Language of document : ECLI:EU:F:2012:171

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 5ης Δεκεμβρίου 2012

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑88/09 και F‑48/10

Z

κατά

Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Τοποθέτηση σε νέα θέση — Συμφέρον της υπηρεσίας — Κανόνας περί της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως — Δικαιώματα άμυνας — Ηθική παρενόχληση — Άρθρο 12 του Κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως — Καθήκον αρωγής — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχική κύρωση — Έγγραφη προειδοποίηση — Δικαιώματα άμυνας και αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα, αφενός, δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, και, αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Z ζητεί, κυρίως, την ακύρωση, αντιστοίχως, της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2008, περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, και της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2009, με την οποία του επιβλήθηκε ως κύρωση η έγγραφη προειδοποίηση.

Απόφαση: Οι προσφυγές-αγωγές στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑88/09 και F‑48/10 απορρίπτονται. Στην υπόθεση F‑88/09 ο Z φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών του εξόδων και στην υπόθεση F‑48/10 ο Z φέρει τα δικαστικά του έξοδα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Δικαστήριο. Στην υπόθεση F‑88/09 το Δικαστήριο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και το ένα τέταρτο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο Z.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Οργάνωση των υπηρεσιών — Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Περιεχόμενο — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Δικαίωμα του υπαλλήλου να ασκεί ειδικά καθήκοντα — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7)

2.      Υπάλληλοι — Οργάνωση των υπηρεσιών — Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων — Τοποθέτηση υπαλλήλου σε νέα θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας λόγω προβλημάτων που ανάγονται σε εσωτερικές σχέσεις — Κατάχρηση εξουσίας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

3.      Υπάλληλοι — Οργάνωση των υπηρεσιών — Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων — Τοποθέτηση σε νέα θέση — Τήρηση της ισοτιμίας των θέσεων — Περιεχόμενο — Συνεκτίμηση των καθηκόντων που αφορούσε ο διαγωνισμός στον οποίο μετέσχε επιτυχώς ο ενδιαφερόμενος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7· παράρτημα I)

4.      Υπάλληλοι — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από την έκδοση της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως — Περιεχόμενο — Εφαρμογή στα μέτρα τοποθετήσεως σε νέα θέση

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

5.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

6.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία εκφράσεως — Γνωστοποίηση περιστατικών από την οποία μπορεί να τεκμαίρεται παράνομη δραστηριότητα ή σοβαρή παράβαση — Προστασία από πειθαρχικές διώξεις — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 22α και 22β)

7.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Υποχρέωση ανεξαρτησίας και ακεραιότητας — Κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων στην περίπτωση υπάρξεως εργασιακών σχέσεων μεταξύ υπαλλήλου καλούμενου να εκφέρει γνώμη επί μιας υποθέσεως και ενός τρίτου εμπλεκόμενου σ’ αυτή — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 22α)

8.      Υπάλληλοι — Τοποθέτηση σε νέα θέση — Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Εναρμόνιση με το συμφέρον της υπηρεσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

9.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία εκφράσεως — Άσκηση — Όρια — Αξιοπρέπεια του λειτουργήματος — Πράξεις που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος — Έννοια — Καταγγελία πράξεων φερόμενων ως αθέμιτων — Υποχρεώσεις του υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12)

10.    Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Διαφύλαξη της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος — Περιεχόμενο — Καταγγελία των φερομένων ως στοιχειοθετούντων ηθική παρενόχληση περιστατικών — Δημόσια διάδοση ικανή να δυσφημίσει τον φερόμενο ως δράστη — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12 και 22α)

11.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Έρευνα πριν από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 86· παράρτημα IX, άρθρα 1, 2 § 1 και 3)

12.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Ακρόαση του ενδιαφερομένου από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή — Υποχρέωση τηρήσεως πρακτικών — Περιεχόμενο

1.      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της οργανώσεως των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί και στο πλαίσιο της προς τον σκοπό αυτόν υπηρεσιακής τοποθετήσεως του προσωπικού που βρίσκεται στη διάθεσή τους, υπό την επιφύλαξη της προϋποθέσεως ότι η τοποθέτηση αυτή πραγματοποιείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης, που αφορά την τήρηση της σχετικής με το συμφέρον της υπηρεσίας προϋποθέσεως, πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή παρέμεινε εντός ευλόγων, μη παρεχόντων λαβή για άσκηση κριτικής, ορίων και δεν έκανε προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας της εκτιμήσεως.

