Language of document : ECLI:EU:T:2018:486

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2018 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Πρόγραμμα στήριξης σταθερότητας της Κύπρου – Απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για την παροχή επείγουσας ρευστότητας κατόπιν αίτησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου – Δηλώσεις της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου, της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την Κύπρο – Απόφαση 2013/236/ΕΕ – Μνημόνιο συναντίληψης, της 26ης Απριλίου 2013, για τη δεσμευτική ειδική οικονομική πολιτική, το οποίο συνήφθη μεταξύ της Κύπρου και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου – Παραδεκτό – Τυπικά στοιχεία – Εξάντληση των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T-680/13,

Dr. K. Chrysostomides & Co. LLC, με έδρα τη Λευκωσία (Κύπρος), και λοιποί ενάγοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τον P. Tridimas, barrister,

ενάγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον A. de Gregorio Merino και τις E. Dumitriu-Segnana, Ε. Χατζηιωακειμίδου και E. Moro,

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους B. Smulders, J.‑P. Keppenne και Μ. Κωνσταντινίδη και στη συνέχεια από τους J.-P. Keppenne, Μ. Κωνσταντινίδη και L. Flynn,

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους N. Lenihan και Φ. Αθανασίου, στη συνέχεια από τον Π. Παπαπασχάλη και την P. Senkovic και, τέλος, από την M. Szablewska και τον K. Laurinavičius, με τη συνδρομή του H.-G. Kamann, δικηγόρου,

Ευρωομάδας (Eurogroup), εκπροσωπούμενης από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο με τη σειρά του από τον A. de Gregorio Merino και τις E. Dumitriu-Segnana, Ε. Χατζηιωακειμίδου και E. Moro,

και

Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη με τη σειρά της αρχικώς από τους B. Smulders, J.-P. Keppenne και Μ. Κωνσταντινίδη και στη συνέχεια από τους J.-P. Keppenne, Μ. Κωνσταντινίδη και L. Flynn,

εναγομένων

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, η οποία έχει ως αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγοντες από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013, για την παροχή επείγουσας ρευστότητας κατόπιν αίτησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, από τις δηλώσεις της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου, της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την Κύπρο, από την απόφαση 2013/236/ΕΕ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2013, που απευθύνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία σχετικά με ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης (ΕΕ 2013, L 141, σ. 32), από το μνημόνιο συναντίληψης, της 26ης Απριλίου 2013, για τη δεσμευτική ειδική οικονομική πολιτική, το οποίο συνήφθη μεταξύ της Κύπρου και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), καθώς και από άλλες πράξεις και συμπεριφορές της Επιτροπής, του Συμβουλίου, της ΕΚΤ και της Ευρωομάδας, σχετικές με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς την Κυπριακή Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz, Κ. Ηλιόπουλο, L. Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín και I. Reine, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 11ης Σεπτεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1.      Συνθήκη για τον ΕΜΣ

1        Στις 2 Φεβρουαρίου 2012 υπογράφηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) η Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από το Βασίλειο του Βελγίου, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Ιρλανδία, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιταλική Δημοκρατία, την Κυπριακή Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, τη Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, τη Σλοβακική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (στο εξής: Συνθήκη για τον ΕΜΣ). Η Συνθήκη αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

2        Η αιτιολογική σκέψη 1 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ έχει ως εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 για την ανάγκη θέσπισης μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (“ΕΜΣ”) θα αναλάβει το έργο το οποίο διεκπεραιώνουν επί του παρόντος [το Ευρωπαϊκό Ταμείο] Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (“ΕΤΧΣ”) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (“ΕΜΧΣ”) παρέχοντας, όπου είναι αναγκαίο, χρηματοπιστωτική συνδρομή σε κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.»

3        Όπως προβλέπουν τα άρθρα 1 και 2, καθώς και το άρθρο 32, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, στο εξής: ΚΜΖΕ), συστήνουν μεταξύ τους διεθνή χρηματοδοτικό οργανισμό που θα καλείται ΕΜΣ και θα έχει νομική προσωπικότητα.

4        Το άρθρο 3 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ περιγράφει τον σκοπό του ΕΜΣ ως εξής:

«Ο σκοπός του ΕΜΣ είναι η κινητοποίηση της χρηματοδότησης και η παροχή στήριξης σταθερότητας, υπό αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοδοτικής συνδρομής, προς όφελος των μελών του ΕΜΣ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της. Προς τον σκοπό αυτό, ο ΕΜΣ έχει το δικαίωμα να αντλεί κεφάλαια με την έκδοση χρηματοπιστωτικών τίτλων ή με τη σύναψη χρηματοοικονομικών ή λοιπών συμφωνιών ή ρυθμίσεων με μέλη του ΕΜΣ, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.»

5        Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 3 και 4, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Ο ΕΜΣ διαθέτει συμβούλιο διοικητών και συμβούλιο διευθυντών, καθώς και διευθύνοντα σύμβουλο και λοιπό ειδικό προσωπικό, ανάλογα με τις ανάγκες.

[…]

3.      Η έγκριση μιας απόφασης με αμοιβαία συμφωνία απαιτεί την ομοφωνία των μελών που συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Οι αποχές δεν εμποδίζουν τη λήψη απόφασης με αμοιβαία συμφωνία.

4.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, ενεργοποιείται διαδικασία έκτακτης ψηφοφορίας εφόσον τόσο η Επιτροπή όσο και η ΕΚΤ συμπεραίνουν ότι η μη επείγουσα έκδοση μιας απόφασης για τη χορήγηση ή την υλοποίηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, όπως καθορίζεται στα άρθρα 13 έως 18, θα απειλούσε την οικονομική και χρηματοπιστωτική βιωσιμότητα της ζώνης του ευρώ. […]»

6        Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ προβλέπει ότι «[σ]τις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοικητών [του ΕΜΣ] δύνανται να συμμετέχουν ως παρατηρητές το μέλος της […] Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, καθώς και ο πρόεδρος της Ευρωομάδας (εάν δεν είναι ο πρόεδρος ή διοικητής)».

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει ότι «[τ]ο μέλος της […] Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της ΕΚΤ δύνανται να ορίσουν έκαστος έναν παρατηρητή [στο συμβούλιο διευθυντών του ΕΜΣ]».

8        Το άρθρο 12 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ θέτει τις αρχές στις οποίες υπόκειται η στήριξη σταθερότητας και προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα κάτωθι:

«Εφόσον είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της, ο ΕΜΣ δύναται να παρέχει στήριξη σταθερότητας σε μέλος του ΕΜΣ, κάτω από αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Οι εν λόγω όροι μπορούν να καλύπτουν το φάσμα από ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής έως τη συνεχή τήρηση προκαθορισμένων όρων επιλεξιμότητας.»

9        Το άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ περιγράφει τη διαδικασία για τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας σε μέλος του ΕΜΣ ως εξής:

«1.      Μέλος του ΕΜΣ μπορεί να ζητήσει στήριξη σταθερότητας με αίτηση προς τον πρόεδρο του συμβουλίου διοικητών. Η εν λόγω αίτηση αναφέρει τα μέσα χρηματοπιστωτικής συνδρομής που πρέπει να εξεταστούν. Με την παραλαβή της αίτησης, ο πρόεδρος του συμβουλίου διοικητών αναθέτει στην […] Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, τα ακόλουθα:

α)      να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της ή των κρατών μελών της, εκτός εάν η ΕΚΤ έχει ήδη υποβάλει σχετική ανάλυση βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2,

β)      να εκτιμήσει εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο. Εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό, η εν λόγω εκτίμηση αναμένεται να διενεργείται από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)],

γ)      να εκτιμήσει τις πραγματικές ή δυνητικές ανάγκες χρηματοδότησης του συγκεκριμένου μέλους του ΕΜΣ.

2.      Βάσει της αίτησης του κράτους μέλους του ΕΜΣ και της κατά την παράγραφο 1 εκτίμησης, το συμβούλιο διοικητών δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει, κατ’ αρχήν, στήριξη σταθερότητας στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ με τη μορφή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής.

3.      Εάν εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, το συμβούλιο διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ να διαπραγματευθεί με το ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ μνημόνιο […] όπου θα περιγράφονται αναλυτικά οι όροι που θα συνδέονται με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Το περιεχόμενο του ΜΚ αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν και το μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που έχει επιλεγεί. Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΜΣ καταρτίζει πρόταση συμφωνίας για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, περιλαμβάνουσα τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, καθώς και την επιλογή των μέσων, που υποβάλλεται στο συμβούλιο διοικητών προς έγκριση.

Το [μνημόνιο] συνάδει πλήρως με τα μέτρα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που προβλέπονται στη [Συνθήκη ΛΕΕ], ιδίως με τυχόν πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης, προειδοποίησης, σύστασης ή απόφασης απευθυνόμενης στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ.

4.      Η […] Επιτροπή υπογράφει το [μνημόνιο] εξ ονόματος του ΕΜΣ, υπό τον όρο της προηγούμενης τήρησης των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 3 και της προηγούμενης έγκρισης από το συμβούλιο διοικητών.

5.      Το συμβούλιο διευθυντών εγκρίνει τη συμφωνία για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην οποία παρουσιάζονται αναλυτικά οι χρηματοοικονομικές πτυχές της στήριξης σταθερότητας που πρόκειται να χορηγηθεί και, κατά περίπτωση, την εκταμίευση της πρώτης δόσης της συνδρομής.

[…]

7.      Η […] Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ επιφορτίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής.»

2.      Χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της Κυπριακής Δημοκρατίας και αίτηση χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής

10      Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, η Ελληνική Δημοκρατία και οι ιδιώτες ομολογιούχοι πιστωτές της συμφώνησαν, και εν συνεχεία προέβησαν, σε ανταλλαγή ελληνικών ομολόγων με σημαντική απομείωση [«κούρεμα»] της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους προς ιδιώτες επενδυτές [Private Sector Involvement (στο εξής: διαδικασία PSI)].

11      Λόγω της έκθεσής τους σε ομόλογα επί των οποίων εφαρμόστηκε η διαδικασία PSI, πολλές τράπεζες με έδρα την Κύπρο, όπως η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής: Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής: BoC), υπέστησαν σοβαρές ζημίες. Συνολικά, οι ζημίες αυτές ανέρχονταν σε περισσότερα από τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ και αντιστοιχούσαν σε περίπου 25 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της Κυπριακής Δημοκρατίας.

12      Η Λαϊκή, η BoC και άλλες τράπεζες με έδρα την Κύπρο αντιμετώπισαν στη συνέχεια προβλήματα υποκεφαλαιοποίησης. Δεδομένου ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να παράσχει επαρκείς ασφάλειες για να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, η Λαϊκή ζήτησε, και έλαβε, στήριξη μέσω του έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance, στο εξής: ELA) από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (στο εξής: ΚΤΚ). Το συνολικό ποσό που χορηγήθηκε μέσω του ELA στη Λαϊκή ήταν 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ τον Μάιο του 2012 και περίπου 9,6 δισεκατομμύρια ευρώ στις 3 Ιουλίου 2012.

13      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Κυπριακή Δημοκρατία έκρινε αναγκαίο να παρέμβει προς στήριξη του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα, προχωρώντας ιδίως σε ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής, ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, τον Ιούνιο του 2012. Τον ίδιο μήνα, η BoC ανακοίνωσε ότι είχε επίσης ζητήσει από τις κυπριακές αρχές κεφαλαιακή στήριξη, αλλά δεν την έλαβε.

14      Την περίοδο εκείνη, η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετώπιζε ήδη και η ίδια σημαντικές χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές δυσχέρειες. Κατόπιν της υποβάθμισής της κατά μία ή δύο βαθμίδες από τους οίκους αξιολόγησης Fitch, Moody’s και Standard & Poor’s το πρώτο τρίμηνο του 2011, λόγω ιδίως της έκθεσης του τραπεζικού της τομέα στην ελληνική οικονομία, η Κυπριακή Δημοκρατία αδυνατούσε, από τον Μάιο του 2011, να αναχρηματοδοτηθεί στις αγορές με επιτόκια που να επιτρέπουν μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Κυπριακή Δημοκρατία κάλυψε τις ανάγκες χρηματοδότησής της εκδίδοντας πολύ βραχυπρόθεσμα γραμμάτια Δημοσίου και συνάπτοντας με τη Ρωσική Ομοσπονδία, τον Οκτώβριο του 2011, επίσημη συμφωνία δανειοδότησης, ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.

15      Στις 25 Ιουνίου 2012, αφού ο οίκος αξιολόγησης Fitch, όπως είχαν κάνει προηγουμένως και οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s και Standard & Poor’s, υποβάθμισε την Κυπριακή Δημοκρατία κατατάσσοντάς την στην «κερδοσκοπική βαθμίδα», τα ομόλογα της τελευταίας έπαυσαν να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να γίνονται αποδεκτά ως ασφάλειες στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, το οποίο συγκροτείται από τις κεντρικές τράπεζες των ΚΜΖΕ και από την ΕΚΤ, που ασκούν, από κοινού, τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια ημέρα, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε στον πρόεδρο της Ευρωομάδας αίτηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ ή το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Σύμφωνα με τη δήλωση της Κυπριακής Κυβέρνησης, ζητήθηκε συνδρομή με σκοπό «τον περιορισμό των κινδύνων που αντιμετωπίζει η κυπριακή οικονομία, ιδιαίτερα των αρνητικών επιπτώσεων που προέρχονται από τον τραπεζικό τομέα, λόγω της μεγάλης έκθεσής του στην ελληνική οικονομία».

16      Με δήλωση της 27ης Ιουνίου 2012, η Ευρωομάδα επισήμανε ότι η ζητηθείσα χρηματοπιστωτική συνδρομή θα χορηγούνταν στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε από το ΕΤΧΣ είτε από τον ΕΜΣ, στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής που θα συγκεκριμενοποιούνταν με μνημόνιο για το οποίο θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής, από κοινού με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών.

17      Στις 29 Νοεμβρίου 2012 οι εκπρόσωποι της Επιτροπής, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και της Κυπριακής Δημοκρατίας κατάρτισαν σχέδιο μνημονίου.

18      Με δήλωση της 21ης Ιανουαρίου 2013, η Ευρωομάδα, αφενός, ανέφερε ότι μια τελική συμφωνία ως προς το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής ήταν πιθανό να επιτευχθεί τον Μάρτιο του 2013 και, αφετέρου, ενθάρρυνε τα ενδιαφερόμενα μέρη να σημειώσουν πρόοδο με σκοπό την οριστικοποίηση των επιμέρους πτυχών του σχεδίου μνημονίου.

19      Τον Μάρτιο του 2013 η Κυπριακή Δημοκρατία και τα άλλα ΚΜΖΕ ήλθαν σε συμφωνία επί του συγκεκριμένου σχεδίου μνημονίου.

20      Με δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τόσο τη συμφωνία αυτή όσο και τη δέσμευση των κυπριακών αρχών να λάβουν πρόσθετα μέτρα κινητοποίησης εσωτερικών πόρων, προκειμένου να μειωθεί το ύψος της χρηματοπιστωτικής συνδρομής που θα παρεχόταν στο πλαίσιο του προαναφερθέντος στη σκέψη 18 προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονταν, ειδικότερα, η θέσπιση εισφοράς επί των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο, η αναδιάρθρωση και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς και η διάσωση με ίδια μέσα [bail-in] των κατόχων ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Η Ευρωομάδα υπογράμμισε επίσης ότι το μέγεθος του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα επρόκειτο να περιοριστεί στον κατάλληλο βαθμό, ώστε να παύσει αυτός να είναι τόσο ευάλωτος και δυσανάλογος σε σχέση με το ΑΕΠ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με αυτά τα δεδομένα, η Ευρωομάδα κατέστησε σαφές ότι εκτιμούσε ότι ήταν κατ’ αρχήν δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής ικανής να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και της ζώνης του ευρώ, κάλεσε δε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επιταχύνουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.

21      Στις 18 Μαρτίου 2013 η Κυπριακή Δημοκρατία διέταξε το κλείσιμο των τραπεζών για τις δύο εργάσιμες ημέρες της 19ης και της 20ής Μαρτίου 2013. Εν συνεχεία, οι κυπριακές αρχές αποφάσισαν να παρατείνουν το κλείσιμο έως τις 28 Μαρτίου 2013 προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν μαζικές αναλήψεις από τα ταμεία των τραπεζών.

22      Στις 19 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε το σχέδιο νόμου της Κυπριακής Κυβέρνησης για τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο. Ως εκ τούτου, η Κυπριακή Κυβέρνηση κατάρτισε νέο σχέδιο νόμου το οποίο προέβλεπε την αναδιάρθρωση δύο μόνον τραπεζών, δηλαδή της BoC και της Λαϊκής (στο εξής: επηρεαζόμενες τράπεζες).

23      Στις 21 Μαρτίου 2013, ενώ τα χρέη της Λαϊκής και της BoC από τον ELA ανέρχονταν σε 9,5 δισεκατομμύρια ευρώ και σε 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ αντιστοίχως, η ΕΚΤ εξέδωσε δελτίο Τύπου, με το οποίο ανακοίνωνε τα ακόλουθα:

«Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να διατηρηθεί το ανώτατο όριο του ELA στο ίδιο επίπεδο έως τις […] 25 Μαρτίου 2013.

Παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής νοείται μόνο σε περίπτωση που εκπονηθεί πρόγραμμα [της Ένωσης ή του ΔΝΤ], το οποίο θα εγγυάται τη φερεγγυότητα των οικείων τραπεζών.»

24      Στις 22 Μαρτίου 2013 η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο (αριθ. 17(I)/2013) [ΕΕ, παράρτημα I(I), αριθ. 4379, 22.3.2013, σ. 117] (στο εξής: νόμος της 22ας Μαρτίου 2013). Τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζουν ότι η ΚΤΚ μπορεί να λάβει, από κοινού με το κυπριακό Υπουργείο Οικονομικών, μέτρα για την εξυγίανση των ιδρυμάτων στα οποία αναφέρεται ο εν λόγω νόμος. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει, κατ’ αρχάς, ότι η ΚΤΚ μπορεί να απαιτήσει, με την έκδοση σχετικού διατάγματος, την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε Τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης, τροποποίησης, διευθέτησης ή αντικατάστασης του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή ακόμη να απαιτεί την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. Στη συνέχεια, το ως άνω άρθρο εξαιρεί από τα μέτρα αυτά τις εξασφαλισμένες καταθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 2, πέμπτο εδάφιο, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, δηλαδή τις καταθέσεις μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου νόμου, οι μέτοχοι ιδρύματος το οποίο υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημίες που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, ενώ οι πιστωτές τέτοιου ιδρύματος επωμίζονται τις ζημίες αυτές μετά τους μετόχους. Τέλος, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 καθιστά σαφές ότι τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των διατάξεών του δεν επιτρέπεται να περιαγάγουν τους πιστωτές των οικείων τραπεζών σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση εκκαθάρισης των τραπεζών αυτών. Στο δε άρθρο 12, παράγραφος 14, διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής των μέτρων του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου, τα θιγόμενα μέρη λαμβάνουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους, τουλάχιστον τα ποσά που θα λάμβαναν, κατά το κυπριακό δίκαιο, αν οι τράπεζες αυτές είχαν τεθεί υπό εκκαθάριση.

25      Με δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί των ουσιωδών στοιχείων του μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των ΚΜΖΕ, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.

26      Στη δήλωση αυτή, αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η Ευρωομάδα χαιρετίζει τα σχέδια για την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως προσδιορίζονται στο παράρτημα. Τα μέτρα αυτά θα αποτελέσουν τη βάση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ειδικότερα, εξασφαλίζουν όλες τις καταθέσεις κάτω των 100 000 ευρώ, σύμφωνα με τις αρχές της Ένωσης.

Το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει μια αποφασιστική προσέγγιση με στόχο την εξάλειψη των ανισορροπιών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα θα περιοριστεί στον κατάλληλο βαθμό […]

Η Ευρωομάδα ζητεί πάραυτα την άμεση εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της [Κυπριακής Δημοκρατίας] και της [Ελληνικής Δημοκρατίας] σχετικά με τα ελληνικά υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών, η οποία προστατεύει τη σταθερότητα αμφότερων των τραπεζικών συστημάτων, τόσο του ελληνικού όσο και του κυπριακού.»

27      Το παράρτημα της ως άνω δήλωσης έχει ως ακολούθως:

«Μετά από την παρουσίαση των πολιτικών σχεδίων των αρχών [της Κυπριακής Δημοκρατίας], για τα οποία η Ευρωομάδα εξέφρασε σε γενικές γραμμές την ικανοποίησή της, συμφωνήθηκαν τα εξής:

1. Θα υπάρξει άμεση εκκαθάριση της Λαϊκής –με πλήρη συμμετοχή των μετόχων, των ομολογιούχων και των μη εξασφαλισμένων καταθετών– με απόφαση της [ΚΤΚ], η οποία θα εκδοθεί βάσει του προσφάτως θεσπισθέντος πλαισίου για την εξυγίανση των τραπεζών.

2. Η Λαϊκή θα χωριστεί σε τράπεζα επισφαλειών και σε υγιή τράπεζα. Η τράπεζα επισφαλειών θα εκκαθαριστεί.

3. Η υγιής τράπεζα θα ενσωματωθεί στην [BoC] με χρήση του πλαισίου για την εξυγίανση των τραπεζών και κατόπιν διαβουλεύσεως με τα διοικητικά συμβούλια της [BoC] και της Λαϊκής. Θα λάβει [μέσω του ELA] στήριξη ύψους [εννέα] δισεκατομμυρίων ευρώ. Μόνον οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις της [BoC] θα παραμείνουν δεσμευμένες έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία ανακεφαλαιοποιήσεως, ενώ ενδέχεται στη συνέχεια να υποβληθούν σε κατάλληλους όρους.

4. Το [διοικητικό συμβούλιο] της ΕΚΤ θα παράσχει ρευστότητα στην [BoC] σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες.

5. Η ανακεφαλαιοποίηση της [BoC] θα γίνει με μετατροπή κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης σε ίδια κεφάλαια με πλήρη συμμετοχή των μετόχων και των ομολογιούχων.

6. Η μετατροπή θα γίνει με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 9 % μέχρι το τέλος του προγράμματος.

7. Όλοι οι εξασφαλισμένοι καταθέτες όλων των τραπεζών προστατεύονται σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία της [Ένωσης].

8. Τα χρήματα του προγράμματος (έως 10 δισεκατομμύρια ευρώ) δεν θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής ή της [BoC].»

28      Όπως διευκρινίστηκε σε απάντηση προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπολογιζόταν ότι από τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία ήταν τα χρήματα του προγράμματος 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ προορίζονταν για την κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας, 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ για την επαναγορά ομολόγων από την τελευταία και 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση άλλων κυπριακών τραπεζών, πέραν των δύο επηρεαζόμενων.

3.      Μέτρα τραπεζικής αναδιάρθρωσης τα οποία έλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία

29      Στις 25 Μαρτίου 2013 ο διοικητής της ΚΤΚ υπέβαλε τις επηρεαζόμενες τράπεζες σε διαδικασία εξυγίανσης.

30      Εν συνεχεία εκδόθηκαν, βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, τέσσερα διατάγματα, ήτοι:

–        η Κανονιστική Διοικητική Πράξη 96/2013, Περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, της 26ης Μαρτίου 2013 [ΕΕ, παράρτημα III (I), αριθ. 4640, 26.3.2013, σ. 745] (στο εξής: διάταγμα 96),

–        η Κανονιστική Διοικητική Πράξη 97/2013, Περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, της 26ης Μαρτίου 2013 [ΕΕ, παράρτημα III (I), αριθ. 4640, 26.3.2013, σ. 749] (στο εξής: διάταγμα 97),

–        η Κανονιστική Διοικητική Πράξη 103/2013, Περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, της 29ης Μαρτίου 2013 [ΕΕ, παράρτημα III (I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 769] (στο εξής: διάταγμα 103),

–        η Κανονιστική Διοικητική Πράξη 104/2013, Περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd Διατάγματος του 2013, της 29ης Μαρτίου 2013 [ΕΕ, παράρτημα III (I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 781] (στο εξής: διάταγμα 104).

31      Τα διατάγματα 96 και 97 προβλέπουν την πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων της BoC και της Λαϊκής αντιστοίχως (στο εξής, από κοινού: ελληνικά υποκαταστήματα).

32      Τα άρθρα 5 και 6 του διατάγματος 103 προβλέπουν την ανακεφαλαιοποίηση της BoC, με επιβάρυνση, κυρίως, των μη εξασφαλισμένων καταθετών και των μετόχων της, προκειμένου αυτή να μπορέσει να συνεχίσει να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες. Έτσι, οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις στην BoC μετατράπηκαν σε μετοχές της (ποσοστό 37,5 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης), σε τίτλους μετατρέψιμους από την ΚΤΚ σε μετοχές ή σε καταθέσεις (ποσοστό 22,5 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης), και σε τίτλους μετατρέψιμους από την ΚΤΚ σε καταθέσεις (ποσοστό 40 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης). Το 25 % (ποσοστό 10 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης) των τίτλων που μπορούσαν να μετατραπούν σε καταθέσεις από την ΚΤΚ ελευθερώθηκε. Το υπόλοιπο 75 % (ποσοστό 30 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης) παρέμεινε δεσμευμένο, χωρίς οι καταθέτες να έχουν πρόσβαση σε αυτό. Το άρθρο 6, παράγραφος 5, του διατάγματος 103 διευκρινίζει ότι, αν οι συνεισφορές των μη εξασφαλισμένων καταθετών υπερβούν ό,τι απαιτείται για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της BoC, η Αρχή Εξυγίανσης θα προσδιορίσει το καθ’ υπέρβαση ποσό, το οποίο θα τύχει μεταχείρισης ως εάν δεν είχε επέλθει η μετατροπή. Το διάταγμα 103 άρχισε να ισχύει, όπως ορίζεται στο άρθρο του 10, στις 06:00 της 29ης Μαρτίου 2013.

33      Κατόπιν τροποποιήσεων που έγιναν στο διάταγμα 103 στις 30 Ιουλίου 2013, το 10 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων, οι οποίες είχαν προηγουμένως μετατραπεί σε τίτλους μετατρέψιμους είτε σε μετοχές είτε σε καταθέσεις, μετατράπηκε σε μετοχές της BoC. Από τους τίτλους που ήταν μετατρέψιμοι από την ΚΤΚ είτε σε μετοχές είτε σε καταθέσεις, όσους απέμεναν (ποσοστό 12,5 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης) και όσους μπορούσαν να μετατραπούν σε καταθέσεις από την ΚΤΚ και δεν είχαν ακόμη ελευθερωθεί (ποσοστό 30 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης), το 12 % πέρασε σε νέο τρεχούμενο λογαριασμό, ενώ το 88 % μοιράστηκε ισόποσα σε προθεσμιακούς λογαριασμούς των έξι, εννέα και δώδεκα μηνών αντιστοίχως.

34      Εξάλλου, η ονομαστική αξία ενός ευρώ κάθε συνήθους μετοχής της BoC μειώθηκε σε ένα σεντ [εκατοστό του ευρώ]. Στη συνέχεια, κάθε εκατό συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας ενός σεντ ενοποιήθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας ενός ευρώ. Οι συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας ενός σεντ οι οποίες υπολείπονταν σε αριθμό τις 100 και δεν ήταν, συνεπώς, δυνατό να ενοποιηθούν για να μετατραπούν σε μία νέα συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας ενός ευρώ ακυρώθηκαν.

35      Όσον αφορά δε το διάταγμα 104, οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 5 του διατάγματος αυτού προβλέπουν τη μεταβίβαση, στις 29 Μαρτίου 2013 και ώρα 06:10, ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της Λαϊκής στην BoC, περιλαμβανομένων τόσο των καταθέσεων κάτω των 100 000 ευρώ όσο και του χρέους από τον ELA. Οι καταθέσεις άνω των 100 000 ευρώ διατηρήθηκαν στη Λαϊκή, εν αναμονή της εκκαθάρισής της.

36      Κατόπιν τροποποιήσεων που έγιναν στο διάταγμα 104 στις 30 Ιουλίου 2013, περίπου το 18 % του νέου εταιρικού κεφαλαίου της BoC μεταβιβάστηκε στη Λαϊκή στη διάρκεια του 2013.

37      Μετά την έκδοση των διαταγμάτων 96, 97, 103 και 104 (στο εξής: επίμαχα διατάγματα), η Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ ξεκίνησαν νέες συζητήσεις με τις κυπριακές αρχές, προς οριστικοποίηση του περιεχομένου του μνημονίου.

4.      Χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κυπριακή Δημοκρατία

38      Με δήλωση της 12ης Απριλίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε, πρώτον, τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι κυπριακές αρχές με το ΔΝΤ, την Επιτροπή και την ΕΚΤ. Ανέφερε δε ότι, κατόπιν της συμφωνίας αυτής, συνέτρεχαν πλέον τα απαραίτητα στοιχεία για την έναρξη των εθνικών διαδικασιών που απαιτούνταν προκειμένου να κυρωθεί τυπικώς η συμφωνία για τη χρηματοπιστωτική συνδρομή την οποία ζήτησε η Κυπριακή Δημοκρατία. Επισήμανε εξάλλου ότι αναμενόταν ότι το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ θα ήταν σε θέση να εγκρίνει τη συμφωνία αυτή στις 24 Απριλίου 2013, εφόσον θα είχαν περατωθεί έως τότε οι εθνικές διαδικασίες. Η Ευρωομάδα τόνισε, δεύτερον, ότι οι κυπριακές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή αποφασιστικά μέτρα εξυγίανσης, αναδιάρθρωσης και ανακεφαλαιοποίησης για να αντιμετωπίσουν την εύθραυστη και ιδιάζουσα κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κυπριακός χρηματοπιστωτικός τομέας.

39      Κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 2013, το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ, πρώτον, επιβεβαίωσε ότι, αφενός, η Επιτροπή και η ΕΚΤ είχαν αναλάβει να πραγματοποιήσουν τις εκτιμήσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 13, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ και, αφετέρου, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και με το ΔΝΤ, ανέλαβε να διαπραγματευθεί το μνημόνιο με την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεύτερον, αποφάσισε να στηρίξει τη σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη μορφή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής (στο εξής: ΔΧΣ), σύμφωνα με τη σχετική πρόταση του διευθύνοντος συμβούλου του ΕΜΣ. Τρίτον, ενέκρινε το νέο σχέδιο μνημονίου το οποίο διαπραγματεύθηκαν, αφενός, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και, αφετέρου, η Κυπριακή Δημοκρατία. Τέταρτον, ανέθεσε στην Επιτροπή να υπογράψει το μνημόνιο εξ ονόματος του ΕΜΣ.

40      Στις 25 Απριλίου 2013 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εξέδωσε την απόφαση 2013/236/ΕΕ, που απευθύνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία σχετικά με ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης (ΕΕ 2013, L 141, σ. 32). Η απόφαση αυτή προβλέπει σειρά από «μέτρα και αποτελέσματα», προκειμένου να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αποκατασταθεί η ευρωστία του χρηματοπιστωτικού της τομέα.

41      Στις 26 Απριλίου 2013 υπογράφηκε το νέο μνημόνιο (στο εξής: μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013) από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής, εξ ονόματος του ΕΜΣ, από τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας και από τον διοικητή της ΚΤΚ.

42      Υπό τον τίτλο «Αναδιάρθρωση και εξυγίανση [των επηρεαζόμενων τραπεζών]», τα σημεία 1.23 έως 1.28 του μνημονίου αυτού ορίζουν τα εξής:

«1.23      Η λογιστική εκτίμηση και η εκτίμηση οικονομικής αξίας που αναφέρθηκε προηγουμένως αποκάλυψε ότι οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Κύπρου ήσαν αφερέγγυες. Για αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, η Κυβέρνηση εφάρμοσε ένα σχέδιο εκτενούς εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης. Προς το σκοπό αποφυγής της συσσώρευσης μελλοντικών ανισορροπιών και για αποκατάσταση της βιωσιμότητας του τομέα, ενώ θα διατηρείται ο ανταγωνισμός, έχει υιοθετηθεί μια τετραπλή στρατηγική η οποία δεν συνεπάγεται δαπάνη χρημάτων των φορολογουμένων.

1.24      Πρώτον, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με την Ελλάδα (περιλαμβανομένων των ναυτιλιακών δανείων) και υποχρεώσεις, που υπολογίζονταν με το δυσμενές σενάριο σε 16,4 δισεκατομμύρια ευρώ και 15 δισεκατομμύρια ευρώ, αντίστοιχα, αποκόπηκαν. Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις στην Ελλάδα αποκτήθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς, η αναδιάρθρωση των οποίων θα γίνει από τις ελληνικές αρχές. Η αποκοπή βασίστηκε σε συμφωνία που υπογράφηκε στις 26 Μαρτίου 2013. Με τη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων που υπολογίζεται σε 19,2 δισεκατομμύρια ευρώ, η αποκοπή μείωσε ουσιαστικά την διασυνοριακή έκθεση μεταξύ Ελλάδας [και] Κύπρου.

1.25      Σε ότι αφορά το παράρτημα της [Λαϊκής] στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλες οι καταθέσεις του θα μεταφερθούν στη θυγατρική της [BoC] στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα συναφή περιουσιακά στοιχεία κλειδώθηκαν στην [BoC].

1.26      Δεύτερον, η [BoC] αναλαμβάνει μέσω μιας διαδικασίας αγοράς και ανάληψης το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων της [Λαϊκής] στην Κύπρο σε δίκαιη αξία, όπως και τις ασφαλισμένες καταθέσεις και [τον ELA] σε ονομαστική αξία. Οι ανασφάλιστες καταθέσεις της [Λαϊκής] θα παραμείνουν στην οντότητα που θα τις κληρονομήσει (legacy entity). Στόχος είναι η αξία των μεταφερθέντων περιουσιακών στοιχείων να είναι υψηλότερη από τις μεταφερθείσες υποχρεώσεις, με τη διαφορά που αντιστοιχεί στην ανακεφαλαιοποίηση της [BoC] από τη [Λαϊκή] να ισούται με το 9% των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων (risk-weighted assets) που μεταφέρονται. H [BoC] ανακεφαλαιοποιείται για να φθάσει ελάχιστο ποσό κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1) στο 9 % κάτω από το δυσμενές σενάριο του ελέγχου αντοχής μέχρι το τέλος του προγράμματος, πράγμα που θα πρέπει να βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης. Η μετατροπή 37,5 % των ανασφάλιστων καταθέσεων της [BoC] σε μετοχές τάξης Α με πλήρη δικαιώματα ψήφου και δικαιώματα σε μέρισμα παρέχει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαιακών αναγκών, με πρόσθετες εισφορές μετοχικού κεφαλαίου από την οντότητα που θα κληρονομήσει τη [Λαϊκή]. Μέρος των υπόλοιπων ανασφάλιστων καταθέσεων της [BoC] θα παγώσουν προσωρινά, μέχρι τη συμπλήρωση της ανεξάρτητης αποτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο πιο κάτω.

1.27      Τρίτον, για να διασφαλισθεί ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι της κεφαλαιοποίησης, θα διεξαχθεί και ολοκληρωθεί μια πιο λεπτομερής και επικαιροποιημένη ανεξάρτητη αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της [BoC] και της [Λαϊκής], όπως απαιτείται από το πλαίσιο εξυγίανσης τραπεζών, μέχρι τέλη Ιουνίου 2013. Προς το σκοπό αυτό όχι αργότερα από τα μέσα Απριλίου 2013, θα συμφωνηθούν οι όροι εντολής της ανεξάρτητης άσκησης αποτίμησης, σε διαβούλευση με την [Επιτροπή], την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Μετά την αποτίμηση αυτή, αν χρειάζεται, θα γίνει πρόσθετη μετατροπή ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχές τάξης Α για να διασφαλισθεί ότι ο στόχος 9 % στα κύρια βασικά ίδια κεφάλαια κατηγορίας 1 (CoreTier1) σε έλεγχο αντοχής θα επιτευχθεί μέχρι το τέλος του προγράμματος. Σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ότι η τράπεζα είναι υπερκεφαλαιοποιημένη σε σχέση με τον στόχο, θα αναληφθεί διαδικασία αντιστροφής μετοχών για αποπληρωμή στους καταθέτες του ποσού της υπερκεφαλαιοποίησης.

1.28      Τέλος, δεδομέν[ης] της συστημικής σημασίας της [BoC], είναι σημαντικό να ενσωματωθούν ταχέως οι εργασίες της [Λαϊκής], να βελτιωθεί η λειτουργική αποδοτικότητα, να βελτιστοποιηθεί η ανάκτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με λύσεις (workout) που θα εφαρμοσθούν από τη δρώσα οντότητα και να εξομαλυνθούν προοδευτικά οι συνθήκες χρηματοδότησης. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί και για να διασφαλισθεί ότι η [BoC] μπορεί να λειτουργεί με μέγιστες εγγυήσεις για τη διατήρηση της σταθερότητας και διαρκούς βιωσιμότητάς της κατά τη μεταβατική περίοδο, η ΚΤΚ, μετά από διαβούλευση με το Υπουργείο Οικονομικών, θα διορίσει νέο Διοικητικό Συμβούλιο και πρόσωπο που να εκτελεί καθήκοντα Πρώτου Εκτελεστικού Διευθυντή μέχρις ότου οι νέοι μέτοχοι της [BoC] οργανωθούν σε γενική συνέλευση. Η ΚΤΚ θα ζητήσει από το Διοικητικό Συμβούλιο να ετοιμάσει σχέδιο αναδιάρθρωσης που να καθορίζει τους επιχειρησιακούς στόχους της τράπεζας και την πιστωτική πολιτική της μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2013. Για να διασφαλισθεί ότι δεν θα επηρεαστούν οι συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες, θα πρέπει να σχεδιασθούν μέχρι τέλη Ιουνίου 2013 θεσμικές διευθετήσεις σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία για να προστατευθεί η [BoC] από κινδύνους φήμης και διακυβέρνησης.»

43      Στις 30 Απριλίου 2013 η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων κύρωσε το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013.

44      Στις 8 Μαΐου 2013 ο ΕΜΣ, η Κυπριακή Δημοκρατία και η ΚΤΚ συνήψαν συμφωνία για τη ΔΧΣ. Την ίδια ημέρα, το συμβούλιο διευθυντών του ΕΜΣ ενέκρινε την ως άνω συμφωνία, καθώς και μία πρόταση σχετικά με τους όρους καταβολής μιας πρώτης δόσης της συνδρομής προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η δόση αυτή θα καταβαλλόταν σε δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, εκταμιεύθηκε το ποσό των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ στις 13 Μαΐου 2013. Κατά το δεύτερο στάδιο, εκταμιεύθηκε το ποσό του 1 δισεκατομμυρίου ευρώ στις 26 Ιουνίου 2013.

45      Με δήλωση της 13ης Μαΐου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε την απόφαση του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ να εγκρίνει την πρώτη δόση της συνδρομής και επιβεβαίωσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έθεσε σε εφαρμογή τα μέτρα τα οποία είχαν συμφωνηθεί με το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013.

46      Με δήλωση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε, αφενός, την ολοκλήρωση της πρώτης αποστολής ελέγχου της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ και, αφετέρου, την έξοδο της BoC από τη διαδικασία εξυγίανσης στις 30 Ιουλίου 2013. Επιπλέον, η Ευρωομάδα εξέφρασε τη στήριξή της, σε σχέση με την καταβολή της δεύτερης δόσης της συνδρομής. Αυτή ανερχόταν σε 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ και εκταμιεύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2013.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

47      Η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 2013.

48      Με το δικόγραφό τους, οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει τους εναγομένους στην καταβολή των ποσών που αναγράφονται στο παράρτημα του δικογράφου, προσαυξημένων με τόκους για το διάστημα από τις 16 Μαρτίου 2013 και μέχρι την έκδοση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου·

–        επικουρικώς, να αναγνωρίσει ότι στοιχειοθετείται η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και/ή των εναγομένων και να ορίσει ποια διαδικασία θα πρέπει να ακολουθηθεί για τη διαπίστωση του ύψους των αποδοτέων ζημιών τις οποίες οι ενάγοντες υπέστησαν στην πράξη, και

–        να καταδικάσει τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα.

49      Με το δικόγραφό τους, οι ενάγοντες ζήτησαν επίσης την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

50      Με χωριστά δικόγραφα τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2014, στις 16 Ιουλίου 2014 και στις 18 Αυγούστου 2014 αντιστοίχως, το Συμβούλιο, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υπέβαλαν ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

51      Το Συμβούλιο, με την ένσταση απαραδέκτου την οποία υπέβαλε, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, και

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

52      Η ΕΚΤ, με την ένσταση απαραδέκτου την οποία υπέβαλε, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη ή ως προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος, κατά την έννοια του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, και

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

53      Η Επιτροπή, με την ένσταση απαραδέκτου την οποία υπέβαλε, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος, κατά την έννοια του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, και

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

54      Οι ενάγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων αυτών στις 2 Οκτωβρίου 2014. Με τις παρατηρήσεις τους ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις ενστάσεις απαραδέκτου·

–        επικουρικώς, να εξετάσει τις ενστάσεις απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υπόθεσης, και

–        να δεχθεί τα αιτήματα της αγωγής.

