει στους ενδιαφερόμενους υπηκόους τις διαδικαστικές εγγυήσεις στο πλαίσιο ασκήσεως ένδικου μέσου κατά της αποφάσεως περί επιστροφής.

36.      Η διάταξη αυτή έχει διατυπωθεί ως ακολούθως:

«1.      Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή […].

 2.     Η αρχή αυτή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή […] συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»

37.      Το δε άρθρο 14 της οδηγίας αυτής θεσπίζει τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία μπορεί να επικαλείται ο μετανάστης ενόψει της απομακρύνσεώς του.

38.      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την κατάσταση που καλύπτεται από τα άρθρα 16 και 17, μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται κατά το δυνατόν υπόψη οι ακόλουθες αρχές σε σχέση με υπηκόους τρίτων χωρών κατά το χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, το οποίο χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 7 και κατά τα χρονικά διαστήματα για τα οποία αναβάλλεται η απομάκρυνση σύμφωνα με το άρθρο 9:

α)      εξασφαλίζεται η οικογενειακή ενότητα με μέλη της οικογένειας που ευρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους,

β)      παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή,

γ)            παρέχεται στους ανηλίκους πρόσβαση στο βασικό εκπαιδευτικό σύστημα, ανάλογα με τη διάρκεια της διαμονής τους,

δ)      λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων.»

 Β —      Η βελγική νομοθεσία

 1.      Ο νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου αλλοδαπών στην επικράτεια, της διαμονής, της εγκαταστάσεως και της απομακρύνσεώς τους

39.      Ο νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου αλλοδαπών στην επικράτεια, της διαμονής, της εγκαταστάσεως και της απομακρύνσεώς τους (13) σκοπεί στη μεταφορά της οδηγίας 2004/83 στη βελγική έννομη τάξη.

 α)      Οι ουσιαστικοί και διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη χορήγηση άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους

40.      Το άρθρο 9 ter του νόμου αυτού διευκρινίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού έχει ως εξής:

«Αλλοδαπός διαμένων στο Βέλγιο που αποδεικνύει την ταυτότητά του σύμφωνα με την § 2 και πάσχει από ασθένεια η οποία ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή του ή τη φυσική του ακεραιότητα ή κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως οσάκις δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπεία στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα στην οποία διαμένει, μπορεί να ζητήσει άδεια διαμονής στο Βασίλειο από τον Υπουργό ή από το εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο.

Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται με συστημένη επιστολή στον Υπουργό ή στο εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο και περιλαμβάνει τη διεύθυνση της πραγματικής κατοικίας του αλλοδαπού στο Βέλγιο.

Ο αλλοδαπός γνωστοποιεί με την αίτησή του όλες τις χρήσιμες και πρόσφατες πληροφορίες που αφορούν την ασθένειά του καθώς και τις πιθανότητες και τη δυνατότητα προσβάσεως σε κατάλληλη περίθαλψη στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα στην οποία διαμένει.

Υποβάλλει τυποποιημένο ιατρικό πιστοποιητικό που προβλέπεται από βασιλικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου. Στο ιατρικό αυτό πιστοποιητικό το οποίο πρέπει να έχει εκδοθεί εντός του τριμήνου που προηγήθηκε της υποβολής της αιτήσεως περιγράφεται η ασθένεια, ο βαθμός σοβαρότητάς της και η θεραπεία που κρίνεται αναγκαία.

Η εκτίμηση του κατά το εδάφιο 1 κινδύνου, των δυνατοτήτων περιθάλψεως, του κατά πόσον μπορεί να επωφεληθεί των δυνατοτήτων αυτών στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα στην οποία διαμένει, του περιγραφόμενου στο ιατρικό πιστοποιητικό βαθμού σοβαρότητας και της επιβαλλόμενης θεραπείας, πραγματοποιείται από ιατρό του δημοσίου ή ιατρό που διορίζεται από τον Υπουργό ή από το εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, ο οποίος γνωμοδοτεί σχετικά. Ο ιατρός αυτός δύναται, εάν το κρίνει αναγκαίο, να εξετάσει τον αλλοδαπό και να ζητήσει συμπληρωματική γνωμοδότηση από εμπειρογνώμονες.

[…]»

41.      Σε περίπτωση που η άδεια διαμονής για ιατρικούς λόγους χορηγηθεί, οι αρμόδιες εθνικές αρχές χορηγούν στον ενδιαφερόμενο περιορισμένη άδεια διαμονής ενός έτους, δυνάμενη να παραταθεί. Ο ενδιαφερόμενος αποκτά, έτσι, δικαίωμα επιδόματος κοινωνικής αρωγής από το CPAS, το οποίο μπορεί να καλύψει, σε περίπτωση ανάγκης του ενδιαφερόμενου, τις εισφορές του σε ασφάλιση ασθενείας-αναπηρίας καθώς και τα ιατρικά του έξοδα. Μετά το πέρας μιας περιόδου πέντε ετών, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αποκτήσει άδεια διαμονής απεριόριστης διάρκειας, η οποία του παρέχει τα ίδια δικαιώματα με αυτά των ημεδαπών υπηκόων.

42.      Σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως για χορήγηση άδειας διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές κοινοποιούν στον ενδιαφερόμενο διαταγή προς εγκατάλειψη του εδάφους, καθόσον η διαμονή του στη βελγική επικράτεια έχει καταστεί παράνομη. Η κοινωνική αρωγή περιορίζεται στην περίπτωση αυτή στην παροχή επείγουσας ιατρικής βοήθειας. Κατά τη νομολογία του Cour constitutionnelle, η ιατρική αυτή βοήθεια πρέπει να καλύπτει την ιατρική περίθαλψη, τόσο την προληπτική όσο και τη θεραπευτική, προκειμένου να αποτρέπεται ο κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων που πάσχουν από σοβαρή ασθένεια (14).

43.      O ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως διαφορών που αφορούν αλλοδαπούς) προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για τη χορήγηση άδειας διαμονής, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεση του μέτρου της απομακρύνσεως.

44.      Το άρθρο 39/82 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 προβλέπει ότι η προσφυγή αυτή μπορεί να συνοδεύεται από αίτηση αναστολής του μέτρου, η οποία μπορεί να ασκείται είτε κατά την τακτική διαδικασία είτε κατά τη διαδικασία του κατεπείγοντος, αναστέλλουσα αφεαυτής την εκτέλεση του μέτρου.

45.      Η διάταξη αυτή έχει διατυπωθεί ως ακολούθως:

«1)      Οσάκις πράξη διοικητικής αρχής είναι δεκτική ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 39/2, το Conseil είναι το μόνο αρμόδιο να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεώς της.

Η αναστολή διατάσσεται, μετά από ακρόαση των διαδίκων ή από τη δέουσα προς τούτο κλήση τους, με αιτιολογημένη απόφαση του προέδρου του δικάζοντος τμήματος ή του δικαστή ενδίκων διαφορών που αφορούν αλλοδαπούς που ορίζει για τον σκοπό αυτό.

Σε περίπτωση κατεπείγοντος, η αναστολή μπορεί να διαταχθεί προσωρινώς χωρίς προηγούμενη ακρόαση των διαδίκων ή μερικών εξ αυτών.

Όταν ο προσφεύγων ζητεί αναστολή της εκτελέσεως, πρέπει να επιλέγει μεταξύ είτε της αναστολής κατεπείγοντος χαρακτήρα είτε της συνήθους αναστολής. Επί ποινή απαραδέκτου, δεν δύναται ταυτόχρονα ή μεταγενέστερα, είτε να υποβάλει εκ νέου την αίτηση του εδαφίου 3 είτε να ζητήσει εκ νέου την αναστολή στο δικόγραφο που προβλέπεται στην § 3.

Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο 4 και με την επιφύλαξη της § 3, η απόρριψη της αιτήσεως αναστολής με τη διαδικασία του κατεπείγοντος δεν κωλύει τον προσφεύγοντα να ασκήσει μεταγενέστερα αίτηση αναστολής με την τακτική διαδικασία, εφόσον η αίτηση αναστολής κατεπείγοντος χαρακτήρα έχει απορριφθεί λόγω μη επαρκούς αποδείξεως του κατεπείγοντος.

2)      Η αναστολή της εκτελέσεως δύναται να διαταχθεί μόνον εφόσον προβάλλονται σοβαροί λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως και υπό τον όρο ότι η άμεση εκτέλεση της πράξεως δημιουργεί κίνδυνο προκλήσεως σοβαρής βλάβης δύσκολα επανορθώσιμης.

[…]

3)      Πλην της περιπτώσεως κατεπείγοντος, η αίτηση αναστολής και το αίτημα ακυρώσεως πρέπει να ασκούνται με μία ενιαία πράξη.

Στον τίτλο του δικογράφου, πρέπει να μνημονεύεται ότι ασκείται είτε προσφυγή ακυρώσεως είτε αίτηση αναστολής και προσφυγή ακυρώσεως. Εάν δεν τηρηθεί ο τύπος αυτός, θεωρείται ότι το δικόγραφο περιλαμβάνει μόνον προσφυγή ακυρώσεως.

Μετά την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως, η μεταγενέστερη αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας που παρέχεται στον αιτούντα να ασκήσει, με τον ανωτέρω αναφερόμενο τρόπο, νέα προσφυγή ακυρώσεως συνοδευομένη από αίτηση αναστολής, εφόσον η προθεσμία προσφυγής δεν έχει ακόμη παρέλθει.

[…]

4)      […]

Εάν στον αλλοδαπό έχει επιβληθεί το μέτρο της απομακρύνσεως ή της επαναπροωθήσεως η εκτέλεση του οποίου επίκειται, και δεν έχει ακόμη ασκήσει αίτηση αναστολής, δύναται να ζητήσει την αναστολή της αποφάσεως αυτής με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. […] [Ε]άν δεν χορηγηθεί η αναστολή, η αναγκαστική εκτέλεση του μέτρου είναι εκ νέου δυνατή.»

46.      Βάσει του άρθρου 39/84 του εν λόγω νόμου, το Conseil du contentieux des étrangers είναι το μόνο αρμόδιο να διατάσσει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων ή των προσώπων που έχουν συμφέρον για την επίλυση της υποθέσεως, με εξαίρεση τα μέτρα που άπτονται ατομικών δικαιωμάτων.

