Language of document : ECLI:EU:F:2011:122

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 19ης Ιουλίου 2011

Υπόθεση F‑105/10

Eberhard Bömcke

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων

«Παρέμβαση – Απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος που ασκήθηκε στην κύρια δίκη – Ικανότητα διαδίκου – Αντικείμενο της παρεμβάσεως – Έννομο συμφέρον προς άσκηση παρεμβάσεως – Απαλλαγή εκπροσώπου του προσωπικού από τα καθήκοντά του – Πληρεξουσιότητα ad litem»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 41 του κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, με την οποία ο Ε. Bömcke ζητεί, ως κύριο αίτημα, την ακύρωση της από 12 Οκτωβρίου 2010 αποφάσεως περί απαλλαγής από τα καθήκοντά του ως εκπροσώπου του προσωπικού.

Απόφαση:      Η αίτηση παρεμβάσεως του σώματος των εκπροσώπων του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) απορρίπτεται. Η αίτηση παρεμβάσεως των J.-P. Bodson, Ε. Κουργιά, Μ. Sutil και P. Vanhoudt στην υπόθεση F‑105/10, Bömcke κατά ΕΤΕπ, υπέρ των αιτημάτων της ΕΤΕπ, γίνεται δεκτή. Τα αιτήματα περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων εγγράφων ή ορισμένων τμημάτων εγγράφων της δικογραφίας που υποβλήθηκαν από τον Ε. Bömcke και την ΕΤΕπ γίνονται προσωρινώς δεκτά. Ο γραμματέας θα κοινοποιήσει στους παρεμβαίνοντες κάθε διαδικαστικό έγγραφο, σε μη εμπιστευτική μορφή, που επιδόθηκε στους διαδίκους. Θα οριστεί προθεσμία εντός της οποίας οι παρεμβαίνοντες θα μπορούν να προτείνουν τυχόν ενστάσεις κατά του αιτήματος περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Το Δικαστήριο ΔΔ επιφυλάσσεται ως προς την απόφαση επί του βασίμου του ως άνω αιτήματος. Θα οριστεί προθεσμία εντός της οποίας οι παρεμβαίνοντες θα μπορούν να καταθέσουν υπόμνημα παρεμβάσεως χωρίς να θίγεται η δυνατότητά τους να το συμπληρώσουν ενδεχομένως μεταγενέστερα, όταν ληφθεί η απόφαση επί του βασίμου του αιτήματος περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Το σώμα των εκπροσώπων του προσωπικού της ΕΤΕπ φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Το Δικαστήριο ΔΔ επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παρέμβαση – Συνέπειες του απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος που ασκήθηκε στην κύρια δίκη

2.      Διαδικασία – Αίτημα παρεμβάσεως – Τυπικές προϋποθέσεις – Αιτήματα προς υποστήριξη ή προς απόρριψη των αιτημάτων του προσφεύγοντος

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 109 § 2, στοιχείο ε΄, και άρθρο 110 § 4)

3.      Διαδικασία – Παρέμβαση – Ενδιαφερόμενοι – Σώμα των εκπροσώπων του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Έλλειψη ικανότητας διαδίκου – Απαράδεκτο

4.      Διαδικασία – Παρέμβαση – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Άμεσο και ενεστώς συμφέρον – Διαφορές που αναφύονται από την εκλογή των εκπροσώπων του προσωπικού θεσμικού οργάνου – Ιδιότητα του εκλογέα

1.      Η δυνατότητα απορρίψεως της αιτήσεως παρεμβάσεως στην περίπτωση στην οποία η κύρια προσφυγή πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να κριθεί απαράδεκτη χωρίς να συζητηθεί επί της ουσίας στηρίζεται στην προκείμενη ότι η κύρια προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψη 6)

2.      Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως παρεμβάσεως ορίζονται στο άρθρο 109 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, του οποίου προβλέπει ότι η αίτηση παρεμβάσεως περιέχει τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος προς υποστήριξη ή προς απόρριψη των αιτημάτων του προσφεύγοντος. Δεδομένου ότι το άρθρο 109 του εν λόγω κανονισμού δεν επιβάλλει στον αιτούντα την παρέμβαση να παραθέσει τους λόγους και τα επιχειρήματα που στηρίζουν τα αιτήματά του, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιβάλλει απλώς η αίτηση να περιλαμβάνει, από τυπικής απόψεως, τον προσδιορισμό του διαδίκου προς υποστήριξη του οποίου επιθυμεί να παρέμβει ο αιτών την παρέμβαση. Αντιθέτως, μετά την αποδοχή της αιτήσεως παρεμβάσεως, τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος μπορούν να κριθούν απαράδεκτα βάσει του άρθρου 110, παράγραφος 4, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, με την αιτιολογία ότι δεν αποσκοπούν πραγματικά στην πλήρη ή μερική υποστήριξη των αιτημάτων ενός από τους διαδίκους.