Κατά συνέπεια, εφόσον ένα μέτρο τοποθετήσεως σε νέα θέση είναι προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρεί τον κανόνα αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να κρίνει αν άλλα μέτρα θα ήταν σκοπιμότερα. Συναφώς, καίτοι αληθεύει ότι η Διοίκηση έχει κάθε συμφέρον να τοποθετεί τους υπαλλήλους αναλόγως των ειδικών ικανοτήτων τους και των προσωπικών τους προτιμήσεων, δεν θα πρέπει εντούτοις να αναγνωρισθεί σ’ έναν υπάλληλο το δικαίωμα να ασκεί ειδικά καθήκοντα.

(βλ. σκέψεις 121, 122 και 202)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Ιουνίου 1984, 69/83, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 17· 7 Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 11

ΓΔΕΕ: 18 Ιουνίου 1992, T‑49/91, Turner κατά Επιτροπής, σκέψη 34· 16 Δεκεμβρίου 1993, T‑80/92, Turner κατά Επιτροπής, σκέψη 53· 28 Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, σκέψη 105· 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 53· 21 Σεπτεμβρίου 2004, T‑325/02, Soubies κατά Επιτροπής, σκέψη 50

2.      Προβλήματα που ανάγονται σε εσωτερικές σχέσεις, όταν προκαλούν εντάσεις που παρακωλύουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, μπορούν να δικαιολογήσουν, προς το συμφέρον ακριβώς της υπηρεσίας, τη μετάθεση του υπαλλήλου, αυτό δε χωρίς να είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί η ταυτότητα του ευθυνομένου για το συγκεκριμένο συμβάν ή το κατά πόσον αληθεύουν οι εκατέρωθεν μομφές.

Συναφώς, το γεγονός ότι ένας υπάλληλος έχει υψηλά προσόντα ή ότι στην υπηρεσία υφίσταται μεγάλη κινητικότητα δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο μέτρο τοποθετήσεως σε νέα θέση, διότι, μολονότι αληθεύει ότι η Διοίκηση έχει κάθε συμφέρον να τοποθετεί έναν υπάλληλο σε θέση αντίστοιχη προς τις ικανότητές του και τις επιδιώξεις του, άλλες εκτιμήσεις, που συναρτώνται ιδίως με την ανάγκη διασφαλίσεως της ειρηνικής λειτουργίας της υπηρεσίας, μπορεί να την ωθήσουν, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως, στην τοποθέτηση του υπαλλήλου σε άλλη θέση. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο, όταν, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει πλήρως ανταποκριθεί στις ευθύνες του σε μια θέση, η Διοίκηση μπορεί να αναμένει ότι θα πράξει το ίδιο με καθήκοντα άλλης θέσεως τα οποία θα μπορούσαν να του ανατεθούν.

Εξάλλου, όταν ένα μέτρο τοποθετήσεως σε νέα θέση δεν έχει εκτιμηθεί ως αντίθετο προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα καταχρήσεως εξουσίας. Πράγματι, η έννοια της καταχρήσεως εξουσίας έχει πολύ σαφές περιεχόμενο που αφορά τη χρήση των εξουσιών μιας διοικητικής αρχής για την επίτευξη σκοπού άλλου από εκείνον για τον οποίο της έχουν αυτές ανατεθεί. Μια απόφαση πάσχει κατάχρηση εξουσίας μόνον εφόσον προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, καταλλήλων και συγκλινόντων στοιχείων, ότι εκδόθηκε για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από αυτούς που προβάλλονται ή για την αποφυγή διαδικασίας που ειδικώς προβλέπεται από τις εφαρμοστέες διατάξεις για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 123, 127, 155, 156, 201, 311 και 312)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Ιουλίου 1983, 176/82, Nebe κατά Επιτροπής, σκέψη 25· 5 Ιουνίου 2003, C‑121/01 P, O’Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 46

ΓΔΕΕ: 10 Ιουλίου 1992, T‑59/91 και T‑79/91, Eppe κατά Επιτροπής, σκέψη 57· 11 Ιουνίου 1996, T‑118/95, Anacoreta Correia κατά Επιτροπής, σκέψη 25· W κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 91· 17 Νοεμβρίου 1998 T‑131/97, Gómez de Enterría y Sanchez κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 62· 6 Ιουλίου 1999, T‑112/96 και T‑115/96, Séché κατά Επιτροπής, σκέψη 139· 6 Μαρτίου 2001, T‑100/00, Campoli κατά Επιτροπής, σκέψεις 62 και 63· 14 Οκτωβρίου 2004, T‑389/02, Sandini κατά Δικαστηρίου, σκέψη 123· 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑339/03, Clotuche κατά Επιτροπής, σκέψη 71· 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑118/04 και T‑134/04, Caló κατά Επιτροπής, σκέψεις 99, 115 και 116

ΔΔΔΕΕ: 25 Ιανουαρίου 2007, F‑55/06, de Albuquerque κατά Επιτροπής, σκέψεις 60 και 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως συνεπάγεται μόνο, σε περίπτωση μεταβολής των καθηκόντων που ανατίθενται στον υπάλληλο, μια σύγκριση μεταξύ των νυν καθηκόντων του και του βαθμού του στην ιεραρχία. Συνεπώς, μια πραγματική συρρίκνωση των καθηκόντων του υπαλλήλου συνιστά παραβίαση του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως μόνον εφόσον τα νέα καθήκοντά του, συνολικώς θεωρούμενα, υπολείπονται σαφώς εκείνων που αντιστοιχούν στον βαθμό και στη θέση του υπαλλήλου κατά τη φύση, τη σημασία και το εύρος τους, αυτό δε ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο ενδιαφερόμενος τα νέα καθήκοντα.

Η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι τα νέα καθήκοντα του προσφεύγοντος είναι άσχετα με τα προηγούμενα καθήκοντά της, από την προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγινε δεκτή ή από το παράρτημα Ι του ΚΥΚ ή ακόμη από το γεγονός ότι υπάλληλοι που ασκούν παραπλήσια καθήκοντα έχουν κατώτερους βαθμούς. Πράγματι, σε περίπτωση μεταβολής των καθηκόντων του υπαλλήλου, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως συνεπάγεται μόνο μια σύγκριση μεταξύ των νυν καθηκόντων του και του βαθμού του στην ιεραρχία και όχι μεταξύ των νυν και των προηγουμένων καθηκόντων του ενδιαφερομένου. Συναφώς, από την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα για να τοποθετούν τους υπαλλήλους που έχουν στη διάθεσή τους μπορεί να συναχθεί ότι τα καθήκοντα στα οποία αναφέρεται μια προκήρυξη διαγωνισμού μνημονεύονται κατ’ ανάγκη χάριν πληροφορήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως.

Ομοίως, πανομοιότυπα ή παραπλήσια καθήκοντα μπορούν να ασκούνται από πρόσωπα διαφορετικών βαθμών, όπως συνάγεται από το παράρτημα Ι του κανονισμού, το οποίο προβλέπει, ως προς τα περισσότερα των καθηκόντων που απαριθμούνται σ’ αυτό, ότι μπορούν αυτά να ασκούνται από υπαλλήλους διαφορετικών βαθμών. Επομένως, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως παραβιάζεται μόνον εφόσον τα καθήκοντα που ασκούνται, συνολικώς θεωρούμενα, υπολείπονται σαφώς εκείνων που αντιστοιχούν στον βαθμό και στη θέση του οικείου υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 131, 135, 136 και 138)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Eppe κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 49· 16 Απριλίου 2002, T‑51/01, Fronia κατά Επιτροπής, σκέψη 53· Clotuche κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Εφόσον ένα μέτρο τοποθετήσεως σε νέα θέση, ως προς το οποίο δεν διαπιστώνεται ότι δεν ελήφθη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας κατά του οικείου υπαλλήλου, δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως από το γεγονός ότι μια πράξη επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση ενός υπαλλήλου ότι πρέπει να τύχουν εφαρμογής τα δικαιώματα άμυνας, χωρίς να ληφθεί υπόψη η φύση της διαδικασίας που κινήθηκε κατά του ενδιαφερομένου.

Πάντως, τα δικαιώματα άμυνας βρίσκονται βεβαίως σε αντιστοιχία, αν και είναι πιο εκτεταμένα, προς το διαδικαστικό δικαίωμα κάθε προσώπου να τύχει ακροάσεως προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του, όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παρά ταύτα, στην περίπτωση κατά την οποία υπήρξε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, όπως εξάλλου και ευρύτερα των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει, προκειμένου ο λόγος ακυρώσεως να μπορέσει να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η διαδικασία να μπορούσε να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα, αν δεν υπήρχε αυτή η παρατυπία. Συναφώς, όταν ο οικείος υπάλληλος αναγνωρίζει ο ίδιος ότι βρίσκεται σε κατάσταση ανοικτής συγκρούσεως με τον ιεραρχικό του προϊστάμενο, ευλόγως η Διοίκηση μπορεί να εκτιμήσει ότι παρέλκει η ακρόασή του ως προς αυτή την ίδια την ύπαρξη της συγκρούσεως, πριν λάβει κάθε μέτρο τοποθετήσεως σε νέα θέση που δικαιούται να λάβει, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, συνεπεία της εν λόγω συγκρούσεως. Οι ενδεχομένως διευκρινίσεις, που θα μπορούσε να παράσχει ο εν λόγω υπάλληλος πριν από τη λήψη της αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, ως προς τα συγκεκριμένα περιστατικά δεν θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τροποποίηση της αποφάσεως της Διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 144, 146, 149 και 299)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Οκτωβρίου 1996, C‑32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ., σκέψη 21· 9 Νοεμβρίου 2006, C‑344/05 P, Επιτροπή κατά De Bry, σκέψη 37

ΠΕΚ: 27 Νοεμβρίου 1997, T‑290/94, Kaysersberg κατά Επιτροπής, σκέψη 108· 3 Ιουλίου 2001, T‑24/98 και T-241/99, E κατά Επιτροπής, σκέψη 93· 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, σκέψη 90· 17 Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, σκέψη 76

ΓΔΕΕ: 12 Μαΐου 2010, T‑491/08 P, Bui Van κατά Επιτροπής, σκέψη 24

ΔΔΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑51/07, Bui Van κατά Επιτροπής, σκέψη 81· 30 Νοεμβρίου 2009, F‑80/08, Wenig κατά Επιτροπής, σκέψη 48


5.      Ο κανόνας της αντιστοιχίας μπορεί να υπεισέλθει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα αιτήματα που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ένδικης προσφυγής δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο με αυτό της διοικητικής ενστάσεως ή τα αιτήματα της ένδικης προσφυγής δεν στηρίζονται στους ίδιους λόγους με αυτούς της διοικητικής ενστάσεως, ιδίως όταν μια αιτίαση που προβάλλεται κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας στηρίζεται σε πραγματικούς ισχυρισμούς και εκτιμήσεις που δεν προκύπτουν από τον φάκελο της υποθέσεως κατά την πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία.

(βλ. σκέψη 170)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 119

6.      Μολονότι το άρθρο 22α του ΚΥΚ παρέχει προστασία στους υπαλλήλους ή στα λοιπά μέλη του προσωπικού που επισύρουν την προσοχή του θεσμικού τους οργάνου στη συμπεριφορά ενός άλλου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, η οποία μπορεί να συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεών του, η προστασία αυτή προϋποθέτει ότι οι «κρούοντες τον κώδωνα του κινδύνου» υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού έχουν οι ίδιοι τηρήσει την προβλεπόμενη στα άρθρα 22α και 22β του ΚΥΚ διαδικασία, η οποία σκοπεί στη διαφύλαξη της επαγγελματικής υπολήψεως του υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού που αφορούν οι ανακοινωθείσες στο θεσμικό όργανο πληροφορίες, εφόσον δεν έχει ακόμη αποφανθεί η πειθαρχική αρχή. Πράγματι, τα άρθρα 22α και 22β του ΚΥΚ παρέχουν στους υπαλλήλους που έκαναν χρήση αυτών των διατάξεων προστασία όχι από κάθε απόφαση που μπορεί να είναι βλαπτική γι’ αυτούς, αλλά μόνον από τις επιζήμιες συμπεριφορές και αποφάσεις που λαμβάνονται συνεπεία της γνωστοποιήσεως που καλύπτεται από την προβλεπόμενη από αυτές τις διατάξεις διαδικασία.