55      Με διάταξη της 3ης Ιουνίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να εξετάσει τις υποβληθείσες από τους εναγομένους ενστάσεις απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υπόθεσης, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

56      Το Συμβούλιο, η ΕΚΤ και η Επιτροπή κατέθεσαν υπομνήματα αντίκρουσης στις 28 Ιουλίου 2015, στις 30 Ιουλίου 2015 και στις 31 Ιουλίου 2015 αντιστοίχως.

57      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως προδήλως αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

58      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

59      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη και/ή αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

60      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν ήταν απαραίτητο να γίνει δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

61      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 2015, οι ενάγοντες ζήτησαν, βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να τους επιτραπεί να καταθέσουν υπόμνημα απάντησης.

62      Με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

63      Στις 9 Δεκεμβρίου 2015, οι ενάγοντες κατέθεσαν το υπόμνημα απάντησής τους. Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΚΤ κατέθεσαν υπομνήματα ανταπάντησης στις 29 Ιανουαρίου 2016, στις 11 Φεβρουαρίου 2016 και στις 12 Φεβρουαρίου 2016 αντιστοίχως.

64      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2016, οι ενάγοντες ζήτησαν, αφενός, να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, αφετέρου, να ενωθούν η παρούσα υπόθεση και η υπόθεση T-786/14, Μπουρδούβαλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας. Οι εναγόμενοι δήλωσαν ότι δεν είχαν καμία αντίρρηση να ενωθούν οι υποθέσεις, όπως ζητήθηκε.

65      Στις 18 Απριλίου 2016 ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναστείλει τη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί των υποθέσεων C-8/15 P, Ledra Advertising κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-9/15 P, Ελευθερίου κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-10/15 P, Θεοφίλου και Θεοφίλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-105/15 P, Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-106/15 P, Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑107/15 P, Χατζηθωμά κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-108/15 P, Χατζηιωάννου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, καθώς και C-109/15 P, Νικολάου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ.

66      Η παρούσα διαδικασία συνεχίστηκε μετά την έκδοση των αποφάσεων της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701), και Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C-109/15 P, EU:C:2016:702), με τις οποίες το Δικαστήριο περάτωσε τις προαναφερθείσες στη σκέψη 65 υποθέσεις.

67      Στις 27 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που είχαν, κατά την άποψή τους, οι δύο εκείνες αποφάσεις για την υπό κρίση διαφορά. Οι διάδικοι απάντησαν στο ως άνω ερώτημα εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

68      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η παρούσα υπόθεση.

69      Στις 27 Απριλίου 2017 αποφασίστηκε από τον πρόεδρο του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου να ενωθούν η παρούσα υπόθεση και η υπόθεση T-786/13, Μπουρδούβαλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

70      Στις 17 Μαΐου 2017, κατόπιν πρότασης του τέταρτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την παρούσα υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

71      Στις 18 Μαΐου 2017, κατόπιν εισήγησης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς να δεχθεί το αίτημα των εναγόντων για κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης. Την ίδια ημέρα, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε τη 12η Ιουλίου 2017 ως ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

72      Στις 14 Ιουνίου 2017, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι τελευταίοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

73      Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2017, οι ενάγοντες ζήτησαν αναβολή της επ’ ακροατηρίου συζήτησης η οποία είχε οριστεί για τις 12 Ιουλίου 2017 (βλ. σκέψη 71 ανωτέρω). Στις 26 Ιουνίου 2017 ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος έκανε δεκτό το αίτημα αυτό και μετέθεσε την επ’ ακροατηρίου συζήτηση για τις 11 Σεπτεμβρίου 2017.

74      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν προφορικώς στις ερωτήσεις τις οποίες τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Σεπτεμβρίου 2017.

III. Σκεπτικό

75      Κατά τον χρόνο που τέθηκαν σε ισχύ τα επίμαχα διατάγματα (βλ. σκέψεις 30 έως 36 ανωτέρω), οι ενάγοντες ήταν είτε καταθέτες είτε μέτοχοι των επηρεαζόμενων τραπεζών.

76      Η εφαρμογή των μέτρων που προβλέφθηκαν στα επίμαχα διατάγματα, όπως τροποποιήθηκαν στις 30 Ιουλίου 2013 (στο εξής, καλούμενα από κοινού: ζημιογόνα μέτρα), είχε ως αποτέλεσμα, κατά τους ενάγοντες, τη σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεων, των μετοχών και των ομολόγων τους, την οποία οι ίδιοι αποτιμούν επακριβώς σε παράρτημα του δικογράφου της αγωγής τους.

77      Κατ’ αρχάς, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η λήψη των ζημιογόνων μέτρων μπορεί να αποδοθεί στους εναγομένους. Αυτοί προέβησαν σε ορισμένες πράξεις (στο εξής: επίδικες πράξεις), με τις οποίες, πρώτον, εξανάγκασαν την Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει τα ζημιογόνα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνδρομή που της ήταν αναγκαία, δεύτερον, ενέκριναν τη λήψη των μέτρων αυτών και, τρίτον, ενθάρρυναν ή παγίωσαν την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων. Πρόκειται ειδικότερα, κατά τους ενάγοντες, για τις ακόλουθες πράξεις:

–        τη δήλωση της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013·

–        τη «συμφωνία της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013»·

–        την «απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, της 21ης Μαρτίου 2013, σχετικά με αποπληρωμή του ELA στις 26 Μαρτίου [2013] εκτός αν επιτευχθεί συμφωνία για πακέτο διάσωσης»·

–        τις «αποφάσεις της ΕΚΤ να συνεχιστεί η χορήγηση στήριξης μέσω του ELA»·

–        τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη, από την Επιτροπή, του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013·

–        τις λοιπές πράξεις με τις οποίες οι εναγόμενοι επικύρωσαν και ενέκριναν τα ζημιογόνα μέτρα, ήτοι τις δηλώσεις της Ευρωομάδας της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, τις «εκτιμήσεις της Επιτροπής ότι τα μέτρα που έλαβαν οι κυπριακές αρχές ήταν σύμφωνα με την αιρεσιμότητα», την απόφαση 2013/236 και την έγκριση, από την Επιτροπή και την ΕΚΤ, της καταβολής των διαφόρων δόσεων της ΔΧΣ στην Κυπριακή Δημοκρατία.

78      Ακολούθως, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, στο πλαίσιο των επίδικων πράξεων, δεν ελήφθησαν υπόψη τα συμφέροντα της κλειστής ομάδας που αποτελείται από τους καταθέτες και/ή τους μετόχους των επηρεαζόμενων τραπεζών, όπερ ισοδυναμεί με σοβαρή και κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

79      Τέλος, οι ενάγοντες επισημαίνουν, αφενός, ότι υπάρχει άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ζημιογόνων μέτρων και των απωλειών τις οποίες υπέστησαν. Αφετέρου, ζητούν να αποζημιωθούν για αυτές τις απώλειες.

1.      Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

80      Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής.

81      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει των άρθρων 268 και 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι, όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, αρμόδιο να εκδικάζει μόνο διαφορές σχετικές με την αποκατάσταση ζημιών που προκαλούν τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ., συναφώς, διάταξη της 1ης Απριλίου 2008, Ayyanarsamy κατά Επιτροπής και Γερμανίας, T-412/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:84, σκέψη 24).

82      Κατά τη νομολογία, ο όρος «θεσμικά όργανα», ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτός υπό την έννοια ότι αναφέρεται μόνο στα θεσμικά όργανα που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1992, SGEEM και Etroy κατά ΕΤΕπ, C-370/89, EU:C:1992:482, σκέψη 16). Ο όρος αυτός καλύπτει επίσης, βάσει του συστήματος εξωσυμβατικής ευθύνης το οποίο καθιερώνεται με τη Συνθήκη ΛΕΕ, και όλα τα υπόλοιπα όργανα και τους οργανισμούς που ιδρύονται με τις Συνθήκες και προορίζονται να συμβάλουν στην υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι πράξεις στις οποίες προβαίνουν τα όργανα και οι οργανισμοί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται από το δίκαιο της Ένωσης καταλογίζονται στην Ένωση, σύμφωνα με τις κοινές στα κράτη μέλη γενικές αρχές, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Απριλίου 2002, Lamberts κατά Διαμεσολαβητή και Κοινοβουλίου, T-209/00, EU:T:2002:94, σκέψη 49).

83      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδικάσει αγωγή αποζημίωσης στρεφόμενη κατά της Ένωσης και στηριζόμενη στο παράνομο πράξης ή συμπεριφοράς προσώπου που δεν είναι ούτε η ΕΚΤ ούτε θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ούτε υπάλληλός τους ο οποίος ενεργούσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Συνεπώς, οι ζημιές που προξενούνται από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση των δικών τους αρμοδιοτήτων είναι δυνατό να στοιχειοθετήσουν ευθύνη μόνον αυτών των αρχών και τα εθνικά δικαστήρια παραμένουν αποκλειστικώς αρμόδια να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1987, L’Étoile commerciale και CNTA κατά Επιτροπής, 89/86 και 91/86, EU:C:1987:337, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 4ης Φεβρουαρίου 1998, Laga κατά Επιτροπής, T-93/95, EU:T:1998:22, σκέψη 47).

84      Αντιθέτως, δεν αποκλείεται να μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να εκδικάσει αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών που έχει προξενηθεί από πράξη ή συμπεριφορά με την οποία εθνική αρχή διασφαλίζει την εκτέλεση ενωσιακής ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ελεγχθεί, προκειμένου να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, αν η παρανομία που προβάλλεται προς στήριξη της αγωγής οφείλεται όντως σε θεσμικό όργανο, σε όργανο ή σε οργανισμό της Ένωσης, ή σε υπάλληλό τους κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι, στην πραγματικότητα, καταλογιστέα στην αντίστοιχη εθνική αρχή (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Krohn Import-Export κατά Επιτροπής, 175/84, EU:C:1986:85, σκέψη 19). Τούτο ισχύει όταν οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτίμησης κατά την εφαρμογή μιας ενωσιακής ρύθμισης η οποία ενέχει τέτοια παρανομία (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2002, Biret International κατά Συμβουλίου, T-174/00, EU:T:2002:2, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση ζημιών που προξενήθηκαν από αθέμιτες πράξεις ή συμπεριφορές της Επιτροπής ή της ΕΚΤ, συνδεόμενες με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 54 έως 60).

86      Εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του προσδιορισμού της κύριας αιτίας της προβαλλόμενης ζημίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η περιουσιακή απώλεια την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγοντες, είτε ως καταθέτες είτε ως μέτοχοι των επηρεαζόμενων τραπεζών, μπορεί να αναχθεί άμεσα στην εφαρμογή των ζημιογόνων μέτρων. Όπως συμφωνούν και οι ενάγοντες, τα μέτρα αυτά τέθηκαν σε εφαρμογή μέσω των επίμαχων διαταγμάτων. Τα διατάγματα όμως αυτά, τα οποία δημοσιεύθηκαν στις 29 Μαρτίου 2013 (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω) και τροποποιήθηκαν, τουλάχιστον ορισμένα από αυτά, στις 30 Ιουλίου 2013, εκδόθηκαν από κυπριακή αρχή, συγκεκριμένα από τον διοικητή της ΚΤΚ, δυνάμει κυπριακού νόμου, ήτοι του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013. Τόσο ο νόμος όσο και τα διατάγματα εκδόθηκαν πριν από την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 και δεν απαιτούνταν τυπικώς από πράξη της Ένωσης, εν αντιθέσει, για παράδειγμα, προς εθνική πράξη για τη μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, η έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων δεν μπορεί, τυπικώς, να αποδοθεί στην Ένωση.

87      Επ’ αυτού οι εναγόμενοι υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων δεν μπορεί ούτε ουσιαστικώς να αποδοθεί στην Ένωση και άρα να θεμελιώσει ευθύνη της. Κατά την άποψή τους, αποκλειστικώς υπεύθυνες για τα διατάγματα αυτά είναι οι κυπριακές αρχές, οι οποίες τα εξέδωσαν μονομερώς κατά την άσκηση της κυριαρχικής τους εξουσίας. Η Επιτροπή και η ΕΚΤ διευκρινίζουν ότι το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 αναφέρει τα ζημιογόνα μέτρα για ιστορικούς και περιγραφικούς λόγους, δεδομένου ότι η χορήγηση της ΔΧΣ τελούσε μόνον υπό την αίρεση της λήψης μελλοντικών μέτρων. Όσον αφορά δε τις τεχνικές συμβουλές που παρέχονται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, η Επιτροπή και η ΕΚΤ υπενθυμίζουν ότι αυτές δεν θεμελιώνουν ευθύνη της Ένωσης.

88      Δεύτερον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ότι η Ευρωομάδα είναι μια άτυπη διακυβερνητική σύσκεψη, της οποίας οι δηλώσεις στερούνται εννόμων αποτελεσμάτων, αποδίδονται σε κάθε εκπροσωπούμενο κράτος μέλος και δεν είναι, ως εκ τούτου, δυνατό να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης.

89      Τρίτον, η ΕΚΤ υπενθυμίζει ότι ο ELA άπτεται της αρμοδιότητας των εθνικών κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος. Η ΕΚΤ απλώς ελέγχει κατά πόσον ο μηχανισμός αυτός παρακωλύει τα καθήκοντα και τους στόχους του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ, εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει τη ρευστότητα των κυπριακών τραπεζών, ήταν αναγκασμένη να υιοθετήσει τις εκτιμήσεις της ΚΤΚ, οι οποίες βασίζονταν εν πολλοίς στην προοπτική άμεσης ανάληψης ενός προγράμματος στήριξης. Επομένως, η ΕΚΤ θα είχε αναπόφευκτα θεωρήσει ότι η προσέγγισή της θα έπρεπε να είναι διαφορετική σε περίπτωση που δεν ετίθετο σε εφαρμογή κανένα πρόγραμμα τέτοιου είδους.

90      Εν πάση περιπτώσει, στις 21 Μαρτίου 2013, η ΕΚΤ δεν εξέδωσε απόφαση βάσει του άρθρου 14.4 του πρωτοκόλλου αριθ. 4, της 30ής Μαρτίου 2010, για το καταστατικό του [ΕΣΚΤ] και της [ΕΚΤ] (ΕΕ 2010, C 83, σ. 230, στο εξής: καταστατικό της ΕΚΤ), αλλά προέβη απλώς σε μια δήλωση προθέσεων η οποία δεν είχε έννομα αποτελέσματα και μπορούσε να τροποποιηθεί ελεύθερα, έστω και αν δήλωση αυτή αύξησε ενδεχομένως την πίεση που υφίσταντο οι κυπριακές αρχές λόγω της δεινής κατάστασης των δημόσιων οικονομικών και των κυπριακών τραπεζών.

91      Τέταρτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ούτε από τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ ούτε από τη νομολογία απορρέει δική της υποχρέωση να εγγυάται ότι οποιαδήποτε πράξη εμπίπτει στο πεδίο της εν λόγω Συνθήκης συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, η Επιτροπή, εφόσον διατηρεί και στο πλαίσιο του ΕΜΣ τον ρόλο του θεματοφύλακα των Συνθηκών, τον οποίο της αναθέτει το άρθρο 17 ΣΕΕ, ήλεγξε και βεβαιώθηκε ότι το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Από τη νομολογία όμως προκύπτει ότι το άρθρο 17 ΣΕΕ δεν παρέχει δικαιώματα στους ιδιώτες και ότι τυχόν παράβασή του δεν είναι δυνατό να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης.

92      Οι ενάγοντες αντιτείνουν ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή.

93      Πρώτον, διατείνονται ότι, μολονότι τα επίμαχα διατάγματα είναι, τυπικώς, κυριαρχικές και μονομερείς πράξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα ζημιογόνα μέτρα μπορούν, στην πραγματικότητα, να αποδοθούν στους εναγομένους. Ειδικότερα, με τη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα αποφάσισε να εξαρτήσει τη ΔΧΣ από τη λήψη των μέτρων αυτών και, λαμβανομένου υπόψη του «αιτήματος της ΕΚΤ για αποπληρωμή του ELA στις 26 Μαρτίου 2013», η ΔΧΣ ήταν απολύτως αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η χρεωκοπία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία δεν είχε κανένα απολύτως περιθώριο ευελιξίας. Εφόσον λοιπόν η Ευρωομάδα απαίτησε να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα, το γεγονός ότι αυτά ελήφθησαν πριν από την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 είναι, κατά την άποψη των εναγόντων, άνευ σημασίας όσον αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού τους στην Ένωση. Αντιστρόφως, τόσο το γεγονός ότι, αφενός, τα ζημιογόνα μέτρα καταγράφονται στο μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 και, αφετέρου, η Επιτροπή έχει εποπτεύσει την εφαρμογή τους, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της απόφασης 2013/236, όσο και το περιεχόμενο του άρθρου 2, παράγραφος 6, της απόφασης αυτής καταδεικνύουν ότι πρόκειται για όρους από τους οποίους έχει εξαρτηθεί η χορήγηση της ΔΧΣ.

94      Δεύτερον, οι ενάγοντες τονίζουν ότι οι πράξεις της Ευρωομάδας μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης, εφόσον πρόκειται για όργανο που προβλέπεται από το πρωτογενές δίκαιο και είναι επιφορτισμένο με καθήκοντα εντασσόμενα στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής, η οποία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης. Εξάλλου, οι αποφάσεις της Ευρωομάδας υιοθετούνται πάντοτε από το Συμβούλιο, αφού, πρώτον, η Ευρωομάδα συνέρχεται κατά κανόνα το ίδιο απόγευμα με τη συνεδρίαση του Συμβουλίου ECOFIN και, δεύτερον, συγκέντρωνε εκπροσώπους κρατών μελών που αντιστοιχούσαν σε 215 από τις 255 ψήφους οι οποίες απαιτούνταν για την επίτευξη ειδικής πλειοψηφίας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

95      Οι ενάγοντες προσθέτουν ότι και μη δεσμευτικές πράξεις, όπως μια δημοσίευση, μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, η δήλωση της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 ήταν, κατά την άποψή τους, δεσμευτική. Η Ευρωομάδα αποφάσισε να εξαρτήσει τη ΔΧΣ από συγκεκριμένους όρους, τους οποίους οι κυπριακές αρχές, ο ΕΜΣ και τα εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέλαβαν ως δεσμευτικούς. Ειδικότερα, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ, εφόσον έχει την ίδια σύνθεση με την Ευρωομάδα, ήταν αναπόφευκτο να επιβεβαιώσει την απόφαση της τελευταίας, και μάλιστα δεσμευόταν από αυτήν. Άλλωστε, τούτο προκύπτει τόσο από την ίδια τη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013 όσο και από το ψήφισμα του Κοινοβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2014, σχετικά με τη διερευνητική έκθεση για τον ρόλο και τις εργασίες της Τρόικας, δηλαδή της Επιτροπής, του ΕΚΤ και του ΔΝΤ, όσον αφορά τις χώρες της ζώνης του ευρώ που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής. Οι ενάγοντες θεωρούν επ’ αυτού ότι πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στην προκειμένη περίπτωση η νομολογία σύμφωνα με την οποία, όταν με πράξη της Ένωσης εξουσιοδοτείται κράτος μέλος να αναλάβει μια δράση, τότε η πράξη αυτή επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση των ενδιαφερόμενων ιδιωτών, εφόσον δεν χωρεί καμία αμφιβολία ως προς την άσκηση, από το κράτος μέλος, της διακριτικής του ευχέρειας.

96      Επιπλέον, οι ενάγοντες επισημαίνουν ότι η χορήγηση της ΔΧΣ εντάσσεται στο πλαίσιο της Ένωσης. Κατ’ αρχάς, η χορήγησή της αποφασίστηκε από την Ευρωομάδα, που είναι όργανο της Ένωσης, προκειμένου να επιτευχθούν σκοποί της Ένωσης. Ακολούθως, η ΔΧΣ παρασχέθηκε τυπικώς από τον ΕΜΣ, έναν μηχανισμό του οποίου η ίδρυση κρίθηκε αναγκαία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του οποίου οι σκοποί συνδέονται στενά με εκείνους της Ένωσης και του οποίου η λειτουργία ελέγχεται και εποπτεύεται από την Επιτροπή και από την ΕΚΤ. Τέλος, η ΔΧΣ συνοδεύθηκε από την απόφαση 2013/236, η οποία εκδόθηκε την προηγουμένη της υπογραφής του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013.

97      Τρίτον, οι ενάγοντες παρατηρούν ότι, βάσει του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, η τελευταία πρέπει να ενημερώνεται για κάθε πράξη του ELA και διαθέτει δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) απέναντι σε τέτοιες πράξεις. Το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν έχει καμία αρμοδιότητα ελέγχου της φερεγγυότητας των τραπεζών δεν σημαίνει, κατά τους ενάγοντες, ότι η απόφασή της μπορεί να είναι αυθαίρετη.

98      Τέταρτον, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι θεμελιώνεται ευθύνη της Ένωσης σε περίπτωση που τα θεσμικά της όργανα, ενεργώντας στο πλαίσιο του ΕΜΣ, παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης, συνεργάζονται για την έκδοση πράξης η οποία αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό ή παραλείπουν να εξασφαλίσουν ότι η οικεία πράξη είναι συμβατή με το εν λόγω δίκαιο. Επίσης, κατά την άποψή τους, θεμελιώνεται ευθύνη της Ένωσης επειδή οι εναγόμενοι ενέκριναν τα ζημιογόνα μέτρα.

99      Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων εγείρει, κατ’ ουσίαν, δύο ζητήματα, τα οποία το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει διαδοχικώς. Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν τα ζημιογόνα μέτρα, καίτοι τυπικώς αποδίδονται στην Κυπριακή Δημοκρατία, μπορούν, στην πραγματικότητα, να αποδοθούν εν όλω ή εν μέρει στους εναγομένους (βλ. σκέψεις 101 έως 193 κατωτέρω).

100    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν ορισμένες πράξεις ή συμπεριφορές των εναγομένων ήταν τέτοιες ώστε, ανεξαρτήτως του ζητήματος του καταλογισμού των ζημιογόνων μέτρων, να μπορούν να θεμελιώσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (βλ. σκέψεις 194 έως 207 κατωτέρω).

1.      Επί του ενδεχόμενου καταλογισμού των ζημιογόνων μέτρων στους εναγομένους

101    Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι ο έλεγχος του ζητήματος του καταλογισμού κάποιας εκ των επίδικων πράξεων ή συμπεριφορών στους εναγομένους μπορεί να έχει σημασία, αφενός, στο πλαίσιο της εκτίμησης της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι αυτό είναι αναρμόδιο να εκδικάσει αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας η οποία είναι καταλογιστέα όχι στα θεσμικά όργανα, στα όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης ή στους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά σε κράτος μέλος ή σε άλλη οντότητα, ξένη προς την Ένωση, και, αφετέρου, στο πλαίσιο της εξέτασης της ουσίας της αγωγής, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ζήτημα καταλέγεται μεταξύ των στοιχείων βάσει των οποίων θα κριθεί αν πληρούται η μία από τις τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης της Ένωσης, ήτοι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ή στους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Μαΐου 2017, Σωτηροπούλου κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T-531/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:297, σκέψη 57). Εν προκειμένω, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων (βλ. σκέψεις 87 έως 98 κατωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ενδείκνυται να εξετάσει το ζήτημα του καταλογισμού στο πλαίσιο του ελέγχου της αρμοδιότητάς του.

102    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι εναγόμενοι εξανάγκασαν, στην πραγματικότητα, μέσω των επίδικων πράξεων (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω), την Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει τα ζημιογόνα μέτρα. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι απώλειες τις οποίες υπέστησαν λόγω των ως άνω μέτρων οι ενάγοντες, ως μέτοχοι ή καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών, μπορεί να γίνει δεκτό ότι προξενήθηκαν από τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπερ αμφισβητείται από τους εναγομένους.

103    Πρέπει επομένως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στις σκέψεις 81 έως 85 νομολογία, να εξεταστεί αν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΚΤ, καθώς και η Ευρωομάδα, στον βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαίτησαν μέσω των επίδικων πράξεων (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω) τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων (βλ. σκέψεις 104 έως 182 κατωτέρω) και κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία διέθετε περιθώριο εκτίμησης, ώστε να απορρίψει την εν λόγω απαίτηση (βλ. σκέψεις 183 έως 191 κατωτέρω). Ως προς το σημείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει εκ προοιμίου ότι η εκτίμηση του δεσμευτικού, ή μη, χαρακτήρα των επίδικων πράξεων και της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πίεσης την οποία αντιμετώπιζε η Κυπριακή Δημοκρατία σχετίζονται με τον προσδιορισμό του περιθωρίου εκτίμησης της τελευταίας. Συνεπώς, τα ζητήματα αυτά θα εξεταστούν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στο κεφάλαιο της παρούσας απόφασης το οποίο αφορά το περιθώριο εκτίμησης.

1)      Επί του ζητήματος αν οι εναγόμενοι, μέσω των επίδικων πράξεων, απαίτησαν τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων

104    Πρέπει να εξεταστεί καθεμία από τις επίδικες πράξεις (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω) προκειμένου να κριθεί αν μπορεί γίνει δεκτό ότι, με μία ή περισσότερες από αυτές, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΚΤ, καθώς και η Ευρωομάδα, στον βαθμό που είναι δυνατό να θεωρηθεί θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επέβαλαν στην Κυπριακή Δημοκρατία τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων.

1)      Δήλωση της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013

105    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Ευρωομάδα, με τη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, εξάρτησε τη χορήγηση της ΔΧΣ από τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων.

106    Προτού διερευνηθεί το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής, πρέπει να ελεγχθεί αν η Ευρωομάδα μπορεί να θεωρηθεί θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πράγματι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 82 νομολογία, μόνο στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό μια πράξη της Ευρωομάδας, όπως η εν λόγω δήλωση, να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 82, ο όρος «θεσμικά όργανα» όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν καλύπτει μόνον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, αλλά και όλα τα υπόλοιπα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης που ιδρύονται με τις Συνθήκες και προορίζονται να συμβάλουν στην υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης.

107    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν, κατ’ ουσίαν, ότι η Ευρωομάδα δεν είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Προς επίρρωση της άποψης αυτής, το Συμβούλιο στηρίζεται ιδίως στη σκέψη 61 της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-105/15 P έως C-109/15 P, EU:C:2016:702), από την οποία προκύπτει ότι η Ευρωομάδα δεν μπορεί ούτε να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου ούτε να χαρακτηριστεί ως όργανο ή οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, εφόσον η Ευρωομάδα δεν αποτελεί ούτε σύνθεση του Συμβουλίου ούτε όργανο ούτε οργανισμό της Ένωσης, είναι αδύνατο μια δική της πράξη να θεμελιώσει ευθύνη της τελευταίας.

108    Ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στη σκέψη 61 της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-105/15 P έως C-109/15 P, EU:C:2016:702), το Δικαστήριο διευκρίνισε μεν ότι η Ευρωομάδα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως όργανο ή οργανισμός της Ένωσης «κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ».

109    Η αρμοδιότητα όμως την οποία ασκεί ο δικαστής της Ένωσης στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ διαφέρει, τόσο ως προς το αντικείμενό της όσο και ως προς τις αιτιάσεις που είναι δυνατό να προβληθούν, από την αρμοδιότητά του σε υποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης δυνάμει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1961, Vloeberghs κατά Ανωτάτης Αρχής, 9/60 και 12/60, EU:C:1961:18, σ. 621). Πράγματι, όπως υπογραμμίζουν οι ενάγοντες, η αγωγή αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των θεσμικών της οργάνων συνιστά, σε σχέση με τα άλλα μέσα δικαστικής προστασίας, αυτοτελές ένδικο βοήθημα, το οποίο έχει τη δική του ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων έννομης προστασίας και υπόκειται σε προϋποθέσεις άσκησης που έχουν τεθεί με γνώμονα το ειδικό του αντικείμενο (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1971, Lütticke, 4/69, EU:C:1971:40, σκέψη 6, της 12ης Απριλίου 1984, Unifrex κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 281/82, EU:C:1984:165, σκέψη 11, και της 7ης Ιουνίου 2017, Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T-673/15, εκκρεμεί η εκδίκαση αναίρεσης, EU:T:2017:377, σκέψη 53). Ενώ η προβλεπόμενη στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ προσφυγή ακύρωσης αποσκοπεί στην εξαφάνιση συγκεκριμένου μέτρου, η αγωγή αποζημίωσης η οποία στηρίζεται στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ έχει ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε από θεσμικό όργανο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1971, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, 5/71, EU:C:1971:116, σκέψη 3, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Georgias κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-168/12, EU:T:2014:781, σκέψη 32).

110    Έτσι, αγωγή αποζημίωσης μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκηθεί, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, σε όλες τις περιπτώσεις πράξεων είτε των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης ή των υπαλλήλων τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για πράξη που υπόκειται σε προσφυγή ακύρωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2009, Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-440/03, T-121/04, T-171/04, T-208/04, T-365/04 και T-484/04, EU:T:2009:530, σκέψη 65). Ομοίως, συμπεριφορά η οποία δεν συνιστά απόφαση και μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης είναι δυνατό να θεμελιώσει αγωγή αποζημίωσης, έστω και αν δεν χωρεί προσφυγή ακύρωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2003, Philip Morris International κατά Επιτροπής, T-377/00, T-379/00, T-380/00, T-260/01 και T-272/01, EU:T:2003:6, σκέψη 123).

111    Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων έννομης προστασίας το οποίο καθιερώνεται με τη Συνθήκη ΛΕΕ, η αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης επιδιώκει έναν αντισταθμιστικό σκοπό, που έγκειται, κατά βάση, στο να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική δικαστική προστασία του ιδιώτη έναντι όλων των πράξεων και συμπεριφορών των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης ή των υπαλλήλων τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ο οποίες δεν υπόκεινται σε προσφυγή ακύρωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών και συμπληρωματικών σκοπών που εξυπηρετούν τα δύο αυτά είδη ενδίκων βοηθημάτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το περιεχόμενο του όρου «θεσμικά όργανα», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καλύπτει κατ’ ανάγκην μόνον τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης στα οποία αναφέρεται το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

112    Αντιθέτως, ο προσδιορισμός των οντοτήτων της Ένωσης που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «θεσμικά όργανα» κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να γίνεται βάσει κριτηρίων τα οποία προσιδιάζουν στη διάταξη αυτή και είναι διαφορετικά από εκείνα που διέπουν τον χαρακτηρισμό των οργάνων και οργανισμών στα οποία αναφέρεται το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Για τις ανάγκες του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το κριτήριο που ασκεί επιρροή σχετίζεται με τη δυνατότητα της οντότητας κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή να εκδίδει πράξεις προοριζόμενες να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων (βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, 294/83, EU:C:1986:166, σκέψεις 23 έως 25). Αντιστρόφως, για τις ανάγκες του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει σημασία να διαπιστωθεί αν η οντότητα της Ένωσης στην οποία καταλογίζεται η προσβαλλόμενη πράξη ή συμπεριφορά έχει ιδρυθεί με τις Συνθήκες και προορίζεται να συμβάλει στην υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Απριλίου 2002, Lamberts κατά Διαμεσολαβητή κατά Κοινοβουλίου, T-209/00, EU:T:2002:94, σκέψη 49).

113    Εν προκειμένω, το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14, της 26ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την Ευρωομάδα (ΕΕ 2012, C 326, σ. 283), το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΛΕΕ, προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη, τη σύνθεση, τον τρόπο συνάντησης και τα καθήκοντα της Ευρωομάδας. Ως προς αυτά τα τελευταία, το άρθρο 1 του ως άνω πρωτοκόλλου ορίζει ότι οι συναντήσεις της Ευρωομάδας πραγματοποιούνται «για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες τις οποίες συνυπέχουν στο θέμα του ενιαίου νομίσματος [οι Υπουργοί των ΚΜΖΕ]». Βάσει του άρθρου 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τα ζητήματα αυτά άπτονται των δράσεων της Ένωσης προς υλοποίηση των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 3 ΣΕΕ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εγκαθίδρυση οικονομικής και νομισματικής ένωσης με νόμισμα το ευρώ. Επομένως, η Ευρωομάδα είναι οντότητα της Ένωσης η οποία ιδρύεται τυπικώς με τις Συνθήκες και προορίζεται να συμβάλει στην υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης. Άρα, είναι καταλογιστέες στην Ένωση τυχόν πράξεις και συμπεριφορές της Ευρωομάδας στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται από το δίκαιο της Ένωσης.

114    Οποιαδήποτε άλλη λύση θα προσέκρουε στην αρχή της Ένωσης δικαίου, αφού θα επέτρεπε να ιδρύονται, εντός μάλιστα της έννομης τάξης της Ένωσης, οντότητες των οποίων οι πράξεις και οι συμπεριφορές δεν θα ήταν δυνατό να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης.

115    Κατόπιν τούτου, πρέπει να ελεγχθεί αν η Ευρωομάδα, με τη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, απαίτησε από την Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει τα ζημιογόνα μέτρα. Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι στη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013 η Ευρωομάδα αρχικώς συνόψισε με πολύ γενικό τρόπο ορισμένα μέτρα που συμφωνήθηκαν σε πολιτικό επίπεδο με την Κυπριακή Δημοκρατία, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η χρηματοπιστωτική κατάσταση της τελευταίας, και στη συνέχεια ανακοίνωσε ή ενθάρρυνε ορισμένα μελλοντικά βήματα.

116    Αντιθέτως, η Ευρωομάδα δεν έλαβε οριστική θέση ούτε επί της χορήγησης της ΔΧΣ ούτε επί των όρων που θα έπρεπε να τηρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία για να την λάβει. Ειδικότερα, η Ευρωομάδα δεν ανέφερε ούτε ότι η ΔΧΣ θα χορηγούνταν στην Κυπριακή Δημοκρατία μόνον εφόσον αυτή λάμβανε ή έθετε σε εφαρμογή τα ζημιογόνα μέτρα, ούτε ότι τα σχέδια αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα οποία εξειδικεύονταν στο παράρτημα της εν λόγω δήλωσης, θεωρούνταν ότι αποτελούσαν μέρος του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής που έπρεπε να τηρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ.

117    Δεύτερον, από τη δήλωση αυτή προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της Ευρωομάδας, η απόφαση για το αν θα χορηγούνταν ή όχι η συνδρομή που ζητήθηκε δεν ενέπιπτε στη δική της αρμοδιότητα, αλλά σε εκείνη του συμβουλίου των διοικητών του ΕΜΣ. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς των εναγόντων και παρά την ύπαρξη, στο παράρτημα, διατυπώσεων που θα φαίνονταν κατηγορηματικές, όπως, αφενός, ότι θα υπάρξει άμεση εκκαθάριση της Λαϊκής με πλήρη συμμετοχή των μετόχων, των ομολογιούχων και των μη εξασφαλισμένων καταθετών και, αφετέρου, ότι η ανακεφαλαιοποίηση της BoC θα γίνει με μετατροπή κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης σε ίδια κεφάλαια με πλήρη συμμετοχή των μετόχων και των ομολογιούχων (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), η δήλωση της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 ήταν αμιγώς ενημερωτικού χαρακτήρα. Η Ευρωομάδα απλώς ενημέρωσε το κοινό για την ύπαρξη ορισμένων συμφωνιών που είχαν γίνει σε πολιτικό επίπεδο και εξέφρασε τη γνώμη της σχετικά με την πιθανότητα να χορηγηθεί η ΔΧΣ από τον ΕΜΣ (βλ., συναφώς, διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 2014, Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, T-327/13, EU:T:2014:909, σκέψεις 56 έως 61).

118    Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, με τη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα απαίτησε από την Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει τα ζημιογόνα μέτρα.

2)      «Συμφωνία της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013»

119    Όπως επιβεβαίωσαν με την απάντησή τους σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι ενάγοντες θεωρούν επίσης ότι η δήλωση της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 ενημερώνει για την ύπαρξη μιας συμφωνίας της ίδιας ημέρας, βάσει της οποίας τα μέλη της Ευρωομάδας συμφώνησαν εκ προοιμίου ότι η ΔΧΣ θα παρεχόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία μόνον εφόσον αυτή λάμβανε τα ζημιογόνα μέτρα, χωρίς καμία δυνατότητα διαπραγμάτευσής τους.

120    Η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δεν προκύπτει με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο από τη διατύπωση της δήλωσης της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013. Εντούτοις, οι ενάγοντες συνάγουν την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής από ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων το έγγραφο που απηύθυνε ο Γερμανός Υπουργός Οικονομίας προς το γερμανικό κοινοβούλιο στις 13 Απριλίου 2013, προκειμένου να εγκριθεί η απόφαση του ΕΜΣ για χορήγηση της ΔΧΣ στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το έγγραφο αυτό περιέχει το εξής απόσπασμα:

«Η Ευρωομάδα κατέληξε ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχικής συμφωνίας της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων και λόγω των κατοπινών αβέβαιων εξελίξεων, ιδίως στον κυπριακό τραπεζικό τομέα, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για οποιοδήποτε πρόγραμμα παρά μόνο μετά την εφαρμογή των ακόλουθων μέτρων:

–        διαχωρισμός των ελληνικών υποκαταστημάτων από τον κυπριακό τραπεζικό τομέα: τα ελληνικά υποκαταστήματα των μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών επανενσωματώνονται στον ελληνικό τραπεζικό τομέα·

–        εκκαθάριση της [Λαϊκής] και αναδιάρθρωση της [BoC] χωρίς τη χρήση κεφαλαίων από ενδεχόμενο πρόγραμμα στήριξης […].

Επομένως, οι μέτοχοι και οι λοιποί πιστωτές των τραπεζών εμπλέκονται στα προαναφερθέντα μέτρα αναδιάρθρωσης ως εξής:

–        οι μέτοχοι, οι πιστωτές που είναι κάτοχοι τίτλων μειωμένης εξασφάλισης και οι ομολογιούχοι θα υποστούν απώλειες ανάλογες προς το σύνολο των μεριδίων τους·

–        όσες καταθέσεις στη [Λαϊκή] υπερβαίνουν τα 100 000 ευρώ και δεν καλύπτονται από την προστασία των τραπεζικών λογαριασμών θα συμβάλουν στις χρηματοπιστωτικές ανάγκες που συνδέονται με τα μέτρα εκκαθάρισης. Μεταβιβάζονται στην [BoC] όσες καταθέσεις δεν υπερβαίνουν τα 100 000 ευρώ και καλύπτονται από την προστασία των τραπεζικών καταθέσεων·

–        μεταβιβάζονται επίσης στην [BoC] τα στοιχεία του ενεργητικού της [Λαϊκής]. Τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού θα πρέπει να υπερβαίνουν σε αξία τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του παθητικού, ώστε η [Λαϊκή] να συμβάλει έτσι και στην ενίσχυση του κεφαλαίου της [BoC]·

–        το 37,5 % όσων καταθέσεων στην [BoC] δεν καλύπτονται από την προστασία των τραπεζικών καταθέσεων θα μετατραπούν σε μετοχές της τράπεζας. [Ένα συμπληρωματικό 22,5 % των καταθέσεων αυτών] ενδέχεται επίσης να μετατραπούν σε μετοχές σε περίπτωση ανάγκης. Ο στόχος είναι να επιτευχθεί για την [BoC] δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 9 %.»

121    Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι ο Γερμανός Υπουργός Οικονομίας ενημέρωσε το γερμανικό κοινοβούλιο ότι τα μέλη της Ευρωομάδας συμφώνησαν να εξαρτηθεί η χορήγηση της ΔΧΣ από τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων –ή, τουλάχιστον, μέτρων πολύ παρόμοιων με αυτά. Η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας επιβεβαιώνεται από πλείονες δηλώσεις των κυπριακών αρχών και καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων.

122    Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, πρώτον, υπήρξε συμφωνία (στο εξής: συμφωνία για την αιρεσιμότητα) μεταξύ των εκπροσώπων των ΚΜΖΕ ότι η ΔΧΣ θα χορηγούνταν στην Κυπριακή Δημοκρατία μόνον αν λάμβανε τα ζημιογόνα μέτρα (ή, τουλάχιστον, μέτρα πολύ παρόμοια με αυτά), δεύτερον, ότι η εν λόγω συμφωνία ήταν άτυπη, στον βαθμό που δεν είχε συναφθεί δυνάμει συγκεκριμένης διαδικασίας ούτε βάσει συγκεκριμένου νομικού ερείσματος, τρίτον, ότι η ίδια πάντοτε συμφωνία συνήφθη είτε στη διάρκεια της συνάντησης της Ευρωομάδας στις 25 Μαρτίου 2013 είτε λίγο πριν ή μετά την ημερομηνία αυτή και, τέταρτον, ότι ο Γερμανός Υπουργός Οικονομίας θεωρούσε ότι η συμφωνία είχε συναφθεί από την Ευρωομάδα.

