Language of document : ECLI:EU:F:2013:91

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 2013

Υπόθεση F‑106/11

BM

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική κύρωση – Γραπτή επίπληξη»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα βάσει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ, με την οποία ο BM, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Ανθρώπινου Δυναμικού, Προϋπολογισμού και Οργάνωσης (στο εξής: ΓΔ Ανθρώπινου Δυναμικού), της 15ης Απριλίου 2011, με την οποία του επιβλήθηκε η κύρωση της γραπτής επίπληξης και, αφετέρου, την καταβολή ποσού 10 000 ευρώ ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο BM φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.



Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Πειθαρχικό καθεστώς – Υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας πριν την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας – Δεν υφίσταται

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45· κανόνες για το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.2· διοικητική εγκύκλιος της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 1/2006)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων – Επίκληση της καλής πίστεως εκ μέρους υπαλλήλου που παρέλειψε να δηλώσει ότι λαμβάνει επιδόματα της ιδίας φύσεως με τα οικογενειακά επιδόματα της Ένωσης – Δεν επιτρέπεται

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 21· κανόνες για το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 0.4.3 και 3.3.2)

3.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Αρχή της αναλογικότητας – Έννοια – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας αρχής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45)

1.      Καμία εφαρμοστέα διάταξη, είτε των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή των κανόνων για το εν λόγω προσωπικό, είτε της διοικητικής εγκυκλίου της εκτελεστικής επιτροπής της Τράπεζας που αφορά εσωτερικές διοικητικές έρευνες, δεν προβλέπει ότι πριν την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας πρέπει να διεξάγεται διοικητική έρευνα κατά την έννοια της εν λόγω διοικητικής εγκυκλίου.

(βλ. σκέψη 31)

2.      Μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο αθέτησε τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του παραλείποντας να δηλώσει σε αυτή ότι λαμβάνει επιδόματα της ιδίας φύσεως με τα οικογενειακά επιδόματα που καταβάλλει η τράπεζα, δεν μπορεί να επικαλείται την καλή πίστη του προκειμένου να μην του επιβληθεί πειθαρχική κύρωση. Εν πάση περιπτώσει, ένας υπάλληλος ο οποίος επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια είναι σε θέση να γνωρίζει τους κανόνες που διέπουν τη μισθοδοσία.

(βλ. σκέψεις 45 και 63)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 1 Φεβρουαρίου 1996, T‑122/95, Chabert κατά Επιτροπής, σκέψη 32· 1 Απριλίου 2004, T‑312/02, Gussetti κατά Επιτροπής, σκέψη 106

3.      Όσον αφορά τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας επί πειθαρχικών ζητημάτων περιλαμβάνει δύο σκέλη. Αφενός, η επιλογή της κατάλληλης κύρωσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αρμόδιας αρχής, εφόσον αποδεικνύεται το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που καταλογίζονται στον υπάλληλο, και δεν είναι δυνατόν ο δικαστής της Ένωσης να αμφισβητήσει την ορθότητα της επιλογής αυτής, εκτός εάν η επιβληθείσα κύρωση είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα διαπιστωθέντα εις βάρος του υπαλλήλου πραγματικά περιστατικά. Αφετέρου, η εν λόγω αρχή καθορίζει την κύρωση βάσει μιας συνολικής εκτιμήσεως όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε ατομικής περιπτώσεως, δεδομένου ότι οι όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα μέλη του προσωπικού της δεν προβλέπουν σταθερή σχέση μεταξύ των προβλεπομένων πειθαρχικών κυρώσεων και των διαφόρων ειδών παραβάσεων που διαπράττουν οι υπάλληλοι και δεν διευκρινίζουν σε ποιο βαθμό η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων μπορεί να επηρεάζει την επιλογή της κυρώσεως. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ασκούν επιρροή επί της διαφοράς της οποίας επιλαμβάνεται, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση πειθαρχικής κυρώσεως, μπορεί μεταξύ άλλων να προβεί σε εκτίμηση της αναλογικότητας μεταξύ παραπτώματος και κυρώσεως. Επομένως, με βάση τις εν λόγω αρχές, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στο ζήτημα αν η επιβληθείσα κύρωση δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που καταλογίζονται στο μέλος του προσωπικού και αν η Τράπεζα προέβη κατά τρόπο αναλογικό στη στάθμιση των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 51 και 52)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Μαΐου 2012, T‑184/11 P, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 85