Language of document : ECLI:EU:F:2008:46

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 23ης Απριλίου 2008

Υπόθεση F-112/05

Neil Bain κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αποδοχές – Διορθωτικοί συντελεστές – Μεταφορά μέρους των αποδοχών εκτός της χώρας όπου υπηρετεί ο υπάλληλος – Συντάξεις – Διαδικασία ερήμην εκδόσεως αποφάσεως – Χρονικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου – Εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία ο N. Bain και τρεις ακόμη υπάλληλοι της Επιτροπής ζητούν την ακύρωση των αντίστοιχων εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο 2005, καθώς και όλων των επομένων εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας, καθόσον αυτά εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν παράνομων, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, διατάξεων του κανονισμού 723/2004 (ΕΚ, Ευρατόμ) του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), του κανονισμού 856/2004 (ΕΚ, Ευρατόμ) του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2004 στη μεταφορά μέρους των αποδοχών και στις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 161, σ. 6), και του κανονισμού 31/2005 (ΕΚ, Ευρατόμ) του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2004, για την αναπροσαρμογή, από την 1η Ιουλίου 2004, των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές και συντάξεις (EE 2005, L 8, σ. 1), καθώς οι διατάξεις αυτές, αφενός, μειώνουν το μέρος των αποδοχών που δύναται να μεταφερθεί εκτός της χώρας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος και τους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται επί της εν λόγω μεταφοράς και, αφετέρου, μειώνουν τους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θεμελιώθηκαν προ της 1ης Μαΐου 2004, εισάγουν νέα προϋπόθεση περί του τόπου κατοικίας για την εφαρμογή των εν λόγω συντελεστών και καταργούν τους διορθωτικούς συντελεστές για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θεμελιώθηκαν μετά την 1η Μαΐου 2004· επιπροσθέτως, οι προσφεύγοντες ζητούν, εφόσον τούτο καθίσταται αναγκαίο, την ακύρωση των αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 29ης Ιουλίου 2005, περί απορρίψεως των ενστάσεων που αυτοί υπέβαλαν κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προθεσμίες – Εκπρόθεσμη υποβολή υπομνήματος απαντήσεως – Νομότυπη και έγκαιρη υποβολή ενστάσεως απαραδέκτου – Παραδεκτό – Μη εφαρμογή της διαδικασίας ερήμην εκδόσεως αποφάσεως – Παρατηρήσεις επί της ουσίας υποβληθείσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 48 § 2 και 122)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 1)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Έναρξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παρεμπίπτων χαρακτήρας

(Άρθρο 241 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 723/2004, 856/2004 και 31/2005)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον

1.      Στην περίπτωση κατά την οποία ο καθού προβάλλει νομοτύπως και εγκαίρως ένσταση απαραδέκτου, το γεγονός ότι το υπόμνημα αντικρούσεως δεν κατατέθηκε εντός της ορισθείσας προθεσμίας δεν επιτρέπει την εφαρμογή της διαδικασίας ερήμην εκδόσεως αποφάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, λόγω της προβολής της ενστάσεως απαραδέκτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο καθού δεν απάντησε στην προσφυγή κατά τους προβλεπόμενους τύπους και εντός της οριζόμενης προθεσμίας.

Εντούτοις, η εκ μέρους του καθού υποβολή παρατηρήσεων επί της ουσίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση είναι απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, λόγω της μη εμπρόθεσμης καταθέσεως υπομνήματος στο στάδιο της έγγραφης διαδικασίας, οι επί της ουσίας αμυντικοί ισχυρισμοί που προβάλλει ο καθού ισοδυναμούν με νέους ισχυρισμούς, η προβολή των οποίων απαγορεύεται από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου· αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή της θέσεως ότι, μετά την προβολή ενστάσεως απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο, ο καθού δεν δεσμεύεται από την προθεσμία που το Γενικό Δικαστήριο τάσσει σε αυτόν για την κατάθεση του υπομνήματός του αντικρούσεως.

Αντιθέτως, ο παρεμβαίνων έχει δικαίωμα να προβάλει επί της ουσίας επιχειρήματα τόσο κατά το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πράγματι, όσον αφορά, ειδικότερα, δικόγραφο με το οποίο προβάλλεται ο παράνομος χαρακτήρας κανονισμών που εξέδωσε ο παρεμβαίνων, θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να μην επιτρέπεται στον παρεμβαίνοντα, του οποίου η παρέμβαση σκοπεί ακριβώς στην επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει ο καθού με την ένσταση απαράδεκτου, να υποβάλει επί της ουσίας παρατηρήσεις, ιδίως δε παρατηρήσεις υπέρ της νομιμότητας των αμφισβητούμενων κανονισμών, για λόγους άσχετους προς τη βούλησή του και αναγόμενους στη σφαίρα ευθύνης του καθού.

(βλ. σκέψεις 48 και 52 έως 54)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Φεβρουαρίου 2007, C‑34/04, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2007, σ. I‑1387, σκέψη 49

ΠΕΚ: 8 Ιουνίου 1995, T‑459/93, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1675, σκέψη 21· 1 Δεκεμβρίου 1999, T‑125/96 και T‑152/96, Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3427, σκέψη 183

2.      Το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας δεν συγκεντρώνει, εκ φύσεως και λόγω του αντικειμένου του, τα χαρακτηριστικά βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), καθώς μεταφράζει απλώς σε οικονομικούς όρους το περιεχόμενο προγενέστερων αποφάσεων νομικού χαρακτήρα επί της καταστάσεως του υπαλλήλου. Συνεπώς, μολονότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας θεωρούνται κοινώς βλαπτικές πράξεις, καθόσον καθιστούν εμφανή τη συρρίκνωση των οικονομικών δικαιωμάτων υπαλλήλου, η βλαπτική πράξη είναι στην πραγματικότητα η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής περί περικοπής ή καταργήσεως απολαβής που καταβαλλόταν μέχρι τούδε στον υπάλληλο και εμφανιζόταν στο εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας.