123    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 137 ΣΛΕΕ και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14 σχετικά με την Ευρωομάδα, η Ευρωομάδα είναι μια άτυπη συνάντηση των υπουργών των ΚΜΖΕ, της οποίας σκοπός είναι να διευκολύνεται η ανταλλαγή απόψεων επί ζητημάτων σχετικών με τις ιδιαίτερες ευθύνες που αυτοί συνυπέχουν στα θέματα του ενιαίου νομίσματος (βλ., συναφώς, διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 2014, Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, T-327/13, EU:T:2014:909, σκέψη 41). Στο ως άνω πρωτόκολλο διευκρινίζεται ότι οι συναντήσεις της Ευρωομάδας προετοιμάζονται από τους εκπροσώπους των υπουργών οικονομικών των ΚΜΖΕ και από τους εκπροσώπους της Επιτροπής. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ευλόγως το συμπέρασμα ότι η Ευρωομάδα συγκροτείται, κατ’ αρχήν, από τους αρμόδιους για τα οικονομικά υπουργούς των ΚΜΖΕ. Όπως επιβεβαίωσε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τούτο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι υπουργοί των ΚΜΖΕ οι οποίοι ήταν παρόντες κατά τη συνάντηση της Ευρωομάδας στις 25 Μαρτίου 2013 ήταν οι αρμόδιοι για οικονομικά ζητήματα.

124    Δεύτερον, το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ συγκροτείται, όπως ορίζει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, από τους υπουργούς οικονομικών των ΚΜΖΕ.

125    Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υπογραμμίζουν οι ενάγοντες, τα μέλη του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ και οι υπουργοί που συνέρχονται στο πλαίσιο της Ευρωομάδας είναι, κατ’ αρχήν και εν πάση περιπτώσει εν προκειμένω, τα ίδια φυσικά πρόσωπα. Είναι επομένως, στην πράξη, αδύνατο να προσδιοριστεί a priori αν μια «άτυπη» συμφωνία, όπως η συμφωνία για την αιρεσιμότητα, συνήφθη από τα φυσικά αυτά πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων των ΚΜΖΕ στην Ευρωομάδα ή ως μελών του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ.

126    Υπενθυμίζεται πάντως ότι η ΔΧΣ χορηγήθηκε από τον ΕΜΣ, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπονται από τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ, και όχι από την Ευρωομάδα.

127    Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συμφωνία για την αιρεσιμότητα συνήφθη από τους υπουργούς οικονομικών των ΚΜΖΕ, όπως συνήλθαν στις 25 Μαρτίου 2013 ως μέλη του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ, και όχι ως μέλη της Ευρωομάδας. Η μνεία της Ευρωομάδας στο προαναφερθέν στη σκέψη 120 έγγραφο του Γερμανού Υπουργού Οικονομίας μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των ΚΜΖΕ στην Ευρωομάδα, οι οποίοι συναντήθηκαν εκείνη την ημερομηνία, είναι στην πραγματικότητα τα ίδια φυσικά πρόσωπα που αποτελούν τα μέλη του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ.

128    Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθεί ότι τα ΚΜΖΕ, δημιουργώντας τον ΕΜΣ, επέλεξαν να αναθέσουν στον διεθνή αυτό οργανισμό, ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, συγκεκριμένες και αποκλειστικές αρμοδιότητες σε σχέση με τη χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στα ΚΜΖΕ που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών υπόκειται στους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου οι οποίοι διέπουν τους οργανισμούς διακυβερνητικής συνεργασίας, ενώ το δίκαιο της Ένωσης τυγχάνει εφαρμογής μόνο στον βαθμό που η Συνθήκη για τον ΕΜΣ το προβλέπει ειδικώς. Κατά συνέπεια, τα ΚΜΖΕ τοποθέτησαν σαφώς τη χορήγηση ΔΧΣ τόσο εκτός της σφαίρας δράσης όσο και εκτός του κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης.

129    Ομολογουμένως, τα ΚΜΖΕ αποτάθηκαν σε θεσμικά όργανα της Ένωσης, ειδικότερα στην Επιτροπή και την ΕΚΤ, για την εκπλήρωση ορισμένων καθηκόντων προς όφελος του ΕΜΣ. Εντούτοις, οι μεν αρμοδιότητες οι οποίες ανατίθενται στα συγκεκριμένα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν συνεπάγονται καμία δική τους εξουσία λήψης αποφάσεων, οι δε δραστηριότητες που ασκούν τα θεσμικά αυτά όργανα στο πλαίσιο της ίδιας Συνθήκης δεσμεύουν αποκλειστικώς τον ΕΜΣ (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C-370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 161, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 53).

130    Όσον αφορά την Ευρωομάδα, αυτή, εν αντιθέσει προς την Επιτροπή και την ΕΚΤ, ούτε καν μνημονεύεται στη Συνθήκη για τον ΕΜΣ ως όργανο που μπορεί να εκπληρώσει καθήκοντα για λογαριασμό του ΕΜΣ.

131    Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να προσδοθεί στους υπουργούς οικονομικών των ΚΜΖΕ, όπως συνέρχονται στην Ευρωομάδα ως μέλη της, η δυνατότητα να προδικάζουν ή να θέτουν όρους για τις αποφάσεις που λαμβάνει το συμβούλιο διοικητών του ΚΜΖΕ, δεδομένου ότι αυτή η δυνατότητα μπορεί να τους προσδοθεί μόνον υπό την ιδιότητά τους ως μελών του εν λόγω συμβουλίου, έστω και αν οι συμφωνίες σχετικά με τους όρους χορήγησης ΔΧΣ αποφασίζονται στο πλαίσιο συνάντησης της Ευρωομάδας.

132    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συμφωνία για την αιρεσιμότητα συνήφθη από τους εκπροσώπους των ΚΜΖΕ ως μέλη του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ.

133    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Ευρωομάδα, μέσω της συμφωνίας για την αιρεσιμότητα, απαίτησε τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων.

3)      «Απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, της 21ης Μαρτίου 2013, σχετικά με αποπληρωμή του ELA στις 26 Μαρτίου [2013] εκτός αν επιτευχθεί συμφωνία για πακέτο διάσωσης»

134    Οι ενάγοντες αναφέρονται επίσης στο από 21 Μαρτίου 2013 δελτίο Τύπου της ΕΚΤ (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω). Όπως διευκρίνισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενάγοντες θεωρούν ότι με αυτό το δελτίο Τύπου ανακοινώνεται η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ περί αποπληρωμής του ELA στις 26 Μαρτίου 2013, εκτός αν μεσολαβούσε συμφωνία για πακέτο διάσωσης.

135    Προς υπόμνηση, το εν λόγω δελτίο Τύπου έχει ως εξής:

«Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να διατηρηθεί το ανώτατο όριο του ELA στο ίδιο επίπεδο έως τις […] 25 Μαρτίου 2013.

Παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής νοείται μόνο σε περίπτωση που εκπονηθεί πρόγραμμα [της Ένωσης ή του ΔΝΤ], το οποίο θα εγγυάται τη φερεγγυότητα των οικείων τραπεζών.»

136    Πρώτον, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο του δελτίου Τύπου. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμιστούν οι βασικοί κανόνες που διέπουν τον ELA.

137    Στη συμφωνία της 7ης Φεβρουαρίου 2013 για τον ELA, ορίζεται ως ELA η παροχή «χρήματος κεντρικής τράπεζας» ή οιασδήποτε άλλης συνδρομής μπορεί να επιφέρει αύξηση του «χρήματος κεντρικής τράπεζας», σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή όμιλο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, χωρίς η παροχή αυτή να εντάσσεται στην κοινή νομισματική πολιτική.

138    Η ίδια συμφωνία προβλέπει ότι την ευθύνη για τον ELA φέρει η αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα, η οποία αναλαμβάνει το κόστος και τους κινδύνους που συνδέονται με τον ELA. Συνεπώς, ο ELA στηρίζεται, κατ’ αρχήν, σε εθνική νομική βάση. Εν προκειμένω, από την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η ΕΚΤ, καθώς και από την απάντησή της σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου συνάγεται ότι ο ELA χορηγήθηκε στις επηρεαζόμενες τράπεζες από την ΚΤΚ βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 46, παράγραφος 3, του Περί της Κεντρικής Τράπεζας νόμου του 2002 (αριθ. 138(I)/2002) [ΕΕ, παράρτημα I(I), αριθ. 3624, 19.7.2002] (στο εξής: νόμος της 19ης Ιουλίου 2002). Σύμφωνα με την πρώτη από τις ως άνω διατάξεις, η ΚΤΚ είναι αρμόδια, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές εξουσιοδοτεί την ΚΤΚ «να παρέχει χορηγήσεις με εξασφάλιση ή να παρέχει δάνεια με εξασφάλιση σε πιστωτικά ιδρύματα για καθορισμένες περιόδους και για σκοπούς που […] ήθελε καθορίσει».

139    Όπως προκύπτει από την από 25 Ιουλίου 2017 επιστολή της ΚΤΚ που έχει επισυναφθεί στην απάντηση της ΕΚΤ σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το διοικητικό συμβούλιο της ΚΤΚ έχει διευκρινίσει, σε έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2011, τις αρχές και τις διαδικασίες που διέπουν την παροχή του ELA. Το έγγραφο αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η ΚΤΚ μπορεί να εφαρμόσει το άρθρο 46, παράγραφος 3, του νόμου της 19ης Ιουλίου 2002 προκειμένου να παράσχει προσωρινή συνδρομή σε εποπτευόμενο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο είναι φερέγγυο αλλά δεν έχει ρευστότητα. Το εν λόγω έγγραφο καθιστά σαφές ότι σκοπός της συνδρομής αυτής είναι να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ότι μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε περίπτωση ενδεχόμενου συστημικού κινδύνου και ότι κατά κανόνα παρέχεται μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις.

140    Από το ίδιο έγγραφο προκύπτει επίσης ότι, όπως παραδέχονται και οι ενάγοντες, ο ELA δεν άπτεται της κοινής νομισματικής πολιτικής και άρα εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ. Η τελευταία διάταξη έχει ως εξής:

«Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκτελούν και λειτουργίες άλλες από εκείνες που καθορίζονται στο παρόν καταστατικό, εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο αποφανθεί, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων, ότι οι λειτουργίες αυτές παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Οι εν λόγω λειτουργίες εκτελούνται υπ’ ευθύνη των εθνικών κεντρικών τραπεζών και δεν θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος των λειτουργιών του ΕΣΚΤ.»

141    Η ΕΚΤ, σε έγγραφό της με τίτλο «Διαδικασίες σχετικές με τον [ELA]», το οποίο επικαλέστηκε προς στήριξη της προβληθείσας ένστασης απαραδέκτου, αναφέρει ότι, κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας διάταξης, ανατέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ η ευθύνη για τον περιορισμό των πράξεων ELA στις περιπτώσεις που εκτιμά ότι αυτές παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Αυτός είναι ο λόγος που η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, της 3ης Νοεμβρίου 2011, για διαδικαστικά ζητήματα σχετικά με τον ELA, και η συμφωνία της 7ης Φεβρουαρίου 2013 για τον ELA (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω) προβλέπουν ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών και συνεργασίας μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ.

142    Μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες οφείλει, στο πλαίσιο αυτό, η οικεία εθνική κεντρική τράπεζα να παρέχει στην ΕΚΤ σε σχέση με κάθε πράξη ELA, περιλαμβάνεται «βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη εκτίμηση του ασκούντος την προληπτική εποπτεία σχετικά με την κατάσταση, από πλευράς ρευστότητας και φερεγγυότητας, του πιστωτικού ιδρύματος που λαμβάνει στήριξη μέσω του ELA, με μνεία των κριτηρίων τα οποία χρησιμοποιούνται για να συναχθεί τυχόν θετικό πόρισμα όσον αφορά τη φερεγγυότητα». Η απαίτηση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης την οποία καθιερώνει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ, διάταξη που επαναλαμβάνεται κατ’ ουσίαν στο άρθρο 21.1 του καταστατικού της ΕΚΤ. Ως προς το σημείο αυτό, η ΕΚΤ επισημαίνει, στο πλαίσιο της προβληθείσας ένστασης απαραδέκτου, ότι θεωρούσε ανέκαθεν ότι η χρηματοδότηση φερέγγυων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του ELA ήταν σύμφωνη με την ως άνω απαγόρευση, ενώ η χρηματοδότηση αφερέγγυων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν ήταν. Το από 31 Ιανουαρίου 2011 έγγραφο της ΕΚΤ, το οποίο προαναφέρθηκε στη σκέψη 139, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό, καθιστώντας σαφές ότι οποιαδήποτε παροχή ELA σε περίπτωση υποκείμενων προβλημάτων φερεγγυότητας αναμφίβολα αντιβαίνει στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 21.1 του καταστατικού της ΕΚΤ.

143    Κατά τον χρόνο όμως των πραγματικών περιστατικών, η ΕΚΤ ουδεμία αρμοδιότητα είχε σε σχέση με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης, η οποία ασκούνταν αποκλειστικώς από τις εθνικές αρχές προληπτικής εποπτείας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΚΤ, για να διασφαλίσει την τήρηση της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης, βασιζόταν στις πληροφορίες τις οποίες της παρείχαν οι εν λόγω αρχές, όσον αφορά τη φερεγγυότητα των τραπεζών που τύγχαναν στήριξης μέσω του ELA.

144    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν το δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 μαρτυρεί την ύπαρξη απόφασης ληφθείσας βάσει του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, όπως διατείνονται οι ενάγοντες (βλ. σκέψη 134 ανωτέρω), ή συνιστά απλώς δήλωση προθέσεων, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ (βλ. σκέψη 90 ανωτέρω).

145    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ είναι το όργανο που είναι αρμόδιο να απαγορεύσει σε εθνική κεντρική τράπεζα να χορηγήσει τον ELA εφόσον τούτο παρακωλύει τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Εν προκειμένω, το δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 αναφέρει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ «αποφάσισε» να διατηρηθεί το όριο του ELA στο ίδιο επίπεδο έως τις 25 Μαρτίου 2013. Εξ αυτού συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, ότι από τις 26 Μαρτίου 2013 δεν θα επιτρεπόταν πια να διατηρηθεί το όριο του ELA στο ίδιο επίπεδο και ότι πλέον, όπως διευκρινίζεται στο δελτίο Τύπου, «παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής νοείται μόνο σε περίπτωση που εκπονηθεί πρόγραμμα [της Ένωσης ή του ΔΝΤ], το οποίο θα εγγυάται τη φερεγγυότητα των οικείων τραπεζών».

146    Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη των εναγόντων ότι το δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 αναφέρεται στην ύπαρξη απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ να μην επιτραπεί η διατήρηση του ELA στο ίδιο επίπεδο μετά τις 26 Μαρτίου 2013 και να εξαρτηθεί ενδεχόμενη παράταση της αποπληρωμής από την εκπόνηση και την εφαρμογή προγράμματος χρηματοπιστωτικής συνδρομής που να εγγυάται τη φερεγγυότητα των οικείων τραπεζών (στο εξής: απόφαση της διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013).

147    Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί αν, βάσει της ως άνω ερμηνείας του δελτίου Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ απαίτησε τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων από την Κυπριακή Δημοκρατία.

148    Διαπιστώνεται συναφώς ότι στο δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 γίνεται λόγος, απλώς και μόνον, για μια υποχρέωση αποτελέσματος. Πράγματι, η ΕΚΤ δεν κάνει στο δελτίο Τύπου της καμία αναφορά, ούτε άμεση ούτε έμμεση, στα ζημιογόνα μέτρα, αλλά εξαρτά απλώς την ενδεχόμενη παράταση αποπληρωμής των ποσών του ELA από την εκπόνηση προγράμματος, είτε της Ένωσης είτε του ΔΝΤ, το οποίο να διασφαλίζει τη φερεγγυότητα των οικείων τραπεζών. Το συγκεκριμένο δελτίο Τύπου ούτε προσδιορίζει με οποιονδήποτε τρόπο τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα ούτε μνημονεύει τις δηλώσεις της Ευρωομάδας, τις πράξεις του ΕΜΣ ή τις τότε εν εξελίξει διαπραγματεύσεις σχετικά με τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων.

149    Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των εναγόντων, το συμπέρασμα αυτό επ’ ουδενί αναιρείται από το άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 17 Οκτωβρίου 2014, με τίτλο «Before a bailout, E.C.B. minutes showed doubts over keeping a Cyprus bank afloat» (Πριν από τη διάσωση, πρακτικά της ΕΚΤ έδειχναν αμφιβολίες ως προς το αν μια κυπριακή τράπεζα έπρεπε να αφεθεί να βουλιάξει). Ειδικότερα, στο άρθρο αναφέρεται απλώς ότι «προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών [των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ] αποκαλύπτει ότι οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ είχαν επανειλημμένως τονίσει ότι θα διέκοπταν το πρόγραμμα [στήριξης της Λαϊκής μέσω του ELA] αν η [Κυπριακή Δημοκρατία] δεν πραγματοποιούσε την απαιτούμενη πρόοδο για να εξασφαλίσει ένα πρόγραμμα οικονομικής διάσωσης», χωρίς ουδέποτε να υποστηριχθεί ότι οι εκπρόσωποι απαίτησαν να λάβει το πρόγραμμα ορισμένη μορφή ή να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

150    Ούτε τα όσα φέρεται να είπε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ στις συναντήσεις της Ευρωομάδας στις 15 και στις 16 Μαρτίου 2013 ενισχύουν την άποψη των εναγόντων, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένα. Σύμφωνα με άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 19 Φεβρουαρίου 2015, με τίτλο «Did the troika defraud billions at the expense of thousands of depositors in Cyprus?» (Διέπραξε η Τρόικα απάτη δισεκατομμυρίων, εις βάρος των καταθετών στην Κύπρο;), και στο οποίο παραπέμπουν οι ενάγοντες, το εν λόγω μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ απείλησε να στερήσει από τις κυπριακές τράπεζες τη δυνατότητα πρόσβασης στον ELA. Εντούτοις, ουδόλως προκύπτει από τα λεγόμενα που μεταφέρονται στο άρθρο ότι το μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ θέλησε με τον τρόπο αυτό να θέσει ως όρο τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων, προκειμένου η ΕΚΤ να μην αντιταχθεί στη διατήρηση του ELA στο ίδιο επίπεδο. Τουναντίον, μπορεί κάλλιστα να συναχθεί, λαμβανομένης υπόψη της κατάθεσης που έδωσε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ο Υπουργός Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μάρτυρας ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων, το συμπέρασμα ότι τα λεγόμενα του μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ αφορούσαν την επιβολή φόρου επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο. Ο φόρος όμως αυτός δεν καταλέγεται μεταξύ των ζημιογόνων μέτρων, δεδομένου ότι η εισήγηση για τη θέσπισή του απορρίφθηκε από την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων στις 19 Μαρτίου 2013 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

151    Κατόπιν τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η ΕΚΤ, το δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 άφηνε στην Κυπριακή Δημοκρατία την ελευθερία να λάβει άλλα μέτρα, διαφορετικά από τα ζημιογόνα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσει τη φερεγγυότητα των επηρεαζόμενων τραπεζών (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, διάταξη της 14ης Ιουλίου 2016, Alcimos Consulting κατά ΕΚΤ, T-368/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:438, σκέψη 38). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, με αυτό το δελτίο Τύπου ή με την εκεί μνημονευόμενη απόφαση, η ΕΚΤ απαίτησε από την Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει τα ζημιογόνα μέτρα.

4)      «[Αποφάσεις] να συνεχιστεί η χορήγηση στήριξης μέσω του ELA», τις οποίες φέρεται να έλαβε η ΕΚΤ

152    Οι ενάγοντες διακρίνουν την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013 (βλ. σκέψεις 134 έως 151 ανωτέρω) από τις αποφάσεις τις οποίες χαρακτηρίζουν ως αποφάσεις της ΕΚΤ «να συνεχιστεί η χορήγηση στήριξης μέσω του ELA». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενάγοντες διευκρίνισαν ότι οι αποφάσεις αυτές ήταν προγενέστερες του δελτίου Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013.

153    Κατά τον χρόνο όμως εκείνο, ο ELA ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών αρχών προληπτικής εποπτείας (βλ. σκέψεις 137 έως 143 ανωτέρω), αφού το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ήταν αρμόδιο, στον τομέα αυτό, μόνο να περιορίζει τις πράξεις ELA που θεωρούσε ότι παρακώλυαν τους στόχους και τα καθήκοντα της ΕΣΚΤ. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες στρέφονται κατά των πράξεων της ΕΚΤ με τις οποίες η τελευταία αποφάσισε, πριν από τις 21 Μαρτίου 2013, να μην αντιταχθεί στη στήριξη μέσω του ELA.

154    Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας επ’ ουδενί προκύπτει ότι η ΕΚΤ απαίτησε, μέσω τέτοιων αποφάσεων, τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων από την Κυπριακή Δημοκρατία. Αντιθέτως, οι ίδιοι οι ενάγοντες αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι επικαλέστηκαν τις αποφάσεις αυτές απλώς για να αναδείξουν τον αυθαίρετο χαρακτήρα της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013.

155    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, με τις προγενέστερες της 21ης Μαρτίου 2013 «[αποφάσεις] να συνεχιστεί η χορήγηση στήριξης μέσω του ELA», η ΕΚΤ απαίτησε να λάβει η Κυπριακή Δημοκρατία τα ζημιογόνα μέτρα.

5)      Μεταγενέστερες πράξεις

156    Μεταξύ των επίδικων πράξεων (βλ. σκέψη 77, πέμπτη και έκτη παύλα, ανωτέρω) περιλαμβάνονται επίσης οι ακόλουθες τέσσερις ομάδες πράξεων:

–        η διαπραγμάτευση και η σύναψη, από την Επιτροπή, του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013·

–        οι «εκτιμήσεις της Επιτροπής ότι τα μέτρα που έλαβαν οι κυπριακές αρχές ήταν σύμφωνα με την αιρεσιμότητα» και η έγκριση, από την Επιτροπή και από την ΕΚΤ, της καταβολής των διαφόρων δόσεων της ΔΧΣ στην Κυπριακή Δημοκρατία·

–        οι δηλώσεις της Ευρωομάδας της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013·

–        η απόφαση 2013/236.

157    Οι πράξεις αυτές είναι μεταγενέστερες της 29ης Μαρτίου 2013 και, ως εκ τούτου, της έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων. Δεν είναι δυνατόν, επομένως, να θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι απαίτησαν, μέσω των εν λόγω πράξεων, τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων που προβλέπονται στα διατάγματα αυτά. Το πολύ, λοιπόν, θα μπορούσαν να έχουν απαιτήσει τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων που υιοθετήθηκαν με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν στα επίμαχα διατάγματα στις 30 Ιουλίου 2013. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι το σύνολο των επίδικων πράξεων εντάσσεται σε μια «αλληλουχία» η οποία ξεκίνησε με τις συμπεριφορές των εναγομένων που είχαν ως αποτέλεσμα τη σύναψη της συμφωνίας για την αιρεσιμότητα και συνεχίστηκε με τις διάφορες παρεμβάσεις τους πριν και μετά την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενάγοντες διευκρίνισαν ότι καθεμία από αυτές τις πράξεις και συμπεριφορές αποτελούσε έναν «αναγκαίο κρίκο στην αλυσίδα της αιρεσιμότητας». Κατόπιν τούτου, τυχόν άρνηση των εναγομένων να προχωρήσουν ακόμη και σε μία από τις ως άνω πράξεις θα σήμαινε την αποτυχία των ζημιογόνων μέτρων, τα οποία δεν θα μπορούσαν εξαρχής ή πλέον να τεθούν σε εφαρμογή.

158    Το νόημα της επιχειρηματολογίας των εναγόντων είναι, κατ’ ουσίαν, ότι καθεμία από τις πράξεις των εναγομένων οι οποίες προεκτέθηκαν στη σκέψη 156 συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για να διατηρήσει ή για να συνεχίσει να εφαρμόζει η Κυπριακή Δημοκρατία τα ζημιογόνα μέτρα. Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι η συλλογιστική αυτή παραμένει απλή εικασία. Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναγκαζόταν να καταργήσει ή να παύσει να εφαρμόζει τα ζημιογόνα μέτρα αν οποιαδήποτε από τις μεταγενέστερες πράξεις οι οποίες προεκτέθηκαν στη σκέψη 156 δεν είχε υπάρξει.

159    Είναι, πάντως, δυνατόν τα δικόγραφα που κατέθεσαν οι ενάγοντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και ιδίως το επιχείρημά τους ότι, αν η Κυπριακή Δημοκρατία καταργούσε τον νόμο της 22ας Μαρτίου 2013 και τα επίμαχα διατάγματα ή έπαυε να εφαρμόζει τα ζημιογόνα μέτρα, τούτο θα αντέβαινε προς ορισμένες από αυτές τις μεταγενέστερες πράξεις, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι εναγόμενοι εξανάγκασαν την Κυπριακή Δημοκρατία να διατηρήσει σε ισχύ ή να συνεχίσει να εφαρμόζει τα εν λόγω μέτρα. Επομένως, κατά την άποψή τους, η προβαλλόμενη ζημία δεν οφείλεται μόνο στη λήψη των ζημιογόνων μέτρων, αλλά και στη διατήρησή τους σε ισχύ, καθώς και στη συνέχιση της εφαρμογής τους.

160    Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν οι εναγόμενοι, μέσω των πράξεων που προεκτέθηκαν στη σκέψη 156, εξανάγκασαν την Κυπριακή Δημοκρατία να διατηρήσει σε ισχύ ή να συνεχίσει να εφαρμόζει τα ζημιογόνα μέτρα τα οποία ελήφθησαν στις 29 Μαρτίου 2013. Πρέπει επίσης να διερευνηθεί αν, μέσω των ίδιων πράξεων, οι εναγόμενοι απαίτησαν να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα τα οποία προβλέφθηκαν με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις που έγιναν στα επίμαχα διατάγματα στις 30 Ιουλίου 2013.

161    Πρώτον, όσον αφορά τη σύναψη του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 από την Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι τα μέτρα που καθορίζονται στο μνημόνιο χωρίζονται σε τρεις ομάδες, καθεμία από τις οποίες συνδέεται με έναν διαφορετικό σκοπό, ήτοι, πρώτον, την εξυγίανση του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών και της αγοράς, δεύτερον, τη συνέχιση του έργου της φορολογικής ενοποίησης και, τρίτον, την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

162    Για τα ζημιογόνα μέτρα γίνεται λόγος στο πλαίσιο της πρώτης από τις τρεις αυτές ομάδες. Κατ’ αρχάς, περιγράφονται περιληπτικά υπό τον τίτλο «Πρόοδος που επιτεύχθηκε μέχρι σήμερα» και, εν συνεχεία, πιο αναλυτικά στα σημεία 1.23 έως 1.28 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω).

163    Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της ΕΚΤ και της Επιτροπής ότι τα ζημιογόνα μέτρα καταγράφονται στο μνημόνιο για αμιγώς ιστορικούς και περιγραφικούς σκοπούς (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω).

164    Πρώτον, στις αιτιολογικές σκέψεις Δ και ΣΤ του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 σημειώνεται, αφενός, ότι η ΔΧΣ παρέχεται στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό τον όρο ότι η τελευταία θα τηρεί τα μέτρα που καθορίζονται στο μνημόνιο και, αφετέρου, ότι το συμβούλιο διευθυντών του ΕΜΣ οφείλει να αποφασίζει, βάσει των εκθέσεων της Επιτροπής και πριν από την καταβολή της κάθε δόσης, κατά πόσον έχουν τηρηθεί τα μέτρα αυτά. Έτσι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από καμία διάταξη του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 δεν συνάγεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να περιοριστεί στη λήψη ορισμένων νέων μέτρων. Τουναντίον, από μια συνολική ανάγνωση του μνημονίου προκύπτει μάλλον ότι θεωρήθηκε αναγκαία η εφαρμογή όλων των εκεί περιλαμβανόμενων μέτρων, άρα και η διατήρηση σε ισχύ όσων είχαν ήδη ληφθεί πριν από την υπογραφή του.

165    Δεύτερον, στα σημεία 1.23 έως 1.28 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, τα ήδη ληφθέντα μέτρα αναφέρονται σε συνδυασμό με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Τα τελευταία όμως θα στερούνταν λόγου ύπαρξης ελλείψει των μέτρων που είχαν ήδη ληφθεί. Ειδικότερα, επισημαίνεται στο μεν σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 ότι η ανακεφαλαιοποίηση της BoC υλοποιήθηκε μέσω, μεταξύ άλλων, της μετατροπής μη εξασφαλισμένων καταθέσεων σε μετοχές (μέτρο που είχε ήδη ληφθεί), στο δε σημείο 1.27 του ίδιου μνημονίου ότι, αν κατόπιν μιας αποτίμησης των κεφαλαιακών αναγκών της BoC η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, διαπιστωνόταν ότι η BoC είναι υποκεφαλαιοποιημένη, τότε θα έπρεπε μεγαλύτερο ποσοστό των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων να μετατραπούν σε μετοχές, ενώ, αν διαπιστωνόταν ότι η BoC είναι υπερκεφαλαιοποιημένη, οι μη εξασφαλισμένοι καταθέτες θα έχουν δικαίωμα αποπληρωμής (μέτρο που έπρεπε να ληφθεί).

166    Επομένως, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Επιτροπής και της ΕΚΤ ότι τα ζημιογόνα μέτρα καταγράφονται στο μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 για αμιγώς ιστορικούς και περιγραφικούς σκοπούς και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σημείο 1.26 του μνημονίου επιβάλλει, ως όρο για τη χορήγηση της ΔΧΣ, τη διατήρηση σε ισχύ των ζημιογόνων μέτρων που ελήφθησαν στις 29 Μαρτίου 2013. Στο δε σημείο 1.27 του ίδιου μνημονίου γίνεται λόγος για επιπλέον μετατροπές καταθέσεων της BoC σε μετοχές, όπως αυτές που προβλέφθηκαν στις 30 Ιουλίου 2013 με τις προαναφερθείσες στη σκέψη 33 τροποποιήσεις του διατάγματος 103.

167    Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή υπέγραψε το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 εξ ονόματος του ΕΜΣ, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ. Όπως όμως υπομνήσθηκε στη σκέψη 129 ανωτέρω, τα καθήκοντα τα οποία ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν συνεπάγονται καμία δική τους εξουσία λήψης αποφάσεων και οι δραστηριότητες που ασκούν τα δύο αυτά θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της ίδιας Συνθήκης δεσμεύουν αποκλειστικώς τον ΕΜΣ (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C-370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 161, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 53). Κατά συνέπεια, μόνον ο ΕΜΣ, και όχι η Επιτροπή, μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για το γεγονός ότι περιλήφθηκαν στο μνημόνιο η απαίτηση να διατηρηθούν σε ισχύ και να συνεχίσουν να εφαρμόζονται τα ζημιογόνα μέτρα, καθώς και η ενδεχόμενη απαίτηση για επιπλέον μετατροπές σε μετοχές της BoC.

168    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή, συνάπτοντας το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013, δεν απαίτησε ούτε τη διατήρηση σε ισχύ ούτε τη συνέχιση της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων που ελήφθησαν στις 29 Μαρτίου 2013 από την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά περιορίστηκε απλώς στο να παράσχει επιχειρησιακή συνδρομή στον ΕΜΣ με σκοπό τη σύναψη μιας συμφωνίας για την οποία αποκλειστικώς υπεύθυνοι είναι ο ΕΜΣ και η Κυπριακή Δημοκρατία. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και ως προς τα ζημιογόνα μέτρα τα οποία ελήφθησαν στις 30 Ιουλίου 2013 με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις που έγιναν στα επίμαχα διατάγματα.

169    Δεύτερον, για λόγους ανάλογους με εκείνους που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 167 και 168, ο ΕΜΣ είναι ο μόνος υπεύθυνος τόσο για τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι «τα μέτρα που έλαβαν οι κυπριακές αρχές ήταν σύμφωνα με την αιρεσιμότητα» όσο και για την έγκριση, από την Επιτροπή και από την ΕΚΤ, της καταβολής των διαφόρων δόσεων της ΔΧΣ στην Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. σκέψη 156, δεύτερη παύλα, ανωτέρω), αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μέσω των πράξεων αυτών απαιτήθηκε είτε η διατήρηση σε ισχύ ή η συνέχιση της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων είτε η λήψη των ζημιογόνων μέτρων που προβλέφθηκαν με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν στα επίμαχα διατάγματα στις 30 Ιουλίου 2013. Πράγματι, το άρθρο 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ επιφορτίζει μεν την Επιτροπή με τη διασφάλιση, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, της τήρησης των όρων που συνοδεύουν τη ΔΧΣ, αλλά η Επιτροπή εκπληρώνει απλώς μια επιχειρησιακή αποστολή για λογαριασμό του ΕΜΣ, ο οποίος διατηρεί κατ’ αποκλειστικότητα την εξουσία λήψης αποφάσεων.

170    Τρίτον, όσον αφορά τις δηλώσεις της Ευρωομάδας της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 156, τρίτη παύλα, ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι στις δηλώσεις αυτές η Ευρωομάδα δεν κάνει καμία αναφορά στην ανάγκη να διατηρηθούν σε ισχύ ή να συνεχίσουν να εφαρμόζονται τα ζημιογόνα μέτρα προκειμένου να μπορέσει η Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει τις διάφορες δόσεις της ΔΧΣ την οποία παρέχει ο ΕΜΣ. Ούτε γίνεται καμία αναφορά στην ανάγκη να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα τα οποία προβλέφθηκαν με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις που έγιναν στα επίμαχα διατάγματα στις 30 Ιουλίου 2013. Στις δηλώσεις αυτές, η Ευρωομάδα περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, στο να συνοψίσει και να χαιρετίσει ορισμένα μέτρα των κυπριακών αρχών, καθώς και στο να διατυπώσει την άποψη ότι τα μέτρα αυτά συμβάλλουν όντως στην ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία. Η Ευρωομάδα περιγράφει επίσης, στις εν λόγω δηλώσεις, τα προηγούμενα και τα επόμενα βήματα της όλης διαδικασίας παροχής χρηματοπιστωτικής συνδρομής και εκφράζει, μεταξύ άλλων, τη στήριξή της για την καταβολή μιας νέας δόσης.

171    Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, με τις δηλώσεις της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, η Ευρωομάδα απαίτησε τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, ή τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων που προβλέφθηκαν με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν στα επίμαχα διατάγματα στις 30 Ιουλίου 2013.

172    Τέταρτον, όσον αφορά την απόφαση 2013/236 (βλ. σκέψη 156, τέταρτη παύλα, ανωτέρω), με την οποία το Συμβούλιο φέρεται να «ενέκρινε και να ενσωμάτωσε στο corpus του δικαίου της Ένωσης» τους προβαλλόμενους ως παράνομους όρους χορήγησης της ΔΧΣ, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τα όσα διατείνονται, κατ’ ουσίαν, οι ενάγοντες, δεν μνημονεύεται ειδικώς στην απόφαση αυτή το σύνολο των ζημιογόνων μέτρων. Συγκεκριμένα, μόνον οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 9, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 6, της ως άνω απόφασης, τα οποία δεν αναφέρονται ευθέως στην πλειονότητα των ζημιογόνων μέτρων, θίγουν ζητήματα που άπτονται των μέτρων αυτών.

173    Η αιτιολογική σκέψη 5 της απόφασης 2013/236 περιέχει το ακόλουθο απόσπασμα:

«Στις 25 Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα κατέληξε σε πολιτική συμφωνία με τις κυπριακές αρχές σχετικά με τους ακρογωνιαίους λίθους του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής. Ο τραπεζικός τομέας πρόκειται να αναδιαρθρωθεί και να μειώσει το μέγεθός του και θα επιταχυνθούν οι προσπάθειες για δημοσιονομική εξυγίανση, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις. Η ανακεφαλαιοποίηση των δύο μεγαλύτερων τραπεζών θα προερχόταν αποκλειστικά από το εσωτερικό των τραπεζών αυτών (δηλαδή από τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους καταθέτες).»

174    Η αιτιολογική σκέψη 9 της απόφασης 2013/236 έχει ως εξής:

«Η ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ανθεκτικότητας του κυπριακού τραπεζικού τομέα έχει κρίσιμη σημασία για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Κύπρο και –δεδομένης της ισχυρής αλληλεξάρτησής τους– για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο σύνολο της ζώνης του ευρώ. Είναι σε εξέλιξη η ουσιαστική μείωση του μεγέθους και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα της Κύπρου. Η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε νομοθεσία για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Χρησιμοποιώντας το εν λόγω νέο πλαίσιο, το μέγεθος του κυπριακού τραπεζικού τομέα μειώθηκε αμέσως και σημαντικά. Προκειμένου να διατηρηθεί η ρευστότητα του κυπριακού τραπεζικού τομέα, επιβλήθηκαν προσωρινά διοικητικά μέτρα, περιλαμβανομένου του ελέγχου κεφαλαίων.»

175    Στις δύο αυτές αιτιολογικές σκέψεις, το Συμβούλιο περιγράφει, σε αδρές γραμμές, τις προσπάθειες τις οποίες είχαν ήδη πραγματοποιήσει οι κυπριακές αρχές για την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά ούτε αναλύει λεπτομερώς το περιεχόμενο των ζημιογόνων μέτρων που ελήφθησαν στις 29 Μαρτίου 2013, με εξαίρεση μια γενική μνεία στον ρόλο των μετόχων και των καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών στην ανακεφαλαιοποίησή τους, ούτε αναφέρει ότι τα μέτρα αυτά επιβάλλεται να διατηρηθούν σε ισχύ ή ότι οι κυπριακές αρχές οφείλουν να συνεχίσουν να τα εφαρμόζουν. Το Συμβούλιο δεν αναφέρεται με πιο ειδικό τρόπο ούτε στα ζημιογόνα μέτρα τα οποία ελήφθησαν στις 30 Ιουλίου 2013 με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις που έγιναν στα επίμαχα διατάγματα.

176    Το δε άρθρο 2, παράγραφος 6, της απόφασης 2013/236 ορίζει τα κάτωθι:

«Με στόχο την αποκατάσταση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού της τομέα, η [Κυπριακή Δημοκρατία] συνεχίζει την εις βάθος μεταρρύθμιση και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και την ενίσχυση των βιώσιμων τραπεζών, αποκαθιστώντας το κεφάλαιό τους, αντιμετωπίζοντας την κατάσταση της ρευστότητάς τους και ενισχύοντας την εποπτεία τους. Το πρόγραμμα προβλέπει τα ακόλουθα μέτρα και αποτελέσματα:

α)      εξασφάλιση στενής παρακολούθησης της κατάστασης ρευστότητας του τραπεζικού τομέα. Οι πρόσφατα επιβληθέντες προσωρινοί περιορισμοί της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων […] θα παρακολουθούνται στενά. Ο στόχος είναι να παραμείνουν οι έλεγχοι σε ισχύ μόνον επί όσο διάστημα είναι απολύτως απαραίτητο […]. Τα μεσοπρόθεσμα σχέδια χρηματοδότησης και κεφαλαιοποίησης των εθνικών τραπεζών που εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας ή λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν ρεαλιστικά την αναμενόμενη απομόχλευση του τραπεζικού τομέα, και να μειώνουν την εξάρτηση από τη δανειοληψία από τις κεντρικές τράπεζες, αποφεύγοντας παράλληλα την πρακτική έκτακτης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων και την πιστωτική ασφυξία. Οι κανονιστικές διατάξεις σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ρευστότητας θα επικαιροποιηθούν ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση σε στοιχεία ενεργητικού εκφρασμένα σε ευρώ στο μέλλον·

β)      κατάρτιση ανεξάρτητης αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού [των επηρεαζόμενων τραπεζών] και ταχεία ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων της [Λαϊκής] στην [BoC]. Η αποτίμηση πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της ανταλλαγής καταθέσεων‑μετοχών καταθέσεων στην [BoC]·

γ)      θέσπιση των αναγκαίων ρυθμιστικών απαιτήσεων σχετικά με την αύξηση του ελάχιστου συντελεστή επάρκειας βασικών ιδίων κεφαλαίων κατηγορίας 1 στο 9 % έως το τέλος του 2013·

δ)      λήψη μέτρων για την ελαχιστοποίηση του κόστους της αναδιάρθρωσης των τραπεζών για τους φορολογουμένους. Τα εμπορικά και συνεταιριστικά πιστωτικά ιδρύματα ανεπαρκούς κεφαλαιοποίησης αντλούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές, πριν από τη χορήγηση μέτρων κρατικών ενισχύσεων. Τα σχέδια αναδιάρθρωσης εγκρίνονται επισήμως στο πλαίσιο των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, πριν χορηγηθεί η εν λόγω κρατική ενίσχυση […]·

ε)      διασφάλιση της δημιουργίας μητρώου πιστώσεων […]·

στ)      ενίσχυση της διακυβέρνησης των τραπεζών, μεταξύ άλλων με την απαγόρευση χορήγησης δανείων προς ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή μέρη συνδεδεμένα με αυτά·

ζ)      μεγιστοποίηση της ανάκτησης για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τα κίνητρα για στρατηγική αθέτηση των υποχρεώσεων εκ μέρους των δανειοληπτών […]·

η)      ευθυγράμμιση της ρύθμισης και της εποπτείας των συνεταιριστικών πιστωτικών ιδρυμάτων με εκείνες των εμπορικών τραπεζών·

θ)      εξακρίβωση της βιωσιμότητας των συνεταιριστικών πιστωτικών ιδρυμάτων και ανάπτυξη, σε συνεννόηση με Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ, μιας στρατηγικής για τη μελλοντική δομή, λειτουργία και βιωσιμότητα του τομέα των συνεταιριστικών πιστωτικών ιδρυμάτων […] έως τα μέσα του 2015 το αργότερο·

ι)      ενίσχυση της παρακολούθησης του χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και σύσταση πλαισίου για στοχοθετημένη αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα […]·

ια)      […] ενίσχυση του πλαισίου καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και διασφάλιση της πλήρους διαφάνειας των οικονομικών οντοτήτων […]·

ιβ)      εισαγωγή υποχρεωτικής εποπτείας με βάση το επίπεδο κεφαλαιοποίησης·

ιγ)      ένταξη των δοκιμών αντοχής στην […] εποπτεία των τραπεζών, και

ιδ)      χρήση ενός ενοποιημένου συστήματος αναφοράς δεδομένων από τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα.»

