Language of document : ECLI:EU:F:2008:51

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2008

Υπόθεση F-16/07

Adriana Dragoman

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Αρχή της αμεροληψίας της εξεταστικής επιτροπής – Άρθρο 11α του ΚΥΚ – Ίση μεταχείριση εσωτερικών και εξωτερικών υποψηφίων – Αποκλεισμός υποψηφίου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Διαφύλαξη του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η A. Dragoman ζητεί, κατά κύριο λόγο, την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/34/05 για την κατάρτιση πίνακα προσλήψεως γλωσσομαθών υπαλλήλων διοικήσεως (διερμηνέων συνεδριάσεων – AD 5) ρουμανικής γλώσσας, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, με την οποία αποφασίστηκε να μη συμπεριληφθεί η προσφεύγουσα στον εν λόγω πίνακα.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Αρχή της αμεροληψίας της εξεταστικής επιτροπής (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 11α)

2.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διεξαγωγή του διαγωνισμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Απόρριψη υποψηφιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Τήρηση του απορρήτου των εργασιών (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25· παράρτημα III, άρθρο 6)

1.      Η αρχή της αμεροληψίας της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού αποτελεί έκφραση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και συγκαταλέγεται μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.

Εντούτοις, η απλή γνωριμία ενός μέλους της εξεταστικής επιτροπής με υποψήφιο δεν αρκεί από μόνη της για να αποδείξει ότι το εν λόγω μέλος έχει «προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό», κατά το άρθρο 11α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του. Πράγματι, το γεγονός ότι μέλος της εξεταστικής επιτροπής γνωρίζει προσωπικά έναν από τους υποψηφίους δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το εν λόγω μέλος διάκειται ευνοϊκά προς αυτόν κατά την αξιολόγηση των ικανοτήτων του. Εξάλλου, καθώς η προφορική εξέταση δεν μπορεί, εκ φύσεως, να παραμείνει ανώνυμη, το γεγονός ότι ένας υποψήφιος έφερε την κάρτα υπηρεσίας του και όχι κάρτα επισκέπτη δεν μπορούσε να παράσχει στην εξεταστική επιτροπή άλλη πληροφορία πέραν αυτών τις οποίες επιτρέπεται να γνωρίζει.

(βλ. σκέψεις 41, 44 και 46)

2.      Η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τις λεπτομέρειες διεξαγωγής και το αναλυτικό περιεχόμενο των προφορικών εξετάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί αυστηρά τους κανόνες που ρυθμίζουν την οργάνωση αυτών των εξετάσεων. Συνεπώς, η εξεταστική επιτροπή, επιλέγοντας να καλέσει τον υποψήφιο να συστηθεί στην αρχή της πρώτης δοκιμασίας διερμηνείας, που προηγείται της προφορικής γενικής εξετάσεως υποψηφίου, προκειμένου αυτός να αισθανθεί πιο άνετα, δεν υπερβαίνει τα όρια αυτής της εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 51 και 57)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 24 Σεπτεμβρίου 2002, T‑92/01, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑163 και II‑859, σκέψη 24· 5 Απριλίου 2005, T‑336/02, Christensen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑75 και II‑341, σκέψη 38

3.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας βλαπτικής αποφάσεως αποσκοπεί, αφενός, στο να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι ή δεν είναι βάσιμη και, αφετέρου, στο να καταστήσει δυνατό τον δικαστικό έλεγχο. Όσον αφορά τις αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού, αυτή η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει, πάντως, να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής βάσει του άρθρου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ. Το απόρρητο αυτό θεσπίστηκε προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των εξεταστικών επιτροπών διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα των εργασιών τους, καθόσον αυτές προστατεύονται από εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις, προερχόμενες είτε από την ίδια την κοινοτική διοίκηση είτε από τους υποψηφίους είτε από τρίτους. Συνεπώς, η τήρηση του απορρήτου αυτού αποκλείει τόσο τη δημοσιοποίηση της στάσεως που τήρησαν τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής όσο και την αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου που αφορά εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως σχετικά με τους υποψηφίους.

Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού πρέπει, υπό τις συνθήκες αυτές, να λαμβάνει υπόψη τη φύση των εν λόγω εργασιών, οι οποίες, κατά κανόνα, περιλαμβάνουν δύο τουλάχιστον διακεκριμένα στάδια, ήτοι, πρώτον, την εξέταση των αιτήσεων συμμετοχής, προκειμένου να επιλεγούν οι υποψήφιοι στους οποίους θα επιτραπεί να μετάσχουν στον διαγωνισμό, και, δεύτερον, την εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για την προς πλήρωση θέση, ώστε να καταρτιστεί πίνακας επιτυχόντων. Το δεύτερο στάδιο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού είναι πρωτίστως συγκριτικής φύσεως και, ως εκ τούτου, καλύπτεται από το απόρρητο που είναι σύμφυτο με τις εργασίες αυτές. Τα κριτήρια διορθώσεως που καθορίζει η εξεταστική επιτροπή πριν από τις δοκιμασίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ως προς τα προσόντα των υποψηφίων. Επομένως, τα κριτήρια αυτά καλύπτονται από το απόρρητο των διαβουλεύσεων όπως και οι εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής. Οι συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή αντικατοπτρίζονται στους βαθμούς με τους οποίους η τελευταία βαθμολογεί τους υποψηφίους. Λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που πρέπει να περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, γνωστοποίηση των βαθμών που έλαβε ο υποψήφιος στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίσει η επιτροπή τις απαντήσεις εκείνες του υποψηφίου οι οποίες κρίθηκαν ανεπαρκείς ή τους λόγους για τους οποίους οι απαντήσεις αυτές κρίθηκαν ανεπαρκείς.

(βλ. σκέψη 63)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 4 Ιουλίου 1996, C‑254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψεις 23 έως 31

ΠΕΚ: 27 Μαρτίου 2003, T‑33/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑105 και II‑541, σκέψεις 43 έως 52