Language of document : ECLI:EU:F:2008:163

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

«Υπάλληλοι – Πρώην έκτακτοι υπάλληλοι – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑX) 2689/95 – Αποζημίωση εξόδου από την υπηρεσία – Συνυπολογισμός ενός “κινήτρου παραγωγικότητας” για τον προσδιορισμό του ποσού των ακαθάριστων αποδοχών στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του ενδιαφερομένου»

Στην υπόθεση F-144/07,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA,

Σπυρίδων Ευσταθόπουλος, πρώην έκτακτος υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Χαλανδρίου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τους Ν. Κορογιαννάκη και Μ. Μίχη, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τους A. Lukošiūtė και Α. Τρουπιώτη,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Χ. Ταγαρά (εισηγητή), προεδρεύοντα, H. Kanninen και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Δεκεμβρίου 2007 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007) ο Σ. Ευσταθόπουλος, δικαιούχος αποζημιώσεως κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/95 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 1995, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων που αφορούν την οριστική έξοδο από την υπηρεσία εκτάκτων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (ΕΕ L 280 σ. 4), ζητεί κατ’ ουσίαν, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2007, με την οποία, αφενός, το κίνητρο παραγωγικότητας που ελάμβανε στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του στο Υπουργείο Ανάπτυξης στην Ελλάδα συνυπολογίσθηκε προκειμένου να προσδιορισθεί το ποσό των ακαθάριστων αποδοχών του, υπό την έννοια του εν λόγω κανονισμού, στο πλαίσιο των ως άνω νέων καθηκόντων του, με συνέπεια τη μείωση της αποζημιώσεως που ελάμβανε κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού αυτού (στο εξής: αποζημίωση εξόδου από την υπηρεσία ή επίδικη αποζημίωση), αφετέρου, αποφασίσθηκε η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, δεύτερον, την ακύρωση της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε στις 9 Μαΐου 2007 κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 19 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ) ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι αποδοχές του εκτάκτου υπαλλήλου περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις.»

3        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2689/95 έχει ως ακολούθως:

«Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος που επωφελείται από το μέτρο του άρθρου 1 δικαιούται μηνιαίας αποζημίωσης ίσης με το 70 % του βασικού μισθού του, ανάλογα με το βαθμό και το κλιμάκιο που είχε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, σύμφωνα με τον πίνακα του άρθρου 66 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ο οποίος ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο θα πρέπει να γίνει η εκκαθάριση της αποζημίωσης.»

4        Το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95 προβλέπει τα εξής:

«Από το ποσό των ακαθάριστων αποδοχών του ενδιαφερομένου στα νέα του καθήκοντα αφαιρείται η αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, εφόσον οι αποδοχές, προστιθέμενες στην αποζημίωση, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές ακαθάριστες αποδοχές του δικαιούχου, που υπολογίζονται με βάση τον ισχύοντα πίνακα αποδοχών την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να γίνει εκκαθάριση της αποζημίωσης. Οι αποδοχές αυτές αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τον διορθωτικό συντελεστή της παραγράφου 3.

Οι ακαθάριστες αποδοχές και οι τελευταίες συνολικές ακαθάριστες αποδοχές της παραγράφου 1 νοούνται αφαιρουμένων των κρατήσεων κοινωνικών ασφαλίσεων και πριν την αφαίρεση του φόρου.

Ο ενδιαφερόμενος είναι υποχρεωμένος να παρέχει τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που τυχόν θα απαιτηθούν και να κοινοποιεί στο θεσμικό όργανο κάθε στοιχείο που μπορεί να τροποποιεί τα δικαιώματά του στην αποζημίωση.»

5        Το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2689/95 ορίζει:

«Σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 67 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης [των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] και τα άρθρα 1, 2 και 3 του παραρτήματος VII του κανονισμού αυτού, τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται είτε στον δικαιούχο της αποζημίωσης της παραγράφου 1, είτε στο ή στα πρόσωπα που έχουν αναλάβει την επιμέλεια του ή των τέκνων εκ του νόμου διατάξεων ή δια δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Το ποσό του επιδόματος στέγης υπολογίζεται με βάση την αποζημίωση αυτή.»

 Το νομικό πλαίσιο του ελληνικού δικαίου

6        Κατ’ εφαρμογήν του νόμου 1571/85, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 2008/92 και 2289/95, συστάθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος το 1995 και με τον αριθμό 234226/9 ένας ειδικός λογαριασμός «για τον εφοδιασμό με πετρελαιοειδή προϊόντα των προβληματικών περιοχών της χώρας», λογαριασμός για τον οποίο ο νόμος 2289/95 είχε προβλέψει στο μεταξύ ότι θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση «κινήτρων παραγωγικότητας» στους υπαλλήλους του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας.

7        Παράλληλα, το άρθρο 13 του νόμου 2470/97 εισήγαγε υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων ένα «κίνητρο απόδοσης»· το ύψος του κινήτρου αυτού, που καθόρισε η εν λόγω διάταξη σε 38 000 έως 68 000 δρχ. τον μήνα, αναλόγως του επιπέδου εκπαιδεύσεως των δικαιούχων, αυξήθηκε, κατ’ εφαρμογήν του νόμου 3205/03, σε 150 ευρώ τον μήνα για τους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου, ποσό που παρέμεινε αμετάβλητο καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου την οποία αφορά η διαφορά που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας αποφάσεως.

8        Η Υπουργική Απόφαση 2032845/3260/0022/18.6.1998 προέβλεψε την καταβολή της διαφοράς μεταξύ του κινήτρου απόδοσης και του κινήτρου παραγωγικότητας σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων του Υπουργείου Ανάπτυξης (πρώην Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας), μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβανόταν εκείνη των κατόχων πανεπιστημιακού πτυχίου.

9        Εξάλλου, η Υπουργική Απόφαση 2/87720/0022/22.12.2000, για τη ρύθμιση υπολοίπων ειδικού λογαριασμού για τον εφοδιασμό με καύσιμα προβληματικών περιοχών της χώρας, προέβλεψε την καταβολή, στο σύνολο των υπαλλήλων του Υπουργείου Ανάπτυξης, «των διαφορών του, πέραν του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 13 του νόμου 2470/97[,] μηνιαίου ποσού εκ του ειδικού λογαριασμού υπ’ αριθ. 234226/9». Για τους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου, το καταβλητέο ποσό καθορίσθηκε σε 50 000 δρχ.

10      Το ποσό αυτό τροποποιήθηκε το 2001, καθορισθέν στη συνέχεια σε 370 ευρώ από 1ης Ιουλίου 2002, για την κατηγορία των κατόχων πανεπιστημιακού πτυχίου με αρχαιότητα στην υπηρεσία 16 ετών και άνω.

11      Μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις αύξησαν το σχετικό ποσό, το οποίο, από 1ης Ιουνίου 2005 και κατ’ εφαρμογήν της Υπουργικής Αποφάσεως 2/29922/0022/13.6.2005, ορίσθηκε σε 605 ευρώ για τους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου με αρχαιότητα στην υπηρεσία 15 ετών και άνω. Η ως άνω απόφαση, μετά από παράθεση, στην αιτιολογική σκέψη 18, των από της Υπουργικής Αποφάσεως 2/87720/0022/22.12.2000 και εντεύθεν εφαρμοσθεισών υπουργικών αποφάσεων, ορίζει τα εξής: «Αυξάνουμε από 1.6.2005 το κίνητρο παραγωγικότητας που καταβάλλεται με τις προαναφερόμενες αποφάσεις ως ακολούθως:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΠΟΣΟ ΑΥΞΗΣΗΣ

ΠΕ

0 έως 15 έτη

70 €

ΠΕ

15 [έτη] και άνω

85 €

[…]»

12      Στη συνέχεια, το ποσό που καταβαλλόταν στους δικαιούχους της κατηγορίας των κατόχων πανεπιστημιακού πτυχίου με αρχαιότητα στην υπηρεσία 15 ετών και άνω αναπροσαρμόσθηκε σε 670 ευρώ από 1ης Ιανουαρίου 2006 (κατ’ εφαρμογήν της αυξήσεως που χορηγήθηκε με την Υπουργική Απόφαση 2/17637/0022/14.4.2006) και σε 730 ευρώ από 1ης Ιανουαρίου 2007 (κατ’ εφαρμογήν της αυξήσεως που χορηγήθηκε με την Υπουργική Απόφαση 2/27364/0022/8.5.2007).

13      Τα ποσά αυτά, που καθορίσθηκαν με τις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις, υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος 20 % και σε κράτηση 1 % υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ). Η καταβολή τους στους ειδικούς γραμματείς του Υπουργείου Ανάπτυξης προβλέφθηκε με την Υπουργική Απόφαση 2/29922/0022/13.6.2005.

 Το ιστορικό της διαφοράς

14      Ο προσφεύγων προσελήφθη, στις 23 Δεκεμβρίου 1981, ως έκτακτος υπάλληλος από την πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος του Κοινοβουλίου. Με έγγραφο του τελευταίου της 16ης Νοεμβρίου 1999, ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι το αίτημά του περί οριστικής λήξεως των καθηκόντων του στην υπηρεσία της εν λόγω πολιτικής ομάδας έγινε δεκτό από 30ής Ιουνίου 2000.

15      Με απόφαση του Κοινοβουλίου της 26ης Ιανουαρίου 2000, ισχύουσα από 1ης Ιουλίου 2000, ο προσφεύγων υπήχθη στις διατάξεις του κανονισμού 2689/95. Γι’ αυτόν τον λόγο άρχισε να του καταβάλλεται η αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.

16      Την 1η Απριλίου 2004, ο προσφεύγων διορίσθηκε Ειδικός Γραμματέας για την Ανταγωνιστικότητα στο ελληνικό Υπουργείο Ανάπτυξης (στο εξής: Υπουργείο), θέση την οποία διατήρησε μέχρι τις 17 Οκτωβρίου 2007.

17      Κατόπιν αποστολής από τον προσφεύγοντα στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, αντιγράφων των δελτίων αναλύσεως μισθοδοσίας του, καθώς και βεβαιώσεων αποδοχών από τις υπηρεσίες του Υπουργείου, για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2006, το Κοινοβούλιο, με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2007, ζήτησε από τον προσφεύγοντα διευκρινίσεις επί της φύσεως ενός από τα ποσά που περιλαμβάνονταν στις βεβαιώσεις αποδοχών, όχι όμως στα δελτία μισθοδοσίας.

18      Με έγγραφο της 18ης Απριλίου 2007, βάσει των υποβληθέντων εγγράφων, το Κοινοβούλιο διαπίστωσε ότι, ως Ειδικός Γραμματέας για την Ανταγωνιστικότητα, ο ενδιαφερόμενος ελάμβανε όχι μόνον τον μισθό που αναγραφόταν στα δελτία αναλύσεως μισθοδοσίας του, αλλά επίσης ένα «κίνητρο παραγωγικότητας» (στο εξής επίσης: επίδικο κίνητρο), ανερχόμενο σε 670 ευρώ τον μήνα, κίνητρο καταβαλλόμενο αδιαλείπτως και περιλαμβανόμενο σε χωριστό δελτίο μισθοδοσίας. Κατά συνέπεια, με το ίδιο έγγραφο, το Κοινοβούλιο πληροφόρησε τον προσφεύγοντα, καταρχάς, ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, αναθεωρήθηκαν οι προηγούμενοι υπολογισμοί προς προσδιορισμό του ποσού της αποζημιώσεως εξόδου από την υπηρεσία, προκειμένου να συμπεριληφθεί το ποσό του ως άνω κινήτρου στο ποσό των ακαθάριστων αποδοχών του προσφεύγοντος στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του, κατόπιν, ότι έπρεπε να επιστραφεί ένα αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό 10 036,99 ευρώ (επιπλέον ενός ποσού 390 ευρώ που του είχε ήδη παρακρατηθεί) και, τέλος, ότι για την τακτοποίηση μελλοντικών καταβολών, σε περίπτωση που δεν μεταβάλλονταν τα σχετικά εισοδήματα, ο προσφεύγων «όφειλε να επιστρέφει μηνιαίως ποσό 600 ευρώ» (στο εξής: απόφαση της 18ης Απριλίου 2007). Στο ίδιο έγγραφο το Κοινοβούλιο διευκρίνισε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν είχε λάβει υπόψη προηγουμένως το κίνητρο αυτό ήταν, αφενός, ότι η αρμόδια υπηρεσία θεωρούσε ότι επρόκειτο για επίδομα μεταβλητού ύψους και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν στα δελτία αναλύσεως μισθοδοσίας δημιουργούσε την εντύπωση ότι δεν επρόκειτο για τακτικώς καταβαλλόμενη παροχή υποκείμενη σε εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως.

19      Στις 9 Μαΐου 2007, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007. Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, το Κοινοβούλιο απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση (στο εξής: απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007).

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

20      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 18ης Απριλίου 2007 και, ειδικότερα, τα τμήματά της που αφορούν:

–        τον συνυπολογισμό του επιδίκου κινήτρου στις ακαθάριστες αποδοχές του προσφεύγοντος, συνυπολογισμός ο οποίος οδήγησε σε ανάλογη μείωση της αποζημιώσεως εξόδου από την υπηρεσία·

–        την ήδη πραγματοποιηθείσα κράτηση του ποσού των 390 ευρώ από την αποζημίωση εξόδου από την υπηρεσία·

–        την υποχρέωση επιστροφής του ποσού των 10 036,99 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2005 μέχρι τον Μάρτιο του 2007·

–        τη μηνιαία μείωση της αποζημιώσεώς του κατά 600 ευρώ για όλο το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου ελάμβανε το επίδικο κίνητρο των 670 ευρώ·

–        να ακυρώσει την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 του Κοινοβουλίου περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε ο προσφεύγων στις 9 Μαΐου 2007·

–        να ακυρώσει κάθε άλλη συναφή μεταγενέστερη ή εκτελεστική αυτών απόφαση·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

22      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που γνωστοποιήθηκαν στους διαδίκους με έγγραφα της 7ης Μαΐου 2008, σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων κλήθηκε, αφενός, να διευκρινίσει την προβλεπόμενη από την ελληνική νομοθεσία νομική βάση για τη χορήγηση του κινήτρου παραγωγικότητας και, αφετέρου, να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Ο προσφεύγων συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς τα ως άνω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