177    Από αυτά τα «μέτρα και αποτελέσματα», τα μόνα που μπορούν να θεωρηθούν ως σχετικά με τα ζημιογόνα μέτρα είναι εκείνα στα οποία αναφέρονται, αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, περί ενσωμάτωσης της Λαϊκής στην BoC και μετατροπής των καταθέσεων σε μετοχές της BoC, και, αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο δʹ, της ίδιας απόφασης, περί μείωσης του κόστους της αναδιάρθρωσης των τραπεζών για τους φορολογουμένους.

178    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την ενσωμάτωση της Λαϊκής στην BoC, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 αναφέρεται απλώς, με γενική διατύπωση, σε ένα μέτρο το οποίο όφειλε να λάβει η Κυπριακή Δημοκρατία. Η διάταξη αυτή δεν συγκεκριμενοποιεί με ποιον τρόπο πρέπει να ενσωματωθεί η Λαϊκή στην BoC. Ως εκ τούτου, οι κυπριακές αρχές διέθεταν, τουλάχιστον, σημαντικό περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό του τρόπου ενσωμάτωσης. Συνεπώς, η ενσωμάτωση της Λαϊκής στην BoC δεν ήταν δυνατό να ενέχει, καθ’ εαυτήν, κάποια από τις παρανομίες τις οποίες καταγγέλλουν οι ενάγοντες. Μια τέτοια παρανομία θα μπορούσε το πολύ να απορρέει από τον τρόπο υλοποίησης αυτού του μέτρου. Κατά συνέπεια, η ζημία την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγοντες από την ενσωμάτωση της Λαϊκής στην BoC, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχει αποδειχθεί, δεν οφείλεται στο άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, αλλά στα μέτρα εφαρμογής που έλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία για να επιτευχθεί αυτή η ενσωμάτωση.

179    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη μείωση του κόστους της αναδιάρθρωσης των τραπεζών για τους φορολογουμένους, παρατηρείται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2013/236 περιορίζεται σε μια γενική αναφορά, αφενός, στην ανάγκη να ληφθούν μέτρα προς τον σκοπό αυτό και, αφετέρου, στην απαίτηση να αντλούν τα υποκεφαλαιοποιημένα εμπορικά και συνεταιριστικά πιστωτικά ιδρύματα, όσο το δυνατόν περισσότερο, κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές, πριν από τη χορήγηση τυχόν κρατικών ενισχύσεων. Το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2013/236 δεν μνημονεύει κανένα συγκεκριμένο μέσο που θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή, οπότε αφήνει στην Κυπριακή Δημοκρατία σημαντικό περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο αυτό. Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη αναφέρεται τόσο στα εμπορικά όσο και στα συνεταιριστικά πιστωτικά ιδρύματα, ενώ τα ζημιογόνα μέτρα ελήφθησαν μόνον ως προς τα πρώτα. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι επιβάλλει τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων από την Κυπριακή Δημοκρατία.

180    Όσον αφορά, τέλος, τη μετατροπή σε μετοχές των καταθέσεων στην BoC, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 απαιτεί να πραγματοποιηθεί σύντομα μια ανεξάρτητη αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού των επηρεαζόμενων τραπεζών, ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της μετατροπής αυτής. Εξ αυτού συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, ότι, ανεξαρτήτως του αν το εγχείρημα αυτό ήταν πρακτικώς εφικτό, το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 δεν επέτρεπε στις κυπριακές αρχές να αναθεωρήσουν ως προς τη μετατροπή των καταθέσεων της BoC σε μετοχές. Υπό τις περιστάσεις όμως της προκειμένης υπόθεσης, και ιδίως λαμβανομένης υπόψη της χρηματοπιστωτικής κατάστασης των επηρεαζόμενων τραπεζών, η απαίτηση να διατηρηθεί σε ισχύ ή να συνεχίσει να εφαρμόζεται το μέτρο της μετατροπής μπορούσε, ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου τρόπου εφαρμογής του μέτρου αυτού, να ενέχει μία ή περισσότερες από τις παρανομίες τις οποίες επικαλούνται οι ενάγοντες.

181    Συνεπώς, γίνεται δεκτό ότι το Συμβούλιο, μέσω του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, απαίτησε από την Κυπριακή Δημοκρατία να διατηρήσει σε ισχύ ή να συνεχίσει να εφαρμόζει το ζημιογόνο μέτρο της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές. Αντιθέτως, το Συμβούλιο δεν απαίτησε, με την απόφαση 2013/236, από την Κυπριακή Δημοκρατία να διατηρήσει σε ισχύ ή να συνεχίσει να εφαρμόζει τα λοιπά ζημιογόνα μέτρα της 29ης Μαρτίου 2013, ούτε να λάβει τα προβλεπόμενα με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν στα επίμαχα διατάγματα.

182    Πρέπει, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν στη σκέψη 103, να εξεταστεί αν η Κυπριακή Δημοκρατία διέθετε περιθώριο εκτίμησης προκειμένου να αποδεσμευθεί από την απαίτηση της διατήρησης σε ισχύ ή της συνέχισης της εφαρμογής του ζημιογόνου μέτρου στο οποίο αναφέρεται, τουλάχιστον εμμέσως το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, σχετικά με τη μετατροπή των καταθέσεων της BoC σε μετοχές.

2)      Επί του ζητήματος αν η Κυπριακή Δημοκρατία διέθετε περιθώριο εκτίμησης ώστε να αποδεσμευθεί από την απαίτηση της διατήρησης σε ισχύ ή της συνέχισης της εφαρμογής του μέτρου που συνίστατο στη μετατροπή των καταθέσεων της BoC σε μετοχές

183    Το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/236 κατόπιν πρότασης της Επιτροπής και έχοντας υπόψη «τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 136, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 126, παράγραφος 6». Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου δημοσιεύονται νομικώς δεσμευτικές πράξεις.

184    Υπενθυμίζεται δε ότι το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να συμβάλει στην καλή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των Συνθηκών, το Συμβούλιο θεσπίζει, σύμφωνα με την οικεία διαδικασία μεταξύ των προβλεπομένων στα άρθρα 121 και 126, εξαιρουμένης της διαδικασίας του άρθρου 126, παράγραφος 14, μέτρα για τα [ΚΜΖΕ], προκειμένου:

α)      να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής τους πειθαρχίας,

β)      να χαράσσονται, ως προς τα εν λόγω κράτη, οι προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, μεριμνώντας ώστε να είναι συμβατοί με τους καθοριζόμενους για το σύνολο της Ένωσης, και να διασφαλίζεται η εποπτεία τους.»

185    Το άρθρο 126, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, που αφορά τη διαδικασία δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 2013/236, προβλέπει ότι το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, «αποφασίζει», μετά από συνολική εκτίμηση, εάν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα στο κράτος μέλος αυτό.

186    Η απόφαση 2013/236 συνιστά, επομένως, απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ως τέτοια, η απόφαση αυτή ήταν, καθ’ όσον χρόνο ίσχυε, υποχρεωτική για την Κυπριακή Δημοκρατία ως προς όλα της τα στοιχεία, περιλαμβανομένου του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ.

187    Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της απόφασης 2013/236 επιβεβαιώνεται τόσο από το γράμμα και το περιεχόμενό της όσο και από το όλο πλαίσιό της και την πρόθεση του οργάνου που την εξέδωσε. Πράγματι, πρώτον, μολονότι η έγκλιση στις αιτιολογικές σκέψεις 7, 10, 11, 13 και 14 της απόφασης αυτής δηλώνει προτροπή, η διατύπωση σε όλες τις διατάξεις της είναι επιτακτική, όπως μαρτυρεί η συστηματική χρήση του ενεστώτα οριστικής στα άρθρα 1 και 2 (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Rahman κ.λπ., C-83/11, EU:C:2012:519, σκέψη 21). Έτσι, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της απόφασης 2013/236 ορίζει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εφαρμόζει «αυστηρά ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής […], τα κυριότερα στοιχεία του οποίου αναφέρονται στο άρθρο 2 της παρούσας απόφασης». Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 176, το άρθρο 2, παράγραφος 6, της απόφασης αυτής ορίζει ότι «[η Κυπριακή Δημοκρατία] συνεχίζει την εις βάθος μεταρρύθμιση και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και την ενίσχυση των βιώσιμων τραπεζών, αποκαθιστώντας το κεφάλαιό τους, αντιμετωπίζοντας την κατάσταση της ρευστότητάς τους και ενισχύοντας την εποπτεία τους». Στο πνεύμα αυτό, το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής «προβλέπει», όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 176 και 177, «μέτρα και αποτελέσματα», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το μέτρο που συνίσταται στην ταχεία πραγματοποίηση μιας ανεξάρτητης αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού των επηρεαζόμενων τραπεζών προκειμένου να καταστεί δυνατή η μετατροπή των καταθέσεων της BoC σε μετοχές.

188    Επιπλέον, από τα δικόγραφα που κατέθεσε το Συμβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η απόφαση 2013/236 προοριζόταν να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και ότι η πρόθεση του Συμβουλίου ήταν να της προσδώσει τέτοια αποτελέσματα. Επ’ αυτού, πρώτον, το Συμβούλιο αναγνωρίζει ρητώς ότι έκρινε απαραίτητο, εκδίδοντας την εν λόγω απόφαση, να «καταστήσει την Κύπρο αποδέκτρια μιας πράξης η οποία να έχει αποτελέσματα νομικώς δεσμευτικά».

189    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η απόφαση 2013/236 εκδόθηκε στις 25 Απριλίου 2013, ήτοι, αφενός, την επομένη της συνάντησης της 24ης Απριλίου 2013, στη διάρκεια της οποίας το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να χορηγήσει στην Κυπριακή Δημοκρατία στήριξη σταθερότητας υπό τη μορφή της ΔΧΣ και να εγκρίνει νέο σχέδιο μνημονίου, και, αφετέρου, την προηγουμένη της υπογραφής του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 (βλ. σκέψεις 39 έως 41 ανωτέρω).

190    Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την απάντηση του Συμβουλίου σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η απόφαση 2013/236 εντασσόταν «στη συνήθη πρακτική που υιοθετήθηκε από το ξεκίνημα της κρίσης της ζώνης του ευρώ, δηλαδή οι όροι από τους οποίους εξαρτάται η χορήγηση της συνδρομής που έχει συμφωνηθεί σε διακυβερνητικό επίπεδο μεταξύ του κράτους μέλους το οποίο την λαμβάνει και του ΕΜΣ να συνδυάζονται με αποφάσεις εκδιδόμενες από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 136 ΣΛΕΕ», ώστε «να διασφαλίζεται η αντιστοιχία και η συνέπεια ανάμεσα στα δύο πεδία δράσης, το διακυβερνητικό και της Ένωσης».

191    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, λόγω του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτίμησης σε σχέση με τη μετατροπή των καταθέσεων της BoC σε μετοχές.

3)      Συμπέρασμα επί της δυνατότητας να αποδοθεί στους εναγομένους η λήψη, η διατήρηση σε ισχύ ή η συνέχιση της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων

192    Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, γίνεται δεκτό ότι η διατήρηση σε ισχύ ή η συνέχιση της εφαρμογής, από την Κυπριακή Δημοκρατία, του ζημιογόνου μέτρου της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αποδοθεί στην Ένωση. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, στον βαθμό που αφορά το συγκεκριμένο μέτρο, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/236.

193    Αντιθέτως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν η Κυπριακή Δημοκρατία διέθετε περιθώριο εκτίμησης ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατό να αποδοθεί στους εναγομένους η λήψη, η διατήρηση σε ισχύ και η συνέχιση της εφαρμογής των λοιπών ζημιογόνων μέτρων. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να τα ελέγξει στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής.

2.      Επί της στοιχειοθέτησης της ευθύνης της Ένωσης λόγω ορισμένων πράξεων και συμπεριφορών των εναγομένων

194    Τα επιχειρήματα των εναγόντων μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ανεξαρτήτως του αν η λήψη των ζημιογόνων μέτρων ή, ενδεχομένως, η διατήρησή τους σε ισχύ και η συνέχιση της εφαρμογής τους μπορούν να αποδοθούν στους εναγομένους, ορισμένες πράξεις και συμπεριφορές των τελευταίων, σε σχέση με τη χορήγηση της ΔΧΣ, είχαν ως συνέπεια να στοιχειοθετείται ευθύνη της Ένωσης. Πρόκειται, πρώτον, για πράξεις και συμπεριφορές με τις οποίες τα επίμαχα διατάγματα, κατά την άποψη των εναγόντων, «εγκρίθηκαν από την Επιτροπή, την ΕΚΤ, την Ευρωομάδα και το Συμβούλιο», δεύτερον, για συμπεριφορές της Επιτροπής και της ΕΚΤ σχετικές με το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013, τρίτον, για συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που έδωσαν οι εναγόμενοι, και ιδίως η Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα και, τέταρτον, για διάφορες αποφάσεις της ΕΚΤ με αντικείμενο τη στήριξη της Λαϊκής μέσω του ELA.

195    Πρέπει λοιπόν να κριθεί, ως προς καθεμία από αυτές τις πράξεις και συμπεριφορές, αν είναι ικανή να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης.

196    Πρώτον, όσον αφορά τη φερόμενη έγκριση των ζημιογόνων μέτρων από τους εναγομένους (βλ. σκέψη 194 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι οι ενάγοντες δεν περιγράφουν με ακρίβεια σε ποιες πράξεις ή συμπεριφορές αναφέρονται, αλλά κάνουν απλώς λόγο για «την αιρεσιμότητα την οποία τα εναγόμενα θεσμικά όργανα επικύρωσαν και ενέκριναν συναινώντας στη χορήγηση της χρηματοπιστωτικής συνδρομής». Ωστόσο, από την όλη δομή της επιχειρηματολογίας τους μπορεί να συναχθεί ότι αναφέρονται, πρώτον, στην εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, δεύτερον, στην εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης 2013/236 και, τρίτον, στις δηλώσεις της Ευρωομάδας της 12ης Απριλίου και της 13ης Μαΐου 2013. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι ενάγοντες επικαλούνται την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής (5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31, σ. 573), από την οποία συνάγεται, κατά την άποψή τους, ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης λόγω της έγκρισης, από τα θεσμικά της όργανα, πράξεων που έχουν προξενήσει ζημία σε όποιον την ενάγει.

197    Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, θα εξεταστεί μαζί με τις λοιπές συμπεριφορές των δύο αυτών θεσμικών οργάνων οι οποίες αφορούν το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 (βλ. σκέψεις 201 έως 204 κατωτέρω).

198    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι η εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης 2013/236, ασκείται κατ’ αποκλειστική αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί από το δίκαιο της Ένωσης σε θεσμικά όργανα της Ένωσης και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης.

199    Τέλος, ως προς τις δηλώσεις της Ευρωομάδας της 12ης Απριλίου και της 13ης Μαΐου 2013, υπενθυμίζεται ότι, όπως ήδη υπογραμμίστηκε στη σκέψη 113, το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14, της 26ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την Ευρωομάδα, ορίζει ότι οι συναντήσεις της τελευταίας πραγματοποιούνται «για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες τις οποίες συνυπέχουν στο θέμα του ενιαίου νομίσματος [οι Υπουργοί των ΚΜΖΕ]». Βάσει του άρθρου 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τα ζητήματα αυτά άπτονται των δράσεων της Ένωσης προς επίτευξη των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 3 ΣΕΕ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εγκαθίδρυση οικονομικής και νομισματικής ένωσης με νόμισμα το ευρώ.

200    Με τις δηλώσεις της 12ης Απριλίου και της 13ης Μαΐου 2013, η Ευρωομάδα περιορίστηκε απλώς στο να περιγράψει εντελώς συνοπτικά και να χαιρετίσει ορισμένα μέτρα των κυπριακών αρχών, καθώς και να διατυπώσει την άποψη ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούσαν όντως να συμβάλουν στην ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. σκέψη 170 ανωτέρω). Λαμβανομένων υπόψη των όσων προεκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη σκέψη 199, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η έκφραση μιας τέτοιας άποψης από την Ευρωομάδα είναι άσχετη προς τις αρμοδιότητες τις οποίες της αναθέτει το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η άποψη αυτή μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης.

201    Δεύτερον, οι ενάγοντες στρέφονται κατά της Επιτροπής και της ΕΚΤ σε σχέση με συμπεριφορές τους που συνδέονταν με το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013, πιο συγκεκριμένα δε με τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 από την Επιτροπή και με την εποπτεία, εκ μέρους της ΕΚΤ και της Επιτροπής, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα καθήκοντα τα οποία ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ με τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ δεν αλλοιώνουν τις αρμοδιότητες που αναθέτουν στα δύο αυτά θεσμικά όργανα οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ. Όσον αφορά, ειδικότερα, την Επιτροπή, το άρθρο 13, παράγραφοι 3 και 4, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ της επιβάλλει την υποχρέωση να διασφαλίζει ότι είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης τα μνημόνια που συνάπτει ο ΕΜΣ, οπότε η Επιτροπή διατηρεί, στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, τον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, όπως αυτός απορρέει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή «προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης» και «επιβλέπει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης». Συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να μην υπογράψει μνημόνιο ως προς το οποίο διατηρεί αμφιβολίες για το αν είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 56 έως 59).

202    Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, χωρεί επίκληση, εις βάρος της Επιτροπής, παράνομων συμπεριφορών που συνδέονται με τη σύναψη του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 εξ ονόματος του ΕΜΣ (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 55).

203    Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ΕΚΤ, δεν μπορεί να συναχθεί από την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701), ότι τυχόν παράνομες συμπεριφορές της Επιτροπής που συνδέονται με τη σύναψη μνημονίου είναι, στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, οι μοναδικές παράνομες συμπεριφορές θεσμικού οργάνου της Ένωσης οι οποίες είναι ικανές να θεμελιώσουν εξωσυμβατική ευθύνη της τελευταίας. Πράγματι, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση εκείνη ότι η νομική φύση των πράξεων του ΕΜΣ, οι οποίες δεσμεύουν αποκλειστικώς τον ΕΜΣ και δεν άπτονται της έννομης τάξης της Ένωσης, δεν αποκλείει τη δυνατότητα επίκλησης, εις βάρος της Επιτροπής και της ΕΚΤ, ορισμένων παράνομων συμπεριφορών που συνδέονται, ενδεχομένως, με τη σύναψη μνημονίου εξ ονόματος του ΕΜΣ, στο πλαίσιο αγωγής για αναγνώριση εξωσυμβατικής ευθύνης (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 53 έως 55). Επιπλέον, μολονότι αληθεύει ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 13, παράγραφοι 3 και 4, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ επιβάλλουν στην Επιτροπή υποχρεώσεις τις οποίες δεν υπέχει η ΕΚΤ (βλ. σκέψη 201 ανωτέρω), γεγονός παραμένει ότι, μέσω των καθηκόντων που ασκεί στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, η ΕΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, κατά την έννοια του άρθρου 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C-370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 165). Τέλος, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί, όπως ορθώς σημειώνει και η Επιτροπή, ότι η ΕΚΤ οφείλει να τηρεί τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), όταν δρα εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 67). Επομένως, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, χωρεί επίκληση, εις βάρος της Επιτροπής και της ΕΚΤ, τυχόν παράνομων συμπεριφορών που συνδέονται με την εκ μέρους τους εποπτεία της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων.

204    Η διαπραγμάτευση και η υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 από την Επιτροπή, καθώς και η εποπτεία, εκ μέρους της ΕΚΤ και της Επιτροπής, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, μπορούν, συνεπώς, να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης.

205    Τρίτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό για συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις τις οποίες έδωσαν οι εναγόμενοι, και ιδίως η Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι υπέρτερης ισχύος γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των ιδιωτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, Mülder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-104/89 και C‑37/90, EU:C:1992:217, σκέψη 15), τυχόν δε παραβίασή της μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Ιουνίου 1990, Sofrimport κατά Επιτροπής, C-152/88, EU:C:1990:259, σκέψη 26).

206    Κατά συνέπεια, συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις τις οποίες έδωσαν ενδεχομένως οι εναγόμενοι, και ιδίως η Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης.

207    Τέταρτον, οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον ELA είναι πράξεις οι οποίες εκδίδονται από θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά την άσκηση αποκλειστικής αρμοδιότητας που του έχει ανατεθεί από το δίκαιο της Ένωσης, και άρα μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης.

3.      Συμπέρασμα επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

208    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, γίνεται δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, στον βαθμό που η αγωγή αφορά, πρώτον, τη φερόμενη έγκριση των επίμαχων διαταγμάτων από τους εναγομένους, δεύτερον, την υποχρέωση διατήρησης σε ισχύ ή συνέχισης της εφαρμογής του μέτρου της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, τρίτον, τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 από την Επιτροπή, τέταρτον, την εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, πέμπτον, τις συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις τις οποίες φέρονται να έδωσαν οι εναγόμενοι, και ιδίως η Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα και, έκτον, τις αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον ELA.

2.      Επί του παραδεκτού

209    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι η υπό κρίση αγωγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, απαράδεκτη. Η επιχειρηματολογία τους εστιάζει σε δύο ζητήματα, ήτοι, αφενός, αν τηρήθηκαν οι ισχύουσες τυπικές προϋποθέσεις (βλ. σκέψεις 210 έως 234 κατωτέρω) και, αφετέρου, αν εξαντλήθηκαν τα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου (βλ. σκέψεις 235 έως 242 κατωτέρω).

1.      Επί του ζητήματος αν τηρήθηκαν οι ισχύουσες τυπικές προϋποθέσεις

210    Το Συμβούλιο και η ΕΚΤ ισχυρίζονται ότι η αγωγή δεν είναι σύμφωνη με τις ισχύουσες τυπικές προϋποθέσεις. Πρώτον, η ΕΚΤ διατείνεται ότι η αγωγή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991. Κατ’ αρχάς, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη οποιουδήποτε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς που προσάπτεται στους εναγομένους και της προβαλλόμενης ζημίας. Ειδικότερα, κατά την άποψη της ΕΚΤ, οι ενάγοντες ουδέποτε εξήγησαν πώς θα μπορούσε η ΕΚΤ, δεδομένου του αμιγώς συμβουλευτικού της ρόλου σε σχέση με τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων, να είναι υπεύθυνη για την προβαλλόμενη ζημία. Ακολούθως, οι ενάγοντες δεν περιγράφουν με επαρκή σαφήνεια τη ζημία την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, αφού δεν αποδεικνύουν με κανέναν τρόπο ότι θα είχαν απολέσει μικρότερο ποσό από τις καταθέσεις τους αν οι επηρεαζόμενες τράπεζες υποβάλλονταν σε διαδικασία εκκαθάρισης, αντί της λήψης των ζημιογόνων μέτρων. Τέλος, τα νομικά επιχειρήματα των εναγόντων είναι τόσο αδύναμα που δεν τεκμηριώνεται επαρκώς ο φερόμενος ως παράνομος χαρακτήρας των μέτρων της ΕΚΤ.

211    Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την απόφαση 2013/236, το δικόγραφο της αγωγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991. Ειδικότερα, από το δικόγραφο δεν προκύπτει με τον απαιτούμενο βαθμό σαφήνειας ούτε ποια είναι η παρανομία την οποία ενέχει, κατά τους ενάγοντες, η εν λόγω απόφαση, ούτε για ποιους λόγους αυτοί θεωρούν ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανομίας και της προβαλλόμενης ζημίας, ούτε σε ποιον ακριβώς βαθμό ενεπλάκη το Συμβούλιο στην επέλευση της ζημίας. Το Συμβούλιο καταλήγει, επομένως, ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη, στο μέτρο που αφορά τη συγκεκριμένη απόφαση.

212    Οι ενάγοντες ζητούν να απορριφθούν αυτοί οι λόγοι που προβάλλονται προς στήριξη της ένστασης απαραδέκτου.

213    Πρώτον, ισχυρίζονται ότι από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παράνομη συμπεριφορά των εναγόμενων θεσμικών οργάνων και στη ζημία την οποία αυτοί υπέστησαν. Όσον αφορά, ειδικότερα, το επιχείρημα της ΕΚΤ σχετικά με την περιγραφή της ζημίας, οι ενάγοντες θεωρούν ότι αυτό άπτεται της ουσίας, και όχι του παραδεκτού, της αγωγής.

214    Δεύτερον, επισημαίνουν ότι εξέθεσαν για ποιους λόγους η απόφαση 2013/236, μέσω της οποίας ενσωματώνονται, κατά την άποψή τους, στο δίκαιο της Ένωσης οι όροι της ΔΧΣ, είναι παράνομη και προκάλεσε την προβαλλόμενη ζημία.

215    Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει αναφορά στο αντικείμενο της διαφοράς και στα αιτήματα, καθώς και συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Η αναφορά αυτών των στοιχείων πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αγωγής, ενδεχομένως χωρίς καμία άλλη πληροφορία. Προς διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει οπωσδήποτε, για να είναι παραδεκτή η αγωγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, έστω συνοπτικά, αλλά με τρόπο λογικά συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της (διάταξη της 28ης Απριλίου 1993, De Hoe κατά Επιτροπής, T-85/92, EU:T:1993:39, σκέψη 20, και απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T-277/97, EU:T:1999:124, σκέψη 29).

216    Για να πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών που φέρονται να προξενήθηκαν από τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πρέπει να περιέχει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα καταστεί δυνατό να προσδιοριστούν η συμπεριφορά που προσάπτεται από τον ενάγοντα στον εναγόμενο, οι λόγοι για τους οποίους ο ενάγων θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και ο χαρακτήρας και η έκταση της εν λόγω ζημίας (βλ. αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-387/94, EU:T:1996:120, σκέψη 107, και της 29ης Ιανουαρίου 1998, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-113/96, EU:T:1998:11, σκέψη 30).

217    Προτού εξεταστούν υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής τα επιχειρήματα των διαδίκων που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 210 έως 214, και ακόμη και αν, χάριν υπόθεσης, γινόταν δεκτό ότι οι ισχυρισμοί των εναγόντων σχετικά με τη διάσωση της Λαϊκής με ίδια μέσα των μετόχων της συνδέονται με πράξεις ή συμπεριφορές επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί, διαπιστώνεται ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι υπερβολικά αόριστοι για να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να τους κρίνει. Πράγματι, οι ενάγοντες περιορίζονται, κατ’ ουσίαν, στο να ισχυριστούν ότι, λόγω των ζημιογόνων μέτρων, επήλθε είτε «διαγραφή» των μετοχών της Λαϊκής χωρίς οικονομικό αντιστάθμισμα είτε «εκμηδενισμός» της οικονομικής τους αξίας.

218    Όπως προκύπτει όμως από τη δικογραφία, και ειδικότερα από τα στοιχεία που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 30 έως 36, τα επίμαχα διατάγματα δεν προβλέπουν, σε σχέση με τις μετοχές της Λαϊκής, οποιοδήποτε μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν γίνεται αντιληπτό, από την επιχειρηματολογία των εναγόντων, με ποιον τρόπο οι εναγόμενοι, παρέχοντας τη στήριξή τους στα ζημιογόνα μέτρα που προβλέπονται στα επίμαχα διατάγματα, μπόρεσαν να συμβάλουν στην επέλευση της ζημίας την οποία φέρονται να υπέστησαν οι μέτοχοι της Λαϊκής. Επομένως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στις σκέψεις 215 και 216 νομολογία, η υπό κρίση αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη, στον βαθμό που αφορά την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρονται να υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της υποτιθέμενης διαγραφής των μετοχών της Λαϊκής.

219    Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, πρέπει να ελεγχθεί αν η υπό κρίση αγωγή είναι σύμφωνη με τις προεκτεθείσες στις σκέψεις 215 και 216 τυπικές προϋποθέσεις, στον βαθμό που αφορά τις πράξεις και τις συμπεριφορές σε σχέση με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δηλαδή, πρώτον, τη φερόμενη έγκριση των επίμαχων διαταγμάτων από τους εναγομένους, δεύτερον, την υποχρέωση διατήρησης σε ισχύ ή εφαρμογής του μέτρου της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, τρίτον, τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 από την Επιτροπή, τέταρτον, την εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, πέμπτον, τις συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις τις οποίες φέρονται να έδωσαν οι εναγόμενοι, και ιδίως η Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα και, έκτον, τις αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον ELA.

220    Πρώτον, όσον αφορά τη φερόμενη έγκριση των επίμαχων διαταγμάτων από τους εναγομένους, τονίζεται ότι, προς απόδειξη της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ, αφενός, της εποπτείας της εφαρμογής του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης 2013/236, και των δηλώσεων της Ευρωομάδας της 12ης Απριλίου και της 13ης Μαΐου 2013, και, αφετέρου, της προβαλλόμενης ζημίας, οι ενάγοντες περιορίστηκαν στο να επικαλεστούν την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής (5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31, σ. 573), από την οποία συνάγεται, κατά την άποψή τους, ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης λόγω της έγκρισης, από τα θεσμικά της όργανα, πράξεων που έχουν προξενήσει ζημία σε όποιον την ενάγει.

221    Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται ότι, με τις δηλώσεις της 12ης Απριλίου και της 13ης Μαΐου 2013, η Ευρωομάδα, η οποία δεν είναι αρμόδια να εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις, περιορίστηκε απλώς στο να περιγράψει εντελώς συνοπτικά και να χαιρετίσει ορισμένα μέτρα των κυπριακών αρχών, καθώς και να διατυπώσει την άποψη ότι τα σχετικά μέτρα μπορούσαν όντως να συμβάλουν στην ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. σκέψη 170 ανωτέρω). Συνεπώς, με τις δηλώσεις αυτές, η Ευρωομάδα εξέφρασε προς την Κυπριακή Δημοκρατία μια άποψη στερούμενη δεσμευτικού χαρακτήρα, η οποία δεν δέσμευε, ως εκ τούτου, τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

222    Ως προς την εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της απόφασης 2013/236 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, και ενδεχομένως με το ΔΝΤ, παρακολουθεί την πρόοδο που επιτυγχάνει η Κυπριακή Δημοκρατία στην εφαρμογή του προγράμματος. Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της ίδιας απόφασης προβλέπει ότι η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, με το ΔΝΤ, εξετάζει με τις κυπριακές αρχές οποιεσδήποτε τροποποιήσεις και επικαιροποιήσεις του προγράμματος ενδέχεται να χρειαστούν, ακολούθως, παρέχει συνεχείς συμβουλές και καθοδήγηση αναφορικά με τις δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και, τέλος, προβαίνει σε τακτική αξιολόγηση του οικονομικού αντίκτυπου του προγράμματος και διατυπώνει συστάσεις για τις αναγκαίες διορθώσεις με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, την εξασφάλιση της αναγκαίας δημοσιονομικής εξυγίανσης και την ελαχιστοποίηση των αρνητικών κοινωνικών επιπτώσεων. Καμία από αυτές τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει η Επιτροπή δεν ενέχει, αυτή καθ’ εαυτήν, εξουσία λήψης αποφάσεων ή εξαναγκασμό. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε έγκριση θα μπορούσε να διατυπώσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των ευθυνών της δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης 2013/236 δεν θα είχε δεσμευτικό χαρακτήρα, και άρα δεν θα δέσμευε τις κυπριακές αρχές.

223    Εξ αυτού προκύπτει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία δεν ήταν αναγκασμένη να λάβει τα ζημιογόνα μέτρα (βλ. σκέψεις 105 έως 155 ανωτέρω), δεν ήταν και υποχρεωμένη να ζητήσει από την Επιτροπή, από την ΕΚΤ ή από την Ευρωομάδα την άδεια για να τα λάβει. Όπως συνάγεται από τις σκέψεις 221 και 222, η Επιτροπή, η ΕΚΤ και η Ευρωομάδα δεν έδωσαν, εν πάση περιπτώσει, στις κυπριακές αρχές καμία άδεια τέτοιου είδους, μέσω των πράξεων ή των συμπεριφορών στις οποίες αναφέρονται οι σκέψεις αυτές.

224    Αντιθέτως, με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής (5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31, σ. 573), το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι στοιχειοθετούνταν η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επειδή η Επιτροπή είχε επιτρέψει, κακώς, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να λάβει ορισμένα μέτρα διασφάλισης στον τομέα της γεωργίας. Στην υπόθεση εκείνη, η άδεια εκ μέρους της Επιτροπής ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη των σχετικών μέτρων. Το γενεσιουργό γεγονός της ευθύνης της Κοινότητας δεν ήταν, επομένως, απλώς η έγκριση, εκ μέρους ενός εκ των θεσμικών της οργάνων, των μέτρων που ελήφθησαν από κράτος μέλος, αλλά το ότι δόθηκε για τα μέτρα αυτά άδεια, ελλείψει της οποίας τα μέτρα δεν θα μπορούσαν να έχουν τεθεί σε εφαρμογή.

225    Επομένως, μια απλή παραπομπή στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής (5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31, σ. 573) δεν εξηγεί για ποιο λόγο το γεγονός ότι εγκρίθηκε η λήψη των ζημιογόνων μέτρων μπορούσε να προκαλέσει την περιουσιακή απώλεια την οποία επικαλούνται οι ενάγοντες.

226    Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή είναι απαράδεκτη στον βαθμό που αφορά τη φερόμενη έγκριση, από τους εναγομένους, της λήψης των ζημιογόνων μέτρων.

227    Δεύτερον, όσον αφορά την υποχρέωση διατήρησης σε ισχύ ή συνέχισης της εφαρμογής του μέτρου της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/236, παρατηρείται ότι οι ενάγοντες προσδιορίζουν με επαρκή βαθμό σαφήνειας, αφενός, τη συμπεριφορά που προσάπτουν στην Επιτροπή, ήτοι ότι, με την ως άνω απόφαση, «ενέκρινε και ενσωμάτωσε στο corpus του δικαίου της Ένωσης» τους φερόμενους ως παράνομους όρους χορήγησης της ΔΧΣ, και, αφετέρου, τον χαρακτήρα και τη φύση της προβαλλόμενης ζημίας, στοιχεία τα οποία περιγράφονται αμφότερα λεπτομερώς τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής όσο και σε παράρτημά του. Όπως προεκτέθηκε δε στη σκέψη 159, οι ενάγοντες εξηγούν επίσης με επαρκή σαφήνεια τον αιτιώδη σύνδεσμο που υφίσταται, κατά την άποψή τους, μεταξύ της συμπεριφοράς του Συμβουλίου την οποία χαρακτηρίζουν ως παράνομη και της προβαλλόμενης ζημίας.

228    Τρίτον, όσον αφορά την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, τα επιχειρήματα των εναγόντων είναι δυνατό να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, κατά την άποψή τους, αν η Επιτροπή δεν δεχόταν να υπογράψει το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013, ο ΕΜΣ και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είχαν μπορέσει να συμφωνήσουν ότι αναγκαίος όρος για τη χορήγηση της ΔΧΣ θα ήταν η διατήρηση σε ισχύ ή η συνέχιση της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων της 29ης Μαρτίου 2013 και η λήψη των ζημιογόνων μέτρων που προβλέφθηκαν με τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 33 και 34 τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν στα επίμαχα διατάγματα στις 30 Ιουλίου 2013.

229    Επομένως, κατά την άποψη των εναγόντων, η προβαλλόμενη ζημία οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στην απόφαση να υπογραφεί το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013. Ως προς το σημείο αυτό, οι ενάγοντες έχουν προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της συμπεριφοράς που συνίσταται στην υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 και, αφετέρου, της προβαλλόμενης ζημίας.

230    Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί των εναγόντων σχετικά με τη διαπραγμάτευση του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 δεν εξειδικεύονται ούτε τεκμηριώνονται καθόλου στα τμήματα των δικογράφων τους τα οποία είναι αφιερωμένα στη νομική επιχειρηματολογία. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο στα δικόγραφα αυτά δεν προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους οι ενάγοντες θεωρούν ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής ή της ΕΚΤ στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 συνετέλεσε στην πρόκληση της προβαλλόμενης ζημίας.

231    Τέταρτον, όσον αφορά την εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, ισχύουν mutatis mutandis οι διαπιστώσεις που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 228 και 229.

232    Πέμπτον, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που τους δόθηκαν από τους εναγομένους, και ιδίως από την Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα, τους δημιούργησαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, η οποία παραβιάστηκε με τη λήψη των εν λόγω μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, οι ενάγοντες προσδιόρισαν με επαρκή βαθμό σαφήνειας την παρανομία που προσάπτουν στους εναγομένους, καθώς και τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίστοιχης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

233    Έκτον, οι ενάγοντες αναφέρουν ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον ΕΛΑ συνετέλεσαν στην παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και στην προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, καθώς και στην επιδείνωση των οικονομικών δυσχερειών της Λαϊκής, και άρα στη ζημία την οποία αυτοί υπέστησαν. Συνεπώς, προσδιόρισαν με επαρκή βαθμό σαφήνειας την παρανομία που ενέχουν, κατά την άποψή τους, οι αποφάσεις αυτές, καθώς και τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίστοιχης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

234    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αγωγή είναι σύμφωνη με τις ισχύουσες τυπικές προϋποθέσεις στον βαθμό που αφορά, πρώτον, την υποχρέωση διατήρησης σε ισχύ ή εφαρμογής του μέτρου της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, δεύτερον, την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 από την Επιτροπή, τρίτον, την εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, τέταρτον, τις συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις τις οποίες φέρονται να έδωσαν οι εναγόμενοι, και ιδίως η Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα και, πέμπτον, τις αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον ELA.

2.      Επί του ζητήματος αν εξαντλήθηκαν τα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου

235    Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της σχετικά με την προβαλλόμενη ζημία, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον η άμεση αιτία της ζημίας αυτής έγκειται στα εθνικά μέτρα, εφόσον καμία παρεπόμενη ζημία δεν μπορεί να καταλογιστεί αποκλειστικώς στην Ένωση και εφόσον οι προσαπτόμενες παρανομίες συνδέονται μόνον εμμέσως με πράξεις στις οποίες φέρεται να προέβη η Ένωση, οι ενάγοντες οφείλουν να εξαντλήσουν τα εθνικά ένδικα βοηθήματα προτού ο δικαστής της Ένωσης να μπορεί να αποφανθεί επί του αποζημιωτικού τους αιτήματος.

236    Οι ενάγοντες αντιτείνουν ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι, βάσει της νομολογίας, να ασκήσουν αγωγές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προτού προσφύγουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εφόσον, αφενός, τα ζημιογόνα μέτρα μπορούν να αποδοθούν στην Ένωση και, αφετέρου, τα δικαστήρια αυτά δεν θα ήταν σε θέση να τους εξασφαλίσουν αποτελεσματική ένδικη προστασία.

237    Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής είναι απορριπτέα, στο μέτρο που μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά το παραδεκτό της υπό κρίση αγωγής, και όχι αποκλειστικώς την προβαλλόμενη ζημία.

238    Κατά τη νομολογία, η αγωγή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 268 και του άρθρου 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του όλου συστήματος ένδικης προστασίας των ιδιωτών και, ως εκ τούτου, το παραδεκτό της ενδέχεται να εξαρτάται, σε ορισμένες περιπτώσεις, από την εξάντληση των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί η ακύρωση απόφασης της εθνικής αρχής, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι τα αντίστοιχα εθνικά ένδικα βοηθήματα εξασφαλίζουν με αποτελεσματικό τρόπο την προστασία των ενδιαφερόμενων ιδιωτών, καθιστώντας δυνατή, άπαξ και ευδοκιμήσουν, την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1989, Roquette frères κατά Επιτροπής, 20/88, EU:C:1989:221, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Δεκεμβρίου 2006, É. R. κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑138/03, EU:T:2006:390, σκέψη 40).

239    Με την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Holcim (Romania) κατά Επιτροπής (T‑317/12, EU:T:2014:782, σκέψεις 73 έως 77), το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι απαράδεκτο λόγω μη εξάντλησης των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου νοείται μόνο στην περίπτωση στην οποία, εξαιτίας της μη εξάντλησης των ενδίκων αυτών βοηθημάτων, ο δικαστής της Ένωσης αδυνατεί να προσδιορίσει τον χαρακτήρα και την έκταση της ζημίας που προβάλλεται ενώπιόν του, με αποτέλεσμα να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, όπως ερμηνεύονται από την προαναφερθείσα στις σκέψεις 215 και 216 νομολογία.

240    Εν προκειμένω όμως, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να προσδιορίσει τον χαρακτήρα και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας, την οποία οι ενάγοντες περιέγραψαν με επαρκή βαθμό σαφήνειας στα δικόγραφά τους και στα παραρτήματα αυτών. Επομένως, χωρίς καν να χρειάζεται να κριθεί αν μπορούσε να ασκηθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αγωγή σε σχέση με τις προεκτεθείσες στη σκέψη 234 πράξεις και συμπεριφορές, δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση αγωγή είναι απαράδεκτη για τον λόγο και μόνον ότι οι ενάγοντες δεν εξάντλησαν τα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου.

241    Το πολύ θα μπορούσε να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, ότι η άσκηση, από έναν ή περισσότερους ενάγοντες, αγωγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου με αίτημα την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας την οποία αφορά και η υπό κρίση αγωγή ενδέχεται να έχει σημασία για την εξέταση του βασίμου της εν λόγω αγωγής. Κατά τη νομολογία, σε περίπτωση που, πρώτον, προς αποκατάσταση της ίδιας ζημίας ασκηθούν από τον ίδιο ενάγοντα δύο αγωγές, η μία κατά εθνικής αρχής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, η άλλη κατά θεσμικού οργάνου της Ένωσης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, και, δεύτερον, συντρέχει κίνδυνος, λόγω διαφορετικής εκτίμησης της ζημίας από τα δύο αυτά δικαστήρια, ο ενάγων να αποζημιωθεί είτε ανεπαρκώς είτε καταχρηστικώς, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, προτού αποφανθεί επί της ζημίας, να αναμείνει την έκδοση της οριστικής απόφασης με την οποία το εθνικό δικαστήριο θα κρίνει την αγωγή που ασκήθηκε ενώπιόν του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής, 5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31, σ. 573, και της 13ης Δεκεμβρίου 2006, É. R. κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑138/03, EU:T:2006:390, σκέψη 42). Σε τέτοια περίπτωση, ο δικαστής της Ένωσης είναι υποχρεωμένος να αναμείνει την απόφαση του εθνικού δικαστή, προτού αποφανθεί ο ίδιος επί της ύπαρξης και της έκτασης της ζημίας. Αντιθέτως, μπορεί κάλλιστα, ακόμη και προτού αποφανθεί ο εθνικός δικαστής, να κρίνει αν η συμπεριφορά που προσάπτεται στο εναγόμενο θεσμικό όργανο είναι ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης [βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Holcim (Romania) κατά Επιτροπής, T‑317/12, EU:T:2014:782, σκέψη 80].

242    Συνεπώς, έστω και αν ένας ή περισσότεροι ενάγοντες ασκούσαν, εν προκειμένω, αγωγή ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων με αίτημα την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας την οποία αφορά και η υπό κρίση αγωγή, τίποτα δεν θα εμπόδιζε το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των προβαλλόμενων παρανομιών, ακόμη και προτού τα εθνικά αυτά δικαστήρια εκδώσουν την απόφασή τους.

3.      Συμπέρασμα επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού της αγωγής

243    Βάσει όλων των ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή και ότι η τελευταία είναι παραδεκτή, στο μέτρο που αφορά, πρώτον, την υποχρέωση διατήρησης σε ισχύ ή εφαρμογής του μέτρου της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, δεύτερον, την υπογραφή του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 από την Επιτροπή, τρίτον, την εποπτεία, εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ, της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, τέταρτον, τις συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις τις οποίες φέρονται να έδωσαν οι εναγόμενοι, και ιδίως η Ευρωομάδα, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα και, πέμπτον, τις αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον ELA.

244    Αντιθέτως, ως προς τις λοιπές πράξεις και συμπεριφορές τις οποίες οι ενάγοντες προσάπτουν στους εναγομένους, κρίνεται ότι, εν μέρει, η αγωγή είναι απαράδεκτη και, εν μέρει, το Γενικό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί αυτών. Κατόπιν τούτου, θα εξεταστούν επί της ουσίας μόνον οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι σε σχέση με τις πράξεις και τις συμπεριφορές οι οποίες προαναφέρθηκαν στη σκέψη 243.

4.      Επί της ουσίας

245    Κατά πάγια νομολογία, η οποία ισχύει mutatis mutandis και ως προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 340, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξωσυμβατική ευθύνη της ΕΚΤ, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, οι οποίες είναι το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο της Ένωσης, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του θεσμικού οργάνου και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 65). Εφόσον οι τρεις προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η έλλειψη έστω και μίας εξ αυτών αρκεί για να απορριφθεί η αγωγή αποζημίωσης (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 14).

246    Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει αρχικώς να εξεταστεί αν πληρούται η πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις, η οποία αφορά το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στους εναγομένους.

247    Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως διευκρινίσει, επ’ αυτού, ότι, για να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, απαιτείται να διαπιστωθεί κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος έχει ως σκοπό την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

248    Στο δικόγραφό τους, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν χωρίς να λάβουν υπόψη τα συμφέροντα της κλειστής ομάδας που αποτελείται από τους καταθέτες και/ή τους μετόχους των επηρεαζόμενων τραπεζών, όπερ ισοδυναμεί με σοβαρή και κατάφωρη παράβαση τριών κανόνων δικαίου της Ένωσης οι οποίοι αποσκοπούν στην προστασία των ιδιωτών, ήτοι του δικαιώματος ιδιοκτησίας, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

249    Το Συμβούλιο και η ΕΚΤ αντιτείνουν, κατ’ ουσίαν, ότι ούτε οι πράξεις και οι συμπεριφορές οι οποίες προαναφέρθηκαν στη σκέψη 243 ούτε τα ζημιογόνα μέτρα ενέχουν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

250    Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η προβαλλόμενη ζημία μπορεί να καταλογιστεί μόνο στην Κυπριακή Δημοκρατία, αποφεύγει να υπερασπιστεί συστηματικώς τη νομιμότητα των μέτρων που, κατά την άποψή της, μονομερώς ελήφθησαν από το κράτος μέλος και περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στο να διατυπώσει στοχευμένες παρατηρήσεις μόνον επί των παρανομιών τις οποίες επικαλούνται οι ενάγοντες.

251    Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει διαδοχικά τις προβαλλόμενες παραβάσεις, με πρώτη την προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας (βλ. σκέψεις 252 έως 402 κατωτέρω), δεύτερη την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. σκέψεις 404 έως 439 κατωτέρω) και τρίτη την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης (βλ. σκέψεις 440 έως 508 κατωτέρω).

1.      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας

252    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι στερήθηκαν του ιδιοκτησιακού τους δικαιώματος επί των καταθέσεών τους στις επηρεαζόμενες τράπεζες ή επί των μετοχών τους σε αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και κατά παραβίαση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ).

253    Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

254    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν είναι απόλυτο προνόμιο. Όπως προκύπτει από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι εξυπηρετούν σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Ένωση και ότι δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία του εν λόγω δικαιώματος (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 69 και 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

255    Από το δε άρθρο 12 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ προκύπτει ότι η υπογραφή μνημονίου κατανόησης όπως το μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 εξυπηρετεί σκοπό γενικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει η Ένωση, ήτοι τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Πράγματι, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην οικονομία της Ένωσης. Στον βαθμό που οι τράπεζες, οι οποίες αποτελούν βασική πηγή χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις, είναι συχνά συνδεδεμένες στενά μεταξύ τους, τυχόν αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων μίας ή περισσοτέρων τραπεζών ενέχει τον κίνδυνο ταχύτατης μετάδοσης στις λοιπές τράπεζες, είτε στο οικείο κράτος μέλος είτε σε άλλα κράτη μέλη, και, συνακόλουθα, τον κίνδυνο αρνητικών δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 71 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 10ης Ιουλίου 2012, Grainger κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2012:0710DEC003494010, §§ 39 και 42, και της 21ης Ιουλίου 2016, Μαματάς κ.λπ. κατά Ελλάδας, CE:ECHR:2016:0721JUD006306614, § 103).

256    Με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 73 έως 75), το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του προαναφερθέντος στη σκέψη 255 σκοπού γενικού συμφέροντος και ενόψει του επικείμενου κινδύνου περιουσιακών απωλειών τον οποίο διέτρεχαν οι καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών σε περίπτωση πτώχευσης των τελευταίων, τρία από τα ζημιογόνα μέτρα που περιγράφηκαν στις σκέψεις 31 έως 35 ανωτέρω δεν συνιστούσαν, όπως απορρέουν από τα σημεία 1.23 έως 1.27 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των ως άνω καταθετών και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως αδικαιολόγητοι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Μεταξύ των μέτρων αυτών καταλέγονταν, πρώτον, η ανάληψη από την BoC των εξασφαλισμένων καταθέσεων της Λαϊκής και η διατήρηση των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων στη Λαϊκή εν αναμονή της εκκαθάρισής της, δεύτερον, η μετατροπή του 37,5 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC σε μετοχές με πλήρη δικαιώματα ψήφου και δικαιώματα σε μέρισμα, καθώς και, τρίτον, το προσωρινό πάγωμα μέρους των υπόλοιπων μη εξασφαλισμένων καταθέσεων, με τη διευκρίνιση ότι, σε περίπτωση που θα διαπιστωνόταν ότι η BoC ήταν υπερκεφαλαιοποιημένη σε σχέση με τον στόχο του 9 % των βασικών ιδίων κεφαλαίων σε έλεγχο αντοχής, θα έπρεπε να κινηθεί διαδικασία αντιστροφής μετοχών για αποπληρωμή στους μη εξασφαλισμένους καταθέτες του ποσού της υπερκεφαλαιοποίησης (στο εξής, από κοινού: πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων ή πρώτα ζημιογόνα μέτρα).

257    Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν εξέτασε, στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701), αν ήταν συμβατά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας δύο άλλα ζημιογόνα μέτρα. Ειδικότερα πρόκειται, αφενός, για το μέτρο της πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων, όπως αυτό απορρέει από το σημείο 1.24 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 και προβλέπεται από τα διατάγματα 96 και 97 (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), και, αφετέρου, για το μέτρο της μείωσης της ονομαστικής αξίας ενός ευρώ κάθε συνήθους μετοχής της BoC σε ένα σεντ, μέτρο προβλεπόμενο τόσο από το διάταγμα 103 όσο και από τις τροποποιήσεις που έγιναν σε αυτό στις 30 Ιουλίου 2013, και εντασσόμενο στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης της BoC για την οποία γίνεται λόγος στο σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω) (στο εξής, από κοινού: δεύτερη ομάδα ζημιογόνων μέτρων).

258    Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει, σε πρώτο στάδιο, το συμβατό της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων με το δικαίωμα ιδιοκτησίας των εναγόντων (βλ. σκέψεις 259 έως 324 κατωτέρω) και, σε δεύτερο στάδιο, το ίδιο ζήτημα σε σχέση με τη δεύτερη ομάδα ζημιογόνων μέτρων (βλ. σκέψεις 326 έως 360 κατωτέρω). Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει, σε τρίτο στάδιο, τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται από τους ενάγοντες προς στήριξη της αιτίασής τους περί προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας και αφορούν παράβαση του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και παραβίαση των αρχών της επιείκειας και της συνέπειας (βλ. σκέψεις 362 έως 402 κατωτέρω).

1)      Επί της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων

259    Εν προκειμένω, οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν ότι, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701) (βλ. σκέψεις 255 και 256 ανωτέρω), ο σκοπός που επιδιωκόταν με την πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενικού συμφέροντος. Οι ενάγοντες αμφισβητούν, ωστόσο, κατά πόσον ισχύει στην προκειμένη περίπτωση το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση εκείνη, δηλαδή ότι τα πρώτα ζημιογόνα μέτρα δεν αποτελούσαν υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών και δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι περιόριζαν το δικαίωμα αυτό με αδικαιολόγητο τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλουν τρία επιχειρήματα σχετικά, πρώτον, με τη φύση της εξέτασης στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη (βλ. σκέψεις 260 έως 262 κατωτέρω), δεύτερον, με τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση επί της οποίας είχε εκδοθεί η ίδια απόφαση (βλ. σκέψεις 263 έως 266 κατωτέρω) και, τρίτον, με την τήρηση της αρχής ότι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. σκέψεις 267 έως 324 κατωτέρω).

1)      Επί της φύσης της εξέτασης στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C8/15 P έως C10/15 P, EU:C:2016:701)

260    Οι ενάγοντες επισημαίνουν ότι, στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701), το Δικαστήριο περιορίστηκε στο να εξετάσει την ύπαρξη ενδεχόμενης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας των καταθετών, με γνώμονα το γεγονός ότι στο μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 περιλήφθηκαν τα σημεία 1.23 έως 1.27, τα οποία αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων. Επομένως, το Δικαστήριο δεν εξέτασε τη συμπεριφορά των εναγομένων της οποίας τον παράνομο χαρακτήρα επικαλούνται οι ενάγοντες στην υπό κρίση υπόθεση. Η συμπεριφορά αυτή εντασσόταν σε μια αλληλουχία η οποία ξεκίνησε με τις παρεμβάσεις των εναγομένων πριν από την υπογραφή του μνημονίου και συνεχίστηκε με τις παρεμβάσεις τους μετά την υπογραφή του. Έτσι, τα σημεία 1.23 έως 1.27 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 περιγράφουν μέτρα τα οποία, κατά τους ενάγοντες, ελήφθησαν πριν από την υπογραφή του μνημονίου και μπορούν να αποδοθούν στους εναγομένους.

261    Το ως άνω επιχείρημα εκκινεί από εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701). Το Δικαστήριο όντως κατέληξε, με τη σκέψη 75 της απόφασης εκείνης, στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, επιτρέποντας να περιληφθούν στο μνημόνιο της 26ης Απριλίου 2013 τα σημεία 1.23 έως 1.27, συνέβαλε σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων. Εντούτοις, για να καταλήξει στο εν λόγω συμπέρασμα, το Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 73 και 74 της ίδιας απόφασης, αν αυτά καθ’ εαυτά τα πρώτα ζημιογόνα μέτρα, όπως απέρρεαν από τα σημεία 1.23 έως 1.27 του μνημονίου, προσέβαλλαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων. Η συλλογιστική η οποία αναπτύσσεται στις προαναφερθείσες σκέψεις της απόφασης εκείνης αφορούσε, συνεπώς, την εγγενή νομιμότητα των σχετικών μέτρων. Ο δε ισχυρισμός των εναγόντων ότι η καταγγελλόμενη συμπεριφορά εντάσσεται σε μια αλληλουχία έχει ήδη απορριφθεί στη σκέψη 158 ανωτέρω.

262    Κατά συνέπεια, το πρώτο επιχείρημα των εναγόντων είναι απορριπτέο.

2)      Επί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C8/15 P έως C10/15 P, EU:C:2016:701)

263    Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701), σχετικά με την ύπαρξη προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των στενών αιτημάτων που είχαν προβάλει οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση εκείνη. Ειδικότερα, είναι προφανές ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, ούτε το Γενικό Δικαστήριο ούτε το Δικαστήριο εξέτασαν το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο προς διαπίστωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Στην υπό κρίση υπόθεση όμως, οι ενάγοντες έχουν προσκομίσει πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με τις περιστάσεις οι οποίες οδήγησαν στη «δήλωση της Ευρωομάδας» και εξηγούν τη συμπεριφορά των εναγομένων τόσο πριν όσο και μετά τη δήλωση αυτή. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, τα οποία δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701), πρέπει να ελεγχθούν επισταμένως εν προκειμένω, για να κριθεί αν τα ζημιογόνα μέτρα συνιστούν υπέρμετρη επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των εναγόντων και για να εξασφαλιστεί το δικαίωμα των τελευταίων σε αποτελεσματική ένδικη προστασία.

264    Επ’ αυτού, τονίζεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι ενάγοντες αφορούν πρωτίστως τη δυνατότητα καταλογισμού των ζημιογόνων μέτρων στους εναγομένους και το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας. Τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν, αυτά καθ’ εαυτά, να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό ότι δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701), ως προς την ύπαρξη τέτοιας προσβολής.

265    Κατά συνέπεια, το δεύτερο επιχείρημα των εναγόντων είναι απορριπτέο, στον βαθμό που αφορά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού των ζημιογόνων μέτρων στους εναγομένους και με το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας.

266    Στον βαθμό, πάντως, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σκοπός ορισμένων από τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι ενάγοντες είναι να διαπιστωθεί ότι τα πρώτα ζημιογόνα μέτρα ενέχουν προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία θα εξεταστούν, εφόσον αυτό θα κριθεί αναγκαίο, στο πλαίσιο της εκτίμησης των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενάγοντες σχετικά με την αρχή ότι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

3)      Επί της τήρησης της αρχής ότι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό

267    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα πρώτα ζημιογόνα μέτρα ενείχαν πρόδηλη προσβολή του δικαιώματός τους στην ιδιοκτησία, καθόσον τα μέτρα αυτά δεν προβλέπονταν από τον νόμο και ελήφθησαν χωρίς να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους, ενώ μάλιστα υπήρχαν και λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως η σταδιακή απομείωση των καταθέσεων ανάλογα με το ύψος τους. Ως προς το σημείο αυτό, οι ενάγοντες είχαν ήδη αναφέρει, στο δικόγραφό τους, ότι από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη προέκυπτε ότι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας έπρεπε να προβλέπεται από τον νόμο και, παράλληλα, να είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

268    Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει κατά πόσον η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων συνάδει με την αρχή ότι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας πρέπει, αφενός, να προβλέπεται από τον νόμο και, αφετέρου, να είναι ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, η δε εξέταση αυτή θα γίνει διαδοχικά ως προς καθεμία από τις απαιτήσεις στις οποίες αναλύεται η ως άνω αρχή. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο θα λάβει υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 1.27 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις της BoC οι οποίες είχαν παγώσει, μπορούσαν να μετατραπούν σε μετοχές, όπερ συνέβη εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω).

i)      Επί της απαίτησης να προβλέπεται από τον νόμο οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας

269    Προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι τα ζημιογόνα μέτρα δεν προβλέπονταν από τον νόμο, οι ενάγοντες επικαλούνται τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), διάταξη η οποία απαιτεί να στηρίζεται οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε σαφές, προβλέψιμο και προσβάσιμο νομικό πλαίσιο.

270    Κατά τους ενάγοντες, κανένας κανόνας δικαίου της Ένωσης δεν επέτρεπε στους εναγομένους, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, να λάβουν τα ζημιογόνα μέτρα, τα οποία δεν ήταν, εξάλλου, σύμφωνα με «τις επιταγές της ασφάλειας δικαίου, του νομοτύπου των διαδικασιών και της προβλεψιμότητας». Ειδικότερα, τα ζημιογόνα μέτρα ελήφθησαν από τον διοικητή της ΚΤΚ βάσει της διακριτικής ευχέρειας που του παρείχε ένας αόριστος νόμος, ο οποίος δεν καθιέρωνε ούτε σαφή διαδικασία αποζημίωσης ούτε δικαίωμα ένδικης προστασίας, ενώ δεν προβλέφθηκε επίσης, ούτε σε εθνικό ούτε σε ενωσιακό επίπεδο, οποιαδήποτε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη ή οποιαδήποτε δυνατότητα των μετόχων και των καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών να διατυπώσουν την άποψή τους.

271    Το Συμβούλιο και η ΕΚΤ αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

272    Υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ουδείς επιτρέπεται να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Για να προσδιοριστεί η εμβέλεια του δικαιώματος αυτού, πρέπει, όπως ορίζει το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, να ληφθεί υπόψη το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 356). Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η φράση «προβλέπεται από τον νόμο» δεν επιβάλλει απλώς να έχει το καταγγελλόμενο μέτρο μια βάση στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά αναφέρεται και στην ποιότητα του οικείου νόμου, υπό την έννοια ότι αυτός πρέπει οπωσδήποτε να είναι προσβάσιμος στους ενδιαφερομένους και προβλέψιμος ως προς τα αποτελέσματά του (βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Ιουλίου 2010, Kurić κ.λπ. κατά Σλοβενίας, CE:ECHR:2010:0713JUD002682806, § 363).

273    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν τα ζημιογόνα μέτρα της πρώτης ομάδας ελήφθησαν χωρίς να υφίσταται σαφές, προσβάσιμο και προβλέψιμο νομοθετικό πλαίσιο το οποίο να εξασφαλίζει σύστημα αποζημίωσης και επαρκή ένδικη προστασία.

274    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι τα ζημιογόνα μέτρα ελήφθησαν από τον διοικητή της ΚΤΚ, βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, ο οποίος ψηφίστηκε από την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων.

275    Αληθεύει ότι, όπως ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν και οι ενάγοντες, ο νόμος της 22ας Μαρτίου 2013 παρέχει ευρείες εξουσίες στην ΚΤΚ. Η τελευταία μπορεί, ειδικότερα, να αναδιαρθρώσει τα χρέη και τις υποχρεώσεις ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση (άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), να απαιτήσει, ανεξαρτήτως άλλων νομοθετικών και καταστατικών διατάξεων, την αύξηση του κεφαλαίου τέτοιου ιδρύματος (άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013) και να διατάξει την πώληση ορισμένων εργασιών του, χωρίς να χρειάζεται να λάβει τη συγκατάθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των μετόχων του (άρθρο 9, παράγραφος 1, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013). Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 μπορούν να ληφθούν πολυάριθμα μέτρα ή μέτρα εκτεταμένης εμβέλειας δεν σημαίνει ότι ο νόμος αυτός είναι ασαφής, αόριστος ή στερείται προβλεψιμότητας.

276    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ο νόμος της 22ας Μαρτίου προβλέπει μια σειρά από εγγυήσεις υπέρ των πιστωτών και των μετόχων των οικείων τραπεζών. Κατ’ αρχάς, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του νόμου αυτού προβλέπει ότι οι μέτοχοι πιστωτικού ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημίες οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, ενώ οι πιστωτές τέτοιου ιδρύματος επωμίζονται τις ζημίες αυτές μόνο μετά τους μετόχους. Το δε άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του νόμου αυτού δεν επιτρέπεται να έχουν ως αποτέλεσμα να βρεθούν οι πιστωτές σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν αν το αντίστοιχο ίδρυμα ετίθετο υπό εκκαθάριση. Το άρθρο 12, παράγραφος 14, του ως άνω νόμου διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που πραγματοποιείται, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου, αναδιάρθρωση των χρεών και των υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος υποκείμενου σε εξυγίανση, τα θιγόμενα μέρη λαμβάνουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους, τουλάχιστον το ποσό το οποίο θα είχαν λάβει, βάσει του κυπριακού δικαίου, αν το πιστωτικό αυτό ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω).

277    Στη συνέχεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απαίτηση να προβλέπεται οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας από τον νόμο σημαίνει ότι πρέπει επίσης να προβλέπεται από τον νόμο και η διαδικασία αποζημίωσης της ζημίας που τυχόν προκύπτει από τον περιορισμό αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 ορίζει ότι όποιος θεωρεί ότι θίγεται αδικαιολόγητα το δικαίωμά του στην ιδιοκτησία από τα μέτρα εξυγίανσης διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου αυτού καθιστά σαφές ότι ο θιγόμενος, εφόσον θεωρεί ότι η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με τη θέση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο και η επηρεαζόμενη τράπεζα είχε τεθεί απευθείας υπό εκκαθάριση, μπορεί να προβάλει αξίωση αποζημίωσης αποκλειστικώς για τις ζημίες τις οποίες υπέστη, χωρίς όμως να στραφεί κατά διαδικασίας που έχει ολοκληρωθεί ή κατά οποιασδήποτε πράξης που έχει εκδοθεί ή μέτρου που έχει ληφθεί βάσει του συγκεκριμένου νόμου.

278    Ως προς το ζήτημα αυτό, οι ενάγοντες ισχυρίζονται, αφενός, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 3, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, οι προβαλλόμενες αξιώσεις δεν επιτρέπεται να στρέφονται ούτε κατά της Αρχής Εξυγίανσης, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 29 του νόμου αυτού, ούτε του προσώπου προς το οποίο έχει γίνει μεταβίβαση εργασιών, περιουσιακών στοιχείων ή στοιχείων του ενεργητικού κατ’ εφαρμογήν μέτρου εξυγίανσης. Οι ενάγοντες διατείνονται ότι είναι, ως εκ τούτου, αδύνατο να κατανοήσουν κατά ποιου θα μπορούσε να ασκηθεί η σχετική αγωγή.

279    Σημειωτέον επ’ αυτού ότι το ζήτημα κατά ποιου μπορεί να ασκηθεί αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε παρανόμως από μέτρο εξυγίανσης το οποίο ελήφθη βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 άπτεται του κυπριακού δικαίου. Δεν είναι δυνατόν, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι καν αρμόδιο να εξετάσει στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης. Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι ούτε το γράμμα του άρθρου 26, παράγραφος 3, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 ούτε τα δικόγραφα δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι είναι, στην πράξη, αδύνατη η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε παρανόμως από μέτρο εξυγίανσης το οποίο ελήφθη βάσει του νόμου αυτού. Επιπλέον, όπως αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι ενάγοντες, το άρθρο 29 του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Αρχής Εξυγίανσης σε περίπτωση κακής πίστης, δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους της.

280    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, αφετέρου, ότι το άρθρο 22 του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει μεν κατ’ αρχάς ότι πρέπει να διενεργηθεί, προς εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, μια αποτίμηση από την Αρχή Εξυγίανσης, πλην όμως της παρέχει εν συνεχεία πολύ ευρύ περιθώριο εκτίμησης. Οι ενάγοντες τονίζουν ότι, βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 7, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, η αποτίμηση αυτή δεν υπόκειται σε ξεχωριστό δικαστικό έλεγχο, αλλά εξετάζεται υποχρεωτικά μαζί με την απόφαση που λαμβάνεται «σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου». Κατά τους ενάγοντες, εξ αυτού συνάγεται ότι όποιος θεωρεί ότι η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σημαντικά κατόπιν της εφαρμογής μέτρου εξυγίανσης είναι υποχρεωμένος να αμφισβητήσει μια αποτίμηση η οποία διενεργείται κατ’ απόλυτη διακριτική ευχέρεια της Αρχής Εξυγίανσης. Έτσι, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς θα μπορούσε η αποτίμηση αυτή να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά, εκτός αν προέκυπτε υποτίμηση από το ίδιο της το περιεχόμενο.

281    Επισημαίνεται συναφώς ότι τίποτα στο άρθρο 22 του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η αποτίμηση δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή αποζημίωσης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι η διάταξη αυτή καθιστά, στην πράξη, αδύνατη ή αναποτελεσματική την άσκηση μιας τέτοιας αγωγής.

282    Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα ζημιογόνα μέτρα δεν περιελάμβαναν καμία εγγύηση που να επιτρέπει στους ενάγοντες να προβάλουν την άποψή τους. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι εφαρμοστέες διαδικασίες πρέπει να παρέχουν στον ενδιαφερόμενο κατάλληλη ευκαιρία για να εκθέσει στις αρμόδιες αρχές την άποψή του. Προς διασφάλιση της τήρησης της απαίτησης αυτής, η οποία είναι εγγενής στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ, οι εφαρμοστέες διαδικασίες πρέπει να εξετάζονται υπό ένα γενικό πρίσμα (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 368 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Ιουλίου 2004, Bäck κατά Φινλανδίας, CE:ECHR:2004:0720JUD003759897, § 56). Κατόπιν τούτου, η εν λόγω απαίτηση δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει, υπό όλες τις περιστάσεις, να μπορεί να διατυπώσει την άποψή του στις αρμόδιες αρχές πριν από τη λήψη των μέτρων που θίγουν το δικαίωμά του στην ιδιοκτησία (βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Maupas κ.λπ. κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2006:0919JUD001384402, § 20 και 21). Τούτο ισχύει, παραδείγματος χάριν, όταν τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούν κυρώσεις και εντάσσονται σε μια συγκυρία έκτακτης ανάγκης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Ειδικότερα, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, υπογραμμίζεται ότι, όπως υπενθύμισε και η ΕΚΤ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ζήτημα ήταν να αποτραπεί ο επικείμενος κίνδυνος κατάρρευσης των επηρεαζόμενων τραπεζών ώστε να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος και να προληφθεί, έτσι, τυχόν μετάδοση σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Αν είχε όμως διεξαχθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης, στο πλαίσιο της οποίας οι χιλιάδες καταθέτες και μέτοχοι των επηρεαζόμενων τραπεζών θα είχαν μπορέσει να διατυπώσουν την άποψή τους στην ΕΚΤ ώστε να ληφθεί υπόψη πριν από την έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων, θα είχε αναπόφευκτα καθυστερήσει η εφαρμογή των μέτρων που αποσκοπούσαν στην αποτροπή μιας τέτοιας κατάρρευσης. Θα διακυβευόταν, συνεπώς, σε σημαντικό βαθμό η υλοποίηση του σκοπού της διαφύλαξης της σταθερότητας του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος και, ως εκ τούτου, της πρόληψης τυχόν μετάδοσης σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιουλίου 2016, Μαματάς κ.λπ. κατά Ελλάδας, CE:ECHR:2016:0721JUD006306614, § 139).

283    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πάντως, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει στη διάθεσή του μια ένδικη διαδικασία η οποία να εμφανίζει τις απαιτούμενες δικονομικές εγγυήσεις, ώστε να μπορούν τα εθνικά δικαστήρια να αποφανθούν με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο επί των διαφορών που αφορούν την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 277 και 279 έως 281 ανωτέρω, τούτο συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

284    Τέταρτον, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, το γεγονός ότι δεν υπήρχαν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ενωσιακά μέτρα εναρμόνισης σε σχέση με τη διάσωση των τραπεζών με ίδια μέσα επ’ ουδενί σημαίνει ότι απαγορευόταν στα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα διάσωσης με ίδια μέσα. Ομοίως, δεν μπορεί να συναχθεί από την ανυπαρξία αυτή ότι απαγορευόταν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να στηρίξουν την εφαρμογή τέτοιων μέτρων από τις κυπριακές αρχές ή να απαιτήσουν τη διατήρησή τους σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής τους.

285    Κατόπιν των ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων δεν προβλεπόταν από τον νόμο.

ii)    Επί της απαίτησης να είναι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό

286    Οι ενάγοντες διατείνονται ότι τα πρώτα ζημιογόνα μέτρα δεν ήταν ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, επειδή οι ίδιοι επιβαρύνθηκαν υπερβολικά. Αφενός, κλήθηκαν να πληρώσουν για σφάλματα που οφείλονταν στην κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην παράλειψη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να παρέμβουν νωρίτερα και στην επιπολαιότητα της ΕΚΤ, της οποίας η «χαλαρή πολιτική» σε σχέση με τον ELA συνέτεινε σημαντικά στη συσσώρευση του χρέους της Λαϊκής. Αφετέρου, οι εναγόμενοι δεν έλαβαν υπόψη τους εναλλακτικά μέτρα, τα οποία θα περιόριζαν λιγότερο το δικαίωμα των εναγόντων στην ιδιοκτησία.

287    Το Συμβούλιο και η ΕΚΤ αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

288    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 73 έως 75), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ήδη ρητώς επί της αναλογικότητας της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων με τον επιδιωκόμενο σκοπό, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά δεν συνιστούν υπέρμετρη κι ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ίδια την ουσία του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών. Οι δε ενάγοντες δεν εξήγησαν για ποιους λόγους το ως άνω συμπέρασμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία και στην προκειμένη περίπτωση. Πρέπει, άρα, να γίνει δεκτό ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει, mutatis mutandis, και ως προς την υπό κρίση αιτίαση.

289    Δεύτερον και εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ενάγοντες προς στήριξη της αιτίασής τους σχετικά με έλλειψη αναλογικότητας της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων δεν δικαιολογούν, εν προκειμένω, διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο στο οποίο κατέληξε, επί του ίδιου ζητήματος, το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 73 έως 75).

290    Ως προς το σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας δεν πρέπει να είναι υπερβολικός. Αφενός, ο περιορισμός πρέπει να εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό γενικού συμφέροντος και να είναι όχι μόνον αναγκαίος αλλά και ανάλογος προς αυτόν. Αφετέρου, δεν πρέπει να θίγεται το «βασικό περιεχόμενο», δηλαδή η ουσία, του δικαιώματος ιδιοκτησίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 355 και 360, της 13ης Ιουνίου 2017, Florescu κ.λπ., C‑258/14, EU:C:2017:448, σκέψεις 53 και 54, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 200).

291    Σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης καλούνται, σε μια περίπλοκη και ρευστή συγκυρία, να προβούν σε τεχνικές επιλογές και να πραγματοποιήσουν σύνθετες προβλέψεις και εκτιμήσεις, πρέπει πάντως να τους αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη φύση και την έκταση των μέτρων σε σχέση με τα οποία τα θεσμικά αυτά όργανα είτε εκφράζουν τη στήριξή τους είτε απαιτούν τη διατήρησή τους σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, για να πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, απαιτείται να αποδειχθεί πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, από το αντίστοιχο θεσμικό όργανο, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Νικολάου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, C‑220/13 P, EU:C:2014:2057, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 68).

292    Τα επιχειρήματα των εναγόντων πρέπει να εξεταστούν βάσει αυτών ακριβώς των αρχών. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει, κατ’ αρχάς, αν τα πρώτα ζημιογόνα μέτρα ήταν πρόσφορα να συμβάλουν για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. σκέψεις 293 έως 299 κατωτέρω), στη συνέχεια, αν ήταν αναλογικά και αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού (βλ. σκέψεις 300 έως 313 κατωτέρω) και, τέλος, αν τα μειονεκτήματα που αυτά συνεπάγονταν ήταν υπέρμετρα σε σχέση με τον ίδιο πάντοτε σκοπό (βλ. σκέψεις 317 έως 323 κατωτέρω).

–       Επί της προσφορότητας της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων να συμβάλει στην υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού

293    Κατά τη νομολογία, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον ο υπό εξέταση περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας είναι πρόσφορος να συμβάλει στην υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 203).

294    Εν προκειμένω, αφενός, υπενθυμίζεται ότι τα ζημιογόνα μέτρα ελήφθησαν για να αντιμετωπιστεί μια κατάσταση στην οποία οι επηρεαζόμενες τράπεζες, αν δεν ανακεφαλαιοποιούνταν, θα ήταν εκτεθειμένες στον κίνδυνο μαζικών αναλήψεων από τα ταμεία τους άπαξ και έληγε η περίοδος του κλεισίματος των τραπεζών που διατάχθηκε στις 18 Μαρτίου 2013, οπότε υπήρχε το ενδεχόμενο να αναγκαστούν να παύσουν τις εργασίες τους και να απειληθούν με άτακτη πτώχευση. Όπως υπογράμμισε η ΕΚΤ σε απάντηση προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τα αποτελέσματα μιας τέτοιας αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους θα μπορούσαν να λάβουν συστημικό χαρακτήρα, απειλώντας την Κυπριακή Δημοκρατία με κρατική χρεωκοπία και δημιουργώντας τον κίνδυνο γρήγορης μετάδοσης σε άλλες τράπεζες, ιδίως κυπριακές. Θα πλήττονταν επίσης τόσο η εμπιστοσύνη των καταθετών αυτών των τραπεζών όσο και η φερεγγυότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία ήταν εγγυήτρια ορισμένων χρεών της Λαϊκής, ενώ θα απειλούνταν η σταθερότητα ολόκληρου του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως επισήμαναν η Επιτροπή και η ΕΚΤ, δεν θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μετάδοσης και σε άλλα κράτη μέλη, ή ακόμη και σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ.

295    Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή η ανάλυση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης στην Κύπρο και στην Ένωση κατά τον χρόνο που ελήφθησαν τα ζημιογόνα μέτρα ενείχε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι δεν τεκμηριώνονται με κανέναν τρόπο οι αόριστοι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι, λόγω του μικρού μεγέθους της κυπριακής οικονομίας, τυχόν χρεωκοπία του κράτους μέλους θα είχε περιορισμένο αντίκτυπο στη ζώνη του ευρώ. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε το μέγεθος του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερος του ΑΕΠ της Κύπρου κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ούτε τον κίνδυνο μετάδοσης σε άλλα κράτη μέλη.

296    Κατά το σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, σκοπός της μετατροπής του 37,5 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC ήταν να μπορέσει η συγκεκριμένη τράπεζα «να φθάσει ελάχιστο ποσό κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1) στο 9 % κάτω από το δυσμενές σενάριο του ελέγχου αντοχής μέχρι το τέλος του προγράμματος». Κατά το σημείο 1.27 του ίδιου μνημονίου, σκοπός της πρόσθετης μετατροπής καταθέσεων, όπως αυτή για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 33 ανωτέρω, ήταν να εξασφαλιστεί ότι θα επιτευχθεί ο ως άνω στόχος μέχρι το τέλος του προγράμματος. Επομένως, υπό τις περιστάσεις που περιγράφηκαν στη σκέψη 294 ανωτέρω, δεν ήταν προδήλως παράλογο να θεωρηθεί ότι τα μέτρα αυτά ήταν ικανά να σταθεροποιήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθιστώντας ιδίως εφικτή, όπως προκύπτει και από το σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, «την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και [τ]ην εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης».

297    Όσον αφορά δε το ζημιογόνο μέτρο της υποχρεωτικής ανάληψης από την BoC των εξασφαλισμένων καταθέσεων της Λαϊκής, ενώ οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις θα διατηρούνταν στη Λαϊκή εν αναμονή της εκκαθάρισής της, σκοπός του μέτρου αυτού ήταν, όπως προκύπτει από το δελτίο Τύπου της ΚΤΚ της 26ης Μαρτίου 2013, να καταστεί εφικτή η διχοτόμηση της Λαϊκής σε τράπεζα επισφαλειών και σε υγιή τράπεζα. Επομένως, υπό τις περιστάσεις που περιγράφηκαν στη σκέψη 294 ανωτέρω, δεν ήταν προδήλως παράλογο να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό ήταν ικανό να σταθεροποιήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτρέποντας την άτακτη πτώχευση.

298    Αφετέρου, υπογραμμίζεται ότι το υπερβολικό μέγεθος του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν μεταξύ των βασικών αιτίων της τραπεζικής κρίσης. Όπως προκύπτει από το προοίμιο μιας έκθεσης που κατάρτισε το ΔΝΤ τον Μάιο του 2013, οι σημαντικές εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες οι οποίες έπλητταν την κυπριακή οικονομία ήδη πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση επιδεινώθηκαν λόγω των αδυναμιών και του δυσανάλογου μεγέθους του τραπεζικού τομέα. Το μέγεθος του τομέα αυτού, ο οποίος ήταν πολύ εκτεθειμένος στην Ελλάδα, αντιστοιχούσε σε ποσοστό ίσο με το 800 % του κυπριακού ΑΕΠ, όπως έχει ήδη επισημανθεί (βλ. σκέψη 295 ανωτέρω).

299    Η πρώτη σειρά ζημιογόνων μέτρων περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή του μέτρου της απομείωσης των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της BoC, οπότε θα καθιστούσε εφικτό τον περιορισμό του μεγέθους του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα. Επομένως, υπό τις περιστάσεις που περιγράφηκαν στη σκέψη 298 ανωτέρω, δεν ήταν προδήλως παράλογο να θεωρηθεί ότι η απομείωση αυτή θα συνέβαλλε στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ.

–       Επί της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων

300    Κατά τη νομολογία, πρέπει να ελεγχθεί αν ο υπό εξέταση περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας υπερβαίνει τα όρια του κατάλληλου και του αναγκαίου για την υλοποίηση των σκοπών που επιδιώκονται με την οικεία ρύθμιση. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 205 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

301    Εν προκειμένω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται, πρώτον, ότι δεν ελήφθησαν υπόψη άλλες εναλλακτικές λύσεις, πέραν της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων, οι οποίες θα περιόριζαν λιγότερο το δικαίωμά τους στην ιδιοκτησία. Κατά τους ενάγοντες, ήταν δυνατό να σωθεί η οικονομία της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς οι ίδιοι να επιβαρυνθούν σε τόσο μεγάλο βαθμό. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι η περιουσία τους απαλλοτριώθηκε χωρίς να λάβουν, ως αντάλλαγμα, αποζημίωση που θα μπορούσε να θεωρηθεί δίκαιη κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη.

302    Πρώτον, όσον αφορά τη λήψη υπόψη λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών, από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι, όπως εύστοχα σημειώνει το Συμβούλιο, οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση πέραν αυτής που προκρίθηκε είτε ήταν ανέφικτη είτε δεν θα απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι κυπριακές αρχές έλαβαν τα ζημιογόνα μέτρα αφότου απορρίφθηκε, από την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων, ένα μέτρο το οποίο θα ήταν για τα συμφέροντα των εναγόντων λιγότερο επαχθές σε σύγκριση με την πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων, ήτοι η θέσπιση εισφοράς επί των όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

303    Επιπλέον, σύμφωνα με έκθεση που κατάρτισε το ΔΝΤ τον Μάιο του 2013, αν είχε επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας με το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των επηρεαζόμενων τραπεζών, το κυπριακό δημόσιο χρέος θα είχε αυξηθεί σε σημείο που δεν θα ήταν πλέον βιώσιμο. Ειδικότερα, από το σημείο 11 της έκθεσης αυτής προκύπτει ότι, σε περίπτωση εισφοράς δημόσιου κεφαλαίου στις επηρεαζόμενες τράπεζες, το χρέος αυτό θα ανερχόταν περίπου στο 150 % του κυπριακού ΑΕΠ, με κίνδυνο να αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Κατά το ΔΝΤ, τούτο θα συνεπαγόταν ασφυκτικό βάρος για τους Κύπριους φορολογουμένους, ενώ το μέγεθος του τραπεζικού τομέα, το οποίο καταλεγόταν μεταξύ των βασικών αιτιών της κρίσης (βλ. σκέψη 298 ανωτέρω), θα παρέμενε υπερβολικό και θα εξακολουθούσε να απειλεί την Κυπριακή Δημοκρατία.

304    Τέλος, από το σημείο 11 της προαναφερθείσας στη σκέψη 303 έκθεσης προκύπτει ότι δεν ήταν διαθέσιμες λύσεις οι οποίες να μη δημιουργούν χρέος, όπως η ανακεφαλαιοποίηση των επηρεαζόμενων τραπεζών απευθείας από τον ΕΜΣ ή απλώς η πώλησή τους. Η δε έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα έλυνε εν μέρει μόνον τα προβλήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα επέφερε σημαντικές απώλειες, τόσο για τους φορολογουμένους όσο και για τους ασφαλισμένους καταθέτες.

305    Οι ενάγοντες διατείνονται, ωστόσο, αφενός, ότι θα έπρεπε να έχουν εξεταστεί και άλλα μέτρα και, αφετέρου, ότι οι εναγόμενοι παρέβησαν την υποχρέωσή τους να λάβουν υπόψη περιπτώσεις συγκρίσιμες με εκείνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή τις περιπτώσεις των τεσσάρων άλλων ΚΜΖΕ που είχαν ήδη λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή, ήτοι της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας.

306    Αφενός, όσον αφορά την ύπαρξη λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών μέτρων, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ήταν απολύτως εφικτό, ακόμη και εντός του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο έπρεπε να συμφωνηθούν τα μέτρα διάσωσης, να προβλεφθεί ένα διαφορετικό σύστημα απομείωσης που να λαμβάνει υπόψη το ύψος των καταθέσεων στις επηρεαζόμενες τράπεζες. Κατά τους ενάγοντες, θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να προβλεφθεί είτε ότι η απομείωση θα υπολογίζεται βάσει ποσοστού επί του ποσού κατά το οποίο η εκάστοτε κατάθεση υπερβαίνει τα 100 000 ευρώ, είτε ότι θα ισχύει ένα προοδευτικό σύστημα, όπου το ποσοστό της απομείωσης θα αυξάνεται όταν το ποσό της κατάθεσης υπερβαίνει ορισμένο όριο.

307    Διαπιστώνεται όμως ότι οι ενάγοντες δεν προσκομίζουν κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι εξάλλου δεν εξειδικεύονται καθόλου με μορφή αριθμητικών στοιχείων. Οι ενάγοντες δεν διευκρινίζουν σε κανένα σημείο επί ποιου ποσοστού ή πέραν ποιου ορίου θα εφαρμοζόταν το μέτρο της απομείωσης, ούτε αποδεικνύουν ότι η προσέγγιση την οποία προκρίνουν θα επέτρεπε στην BoC να φθάσει την ελάχιστη αναλογία βασικών ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013.

308    Είναι, παρά ταύτα, δυνατό να συναχθεί από τους ισχυρισμούς των εναγόντων ότι η προσέγγιση αυτή θα απέφερε στην ανακεφαλαιοποίηση της BoC λιγότερα κεφάλαια από εκείνα τα οποία εξασφαλίστηκαν χάρη στην πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθούν οι εξασφαλισμένες καταθέσεις, η απομείωση την οποία προτείνουν οι ενάγοντες θα αφορούσε κατ’ ανάγκην, όπως και η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων, μόνον τις καταθέσεις ύψους άνω των 100 000 ευρώ. Εντούτοις, αντιθέτως προς τα πρώτα ζημιογόνα μέτρα, μια τέτοια απομείωση θα αφορούσε μόνον ένα ποσοστό του συνολικού αριθμού αυτών των καταθέσεων.

309    Το ποσοστό αυτό όμως είτε δεν θα ήταν αρκετά υψηλό ώστε να μπορέσει η BoC να φθάσει το επίπεδο βασικών ιδίων κεφαλαίων που θέτουν ως στόχο τα σημεία 1.26 και 1.27 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, οπότε η προτεινόμενη από τους ενάγοντες προσέγγιση δεν θα καθιστούσε δυνατή την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, είτε θα ήταν αρκετά υψηλό και ο στόχος θα επιτυγχανόταν, οπότε οι ενάγοντες θα υφίσταντο απώλειες οι οποίες δεν έχει αποδειχθεί ότι θα ήταν σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες που υπέστησαν εξαιτίας της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων. Τούτο συνέβη έστω και αν υποτεθεί ότι η απομείωση η οποία εφαρμόστηκε στην πράξη υπερέβαινε αυτό που ήταν απολύτως αναγκαίο για να φθάσει η BoC σε επίπεδο βασικών ιδίων κεφαλαίων υψηλότερο από εκείνο στο οποίο αναφέρονταν τα σημεία 1.26 και 1.27 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013. Πράγματι, το σημείο 1.27 του μνημονίου αυτού, το οποίο επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 6, παράγραφος 5, του διατάγματος 103, προβλέπει ότι, σε περίπτωση που θα διαπιστωνόταν ότι η BoC ήταν υπερκεφαλαιοποιημένη σε σχέση με τον στόχο του 9 % των βασικών ιδίων κεφαλαίων σε έλεγχο αντοχής, θα έπρεπε να κινηθεί διαδικασία αντιστροφής μετοχών για αποπληρωμή στους μη εξασφαλισμένους καταθέτες του ποσού της υπερκεφαλαιοποίησης.

310    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ήταν αναγκαίο οι κυπριακές αρχές να ενεργήσουν ταχέως κατά τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων. Η ταχύτητα με την οποία ελήφθησαν τα ζημιογόνα μέτρα δεν συνιστά, όπως αφήνουν κατ’ ουσίαν να εννοηθεί οι ενάγοντες, ένδειξη ότι δεν ελήφθη υπόψη το δικαίωμά τους χρηστής διοίκησης, αλλά μαρτυρεί αντιθέτως το επείγον της κατάστασης στην οποία βρισκόταν η Κυπριακή Δημοκρατία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 282, το ζήτημα ήταν να αποτραπεί ο επικείμενος κίνδυνος κατάρρευσης των επηρεαζόμενων τραπεζών προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος και να προληφθεί έτσι ο κίνδυνος μετάδοσης σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Η εκπόνηση διαφοροποιημένου συστήματος απομείωσης, όπως αυτού που προτείνουν οι ενάγοντες, σε μια τέτοια συγκυρία θα απαιτούσε από τις κυπριακές αρχές να αναλάβουν ένα ιδιαιτέρως δύσκολο και αβέβαιο εγχείρημα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα επιλεγόμενα ποσοστά και τα όρια θα επέτρεπαν στην BoC να φθάσει στο ελάχιστο επίπεδο βασικών ιδίων κεφαλαίων στο οποίο αναφέρονται τα σημεία 1.26 και 1.27 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, όπερ θα συνεπαγόταν σημαντικούς κινδύνους για την ανακεφαλαιοποίηση της BoC (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιουλίου 2016, Μαματάς κ.λπ. κατά Ελλάδας, CE:ECHR:2016:0721JUD006306614, § 139).

311    Αφετέρου, όσον αφορά την ύπαρξη συγκρίσιμων περιπτώσεων, επισημαίνεται ότι τα μέτρα από τα οποία μπορεί να εξαρτάται η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ (ή από άλλους διεθνείς οργανισμούς, θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης ή κράτη) προς επίλυση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει ένα κράτος ενόψει της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού του συστήματος ενδέχεται να διαφέρουν ριζικά από τη μία περίπτωση στην άλλη, ανάλογα τόσο με την αποκτηθείσα πείρα όσο και με το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης. Μεταξύ αυτών των περιστάσεων καταλέγονται η οικονομική κατάσταση του κράτους που λαμβάνει τη συνδρομή, το ύψος της ενίσχυσης σε σχέση με το σύνολο της οικονομίας του, οι προοπτικές επιστροφής των οικείων τραπεζών στην οικονομική βιωσιμότητα και οι αιτίες των δυσχερειών τις οποίες αυτές αντιμετωπίζουν, περιλαμβανομένου ενδεχομένως του υπερβολικού μεγέθους του τραπεζικού τομέα του εν λόγω κράτους σε σύγκριση με την εθνική του οικονομία, καθώς και η εξέλιξη της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας ή η αυξημένη πιθανότητα να χρειαστούν μελλοντικές παρεμβάσεις του ΕΜΣ (ή άλλων διεθνών οργανισμών, θεσμικών και άλλων οργάνων της Ένωσης ή κρατών) προς στήριξη άλλων κρατών σε δυσχέρειες, με συνέπεια να απαιτείται ο προληπτικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα ποσά που δεσμεύονται για την κάθε παρέμβαση.

312    Εν προκειμένω όμως οι ενάγοντες περιορίζονται απλώς στο να συγκρίνουν το μέγεθος (απόλυτο και σχετικό) της χρηματοπιστωτικής συνδρομής την οποία έλαβαν, αφενός, η Κυπριακή Δημοκρατία και, αφετέρου, η Ιρλανδία, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία. Συνεπώς, οι ενάγοντες ούτε αποδεικνύουν ούτε καν ισχυρίζονται ότι οι αντίστοιχοι χρηματοπιστωτικοί τομείς των άλλων ΚΜΖΕ που έλαβαν τέτοια συνδρομή, μεταξύ των οποίων και η Ελληνική Δημοκρατία, χαρακτηρίζονταν, όπως εκείνος της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. σκέψη 298 ανωτέρω), από υπερβολικό μέγεθος σε σχέση με το μέγεθος των εθνικών οικονομιών αυτών των ΚΜΖΕ. Αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι οι αντίστοιχοι χρηματοπιστωτικοί τομείς των ως άνω κρατών μελών εμφάνιζαν μικρότερες ανισορροπίες απ’ ό,τι ο συγκεκριμένος τομέας στην Κυπριακή Δημοκρατία. Παραδείγματος χάριν, σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 20 Μαρτίου 2013 μεταφέρεται η εκτίμηση μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ ότι ο κυπριακός τραπεζικός τομέας παρουσίαζε «μοναδικές ιδιαιτερότητες», αφού σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης ο τραπεζικός τομέας δεν χαρακτηριζόταν, ούτε κατά διάνοια, από τέτοια ανισορροπία.

313    Επίσης, οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν ότι η διαφορετική μεταχείριση, αφενός, της Κυπριακής Δημοκρατίας και, αφετέρου, της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας ήταν αδύνατο να δικαιολογηθεί από την αποκτηθείσα πείρα και από διαφορές στην οικονομική κατάσταση των αντίστοιχων ΚΜΖΕ, στις προοπτικές των οικείων τραπεζών να καταστούν εκ νέου βιώσιμες, στην εξέλιξη της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας ή ακόμη στην αυξημένη πιθανότητα να χρειαστούν μελλοντικές παρεμβάσεις του ΕΜΣ προς στήριξη άλλων κρατών με προβλήματα, λόγω της οποίας θα μπορούσε να απαιτηθεί ο καθορισμός ανωτάτου ορίου στα ποσά που δεσμεύονται για την κάθε παρέμβαση.

314    Δεύτερον, όσον αφορά την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης στους ενάγοντες και εφόσον υποτεθεί ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων συνεπαγόταν αποστέρηση του δικαιώματός τους στην ιδιοκτησία, υπενθυμίζεται ότι, χωρίς την καταβολή ποσού που να είναι ευλόγως ανάλογο της αξίας του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου, η αποστέρηση περιουσίας θεωρείται, κατά κανόνα, ότι θίγει σε υπερβολικό βαθμό το δικαίωμα ιδιοκτησίας (βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Φεβρουαρίου 1986, James κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1986:0221JUD000879379, § 54). Στην περίπτωση τίτλου, το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει της πραγματικής αγοραίας αξίας του τίτλου κατά τον χρόνο θέσπισης της επίδικης ρύθμισης, και όχι βάσει της ονομαστικής του αξίας ή του ποσού το οποίο ο κάτοχος του τίτλου προσδοκούσε να εισπράξει όταν τον απέκτησε (βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιουλίου 2016, Μαματάς κ.λπ. κατά Ελλάδας, CE:ECHR:2016:0721JUD006306614, § 112). Εν προκειμένω, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αυθαίρετα το ύψος μιας υποθετικής αποζημίωσης την οποία θα έπρεπε να εισπράξουν οι ενάγοντες υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι οι επηρεαζόμενες τράπεζες, αν δεν ανακεφαλαιοποιούνταν, διέτρεχαν τον κίνδυνο να αναγκαστούν να παύσουν τις εργασίες τους, οπότε θα απειλούνταν με άτακτη πτώχευση (βλ. σκέψη 294 ανωτέρω). Οι ενάγοντες όμως δεν απέδειξαν ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η πραγματική αγοραία αξία των περιουσιακών τους στοιχείων δικαιολογούσε την καταβολή αποζημίωσης.

315    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει και από τις σκέψεις 277, 279 και 281 ανωτέρω, το άρθρο 26 του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει ότι όποιος θεωρεί ότι θίγεται αδικαιολόγητα το δικαίωμά του στην ιδιοκτησία από τα μέτρα εξυγίανσης διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι παρανόμως στερήθηκαν δίκαιης αποζημίωσης.

316    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων υπερβαίνει τα όρια αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών.

–       Επί των μειονεκτημάτων τα οποία συνεπαγόταν η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων

317    Κατά τη νομολογία, πρέπει να ελεγχθεί αν τα μειονεκτήματα τα οποία συνεπαγόταν ο υπό εξέταση περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας ήταν υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψεις 205 και 209).

318    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι οι τραπεζικές καταθέσεις δεν είναι εντελώς απαλλαγμένες από κινδύνους. Ειδικότερα, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το άρθρο 7, παράγραφος 1α, της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθώς επίσης των οδηγιών 94/19/ΕΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ 2005, L 79, σ. 9), και με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 (ΕΕ 2009, L 68, σ. 3), επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίσουν ότι το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται σε 100 000 ευρώ για την περίπτωση που οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες. Κατόπιν τούτου, οι καταθέτες όφειλαν να έχουν επίγνωση ότι υπήρχε, σε περίπτωση που οι καταθέσεις καθίσταντο μη διαθέσιμες, κίνδυνος να απολέσουν πλήρως ή εν μέρει τα ποσά κατά τα οποία οι καταθέσεις τους στις επηρεαζόμενες τράπεζες υπερέβαιναν το όριο των 100 000 ευρώ.

319    Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει ότι οι μέτοχοι πιστωτικού ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημίες οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, ενώ οι πιστωτές τέτοιου ιδρύματος επωμίζονται τις ζημίες αυτές μόνο μετά τους μετόχους. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών κλήθηκαν μετά τους μετόχους τους να επωμιστούν τις απώλειες οι οποίες οφείλονταν στην εφαρμογή των ζημιογόνων μέτρων.

320    Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νόμος της 22ας Μαρτίου 2013 εγγυάται στους καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας με εκείνο που θα τους παρεχόταν σε περίπτωση εκκαθάρισης των τραπεζών αυτών. Πράγματι, από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ως άνω νόμου προκύπτει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του νόμου αυτού δεν επιτρέπεται να περιαγάγουν τους πιστωτές των επηρεαζόμενων τραπεζών σε δυσμενέστερη οικονομική κατάσταση από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση εκκαθάρισης των τελευταίων. Το δε άρθρο 12, παράγραφος 14, του ίδιου νόμου διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που πραγματοποιείται, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου, αναδιάρθρωση των χρεών και των υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος υποκείμενου σε εξυγίανση, τα θιγόμενα μέρη λαμβάνουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους, τουλάχιστον το ποσό το οποίο θα είχαν λάβει, βάσει του κυπριακού δικαίου, αν το πιστωτικό αυτό ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω).

321    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, ελλείψει δημόσιας παρέμβασης, οι επηρεαζόμενες τράπεζες θα έπρεπε κατά πάσα πιθανότητα να τεθούν υπό εκκαθάριση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 12 του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 εξασφάλισαν, επομένως, ότι τα θιγόμενα μέρη δεν θα βρεθούν, λόγω της εφαρμογής της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων, σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία θα περιέρχονταν αν οι κυπριακές αρχές δεν είχαν παρέμβει (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:102, σημείο 90).

322    Τέταρτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε συμφωνία με τα όσα ορίζει το άρθρο 1.27 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, το άρθρο 6, παράγραφος 5, του διατάγματος 103 προβλέπει ότι, αν οι συνεισφορές των μη εξασφαλισμένων καταθετών της BoC υπερβούν ό,τι απαιτείται για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής της επάρκειας, η Αρχή Εξυγίανσης θα προσδιορίσει το καθ’ υπέρβαση ποσό, το οποίο θα τύχει μεταχείρισης ως αν δεν είχε επέλθει η μετατροπή.

323    Επιβάλλεται συνεπώς το συμπέρασμα ότι, λαμβανομένης υπόψη και της σημασίας των επιδιωκόμενων σκοπών (βλ. σκέψεις 254 και 255), δεν ήταν προδήλως υπέρμετρα τα μειονεκτήματα τα οποία συνεπαγόταν η εφαρμογή της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων επί των εναγόντων.

324    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εναγόντων. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την απόφαση 2013/236, απαίτησε τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής ενός μέτρου που ενείχε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εναγόντων, ούτε ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ, παρέχοντας τη στήριξή τους στην πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων, συνέβαλαν σε μια τέτοια προσβολή.

325    Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή και η ΕΚΤ συνέβαλαν σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εναγόντων παρέχοντας τη στήριξή τους στη δεύτερη ομάδα ζημιογόνων μέτρων.

2)      Επί της δεύτερης ομάδας ζημιογόνων μέτρων

326    Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει κατά πόσο συνάδουν με το δικαίωμα ιδιοκτησίας των εναγόντων, πρώτον, η μείωση της ονομαστικής αξίας ενός ευρώ καθεμίας από τις συνήθεις μετοχές τους σε ένα σεντ (βλ. σκέψεις 327 έως 331 κατωτέρω) και, δεύτερον, η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων (βλ. σκέψεις 332 έως 359 κατωτέρω).

1)      Επί της μείωσης της ονομαστικής αξίας των συνήθων μετοχών της BoC

327    Οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν ότι, όπως και η μετατροπή των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων στην BoC, η μείωση της ονομαστικής αξίας ενός ευρώ κάθε συνήθους μετοχής της BoC σε ονομαστική αξία ενός σεντ, η οποία προβλεπόταν από το διάταγμα 103 και συνέβαλλε στην ανακεφαλαιοποίηση της BoC κατά την έννοια του σημείου 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, αποσκοπούσε στην αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων της BoC και, κατ’ επέκταση, στη διασφάλιση της σταθερότητας του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 255 νομολογία.

328    Εντούτοις, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 267, 269, 270, 301, 305 και 306 ανωτέρω, το μέτρο της μείωσης της ονομαστικής αξίας των μετοχών της BoC δεν ελήφθη υπό όρους προβλεπόμενους από τον νόμο και δεν είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

329    Ως προς το σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι, για λόγους ανάλογους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 272 έως 284 ανωτέρω, το συγκεκριμένο μέτρο, το οποίο προβλέπεται ρητώς στο διάταγμα 103 όπως έχει τροποποιηθεί, ελήφθη υπό όρους προβλεπόμενους από τον νόμο.

330    Το εν λόγω μέτρο είναι επίσης ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφού το σκεπτικό που αναπτύχθηκε στις σκέψεις 289 έως 325 ανωτέρω ισχύει mutatis mutandis και ως προς αυτό. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί, κατ’ αρχάς, ότι η μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών της BoC είχε ως σκοπό να συμβάλει στην ανακεφαλαιοποίησή της, στην οποία αναφέρεται το σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013. Με αυτό το δεδομένο και βάσει της συλλογιστικής που εκτέθηκε στις σκέψεις 294 έως 296 ανωτέρω, το μέτρο ήταν πρόσφορο να συμβάλει στον σκοπό της διασφάλισης της σταθερότητας του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Εξάλλου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι πρόκειται για μέτρο που δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την υλοποίηση του σκοπού. Πράγματι, για τους λόγους που έγιναν δεκτοί με τις σκέψεις 302 έως 313 ανωτέρω, οι λιγότερο περιοριστικές εναλλακτικές λύσεις στις οποίες αναφέρονται οι ενάγοντες είτε δεν ήταν εφικτές είτε δεν μπορούσαν να αποφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Τέλος, κρίνεται ότι, λαμβανομένης επίσης υπόψη της σημασίας του επιδιωκόμενου σκοπού, το επίμαχο μέτρο δεν συνεπάγεται υπέρμετρα μειονεκτήματα. Ειδικότερα, αφενός, από τη στιγμή που οι καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, όπως οι επηρεαζόμενες τράπεζες, δεν είναι εντελώς απαλλαγμένες από κινδύνους, το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις μετοχές τέτοιων ιδρυμάτων. Εν αντιθέσει προς τους καταθέτες, των οποίων οι καταθέσεις είναι, τουλάχιστον εν μέρει, προστατευμένες σε περίπτωση που καταστούν μη διαθέσιμες, οι μέτοχοι των τραπεζών αναλαμβάνουν, κατ’ αρχήν, πλήρως τον κίνδυνο των επενδύσεών τους. Πρέπει επιπλέον να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει ότι οι μέτοχοι ιδρύματος το οποίο υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημίες που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, ενώ οι πιστωτές τέτοιου ιδρύματος επωμίζονται τις ζημίες αυτές μετά τους μετόχους. Επομένως, οι μέτοχοι της BoC όφειλαν να έχουν επίγνωση του κινδύνου απώλειας της επενδύσεώς τους. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι οι εγγυήσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 12, παράγραφος 14, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 ίσχυαν υπέρ των μετόχων, όπως και υπέρ των καταθετών της BoC.

331    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών της BoC συνιστά υπέρμετρη κι ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ίδια την ουσία του δικαιώματος των εναγόντων στην ιδιοκτησία.

2)      Επί της πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων

332    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ούτε ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς ούτε ότι προβλέπεται από τον νόμο ή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

333    Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, η οποία μνημονεύεται στο σημείο 1.24 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 και προβλέπεται από τα διατάγματα 96 και 97, δικαιολογούνταν, όπως άλλωστε και τα ήδη εξετασθέντα ζημιογόνα μέτρα, από τον γενικού συμφέροντος σκοπό της διασφάλισης της σταθερότητας του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 255 νομολογία.

334    Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι η πώληση αυτή αποσκοπούσε, λαμβανομένης υπόψη της αμοιβαίας έκθεσης Ελλάδας και Κύπρου, στο να αποτρέψει τυχόν γενική αποσταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων αμφότερων των κρατών μελών.

335    Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, στην αιτιολογική σκέψη 302 της απόφασης (ΕΕ) 2015/455 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις SA.34826 (2012/C), SA.36005 (2013/NN) που εφάρμοσε η Ελλάδα για τον όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ (ΕΕ 2015, L 80, σ. 49), σημειώνεται ότι η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών αποσκοπούσε στη διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και στο να εξασφαλιστεί ότι οι κυπριακές τράπεζες θα κατόρθωναν να προβούν στην πώληση των υποκαταστημάτων αυτών προτού χάσουν την αξία τους.

336    Ομολογουμένως, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεωρούσε ότι η πώληση των υποκαταστημάτων αυτών ήταν αναγκαία προς διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν προκύπτουν σαφώς από την απόφαση 2015/455. Ωστόσο, όπως συμφώνησαν κατ’ ουσίαν και οι ενάγοντες με την απάντησή τους σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται σε μια εσωτερική έκθεση της ΕΚΤ, με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 2013. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι ο σκοπός της πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων ήταν να αποφευχθεί κάθε ενδεχόμενο μετάδοσης από το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο αντίστοιχο ελληνικό και, ως εκ τούτου, να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του τελευταίου. Το ζήτημα ήταν να αποτραπεί ένα γενικευμένο κύμα αναλήψεων στην Ελλάδα σε περίπτωση είτε πτώχευσης της Λαϊκής είτε απομείωσης των καταθέσεων στην BoC. Ειδικότερα, όπως διευκρίνισε η ΕΚΤ σε απάντηση προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπήρχε ο φόβος ότι οι δικαιούχοι καταθέσεων στα ελληνικά υποκαταστήματα θα εισέρρεαν μαζικά στα ταμεία, λόγω της γενικής κατάστασης στην Κυπριακή Δημοκρατία και λαμβανομένου υπόψη ότι ίσχυε για τις καταθέσεις τους το κυπριακό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων (βλ. σκέψη 456 κατωτέρω).

337    Τούτο θα έπληττε τη βιωσιμότητα των ελληνικών υποκαταστημάτων, ή ακόμη και των επηρεαζόμενων τραπεζών στις οποίες αυτά ανήκαν, ενώ θα μειωνόταν, κατ’ επέκταση, η αξία των στοιχείων του ενεργητικού τους. Τέτοιες εξελίξεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την επανακτηθείσα εμπιστοσύνη του κοινού στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, του οποίου οι καταθέσεις άρχιζαν να ανακάμπτουν μετά από δύο έτη έντονης πτώσης. Ήταν λοιπόν υψηλός ο κίνδυνος μαζικών αναλήψεων στην Ελλάδα, όπερ, εξ αντανακλάσεως, θα επέτεινε τις ήδη ισχνές δυνατότητες χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών και θα καθιστούσε αναγκαία την αύξηση της ρευστότητας που παρεχόταν σε αυτές μέσω του ELA, σε τέτοιο επίπεδο ώστε πλέον να υπερβαίνει ενδεχομένως τις πραγματικές δυνατότητες των τραπεζών του Ευρωσυστήματος.

338    Αφετέρου, από τις απαντήσεις των εναγόντων, της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου συνάγεται ότι η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων αποσκοπούσε επίσης στην προστασία του κυπριακού τραπεζικού τομέα από το ενδεχόμενο μετάδοσης, ιδίως σε περίπτωση πιθανής επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα. Πράγματι, με την απάντησή της σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή παραπέμπει σε έκθεση την οποία είχε καταρτίσει η ίδια τον Μάιο του 2013, όπου αναφέρεται ότι οι κυπριακές τράπεζες, και πρωτίστως η Λαϊκή, ήταν ιδιαιτέρως εκτεθειμένες στα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

339    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων προβλεπόταν από τον νόμο και αν, υπό το πρίσμα του προαναφερθέντος στις σκέψεις 333 και 334 σκοπού γενικού συμφέροντος, η πώληση αυτή συνιστά υπέρμετρη κι ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ίδια την ουσία του δικαιώματος των εναγόντων στην ιδιοκτησία.

340    Επ’ αυτού, αφενός, για λόγους ανάλογους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 272 έως 284 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων προβλεπόταν από τον νόμο.

341    Αφετέρου, ως προς την αναλογικότητα της πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι αυτή ήταν πρόσφορη να συμβάλει στην υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, περιορίζοντας την αμοιβαία έκθεση των τραπεζικών συστημάτων της Ελλάδας και της Κύπρου.

342    Εν συνεχεία, δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι οι επιδιωκόμενοι σκοποί θα μπορούσαν να επιτευχθούν με την εφαρμογή μέτρων λιγότερο επαχθών από την αναγκαστική πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων. Στο πλαίσιο της αιτίασής τους περί παραβίασης της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, οι ενάγοντες ισχυρίζονται, ασφαλώς, ότι οι σκοποί αυτοί θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω «της κατανομής του κόστους της διάσωσης με ίδια μέσα μεταξύ των Κυπρίων φορολογουμένων».

343    Επισημαίνεται ωστόσο ότι, όπως επιβεβαίωσαν κατ’ ουσίαν οι ενάγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το μέτρο αυτό θα σήμαινε απλώς ότι θα επιβαρυνόταν ο προϋπολογισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας με το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάρθρωσης των επηρεαζόμενων τραπεζών. Πρώτον, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν εφικτή. Όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή με απάντησή της σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διέθετε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, τα αναγκαία κεφάλαια προς τούτο. Επιπλέον, δεν είχε ούτε πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δύσκολο, όπως παραδέχονται και οι ενάγοντες με την απάντησή τους σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να γίνει αντιληπτό με ποιον τρόπο θα μπορούσε η Κυπριακή Δημοκρατία να ανακεφαλαιοποιήσει τις επηρεαζόμενες τράπεζες χωρίς εξωτερική χρηματοπιστωτική συνδρομή.

344    Υπενθυμίζεται δε ότι το ποσό της ΔΧΣ, το οποίο περιορίστηκε σε 10 δισεκατομμύρια ευρώ, υπολογίστηκε βάσει των χρηματοπιστωτικών αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ελλείψει οποιασδήποτε εισφοράς δημοσίων κεφαλαίων υπέρ των τραπεζών. Εφόσον, σύμφωνα με έκθεση που καταρτίστηκε τον Μάρτιο του 2013 από την Pacific Investment Management Company (PIMCO) (στο εξής: έκθεση PIMCO), η ανακεφαλαιοποίηση των επηρεαζόμενων τραπεζών θα κόστιζε συνολικά, κατά τα τέλη του 2012, περίπου 7,8 δισεκατομμύρια ευρώ, για την εφαρμογή της λύσης την οποία προκρίνουν οι ενάγοντες χρειαζόταν είτε να αυξηθεί το ποσό της ΔΧΣ είτε να χρησιμοποιηθεί σημαντικό μέρος του ποσού της για την ανακεφαλαιοποίηση των επηρεαζόμενων τραπεζών.

345    Η πρώτη εκ των δύο αυτών επιλογών παρουσίαζε δύο μείζονες δυσκολίες, τις οποίες οι ενάγοντες επ’ ουδενί εξηγούν πώς θα μπορούσε η Κυπριακή Δημοκρατία να υπερβεί. Αφενός, ο ΕΜΣ δεν υπείχε καμία υποχρέωση να παράσχει στην Κυπριακή Δημοκρατία ΔΧΣ μεγαλύτερη των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αντιθέτως, ο ΕΜΣ μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει ότι έπρεπε να περιορίσει το μέγεθος αυτού του «πακέτου», προς διαφύλαξη, μεταξύ άλλων, της μελλοντικής του δυνατότητας να παρέμβει. Αφετέρου, τυχόν αύξηση του ποσού της ΔΧΣ προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθούν οι επηρεαζόμενες τράπεζες θα συνεπαγόταν αύξηση του κυπριακού δημόσιου χρέους, σε σημείο που αυτό να μην είναι πλέον βιώσιμο (βλ. σκέψη 303 ανωτέρω).

346    Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, η δεύτερη επιλογή δεν ήταν πιο εφικτή από την πρώτη. Αφενός, η χρήση σημαντικού μέρους των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ της ΔΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση των επηρεαζόμενων τραπεζών θα ήταν ασύμβατη προς τους όρους χορήγησης της ΔΧΣ, οι οποίοι δεν προέβλεπαν ότι αυτή θα προοριζόταν για τον συγκεκριμένο σκοπό. Αφετέρου, ανεξαρτήτως των όρων χορήγησης, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια προσέγγιση θα συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην σημαντική ανακατανομή των ποσών που χορηγούνταν στην Κυπριακή Δημοκρατία στο πλαίσιο της ΔΧΣ. Έτσι, ολόκληρο το ποσό των 7,8 δισεκατομμυρίων ευρώ ή το μέρος αυτού που θα προοριζόταν για την ανακεφαλαιοποίηση των επηρεαζόμενων τραπεζών δεν θα μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την εκ μέρους της επαναγορά ομολόγων ή για την ανακεφαλαιοποίηση άλλων τραπεζών, πέραν των δύο επηρεαζόμενων τραπεζών. Οι ίδιοι οι ενάγοντες αναγνωρίζουν όμως ότι, ελλείψει χρηματοπιστωτικής συνδρομής, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, οπότε θα διακυβευόταν η φερεγγυότητά της. Ενόψει των κινδύνων που θα διέτρεχε η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της εξαιτίας μιας τέτοιας κατάστασης, θα ήταν πλέον πιθανό το ενδεχόμενο να μην μπορεί η ΔΧΣ να εξασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος.

347    Δεύτερον, αν επιβαρυνόταν απλώς ο προϋπολογισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας με το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάρθρωσης των επηρεαζόμενων τραπεζών, η λύση αυτή δεν θα ήταν, εν αντιθέσει προς την πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, πρόσφορη να συμβάλει στον περιορισμό της αμοιβαίας έκθεσης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πράγματι, ένα τέτοιο μέτρο θα άφηνε άθικτους τους δεσμούς μεταξύ, αφενός, των δύο επηρεαζόμενων τραπεζών και, αφετέρου, του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

348    Τέλος, όσον αφορά τα μειονεκτήματα που συνεπαγόταν η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, αληθεύει ότι, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική σκέψη 294 της απόφασης 2015/455, η Τράπεζα Πειραιώς εξαγόρασε τα χαρτοφυλάκια δανείων των εν Ελλάδι εργασιών τριών κυπριακών τραπεζών, μεταξύ των οποίων και οι επηρεαζόμενες τράπεζες, σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη αναφέρεται επίσης ότι η τιμή πώλησης των αντίστοιχων υποκαταστημάτων μειώθηκε ώστε να αντικατοπτρίζει τις μελλοντικές απώλειες που εκτιμήθηκαν από την PIMCO στο πλαίσιο δοκιμής προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Σύμφωνα με την απάντηση της ΕΚΤ σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η δοκιμή είχε ως σκοπό να προσδιοριστούν οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών που μετείχαν σε αυτήν, εντασσόταν δε στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, τον οποίο είχε πραγματοποιήσει η PIMCO κατόπιν ανάθεσης από την ΚΤΚ και υπό την καθοδήγηση μιας επιτροπής αποτελούμενης από εκπροσώπους της ΚΤΚ, της Επιτροπής, της ΕΚΤ, του ΕΜΣ, της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και του ΔΝΤ ως παρατηρητή. Από τη δοκιμή αυτή προέκυψε ότι ήταν περιορισμένος ο κίνδυνος να υπερβούν οι ζημίες από δάνεια τις ζημίες οι οποίες είχαν προβλεφθεί και ενσωματωθεί προληπτικώς στη μείωση της τιμής πώλησης.

349    Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 298 της απόφασης 2015/455, ότι το αντίτιμο το οποίο καταβλήθηκε εντέλει από την Τράπεζα Πειραιώς για την εξαγορά των εργασιών των τριών κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων των ελληνικών υποκαταστημάτων, ήταν πολύ χαμηλότερο από τη λογιστική αξία του χαρτοφυλακίου που εξαγοράστηκε, και μάλιστα ακόμη χαμηλότερο από την αξία των δανείων μετά την προς τα κάτω προσαρμογή της, η οποία έγινε προκειμένου να αντικατοπτριστούν οι μελλοντικές ζημίες από δάνεια, όπως προβλέφθηκαν κατ’ εκτίμηση στο πλαίσιο της δοκιμής προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι η τιμή εξαγοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητική, όπερ επιβεβαιωνόταν και από το γεγονός ότι η Τράπεζα Πειραιώς απέκτησε μεγάλη αρνητική υπεραξία μετά την εξαγορά, το δε κεφάλαιό της αυξήθηκε.

350    Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι επηρεαζόμενες τράπεζες να υπέστησαν μη αμελητέα περιουσιακή απώλεια λόγω της πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 74 της απόφασης 2015/455:

«Τα στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα [Πειραιώς] ανέρχονταν σε περίπου 18,9 δισεκατ[ομμύρια] ευρώ και τα στοιχεία του παθητικού σε περίπου 15 δισεκατ[ομμύρια] ευρώ. Ωστόσο, τα μέρη της πράξης συμφώνησαν να λάβουν υπόψη το ύψος των ζημιών που είχαν προβλεφθεί στην έκθεση της PIMCO για τις κυπριακές τράπεζες, στο πλαίσιο ενός δυσμενούς σεναρίου. Σύμφωνα με την έκθεση της PIMCO, η αξία των στοιχείων ενεργητικού που θα μεταβιβάζονταν στην Τράπεζα [Πειραιώς] ανερχόταν σε περίπου 16,5 δισεκατ[ομμύρια] ευρώ. Τα στοιχεία παθητικού που μεταβιβάστηκαν ανέρχονταν περίπου σε 14,5 δισεκατ[ομμύρια] ευρώ.»

351    Εντούτοις, από τις αιτιολογικές σκέψεις 75 και 303 της απόφασης 2015/455 προκύπτει ότι η διαδικασία πώλησης υπήρξε ανοικτή, διαφανής και χωρίς διακρίσεις, συμμετείχαν δε τρεις τράπεζες που υπέβαλαν προσφορές, εκ των οποίων μόνον εκείνη της Τράπεζας Πειραιώς αποδείχθηκε έγκυρη.

352    Οι ενάγοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα βάσει του οποίου να μπορεί να αποδεχθεί πλημμέλεια της διαδικασίας πώλησης. Επισημαίνουν απλώς και μόνον ότι η τιμή πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων υπολογίστηκε βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε από την PIMCO στο πλαίσιο της έκθεσής της, της οποίας ο ρόλος ήταν, κατά βάση, να μεγεθύνει τις ανάγκες των επηρεαζόμενων τραπεζών σε ίδια κεφάλαια, χωρίς τη συμμετοχή των διευθυντικών τους στελεχών ή των μετόχων και των καταθετών τους, παρά την αντίθετη γνώμη των αντίστοιχων διοικητικών τους συμβουλίων, σε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας και κατά παράβαση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ).

353    Ως προς το σημείο αυτό, πρώτον, διαπιστώνεται ότι η συλλογιστική των εναγόντων εκκινεί από την παραδοχή ότι η τιμή πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων «υπολογίστηκε». Η παραδοχή αυτή όμως είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι η τιμή πώλησης προέκυψε από την καλύτερη προσφορά που υποβλήθηκε στη διάρκεια διαδικασίας ανοικτού διαγωνισμού (βλ. σκέψη 351 ανωτέρω).

354    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το πόρισμα της έκθεσης PIMCO, η οποία δεν είχε ειδικώς ως σκοπό να αποτιμήσει τα ελληνικά υποκαταστήματα ενόψει πώλησής τους, αλλά, γενικώς, να εκτιμήσει την αξία των κυπριακών τραπεζών στο πλαίσιο ενός βασικού και ενός δυσμενούς σεναρίου, ήταν εσφαλμένο, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτή καθ’ εαυτήν η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων έπασχε. Πράγματι, δεν έχει σε καμία περίπτωση αποδειχθεί ότι απαγορευόταν στους προσφέροντες που μετείχαν στη διαδικασία πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων να προτείνουν τιμή διαφορετική από εκείνη η οποία προέκυπτε από την έκθεση PIMCO.

355    Τρίτον, οι ενάγοντες, σε απάντησή τους προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, παρέπεμψαν στην από 7 Ιουνίου 2013 ανακοίνωση της ΚΤΚ, από την οποία συνάγεται, κατά την άποψή τους, ότι η τιμή και οι όροι πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων καθορίστηκαν «σε πολιτικό επίπεδο» από την Ελληνική Δημοκρατία και την Κυπριακή Δημοκρατία στη διάρκεια δύο συναντήσεων της Ευρωομάδας στη διάρκεια του Μαρτίου του 2013. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενάγοντες διευκρίνισαν ότι επικαλούνταν την ανακοίνωση αυτή προκειμένου να αποδείξουν ότι τα ελληνικά υποκαταστήματα πωλήθηκαν κατόπιν μιας αδιαφανούς διαδικασίας και σε τιμή η οποία δεν ήταν η τιμή της αγοράς.

356    Εντούτοις, τα συμπεράσματα τα οποία αντλούν οι ενάγοντες από την ανακοίνωση που εξέδωσε η ΚΤΚ στις 7 Ιουνίου 2013 δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Ειδικότερα, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί η αποδεικτική ισχύς της εν λόγω ανακοίνωσης, αρκεί να τονιστεί ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η τιμή και οι όροι επί των οποίων φέρονται να συμφώνησαν οι ελληνικές και οι κυπριακές αρχές «σε πολιτικό επίπεδο» δέσμευαν τους προσφέροντες που μετείχαν στη διαδικασία πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων.

357    Η άποψη των εναγόντων δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τα συμπεράσματα τα οποία αυτοί αντλούν από το άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 19 Φεβρουαρίου 2015, με τίτλο «Did the troika defraud billions at the expense of thousands of depositors in Cyprus?» (Διέπραξε η Τρόικα απάτη δισεκατομμυρίων, εις βάρος των καταθετών στην Κύπρο;). Πιο συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς των εναγόντων, επ’ ουδενί συνάγεται από το ως άνω άρθρο ότι η Ευρωομάδα «δέχθηκε» να πωληθούν τα ελληνικά υποκαταστήματα σε τιμή σημαντικά χαμηλότερη της αξίας τους. Επιπλέον, δεν προκύπτει από το άρθρο αυτό ότι η ΕΚΤ «σχεδίασε και οργάνωσε» την πώληση, ούτε πολύ περισσότερο ότι όρισε την τιμή. Ομολογουμένως, στο άρθρο υποστηρίζεται ότι «υπάλληλοι της ΕΚΤ και της Επιτροπής συνέλαβαν ένα φιλόδοξο σχέδιο», σύμφωνα με το οποίο οι κυπριακές τράπεζες θα εξαναγκάζονταν να μεταβιβάσουν το «σύνολο των εν Ελλάδι εργασιών τους προκειμένου να προστατεύσουν τους Έλληνες από το κυπριακό σοκ». Η θέση που διατυπώνεται, ωστόσο, στο επίμαχο άρθρο στηρίζεται στην προαναφερθείσα στη σκέψη 336 εσωτερική έκθεση της ΕΚΤ, η οποία καταρτίστηκε στις 27 Ιανουαρίου 2013 ώστε να εξεταστούν διάφορα σενάρια για τον διαχωρισμό των ελληνικών υποκαταστημάτων από τις επηρεαζόμενες τράπεζες, ενόψει του κινδύνου μετάδοσης στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όπως όμως εύστοχα επισημαίνει η ΕΚΤ, το γεγονός ότι οι υπηρεσίες της εξέτασαν τέτοια σενάρια σε ένα εσωτερικό έγγραφο δεν σημαίνει ότι αυτή «σχεδίασε και οργάνωσε» την πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, ούτε ότι διαδραμάτισε ρόλο στον προσδιορισμό της τιμής πώλησης. Αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 351 έως 356, η τιμή αυτή προέκυψε από διαγωνισμό ανοικτό, διαφανή και χωρίς διακρίσεις.

358    Κατά συνέπεια, λαμβανομένης επίσης υπόψη της σημασίας των επιδιωκόμενων σκοπών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι υπέρμετρα τα μειονεκτήματα τα οποία συνεπαγόταν η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων.

359    Επομένως, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, η οποία προβλέπεται από τα διατάγματα 96 και 97 και μνημονεύεται στο σημείο 1.24 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, συνιστά υπέρμετρη κι ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους.

360    Κατόπιν των ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η δεύτερη ομάδα ζημιογόνων μέτρων ενέχει προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Άρα, η Επιτροπή και η ΕΚΤ δεν συνέβαλαν σε προσβολή του δικαιώματος των εναγόντων στην ιδιοκτησία, παρέχοντας τη στήριξή τους στη δεύτερη ομάδα ζημιογόνων μέτρων, στα οποία αναφέρονται οι σκέψεις 256 και 257 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, εκδίδοντας την απόφαση 2013/236, δεν απαίτησε τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρου που ενείχε τέτοιου είδους παρανομία.

361    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ενάγοντες σχετικά με παράβαση του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, με προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και με έλλειψη επιείκειας και συνέπειας.

3)      Επί της προβαλλόμενης παράβασης του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και της προβαλλόμενης παραβίασης των αρχών της επιείκειας και της συνέπειας

362    Προκειμένου να αποδείξουν την ύπαρξη προσβολής τους δικαιώματος ιδιοκτησίας τους, οι ενάγοντες επικαλούνται παράβαση του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, καθώς και παραβίαση των αρχών της επιείκειας, της συνέπειας και της χρηστής διοίκησης, που είναι συμφυείς με την αρχή της αναλογικότητας, της οποίας η τήρηση περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Προς στήριξη της άποψής τους, οι ενάγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τρεις ομάδες επιχειρημάτων.

363    Πρώτον, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η Ευρωομάδα παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης, αποφασίζοντας τη λήψη ζημιογόνων μέτρων εν αντιθέσει προς τις «βασικές αρχές της δημοκρατίας». Κατά τους ενάγοντες, από τις αρχές αυτές απορρέει ότι οι εθνικές αρχές, επειδή γνωρίζουν άμεσα την κοινωνία και τις ανάγκες της, είναι κατ’ αρχήν σε θέση να εκτιμήσουν καλύτερα τι επιτάσσει το δημόσιο συμφέρον. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες θεωρούν ότι η λήψη των ζημιογόνων μέτρων δεν αποφασίστηκε πραγματικά από τις κυπριακές αρχές, αλλά επιβλήθηκε, στην πραγματικότητα, από την Ευρωομάδα, η οποία δεν λογοδοτεί ενώπιον κανενός ψηφοφόρου, δεν ενδιαφέρεται για τα εθνικά συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν γνωρίζει άμεσα την κοινωνία και τις ανάγκες της. Αντιθέτως, η Ευρωομάδα έλαβε μια απόφαση βασιζόμενη στις ανησυχίες και στις απαιτήσεις των δανειστών.

364    Η ΕΚΤ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

365    Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι, όπως συνάγεται από τις σκέψεις 105 έως 133 ανωτέρω, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι η Ευρωομάδα απαίτησε από την Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει τα ζημιογόνα μέτρα. Το ως άνω επιχείρημα πρέπει, λοιπόν, κατ’ ανάγκην να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν η προβαλλόμενη παραβίαση των «βασικών αρχών της δημοκρατίας» ασκεί την παραμικρή επιρροή για την εκτίμηση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος των εναγόντων στην ιδιοκτησία.

366    Δεύτερον, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ δεν τήρησε τις αρχές της επιείκειας και της συνέπειας, στον βαθμό που αποφάσισε να στηρίξει τη διάσωση των επηρεαζόμενων τραπεζών με ίδια μέσα, ενώ, σε επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2013, την οποία είχε απευθύνει στους αντίστοιχους εκτελεστικούς διευθυντές των τραπεζών αυτών, ο διευθυντής του γραφείου του διοικητή της ΚΤΚ τους είχε διαβεβαιώσει, εξ ονόματος του Ευρωσυστήματος, ότι δεν θα επιβάλλονταν περιορισμοί στα δικαιώματα των καταθετών τους.

367    Οι εναγόμενοι δεν έλαβαν θέση επί του συγκεκριμένου επιχειρήματος.

368    Ως προς το ζήτημα αυτό, ανεξαρτήτως του αν η προβαλλόμενη έλλειψη επιείκειας και συνέπειας ασκεί την παραμικρή επιρροή για την εκτίμηση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος των εναγόντων στην ιδιοκτησία, αρκεί η διαπίστωση ότι το εν λόγω επιχείρημα ταυτίζεται με ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ενάγοντες προς στήριξη της αιτίασής τους περί παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οπότε θα εξεταστεί μαζί με εκείνο (βλ. σκέψεις 407 έως 423 κατωτέρω).

369    Τρίτον, οι ενάγοντες επικρίνουν τη συμπεριφορά της ΕΚΤ σε σχέση με τον ELA. Κατά τους ενάγοντες, η συμπεριφορά αυτή χαρακτηρίζεται από ανεπιείκεια και ασυνέπεια, ενώ στοιχειοθετεί παράλληλα παράβαση του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπερ αμφισβητείται από την ΕΚΤ.

370    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι ενάγοντες διατείνονται, πρώτον, ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει την παρέμβαση της ΕΚΤ στα θέματα του ELA όχι μόνον αντιβαίνει στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της συνέπειας, η οποία συνδέεται, κατά την άποψή τους, αναπόσπαστα με την αρχή της αναλογικότητας, αλλά παραβιάζει και την απαίτηση να προβλέπεται από τον νόμο οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Οι ενάγοντες παρατηρούν, επ’ αυτού, ότι η εφαρμογή του μηχανισμού του ELA εξαρτάται από την προϋπόθεση της φερεγγυότητας του δικαιούχου. Κατά τους ενάγοντες όμως, η έννοια της φερεγγυότητας για τους σκοπούς του ELA δεν ορίζεται στον νόμο. Συνεπώς, η ΕΚΤ δεν είναι αναγκασμένη να ελέγξει κατά πόσον ο δυνητικός δικαιούχος πληροί μια αυστηρή και προβλεπόμενη από τον νόμο προϋπόθεση φερεγγυότητας, αλλά μπορεί αντιθέτως να εκτιμήσει ότι μια τράπεζα είναι φερέγγυα, και ως εκ τούτου να επιτρέπει τη στήριξη μέσω του ELA, βάσει των προοπτικών της χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής.

371    Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ μπορεί, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωομάδα και όπως φέρεται να έπραξε εν προκειμένω, να ασκήσει καθοριστική επιρροή τόσο ως προς την απόφαση για τη χορήγηση ενίσχυσης όσο και στους όρους από τους οποίους αυτή εξαρτάται. Επίσης, ως μέλος της Τρόικας, συμμετέχει στην εποπτεία της τήρησης, από την Κυπριακή Δημοκρατία, των όρων, στο πλαίσιο της αιρεσιμότητας. Εξ αυτών απορρέει ένας πρόδηλος «ηθικός κίνδυνος», αφού η ΕΚΤ μπορεί να δίνει ελεύθερα τη συγκατάθεσή της για στήριξη μέσω του ELA, με τη σκέψη ότι θα είναι σε θέση να ζητήσει την εξόφλησή του ως προϋπόθεση για τη χορήγηση οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής συνδρομής.

372    Δεύτερον, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ επέδειξε ασυνεπή και ανεπιεική συμπεριφορά, στον βαθμό που δεν αντιτασσόταν, έως τις 21 Μαρτίου 2013, στη στήριξη των επηρεαζόμενων τραπεζών μέσω του ELA, ενώ δήλωνε παράλληλα ότι αυτή επιφυλασσόταν μόνο σε φερέγγυες τράπεζες. Πιο συγκεκριμένα, κατά τους ενάγοντες, η ΕΚΤ γνώριζε ήδη πριν από τις 21 Μαρτίου 2013 ότι η Λαϊκή ήταν αφερέγγυα. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι ενάγοντες επικαλούνται, αφενός, την έκθεση PIMCO, από την οποία προκύπτει, κατά την άποψή τους, ότι οι επηρεαζόμενες τράπεζες ήταν «οικονομικώς αφερέγγυες», και, αφετέρου, το προαναφερθέν στη σκέψη 149 άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 17 Οκτωβρίου 2014, από το οποίο, κατά την άποψή τους, προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι ο διοικητής της Bundesbank είχε ήδη αναφερθεί στην αφερεγγυότητα της Λαϊκής στη διάρκεια μιας συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου τον Δεκέμβριο του 2012.

373    Τρίτον, οι ενάγοντες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην ΕΚΤ ότι επέδειξε συμπεριφορά ασυνεπή, αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας και ανεπιεική, στον βαθμό που, αρχικώς, κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2011 έως τον Μάρτιο του 2013, τηρούσε χαλαρή στάση, σπεύδοντας να παράσχει στη Λαϊκή πρακτικώς απεριόριστη πρόσβαση στον ELA, ενώ, εν συνεχεία, στις 21 Μαρτίου 2013 έθεσε αίφνης τέρμα στη στήριξη μέσω του ELA.

374    Τέταρτον, οι ενάγοντες προσθέτουν, με το υπόμνημα ανταπάντησης, ότι δεν είναι σε θέση να αντικρούσουν την ανάλυση βάσει της οποίας το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ έλαβε την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013. Τούτο διότι, κατά τους ενάγοντες, η ως άνω απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας και μπορεί κάλλιστα να μην είναι καν προϊόν πραγματικής ανάλυσης. Υπ’ αυτή την έννοια, όπως διευκρίνισαν οι ενάγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εν λόγω απόφαση είναι ενδεικτική της ακαταλληλότητας του νομικού πλαισίου που διέπει τον ELA.

375    Πέμπτον, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά της ΕΚΤ σχετικά με τον ELA συνιστά πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας την οποία παρέχει στην ΕΚΤ το άρθρο 14.4 του καταστατικού της.

376    Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

377    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή των ζημιογόνων μέτρων είναι το στοιχείο που ενδέχεται να αποτελεί την άμεση αιτία για την περιουσιακή απώλεια την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγοντες (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω). Όπως όμως καθίσταται σαφές από τις σκέψεις 134 έως 155 ανωτέρω, η ΕΚΤ δεν απαίτησε τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων ούτε με το από 21 Μαρτίου 2013 δελτίο Τύπου της ούτε με την απόφαση για την οποία γίνεται λόγος σε αυτό, ούτε με προγενέστερες αποφάσεις «να συνεχιστεί η χορήγηση στήριξης μέσω ELA». Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι παρανομίες που τυχόν πλήττουν τις προαναφερθείσες πράξεις μπορούν να θεμελιώσουν έλλειψη αναλογικότητας των ζημιογόνων μέτρων ή παραβίαση της απαίτησης να προβλέπεται από τον νόμο οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται μετ’ ιδιαίτερης επιτάσεως όσον αφορά τα επιχειρήματα των εναγόντων σχετικά με την προβαλλόμενη ακαταλληλότητα του νομικού πλαισίου που διέπει τον ELA (βλ. σκέψεις 370, 371 και 374 ανωτέρω). Πράγματι, δεδομένου ότι τα ζημιογόνα μέτρα δεν ελήφθησαν εντός του συγκεκριμένου νομικού πλαισίου (βλ., συναφώς, σκέψεις 272 έως 284, 329 και 340 ανωτέρω), η προβαλλόμενη ακαταλληλότητά του επ’ ουδενί μπορεί να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι τα μέτρα αυτά δεν ελήφθησαν υπό όρους προβλεπόμενους από τον νόμο.

378    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι από τα επιχειρήματα των εναγόντων δεν προκύπτει ότι η συμπεριφορά της ΕΚΤ σε σχέση με τον ELA ενέχει παρανομία.

379    Πρώτον, οι επικρίσεις των εναγόντων περί αοριστίας της έννοιας της αφερεγγυότητας δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Πράγματι, το γεγονός ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να κληθεί, κατά την άσκηση τόσο των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει το άρθρο 14.4 του καταστατικού της όσο και της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας, να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει έναν όρο της χρηματοοικονομικής για τις ανάγκες μιας πολύπλοκης οικονομικής εκτίμησης δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να στοιχειοθετήσει παρανομία.

380    Ούτε μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των εναγόντων ότι οι πολλαπλοί ρόλοι της ΕΚΤ αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας λόγω έλλειψης συνέπειας ή λόγω παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνησθεί το περιεχόμενο της αρχής της συνέπειας στο πλαίσιο της εκτίμησης της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας ενός μέτρου. Κατά τη νομολογία, ένα μέτρο είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν εξυπηρετεί πραγματικά την επίτευξή του με συνεπή και συστηματικό τρόπο (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, Petersen, C‑341/08, EU:C:2010:4, σκέψη 53). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες δεν εξηγούν καθόλου για ποιο λόγο οι πολλαπλοί, κατά τους ισχυρισμούς τους, ρόλοι της ΕΚΤ και ο «ηθικός κίνδυνος» που απορρέει εξ αυτών μπορούν να παρακωλύσουν τη συνεπή και συστηματική υλοποίηση του σκοπού της διασφάλισης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ζώνης του ευρώ, τον οποίο επιδιώκουν τα ζημιογόνα μέτρα. Ούτε προσδιορίζουν για ποιο λόγο το γεγονός αυτό μπορεί να θίξει το δικαίωμά τους σε χρηστή διοίκηση.

381    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνουν το επιχείρημα των εναγόντων σχετικά με τους πολλαπλούς ρόλους της ΕΚΤ. Ως προς τη συμμετοχή της ΕΚΤ στην Ευρωομάδα, υπενθυμίζεται ότι οι δηλώσεις της 25ης Μαρτίου (βλ. σκέψεις 105 έως 118 ανωτέρω), της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 (βλ. σκέψεις 170 και 171 ανωτέρω) είναι οι μοναδικές επίδικες πράξεις οι οποίες ανάγονται στην Ευρωομάδα. Όπως όμως προεκτέθηκε στις σκέψεις 116 και 117, η δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013 έχει αμιγώς ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν εκφράζει οριστική θέση ούτε επί της χορήγησης της ΔΧΣ ούτε επί των όρων που θα πρέπει να τηρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία για να την λάβει. Με τις δε δηλώσεις της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, η Ευρωομάδα περιορίστηκε απλώς, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω, στο να περιγράψει εντελώς συνοπτικά και να χαιρετίσει ορισμένα μέτρα τα οποία έλαβαν οι κυπριακές αρχές, καθώς και να διατυπώσει την άποψη ότι τα μέτρα αυτά μπορούσαν όντως να συμβάλουν στην ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η Κυπριακή Δημοκρατία. Κατόπιν τούτου, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ, λόγω της συμμετοχής της στις συναντήσεις της Ευρωομάδας, μπόρεσε να ασκήσει αποφασιστική επιρροή ως προς τη χορήγηση της ΔΧΣ ή τους όρους που όφειλε, στο πλαίσιο της αιρεσιμότητας, να τηρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία για να την λάβει.

382    Όσον αφορά το γεγονός ότι η ΕΚΤ είναι μέλος της Τρόικας, αρκεί να τονιστεί ότι η εποπτεία της τήρησης των όρων, στο πλαίσιο της αιρεσιμότητας, σημαίνει ότι αυτοί πρέπει να έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων. Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν οι ενάγοντες, ο εποπτικός ρόλος τον οποίο αναθέτει στην ΕΚΤ το άρθρο 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν συνεπάγεται τη δυνατότητά της να ζητήσει εξόφληση ως προϋπόθεση για τη χορήγηση οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής συνδρομής.

383    Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ επέδειξε ασυνεπή, αυθαίρετη ή ανεπιεική συμπεριφορά, στον βαθμό που δεν αντιτασσόταν, έως τις 21 Μαρτίου 2013, στη στήριξη μέσω του ELA, ενώ φέρεται να γνώριζε ήδη από πριν ότι η Λαϊκή ήταν αφερέγγυα.

384    Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, ο ρόλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ περιοριζόταν, εν προκειμένω, στο να ελέγχει ότι η στήριξη μέσω του ELA δεν παρακώλυε τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Ειδικότερα, το διοικητικό συμβούλιο όφειλε, προς διασφάλιση της τήρησης της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης, στην οποία αναφέρονται τόσο το άρθρο 123 ΣΛΕΕ όσο και το άρθρο 21.1 του καταστατικού της ΕΚΤ, να ελέγχει ότι δεν χορηγείται στήριξη μέσω του ELA σε αφερέγγυα τράπεζα (βλ. σκέψη 142 ανωτέρω). Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 143, η ΕΚΤ ουδεμία αρμοδιότητα είχε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης, η οποία ασκούνταν αποκλειστικώς από τις εθνικές αρχές προληπτικής εποπτείας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΚΤ βασιζόταν στις πληροφορίες τις οποίες της παρείχαν οι εν λόγω αρχές, όσον αφορά τη φερεγγυότητα των τραπεζών που τύγχαναν στήριξης μέσω του ELA. Όπως επισημαίνεται στα δικόγραφα της ΕΚΤ, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τους ενάγοντες ως προς το συγκεκριμένο σημείο, η ΚΤΚ είχε κοινοποιήσει, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2011, στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ την αξιολόγησή της, σύμφωνα με την οποία οι επηρεαζόμενες τράπεζες παρέμεναν φερέγγυες. Καθώς οι τράπεζες αυτές έχαναν τη χρηματοπιστωτική τους ευρωστία σταδιακά, όπως και πάλι ισχυρίζεται η ΕΚΤ χωρίς να αμφισβητηθεί από τους ενάγοντες, η αξιολόγηση της ΚΤΚ σχετικά με τη φερεγγυότητα της Λαϊκής στηριζόταν ολοένα και περισσότερο στην προοπτική της επικείμενης χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Άπαξ και η προοπτική αυτή απομακρύνθηκε λόγω του ότι η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων απέρριψε, στις 19 Μαρτίου 2013, τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αντιτάχθηκε στη διατήρηση του ELA στο ίδιο επίπεδο, όσον αφορά τις οικείες τράπεζες. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Προέδρου της ΕΚΤ στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου της 4ης Απριλίου 2013, το διοικητικό συμβούλιο έκρινε, όταν έλαβε την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, ότι, «ελλείψει προγράμματος, οι τράπεζες αυτές δεν θα ήταν φερέγγυες και βιώσιμες» και ότι «σε εκείνο το χρονικό σημείο […] δεν υπήρχε κανένα πρόγραμμα».

385    Το γεγονός και μόνον ότι μια ιδιωτική εταιρία όπως η PIMCO ή ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ είχε εκφράσει σε προγενέστερο χρόνο διαφορετική άποψη από εκείνη της ΚΤΚ σε σχέση με τη φερεγγυότητα της Λαϊκής δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι το συμβούλιο αυτό όφειλε ήδη να έχει αποκλίνει από την άποψη της ΚΤΚ –και συνεπώς να αντιταχθεί νωρίτερα στη διατήρηση του ELA στο ίδιο επίπεδο.

386    Τρίτον, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ επέδειξε συμπεριφορά ασυνεπή, αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας και ανεπιεική, στον βαθμό που αντιτάχθηκε, στις 21 Μαρτίου 2013, στη διατήρηση του ELA στο ίδιο επίπεδο, ενώ επέτρεπε τη στήριξη μέσω του ELA από τον Οκτώβριο του 2011 και έπειτα. Πράγματι, η από 21 Μαρτίου 2013 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ σε καμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί απότομη μεταστροφή άνευ αιτίας, αλλά απλώς προσαρμογή στη μεταβολή των συνθηκών η οποία περιγράφηκε στη σκέψη 384 ανωτέρω.

387    Τέταρτον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα των εναγόντων περί έλλειψης αιτιολογίας ή ανεπαρκούς αιτιολογίας της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013.

388    Η ΕΚΤ ζητεί να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό. Αφενός, υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα, εφόσον προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα ανταπάντησης, είναι νέο και, κατ’ επέκταση, απαράδεκτο.

389    Αφετέρου, η ΕΚΤ υπενθυμίζει ότι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013 δεν είναι δημόσια. Επομένως, κατά την ΕΚΤ, δεν πρέπει να συναχθεί από την έλλειψη δημοσιότητας της απόφασης αυτής η ανυπαρξία αιτιολογίας της. Δεδομένου ότι η απόφαση απευθυνόταν στην ΚΤΚ, αρκούσε η κοινοποίηση της αιτιολογίας στον εκπρόσωπο της τελευταίας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ.

390    Η προβαλλόμενη από την ΕΚΤ ένσταση απαραδέκτου πρέπει, εκ προοιμίου, να απορριφθεί, δεδομένου ότι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας εμπίπτει στις παραβάσεις ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και συνιστά, ως εκ τούτου, λόγο δημόσιας τάξης, τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει ανά πάσα στιγμή αυτεπαγγέλτως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1997, Επιτροπή κατά Daffix, C‑166/95 P, EU:C:1997:73, σκέψη 24, της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67, και της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34).

391    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο του εν λόγω επιχειρήματος.

392    Υπενθυμίζεται ότι, στις περιπτώσεις όπου θεσμικό όργανο της Ένωσης διαθέτει, όπως εν προκειμένω η ΕΚΤ, ευρεία διακριτική ευχέρεια, ο έλεγχος της τήρησης ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων έχει θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται η υποχρέωση της ΕΚΤ να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις της (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 69)

393    Κατά τη νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της πράξης και πρέπει να προκύπτει από αυτήν σαφώς και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Στο πνεύμα αυτό, κατ’ αρχάς, η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, ιδίως δε του περιεχομένου της πράξης και της φύσης των προβαλλόμενων λόγων (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 88). Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία ασκούν επιρροή, αφού το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξης πληροί τις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα όχι μόνον της διατύπωσής της, αλλά και του πλαισίου της, καθώς και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

394    Επιπλέον, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 372, και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 46).

395    Τέλος, η τήρηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης μπορεί να εξεταστεί μόνο βάσει απόφασης που έχει εκδοθεί τυπικώς. Ωστόσο, ενδέχεται και από άλλα έγγραφα, όπως ένα δελτίο Τύπου, να μπορούν να συναχθούν τα ουσιώδη στοιχεία της απόφασης και να παρέχεται έτσι η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους αυτή ελήφθη, στον δε δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 71).

396    Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρείται ότι οι ενάγοντες στηρίζονται αποκλειστικώς στο δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 για να προσάψουν στην ΕΚΤ ότι δεν επικαλέστηκε κανέναν λόγο προς στήριξη της απόφασης που έλαβε την ίδια ημέρα, να αντιταχθεί στη διατήρηση του ELA στο ίδιο επίπεδο από τις 26 Μαρτίου 2013. Εντούτοις, το δελτίο Τύπου και η απόφαση δεν ταυτίζονται. Όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 145 και 146, στο δελτίο Τύπου γίνεται απλώς λόγος για την ύπαρξη της απόφασης. Από τα δικόγραφα της ΕΚΤ προκύπτει ότι η απόφαση αυτή ουδέποτε δημοσιεύθηκε και ότι η αιτιολογία της κοινοποιήθηκε στον εκπρόσωπο της ΚΤΚ, η οποία ήταν η μοναδική αποδέκτης της. Κατόπιν τούτου, πρέπει να κριθεί αν το δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν για ποιους λόγους ελήφθη η απόφαση η οποία μνημονεύεται σε αυτό, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

397    Κατ’ αρχάς, το δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013 αναφέρει ότι «[τ]ο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να διατηρηθεί το ανώτατο όριο του ELA στο ίδιο επίπεδο έως τις […] 25 Μαρτίου 2013» και ότι «[π]αράταση της προθεσμίας αποπληρωμής νοείται μόνο σε περίπτωση που εκπονηθεί πρόγραμμα [της Ένωσης ή του ΔΝΤ], το οποίο θα εγγυάται τη φερεγγυότητα των οικείων τραπεζών». Εξ αυτού συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, ότι η φερεγγυότητα των επηρεαζόμενων τραπεζών δεν μπορούσε να διασφαλιστεί ελλείψει τέτοιου προγράμματος. Οι δηλώσεις στις οποίες προέβη ο πρόεδρος της ΕΚΤ στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου της 4ης Απριλίου 2013 (βλ. σκέψη 384 ανωτέρω) σχετικά με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013 επιβεβαιώνουν την ως άνω ερμηνεία:

«Στήριξη μέσω του [ELA] μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε φερέγγυες και βιώσιμες τράπεζες. Ελλείψει όμως προγράμματος, οι τράπεζες αυτές δεν θα μπορούσαν να είναι φερέγγυες και βιώσιμες. Στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, το διοικητικό συμβούλιο θεώρησε ότι δεν υφίσταται κανένα πρόγραμμα και γι’ αυτόν τον λόγο χρειάστηκε να πράξει ό,τι έπραξε.»

398    Ακολούθως, υπογραμμίζεται ότι, κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε το δελτίο Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013, ήταν γνωστή η ύπαρξη και η φύση των προβλημάτων τα οποία αντιμετώπιζαν η Κυπριακή Δημοκρατία και οι επηρεαζόμενες τράπεζες. Ήταν επίσης γνωστό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε υποβάλει στον πρόεδρο της Ευρωομάδας αίτηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, ότι η συνδρομή αυτή θα της παρεχόταν στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί σε μνημόνιο και ότι η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων είχε απορρίψει ένα μέτρο που οι κυπριακές αρχές είχαν δεσμευθεί να λάβουν προκειμένου να κινητοποιήσουν εσωτερικούς πόρους ώστε να περιοριστεί η έκταση της συνδεόμενης με το πρόγραμμα χρηματοπιστωτικής συνδρομής (βλ. ιδίως σκέψεις 13 έως 15, 18 και 20 έως 22 ανωτέρω).

399    Τέλος υπενθυμίζεται ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 142, οι κανόνες που διέπουν τον ELA απαγορεύουν τη χορήγηση στήριξης μέσω του μηχανισμού αυτού σε αφερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα.

400    Κατά συνέπεια, εν πάση περιπτώσει, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περίπτωσης, η διατύπωση του δελτίου Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013, καίτοι λακωνική, έδινε στους ενάγοντες τη δυνατότητα να κατανοήσουν, λαμβανομένων ιδίως υπόψη του όλου πλαισίου, των εφαρμοστέων νομικών κανόνων και των δηλώσεων του προέδρου της ΕΚΤ κατά τη συνέντευξη Τύπου της 4ης Απριλίου 2013, ότι η αφερεγγυότητα των επηρεαζόμενων τραπεζών ελλείψει κατάλληλου προγράμματος προσαρμογής αποτελούσε εμπόδιο στη διατήρηση του ELA στο ίδιο επίπεδο. Το ίδιο δελτίο Τύπου παρέχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των εναγόντων σχετικά με την αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2013.

401    Πέμπτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, αρκεί η διαπίστωση ότι οι ενάγοντες περιορίζονται στη διατύπωση του ισχυρισμού, χωρίς να εξηγούν καθόλου για ποιο λόγο η συμπεριφορά της ΕΚΤ σε σχέση με τον ELA ενέχει παράβαση της διάταξης αυτής.

402    Συνεπώς, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι η συμπεριφορά της ΕΚΤ σχετικά με τον ELA αντέβαινε στην αρχή της χρηστής διοίκησης, στο άρθρο 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ και στις αρχές της επιείκειας και της συνέπειας. Άρα, η τρίτη ομάδα επιχειρημάτων των εναγόντων είναι απορριπτέα.

403    Δεδομένου ότι καμία από τις τρεις ομάδες επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενάγοντες δεν έγινε δεκτή, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση περί παράβασης του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ και παραβίασης των αρχών της επιείκειας, της συνέπειας και της χρηστής διοίκησης.

2.      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

404    Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑369/09 P, EU:C:2011:175, σκέψη 122). Το δικαίωμα επίκλησης της ως άνω αρχής προϋποθέτει ότι έχουν δοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές. Επομένως, απολαύει του δικαιώματος αυτού κάθε πολίτης στον οποίο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

405    Εν προκειμένω, οι ενάγοντες θεωρούν ότι οι εναγόμενοι παραβίασαν κατάφωρα την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Υποστηρίζουν ότι οι εναγόμενοι τους έδωσαν συγκεκριμένες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι τα ζημιογόνα μέτρα δεν θα επιβάλλονταν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οι διαβεβαιώσεις αυτές, κατά την άποψή τους, απορρέουν, πρώτον, από επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2013, την οποία απηύθυνε στους εκτελεστικούς διευθυντές των επηρεαζόμενων τραπεζών ο προϊστάμενος του γραφείου του διοικητή της ΚΤΚ, εξ ονόματος του Ευρωσυστήματος, δεύτερον, από τη δέσμευση της Ευρωομάδας στις 21 Ιανουαρίου 2013, σχετικά με τη δυνατότητα παροχής της ΔΧΣ βάσει πολιτικής συμφωνίας που είχε επιτευχθεί τον Νοέμβριο του 2012, τρίτον, από τη μεταχείριση της οποίας είχαν τύχει τα ΚΜΖΕ που έλαβαν χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία και, τέταρτον, από την απόφαση της ΕΚΤ να επιτρέπει επί μακρόν τη στήριξη μέσω του ELA.

406    Οι ενάγοντες προσθέτουν ότι αυτές οι πράξεις και συμπεριφορές μπορούσαν να τους δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, όχι μόνο θεωρούμενες χωριστά η καθεμία, αλλά και ως σύνολο. Ειδικότερα, κατά τους ενάγοντες, οι προαναφερθείσες πράξεις και συμπεριφορές έχουν ένα σωρευτικό αποτέλεσμα το οποίο ενίσχυε τη διαβεβαίωση ότι δεν επρόκειτο να ληφθεί κανένα μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα.

1)      Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στην επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2013

407    Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο προϊστάμενος του γραφείου του διοικητή της ΚΤΚ έδωσε, εξ ονόματος του Ευρωσυστήματος, στους εκτελεστικούς διευθυντές των επηρεαζόμενων τραπεζών, με επιστολή που τους απηύθυνε στις 11 Φεβρουαρίου 2013, σαφείς, συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και σύμφωνες με τον νόμο διαβεβαιώσεις ότι δεν θα περιορίζονταν τα δικαιώματα των καταθετών τους (βλ., επίσης, σκέψεις 366 έως 368 ανωτέρω). Επ’ αυτού, οι ενάγοντες υπενθυμίζουν, αφενός, ότι το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι το Ευρωσύστημα συγκροτείται από την ΕΚΤ και από τις κεντρικές τράπεζες των ΚΜΖΕ και ασκεί τη νομισματική πολιτική της Ένωσης, και, αφετέρου, ότι στη δήλωση αποστολής του Ευρωσυστήματος αναφέρεται ότι το Ευρωσύστημα έχει μία ενιαία φωνή. Κατόπιν τούτου, κατά τους ενάγοντες, οποιοσδήποτε συνετός παρατηρητής θα συνήγαγε ότι η εν λόγω επιστολή δέσμευε το Ευρωσύστημα, περιλαμβανομένης της ΕΚΤ, η οποία παραβίασε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των εναγόντων απαιτώντας, εν συνεχεία, από την Κυπριακή Δημοκρατία να τηρήσει τη συμφωνία για την αιρεσιμότητα. Σε περίπτωση, πάντως, που η ΕΚΤ εκτιμούσε ότι η επιστολή αυτή δεν παρουσίαζε ορθώς τη θέση της, όφειλε να προβεί σε δημόσια δήλωση προκειμένου να διορθώσει τυχόν σφάλματά της. Η ΕΚΤ όμως δεν προχώρησε σε καμία δήλωση τέτοιου είδους, με συνέπεια να στοιχειοθετείται ευθύνη της.

408    Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

409    Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι ο συνετός και επιμελής αναγνώστης δεν θα μπορούσε από κανένα στοιχείο της επιστολής της 11ης Φεβρουαρίου 2013 να αντλήσει το συμπέρασμα ότι υπεύθυνα για το περιεχόμενό της είναι το Ευρωσύστημα ή η ΕΚΤ.

410    Πρώτον, η επιστολή απευθύνεται στους αντίστοιχους εκτελεστικούς διευθυντές των επηρεαζόμενων τραπεζών από πρόσωπο που την υπογράφει υπό την ιδιότητα του διευθυντή της επικοινωνίας και του γραφείου του διοικητή της ΚΤΚ. Το πρόσωπο αυτό δεν δηλώνει σε κανένα σημείο ότι εκφράζεται εξ ονόματος του Ευρωσυστήματος. Αντιθέτως, από το ίδιο το κείμενο της επιστολής προκύπτει ότι ο συντάκτης διατυπώνει απλώς και μόνον την άποψη της ΚΤΚ, χωρίς να αναφέρεται ούτε στα όργανα ούτε στους κανόνες λειτουργίας του Ευρωσυστήματος:

«Κατόπιν της δημοσίευσης άρθρου στους Financial Times, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2013 και τίτλο “Radical rescue proposed for Cyprus” [Δραστική διάσωση προτείνεται για την Κύπρο], η [ΚΤΚ] θα ήθελε να τονίσει ότι οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό τη φαλκίδευση, την αποστέρηση ή τον περιορισμό του δικαιώματος των καταθετών στην ιδιοκτησία, αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της [ΕΣΔΑ], διατάξεις οι οποίες προστατεύουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας και είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς.

Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε υπόνοια περί του αντιθέτου όχι μόνον είναι νομικά αβάσιμη, αλλά δεν μπορεί να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.» 

411    Αληθεύει ότι, όπως υπογραμμίζουν οι ενάγοντες, στην κεφαλίδα της επιστολής αναγράφονται, κάτω από τον λογότυπο της ΚΤΚ και με κεφαλαία γράμματα, οι τίτλοι «Κεντρική Τράπεζα Κύπρου» και «Ευρωσύστημα».

412    Εντούτοις, η ύπαρξη και μόνον αυτής της κεφαλίδας δεν αρκεί για να συναγάγει ο συνετός και επιμελής αναγνώστης το συμπέρασμα ότι η επιστολή μπορούσε να αποδοθεί στο Ευρωσύστημα. Αντιθέτως, η εντύπωση την οποία δημιουργεί η κεφαλίδα είναι, αφενός, ότι η επιστολή συντάσσεται εξ ονόματος της ΚΤΚ, και όχι του Ευρωσυστήματος, και ότι, αφετέρου, η μνεία «Ευρωσύστημα» είναι αμιγώς πληροφοριακού χαρακτήρα, αφού γνωστοποιεί απλώς ότι η ΚΤΚ είναι μέλος του Ευρωσυστήματος, ως κεντρική τράπεζα ενός ΚΜΖΕ. Πράγματι, πρώτον, η λέξη «Ευρωσύστημα» αναγράφεται στην κεφαλίδα της επιστολής της 11ης Φεβρουαρίου 2013 κάτω από τον τίτλο «Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου» και με πολύ μικρότερη γραμματοσειρά σε σχέση με αυτόν.

413    Δεύτερον, όπως αναγνώρισαν και οι ίδιοι οι ενάγοντες σε απάντησή τους προς ερώτηση η οποία τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η λέξη «Ευρωσύστημα» αποτελεί, κατά πάσα πιθανότητα, αναπόσπαστο τμήμα του λογοτύπου της ΚΤΚ και αναγράφεται, εξ αυτού του λόγου, σε όλα, ή τουλάχιστον, στα περισσότερα από τα έγγραφα και τις επιστολές που προέρχονται από την ΚΤΚ. Συνεπώς, κανένα συμπέρασμα δεν είναι δυνατό να συναχθεί από την ύπαρξη και μόνον της λέξης αυτής στην επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2013, εκτός και αν γινόταν δεκτό ότι όλες, ή τουλάχιστον οι περισσότερες, επιστολές που προέρχονται από την ΚΤΚ μπορούν να αποδοθούν στο Ευρωσύστημα για τον λόγο και μόνον ότι αναγράφεται σε αυτές ότι η πρώτη είναι μέλος του δεύτερου.

414    Τρίτον, στο κάτω μέρος της σελίδας της επιστολής της 11ης Φεβρουαρίου 2013, όπου αναγράφονται η ταχυδρομική διεύθυνση και ο ιστότοπος της ΚΤΚ, δεν γίνεται μνεία στο Ευρωσύστημα.

415    Ακολούθως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ασκούν δύο ειδών λειτουργίες, ήτοι, πρώτον, εκείνες που προβλέπονται από το καταστατικό της ΕΚΤ και, δεύτερον, εκείνες που δεν προβλέπονται. Για αυτές τις τελευταίες δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα ούτε το ΕΣΚΤ ούτε το Ευρωσύστημα. Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η ΕΚΤ, το άρθρο 14.4 του καταστατικού της ορίζει ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ασκούν και άλλες λειτουργίες από εκείνες που καθορίζονται στο εν λόγω καταστατικό, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίσει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων, ότι οι λειτουργίες αυτές παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Αντιστρόφως, οι λειτουργίες τις οποίες ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με δική τους ευθύνη και αναλαμβάνοντας οι ίδιες τους σχετικούς κινδύνους δεν εμπίπτουν στις λειτουργίες του ΕΣΚΤ (βλ. σκέψεις 138 έως 140 ανωτέρω).

416    Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το καταστατικό της ΕΚΤ δεν ανέφερε, μεταξύ των καθηκόντων της ΕΚΤ ή του ΕΣΚΤ, τον καθορισμό των όρων ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Πρόκειται, ως εκ τούτου, για λειτουργίες τις οποίες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ασκούν με δική τους ευθύνη και αναλαμβάνοντας οι ίδιες τους σχετικούς κινδύνους. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο συνετός και επιμελής αναγνώστης δεν θα ήταν ευλόγως δυνατό να θεωρήσει ότι μια δήλωση της ΚΤΚ σε σχέση με τον καθορισμό των όρων ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορούσε να αποδοθεί στο Ευρωσύστημα και το δέσμευε. Τουναντίον, ο αναγνώστης αυτός θα έπρεπε οπωσδήποτε να θεωρήσει ότι η ΚΤΚ εκφράστηκε, με την επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2013, εξ ιδίου ονόματος, ως εθνική κεντρική τράπεζα.

