Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wien (Αυστρία) στις 26 Μαρτίου 2019 – S.A.D. Maler und Anstreicher OG

(Υπόθεση C-256/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Verwaltungsgericht Wien

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: S.A.D. Maler und Anstreicher OG

Καθού: Magistrat der Stadt Wien

Παρεμβαίνουσα: Bauarbeiter Urlaubs- und Abfertigungskasse

Προδικαστικά ερωτήματα

1)    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη η οποία για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων κατοχυρώνει στο σύνταγμά της ως θεμελιώδες δικαίωμα τη δικαστική κατανομή των υποθέσεων σύμφωνα με μία εκ των προτέρων και βάσει γενικών κανόνων καθοριζόμενη σταθερή κατανομή των υποθέσεων την έννοια ότι ο νομοθέτης πρέπει να διασφαλίζει ότι η εν λόγω εγγύηση, που έχει περιβληθεί τη μορφή θεμελιώδους δικαιώματος, είναι πραγματική και όχι μόνο θεωρητική;

1α)    Συμπληρωματικό ερώτημα: Σε περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

Επιβάλλουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, σε εθνική έννομη τάξη που έχει κατοχυρώσει συνταγματικά ως θεμελιώδες δικαίωμα τη δικαστική κατανομή των υποθέσεων, στον νομοθέτη οποιαδήποτε καθήκοντα περί διασφαλίσεώς του, και αν ναι, ποια;

1β)    Συμπληρωματικά ερωτήματα: Σε περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

1β- 1)    Επιβάλλουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας τουλάχιστον σε εθνική έννομη τάξη που έχει κατοχυρώσει συνταγματικά ως θεμελιώδες δικαίωμα τη σταθερή κατανομή των υποθέσεων να μη λαμβάνεται υπόψη εντολή ή πράξη περί αναθέσεως υποθέσεως σε δικαστή η οποία προέρχεται από όργανο που είναι αναρμόδιο σύμφωνα με τον νόμο να προβεί στην εντολή ή την πράξη αυτή;

1β- 2)     Επιβάλλουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας τουλάχιστον σε εθνική έννομη τάξη που έχει κατοχυρώσει συνταγματικά ως θεμελιώδες δικαίωμα τη σταθερή κατανομή των υποθέσεων να μπορεί ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας των δικαστηρίων να απονέμει στο επιφορτισμένο με την κατανομή των δικογραφιών όργανο διακριτική ευχέρεια έστω και εκ των προτέρων στενά καθορισμένη σε σχέση με την απόφαση κατανομής;

2)    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη, η οποία για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων κατοχυρώνει στο σύνταγμά της ως θεμελιώδες δικαίωμα τη δικαστική κατανομή των υποθέσεων σύμφωνα με μία εκ των προτέρων και βάσει γενικών κανόνων καθοριζόμενη σταθερή κατανομή των υποθέσεων την έννοια ότι ένας δικαστής ο οποίος αμφισβητεί 1) τη νομιμότητα της ενδοδικαστικής κατανομής των υποθέσεων ή 2) τη νομιμότητα μιας ενδοδικαστικής αποφάσεως με την οποία κατανέμονται ενδοδικαστικώς οι υποθέσεις και η οποία αφορά άμεσα τη δραστηριότητα του δικαστή αυτού (ιδίως τη νομιμότητα αποφάσεως περί αναθέσεως υποθέσεων) πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει σε σχέση με την αμφισβήτηση αυτή ένδικο βοήθημα (που δεν θα επιβαρύνει οικονομικά ειδικά τον δικαστή αυτόν) ενώπιον άλλου δικαστηρίου διαθέτοντος πλήρη αρμοδιότητα ελέγχου της νομιμότητας της φερόμενης ως παράνομης πράξεως;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Υπάρχουν οποιοιδήποτε άλλοι κανόνες που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας δικαστής έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τη νόμιμη εφαρμογή των αφορώντων και τον ίδιο νομοθετικών κανόνων περί τηρήσεως των νομοθετικών (ιδιαίτερα των ενδοδικαστικών) κανόνων της κατανομής των υποθέσεων;