47.      Το δε άρθρο 39/85 του ίδιου νόμου ρυθμίζει την εξέταση των προσωρινών μέτρων που ζητούνται βάσει του κατεπείγοντος. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«Εάν στον αλλοδαπό έχει επιβληθεί το μέτρο της απομακρύνσεως ή της επαναπροωθήσεως η εκτέλεση του οποίου επίκειται, ο αλλοδαπός ο οποίος έχει ήδη ασκήσει αίτηση αναστολής, δύναται, υπό τον όρο ότι το Conseil δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής, να ζητήσει, μέσω προσωρινών μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 39/84, να εξεταστεί η αίτησή του αναστολής το συντομότερο δυνατόν.

Η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων και η αίτηση αναστολής εξετάζονται από κοινού […].

[…]

Μετά από την παραλαβή της αιτήσεως προσωρινών μέτρων, δεν είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση του μέτρου της απομακρύνσεως ή της επαναπροωθήσεως μέχρι το Conseil να αποφανθεί επί της αιτήσεως ή να απορρίψει την αίτηση. […] [Ε]άν δεν χορηγηθεί αναστολή, η αναγκαστική εκτέλεση του μέτρου είναι εκ νέου δυνατή.

[…]»

48.      Τόσο στο πλαίσιο της αιτήσεως αναστολής κατεπείγοντος χαρακτήρα όσο και στο πλαίσιο αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων κατεπείγοντος χαρακτήρα απαιτείται ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει ότι επίκειται σοβαρή βλάβη και ιδίως την ύπαρξη μέτρου καταναγκασμού προκειμένου να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια.

 β)     Οι κανόνες σχετικά με την υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας

49.      Το άρθρο 48/4 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας (15). Το άρθρο αυτό μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τα άρθρα 2, στοιχείο ε΄, 15 και 17 της οδηγίας 2004/83 και προβλέπει τα εξής:

«1)      Στο καθεστώς επικουρικής προστασίας υπάγεται ο αλλοδαπός που δεν δύναται να θεωρηθεί πρόσφυγας ούτε να τύχει της μεταχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 9 ter και ως προς τον οποίον πιθανολογείται σοβαρώς ότι εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της συνήθους διαμονής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί τις σοβαρές βλάβες της παραγράφου 2 και ο οποίος δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας, υπό τον όρο ότι δεν τον αφορούν οι ρήτρες εξαιρέσεως του άρθρου 55/4.

2)      Σοβαρές βλάβες θεωρούνται:

a)      η θανατική ποινή ή εκτέλεση ή

b)      βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του, ή

c)      σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

50.      Σε περίπτωση που η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας απορριφθεί, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39/70 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, η προσφυγή αυτή έχει ανασταλτικό χαρακτήρα: εκτός αν συναινεί ο ενδιαφερόμενος, κανένα μέτρο απομακρύνσεως από το έδαφος ή επαναπροωθήσεως δεν δύναται να εκτελεστεί αναγκαστικώς κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής και ενόσω διαρκεί η εξέταση αυτής. Εξάλλου, ο ενδιαφερόμενος διατηρεί το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής που παρέχεται από το CPAS. Η αρωγή αυτή καλύπτει το σύνολο των στοιχειωδών αναγκών του ενδιαφερόμενου, ήτοι ιατρική βοήθεια, κοινωνική πρόνοια, στέγαση, σίτιση καθώς και εκπαίδευση των παιδιών.

2.        Ο οργανικός νόμος περί των δημοσίων κέντρων κοινωνικής δράσεως της 8ης Ιουλίου 1976

51.      Ο οργανικός νόμος περί των δημοσίων κέντρων κοινωνικής δράσεως της 8ης Ιουλίου 1976 προβλέπει στο άρθρο του 1 ότι κάθε πολίτης δικαιούται κοινωνικής αρωγής με σκοπό να του παρέχεται η δυνατότητα να διάγει βίο συνάδοντα με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

52.      Κατά το άρθρο 57 του νόμου αυτού, το CPAS έχει ως αποστολή να διασφαλίζει στα πρόσωπα και στις οικογένειες την αρωγή που οφείλεται από το κοινωνικό σύνολο. Εξασφαλίζει όχι μόνο ανακουφιστική ή θεραπευτική αρωγή, αλλά και προληπτική αρωγή. Η αρωγή αυτή μπορεί να είναι υλική, κοινωνική, ιατρική ή ψυχολογική.

53.      Το άρθρο 57, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω νόμου εισάγει ωστόσο μία παρέκκλιση από την αρχή αυτή δεδομένου ότι επιτρέπει στο CPAS να περιορίζει την αποστολή του στην παροχή επείγουσας ιατρικής βοήθειας στους αλλοδαπούς που διαμένουν παράνομα στην επικράτεια.

54.      Το βασιλικό διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1996 περί της επείγουσας ιατρικής βοήθειας η οποία παρέχεται από τα δημόσια κέντρα κοινωνικής αρωγής στους αλλοδαπούς που διαμένουν παράνομα στο Βασίλειο (16) αναφέρει ότι η επείγουσα ιατρική βοήθεια του άρθρου 57, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του νόμου της 8ης Ιουλίου 1976 αφορά τη βοήθεια ιατρικής αποκλειστικά φύσεως της οποίας ο επείγων χαρακτήρας βεβαιώνεται από ιατρικό πιστοποιητικό. Η βοήθεια αυτή δεν μπορεί να είναι οικονομική, βοήθεια στεγάσεως ή άλλη βοήθεια κοινωνικής φύσεως.

II – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

55.      Στις 15 Απριλίου 2009, ο Μ. Abdida υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους βάσει του άρθρου 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980. Η αίτηση αυτή κρίθηκε παραδεκτή στις 4 Δεκεμβρίου 2009 και ο Μ. Abdida έλαβε, εξ αυτού του λόγου, το επίδομα κοινωνικής αρωγής που καταβάλλεται από το CPAS.

56.      Στις 6 Ιουνίου 2011, οι αρμόδιες εθνικές αρχές, ωστόσο, απέρριψαν την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι η χώρα καταγωγής του αιτούντος διαθέτει ιατρική υποδομή η οποία καθιστά δυνατή την αγωγή των ασθενών του AIDS. Η εν λόγω απόφαση, συνοδευόμενη από υποχρέωση προς εγκατάλειψη της επικράτειας, κοινοποιήθηκε στον Μ. Abdida στις 29 Ιουνίου 2011. Στην ως άνω απόφαση διευκρινιζόταν ότι η άσκηση προσφυγής και αιτήσεως αναστολής δεν συνεπαγόταν αναστολή της εκτελέσεως του μέτρου.

57.      Κατόπιν τούτου, στις 7 Ιουλίου 2011, ο Μ. Abdida άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers. Στις 13 Ιουλίου 2011, το CPAS αποφάσισε την παύση χορηγήσεως του επιδόματος κοινωνικής αρωγής που καταβαλλόταν μέχρι τούδε στον ενδιαφερόμενο και αρνήθηκε την καταβολή επιδόματος επείγουσας ιατρικής βοήθειας Το CPAS, εντούτοις, επανεξέτασε την απόφαση αυτή στις 27 Ιουλίου 2011, και ενέκρινε την καταβολή επιδόματος επείγουσας ιατρικής βοήθειας στον Μ. Abdida.

58.      Στις 5 Αυγούστου 2011, αυτός προσέβαλε τη σχετική απόφαση του CPAS ενώπιον του tribunal du travail de Nivelles (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, Nivelles). Με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, το tribunal du travail de Nivelles έκρινε ότι το CPAS υποχρεούνταν να καταβάλει επίδομα κοινωνικής αρωγής ισόποσο του εισοδήματος εντάξεως των διαβιούντων μόνων, κρίνοντας, ιδίως, ότι το δικαίωμα σε κοινωνική αρωγή συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ότι συνεπώς η κοινωνική αρωγή της οποίας απολαύει ο Μ. Abdida πρέπει να διατηρηθεί εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως επί της προσφυγής που άσκησε κατά της αποφάσεως απορρίψεως της αιτήσεώς του για τη χορήγηση άδειας διαμονής.

59.      Στις 7 Οκτωβρίου 2011, το CPAS άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour du travail de Bruxelles (εφετείου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών).

60.      Το εν λόγω δικαστήριο διαπιστώνει ότι, κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, ο Μ. Abdida δεν έχει τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικου βοηθήματος συνεπαγόμενου την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως περί απομακρύνσεως και στερείται, εν αναμονή της αποφάσεως επί της προσφυγής αυτής, κάθε άλλης κοινωνικής αρωγής πλην της επείγουσας ιατρικής βοήθειας. Τονίζει, επίσης, ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της μεταχειρίσεως του ενδιαφερόμενου που ζητεί την υπαγωγή του στο καθεστώς επικουρικής προστασίας βάσει του άρθρου 48/4 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 και εκείνου που αιτείται τη χορήγηση άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους βάσει του άρθρου 9 ter του εν λόγω νόμου. Το Cour constitutionnelle δικαιολόγησε, ωστόσο, τη διαφορετική αυτή μεταχείριση.

61.      Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, το Cour du travail de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι οδηγίες 2004/83[…], 2005/85[…] και 2003/9[…] την έννοια ότι το κράτος μέλος η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι αλλοδαπός που “πάσχει από ασθένεια που συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο για τη ζωή του ή τη φυσική του ακεραιότητα ή κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως οσάκις δεν υπάρχει κατάλληλη περίθαλψη στη χώρα καταγωγής του”, δικαιούται την επικουρική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/83[…], υποχρεούται

–        να προβλέπει αίτηση αναστολής κατά της διοικητικής αποφάσεως περί μη παροχής δικαιώματος διαμονής και/ή επικουρικής προστασίας και με την οποία διατάσσεται η απέλασή του από την επικράτεια,

–        να αναλαμβάνει, είτε στο πλαίσιο καθεστώτος κοινωνικής αρωγής είτε στο πλαίσιο μέτρων υποδοχής, την κάλυψη των στοιχειωδών του αναγκών πλην των ιατρικών, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής κατά της εν λόγω διοικητικής αποφάσεως;

2)      Σε περίπτωση αποφατικής απαντήσεως, έχει ο [Χάρτης] και, ιδίως, τα άρθρα 1 έως 3 (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα), το άρθρο 4 (απαγόρευση της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), το άρθρο 19, παράγραφος 2 (δικαίωμα μη απελάσεως σε κράτος στο οποίο υφίσταται σοβαρός κίνδυνος απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχειρίσεως), τα άρθρα 20 και 21 (ισότητα και απαγόρευση διακρίσεων ως προς άλλες κατηγορίες αιτούντων επικουρική προστασία) και/ή το άρθρο 47 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) την έννοια ότι το κράτος μέλος που μεταφέρει στην εσωτερική του έννομη τάξη τις οδηγίες 2004/83[…], 2005/85[…] και 2003/9[…] υποχρεούται να προβλέπει αίτηση αναστολής και να καλύπτει τις στοιχειώδεις ανάγκες που μνημονεύθηκαν στο πρώτο ερώτημα;»

62.      Οι διάδικοι της κύριας δίκης, καθώς και η Βελγική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις.