(βλ. σκέψη 8)

3.       Η αίτηση τρίτου να παρέμβει σε δίκη γίνεται δεκτή μόνον εφόσον αυτός έχει την ικανότητα διαδίκου. Όσον αφορά πρόσωπα εκτός των φυσικών, όπως το σώμα των εκπροσώπων του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η νομολογία έχει αναγνωρίσει στα πρόσωπα αυτά την ικανότητα διαδίκου εφόσον έχουν νομική προσωπικότητα δυνάμει του εφαρμοστέου για τη σύστασή τους δικαίου ή τουλάχιστον εφόσον έχουν στοιχεία που αποτελούν τη βάση της νομικής προσωπικότητας, μεταξύ άλλων, αυτοτέλεια και ευθύνη, έστω και περιορισμένη, για τις πράξεις τους.

Μολονότι η εφαρμοζόμενη στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων νομοθεσία αναγνωρίζει την ύπαρξη του σώματος των εκπροσώπων του προσωπικού, εντούτοις από τη νομοθεσία αυτή προκύπτει ότι το εν λόγω σώμα ασκεί τα καθήκοντα με τα οποία είναι επιφορτισμένη, στα θεσμικά όργανα που υπάγονται στον ΚΥΚ, η επιτροπή προσωπικού. Όμως, η επιτροπή προσωπικού θεσμικού οργάνου έχει τη φύση εσωτερικού οργάνου, οπότε στερείται της ικανότητας διαδίκου. Δεδομένου ότι ουδεμία διάταξη εφαρμοζόμενη στο σώμα των εκπροσώπων του προσωπικού δικαιολογεί τη λήψη διαφορετικής αποφάσεως όσον αφορά το σώμα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω σώμα δεν έχει ικανότητα διαδίκου.

(βλ. σκέψεις 14 έως 16)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Νοεμβρίου 1963, 15/63, Lassalle κατά Κοινοβουλίου, εδάφιο 3· 8 Οκτωβρίου 1974, 175/73, Union syndicale – Service public européen κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 9· 28 Οκτωβρίου 1982, 135/81, Groupement des Agences de voyages κατά Επιτροπής, σκέψη 9

ΓΔΕΕ: 11 Ιουλίου 1996, T‑161/94, Sinochem Heilongjiang κατά Συμβουλίου, σκέψη 31

4.       Όσον αφορά τα όργανα εκπροσωπήσεως του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, όλοι οι εκλογείς έχουν άμεσο και ενεστώς συμφέρον για τη διεξαγωγή εκλογών υπό συνθήκες και βάσει εκλογικού συστήματος που να συνάδουν με τις διατάξεις του ΚΥΚ στις οποίες υπόκειται η σχετική εκλογική διαδικασία, συμφέρον από το οποίο απορρέει το συμφέρον στην τήρηση του χρόνου θητείας των εκλεγμένων εκπροσώπων, δεδομένου μάλιστα ότι η λήξη της θητείας εκπροσώπου του προσωπικού συνεπάγεται καταρχήν τη διεξαγωγή εκλογών. Επομένως, επί ενδίκων διαφορών με αντικείμενο την απαλλαγή εκπροσώπου του προσωπικού από τα καθήκοντά του, ένας υπάλληλος αντλεί έννομο συμφέρον από την ιδιότητά του ως εκλογέα, το οποίο αρκεί για να δικαιολογήσει το παραδεκτό προσφυγής ή παρεμβάσεως. Η ιδιότητα και μόνο του εκλογέα αρκεί για να αποδειχθεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ενεργεί μόνον υπέρ του νόμου ή προς το συμφέρον του θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 23 και 24)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2007, F‑71/05, Milella και Campanella κατά Επιτροπής, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία