Language of document : ECLI:EU:F:2013:10

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 30ής Ιανουαρίου 2013

Υπόθεση F‑87/11

Kari Wahlström

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτος υπάλληλος – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Άρθρο 8 του ΚΛΠ – Διαδικασία – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Αρμοδιότητα»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Κ. Wahlström ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex), της 10ης Δεκεμβρίου 2010, που κοινοποιήθηκε την 16η Δεκεμβρίου 2010, περί μη παρατάσεως της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου.

Απόφαση: Η απόφαση ακυρώνεται. Ο Frontex φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων.


Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προθεσμίες – Έναρξη – Κοινοποίηση – Έννοια – Απόφαση αποσταλείσα διά συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής – Τεκμήριο κοινοποιήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εσωτερική Οδηγία του Frontex επί του θέματος – Έννομα αποτελέσματα

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 8)

3.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Διαδικασία – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Παρατυπία δυνάμενη να επιφέρει την ακύρωση – Προϋποθέσεις

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 8)

1.      Όταν μια απόφαση κοινοποιείται διά συστημένης ταχυδρομικής επιστολής με απόδειξη παραλαβής, ο παραλήπτης λογίζεται ότι έλαβε γνώση της διά της υπογραφής που θέτει στην ταχυδρομική απόδειξη παραλαβής. Εντούτοις, ενδέχεται να μην καταστεί δυνατή η υπογραφή του αποδεικτικού παραλαβής συστημένης επιστολής από τον παραλήπτη της, όταν αυτός, απών από την κατοικία του κατά τον χρόνο διελεύσεως του ταχυδρομικού διανομέα, παραλείπει οποιαδήποτε ενέργεια και ιδίως δεν αναλαμβάνει την επιστολή εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας φυλάξεως.

Σε τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι η απόφαση κοινοποιήθηκε προσηκόντως προς τον παραλήπτη της κατά την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας φυλάξεως της επιστολής από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Πράγματι, εάν γινόταν δεκτό ότι, παραλείποντας κάθε ενέργεια και ιδίως μη αναλαμβάνοντας την συστημένη επιστολή εντός του εν λόγω διαστήματος, ο παραλήπτης μπορεί να αμφισβητήσει την προσήκουσα κοινοποίηση μιας αποφάσεως διά συστημένης επιστολής, αφενός, οι εγγυήσεις που παρέχονται από τον τρόπο αυτό κοινοποιήσεως θα εξασθενούσαν σημαντικά, ενώ αυτός συνιστά έναν ιδιαιτέρως ασφαλή και αντικειμενικό τρόπο κοινοποιήσεως των διοικητικών πράξεων. Η Διοίκηση θα υποχρεωνόταν στη χρήση άλλων τρόπων κοινοποιήσεως, είτε λιγότερο ασφαλών, όπως η κοινοποίηση με απλή επιστολή, είτε δαπανηρών, ακόμη και δυσανάλογων, όπως η επίδοση με έκθεση δικαστικού επιμελητή. Αφετέρου, ο παραλήπτης θα διέθετε ορισμένο περιθώριο ως προς τον καθορισμό της αφετηρίας της προθεσμίας προσφυγής, ενώ η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να καθορίζεται κατά διακριτική ευχέρεια των διαδίκων και πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου και της καλής απονομής της δικαιοσύνης.

Εντούτοις, το τεκμήριο ότι η απόφαση κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη της κατά την ημερομηνία εκπνοής της συνήθους προθεσμίας φυλάξεως της συστημένης επιστολής από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα. Πράγματι, η εφαρμογή του προϋποθέτει την απόδειξη, από τη Διοίκηση, του νομοτύπου της κοινοποιήσεως με συστημένη επιστολή και συγκεκριμένα με την κατάθεση ειδοποιήσεως διελεύσεως στην τελευταία διεύθυνση που δήλωσε ο παραλήπτης. Περαιτέρω, το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο, δεδομένου ότι ο παραλήπτης δύναται, μεταξύ άλλων, να επιχειρήσει να αποδείξει ότι εμποδίσθηκε, ιδίως λόγω ασθένειας ή περιστατικού ανωτέρας βίας ανεξαρτήτου της βουλήσεώς του, να λάβει εμπροθέσμως γνώση της ειδοποιήσεως διελεύσεως.

(βλ. σκέψεις 38 έως 40)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2010, F‑25/10, AG κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 41, 43 και 44

2.      Απόφαση θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης που κοινοποιείται στο σύνολο του προσωπικού του και έχει ως στόχο να εξασφαλίσει ίση μεταχείριση στους ενδιαφερόμενους μονίμους και εκτάκτους υπαλλήλους, σε πεδίο εντός του οποίου το εν λόγω θεσμικό όργανο ή οργανισμός διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως απονεμηθείσα από τον κανονισμό του, συνιστά εσωτερική οδηγία και πρέπει, ως τέτοια, να θεωρείται κανόνας ενδεικτικής συμπεριφοράς τον οποίο επιβάλλει η ίδια η Διοίκηση στον εαυτό της και από τον οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει χωρίς να διευκρινίζει τους λόγους που την έχουν οδηγήσει σε αυτό, ειδάλλως συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν έναν αριθμό κανόνων στο ζήτημα της ανανεώσεως των συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων εντός του Ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστούν τέτοια εσωτερική οδηγία.

(βλ. σκέψεις 56 και 57)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Ιουλίου 1997, T‑92/96, Monaco κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 46

ΔΔΔΕΕ: 7 Ιουλίου 2009, F‑99/07 και F‑45/08, Bernard κατά Ευρωπόλ, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Όταν, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί μη παρατάσεως συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, το διαπιστωθέν ελάττωμα ως προς την αρμοδιότητα δεν αφορά τον ίδιο τον εκδότη της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή τον εκτελεστικό διευθυντή, αλλά τα πρόσωπα που έπρεπε να συμβουλευθεί, δηλαδή τον αξιολογητή και τον επικυρωτή, κατά τη διαδικασία ανανεώσεως της συμβάσεως του εκτάκτου υπαλλήλου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Οργανισμού, μια τέτοια διαδικαστική πλημμέλεια δεν συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως παρά μόνον εάν αποδεικνύεται ότι η διαδικαστική αυτή πλημμέλεια επηρέασε δυνητικώς το περιεχόμενο της αποφάσεως.

Αυτό όμως συμβαίνει όταν δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ο αξιολογητής και ο επικυρωτής, που εντοπίσθηκαν νομοτύπως και κλήθηκαν να εκφέρουν γνώμη επί των επαγγελματικών επιδόσεων του ενδιαφερόμενου εκτάκτου υπαλλήλου, θα είχαν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν προτάσεις διαφορετικές ή διαφορετικά αιτιολογημένες ως προς την ανανέωση της συμβάσεως του εν λόγω υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 58 και 59)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47

ΓΔΕΕ: 9 Μαρτίου 1999, T‑212/97, Hubert κατά Επιτροπής, σκέψη 53