III – Ανάλυση

 Α —      Επί του πρώτου ερωτήματος

63.      Το πρώτο ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα τα οποία υποχρεούται να παρέχει κράτος μέλος στο πλαίσιο της διαδικασίας υπαγωγής στο καθεστώς επικουρικής προστασίας.

64.      Όπως επισήμαναν η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή στις παρατηρήσεις τους, το ερώτημα αυτό στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία άδεια διαμονής που χορηγείται σε υπήκοο τρίτης χώρας λόγω της κατάστασης της υγείας του και στηρίζεται στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 συνιστά επικουρική μορφή διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83.

65.      Για τους λόγους όμως που ανέπτυξα στα σημεία 40 έως 70 των προτάσεών μου στην υπόθεση M’Bodj και τους οποίους θα εκθέσω και στις παρούσες προτάσεις μου σε γενικές γραμμές, η αρχή αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη (17).

66.      Συγκεκριμένα, φρονώ ότι δεν μπορεί να θεωρείται ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83 υπήκοος τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω ελλείψεως κατάλληλης θεραπείας στη χώρα του. Μολονότι, υπό ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις, ο πόνος που οφείλεται σε ασθένεια ενδέχεται να συνιστά απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, εντούτοις ένα από τα ουσιώδη κριτήρια για την παροχή επικουρικής προστασίας, ήτοι ο προσδιορισμός του φορέα που προκάλεσε τη βλάβη και έναντι του οποίου επιβάλλεται προστασία, κατά τη γνώμη μου, ελλείπει.

67.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι άδεια διαμονής που χορηγείται βάσει του άρθρου 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 δεν μπορεί να συνιστά επικουρική μορφή διεθνούς προστασίας και δεν μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των νομοθετημάτων που θεσπίζουν το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου.

68.      Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου στηρίζεται στην ανάγκη διασφαλίσεως της προστασίας των ατόμων που φοβούνται είτε ότι θα διωχθούν λόγω της φυλής τους, της θρησκείας τους, της εθνικότητάς τους, των πολιτικών τους πεποιθήσεων ή της συμμετοχής τους σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, είτε ότι θα βρεθούν αντιμέτωπα με κίνδυνο σοβαρής βλάβης στη χώρα καταγωγής τους, προστασία την οποία η χώρα τους δεν είναι σε θέση ή δεν είναι πλέον σε θέση να τους τη διασφαλίσει διότι συμβάλλει σκοπίμως στην τέλεση των πράξεων αυτών ή είναι ανεπαρκής.

69.      To καθεστώς παροχής διεθνούς προστασίας από κράτος μέλος, είτε πρόκειται για το καθεστώς του πρόσφυγα είτε για το καθεστώς της επικουρικής προστασίας, επιδιώκει συνεπώς έναν ιδιαίτερο σκοπό και θεσπίζει ειδικό μηχανισμό προστασίας (18) υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν δύο ουσιώδη στοιχεία. Το πρώτο συνίσταται στην ύπαρξη κινδύνου διώξεων ή σοβαρής βλάβης τις οποίες θα υποστεί ο ενδιαφερόμενος, όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Το δεύτερο έγκειται στην άμεση ή έμμεση ευθύνη της χώρας αυτής ως προς την ύπαρξη του εν λόγω κινδύνου. Η υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα ή σε αυτό της επικουρικής προστασίας επιφυλάσσεται συνεπώς για τις περιπτώσεις στις οποίες οι δημόσιες αρχές της χώρας καταγωγής δεν διασφαλίζουν την προστασία αυτή, είτε κινώντας διώξεις είτε ενθαρρύνοντας ή επιτρέποντας τις διώξεις από παραστρατιωτικές ή άλλες μη κρατικές ομάδες.

70.      Τα δύο αυτά στοιχεία είναι καθοριστικά για την παροχή διεθνούς προστασίας δεδομένου ότι σε αυτά θεμελιώνεται το αίσθημα του φόβου του ατόμου και βάσει αυτών εξηγείται η αδυναμία ή η άρνησή του να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της χώρας καταγωγής του.

71.      Όσον αφορά την επικουρική προστασία, τα εν λόγω δύο στοιχεία προκύπτουν σαφώς από το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης της Ένωσης καθιστά απολύτως σαφές ότι «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» είναι το πρόσωπο το οποίο όχι μόνον ενδέχεται να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη όπως ορίζεται στο άρθρο 15 της οδηγίας αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, αλλά και που επίσης δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν προτίθεται να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της χώρας αυτής.

72.      Εξάλλου, το άρθρο αυτό ορίζει την έννοια της «σοβαρής βλάβης» ως κάθε πράξη ή περίσταση για την οποία οι δημόσιες αρχές της χώρας καταγωγής ευθύνονται άμεσα ή έμμεσα.

73.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/83 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με το άρθρο 6 αυτής.

74.      Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τρία είδη σοβαρής βλάβης μεταξύ των οποίων, στο στοιχείο β΄, η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Ο νομοθέτης ορίζει στο σημείο αυτό το υλικό στοιχείο της σοβαρής βλάβης. Πρόκειται για τη θανατική ποινή ή την εκτέλεση, τα βασανιστήρια, την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του και τις σοβαρές απειλές κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης συρράξεως. Οι εν λόγω πράξεις προϋποθέτουν αυτές καθεαυτές την εκ μέρους του φορέα πρόθεση να προκαλέσει σωματικό ή ψυχικό πόνο ιδιαίτερης εντάσεως.

75.      Το δε άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας ορίζει το υποκειμενικό στοιχείο καθώς προσδιορίζει τους «φορείς σοβαρής βλάβης». Ο νομοθέτης της Ένωσης περιορίζει έτσι ρητώς το εύρος των περιπτώσεων βλάβης του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/83 σε αυτές που τελούνται είτε από το κράτος είτε από ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος αυτό ή ένα σημαντικό μέρος του εδάφους του είτε από μη κρατικούς φορείς, αν μπορεί να αποδειχθεί ότι το κράτος ή οι ομάδες ή οι οργανώσεις που το ελέγχουν δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να παρέχουν προστασία έναντι των διώξεων και της σοβαρής βλάβης.

76.      Για την αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας, δεν αρκεί συνεπώς να αποδειχθεί ότι διατρέχει κίνδυνο να εκτεθεί σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, αλλά πρέπει επίσης να αποδειχθεί ότι ο κίνδυνος αυτός προέρχεται από παράγοντες που αποδίδονται άμεσα ή έμμεσα στις δημόσιες αρχές της χώρας αυτής, είτε ότι οι απειλές κατά του ενδιαφερόμενου προέρχονται από τις αρχές της χώρας της ιθαγένειάς του ή τυγχάνουν της ανοχής από τις εν λόγω αρχές, είτε ότι οι απειλές αυτές προέρχονται από ανεξάρτητες ομάδες έναντι των οποίων οι αρχές της χώρας καταγωγής του δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία των υπηκόων της.

77.      Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της, στην περίπτωση ατόμου του οποίου η κατάσταση υγείας χρήζει ιατρικής αρωγής και το οποίο δεν μπορεί να τύχει κατάλληλης περιθάλψεως στη χώρα καταγωγής του, η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση την οποία κινδυνεύει να υποστεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα αυτή δεν οφείλεται στην πράξη ή στη σκόπιμη παράλειψη των δημοσίων αρχών ή των ανεξάρτητων οργάνων του κράτους. Σε μία τέτοια περίπτωση, δηλαδή, ένα από τα ουσιώδη κριτήρια για την αναγνώριση του προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας του άρθρου 6 της οδηγίας 2004/83, ήτοι η άμεση ή έμμεση ευθύνη των δημοσίων αρχών της χώρας καταγωγής για τη διάπραξη της σοβαρής βλάβης και η έναντι αυτών επιβεβλημένη προστασία, οπωσδήποτε ελλείπει.

78.      Σε μια τέτοια κατάσταση, η παρεχόμενη από το κράτος προστασία δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και δεν μπορεί συνεπώς να εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.

79.      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, in fine, της εν λόγω οδηγίας (19), πρόκειται για «άλλη μορφή προστασίας» μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας οδηγίας. Η προστασία αυτή παρέχεται για άλλους λόγους, βάσει διακριτικής ευχέρειας και για λόγους συμπόνιας ή υπαγορεύεται από ανθρωπιστικούς λόγους, που στηρίζονται στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (20) και στα άρθρα 4 και 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκτέλεση της αποφάσεως περί απελάσεως του ενδιαφερόμενου από το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνδυασμό με την έλλειψη κατάλληλων ιατρικών πόρων στη χώρα καταγωγής, ενδέχεται να συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση.

80.      Σαφής πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, ωστόσο, ήταν να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/83 τις περιπτώσεις που στηρίζονται σε ανθρωπιστικούς λόγους.

81.      Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης διευκρινίζει ρητώς, στο πλαίσιο της αιτιολογικής σκέψεως 9 της οδηγίας 2004/83, ότι «[ο]ι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι ανιθαγενείς η παραμονή των οποίων στο έδαφος των κρατών μελών επιτρέπεται όχι για λόγους οφειλομένους στην ανάγκη διεθνούς προστασίας, αλλά βάσει διακριτικής ευχέρειας για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους συμπόνιας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας αυτής]» (21).

82.      Εξάλλου, έχει ενδιαφέρον η αναδρομή στις προπαρασκευαστικές εργασίες της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τη διατύπωση του άρθρου 15, στοιχείο β΄ (22), κατά τις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρινίζει τα εξής:

«Εντούτοις, αν το στοιχείο β΄ πρέπει να συμπεριλάβει όλη τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [(23)] σχετικά με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι υποθέσεις που βασίζονται αποκλειστικά σε ανθρωπιστικούς λόγους όπως η υπόθεση D κατά Ηνωμένου Βασιλείου (1997) γνωστής επίσης ως υπόθεση Saint-Kitts [(24)].

Στην υπόθεση Saint-Kitts, μολονότι η αδυναμία προσβάσεως σε προηγμένο σύστημα υγείας καθώς και η απουσία στενού περιβάλλοντος δεν θεωρούνται βασανιστήριο ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση αυτές καθεαυτές, εντούτοις η απέλαση στη χώρα αυτή, που συνιστά απειλή κατά της ζωής του οικείου προσώπου, χαρακτηρίστηκε ως τέτοια.

Ως εκ τούτου, προκειμένου να μην περιληφθούν υποθέσεις βασιζόμενες σε ανθρωπιστικούς λόγους στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, πράγμα που ποτέ δεν αποτελούσε σκοπό της παρούσας οδηγίας, η προεδρία προτείνει τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του στοιχείου β΄ προβλέποντας ότι πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή τιμωρίας ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως πρέπει να επικρατεί στη χώρα καταγωγής» (25).

83.      Μολονότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Elgafaji (26), το άρθρο 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας «αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, [σ]το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ» (27), ο νομοθέτης της Ένωσης περιόρισε εντούτοις το πεδίο εφαρμογής του στη μεταχείριση «του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του» (28), πράγμα που προϋποθέτει την άμεση ή έμμεση ευθύνη των δημοσίων αρχών της χώρας αυτής. Το καθεστώς της διεθνούς προστασίας και ιδίως το καθεστώς επικουρικής προστασίας θεσπίζει συνεπώς αυτοτελή και ειδικό (29) μηχανισμό προστασίας, διακριτό από τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα συμβαλλόμενα κράτη δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

84.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, εκτιμώ συνεπώς ότι δεν μπορεί να θεωρείται ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83 υπήκοος τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω ελλείψεως κατάλληλης θεραπείας στη χώρα του.

85.      Ως εκ τούτου, αίτηση που στηρίζεται στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 για τη χορήγηση άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους δεν μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/83.

86.      Δεν δύναται περαιτέρω να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άλλων δύο νομοθετικών κειμένων που θεσπίζουν το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, ήτοι των οδηγιών 2003/9 και 2005/85.

87.      Συγκεκριμένα, οι υλικές συνθήκες υποδοχής που προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/9 αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, τους αιτούντες άσυλο ή, κατόπιν σχετικής αποφάσεως του κράτους μέλους, τους αιτούντες άλλη μορφή προστασίας.

88.      Κατά τον ίδιο τρόπο, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που έχουν αναγνωριστεί από τον νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο της οδηγίας 2005/85 αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, τις αιτήσεις ασύλου καθώς και τις αποφάσεις ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα και, κατόπιν σχετικής αποφάσεως του κράτους μέλους, κάθε άλλη αίτηση για την παροχή άλλης μορφής διεθνούς προστασίας.

89.      Προκύπτει, ωστόσο, από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν σκοπούσε να διασφαλίσει την εφαρμογή των νομοθετημάτων αυτών στα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση στηριζόμενη στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980.

90.      Φρονώ, συνεπώς, ότι οι εγγυήσεις διαδικαστικής φύσεως και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα που θεσπίζονται από τον νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 δεν έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.

91.      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία, φρονώ, κατά συνέπεια, ότι οι οδηγίες 2003/9, 2004/83 και 2005/85 έχουν την έννοια ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα που θεσπίζονται στο πλαίσιο αυτό από τον νομοθέτη της Ένωσης δεν έχουν εφαρμογή σε αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους στηριζόμενη στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980.

 Β —      Επί του δεύτερου ερωτήματος

92.      Mε το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα εθνικής ρυθμίσεως η οποία, αφενός, αποκλείει την ύπαρξη προσφυγής αναστέλλουσας αυτοδικαίως την απόφαση περί απομακρύνσεως όσον αφορά τις αποφάσεις που απορρίπτουν αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους και, αφετέρου, περιορίζει την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του ενδιαφερόμενου σε μόνη την επείγουσα ιατρική βοήθεια καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας με γνώμονα τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη βάσει των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85.

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

93.      Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο επιβάλλει να ληφθούν υπόψη άλλοι κανόνες δικαίου οι οποίοι δεν μνημονεύονται ρητώς στην απόφαση περί παραπομπής (30).

94.      Συγκεκριμένα το cour du travail de Bruxelles εστιάζει το δεύτερο αυτό ερώτημα στα δικαιώματα και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στον αιτούντα διεθνή προστασία από τις οδηγίες 2003/9, 2004/83 και 2005/85 καθώς και από τον Χάρτη και ιδίως στις απαιτήσεις που απορρέουν από τα άρθρα του 1 έως 4 αυτού, τα οποία κατοχυρώνουν την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και το δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα και την απαγόρευση της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, από το άρθρο 19 αυτού, παράγραφος 2, το οποίο θεσπίζει την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, από τα άρθρα 20 και 21 αυτού, στα οποία θεμελιώνονται οι αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, και, τέλος, από το άρθρο του 47, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

95.      Για τους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω, ωστόσο, πρέπει να αποκλεισθεί η εφαρμογή των νομοθετημάτων που θεσπίζουν το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου σε καταστάσεις όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, παρέλκει, κατά την άποψή μου, η εξέταση του ερωτήματος που θέτει το αιτούν δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85.

96.      Αντιθέτως, φρονώ ότι πρέπει να εξετασθούν οι κανόνες περί διαδικασίας που εφαρμόζονται ως προς την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών που θεσπίζονται στο πλαίσιο της οδηγίας 2008/115. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 13 αυτής, η εν λόγω οδηγία σκοπεί στη θέσπιση κοινών κανόνων και διαδικασιών στο σύνολο των κρατών μελών σχετικά, ιδίως, με τα ένδικα μέσα που αφορούν αποφάσεις περί επιστροφής και διευκρινίζει, στο κεφάλαιό της ΙΙΙ, τα δικαιώματα και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να παρέχονται στο πλαίσιο αυτό στους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών.

97.      Εντούτοις, δεν αμφισβητείται στην υπό κρίση υπόθεση ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers διαδικασίας, η διαμονή του M. Abdida θεωρείται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές παράνομη. Ο M. Abdida εμπίπτει, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 αυτής.

98.      Φρονώ, επιπλέον, ότι η απόφαση με την οποία οι εθνικές αρχές απέρριψαν την αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος και διέταξαν, σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, την απομάκρυνσή του από την επικράτεια συνιστά «απόφαση περί επιστροφής» υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο 4, της εν λόγω οδηγίας (31). Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, οι βελγικές αρχές κήρυξαν παράνομη τη διαμονή του M. Abdida στη βελγική επικράτεια και του επέβαλαν υποχρέωση επιστροφής. Η απόφαση αυτή συνιστά ακριβώς εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να εκδίδουν απόφαση περί επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στην επικράτειά τους.

99.      Σε μια τέτοια περίπτωση, που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη να εφαρμόζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στις υποθέσεις Åkerberg Fransson (32) και Pfleger κ.λπ. (33), η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται υπό αυτές τις συνθήκες τη δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη.

100. Συνεπώς, για την εξέταση του κατά πόσον, υπό συνθήκες όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η έλλειψη ένδικου μέσου συνεπαγόμενου αναστολή της αποφάσεως εκτελέσεως και η μη κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του ενδιαφερόμενου πλην των ιατρικών συνάδουν με τον σεβασμό των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται εντός της Ένωσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, οι επιταγές της οδηγίας 2008/115 και, αφετέρου, τα διακηρυσσόμενα στο πλαίσιο του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα.

2.      Ερμηνεία

 α)      Σχετικά με την ύπαρξη ένδικου μέσου συνεπαγόμενου αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα

101. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, με τίτλο «Ένδικα μέσα», παρέχει στον ενδιαφερόμενο υπήκοο το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα το οποίο να του παρέχει τη δυνατότητα να προσβάλει τις αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή.

102. Κατά την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δύνανται να αναστέλλουν προσωρινά την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αναστολή αυτή επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, την αναβολή της απομακρύνσεως.

103. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με την πρόταση οδηγίας που είχε υποβάλει η Επιτροπή, η διάταξη αυτή δεν δεσμεύει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ένδικο βοήθημα με ανασταλτικό αποτέλεσμα όταν αυτό ασκείται κατά της αποφάσεως περί επιστροφής (34), αλλά αφήνει το ζήτημα αυτό στη διακριτική τους ευχέρεια.

104. Υπό συνθήκες όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, φρονώ εντούτοις ότι ο σκοπός της οδηγίας 2008/115 καθώς και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως δε οι απαιτήσεις που απορρέουν από τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη επιβάλλουν να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο ένδικο βοήθημα συνεπαγόμενο αυτοδικαίως αναστολή της εκτελέσεως της απομακρύνσεως.

105. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/115 συνάγεται σαφώς από την κατευθυντήρια αρχή που διατύπωσε ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, η οποία έγκειται στη διασφάλιση, με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερόμενων προσώπων, αποτελεσματικής προστασίας των συμφερόντων τους και ιδίως τον επαναπατρισμό τους με ανθρώπινους και αξιοπρεπείς όρους (35).

106. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής νοείται επομένως μόνον σε συνάρτηση και σε συνδυασμό με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 1 έως 4 του Χάρτη που εγγυώνται τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και το δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου και απαγορεύουν την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Πρέπει, επίσης, να ερμηνεύεται σύμφωνα με την αρχή της μη επαναπροωθήσεως του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Τέλος, πρέπει να διασφαλίζει τον σεβασμό των αρχών της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 20 και 21 του ίδιου αυτού νομοθετικού κειμένου και να εγγυάται το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του εν λόγω Χάρτη. Οι παραπομπές στα άρθρα αυτά, συγκεκριμένα, συνάγονται κατά λογική αναγκαιότητα από την αναφορά του άρθρου 1 της οδηγίας 2008/115 στα θεμελιώδη δικαιώματα.

107. Ως εκ τούτου, το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, και, γενικότερα, οι διατάξεις που άπτονται ειδικώς των διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες μπορούν να επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι στο πλαίσιο προσφυγής τους, μπορεί να εφαρμόζεται συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα εν λόγω νομοθετήματα μόνον αν εξασφαλίζει τον σεβασμό αυτών των αρχών.

108. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του ένδικου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, ότι, σε καταστάσεις όπως η επίμαχη της υποθέσεως της κύριας δίκης στην οποία η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής δύναται να εκθέσει τον ενδιαφερόμενο σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως που αντιβαίνει στο άρθρο 4 του Χάρτη, το ένδικο αυτό μέσο θα έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.