Επομένως, δεν μπορεί να τύχει της προβλεπόμενης στο άρθρο 22α του ΚΥΚ προστασίας ο υπάλληλος, ο οποίος, αντί να κάνει χρήση της διαδικασίας του άρθρου 22β του ΚΥΚ, αποφάσισε να γνωστοποιήσει τους ισχυρισμούς του στο σύνολο του προσωπικού της υπηρεσιακής του μονάδας.

(βλ. σκέψεις 184 και 253)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 24 Φεβρουαρίου 2010, F‑2/09, Menghi κατά ENISA, σκέψη 139· 13 Ιανουαρίου 2011, F‑77/09, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 62

7.      Ελλείψει στοιχείων που να καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση ότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων, η ύπαρξη εργασιακών σχέσεων μεταξύ του γραμματέα του Δικαστηρίου και του συζύγου ενός τρίτου, μάλιστα δε με τον ίδιο τον τρίτο, δεν αρκεί για να συναχθεί ότι εθίγη η ανεξαρτησία του από το γεγονός και μόνον ότι αυτός κλήθηκε να αποφανθεί επί μιας υποθέσεως που αφορούσε έμμεσα τον εν λόγω τρίτο. Ομοίως, το γεγονός ότι ο εν λόγω γραμματέας αποφάσισε υπό την ιδιότητά του ως αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής για τη σύναψη και την παράταση των συμβάσεων εργασίας του εν λόγω τρίτου, καθώς και για την επιβολή πειθαρχικής κυρώσεως σε βάρος ενός υπαλλήλου, ο οποίος απέστειλε μηνύματα μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο προσωπικό του θεσμικού οργάνου σχετικά με την εικαζόμενη αυτή σύγκρουση συμφερόντων, δεν καθιστά δυνατό να εξακριβωθεί ότι η εργασιακή σχέση μεταξύ του τρίτου και αυτού υπερέβη τα κανονικά όρια ή ότι αυτός εξέδωσε απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση του εν λόγω υπαλλήλου με την πρόθεση να τον τιμωρήσει, λόγω του ότι αποκάλυψε την ύπαρξη εικαζομένης ευνοϊκής μεταχειρίσεως υπέρ του τρίτου.

(βλ. σκέψεις 190 και 281)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2002, T‑89/01, Willeme κατά Επιτροπής, σκέψη 58· 12 Μαρτίου 2008, T‑100/04, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψη 224

8.      Μολονότι το καθήκον αρωγής της Διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της αντανακλά την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημοσίας αρχής και των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα, οι απαιτήσεις αυτού του καθήκοντος δεν μπορούν εντούτοις να εμποδίζουν την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να λαμβάνει τα μέτρα τοποθετήσεως σε νέα θέση που κρίνει αναγκαία προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Επομένως, ένας υπάλληλος δεν μπορεί να προσάπτει στη Διοίκηση, βάσει της υποχρεώσεως χρηστής Διοικήσεως ή του καθήκοντος αρωγής, ότι αυτή έλαβε μια απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, προκειμένου να αποφευχθεί η επιδείνωση μιας εσωτερικής καταστάσεως εντός της υπηρεσιακής μονάδας του ενδιαφερομένου.

(βλ. σκέψη 200)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 25 Νοεμβρίου 1976, 123/75, Küster κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 10

ΓΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 1990, T‑20/89, Moritz κατά Επιτροπής, σκέψη 39· W κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 95· 26 Νοεμβρίου 2002, T‑103/01, Cwik κατά Επιτροπής, σκέψη 52

9.      Παραβαίνει την υποχρέωση αποχής από κάθε πράξη και κάθε συμπεριφορά που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 του ΚΥΚ, ο υπάλληλος που εκφέρει δημοσίως βαριές ύβρεις, στον βαθμό που αυτές θίγουν την τιμή των συγκεκριμένων προσώπων, όχι μόνο λόγω των κατηγοριών που μπορούν να προσβάλλουν την αξιοπρέπειά τους ως ατόμων, αλλά και λόγω των ισχυρισμών που μπορεί να είναι μειωτικοί για την επαγγελματική τους εντιμότητα. Η μορφή που λαμβάνουν είναι σχεδόν άνευ σημασίας, εφόσον περιλαμβάνουν τόσο τις ευθείες κατηγορίες όσο και τους ισχυρισμούς που εκφράζονται ερωτηματικά, έμμεσα, συγκαλυμμένα, μέσω υπαινιγμών ή κατά προσώπου που δεν κατονομάζεται ρητώς, του οποίου όμως η ταυτοποίηση καθίσταται δυνατή.

Πράγματι, μολονότι η ελευθερία εκφράσεως συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, του οποίου την τήρηση διασφαλίζει ο νομοθέτης της Ένωσης και το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατυπώνουν, προφορικώς ή γραπτώς, εποικοδομητικές κριτικές, η άσκηση αυτού του δικαιώματος περιορίζεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 12 του ΚΥΚ.

Κατόπιν τούτου, για να κριθεί αν οι κατηγορίες που διατύπωσε ένας υπάλληλος παραμένουν εντός των ορίων της ελευθερίας εκφράσεως, πρέπει να σταθμισθούν, αφενός, τα στοιχεία που μπορεί να καθιστούν κατάφωρη την προσβολή της αξιοπρέπειας, ήτοι η βαρύτητα των κατηγοριών που διατυπώνονται, η μορφή που λαμβάνουν, ο χρησιμοποιηθείς τρόπος διαδόσεως, και, αφετέρου, η αλληλουχία εντός της οποίας διατυπώθηκαν οι κατηγορίες, η ενδεχόμενη αδυναμία χρησιμοποιήσεως άλλων τρόπων εκφράσεως λιγότερο προσβλητικών για την αξιοπρέπεια του οικείου προσώπου και ο εποικοδομητικός χαρακτήρας της κριτικής, πράγμα που προϋποθέτει ότι ευλόγως μπορεί να προκύπτει ότι αυτή είναι βάσιμη, ότι διατυπώθηκε προς το συμφέρον της υπηρεσίας και ότι δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για να γίνει κατανοητή.

Προκειμένου για καταγγελία από υπάλληλο δραστηριότητας φερόμενης ως παράνομης, ο υπάλληλος υποχρεούται να επιδεικνύει την αυτοσυγκράτηση και τη μετριοπάθεια που του επιβάλλουν τα καθήκοντα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, καθώς και ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος, της τιμής των προσώπων και του τεκμηρίου της αθωότητας. Αυτό δεν συμβαίνει, όταν ο υπάλληλος, αντί να κάνει χρήση των μέσων παροχής έννομης προστασίας που του παρέχονται, βάσει των άρθρων 22α και 22β του ΚΥΚ, απευθύνει στο σύνολο του προσωπικού της υπηρεσιακής του μονάδας μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περιέχοντα βαριές κατηγορίες, που θίγουν την τιμή και την επαγγελματική αξιοπρέπεια διαφόρων υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 242, 246, 247, 251 και 252)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 1989, C‑100/88, Oyowe και Traore κατά Επιτροπής, σκέψη 16· 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψεις 43 έως 49

ΓΔΕΕ: 7 Μαρτίου 1996, T‑146/94, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 66 και 67· 12 Σεπτεμβρίου 2000, T‑259/97, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, σκέψεις 29, 30 και 47· 28 Οκτωβρίου 2004, T‑76/03, Meister κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 157 και 159

ΔΔΔΕΕ: 8 Νοεμβρίου 2007, F‑40/05, Andreasen κατά Επιτροπής, σκέψη 234· Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προαναφερθείσα, σκέψεις 67, 70 και 73

10.    Μπορεί να συμβεί ένας υπάλληλος να ωθηθεί, ιδίως όταν οι ιεραρχικώς ανώτεροί του δεν αντέδρασαν στις καταγγελίες του, στην καταγγελία δημοσίως περιστατικών ηθικής παρενοχλήσεως, των οποίων υπήρξε θύμα, χωρίς μια τέτοια συμπεριφορά να είναι επιλήψιμη από την άποψη του άρθρου 12 του ΚΥΚ, αυτό δε ακόμη και όταν η δημόσια καταγγελία τέτοιων περιστατικών μπορεί να είναι μειωτική γι’ αυτόν που προέβη στην προβαλλόμενη παρενόχληση, μάλιστα δε για τη Διοίκηση.

Αυτό, πάντως, δεν συμβαίνει, όταν ο οικείος υπάλληλος που προβαίνει στην περιγραφή αυτών των περιστατικών ή σ’ αυτές τις επικρίσεις υπερβαίνει, με τον τόνο ή το περιεχόμενο των λεγομένων του, την περιγραφή του πλαισίου εντός του οποίου συνέβησαν τα εικαζόμενα περιστατικά παρενοχλήσεως, του κύκλου των εμπλεκομένων στην παρενόχληση αυτή προσώπων και της αλληλουχίας που την κατέστησε δυνατή.

Αυτό ισχύει επομένως πολλώ μάλλον, καθόσον η διαδικασία του άρθρου 22α δεν είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για τις κατά κυριολεξία περιπτώσεις ηθικής παρενοχλήσεως, οι οποίες απαιτούν ιδιάζοντα μέτρα εκ μέρους της Διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 257 και 258)

11.    Σύμφωνα με το άρθρο 86 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να αποφασίσει αν, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων των οποίων έλαβε γνώση, συντρέχει λόγος να κινήσει διοικητική έρευνα με σκοπό να εξακριβωθεί η ύπαρξη παραβάσεως, εκ μέρους υπαλλήλου, των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τον ΚΥΚ. Επομένως, και εκτός αν τεθεί υπό αμφισβήτηση αυτή η εξουσία εκτιμήσεως, ένας άλλος υπάλληλος, που διατύπωσε ισχυρισμούς περί παραβάσεως υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ΚΥΚ, δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα από το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω αρχή δεν έκρινε σκόπιμο να κινήσει διοικητική έρευνα κατόπιν αυτών των ισχυρισμών, προκειμένου να αποδείξει ότι η εν λόγω αρχή επέδειξε έλλειψη αντικειμενικότητας, προβαίνοντας σε επιβολή πειθαρχικής κυρώσεως έναντι αυτού.

Στην περίπτωση, αντιθέτως, κινήσεως διοικητικής έρευνας, μολονότι από το άρθρο 3 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή οφείλει, για να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία, να στηριχθεί σε έκθεση έρευνας, πράγμα που επιτρέπει να θεωρηθεί ότι διεξάγει αμερόληπτη και κατ’ αντιμωλία έρευνα, προκειμένου να εξακριβωθεί το υποστατό των προβαλλόμενων περιστατικών και οι συναφείς με αυτά περιστάσεις, καμία εφαρμοστέα διάταξη δεν προβλέπει ότι η έρευνα αυτή πρέπει να διεξαχθεί βάσει επιβαρυντικών ή απαλλακτικών στοιχείων.

Βεβαίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως υποχρεώνει την εν λόγω αρχή να εξετάσει επιμελώς και αμερολήπτως όλα τα ουσιώδη στοιχεία της περιπτώσεως της οποίας επιλαμβάνεται, πλην όμως η Διοίκηση δεν υποχρεούται να υποκαθίσταται στον διωκόμενο υπάλληλο, προκειμένου να αναζητήσει αντ’ αυτού κάθε στοιχείο που μπορεί να τον απαλλάξει ή να αμβλύνει την κύρωση που ενδεχομένως θα επιβληθεί.

Από τον συνδυασμό πάντως των άρθρων 1 και 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προκύπτει ότι στον οικείο υπάλληλο πρέπει να έχει δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί των γεγονότων που τον αφορούν, κατόπιν έρευνας, αλλά πριν από τη συναγωγή συμπερασμάτων που έχουν σχέση με αυτόν εκ μέρους της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

(βλ. σκέψεις 266, 267, 270 και 285)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 11 Ιουλίου 1968, 35/67Van Eick κατά Επιτροπής· 14 Φεβρουαρίου 1989, 247/87, Star Fruit κατά Επιτροπής, σκέψη 11

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑12/94, Daffix κατά Επιτροπής, σκέψη 104· 20 Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 99

12.    Στην περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση υποχρεούται να τηρήσει πρακτικά ακροάσεως, δηλαδή όταν ένας κανόνας της το επιβάλλει, όταν η Διοίκηση προτίθεται να στηριχθεί στις εκατέρωθεν παρατηρήσεις κατά την εν λόγω ακρόαση ή ακόμη όταν το εμπλεκόμενο πρόσωπο το ζητήσει το αργότερο κατά την έναρξη της ακροάσεως, η Διοίκηση υπέχει μόνον την υποχρέωση να αποδώσει γραπτώς το ουσιώδες και όχι το σύνολο των λεχθέντων κατά την ακρόαση.

(βλ. σκέψη 305)