Language of document : ECLI:EU:F:2009:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 5ης Μαΐου 2009

Υπόθεση F-27/08

Manuel Simões Dos Santos

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2003 – Εκτέλεση αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή – Εξάλειψη μορίων αξιολογήσεως στερούμενη νομικής βάσεως – Αρχή της μη αναδρομικότητας των κοινοτικών πράξεων – Μη τήρηση του δεδικασμένου – Πλήρης δικαιοδοσία – Αυτεπάγγελτη επιβολή υποχρεώσεως αποζημιώσεως – Ηθική βλάβη»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο M. Simões Dos Santos ζητεί την ακύρωση, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως PERS‑01‑07 του προέδρου του ΓΕΕΑ, της 6ης Ιουνίου 2007, σχετικά με τη χορήγηση μορίων προαγωγής στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2003, της αποφάσεως ADM-07-17, με την οποία ερμηνεύθηκε η απόφαση ADM-03-35 σχετικά με τη σταδιοδρομία και τις προαγωγές των μονίμων και εκτάκτων υπαλλήλων, και του εγγράφου της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 15ης Ιουνίου 2007, περί οριστικής χορηγήσεως μορίων αξιολογήσεως για την περίοδο 2007.

Απόφαση: Η απόφαση PERS‑01‑07 και το έγγραφο του ΓΕΕΑ της 15ης Ιουνίου 2007, καθόσον συνεπάγονται τη διαπίστωση της εξαλείψεως του υπολοίπου μορίων αξιολογήσεως του προσφεύγοντος, όπως αυτό αναγνωρίσθηκε με την απόφαση PERS-PROM-39-03rev1, περί προαγωγών, της 30ής Μαρτίου 2004, ακυρώνονται. Το ΓΕΕΑ καταδικάζεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 12 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών του εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή ακυρώσεως κατά βεβαιωτικής αποφάσεως – Απαράδεκτο – Προϋπόθεση – Απόφαση που αποτέλεσε το αντικείμενο βεβαιωτικής αποφάσεως και κατέστη απρόσβλητη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντικείμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Ακύρωση κοινοτικής πράξεως λόγω ανεπαρκούς νομικής βάσεως – Λήψη αναδρομικής αποφάσεως, προκειμένου να καλυφθεί η αρχική παρανομία – Παραδεκτό κατ’ εξαίρεση – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 231, εδ. 1, ΕΚ)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Έκταση

(Άρθρο 233 ΕΚ)

5.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Ζημία

6.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Δυνατότητα του δικαστή να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως το εναγόμενο θεσμικό όργανο στην καταβολή αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

1.      Προσφυγή ακυρώσεως που ασκεί υπάλληλος κατά βεβαιωτικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη μόνον εφόσον η αποτελούσα αντικείμενο της βεβαιωτικής αποφάσεως πράξη κατέστη απρόσβλητη για τον ενδιαφερόμενο, διότι δεν προσβλήθηκε εντός της απαιτούμενης προθεσμίας. Στην αντίθετη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος νομιμοποιείται να προσβάλει είτε την αποτελούσα το αντικείμενο της βεβαιωτικής αποφάσεως πράξη είτε τη βεβαιωτική απόφαση είτε αμφότερες.

(βλ. σκέψη 73)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 27 Οκτωβρίου 1994, T‑64/92, Chavane de Dalmassy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑227 και II‑723, σκέψη 25· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑83/03, Salazar Brier κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑311 και II‑1407, σκέψη 17

2.      Καμία διάταξη του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) δεν υποχρεώνει τον υπάλληλο να υποβάλλει προηγουμένως χωριστή διοικητική ένσταση για κάθε διοικητική απόφαση κατά της οποίας βάλλει. Όπως επιτρέπεται στον υπάλληλο να υποβάλλει περισσότερες ενστάσεις κατά της ίδιας αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση τηρήσεως της προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ τρίμηνης προθεσμίας, ομοίως καμία διάταξη δεν εμποδίζει τον οικείο υπάλληλο να βάλει, με μία μόνον ένσταση, κατά πλειόνων αποφάσεων που τον αφορούν, όπως προκύπτει από μια πάγια πρακτική των θεσμικών οργάνων.

(βλ. σκέψη 76)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 17 Μαΐου 1995, T‑10/94, Kratz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑99 και II‑315, σκέψεις 19 και 20· 8 Νοεμβρίου 2000, T‑44/97, Ghignone κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑223 και II‑1023, σκέψη 39

3.      Μολονότι κατά κανόνα η αρχή της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων δεν επιτρέπει κοινοτική πράξη να έχει ως χρονικό σημείο αφετηρίας ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να συμβαίνει το αντίθετο, οσάκις το απαιτεί ο προς επίτευξη σκοπός και εφόσον γίνει προσηκόντως σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Επομένως, η Διοίκηση έχει τη δυνατότητα, κατόπιν της εκδόσεως ακυρωτικής αποφάσεως από το δικαστήριο, να εκδώσει πράξη με αναδρομικά αποτελέσματα, με την επιφύλαξη ότι τηρούνται αυτές οι προϋποθέσεις.

Επομένως, στερείται νομιμότητας μια απόφαση, η οποία, κατόπιν της ακυρώσεως από τον κοινοτικό δικαστή μιας διοικητικής αποφάσεως λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως, παράγει αναδρομικά αποτελέσματα, ενώ ο επιδιωκόμενος σκοπός που επικαλέσθηκε το θεσμικό όργανο δεν δικαιολογούσε μια τέτοια αναδρομικότητα και ενώ δεν έγινε σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που έχουν οι ενδιαφερόμενοι ως προς αυτή την πράξη.

(βλ. σκέψεις 100, 101, 104 έως 106, 113 και 117)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni, Συλλογή 1991, σ. I‑3695, σκέψη 17

4.      Προκειμένου να συμμορφωθεί με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται, βάσει του άρθρου 233 ΕΚ, να σεβασθεί όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και συνιστά το αναγκαίο του έρεισμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιορισθεί η ακριβής έννοια των όσων κρίθηκαν με το διατακτικό. Συγκεκριμένα, στο σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζεται η ακριβής πράξη που θεωρήθηκε παράνομη και, αφετέρου, εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους το οικείο όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως. Επιπλέον, το άρθρο 233 ΕΚ επιβάλλει στο οικείο όργανο την υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις ίδιες παρατυπίες με τις διαπιστωθείσες στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση.

Επομένως, δεν τηρεί το δεδικασμένο ένα θεσμικό όργανο, το οποίο, προκειμένου να εκτελέσει μια ακυρωτική απόφαση, δίνει σε μια πράξη ερμηνεία ευθέως αντίθετη προς αυτή που έγινε δεκτή από τον κοινοτικό δικαστή με την εν λόγω ακυρωτική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 120 και 124)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 13 Σεπτεμβρίου 2005, T‑283/03, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑235 και II‑1075, σκέψεις 50 και 51

5.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των υπαλλήλων που πρέπει να προαχθούν. Επομένως, ακόμη και αν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω αρχή διέπραξε παρατυπίες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προαγωγών σε βάρος υπαλλήλου, τα εν λόγω στοιχεία, αυτά καθαυτά, δεν είναι δυνατόν να αρκούν, εκτός αν αμφισβητηθεί η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της οικείας αρχής στον τομέα των προαγωγών, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, αν δεν υπήρχαν αυτές οι παρατυπίες, ο υπάλληλος θα είχε πράγματι προαχθεί και ότι, επομένως, η προβαλλόμενη υλική ζημία θα ήταν βεβαία και ενεστώσα. Πράγματι, ο ΚΥΚ δεν παρέχει αξίωση για προαγωγή, ούτε και στους υπαλλήλους ακόμη που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για προαγωγή.

(βλ. σκέψη 133)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 22 Φεβρουαρίου 2000, T‑22/99, Rose κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑27 και II‑115, σκέψη 37

6.      Προκειμένου να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα ακυρωτικής αποφάσεως, η εκτέλεση της οποίας εμφανίζει ιδιαίτερες δυσκολίες, ο κοινοτικός δικαστής δύναται να κάνει χρήση της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει επί χρηματικών διαφορών και να υποχρεώσει, εν ανάγκη δε αυτεπαγγέλτως, το εναγόμενο όργανο στην καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από το υπηρεσιακό του πταίσμα.

(βλ. σκέψεις 142 και 144)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 22 Οκτωβρίου 2008, F‑46/07, Tzirani κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 214