109. Πρώτον, σε μια τέτοια κατάσταση, το κράτος μέλος οφείλει να σέβεται την αρχή της μη επαναπροωθήσεως σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, το οποίο, υπενθυμίζεται, ορίζει ότι «κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση». Ο σεβασμός της επιταγής αυτής απαιτεί, ως εκ τούτου, η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής να αναστέλλεται αυτομάτως ενόσω η αρμόδια εθνική αρχή εξετάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής καθώς και τις προβαλλόμενες από τον ενδιαφερόμενο αιτιάσεις ως προς την ύπαρξη κινδύνου μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

110. Δεύτερον, το ΕΔΔΑ κρίνει ότι το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ σημαίνει ότι πρέπει να έχει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής συνεπαγόμενης αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα ο αλλοδαπός ως προς τον οποίο έχει εκδοθεί διαταγή απελάσεως, οσάκις προβάλλει «εύλογη αιτία» κατά την οποία η απομάκρυνσή του θα τον εξέθετε σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (36). Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η εκτέλεση της απομακρύνσεως η νομιμότητα της οποίας αμφισβητείται δύναται να επιφέρει μη αναστρέψιμη βλάβη η οποία πρέπει να προλαμβάνεται με την αναστολή της εκτελέσεώς της. Εκτιμά, ωστόσο, ότι αλλοδαπός ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια και δεν μπορεί να τύχει περιθάλψεως στη χώρα καταγωγής του συνιστά τέτοια αιτία. Εκτιμά, εξάλλου, ότι η αποτελεσματικότητα της προσφυγής προϋποθέτει επίσης την απαιτούμενη ποιότητα και ταχύτητα της διαδικασίας (37).

111. Βάσει αυτής της νομολογίας το Βασίλειο του Βελγίου καταδικάστηκε με απόφαση [του ΕΔΔΑ] της 27ης Φεβρουαρίου 2014 (38). Η υπόθεση αυτή αφορούσε μία Νιγηριανή υπήκοο, πάσχουσα από AIDS και ως προς την οποία οι αρχές εξέδωσαν διαταγή απομακρύνσεως. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι η απομάκρυνσή της προς τη χώρα καταγωγής της θα την εξέθετε σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και διαμαρτυρήθηκε για την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συμβάσεως αυτής.

112. Αφού εξέτασε τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα κατά διαταγής απομακρύνσεως εκδοθείσας κατόπιν απορρίψεως αιτήσεως για άδεια διαμονής βάσει του άρθρου 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 δεν είναι επαρκή για τη διασφάλιση της τηρήσεως του άρθρου 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, της ΕΣΔΑ.

113. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε καταρχάς ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, μια τέτοια προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής απομακρύνσεως (39).

114. Στη συνέχεια έκανε μια επισκόπηση των ειδικών διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο των άρθρων 39/82 έως 39/85 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 και αφορούν την αναστολή της εκτελέσεως της διαταγής απομακρύνσεως.

115. O πρώτος συνδυασμός ένδικων βοηθημάτων συνίσταται στην άσκηση, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως, προσφυγής ακυρώσεως καθώς και αιτήσεως συνήθους αναστολής συνοδευόμενης, κατά τον χρόνο που ο ενδιαφερόμενος υπόκειται σε μέτρο καταναγκασμού, από αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων κατεπείγοντος χαρακτήρα. Ο δεύτερος συνδυασμός συνίσταται στην άσκηση αιτήσεως αναστολής κατεπείγοντος χαρακτήρα η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη μέτρου καταναγκασμού ως προς τον ενδιαφερόμενο (40).

116. Το ΕΔΔΑ έκρινε τις διαδικασίες αυτές «δυσλειτουργικ[ές]» και «ιδιαίτερα περίπλοκ[ες]» ως προς την πλήρωση των απαιτήσεων διαθεσιμότητας και προσβασιμότητας των προσφυγών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (41).

117. Επισήμανε καταρχάς ότι το σύστημα αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεώνει τον ενδιαφερόμενο, στον οποίο έχει επιβληθεί το μέτρο της απομακρύνσεως και ο οποίος υποστηρίζει ότι επείγει η αίτηση αναστολής της εκτελέσεως του μέτρου, να ασκήσει συντηρητικό ένδικο βοήθημα, εν προκειμένω αίτηση συνήθους αναστολής. Κατά το ΕΔΔΑ, το ένδικο αυτό βοήθημα, το οποίο δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, πρέπει συνεπώς να ασκηθεί με μόνο σκοπό τη διατήρηση του δικαιώματος του ενδιαφερόμενου να ενεργήσει επειγόντως σε περίπτωση που προκύψει πράγματι επείγον, ήτοι μέτρο καταναγκασμού. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν ασκήσει αυτό το συντηρητικό ένδικο βοήθημα κατά την έναρξη της διαδικασίας, και στη συνέχεια προκύψει πράγματι επείγον, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο ενδιαφερόμενος θα στερείται πλέον οριστικά της δυνατότητας να ζητήσει την αναστολή του μέτρου της απομακρύνσεως (42). Όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν τις αιτήσεις αναστολής οι οποίες ασκούνται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, το ΕΔΔΑ πρόσθεσε ότι «ωθ[ούν] τους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι βρίσκονται ήδη σε ευάλωτη θέση, να ενεργήσουν πάλι in extremis κατά το χρόνο της αναγκαστικής εκτελέσεως του μέτρου» (43).

118. Βάσει των διαπιστώσεων αυτών το ΕΔΔΑ καταλήγει ότι ο ενδιαφερόμενος δεν διέθετε αποτελεσματική προσφυγή, δεδομένου ότι αυτή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και δεν καθιστά δυνατή την ουσιαστική εξέταση των λόγων που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (44).

119. Στην υπό κρίση υπόθεση και σε συνέχεια, ιδίως, των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Βελγική Κυβέρνηση περιέγραψε μια διαδικασία η οποία κατά τη γνώμη μου είναι πράγματι περίπλοκη ως προς την εφαρμογή της σε σχέση με το επείγον και τη σοβαρότητα της καταστάσεως και δυσπρόσιτη στους μετανάστες τους οποίους αφορά (45). Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα μιας προσφυγής πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση και ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη η ψυχολογική εξαθλίωση στην οποία ενδέχεται να βρεθούν οι μετανάστες και οι δυσχέρειες τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίσουν, για παράδειγμα λόγω γλώσσας, προκειμένου να λάβουν γνώση των διαδικασιών που πρέπει να κινήσουν την παραμονή της απομακρύνσεώς τους από την επικράτεια, δεδομένου ότι πολλοί δεν έχουν τα μέσα ώστε να τύχουν, σε αυτό το στάδιο, δικαστικής συνδρομής.

120. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Βελγική Κυβέρνηση αντέκρουσε την έλλειψη προσφυγής συνεπαγόμενης αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα με το επιχείρημα ότι, στην πράξη, η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers καταλήγει σε de facto αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως περί απομακρύνσεως, καθώς οι βελγικές αρχές ανέχονται την παράνομη διαμονή του ενδιαφερόμενου στην επικράτεια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

121. Καίτοι μια τέτοια κατάσταση είναι, στην πράξη, ταυτόσημη με κατάσταση στην οποία η προσφυγή θα ανέστελλε ρητώς την εκτέλεση της απομακρύνσεως, ενέχει, εντούτοις, πολλά μειονεκτήματα.

122. Πρώτον, παρά την de facto αναστολή, ο ενδιαφερόμενος δεν προστατεύεται επισήμως από αναγκαστική απομάκρυνση κατά το μέτρο που, σύμφωνα με το άρθρο 74/14, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, η προστασία αυτή παρέχεται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της προθεσμίας των 30 ημερών που χορηγείται για την οικειοθελή αποχώρηση. Η προθεσμία αυτή, όμως, εκπνέει γρήγορα και οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν στη συνέχεια επισήμως να εκτελέσουν τη διαταγή απομακρύνσεως ανά πάσα στιγμή. Ως εκ τούτου προκύπτει μία μείζων δυσκολία, ιδίως σε καταστάσεις όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης στην οποία η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής μπορεί να εκθέσει τον ενδιαφερόμενο σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

123. Δεύτερον, παρά την de facto ανοχή την οποία επιδεικνύουν οι αρχές, παραμένει το ενδεχόμενο για τον ενδιαφερόμενο να υποστεί ποινικές κυρώσεις λόγω της παράνομης διαμονής του στην επικράτεια. Δεν προστατεύεται, συνεπώς, επισήμως έναντι ενδεχόμενης συλλήψεως.

124. Τρίτον, στο μέτρο που η απομάκρυνση αναστέλλεται ανεπισήμως, η αναστολή αυτή δεν συνοδεύεται από τα σχετικά δικαιώματα και, ιδιαίτερα, τις εγγυήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως τις οποίες ο νομοθέτης αναγνωρίζει με το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 στους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών των οποίων η απομάκρυνση έχει επισήμως αναβληθεί. Τούτο θέτει μιαν άλλη δυσκολία, ιδίως, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης καθόσον το μέτρο της απομακρύνσεως αφορά πρόσωπο βαριά άρρωστο, το οποίο πρέπει να δικαιούται, όπως κάθε άλλος υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η απομάκρυνση έχει αναβληθεί επισήμως, την κάλυψη των ιδιαιτέρων αναγκών που απαιτεί η κατάσταση της υγείας του.

125. Τέταρτον, δεν μπορώ να αγνοήσω τις ιδιαιτέρως μακρές προθεσμίες της επίμαχης διαδικασίας, δεδομένου ότι έχει ξεκινήσει από τις 7 Ιουλίου 2011. Πέραν των μειονεκτημάτων που συνδέονται με την αβεβαιότητα του νομικού καθεστώτος του ενδιαφερόμενου, την εξαιρετικά ανησυχητική υλική του κατάσταση καθώς και τη σοβαρότητα των αιτιάσεων που προβάλλει ενώπιον του δικαστή, διερωτώμαι αν, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειάς της, μια τέτοια διαδικασία είναι κατάλληλη και παρέχει όλες τις εγγυήσεις που πρέπει να συνοδεύουν την άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής.

126. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, και σε μια τέτοια κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής δύναται να εκθέσει τον ενδιαφερόμενο σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως που αντιβαίνει στο άρθρο 4 του Χάρτη, έχω την αίσθηση ότι ο ενδιαφερόμενος δεν απολαύει των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται από τον Χάρτη και, ιδιαιτέρως, του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 47 του εν λόγω Χάρτη.

127. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ κατά συνέπεια ότι το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικό κανόνα περί διαδικασίας ο οποίος αποκλείει την ύπαρξη προσφυγής συνεπαγόμενης αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα οσάκις η προσφυγή αυτή ασκείται κατά αποφάσεως περί επιστροφής της οποίας η εκτέλεση δύναται να εκθέσει τον ενδιαφερόμενο σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως που αντιβαίνει στο άρθρο 4 του Χάρτη, τούτο δε λαμβανομένης υπόψη και της καταστάσεως της υγείας του.