23      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων, απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι ο κατάλληλος όρος προς προσδιορισμό του επιδίκου κινήτρου είναι όντως «κίνητρο» και όχι «επίδομα» παραγωγικότητας. Δήλωσε επίσης ότι το χρονικό διάστημα το οποίο αφορά το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007 περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών δεν ανατρέχει στον Μάρτιο του 2005, αλλά στον Δεκέμβριο του 2005, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση του Κοινοβουλίου δεν κάλυπτε περίοδο προγενέστερη του τελευταίου αυτού μήνα. Επιπλέον, αιτήσει του Δικαστηρίου και συμφωνούντος του Κοινοβουλίου, ο προσφεύγων κατέθεσε ορισμένα δελτία αναλύσεως μισθοδοσίας σχετικά με τα καθήκοντά του στο Υπουργείο, καθώς και ορισμένες βεβαιώσεις αποδοχών που εξέδωσε το ως άνω υπουργείο· στα δελτία αναλύσεως μισθοδοσίας, τα οποία αφορούσαν όλα το έτος 2005, αναγραφόταν η καταβολή στον προσφεύγοντα του κινήτρου απόδοσης, ύψους 150 ευρώ, ενώ οι σχετικές βεβαιώσεις για το έτος 2006 δεν περιελάμβαναν αυτό το ποσό, αλλά ένα ποσό 670 ευρώ (το οποίο αφορά η σχετική ανταλλαγή αλληλογραφίας, το 2007, μεταξύ Κοινοβουλίου και προσφεύγοντος), με την ένδειξη «Διαφ.Κιν.Απόδοσης» ενώ σε μια βεβαίωση με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2005 αναφέρεται τόσο το κίνητρο παραγωγικότητας ύψους 150 ευρώ όσο και ένα ποσό 605 ευρώ, με παράθεση, όσον αφορά το τελευταίο αυτό ποσό, της ίδιας ενδείξεως με εκείνη που χρησιμοποιείται για το ποσό των 670 ευρώ του 2006, ήτοι «Διαφ.Κιν.Απόδοσης».

 Αντικείμενο της προσφυγής

24      Ο προσφεύγων ζητεί μεν, επιπλέον της ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007, την ακύρωση της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του, διαπιστώνεται όμως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας (απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 1992, T‑33/91, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2499, σκέψη 23· της 10ης Ιουνίου 2004, T‑330/03, Λιάκουρα κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑191 και II‑859, σκέψη 13, και της 6ης Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1173, σκέψη 43), ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 καθαυτό στερείται αυτοτέλειας και συγχέεται στην πραγματικότητα με το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007.

25      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα ακυρωτικά αιτήματα αφορούν την απόφαση της 18ης Απριλίου 2007, καθώς και κάθε άλλη απόφαση συναφή προς αυτήν, μεταγενέστερη ή εκτελεστική αυτής, μη περιλαμβανομένης της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2007.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26      Ο προσφεύγων επικαλείται τέσσερις λόγους προς στήριξη των ακυρωτικών του αιτημάτων.

27      Ως πρώτος λόγος αναφέρεται η πλάνη περί τα πράγματα. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το κίνητρο παραγωγικότητας που ελάμβανε δεν αποτελούσε μέρος των ακαθάριστων αποδοχών του, δεδομένου ότι αυτό δεν υπέκειτο σε εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι δεν λαμβανόταν υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεως. Υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι δεν υφίσταται καμία σχετική αναφορά στο πλαίσιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ), η φύση του επιδίκου κινήτρου πρέπει να προσδιορισθεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας και νομολογίας. Συναφώς, επικαλείται πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, κατά την οποία το κίνητρο παραγωγικότητας, βάσει της φύσεως και του σκοπού του, διαφέρει από άλλες αποδοχές και επιδόματα και, ειδικότερα, δεν αποτελεί μέρος των «τακτικών αποδοχών» του δικαιούχου, ούτε μπορεί να «μετεξελιχθεί» στη συνέχεια σε τέτοιου είδους αμοιβή. Ο προσφεύγων υποστηρίζει με τον τρόπο αυτό ότι, για τον υπολογισμό της επίδικης αποζημιώσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον ο βασικός μισθός του στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του στο Υπουργείο, χωρίς τα ενδεχόμενα επιδόματα, περιλαμβανομένου, ειδικότερα, του κινήτρου παραγωγικότητας.

28      Δεύτερον, ο προσφεύγων επικαλείται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95. Υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι το γεγονός ότι στο ποσό της αποζημιώσεως εξόδου από την υπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη για τους υπολογισμούς του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95 εμπεριέχονται τα οικογενειακά επιδόματα (αντί το ποσό αυτό να περιορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού) συνεπάγεται παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 4 του κανονισμού 2689/95.

29      Στη συνέχεια, ο προσφεύγων προβάλλει έναν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον η σχετική αιτιολογία είναι εσφαλμένη, μη ειδική και αντιφατική. Πρώτον, ο προσφεύγων στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 4 του κανονισμού 2689/95 για να προσάψει στο Κοινοβούλιο εσφαλμένη αιτιολογία της από 14 Σεπτεμβρίου 2007 αποφάσεώς του. Δεύτερον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Κοινοβούλιο, καθόσον επικαλέσθηκε, με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, μόνον το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/1995, χωρίς να εξετάσει το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, το οποίο ορίζει περαιτέρω ότι οι ακαθάριστες αποδοχές είναι αυτές που λαμβάνονται υπόψη αφαιρουμένων των κρατήσεων κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν αιτιολόγησε ειδικά και με επαρκή τρόπο την εν λόγω απόφαση, δεδομένου ότι οι κρατήσεις κοινωνικής ασφαλίσεως είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο για τον χαρακτηρισμό των αποδοχών. Τρίτον, το Κοινοβούλιο παρέθεσε αντιφατική αιτιολογία, καθόσον, με την από 14 Σεπτεμβρίου 2007 απόφασή του, δήλωσε ότι η ακριβής κατάταξη κάθε επιδόματος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να έχει καθοριστικό χαρακτήρα από τη στιγμή που το επίδομα αποτελεί μέρος των εισπραττόμενων εισοδημάτων στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του υπαλλήλου και επικαλέσθηκε, ακόμη, τον σκοπό της προαναφερθείσας διατάξεως, δηλαδή «να διασφαλίζεται ότι ο υπάλληλος που αποχωρεί από την υπηρεσία, διατηρώντας και τη δυνατότητα να ασκήσει μια νέα δραστηριότητα, δεν θα βρεθεί σε πιο πλεoνεκτική οικονομική θέση, σε σύγκριση είτε με τους συναδέλφους του που παραμένουν εν ενεργεία, είτε με τη θέση στην οποία θα ήταν αυτός ο ίδιος αν είχε παραμείνει στην υπηρεσία», ενώ η αιτιολογία της από 18 Απριλίου 2007 αποφάσεως στηρίζεται στο ότι το επίδικο κίνητρο δεν υπέκειτο σε εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και δεν είχε μόνιμο χαρακτήρα.

30      Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο, υπολογίζοντας εσφαλμένα τις αποδοχές του προς εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, ακολούθησε μια διαδικασία αντίθετη προς εκείνη την οποία ορίζει, ως κανόνας δικαίου, ο κανονισμός αυτός. Κατά συνέπεια, η απόφαση της 18ης Απριλίου 2007 πρέπει να ακυρωθεί λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου.

31      Το Κοινοβούλιο, αφού απάντησε στις αιτιάσεις του προσφεύγοντος, ζητεί την απόρριψη του συνόλου των λόγων ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32      Η επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το Δικαστήριο εξαρτάται ουσιαστικά από το αν μπορεί να περιλαμβάνεται στις «ακαθάριστες αποδοχές», υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, το κίνητρο παραγωγικότητας που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο, κίνητρο του οποίου η νομική βάση και τα χαρακτηριστικά αναπτύχθηκαν στις σκέψεις 5 έως 13 της παρούσας αποφάσεως (και το οποίο, μολονότι ονομάζεται «κίνητρο παραγωγικότητας», δεν εξαρτάται από κάποια «παραγωγικότητα», αλλά απλώς αναπροσαρμόζεται κάθε έτος ή, ενίοτε, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα).

33      Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι από τη νομολογία προκύπτει σαφώς ότι, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αφενός, το γράμμα αυτής και, αφετέρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οικεία διάταξη, καθώς και οι στόχοι που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, F‑10/06, André κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑183 και ΙΙ‑Α‑1‑755, σκέψη 35 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Διαπιστώνεται ότι, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, στο ερώτημα που διατυπώνεται στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως μπορεί να δοθεί μόνον καταφατική απάντηση.

35      Πράγματι, μια χρηματική παροχή η οποία καταβάλλεται μηνιαίως σε άτομο που ασκεί καθήκοντα σε υπουργική υπηρεσία λόγω ακριβώς της ασκήσεως των καθηκόντων αυτών (παροχή του ιδίου ύψους για το σύνολο των δικαιούχων που είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού πτυχίου και έχουν ορισμένη αρχαιότητα στην υπηρεσία), δεν μπορεί παρά να εμπίπτει, σύμφωνα με μια γραμματική ερμηνεία, στην έννοια των «ακαθάριστων αποδοχών» που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο των εν λόγω καθηκόντων. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, η παροχή αυτή υπόκειται σε φόρο «εισοδήματος».

36      Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων, ακόμα και αν υποτεθεί ότι έχουν κάποιο έρεισμα στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95 ή στους στόχους που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή.

37      Τούτο ισχύει ειδικότερα όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όπως αυτό ερμηνεύεται από τα ανώτατα ελληνικά δικαστήρια, το εν λόγω κίνητρο, η καταβολή του οποίου δεν προβλέπεται από τον τακτικό προϋπολογισμό αλλά από έναν ειδικό λογαριασμό, δεν αποτελεί μέρος των «τακτικών αποδοχών» των δικαιούχων, ούτε μπορεί να «μετεξελιχθεί» σε τέτοιου είδους αμοιβή. Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η ερμηνεία εννοίας του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτή των «ακαθάριστων αποδοχών» τις οποίες λαμβάνει ο δικαιούχος αποζημιώσεως εξόδου από την υπηρεσία στα «νέα του καθήκοντα», υπό την έννοια του κανονισμού 2689/95, δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδουν οι εθνικές έννομες τάξεις στις χρηματικές παροχές τις οποίες λαμβάνει κάποιο άτομο λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, υφίσταται κίνδυνος προσβολής της αρχής της ομοιομορφίας του κοινοτικού δικαίου, καθώς και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των κοινοτικών υπαλλήλων.

38      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, κατά το οποίο οι «ακαθάριστες αποδοχές» είναι εκείνες που λαμβάνονται υπόψη «αφαιρουμένων των κρατήσεων κοινωνικών ασφαλίσεων». Κατά τον προσφεύγοντα, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύεται παρά μόνον υπό την έννοια ότι, για να μπορεί μια πληρωμή να εμπίπτει στην προαναφερθείσα έννοια των «ακαθάριστων αποδοχών», πρέπει να υπόκειται σε κρατήσεις κοινωνικής ασφαλίσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με το κίνητρο παραγωγικότητας. Όμως, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η εν λόγω διάταξη, ενόψει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την εμβέλεια που της προσδίδει ο προσφεύγων. Έχει μια πολύ πιο περιορισμένη εμβέλεια, συγκεκριμένα προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνουν οι υπολογισμοί και η σύγκριση που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, διευκρινίζοντας προς τον σκοπό αυτό την έννοια των «ακαθάριστων» αποδοχών. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από καμία άλλη διάταξη του κανονισμού αυτού ότι μόνον οι καταβολές που υπόκεινται σε κρατήσεις κοινωνικής ασφαλίσεως λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της εννοίας των «ακαθάριστων αποδοχών» σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο σημειώνει στο πλαίσιο αυτό ότι το κίνητρο παραγωγικότητας υπόκειται σε κράτηση 1 % υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ).

39      Η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως δεν κλονίζεται ούτε με τα επιχειρήματα που αντλούνται από την τελεολογία του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο σκοπός της διατάξεως αυτής δεν είναι εκείνος τον οποίο επικαλείται το Κοινοβούλιο, ήτοι να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση υπό την αναφερόμενη στη σκέψη 29 in fine έννοια, αλλά αυτός που προτείνει ο προσφεύγων, ότι πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για σκοπό δημοσιονομικού χαρακτήρα, ο προσφεύγων δεν εξήγησε, ούτε ασφαλώς απέδειξε, με ποιον τρόπο ένας τέτοιος σκοπός δικαιολογεί ερμηνεία αντίθετη προς το σαφές γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95.

40      Επομένως, ο λόγος που θεμελιώνεται σε υποτιθέμενη πλάνη περί τα πράγματα και ο οποίος, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος, πρέπει να θεωρηθεί ότι στην πραγματικότητα στηρίζεται σε υποτιθέμενο σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, είναι απορριπτέος, με την επιφύλαξη των αιτιάσεων σχετικά με τη συμπερίληψη των οικογενειακών επιδομάτων στον υπολογισμό της επίδικης αποζημιώσεως, οι οποίες υπάγονται σε διαφορετικό λόγο ακυρώσεως, που θα εξετασθεί αργότερα.

