Language of document : ECLI:EU:F:2008:21

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2008

Υπόθεση F-19/06

Maria Magdalena Semeraro

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αξιολόγηση – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Έτος αξιολογήσεως 2004 – Άρθρο 43 του ΚΥΚ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Προαγωγή – Διαδικασία πιστοποίησης»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η M. M. Semeraro ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας της για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004.

Απόφαση: Η έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας της προσφεύγουσας για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004 ακυρώνεται. Η Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Μείωση της βαθμολογίας σε σχέση με την προηγούμενη βαθμολογία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Κατάρτιση της εκθέσεως – Προσφυγή ενώπιον της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για θέματα αξιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι – Διαδικασία πιστοποίησης – Λεπτομέρειες εφαρμογής της στην Επιτροπή – Αρμοδιότητα για την αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 10 § 3)

1.      Η διοίκηση έχει υποχρέωση να αιτιολογεί κάθε έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας επαρκώς και εμπεριστατωμένως και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να διατυπώνει παρατηρήσεις επί της αιτιολογίας αυτής. Ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας δεν πρέπει να εκτιμάται μόνον από απόψεως της γραμματικής διατυπώσεώς του, αλλά και του πραγματικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην αιτιολογία αυτή, μεταξύ άλλων όταν η βαθμολογία είναι χαμηλότερη της προηγούμενης. Συγκεκριμένα, η διαπιστωθείσα από τη διοικητική αρχή χαμηλότερη βαθμολογία πρέπει να αιτιολογείται ούτως ώστε ο υπάλληλος να μπορεί να εκτιμήσει τη βασιμότητά της και, ενδεχομένως, το Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

Η μείωση της συνολικής βαθμολογίας ενός υπαλλήλου δεν μπορεί να δικαιολογείται μόνον από αυτόματη προσαρμογή των βαθμών του κατόπιν προαγωγής. Έτσι, αφού λάβουν υπόψη την προαγωγή του υπαλλήλου, ο αξιολογητής και ο επικυρωτής πρέπει ωστόσο να αξιολογήσουν την παροχή υπηρεσιών του στον νέο βαθμό, τούτο δε για να εξακριβώσουν αν, ενδεχομένως, το επίπεδο της αποδόσεώς του είναι πράγματι χαμηλότερο από αυτό των λοιπών υπαλλήλων που έχουν προϋπηρεσία στον βαθμό αυτό.

(βλ. σκέψεις 47, 48 και 56)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑81 και II‑389, σκέψη 27· 30 Σεπτεμβρίου 2004, T‑16/03, Ferrer de Moncada κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑261 και II‑1163, σκέψεις 49 και 53· 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑253 και II‑1169, σκέψη 31· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑339 και II‑1499, σκέψη 36· 16 Μαΐου 2006, T‑73/05, Martin Magone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-107 και II‑A‑2‑485, σκέψη 48

2.      Εφόσον η έκθεση αξιολογήσεως της σταδιοδρομίας είναι επαρκώς αιτιολογημένη, δεν απαιτείται από τον δευτεροβάθμιο αξιολογητή να παράσχει πρόσθετες επεξηγήσεις για τους λόγους που τον οδήγησαν να μην ακολουθήσει τις συστάσεις της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για θέματα αξιολογήσεως, εκτός αν από τη γνωμοδότηση του συμβουλευτικού αυτού οργάνου προκύπτουν ιδιαίτερες περιστάσεις δυνάμενες να δημιουργήσουν αμφιβολίες περί του κύρους ή της βασιμότητας της αρχικής αξιολογήσεως και, ως εκ τούτου, απαιτείται συγκεκριμένη αξιολόγηση εκ μέρους του δευτεροβάθμιου αξιολογητή ως προς τις συνέπειες που ενδεχομένως αντλούνται από τις περιστάσεις αυτές.

(βλ. σκέψη 49)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Mellone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 33

3.      Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, προβλέπεται ότι οι εν ενεργεία υπάλληλοι των κατηγοριών C ή D πριν από την 1η Μαΐου 2004 μπορούν να γίνουν μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών διοικήσεως άνευ περιορισμών, μεταξύ άλλων, βάσει της διαδικασίας πιστοποίησης. Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι η διαδικασία πιστοποίησης βασίζεται στην αρχαιότητα, στην πείρα, στα προσόντα και στο μορφωτικό επίπεδο των υπαλλήλων, και η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την περίοδο της πιστοποίησης εξετάζει τις υποψηφιότητες των υπαλλήλων ενόψει της πιστοποίησης. Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι τα θεσμικά όργανα θεσπίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας αυτής πριν από την 1η Μαΐου 2004.

