Language of document : ECLI:EU:F:2009:137

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2009

Υπόθεση F-101/08

Σπυρίδων Παππάς

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Μεταφορά στο κοινοτικό καθεστώς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κτηθέντων πριν την είσοδο στην υπηρεσία των Κοινοτήτων – Ανάκληση – Παραδεκτό – Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Ύψος της συντάξεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο Σ. Παππάς ζητεί, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 2008, με την οποία υπολογίστηκαν τα δικαιώματά του σε σύνταξη αρχαιότητας, δεύτερον, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, η οποία, αφενός, ανακάλεσε την επιστολή της 23ης Οκτωβρίου 2000, η οποία του αναγνώριζε 18 έτη και 10 ημέρες ως συντάξιμο χρόνο για την παροχή κοινοτικής συντάξεως που προέκυψε από τη μεταφορά στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει ο προσφεύγων, μεταξύ άλλων, ως μέλος του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας και, αφετέρου, υπολόγισε τον συντάξιμο χρόνο σε 15 έτη, 2 μήνες και 21 ημέρες, και, τρίτον, την ακύρωση άλλης αποφάσεως της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, η οποία, αφενός, ανακάλεσε την επιστολή της 7ης Σεπτεμβρίου 2001, η οποία προσδιόριζε σε 2 έτη, 4 μήνες και 2 ημέρες τον συντάξιμο χρόνο για τη λήψη κοινοτικής συντάξεως λόγω μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε ο προσφεύγων ως δικηγόρος στην Ελλάδα, και, αφετέρου, επαναπροσδιόρισε τον χρόνο αυτόν σε 1 έτος, 10 μήνες και 15 ημέρες.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Έναρξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Απόκτηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 50)

1.      Προκειμένου να θεωρηθεί ότι μία απόφαση επιδόθηκε νομοτύπως, κατά την έννοια των διατάξεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), πρέπει να έχει επιδοθεί στον παραλήπτη της και αυτός να είναι σε θέση να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της.

Στο θεσμικό όργανο που προβάλλει υπέρβαση της προθεσμίας του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο οι ενστάσεις πρέπει να υποβάλλονται εντός προθεσμίας τριών μηνών από «την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα», απόκειται η απόδειξη της ημερομηνίας ενάρξεως της εν λόγω προθεσμίας.

Αν δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί βάσει απλών ενδείξεων ότι ο παραλήπτης της αποφάσεως έλαβε λυσιτελώς γνώση της αποφάσεως αυτής, τέτοια απόδειξη μπορούν να αποτελέσουν και άλλα στοιχεία πέραν της επίσημης επιδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, όπως ένα ηλεκτρονικό μήνυμα του εν λόγω παραλήπτη από το οποίο προκύπτει ότι είχε λάβει λυσιτελώς γνώση της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 41 έως 44)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Ιουνίου 1976, 5/76, Jänsch κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 381, σκέψη 10· 5 Ιουνίου 1980, 108/79, Belfiore κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 233, σκέψη 7

ΠΕΚ: 8 Ιουνίου 1993, T‑50/92, Fiorani κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑555, σκέψη 16· 3 Ιουνίου 1997, T‑196/95, H κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑133 και II‑403, σκέψεις 32 έως 35· 27 Σεπτεμβρίου 2002, T‑254/01, Di Pietro κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑177 και II‑929, σκέψεις 25 έως 27

ΔΔΔ: 20 Απριλίου 2007, F‑13/07, L κατά EMEA, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 29 έως 32· 25 Απριλίου 2007, F‑71/06, Lebedef-Caponi κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 34

2.      Από το άρθρο 50, τελευταίο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι υπάλληλος με βαθμό A 1 ή A 2 που στερήθηκε τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας αποκτά δικαίωμα συντάξεως χωρίς να εφαρμόζεται στην περίπτωσή του η μείωση που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παραρτήματος VIII, με την επιφύλαξη ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία θεμελιώθηκε το δικαίωμα αποζημιώσεως του άρθρου 50, είχε συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του.

Η γραμματική ερμηνεία του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 50 επιβάλλεται πολλώ μάλλον, αφενός, επειδή η σχετική διάταξη εισάγει εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες υπολογισμού της συντάξεως αρχαιότητας και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύεται στενά και, αφετέρου, επειδή οι διατάξεις που θεμελιώνουν δικαίωμα σε χρηματικές παροχές πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

(βλ. σκέψεις 62, 64 και 65)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑221/02, Lebedef κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑211 και II‑1037, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 16 Δεκεμβρίου 2004, T‑11/02, Παππάς κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑381 και II‑1773, σκέψη 53

ΔΔΔ: 14 Δεκεμβρίου 2006, F‑10/06, André κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑183 και II‑A‑1‑755, σκέψεις 34 έως 36