41      Πρέπει επίσης να απορριφθεί ο λόγος που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Πράγματι, καθόσον ο προσφεύγων προσάπτει στο Κοινοβούλιο εσφαλμένη αιτιολογία, έναντι, ιδίως, των διατάξεων του άρθρου 4 του κανονισμού 2689/95, πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας (απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35). Εν προκειμένω, επικαλούμενος εσφαλμένη αιτιολογία, ο προσφεύγων δεν επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκή αιτιολογία, αλλά, στην πραγματικότητα, προβάλλει το παράνομο των αιτιολογιών της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 έναντι των ως άνω διατάξεων. Όμως, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων και των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων αυτών (σκέψεις 33 έως 40 της παρούσας αποφάσεως), η αιτίαση που θεμελιώνεται στον εσφαλμένο χαρακτήρα της αιτιολογίας της ως άνω αποφάσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί, ενώ πρέπει παράλληλα να υπομνησθεί ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 συγχέεται στην πραγματικότητα με το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007 (βλ. σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως). Όσον αφορά τις αιτιάσεις που αντλούνται από την ύπαρξη μη ειδικής και αντιφατικής αιτιολογίας, το Δικαστήριο παρατηρεί, εισαγωγικώς, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 18ης Απριλίου 2007, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των αιτιολογιών βάσει των οποίων το επίδικο κίνητρο δεν συνυπολογιζόταν πριν από την εν λόγω απόφαση, ήτοι ότι –κατά την αρχική εκτίμηση του Κοινοβουλίου– το κίνητρο αυτό ήταν μεταβλητού ύψους, δεν καταβαλλόταν αδιαλείπτως και δεν υπέκειτο σε εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, και, αφετέρου, της αιτιολογίας που οδήγησε το Κοινοβούλιο να αλλάξει στάση με την απόφαση της 18ης Απριλίου 2007, δηλαδή ο μόνιμος χαρακτήρας του επίδικου κινήτρου, το οποίο περιλαμβανόταν σε χωριστό δελτίο μισθοδοσίας. Με βάση την παρατήρηση αυτή καθίσταται σαφές, ως προς την αιτίαση περί μη ειδικής αιτιολογίας, ότι, καθόσον η μη υπαγωγή του κινήτρου παραγωγικότητας σε εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως δεν αποτελεί αιτιολογία της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007, δεν μπορεί να προσάπτεται στο Κοινοβούλιο ότι δεν εξέτασε, με την απόφασή του της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, στο οποίο γίνεται λόγος περί κρατήσεων κοινωνικής ασφαλίσεως· επομένως, η αιτίαση που θεμελιώνεται στον μη ειδικό χαρακτήρα της αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, ενώ το Δικαστήριο παρατηρεί, υπό το φως της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007, τα στοιχεία της οποίας συμπληρώνονται με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, ότι δόθηκε στον προσφεύγοντα πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με τη θέση του Κοινοβουλίου. Περαιτέρω, ως προς την αιτίαση περί αντιφατικής αιτιολογίας, και παρά τον αλυσιτελή χαρακτήρα, για τους ίδιους λόγους που αναπτύχθηκαν προηγουμένως, οποιουδήποτε επιχειρήματος αντλείται από την αναφορά της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007 στο ζήτημα της υπαγωγής του επιδίκου κινήτρου σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει το Κοινοβούλιο με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιφατική σε σχέση προς εκείνη της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007, αλλά μάλλον ως συμπληρωματική της αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής, υπό την έννοια ότι το Κοινοβούλιο θεώρησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των στόχων του κανονισμού 2689/95, ο μόνιμος χαρακτήρας του κινήτρου παραγωγικότητας –σε αντίθεση με κάποιο άλλο επίδομα που δεν θα είχε τέτοιο χαρακτήρα– έχει ως συνέπεια ότι αυτό πρέπει να θεωρείται ως μέρος των αποδοχών που εισέπραττε ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του, τούτο δε ανεξαρτήτως του τρόπου χαρακτηρισμού του εν λόγω κινήτρου κατά το εθνικό δίκαιο. Εξάλλου, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι κάθε κοινοτικό όργανο μπορεί ενδεχομένως να συμπληρώνει την αιτιολογία βλαπτικής αποφάσεως στο στάδιο της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2008, F‑74/06, Λογγινίδης κατά Cedefop, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 51 in fine και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εν προκειμένω δε το Κοινοβούλιο παρέσχε με τον τρόπο αυτό, στο στάδιο της εξετάσεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος, μια λεπτομερέστερη αιτιολογία της αποφάσεώς του της 18ης Απριλίου 2007, χωρίς τούτο να συνεπάγεται κάποια αντίφαση.

42      Όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου, το Δικαστήριο διαπιστώνει, όπως εξάλλου ορθώς παρατήρησε το Κοινοβούλιο, ότι η σχετική αιτίαση ταυτίζεται στην πραγματικότητα με τον λόγο που θεμελιώνεται σε σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 4 του κανονισμού 2689/95. Πράγματι, ο προσφεύγων διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι το Κοινοβούλιο, υπολογίζοντας εσφαλμένα τις αποδοχές του, ακολούθησε μια διαδικασία αντίθετη προς εκείνη την οποία προβλέπει ο προαναφερθείς κανονισμός και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση της 18ης Απριλίου 2007 πρέπει να ακυρωθεί λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου. Εντούτοις, εκτός του ότι μια τέτοια θεώρηση της παραβάσεως ουσιώδους τύπου δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι εξαρτά στην πραγματικότητα το περιεχόμενο της εν λόγω εννοίας από ένα ζήτημα απτόμενο της ουσίας της διαφοράς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στις σκέψεις 33 έως 40 της παρούσας αποφάσεως δέχθηκε ότι το Κοινοβούλιο δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 4 του κανονισμού 2689/95. Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

43      Όσον αφορά, τέλος, τον λόγο που αντλείται από το ότι το Κοινοβούλιο, προβαίνοντας στους υπολογισμούς που επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, κακώς συμπεριέλαβε τα οικογενειακά επιδόματα στην επίδικη αποζημίωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτίαση αυτή δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση και ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται στις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν με την εν λόγω διοικητική ένσταση ή ως ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας που περιελάμβανε η διοικητική αυτή ένσταση. Έτσι, σύμφωνα με πάγια νομολογία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 4ης Μαΐου 1999, T‑242/97, Z κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑77 και II‑401, σκέψη 58, και της 22ας Φεβρουαρίου 2001, T‑144/00, Tirelli κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑45 και II‑171, σκέψη 25· διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, F‑60/07, Martin Bermejo κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34), ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω παραβάσεως του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημειώνει ως εκ περισσού ότι το γεγονός ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του κανονισμού 2689/95 κάνει λόγο περί της αποζημιώσεως «που προβλέπεται στην παράγραφο 1» (ήτοι στη διάταξη που προβλέπει το δικαίωμα λήψεως της αποζημιώσεως εξόδου από την υπηρεσία) δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της παραγράφου 4, το ποσό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως ποσό της εν λόγω αποζημιώσεως περιορίζεται μόνο στο μνημονευόμενο στην παράγραφο 1, δηλαδή στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού, χωρίς να συμπεριλαμβάνει τα οικογενειακά επιδόματα. Πράγματι, η εν λόγω αναφορά της παραγράφου 4 στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να έχει άλλο σκοπό από το να καταστήσει πλέον ευανάγνωστο το κείμενο της διατάξεως. Αντιθέτως, κανένας αντικειμενικός λόγος δεν δικαιολογεί να μη συνυπολογίζονται στο ποσό της ως άνω αποζημιώσεως τα οικογενειακά επιδόματα, τα οποία εξάλλου ο προσφεύγων αναγνωρίζει ότι εισέπραττε, στο πλαίσιο της εν λόγω αποζημιώσεως, επιπλέον του προαναφερθέντος ποσού του 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του.

44      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007 πρέπει να απορριφθεί και ότι, κατά συνέπεια, το ίδιο πρέπει να ισχύσει σχετικά με το αίτημα ακυρώσεως κάθε άλλης αποφάσεως συναφούς προς αυτή, μεταγενέστερης ή εκτελεστικής αυτής. Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

45      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω της παραλείψεως του Κοινοβουλίου να εκθέσει, στην απόφαση της 18ης Απριλίου 2007 (σε σχέση με το σκέλος της που αφορά την αναζήτηση αχρεωστήτου), ότι ο προσφεύγων γνώριζε ότι ένα μέρος της επίδικης αποζημιώσεως του καταβαλλόταν αχρεωστήτως ή ότι τούτο ήταν τόσο εμφανές που δεν μπορούσε να το αγνοεί υπό την έννοια του άρθρου 85 του ΚΥΚ (το οποίο εφαρμόζεται στους εκτάκτους υπαλλήλους βάσει του άρθρου 45 του ΚΛΠ). Πράγματι, ενώ το κύρος μιας αποφάσεως περί αναζητήσεως αχρεωστήτου εξαρτάται από την προϋπόθεση είτε να γνωρίζει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος την αντικανονικότητα της καταβολής είτε η αντικανονικότητα αυτή να είναι εμφανής υπό την ανωτέρω έννοια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξακριβώσει τη συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως παρά μόνον αν ο προσφεύγων προβάλει λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε παράβαση του άρθρου 85 του ΚΥΚ ή, τουλάχιστον, αν δεν περιορίζεται στο να αμφισβητεί ότι τα ποσά των οποίων την επιστροφή ζητεί το κοινοτικό όργανο καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, αλλά ισχυρίζεται είτε ότι δεν γνώριζε την αντικανονικότητα των σχετικών καταβολών είτε ότι δεν μπορούσε να τη γνωρίζει. Όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Εξάλλου, και ενόψει του κινδύνου να παραβλεφθεί η λειτουργία του άρθρου 85 του ΚΥΚ και να ανατραπεί η εκ του άρθρου αυτού ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ κοινοτικού οργάνου και υπαλλήλων του, μόνη η εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπαλλήλου αμφισβήτηση της αντικανονικότητας μιας καταβολής, όταν δεν υφίσταται καμία ειδική αναφορά σε (διαπιστωμένη ή υποτιθέμενη) γνώση της εν λόγω αντικανονικότητας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνει σιωπηρώς ισχυρισμό περί του ότι ο ενδιαφερόμενος δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει την αντικανονικότητα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών οριζομένων στο περί δικαστικών εξόδων κεφάλαιο, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εάν υπάρχει σχετικό αίτημα.

47      Από τις σκέψεις της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε.

48      Με τα αιτήματά του το Κοινοβούλιο ζήτησε να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των δικαστικών εξόδων «σύμφωνα με τον νόμο». Το αίτημα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αίτημα καταδίκης του προσφεύγοντος διαδίκου στα δικαστικά έξοδα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου των ΕΚ της 9ης Ιουνίου 1992, C‑30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑3755, σκέψη 38, και της 29ης Απριλίου 2004, C‑470/00 P, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑4167, σκέψη 86· διάταξη του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, F‑141/07, Maniscalco κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33). Επομένως, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.