Εντούτοις, το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας διατηρεί πλήρως τη σημασία του για τον καθορισμό των δικονομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου, όπως αυτά προβλέπονται από τον ΚΥΚ. Ειδικότερα, η διαβίβαση στον υπάλληλο του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας επιτελεί διττή λειτουργία, καθώς, αφενός, ενημερώνει τον υπάλληλο για τη ληφθείσα απόφαση και, αφετέρου, αποτελεί σημείο αναφοράς για τις προθεσμίες, αφού από της κοινοποιήσεως του σημειώματος και υπό τον όρο ότι εξ αυτού προκύπτει με σαφήνεια η ύπαρξη και το περιεχόμενο της ληφθείσας αποφάσεως, άρχεται η προθεσμία προσβολής της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 73 και 76)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 19 Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 195, σκέψη 4

ΠΕΚ: 27 Οκτωβρίου 1994, T‑536/93, Benzler κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑245 και II‑777, σκέψη 15

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και σκέψη 42· 24 Μαΐου 2007, F‑27/06 και F‑75/06, Lofaro κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή και κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου (T‑293/07 P)

3.      Στην περίπτωση κατά την οποία η προσβολή του οικείου οικονομικού δικαιώματος λαμβάνει τη μορφή καταργήσεως ή περικοπής απολαβής η οποία πραγματοποιείται σε μηνιαία βάση και αντανακλάται σε όλα τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας που έπονται του εκκαθαριστικού στο οποίο αποτυπώθηκε για πρώτη φορά η εν λόγω κατάργηση ή περικοπή, η προθεσμία ενστάσεως άρχεται από της παραλαβής, εκ μέρους του υπαλλήλου, του πρώτου αυτού εκκαθαριστικού.

Όταν περισσότερα εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεως ή μισθοδοσίας που αφορούν διαδοχικές περιόδους ενέχουν την ίδια παρανομία, αρχική ένσταση, υποβληθείσα μόνον κατά του πρώτου εκκαθαριστικού, με την οποία προβλήθηκε η σχετική παρανομία, αρκεί κανονικώς για να εξασφαλίσει στον υπάλληλο, στην περίπτωση κατά την οποία ευδοκιμούσε ενδεχόμενη προσφυγή που αυτός θα ασκούσε κατόπιν της απορρίψεως της εν λόγω ενστάσεως, χρηματική ικανοποίηση και για τις μεταγενέστερες του προσβληθέντος εκκαθαριστικού περιόδους. Το αυτό πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων δεν προσβάλλει το εκκαθαριστικό σημείωμα συντάξεως ή μισθοδοσίας αυτό καθ’ εαυτό, αλλά την απόφαση που θίγει τα δικαιώματά του, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχετικό εκκαθαριστικό μέσω της καταργήσεως ή της περικοπής απολαβής.

(βλ. σκέψεις 77 και 92)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 25 Μαΐου 2000, C‑82/98 P, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2000, σ. I‑3855, σκέψη 49

ΠΕΚ: 20 Ιανουαρίου 1998, T‑160/96, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑15 και II‑35, σκέψη 39

4.      Προκειμένου για πρόσωπο το οποίο δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 230 EΚ, ευθεία προσφυγή κατά πράξεως γενικής ισχύος, το άρθρο 241 ΕΚ συνιστά την έκφραση γενικής αρχής που του παρέχει το δικαίωμα να προσβάλει, με σκοπό την ακύρωση αποφάσεως που το αφορά άμεσα και ατομικά, το κύρος πράξεων γενικής ισχύος των οποίων τις συνέπειες υφίσταται χωρίς να είναι σε θέση να ζητήσει την ακύρωσή τους. Εντούτοις, το άρθρο 241 ΕΚ δεν παρέχει αυτοτελές δικαίωμα προσφυγής, αλλά δικαίωμα του οποίου η επίκληση χωρεί μόνον παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο παραδεκτής προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει άλλης διατάξεως.

Συνεπώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται στο πλαίσιο απαράδεκτης προσφυγής είναι απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 96 και 99)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 6 Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407, σκέψη 39

ΠΕΚ: 29 Νοεμβρίου 2006, T‑35/05, T‑61/05, T‑107/05, T‑108/05 και T‑139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II‑A‑2‑1497, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Υπάλληλος εν ενεργεία δεν μπορεί να δικαιολογήσει γεγεννημένο και ενεστώς συμφέρον για να επιτύχει απόφαση σχετική με τον διορθωτικό συντελεστή που θα εφαρμοστεί επί της μελλοντικής του συντάξεως, διότι, λόγω της προϋποθέσεως που συνδέεται με την επιλογή του τόπου κατοικίας, η οποία μπορεί να ελεγχθεί μόνο κατά την αφυπηρέτηση του ενδιαφερομένου, ο καθορισμός του διορθωτικού συντελεστή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκ των προτέρων αποφάσεως, επηρεάζουσας άμεσα και ευθέως την έννομη κατάστασή του. Η λύση αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία οι αιτιάσεις δεν αφορούν τον καθορισμό των διορθωτικών συντελεστών, αλλά αυτό καθ’ εαυτό το σύστημα των εν λόγω συντελεστών.

(βλ. σκέψη 102)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Φεβρουαρίου 1992, T‑6/91, Pfloeschner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑141, σκέψη 27