Προς τούτο, η Επιτροπή εξέδωσε την από 7 Απριλίου 2004 απόφαση σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποίησης. Κατά το άρθρο 3 της αποφάσεως αυτής, η διαδικασία πιστοποίησης περιλαμβάνει τέσσερα στάδια: τον καθορισμό του αριθμού των θέσεων εργασίας που εμπίπτουν στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών διοικήσεως που μπορούν να καλυφθούν από πιστοποιηθέντες υπαλλήλους και τη δημοσίευση της προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων· την έγκριση συμμετοχής των υποψηφίων· την κατάρτιση πίνακα των υποψηφίων που έχουν γίνει δεκτοί κατά σειρά προτεραιότητας· την υποψηφιότητα σε θέσεις εργασίας που εμπίπτουν στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών διοικήσεως.

Οι υποψήφιοι που έχουν γίνει δεκτοί στη διαδικασία πιστοποίησης κατατάσσονται κατά σειρά προτεραιότητας με βάση τα κριτήρια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της από 7 Απριλίου 2004 αποφάσεως, τα οποία είναι: το μορφωτικό επίπεδο, η αρχαιότητα στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας C ή D, η πείρα και τα προσόντα που αξιολογούνται βάσει των διαθέσιμων εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Οι υπάλληλοι που έχουν γίνει δεκτοί μπορούν να αμφισβητήσουν την κατάταξη αυτή ενώπιον της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την περίοδο πιστοποίησης η οποία εκδίδει γνωμοδότηση. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) αποφασίζει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί.

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, η ΑΔΑ αποφασίζει για την αξία των κριτηρίων αυτών και τη στάθμισή τους, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2004, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την περίοδο της πιστοποίησης και μπορούν να προσαρμόζονται, ετησίως, με απόφαση της ιδίας αρχής, κατόπιν συστάσεως της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποίησης.

Κατά το σημείο 1.1 της αποφάσεως που εξέδωσε η ΑΔΑ της Επιτροπής στις 11 Μαΐου 2005, σχετικά με τα κριτήρια κατατάξεως για την περίοδο πιστοποίησης 2005, για την εγγραφή στον πίνακα των υπαλλήλων που γίνονται δεκτοί, οι δυνατότητες του υπαλλήλου που γίνεται δεκτός στη διαδικασία πιστοποίησης, για την ανάληψη καθηκόντων της κατηγορίας B*, πρέπει να έχουν αναγνωρισθεί στην ετήσια έκθεσή του εξελίξεως της σταδιοδρομίας για το προηγούμενο έτος. Κατά συνέπεια, αρνητική αξιολόγηση στο σημείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποίησης αποκλείει τον υπάλληλο από τη δυνατότητα προσβάσεως στο τρίτο στάδιο της διαδικασίας πιστοποίησης ώστε να περιληφθεί στον πίνακα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004. Επομένως, το εν λόγω σημείο 1.1 έχει ως αποτέλεσμα να αφαιρεί από την ΑΔΑ την εξουσία λήψεως της τελικής αποφάσεως όσον αφορά την κατάρτιση του πίνακα των υπαλλήλων που γίνονται δεκτοί και να αποκλείει την παρέμβαση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για περίοδο πιστοποίησης σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, βάσει του οποίου ελήφθη η απόφαση της 11ης Μαΐου 2005, δεν παρέχει τη δυνατότητα για παρέκκλιση από τη διαδικασία της εν λόγω αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004. Επομένως, το σημείο 1.1 της από 11 Μαΐου 2005 αποφάσεως υπερβαίνει τα όρια της δυνατότητας του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004. Έτσι, έκθεση της εξελίξεως της σταδιοδρομίας με τέτοια μη σύννομη μνεία, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποίησης καθιστά την εν λόγω έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας μη σύννομη και, πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί.

(βλ. σκέψεις 66, 67, 69, 70, 74, 76 και 78 έως 82)