3)    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη, η οποία για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων κατοχυρώνει στο σύνταγμά της ως θεμελιώδες δικαίωμα τη δικαστική κατανομή των υποθέσεων σύμφωνα με μία εκ των προτέρων και βάσει γενικών κανόνων καθοριζόμενη σταθερή κατανομή των υποθέσεων την έννοια ότι ένας διάδικος που αμφισβητεί 1) τη νομιμότητα ενός προδικαστικού ως προς την εκδίκαση της υποθέσεώς του καθορισμού της ενδοδικαστικής κατανομής των υποθέσεων ή 2) τη νομιμότητα της αναθέσεως της υποθέσεως αυτής σε συγκεκριμένο δικαστή, πρέπει να μπορεί να ασκήσει ένδικο βοήθημα (που δεν θα επιβαρύνει οικονομικά υπερβολικά τον διάδικο αυτόν) ήδη πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως σε σχέση με την αμφισβήτηση αυτή ενώπιον άλλου δικαστηρίου το οποίο να διαθέτει την πλήρη αρμοδιότητα ελέγχου της φερόμενης ως παράνομης πράξεως;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Υπάρχουν οποιοιδήποτε άλλοι κανόνες που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας διάδικος ήδη πριν την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τη νόμιμη τήρηση του θεμελιώδους δικαιώματός του στον «νόμιμο δικαστή»;

4)    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη, η οποία για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων κατοχυρώνει στο σύνταγμά της ως θεμελιώδες δικαίωμα τη δικαστική κατανομή των υποθέσεων σύμφωνα με μία εκ των προτέρων και βάσει γενικών κανόνων καθοριζόμενη σταθερή κατανομή των υποθέσεων την έννοια ότι η εσωτερική κατανομή των υποθέσεων και η εσωτερική καταγραφή της διακινήσεως της δικογραφίας έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιο διαφανή και κατανοητό τρόπο, ώστε ο δικαστής και ο διάδικος να είναι σε θέση χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να ελέγξουν το κατά πόσον η συγκεκριμένη ανάθεση δικογραφιών σε συγκεκριμένο δικαστή ή σε συγκεκριμένο τμήμα του δικαστηρίου είναι σύμφωνη με τους κανόνες της ενδοδικαστικής κατανομής των υποθέσεων;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Υπάρχουν οποιοιδήποτε άλλοι κανόνες που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας δικαστής ή ένας διάδικος έχουν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της νομιμότητας της κατανομής συγκεκριμένης υποθέσεως;

5)    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη, η οποία για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων κατοχυρώνει στο σύνταγμά της ως θεμελιώδες δικαίωμα τη δικαστική κατανομή των υποθέσεων σύμφωνα με μία εκ των προτέρων και βάσει γενικών κανόνων καθοριζόμενη σταθερή κατανομή των υποθέσεων την έννοια ότι οι διάδικοι και ο δικαστής μιας διαδικασίας πρέπει να είναι σε θέση, χωρίς κάποια ιδιαίτερη ενέργειά τους, να κατανοήσουν το περιεχόμενο των ρυθμίσεων της κατανομής των υποθέσεων, καθώς και ότι οι διάδικοι και ο δικαστής πρέπει να είναι σε θέση με τον τρόπο αυτό να ελέγξουν τη νομιμότητα της πραγματοποιηθείσας κατανομής των υποθέσεων σε συγκεκριμένο δικαστή ή σε συγκεκριμένο τμήμα του δικαστηρίου;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Υπάρχουν οποιοιδήποτε άλλοι κανόνες που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας δικαστής ή ένας διάδικος έχουν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της νομιμότητας της κατανομής συγκεκριμένης υποθέσεως;

6)     Σε ποιες ενέργειες οφείλει να προβεί ένας δικαστής σε σχέση με την εκ του δικαίου της Ένωσης απορρέουσα υποχρέωσή του να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες της Ένωσης, ο οποίος υποχρεώνεται, μέσω μιας (εξωδικαστικής ή ενδοδικαστικής) νομικής πράξεως που δεν μπορεί ο ίδιος να προσβάλλει, σε ενέργεια που είναι αντίθετη προς το δίκαιο και παραβιάζει τα δικαιώματα των διαδίκων;

____________