 β)      Σχετικά με την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του ενδιαφερόμενου πλην των ιατρικών

128. Το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας αυτής, διακηρύσσει τις εγγυήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως τις οποίες «οι υπήκοοι τρίτων χωρών που παραμένουν παράνομα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να απομακρυνθούν» μπορούν να επικαλούνται «ενόψει της επιστροφής». Συγκεκριμένα, εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως και εντός των περιόδων κατά τις οποίες αναβάλλεται η απομάκρυνση, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας καθώς και να διασφαλίζουν επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή. Οφείλουν επίσης να εξασφαλίζουν ότι οι ανήλικοι έχουν πρόσβαση στο βασικό εκπαιδευτικό σύστημα και ότι οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων λαμβάνονται υπόψη. Η διάταξη αυτή αντικατοπτρίζει το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, το οποίο απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ιατρική, οικογενειακή και κοινωνική κατάσταση του ενδιαφερόμενου και, ιδιαιτέρως, την κατάσταση της υγείας του κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

129. Μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξέφρασε στην αιτιολογική σκέψη 12 της εν λόγω οδηγίας την πρόθεσή του να «λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση» των μεταναστών αυτών, ο σκοπός αυτός, κατά την άποψή μου, επιτυγχάνεται μόνον μερικώς, και τούτο για τους λόγους που ακολουθούν.

130. Καταρχάς, από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, προκύπτει ότι ο M. Abdida δεν μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής και συνεπώς να δικαιούται τις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή εγγυήσεις. Συγκεκριμένα, η προθεσμία των 30 ημερών που του είχε χορηγηθεί προκειμένου να αναχωρήσει οικειοθελώς έχει εκπνεύσει και το εκδοθέν ως προς αυτόν μέτρο της απομακρύνσεως δεν έχει αναβληθεί επισήμως.

131. Η διάταξη αυτή δεν αναγνωρίζει συνεπώς ρητώς εγγυήσεις για μια τέτοια κατάσταση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης στην οποία η απομάκρυνση του ενδιαφερόμενου έχει de facto ανασταλεί κατά τον χρόνο της ένδικης διαδικασίας (46).

132. Δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι προβλεπόμενες από τον νομοθέτη της Ένωσης εγγυήσεις στην εν λόγω διάταξη δεν καλύπτουν το σύνολο των δικαιωμάτων και, ιδιαιτέρως, τα δικαιώματα που κατά τη γνώμη μου είναι τα πλέον ουσιώδη τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει πλέον κατ’ ανάγκη πηγές εσόδων και πρέπει να απομακρυνθεί από την επικράτεια, ήτοι τη δυνατότητα σιτίσεώς του, ενδύσεως και στεγάσεώς του.

133. Καίτοι πρέπει να διατηρείται η οικογενειακή ενότητα, να εξασφαλίζεται η βασική εκπαίδευση των ανηλίκων, να διασφαλίζεται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε «απαραίτητη θεραπευτική» αγωγή και να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις, δεν δεσμεύει ρητώς τα κράτη μέλη να καλύπτουν βασικές ανάγκες του ενδιαφερόμενου πλην των ιατρικών.

134. Η οδηγία 2008/115 δεν προβαίνει συνεπώς σε εναρμόνιση, έστω και κατ’ ελάχιστον, των κανόνων που διέπουν την κάλυψη των βασικών αναγκών των εν λόγω μεταναστών από τα κράτη μέλη. Η οδηγία αυτή διαφοροποιείται συνεπώς εμφανώς από την οδηγία 2003/9 στην οποία ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να εγγυώνται τις ελάχιστες συνθήκες υποδοχής στους αιτούντες άσυλο εν αναμονή αποφάσεως, με την κάλυψη του συνόλου των πλέον ουσιωδών αναγκών τους.

135. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από μια απλή ανάγνωση της αιτιολογικής σκέψεως 12 της οδηγίας 2008/115. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική αυτή σκέψη, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρινίζει ότι «[οι] βασικές συνθήκες διαβίωσης [των υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν παράνομα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να απομακρυνθούν] θα πρέπει να ορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία» (47). Η χρήση της εκφράσεως «θα πρέπει να» και ιδιαιτέρως η επιλογή του ρήματος «ορίζω» καταδεικνύουν την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να αφήσει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη φύση των αναγκών που τα κράτη μέλη προτίθενται να ικανοποιήσουν (μολονότι, κατά τη γνώμη μου, ο ορισμός των βασικών αναγκών επιβάλλεται αφ’ εαυτού). Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν κάνει, εξάλλου, καμία άλλη μνεία στην ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών σε όλο το υπόλοιπο κείμενο της εν λόγω οδηγίας.

136. Η διατύπωση αυτή διαφέρει από την προταθείσα από την Επιτροπή στο πλαίσιο της προτάσεώς της οδηγίας και με την οποία προασπίστηκε την εξομοίωση των εγγυήσεων που πρέπει να παρέχονται στους παρανόμως διαμένοντες μετανάστες με τις προβλεπόμενες στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/9.

137. Η αιτιολογική σκέψη 8 της προτάσεως οδηγίας είχε, συγκεκριμένα, διατυπωθεί ως εξής:

«Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των προσώπων που παραμένουν παράνομα, αλλά δεν μπορούν (ακόμη) να απομακρυνθούν. Πρέπει να θεσπισθούν ελάχιστοι κανόνες για τους όρους παραμονής των προσώπων αυτών, με παραπομπή στις διατάξεις της οδηγίας 2003/9/EΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη» (48).

138. Στο άρθρο 13 της προτάσεως οδηγίας, σχετικά με τις «[ε]γγυήσεις ενόψει της επιστροφής», η Επιτροπή παρέπεμπε ρητώς στα κεφάλαια II και IV της οδηγίας 2003/9, τα οποία προβλέπουν με πολύ πιο σαφείς και ακριβείς όρους τις υλικές συνθήκες υποδοχής τις οποίες οφείλουν να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη στους αιτούντες άσυλο εν αναμονή της αποφάσεως προκειμένου να τους εξασφαλίζουν, αφενός, ένα αξιοπρεπές και κατάλληλο επίπεδο διαβιώσεως, και αφετέρου, συγκρίσιμες συνθήκες διαβιώσεως σε όλα τα κράτη μέλη (49). Η διάταξη αυτή είχε διατυπωθεί ως ακολούθως:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι όροι παραμονής των υπηκόων τρίτων χωρών για τους οποίους έχει αναβληθεί η εκτέλεση απόφασης περί επιστροφής ή που δεν μπορούν να απομακρυνθούν για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας, να μην είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 7 έως 10, στο άρθρο 15 και στα άρθρα 17 έως 20 της οδηγίας [2003/9]» (50).

139. Κατά τις διαβουλεύσεις, οι προτάσεις αυτές εγκαταλείφθηκαν και, ιδίως, κάθε ρητή παραπομπή στο παρεχόμενο από την οδηγία 2003/9 καθεστώς στους αιτούντες άσυλο. Καίτοι το νέο άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 επαναλαμβάνει εν μέρει ορισμένες από τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2003/9 εγγυήσεις, παραλείπει, εντούτοις ορισμένα θεμελιώδη στοιχεία και, ιδίως, την εγγύηση ενός αξιοπρεπούς και κατάλληλου βιοτικού επιπέδου.

140. Τέλος, το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 έχει διατυπωθεί κατά τρόπο που δυσχεραίνει την εκτίμηση του περιεχομένου, της μορφής και του ελάχιστου επιπέδου παροχών που πρέπει να χορηγούνται στον ενδιαφερόμενο.

141. Το εν λόγω άρθρο δεν διευκρινίζει, συγκεκριμένα, ποιες διατάξεις οφείλουν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διατηρείται η οικογενειακή ενότητα και το είδος της καλύψεως που πρέπει να παρέχουν στα πλέον ευάλωτα άτομα προκειμένου να ικανοποιούνται οι ιδιαίτερες ανάγκες τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ορισμένες εκφράσεις όπως αυτές που αφορούν «κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή» είναι αρκετά ευρείες ώστε να επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες και το περιεχόμενό τους να διαφοροποιείται από κράτος μέλος σε κράτος μέλος.

142. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, και σε αντίθεση με τον δεδηλωμένο από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπό στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2008/115, η κατάσταση των εν λόγω «υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν παράνομα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να απομακρυνθούν» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «λ[ηφθεί] υπόψη».

143. Στο πλαίσιο της προτάσεώς του ψηφίσματος σχετικά με τη μείωση των ανισοτήτων στον τομέα υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (51), το Κοινοβούλιο διαπίστωσε εξάλλου ότι η ισότιμη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 35 του Χάρτη δεν διασφαλίζεται στην πράξη ή στη νομοθεσία για τους μετανάστες χωρίς άδεια παραμονής. Ως εκ τούτου, κάλεσε τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι μετανάστες χωρίς άδεια παραμονής δικαιούνται —και πράγματι απολαύουν— ισότιμης προσβάσεως στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και να εκτιμήσουν τη βιωσιμότητα της δημόσιας χρηματοδότησης σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη των τελούντων σε παράνομη κατάσταση μεταναστών προσδιορίζοντας την παροχή της βασικής υγειονομικής περιθάλψεως βάσει κοινών αρχών, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία.

144. Πέραν της διαπιστώσεως του Κοινοβουλίου, η υπό κρίση υπόθεση αποκαλύπτει μιαν άλλη πραγματικότητα, αυτήν της συγκεκριμένης νομικής και υλικής καταστάσεως στην οποία βρίσκονται οι μετανάστες εν αναμονή απομακρύνσεως.

145. Πώς συγκεκριμένα ο M. Abdida, η κατάσταση της υγείας του οποίου είναι κρίσιμη, αντεπεξέρχεται στις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του από την άσκηση της προσφυγής του ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers στις 7 Ιουλίου 2011, ήτοι επί 3 έτη;

146. Ο M. Abdida βρίσκεται παρανόμως στη βελγική επικράτεια από τις 29 Ιουνίου 2011, ημερομηνία κατά την οποία οι αρχές τού κοινοποίησαν την υποχρέωσή του να εγκαταλείψει την επικράτεια και τον διέγραψαν από το μητρώο αλλοδαπών. Ωστόσο, η παραμονή του στην επικράτεια είναι ανεκτή de facto από τις αρχές μέχρι αυτές να αποφανθούν επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όπως, όμως, εξέθεσα, η διαδικασία αυτή είναι μακρά, και επί μήνες, ή ακόμη και επί έτη, ο ενδιαφερόμενος όχι μόνο μένει στην αβεβαιότητα όσον αφορά την ενδεχόμενη απομάκρυνσή του αλλά επιπλέον δεν προστατεύεται έναντι ενδεχόμενης συλλήψεως, δεδομένου ότι η παράνομη διαμονή δύναται να επισύρει ποινικές κυρώσεις.

147. Η κατάσταση αυτή καθορίζει προφανώς τις πιθανότητες προσβάσεώς του σε εργασία, κατάλυμα και σε κοινωνικές και ιατρικές παροχές, οι οποίες, εν προκειμένω, είναι σχεδόν μηδενικές. Ο M. Abdida είναι αποκλεισμένος από τη νόμιμη αγορά εργασίας, γεγονός που συνεπάγεται την έλλειψη εισοδημάτων για την κάλυψη των αναγκών του και, ιδίως, για τη σίτισή του, την ένδυση και τη στέγασή του. Βρίσκεται σαφώς αντιμέτωπος με μεγάλες δυσκολίες προσβάσεως σε κατάλυμα, καθόσον η μίσθωση καταλύματος σε μετανάστη που τελεί σε κατάσταση παρανομίας μπορεί, επιπλέον, να είναι κολάσιμη. Επίσης, μπορεί να έχει εν μέρει μόνον πρόσβαση σε κοινωνική αρωγή, δεδομένου ότι αυτή, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, περιορίζεται στην παροχή επείγουσας ιατρικής βοήθειας.

148. Οι συνθήκες αυτές είναι, προφανώς, ικανές να θέσουν τον ενδιαφερόμενο σε κατάσταση ένδειας και θίγουν άμεσα τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του. Κατά πάγια νομολογία του, το ΕΔΔΑ εκτιμά εξάλλου ότι η ανεπάρκεια εισοδήματος μπορεί, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες, να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου καθώς και κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, που αντιβαίνουν στα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ (52).

149. Λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα του άρθρου 14 της οδηγίας 2008/115, φρονώ πως δεν είναι λογικό να επιβάλλεται στα κράτη μέλη να παρέχουν επείγουσα ιατρική βοήθεια αν, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν καλύπτεται καμία εκ των πλέον στοιχειωδών αναγκών του ενδιαφερόμενου. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν είναι λογικό, κατά την άποψή μου, να επιβάλλεται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την οικογενειακή ενότητα ή ακόμη και τη βασική εκπαίδευση των παιδιών χωρίς αυτή η υποχρέωση να προϋποθέτει την υποχρέωση να τους εξασφαλίζουν τη συντήρησή τους καθώς και ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβιώσεως.

150. Δεν θεωρώ επίσης δίκαιο και ορθό υπήκοος τρίτης χώρας η διαμονή του οποίου στην επικράτεια γίνεται de facto ανεκτή εν αναμονή της εξετάσεως της προσφυγής του να έχει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από εκείνον που βρίσκεται υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115. Μολονότι ο κρατούμενος στερείται πράγματι την ελευθερία κινήσεώς του, τούτο δε λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς του, εντούτοις στεγάζεται σε ειδικό κέντρο κρατήσεως το οποίο καλύπτει, καταρχήν, το σύνολο των βασικών αναγκών του, συμπεριλαμβανομένων της νομικής συνδρομής καθώς και της ιατρικής και κοινωνικής καλύψεως, κατά τη διάρκεια περιόδου έως και 18 μηνών. Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης στην οποία ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται και αυτός «εν αναμονή απομακρύνσεως», δεν διασφαλίζεται η κάλυψη των αναγκών αυτών.

151. Δεν θεωρώ περαιτέρω λογικό να απαιτείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της προσφυγής και, ιδίως, να προβλέπουν προσφυγή αναστέλλουσα αυτοδικαίως την απόφαση απομακρύνσεως εφόσον ο μετανάστης δεν μπορεί, εν αναμονή της αποφάσεως του δικαστή, να σιτιστεί, να στεγαστεί και να ενδυθεί αξιοπρεπώς.

152. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η μη κάλυψη των πλέον στοιχειωδών αναγκών των μεταναστών αυξάνει την περιθωριοποίησή τους. Ωστόσο, το να στερείται υπήκοος τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως, κατά τη διάρκεια μιας τόσο μακράς περιόδου από την άσκηση της προσφυγής του, καλύψεως των πλέον ουσιωδών αναγκών του μπορεί να τον οδηγήσει να εγκαταλείψει την επικράτεια του κράτους υποδοχής για να εισέλθει σε άλλο κράτος μέλος, ενισχύοντας έτσι τις δευτερογενείς μετακινήσεις μεταναστών τελούντων σε παράνομη κατάσταση και ως εκ τούτου την παράνομη μετανάστευση εντός των συνόρων της Ένωσης. Η κατάσταση αυτή μπορεί επίσης να τον ωθήσει να επιστρέψει όχι στην παρανομία ή τη λαθραία κατάσταση —διότι βρίσκεται ήδη σε τέτοια κατάσταση— αλλά στην εγκληματικότητα, τούτο δε προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του. Προδήλως, τέτοιες συνέπειες απέχουν πολύ από τον δεδηλωμένο από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπό στην αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2008/115 κατά την οποία πρέπει «να θεσπισθούν σαφείς, διαφανείς και δίκαιοι κανόνες για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής περί επιστροφής, απαραίτητο στοιχείο για την καλή διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής» (53).

153. Η εφαρμογή της οδηγίας 2008/115 κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καταλήγει σε τέτοιες ασυνέπειες και ανωμαλίες δεν καθιστά, προφανώς, δυνατή τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.

154. Το περιεχόμενο των εγγυήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 14 της οδηγίας αυτής πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού της ο οποίος, υπενθυμίζεται, συνίσταται στη θέσπιση σαφών και δίκαιων κανόνων για τον καθορισμό μιας πολιτικής περί επιστροφής η οποία θα είναι όχι μόνο αποτελεσματική, αλλά και θα καθιστά δυνατή τη διασφάλιση, σύμφωνα με την κατευθυντήρια αρχή που διατύπωσε ο νομοθέτης στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, του σεβασμού των αξιών που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

155. Ωστόσο, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και των δικαιωμάτων στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα και στην υγεία που κατοχυρώνεται αντίστοιχα στα άρθρα 1, 2, 3 και 35 (54) του Χάρτη αλλά και η απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4 του Χάρτη δεν επιτρέπουν, κατά τη γνώμη μου, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η απομάκρυνση έχει ανασταλεί de facto να στερείται, εν αναμονή της εξετάσεως της προσφυγής του, καλύψεως των βασικών του αναγκών.

156. Η ικανοποίηση των πλέον στοιχειωδών αναγκών είναι, κατά τη γνώμη μου, ουσιώδες δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να εξαρτάται από τη νομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου.

157. Καίτοι η σημασία της καλύψεως αυτής πρέπει να καθορίζεται από κάθε κράτος μέλος, τούτο δε λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους παρέχει η οδηγία 2008/115, εκτιμώ εντούτοις ότι η κάλυψη αυτή πρέπει να είναι επαρκής ώστε να διασφαλίζει στον ενδιαφερόμενο τη συντήρησή του καθώς και βιοτικό επίπεδο αξιοπρεπές και κατάλληλο για την υγεία του, παρέχοντάς του, ιδίως, τη δυνατότητα να διαθέτει στέγη, λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση, των ιδιαίτερων αναγκών του (55).

158. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, φρονώ, ως εκ τούτου, ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, όσον αφορά παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως περί επιστροφής, περιορίζει την κάλυψη των βασικών αναγκών τους σε μόνη την επείγουσα ιατρική βοήθεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, και καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, το κράτος μέλος οφείλει να εξασφαλίζει επαρκή κάλυψη των βασικών αναγκών του ενδιαφερόμενου κατά τρόπο διασφαλίζοντα τη συντήρησή του καθώς και βιοτικό επίπεδο αξιοπρεπές και κατάλληλο για την υγεία του, παρέχοντάς του, ιδίως, τη δυνατότητα να διαθέτει στέγη, λαμβανομένων, κατά περίπτωση, υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών του.

IV – Πρόταση

159. Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας συλλογιστικής, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο Cour du travail de Bruxelles:

«1)      Η οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, η οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, καθώς και η οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, έχουν την έννοια ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα που θεσπίζονται στο πλαίσιο αυτό από τον νομοθέτη της Ένωσης δεν έχουν εφαρμογή σε αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους στηριζόμενη στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου αλλοδαπών στην επικράτεια, της διαμονής, της εγκαταστάσεως και της απομακρύνσεώς τους.

2)      Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα περί διαδικασίας ο οποίος αποκλείει την ύπαρξη προσφυγής συνεπαγόμενης αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα οσάκις η προσφυγή αυτή ασκείται κατά αποφάσεως περί επιστροφής η εκτέλεση της οποίας δύναται να εκθέσει τον ενδιαφερόμενο σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως που αντιβαίνει στο άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένης δε υπόψη και της καταστάσεως της υγείας του.

3)      Το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, όσον αφορά παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως περί επιστροφής, περιορίζει την κάλυψη των βασικών αναγκών τους σε μόνη την επείγουσα ιατρική βοήθεια. Σε τέτοια περίπτωση, και καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, το κράτος μέλος υποχρεούται να εξασφαλίζει επαρκή κάλυψη των βασικών αναγκών του ενδιαφερόμενου κατά τρόπο διασφαλίζοντα τη συντήρησή του καθώς και βιοτικό επίπεδο αξιοπρεπές και κατάλληλο για την υγεία του, παρέχοντάς του, ιδίως, τη δυνατότητα να διαθέτει στέγη, λαμβανομένων, κατά περίπτωση, υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών του.»


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (ΕΕ L 31, σ. 18). Η ως άνω οδηγία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ L 180, σ. 96).


3 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ L 304, σ. 12, και διορθωτικό ΕΕ 2005, L 204, σ. 24).


4 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ L 326, σ. 13, και διορθωτικό ΕΕ 2006, L 236, σ. 36).


5 —      Στο εξής: Χάρτης.


6 —      Προτάσεις M’Bodj (C‑542/13, EU:C:2014:2113).


7 —      ΕΕ L 348, σ. 98.


8 —      Βλ. άρθρο 1 της οδηγίας αυτής.


9 —      Βλ. προτάσεις Μ. (C‑277/11, EU:C:2012:253, σημείο 19), επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Μ. (C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 72).


10 —      Η Σύμβαση αυτή, υπογραφείσα στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [RecueildestraitésdesNationsunies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Τη Σύμβαση αυτή συμπληρώνει το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, της 31ης Ιανουαρίου 1967, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.


11 —      Στην απόφαση Μ. (EU:C:2012:744), το Δικαστήριο επισήμανε ότι είναι πράγματι διαφορετική η φύση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα από αυτή των δικαιωμάτων που απορρέουν από την υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας (σκέψη 92). Πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι η οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, η οποία αναδιατυπώνει την οδηγία 2004/83, εξαλείφει τις υπάρχουσες διαφορές ως προς το επίπεδο των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πρόσφυγες και στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας όσον αφορά την πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη (άρθρο 30). Μια τέτοια διαφορά, ωστόσο, σχετική με την κοινωνική πρόνοια δεν εξαλείφθηκε (άρθρο 29).


12 —      Βλ. άρθρο 1 καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 2 και 11 της εν λόγω οδηγίας.


13 —      Νόμος όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο της 15ης Σεπτεμβρίου 2006 (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980).


14 —      Βλ. απόφαση του Cour constitutionnelle 43/2013, της 21ης Μαρτίου 2013, σκέψη Β 13, σ. 16.


15 —      Το καθεστώς επικουρικής προστασίας δίνει τη δυνατότητα στο υπαχθέν σε αυτό πρόσωπο να διαθέτει άδεια διαμονής διάρκειας ενός έτους, η οποία δύναται να ανανεωθεί για πέντε έτη. Μετά το πέρας της πενταετούς αυτής περιόδου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να γίνει δεκτός για διαμονή απεριόριστης διάρκειας βάσει του άρθρου 49/2, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980.


16 —      Moniteurbelge της 31ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 32518, όπως έχει τροποποιηθεί στις 13 Ιανουαρίου 2003 (Moniteurbelge της 17ης Ιανουαρίου 2003, σ. 1553).


17 —      Όπως επισήμανα στα σημεία 34 έως 37 των προτάσεων στην υπόθεση M’Bodj (EU:C:2014:2113), υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των εθνικών αρχών επί του θέματος αν μια τέτοια άδεια διαμονής συνιστά μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/83.


18 —      Βλ., συναφώς, απόφαση Diakité (C‑285/12, EU:C:2014:39).


19 —      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Β και D (C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661), από το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, in fine, της οδηγίας 2004/83 προκύπτει ότι αυτή δεν απαγορεύει να ζητήσει κάποιος να προστατευτεί στο πλαίσιο «άλλης μορφής προστασίας», μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της (σκέψη 116).


20 —      Στο εξής ΕΣΔΑ. Σύμβαση που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


21 —      Η οδηγία 2004/83, όπως και η σύμβαση περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951, εκκινεί από την αρχή ότι τα κράτη μέλη υποδοχής μπορούν να παρέχουν, κατά το εθνικό τους δίκαιο, εθνική προστασία και δικαιώματα που επιτρέπουν στα πρόσωπα, των οποίων η υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα έχει αποκλεισθεί δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, να διαμένουν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.


22 —      Βλ. υπόμνημα της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη στρατηγική επιτροπή για τη μετανάστευση, τα σύνορα και το άσυλο, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002 (12148/02, σ. 6).


23 —      Στο εξής: ΕΔΔΑ.


24 —      ΕΔΔΑ, 2 Μαΐου 1997, Recueil des arrêts et décisions 1997-III. Στην υπόθεση αυτή, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εκτέλεση αποφάσεως περί απελάσεως ατόμου που πάσχει από AIDS συνιστά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που αυτός εκτέθηκε σε πραγματικό κίνδυνο να αποβιώσει υπό συνθήκες ιδιαιτέρως επώδυνες. Στην απόφασή του, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της ασθένειας και ότι η βίαιη παύση της ιατρικής περιθάλψεως που του παρεχόταν στο κράτος υποδοχής, σε συνδυασμό με την έλλειψη κατάλληλης αγωγής στη χώρα καταγωγής του, καθώς και με την έλλειψη κάθε μορφής ψυχολογικής υποστηρίξεως και κοινωνικής αρωγής θα μπορούσαν να επισπεύσουν τον θάνατο του ενδιαφερόμενου και να τον υποβάλλουν σε οξύ σωματικό και ψυχικό πόνο (§§ 42, 51 έως 54). Το ΕΔΔΑ έκρινε έτσι ότι διαθέτει επαρκή εξουσία εκτιμήσεως ως προς την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σε καταστάσεις στις οποίες ο κίνδυνος τον οποίο διατρέχει ο ενδιαφερόμενος να υποστεί απαγορευμένη μεταχείριση στη χώρα προορισμού οφείλεται σε παράγοντες που δεν επισύρουν, άμεσα ή έμμεσα, την ευθύνη των δημοσίων αρχών της χώρας αυτής ή που, εξεταζόμενοι αυτοτελώς, δεν παραβιάζουν αφεαυτών τους κανόνες του άρθρου αυτού. Σε μια τέτοια υποθετική περίπτωση, τα συμβαλλόμενα κράτη, λαμβανομένων υπόψη των ανθρωπιστικών λόγων που κρίνονται επιτακτικοί, δεν μπορούν συνεπώς να εκτελέσουν την απόφασή τους περί απελάσεως, με κίνδυνο δε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη τους βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.


25 —      Η υπογράμμιση δική μου.


26 —      C‑465/07, EU:C:2009:94.


27 —      Όπ.π. (σκέψη 28).


28 —      McAdam, J., «The Qualification Directive: An Overview», The Qualification Directive: Central Themes, Problem Issues, and Implementation in Selected Member States, Wolf Legal Publishers, Nimègue, 2007, σ. 19.


29 —      Βλ, συναφώς, απόφαση Diakité (EU:C:2014:39, σκέψη 24).


30 —      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, απόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελή απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης τους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν μνημόνευσε στα προδικαστικά του ερωτήματα κατά το μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι αναγκαίοι για την εξέταση της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., ιδίως, απόφαση Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, C‑157/10, EU:C:2011:813, σκέψεις 18 έως 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31 —      Κατά τη διάταξη αυτή, «απόφαση επιστροφής» είναι η «διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής».


32 —      C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 21.


33 —      C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 34.


34 —      Βλ. άρθρο 12, παράγραφος 2, της προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, COM(2005) 391 τελικό, της 1ης Σεπτεμβρίου 2005 (στο εξής: πρόταση οδηγίας), η οποία είχε διατυπωθεί ως ακολούθως: «Το ένδικο μέσο έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή παρέχει στον υπήκοο τρίτης χώρας δικαίωμα να ζητήσει αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης, η οποία, στην περίπτωση αυτή, αναβάλλεται έως ότου επιβεβαιωθεί ή δεν υπόκειται πλέον σε ένδικο μέσο με ανασταλτικό αποτέλεσμα» (η υπογράμμιση δική μου).


35 —      Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 2 και 11 της εν λόγω οδηγίας.


36 —      Βλ. τις γενικές αρχές σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προσφυγών και των εγγυήσεων που πρέπει να παρέχουν τα συμβαλλόμενα κράτη σε περίπτωση απελάσεως αλλοδαπού βάσει των άρθρων 13 και 3 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό, εν περιλήψει στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, M.S.S κατά Βελγίου και Ελλάδας [GC], προσφυγή αριθ. 30696/09, §§ 286 έως 293, CEDH 2011, καθώς και Ι.Μ. κατά Γαλλίας, της 2ας Φεβρουαρίου 2012, προσφυγή αριθ. 9152/09, §§ 127 έως 135, και De Souza Ribeiro κατά Γαλλίας [GC], προσφυγή αριθ. 22689/07, §§ 77 έως 83, CEDH 2012.


37 —      Βλ. ΕΔΔΑ, Ι.Μ. κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, §§ 132 έως 134 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


38 —      S.J. κατά Βελγίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2014, προσφυγή αριθ. 70055/10. Η απόφαση αυτή έχει παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως.


39 —      § 95.


40 —      §§ 96 και 97.


41 —      § 103.


42 —      Όπ.π.


43 —      § 104.


44 —      § 106.


45 —      Παραπέμπω στην παράθεση των άρθρων 39/82 έως 39/85 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 που περιλαμβάνεται στα σημεία 44 έως 47 των παρουσών προτάσεων.


46 —      Στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών της οδηγίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ωστόσο διατυπώσει μία πρόταση προς αυτήν την κατεύθυνση. Βλ. τροπολογία 53 επί του άρθρου 13, παράγραφος 1, στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας (A6-0339/2007).


47 —      Η υπογράμμιση δική μου.


48 —      Η υπογράμμιση δική μου.


49 —      Αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 της οδηγίας 2003/9.


50 —      Η υπογράμμιση δική μου. Σημειώνω ωστόσο ότι η Επιτροπή δεν παρέπεμψε ρητώς στα άρθρα 13 και 14 της οδηγίας 2003/9, τα οποία διασφαλίζουν στους αιτούντες άσυλο υλικές συνθήκες υποδοχής που τους εξασφαλίζουν ένα κατάλληλο επίπεδο διαβιώσεως καθώς και τη συντήρησή τους. Το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας υποχρεώνει, συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη να προβλέπουν συνθήκες υποδοχής (υλική ή οικονομική στήριξη) οι οποίες να «εξασφαλίζουν στους αιτούντες [άσυλο] βιοτικό επίπεδο κατάλληλο από απόψεως υγείας και ικανό να διασφαλίζει τη συντήρησή τους». Όσον αφορά το άρθρο 14, προβλέπει ότι, «σε περίπτωση που η στέγαση παρέχεται σε είδος, θα πρέπει να λαμβάνει [τη μορφή] “κέντρων φιλοξενίας που εξασφαλίζουν κατάλληλο βιοτικό επίπεδο” ή “ιδιωτικών κατοικιών, διαμερισμάτων, ξενοδοχείων ή άλλων χώρων προσαρμοσμένων για τη στέγαση αιτούντων”».


51 —      Έκθεση της 8ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη μείωση των ανισοτήτων στον τομέα υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση [2010/2089(INI)], βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη Λ και σημείο 5.


52 —      Βλ., όσον αφορά το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Kutepov και Anikeyenko κατά Ρωσίας, της 25ης Οκτωβρίου 2005, αριθ. 68029/01, § 62, και Huc κατά Ρουμανίας και Γερμανίας (déc.), της 1ης Δεκεμβρίου 2009, αριθ. 7269/05, § 59, καθώς και, σχετικά με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, Larioshina κατά Ρωσίας (déc.), της 23ης Απριλίου 2002, αριθ. 56869/00, και Budina κατά Ρωσίας (déc.), της 18ης Ιουνίου 2009, αριθ. 45603/05.


53 —      Αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2008/115. Η υπογράμμιση δική μου.


54 —      Κατά τη διάταξη αυτή, «[κ]άθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στην πρόληψη σε θέματα υγείας και να απολαύει ιατρικής περίθαλψης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου».


55 —      Παραπέμπω, συναφώς, στην απόφαση Saciri κ.λπ. (C‑79/13, EU:C:2014:103) στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με τις υλικές συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο, και, ιδίως, στη σκέψη 40.