417    Αντιθέτως προς τα όσα διατείνονται, κατ’ ουσίαν, οι ενάγοντες, ούτε το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ούτε η δήλωση αποστολής του Ευρωσυστήματος αναιρούν το ως άνω συμπέρασμα.

418    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι αυτό αφορά αποκλειστικώς τον ρόλο του Ευρωσυστήματος σε θέματα νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«Η [ΕΚΤ] και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες συγκροτούν το [ΕΣΚΤ]. Η [ΕΚΤ] και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ συγκροτούν το Ευρωσύστημα και ασκούν τη νομισματική πολιτική της Ένωσης.»

419    Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες δεν μπορούσαν ευλόγως να συναγάγουν από το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ότι το Ευρωσύστημα διασφάλιζε τη διατήρηση της αξίας των καταθέσεών τους στις επηρεαζόμενες τράπεζες σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσής τους.

420    Όσον αφορά, στη συνέχεια, τη δήλωση αποστολής της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος, παρατηρείται, πρώτον, ότι αυτή ομοιάζει με μια απλή δήλωση προθέσεων, η οποία στερείται παντελώς νομικής ισχύος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, ClientEarth και International Chemical Secretariat κατά ECHA, T‑245/11, EU:T:2015:675, σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, κατ’ επέκταση, δεν έχει δημοσιευθεί ούτε στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου δημοσιεύονται οι νομικώς δεσμευτικές πράξεις, ούτε στη σειρά C, όπου δημοσιεύονται πληροφορίες, συστάσεις και γνώμες που αφορούν την Ένωση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Expedia, C‑226/11, EU:C:2012:795, σκέψη 30). Ειδικότερα, όπως εύστοχα υπογράμμισε η ΕΚΤ σε απάντησή της προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η δήλωση αυτή έχει, ως εκ της φύσης της, αμιγώς προγραμματικό χαρακτήρα και δεν έχει ως σκοπό να επιβάλει υποχρεώσεις στους συντάκτες της ούτε να απαριθμήσει εξαντλητικώς όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των μελών του Ευρωσυστήματος.

421    Δεύτερον, το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το Ευρωσύστημα είναι επιφορτισμένο με οποιαδήποτε αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας των τραπεζικών καταθέσεων σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσης μιας τράπεζας. Αντιθέτως, από την ως άνω δήλωση προκύπτει ότι πρωταρχικός σκοπός του Ευρωσυστήματος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Ομολογουμένως, η ίδια δήλωση αναφέρει επίσης ότι το Ευρωσύστημα, ενεργώντας ως κύρια χρηματοπιστωτική αρχή, στοχεύει στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την προώθηση της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης στην Ευρώπη. Εντούτοις, ο συνετός και επιμελής αναγνώστης δεν θα μπορούσε ευλόγως να αντλήσει από μια τόσο αόριστη διακήρυξη το συμπέρασμα ότι το Ευρωσύστημα ήταν αρμόδιο να καθορίσει τους όρους από τους οποίους μπορούσε να εξαρτηθεί η ενδεχόμενη ανακεφαλαιοποίηση ή εξυγίανση των επηρεαζόμενων τραπεζών.

422    Ομοίως, φράσεις όπως «με σεβασμό προς το νομικό καθεστώς των μελών του, το Ευρωσύστημα ενεργεί ως μία οντότητα η οποία διακρίνεται από συνοχή και ενότητα» και «[το Ευρωσύστημα λειτουργεί] ομαδικά και εκφράζ[εται] με μία φωνή, με σκοπό να βρίσκ[εται] κοντά στους πολίτες της Ευρώπης» δεν είναι ευλόγως δυνατό να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι κάθε επικοινωνία εκ μέρους εθνικής κεντρικής τράπεζας που είναι μέλος του Ευρωσυστήματος πραγματοποιείται κατ’ εκπροσώπηση του τελευταίου. Πρόκειται μάλλον για μια γενική και αόριστη δήλωση προθέσεων, που ισχύει το πολύ για τους τομείς στους οποίους το Ευρωσύστημα είναι αρμόδιο.

423    Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι μπορούσαν να θεμελιώσουν στην επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2013 δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα. Άρα, κατά μείζονα λόγο, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ παραβίασε την εμπιστοσύνη αυτή με πράξεις και συμπεριφορές μεταγενέστερες της εν λόγω επιστολής.

2)      Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στη «δέσμευση της Ευρωομάδας στις 21 Ιανουαρίου 2013, σχετικά με τη δυνατότητα παροχής της ΔΧΣ βάσει πολιτικής συμφωνίας που είχε επιτευχθεί τον Νοέμβριο του 2012»

424    Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η Ευρωομάδα τους δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα, δεσμευόμενη, στις 21 Ιανουαρίου 2013, να παράσχει τη ΔΧΣ στην Κυπριακή Δημοκρατία βάσει πολιτικής συμφωνίας που είχε επιτευχθεί τον Νοέμβριο του 2012 και δεν προέβλεπε τη λήψη των μέτρων αυτών. Σε απάντηση προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι ενάγοντες επιβεβαίωσαν ότι η «δέσμευση» στην οποία αναφέρονταν ήταν η περιγραφείσα στη σκέψη 18 δήλωση της Ευρωομάδας της 21ης Ιανουαρίου 2013.

425    Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

426    Επ’ αυτού διαπιστώνεται, πρώτον, ότι τίποτα στη δήλωση της Ευρωομάδας της 21ης Ιανουαρίου 2013 δεν μπορεί να εξομοιωθεί με συγκεκριμένη διαβεβαίωση ότι οι μόνοι όροι για την παροχή της ΔΧΣ θα ήταν αυτοί που προβλέπονταν στο σχέδιο μνημονίου το οποίο αποτελούσε, κατά τον χρόνο εκείνο, αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφενός, και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, αφετέρου. Ειδικότερα, στη δήλωση αυτή, η Ευρωομάδα δεν δεσμεύθηκε με κανένα τρόπο να χορηγήσει στην Κυπριακή Δημοκρατία τη ΔΧΣ την οποία είχε ζητήσει, αλλά περιορίστηκε στο να περιγράψει τις διαπραγματεύσεις με αόριστη και γενική διατύπωση, καθώς και να ενθαρρύνει τα ενδιαφερόμενα μέρη να σημειώσουν πρόοδο ώστε να οριστικοποιήσουν τις επιμέρους πτυχές του σχεδίου μνημονίου.

427    Δεύτερον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 123 έως 129 ανωτέρω, η χορήγηση της ΔΧΣ άπτεται των αρμοδιοτήτων του ΕΜΣ, και όχι εκείνων της Ευρωομάδας, η οποία δεν ήταν καν μεταξύ των μερών στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν με την Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να οριστικοποιηθεί το σχέδιο μνημονίου στο οποίο αναφέρεται η δήλωση της 21ης Ιανουαρίου 2013. Επομένως, ακόμη και αν η τελευταία περιείχε διαβεβαιώσεις ως προς τη χορήγηση της ΔΧΣ στην Κυπριακή Δημοκρατία, οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν θα προέρχονταν από αρμόδια αρχή κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 404 νομολογίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2009, Nintendo και Nintendo of Europe κατά Επιτροπής, T‑13/03, EU:T:2009:131, σκέψη 208, και της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 79).

428    Τρίτον, το σχέδιο μνημονίου στο οποίο αναφέρεται η δήλωση της Ευρωομάδας της 21ης Ιανουαρίου 2013, αν και καταρτίστηκε στις 29 Νοεμβρίου 2012 ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Τούτο διότι, όπως καθίσταται σαφές στη δήλωση της Ευρωομάδας της 16ης Μαρτίου 2013, οι κυπριακές αρχές είχαν δεσμευθεί, ενόψει της έγκρισης αυτού του σχεδίου μνημονίου, να λάβουν μέτρα που έπρεπε να ψηφιστούν από την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων, μεταξύ των οποίων και η θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων (βλ. σκέψεις 19 και 20 ανωτέρω). Η θέσπιση όμως τέτοιας εισφοράς απορρίφθηκε από την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ενάγοντες δεν μπορούσαν δικαιολογημένα να προσδοκούν ότι η ΔΧΣ θα χορηγούνταν, παρά ταύτα, στην Κυπριακή Δημοκρατία βάσει του ως άνω σχεδίου μνημονίου.

429    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη δήλωση της Ευρωομάδας της 21ης Ιανουαρίου 2013.

3)      Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στα ΚΜΖΕ τα οποία είχαν λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία

430    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι τους είχε δημιουργηθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα, επειδή η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε άλλα ΚΜΖΕ, δηλαδή στην Ιρλανδία, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και την Πορτογαλική Δημοκρατία, δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη μέτρων διάσωσης με ίδια μέσα.

431    Οι εναγόμενοι δεν έλαβαν ρητώς θέση επί του εν λόγω επιχειρήματος.

432    Ως προς το ζήτημα αυτό, πρώτον, υπογραμμίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι, σε προγενέστερα στάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη μέτρων παρόμοιων με τα ζημιογόνα μέτρα δεν είναι, αυτό καθ’ εαυτό, δυνατό να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση, ικανή να δημιουργήσει στους μετόχους και τους καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι ούτε η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κυπριακή Δημοκρατία θα εξαρτάται από τέτοια μέτρα (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψεις 65 και 66).

433    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι τα μέτρα από τα οποία μπορεί να εξαρτάται η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ (ή από άλλους διεθνείς οργανισμούς, θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης ή κράτη) προς επίλυση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει ένα κράτος ενόψει της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού του συστήματος ενδέχεται να διαφέρουν ριζικά από τη μία περίπτωση στην άλλη, ανάλογα τόσο με την αποκτηθείσα πείρα όσο και με το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης (βλ. σκέψη 311 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει σαφούς και ρητής δέσμευσης εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι ενάγοντες μπορούσαν δικαιολογημένα να προσδοκούν ότι η χορήγηση της ΔΧΣ επρόκειτο να εξαρτηθεί από τους ίδιους ή έστω παρεμφερείς όρους με εκείνους από τους οποίους είχε εξαρτηθεί η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Ιρλανδία, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και την Πορτογαλική Δημοκρατία.

434    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η χορήγηση ΔΧΣ σε άλλα ΚΜΖΕ δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη μέτρων συγκρίσιμων με τα ζημιογόνα μέτρα.

4)      Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στο γεγονός ότι η ΕΚΤ είχε, για μακρά περίοδο, αποφασίσει να επιτρέπει τη στήριξη μέσω του ELA

435    Οι ενάγοντες θεωρούν ότι μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η ΕΚΤ είχε, επί μακρόν, επιτρέψει στην ΚΤΚ να χορηγεί στήριξη στη Λαϊκή μέσω του ELA.

436    Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

437    Ως προς το σημείο αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι οι ενάγοντες δεν εξηγούν καθόλου για ποιο λόγο το γεγονός ότι η ΕΚΤ είχε, επί μακρόν, επιτρέψει στην ΚΤΚ να χορηγεί στήριξη στη Λαϊκή μέσω του ELA θα μπορούσε να δημιουργήσει σε εκείνους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν τα ζημιογόνα μέτρα. Συνεπώς, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός αυτό.

438    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σε καμία από τις πράξεις και συμπεριφορές που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 405, θεωρούμενες χωριστά. Ως εκ τούτου, αυτές οι πράξεις και συμπεριφορές δεν ήταν δυνατόν ούτε από κοινού, διά του σωρευτικού τους αποτελέσματος, να δημιουργήσουν στους ενάγοντες τέτοια δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

439    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η αιτίαση των εναγόντων περί παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

3.      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης

440    Η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 54). Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να τηρούν την αρχή αυτή ως υπέρτερο κανόνα δικαίου της Ένωσης, ο οποίος προστατεύει τους ιδιώτες (αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 87, και της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21, σκέψη 110).

441    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην τυγχάνουν συγκρίσιμες καταστάσεις διαφορετικής μεταχείρισης, ούτε διαφορετικές καταστάσεις της ίδιας μεταχείρισης, εκτός αν τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαφορετικές καταστάσεις, και άρα τον συγκρίσιμο χαρακτήρα τους, πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού των σχετικών πράξεων, με δεδομένο ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, προς τούτο, οι αρχές και οι στόχοι του τομέα στον οποίο εμπίπτουν οι πράξεις αυτές (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

442    Δεδομένου ότι οι ενάγοντες επικαλέστηκαν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σε αυτούς εναπόκειται να προσδιορίσουν επακριβώς τις συγκρίσιμες καταστάσεις οι οποίες, κατά την άποψή τους, αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο ή τις διαφορετικές καταστάσεις οι οποίες, κατά την άποψή τους, αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο [βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑31/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:167, σκέψη 311].

443    Εν προκειμένω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι παραβίασαν την αρχή αυτή από πέντε απόψεις, όπερ αμφισβητείται από τους τελευταίους.

1)      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης δυσμενούς διάκρισης, σε σχέση με τους πιστωτές της Λαϊκής των οποίων οι απαιτήσεις ανάγονται στον ELA

444    Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι όσοι είχαν μη εξασφαλισμένες καταθέσεις στη Λαϊκή υπέστησαν δυσμενή διάκριση, σε σχέση με τους πιστωτές της των οποίων οι απαιτήσεις ανάγονται στον ELA. Στον βαθμό που το χρέος της Λαϊκής το οποίο προερχόταν από τον ELA μεταβιβάστηκε στην BoC, οι πιστωτές αυτοί μπορούσαν, στην πράξη, να στραφούν έναντι της BoC, ενώ το χρέος της Λαϊκής προς όσους είχαν μη εξασφαλισμένες καταθέσεις διαγράφηκε.

445    Οι ενάγοντες προσθέτουν ότι η μεταβίβαση από τη Λαϊκή στην BoC του χρέους της πρώτης από τον ELA επιβάρυνε σημαντικά τη δεύτερη. Τούτο είχε ως συνέπεια να υποστούν δυσμενή διάκριση και άλλες κατηγορίες προσώπων. Πράγματι, η μεταβίβαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, να επιβληθούν δραστικοί περιορισμοί στις απαιτήσεις των καταθετών της BoC και, αφετέρου, να μειωθεί η αξία των μετοχών των επηρεαζόμενων τραπεζών. Έτσι, κατά τους ενάγοντες, η ΕΚΤ, η οποία είναι υπεύθυνη για τον ELA, καθώς και οι λοιποί εναγόμενοι προέταξαν τα δικά τους συμφέροντα, εις βάρος των συμφερόντων των εναγόντων.

446    Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

447    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπογραμμίζεται, πρώτον, ότι η μεταβίβαση στην BoC του χρέους που προερχόταν από τον ELA περιλαμβάνεται μεταξύ των όρων χορήγησης της ΔΧΣ. Πράγματι, το σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013 προβλέπει τα εξής:

«[Η BoC] αναλαμβάνει μέσω μιας διαδικασίας αγοράς και ανάληψης το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων της [Λαϊκής] στην Κύπρο σε δίκαιη αξία, όπως και τις ασφαλισμένες καταθέσεις και [τον ELA] σε ονομαστική αξία. Οι ανασφάλιστες καταθέσεις της [Λαϊκής] θα παραμείνουν στην οντότητα […]».

448    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, όπως αναγνώρισαν και οι ενάγοντες σε απάντησή τους προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η παροχή στήριξης μέσω του ELA άπτεται της αρμοδιότητας των εθνικών κεντρικών τραπεζών, αφού η ΕΚΤ είναι απλώς αρμόδια να τους απαγορεύει να χορηγούν στήριξη μέσω του ELA όταν τούτο παρακωλύει τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ (βλ. σκέψεις 137 έως 143 ανωτέρω). Σύμφωνα με αυτή την κατανομή αρμοδιοτήτων, μόνον η ΚΤΚ χορήγησε στήριξη μέσω του ELA στη Λαϊκή και είχε, εξ αυτού του λόγου, απαίτηση έναντι της τελευταίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ορθώς ισχυρίζεται η ΕΚΤ, μόνον η ΚΤΚ είχε, δυνάμει της δανειακής σύμβασης που συνήφθη με τη Λαϊκή, αξίωση εξόφλησης του χρέους το οποίο προερχόταν από τη χορήγηση στήριξης στη Λαϊκή μέσω του ELA. Επομένως, οι κατηγορίες προσώπων που θα μπορούσαν, βάσει της επιχειρηματολογίας των εναγόντων (βλ. σκέψεις 444 και 445 ανωτέρω), να έχουν αντιμετωπιστεί διαφορετικά λόγω της μεταβίβασης στην BoC του χρέους της Λαϊκής από τον ELA είναι, αφενός, η ΚΤΚ και, αφετέρου, οι καταθέτες με μη εξασφαλισμένες καταθέσεις και οι μέτοχοι των επηρεαζόμενων τραπεζών.

449    Τρίτον, επισημαίνεται ότι βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 441 νομολογίας, από τη μία πλευρά, ένας ιδιώτης που έχει ενεργήσει με μοναδικό γνώμονα το προσωπικό περιουσιακό του συμφέρον, όπως όσοι είχαν μη εξασφαλισμένες καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες και οι μέτοχοι της BoC, και, από την άλλη πλευρά, μια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος, της οποίας οι αποφάσεις εξυπηρετούσαν αποκλειστικώς σκοπούς γενικού συμφέροντος. Το γεγονός και μόνον ότι οι καταθέτες και μια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος της οποίας οι αποφάσεις εξυπηρετούν τέτοιους σκοπούς κατέχουν ίδια ομόλογα της ίδιας τράπεζας δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα, οπότε η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν επιβάλλει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο αυτές οι δύο κατηγορίες προσώπων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 92, και της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21, σκέψεις 108 και 109).

450    Στην προκειμένη περίπτωση, η ΚΤΚ απέκτησε την απαίτηση που απέρρεε από τον ELA προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση ενός σκοπού γενικού συμφέροντος, ο οποίος συνίστατο στη σταθεροποίηση μίας εκ των δύο πιο σημαντικών κυπριακών τραπεζών και, κατ’ επέκταση, του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Πράγματι, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 138 και 139, η ΚΤΚ χορήγησε στήριξη στη Λαϊκή μέσω του ELA κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας την οποία της απονέμει το κυπριακό δίκαιο. Πιο συγκεκριμένα, από την απάντηση της ΕΚΤ σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και από τη συνημμένη σε αυτήν επιστολή, προκύπτει ότι ο ELA είναι ένας μηχανισμός που προορίζεται να βοηθά την ΚΤΚ να εκπληρώνει την αποστολή της διασφάλισης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την οποία της αναθέτουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 46, παράγραφος 3, του νόμου της 19ης Ιουλίου 2002.

451    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς τονίζουν η Επιτροπή και η ΕΚΤ, η απαίτηση που απέρρεε από τον ELA ήταν ασφαλισμένη, αφού καλυπτόταν από τα στοιχεία του ενεργητικού της Λαϊκής. Ως δικαιούχος της απαίτησης αυτής, η ΚΤΚ ήταν, συνεπώς, προνομιούχος πιστωτής, εν αντιθέσει προς τους μη εξασφαλισμένους καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών. Εφόσον δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, σε περίπτωση εκκαθάρισης τράπεζας, οι απαιτήσεις των καταθετών της εξοφλούνται κατά προτεραιότητα από την εισφορά των μετόχων της, οι μέτοχοι της BoC δεν μπορούν, κατά μείζονα λόγο, να υποστηρίξουν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη της ΚΤΚ.

452    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν ήταν συγκρίσιμη η κατάσταση της ΚΤΚ με την κατάσταση των καταθετών με μη εξασφαλισμένες καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες και των μετόχων της BoC. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι οι τελευταίες δύο κατηγορίες προσώπων υπέστησαν δυσμενή διάκριση από τους εναγομένους, σε σχέση με την ΚΤΚ.

2)      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης δυσμενούς διάκρισης, σε σχέση με τους καταθέτες των ελληνικών υποκαταστημάτων

453    Οι ενάγοντες θεωρούν ότι υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, σε σχέση με τους καταθέτες των ελληνικών υποκαταστημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι ενάγοντες υπογραμμίζουν ότι, ενώ η λήψη από τις κυπριακές αρχές μέτρων διάσωσης με ίδια μέσα, τα οποία έπληξαν τις καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες στην Κύπρο, τέθηκε ως όρος για τη χορήγηση της ΔΧΣ, δεν επιβλήθηκε παρόμοιος όρος σε σχέση με τις καταθέσεις στις ίδιες τράπεζες στην Ελλάδα. Οι τελευταίες έπρεπε να μεταβιβαστούν σε ελληνική τράπεζα, λόγω της εξαγοράς των ελληνικών υποκαταστημάτων από αυτήν, και μπορούσαν επομένως, κατ’ αρχήν, να παραμείνουν αναλλοίωτες. Ελλείψει όμως οποιασδήποτε αντικειμενικής δικαιολογητικής βάσης, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση αντιβαίνει, κατά τους ενάγοντες, στις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ή απαγορεύεται από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.

454    Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

455    Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι τα ελληνικά υποκαταστήματα ήταν «υποκαταστήματα» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006,σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων(ΕΕ 2006, L 177, σ. 1). Ως τέτοια, πρώτον, αποτελούσαν τμήματα των επηρεαζόμενων τραπεζών στερούμενα νομικής προσωπικότητας, τα οποία διενεργούσαν απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, τις πράξεις που είναι εγγενείς στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

456    Δεύτερον, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2005/1 και 2009/14, οι καταθέτες των εν λόγω υποκαταστημάτων καλύπτονταν από το κυπριακό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.

457    Τρίτον, από την αιτιολογική σκέψη 21 και από τα άρθρα 40 έως 43 της οδηγίας 2006/48 συνάγεται ότι η ευθύνη για την εποπτεία της οικονομικής ευρωστίας των ελληνικών υποκαταστημάτων, και ιδίως της φερεγγυότητάς τους, ανήκε στις κυπριακές αρχές, ενώ οι ελληνικές αρχές ήταν υπεύθυνες μόνο για την εποπτεία της ρευστότητας αυτών των υποκαταστημάτων και των νομισματικών πολιτικών.

458    Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών στην Κύπρο και οι καταθέτες των ελληνικών τους υποκαταστημάτων είχαν τις καταθέσεις τους στις ίδιες τράπεζες, καλύπτονταν δε από το ίδιο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων και ίσχυαν για αυτές οι ίδιοι κανόνες. Με αυτά τα δεδομένα, δεν συντρέχει, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η διαφορά ως προς τον τόπο όπου συστήθηκαν οι λογαριασμοί καταθέσεων αρκεί, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υπόθεσης, για να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις. Ειδικότερα, η ανάγκη αποτροπής του ενδεχομένου μετάδοσης, την οποία επικαλείται το Συμβούλιο, δεν συνδέεται με τυχόν αντικειμενική διαφορά μεταξύ των καταστάσεων, αλλά με τη δικαιολογητική βάση για τη διαφορετική μεταχείριση δύο συγκρίσιμων καταστάσεων. Άρα, η κατάσταση των εναγόντων καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών στην Κύπρο ήταν συγκρίσιμη με την κατάσταση των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων.

459    Αντιθέτως όμως προς τις καταθέσεις στα ελληνικά υποκαταστήματα, επί των καταθέσεων στις επηρεαζόμενες τράπεζες στην Κύπρο εφαρμόστηκαν μέτρα διάσωσης με ίδια μέσα. Πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών στην Κύπρο υπέστησαν δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τους καταθέτες των ελληνικών υποκαταστημάτων.

460    Τα επιχειρήματα της ΕΚΤ δεν αναιρούν το ως άνω συμπέρασμα. Αφενός, η ΕΚΤ ισχυρίζεται ότι οποιαδήποτε διάκριση τυχόν υπέστησαν οι ενάγοντες θα έπρεπε να θεωρηθεί ως «αντίστροφη διάκριση», η οποία δεν απαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης.

461    Αληθεύει ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν πρόκειται για καταστάσεις που, αφενός, δεν εμφανίζουν κανένα συνδετικό στοιχείο με κάποια από τις καταστάσεις τις οποίες καλύπτει το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, χαρακτηρίζονται από το ότι όλα τα κρίσιμα στοιχεία τους εντοπίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει σε αυτό το κράτος μέλος να επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει στους υπηκόους άλλου κράτους μέλους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1994, Steen, C‑132/93, EU:C:1994:254, σκέψη 11, και της 1ης Απριλίου 2008, Gouvernement de la Communauté française και gouvernement wallon, C‑212/06, EU:C:2008:178, σκέψη 33).

462    Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν πρόκειται για πράξεις ή παραλείψεις με τις οποίες ένα ή περισσότερα θεσμικά όργανα συμβάλλουν σε μια τέτοια μεταχείριση ή απαιτούν τη διατήρησή της ή τη συνέχιση της εφαρμογής της. Εν προκειμένω, το ζήτημα είναι ακριβώς να κριθεί αν τα θεσμικά όργανα επιτρεπόταν να στηρίξουν την έγκριση και την εφαρμογή ενός μνημονίου το οποίο εξαρτούσε τη χορήγηση της ΔΧΣ από άνιση μεταχείριση ή απαιτούσε τη διατήρηση ή τη συνέχιση της εφαρμογής της άνισης μεταχείρισης.

463    Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι γινόταν δεκτό ότι οι ισχυρισμοί περί διάκρισης μεταξύ των καταθετών των κυπριακών τραπεζών και των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων των ίδιων τραπεζών αναφέρονται σε μια κατάσταση της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία εντοπίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους, είναι οπωσδήποτε απορριπτέο το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι οποιαδήποτε διάκριση τυχόν υπέστησαν οι ενάγοντες πρέπει να θεωρηθεί ως «αντίστροφη διάκριση», που δεν απαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης.

464    Αφετέρου, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι τα ελληνικά υποκαταστήματα πωλήθηκαν στην τιμή της αγοράς, συμβάλλοντας στη διατήρηση των ιδίων κεφαλαίων των οικείων τραπεζών. Κατά συνέπεια, η πώληση αυτή δεν ενείχε, όπως διατείνεται η ΕΚΤ, κανένα πρόσθετο μειονέκτημα για τους ενάγοντες.

465    Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι, για να μπορεί να προσαφθεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, πρέπει η επίμαχη μεταχείριση να συνεπάγεται μειονέκτημα για ορισμένα πρόσωπα, σε σχέση με άλλα. Ωστόσο, η ύπαρξη τέτοιου μειονεκτήματος δεν αναιρείται για τον λόγο και μόνον ότι η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση δεν έχει προκαλέσει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, δεδομένου ότι το μειονέκτημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, από πλευράς αρχής της ίσης μεταχείρισης, μπορεί επίσης να είναι τέτοιο ώστε να επηρεάζει τη νομική κατάσταση του προσώπου το οποίο αφορά η διαφορετική αυτή κατάσταση (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψεις 39 και 44). Η επιχειρηματολογία όμως της ΕΚΤ εστιάζει αποκλειστικώς στο στοιχείο ότι οι ενάγοντες δεν υπέστησαν πρόσθετη περιουσιακή απώλεια λόγω της πώλησης των ελληνικών θυγατρικών. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι συντρέχει, το συγκεκριμένο στοιχείο δεν αρκεί, αυτό καθ’ εαυτό, για να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται διάκριση απαγορευόμενη από το δίκαιο της Ένωσης. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε το πολύ να ασκεί επιρροή, όπως φαίνεται εξάλλου να θεωρεί και η ΕΚΤ, κατά την εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσον η ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Κατ’ αρχάς, πάντως, το κρίσιμο ζήτημα παραμένει αν οι καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών στην Κύπρο βρίσκονταν σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων, όπερ συνέβαινε στην προκειμένη περίπτωση (βλ. σκέψη 458 ανωτέρω).

466    Σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 441 νομολογία, πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχει, εν προκειμένω, αντικειμενική δικαιολογητική βάση για τη διαφορετική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών στην Κύπρο, σε σχέση με τους καταθέτες των ελληνικών υποκαταστημάτων.

467    Όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 335 έως 337, η διαφορετική αυτή μεταχείριση εξυπηρετούσε ιδίως την ανάγκη αποτροπής κάθε ενδεχομένου μετάδοσης από το κυπριακό τραπεζικό σύστημα στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πράγματι, όπως δέχθηκαν και οι ενάγοντες με την απάντησή τους σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, από τη συνημμένη στο υπόμνημα απάντησης εσωτερική έκθεση της ΕΚΤ προκύπτει ότι η απομείωση των καταθέσεων στα ελληνικά υποκαταστήματα ενείχε τον κίνδυνο μαζικών αναλήψεων στην Ελλάδα, όπερ, εξ αντανακλάσεως, θα μπορούσε να επιτείνει τις ήδη ισχνές δυνατότητες χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, καθιστώντας έτσι ενδεχομένως αναγκαία την αύξηση της ρευστότητας που παρεχόταν σε αυτές μέσω του ELA, σε τέτοιο επίπεδο ώστε πλέον να υπερβαίνει πιθανώς τις πραγματικές δυνατότητες των τραπεζών του Ευρωσυστήματος.

468    Οι ενάγοντες αντιτείνουν ότι η ως άνω επιχειρηματολογία δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει διάκριση στηριζόμενη εμμέσως στην ιθαγένεια, όπως αυτή την οποία υπέστησαν.

469    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον, αφενός, στηρίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή συνδέεται με νομικά επιτρεπτό σκοπό τον οποίο επιδιώκει η σχετική νομοθεσία, και, αφετέρου, εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη μεταχείριση αυτή (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine, C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 47).

470    Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν στηριζόταν σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο η διαφορετική μεταχείριση των καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών στην Κύπρο και των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων, επισημαίνεται ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 255 και 256 ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του ΕΔΔΑ (απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιουλίου 2016, Μαματάς κ.λπ. κατά Ελλάδας, CE:ECHR:2016:0721JUD006306614, § 103 και 138), πρέπει να θεωρηθεί ως αντικειμενικός και εύλογος ο σκοπός ο οποίος συνίσταται στην πρόληψη της γενικής αποσταθεροποίησης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος λόγω μετάδοσης από κυπριακό τραπεζικό σύστημα.

471    Όσον αφορά, δεύτερον, την αναλογικότητα της διαφορετικής μεταχείρισης των καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών στην Κύπρο και των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων, υπενθυμίζεται ότι η διαφορετική μεταχείριση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας όταν είναι πρόσφορη να συμβάλει στην υλοποίηση των επιδιωκόμενων θεμιτών σκοπών και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξή τους (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C‑380/09 P, EU:C:2012:137, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

472    Εν προκειμένω, για λόγους ανάλογους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 341 έως 358 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση ήταν πρόσφορη να συμβάλει στην υλοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών και δεν υπερέβαινε το μέτρο το οποίο ήταν αναγκαίο προς τούτο.

473    Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η λήψη από τις κυπριακές αρχές του μέτρου της απομείωσης των καταθέσεων στις επηρεαζόμενες τράπεζες στην Κύπρο τέθηκε ως όρος για τη χορήγηση της ΔΧΣ, ενώ δεν τέθηκε παρόμοιος όρος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα, δικαιολογούνταν αντικειμενικώς και δεν στοιχειοθετεί, ως εκ τούτου, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

474    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα των εναγόντων ότι η Ευρωομάδα είχε προηγουμένως ενθαρρύνει την εφαρμογή της διαδικασίας PSI παρά τον κίνδυνο μετάδοσης τον οποίο αυτή ενείχε για τις κυπριακές τράπεζες.

475    Με το εν λόγω επιχείρημα υποστηρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η σταθερότητα του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν ελήφθη υπόψη κατά τη λήψη ορισμένων μέτρων που προορίζονταν να επιλύσουν τις χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της Ελληνικής Δημοκρατίας και ότι, αντιστρόφως, η σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τη μεταγενέστερη λήψη των μέτρων που αποσκοπούσαν στην επίλυση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ειδάλλως πρόκειται για «πολύ μεγάλη ασυνέπεια», ασύμβατη προς την αρχή της αναλογικότητας.

476    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι λόγοι για τους οποίους η Ευρωομάδα ή τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προέκριναν την εφαρμογή της διαδικασίας PSI δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες αποφασίστηκε η διαδικασία PSI. Πράγματι, όπως υπογραμμίστηκε στις σκέψεις 311 και 433 ανωτέρω, τα μέτρα από τα οποία μπορεί να εξαρτάται η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ (ή από άλλους διεθνείς οργανισμούς, θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης ή κράτη) προς επίλυση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει ένα κράτος ενόψει της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού του συστήματος ενδέχεται να διαφέρουν ριζικά από τη μία περίπτωση στην άλλη, ανάλογα τόσο με την αποκτηθείσα πείρα όσο και με το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης.

477    Οι ενάγοντες, πάντως, δεν απέδειξαν σε κανένα σημείο ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων και της αποκτηθείσας πείρας, το γεγονός ότι η Ευρωομάδα είχε προηγουμένως ενθαρρύνει την εφαρμογή της διαδικασίας PSI παρά τον κίνδυνο μετάδοσης τον οποίο αυτή ενείχε για τις κυπριακές τράπεζες δικαιολογούσε το να μη ληφθεί υπόψη, εν προκειμένω, ο κίνδυνος μετάδοσης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

478    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω της διαφορετικής μεταχείρισης των καταθέσεών τους σε σχέση με τις καταθέσεις στα ελληνικά υποκαταστήματα.

3)      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω δυσμενούς διάκρισης σε σχέση με τους καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών των οποίων οι καταθέσεις δεν υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ

479    Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι όσοι εξ αυτών διατηρούσαν, στις επηρεαζόμενες τράπεζες, καταθέσεις οι οποίες υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ υπέστησαν διάκριση σε σχέση με όσους είχαν, στις τράπεζες αυτές, καταθέσεις μικρότερου ποσού. Ειδικότερα, οι καταθέσεις οι οποίες ανέρχονταν μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από το κυπριακό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, ενώ οι καταθέσεις που υπερέβαιναν το όριο αυτό, καλύπτονταν μόνο μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ. Το γεγονός ότι η οδηγία 94/19, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2005/1 και 2009/14, επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν σύστημα εγγύησης το οποίο να καλύπτει το σύνολο των καταθέσεων του ίδιου καταθέτη μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ δεν δικαιολογεί, κατά τους ενάγοντες, τον αποκλεισμό των καταθετών με μη εξασφαλισμένες καταθέσεις από τη λήψη αποζημίωσης σε περίπτωση εκκαθάρισης, ούτε εξηγεί για ποιο λόγο ένας καταθέτης με καταθέσεις ύψους 100 000 ευρώ δεν υπέστη καμία απομείωση, ενώ ένας καταθέτης με καταθέσεις ύψους 1 000 000 ευρώ υπέστη απομείωση της τάξης του 90 %.

480    Το Συμβούλιο και η ΕΚΤ αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

481    Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι η δυσμενής διάκριση την οποία καταγγέλλουν οι ενάγοντες αφορά, στην πραγματικότητα, δύο χωριστές πτυχές των ζημιογόνων μέτρων.

482    Πρώτον, πρόκειται για το μέτρο στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 5 του διατάγματος 104, το οποίο προβλέπει, σύμφωνα με το σημείο 1.26 του μνημονίου της 26ης Απριλίου 2013, ότι μεταβιβάζονται στην BoC τα χρέη της Λαϊκής προς όλους τους καταθέτες της μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ, ενώ οι καταθέσεις άνω των 100 000 ευρώ παραμένουν, κατά το επιπλέον, στη Λαϊκή εν αναμονή της εκκαθάρισής της (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το μέτρο αυτό εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους καταθέτες της Λαϊκής. Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, οι ενάγοντες, το ως άνω μέτρο δεν εισάγει, λοιπόν, καμία διαφορετική μεταχείριση των καταθετών αυτών ανάλογα με το ποσό των καταθέσεών τους στην εν λόγω τράπεζα.

483    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός και μόνον ότι η μεταβίβαση στην BoC των καταθέσεων της Λαϊκής συνοδεύεται από ενιαίο ανώτατο όριο 100 000 ευρώ ανά καταθέτη και μπορεί, ως εκ τούτου, να έχει διαφορετικές συνέπειες επί των καταθετών ανάλογα με το ποσό των καταθέσεών τους. Στην πράξη, οποιαδήποτε τέτοια διαφορά οφείλεται στην εφαρμογή του ορίου εγγύησης των 100 000 ευρώ, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1α της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2005/1 και 2009/14, και το οποίο οι ενάγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι είναι παράνομο. Τουναντίον, πρόκειται για ένα κριτήριο το οποίο είναι, ταυτόχρονα, αντικειμενικό και προσαρμοσμένο στις ανάγκες της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος της Ένωσης (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Arkema κατά Επιτροπής, T‑168/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:367, σκέψη 115). Μάλιστα, η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2005/1 και 2009/14, καθιστά σαφές ότι σκοπός του προαναφερθέντος ορίου εγγύησης είναι, αφενός, να μη μείνει εκτεθειμένο ένα υπερβολικά σημαντικό ποσοστό των καταθέσεων, χάριν τόσο της προστασίας των καταναλωτών όσο και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και, αφετέρου, να ληφθεί υπόψη το κόστος χρηματοδότησης των συστημάτων εγγύησης, καθώς και να μην επιβληθεί σε ολόκληρη την Ένωση ένα επίπεδο προστασίας το οποίο, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παρότρυνση για κακή διαχείριση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων.

484    Δεύτερον, πρόκειται για τα μέτρα μετατροπής των μετοχών της BoC που προβλέπονταν από τις διατάξεις του τροποποιηθέντος διατάγματος 103, των οποίων το περιεχόμενο επαναλαμβάνουν τα σημεία 1.26 και 1.27 του μνημονίου της 26 Απριλίου 2013. Στο πλαίσιο των μέτρων αυτών, η απομείωση των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων στην BoC είχε εφαρμογή μόνον επί των καταθετών της των οποίων οι καταθέσεις υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ. Εξ αυτού συνάγεται ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζουν οι ενάγοντες, οι καταθέτες της BoC αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν οι καταθέσεις τους στη συγκεκριμένη τράπεζα υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ ή όχι.

485    Εντούτοις, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες, η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δεν στοιχειοθετεί σε καμία περίπτωση άνιση μεταχείριση απαγορευόμενη από το δίκαιο της Ένωσης. Όπως εύστοχα επισημαίνουν το Συμβούλιο και η ΕΚΤ, οι καταθέτες των οποίων οι καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ βρίσκονταν σε κατάσταση, από νομικής άποψης, διαφορετική από την κατάσταση των καταθετών των οποίων οι καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες ήταν μικρότερου ποσού. Τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1α, της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2005/1 και 2009/14, οι καταθέσεις των δεύτερων, σε περίπτωση που οι καταθέσεις καθίσταντο μη διαθέσιμες, καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από το κυπριακό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, ενώ εκείνες των πρώτων καλύπτονταν μόνο μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ.

486    Κατόπιν των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται εν προκειμένω οποιαδήποτε αθέμιτη διάκριση εις βάρος των καταθετών των οποίων οι καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ.

4)      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω δυσμενούς διάκρισης σε σχέση με τους καταθέτες και τους μετόχους των τραπεζών των άλλων ΚΜΖΕ που είχαν λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία

487    Οι ενάγοντες θεωρούν ότι υπέστησαν διάκριση σε σχέση με τους καταθέτες και τους μετόχους των τραπεζών των άλλων ΚΜΖΕ που είχαν λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία. Πρώτον, οι ενάγοντες τονίζουν ότι σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις το ποσό της χρηματοπιστωτικής συνδρομής ήταν υψηλότερο από εκείνο της ΔΧΣ που χορηγήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, πλην όμως οι καταθέσεις και οι μετοχές των τραπεζών των αντίστοιχων κρατών μελών δεν εθίγησαν. Δεύτερον, οι ενάγοντες διατείνονται ότι οι ελληνικές τράπεζες έλαβαν ενίσχυση ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ ως αντιστάθμισμα για τις συνέπειες της εφαρμογής της διαδικασίας PSI, ενώ αυτή έπληξε πιο σοβαρά τις επηρεαζόμενες τράπεζες απ’ ό,τι τις ελληνικές τράπεζες.

488    Οι ενάγοντες συνάγουν το συμπέρασμα ότι υπέστησαν έμμεση διάκριση λόγω της ιθαγένειάς τους, κατά παράβαση του άρθρου 18 ΣΛΕΕ και του άρθρου 21 του Χάρτη. Η δε Κυπριακή Δημοκρατία υπέστη, κατά την άποψή τους, διάκριση σε σχέση με τα άλλα ΚΜΖΕ που είχαν λάβει ενίσχυση παρόμοια με τη ΔΧΣ.

489    Το Συμβούλιο και η ΕΚΤ αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγόντων.

490    Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι τα μέτρα από τα οποία μπορεί να εξαρτάται η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ προς επίλυση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει ένα κράτος ενόψει της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού του συστήματος ενδέχεται να διαφέρουν ριζικά από τη μία περίπτωση στην άλλη, ανάλογα τόσο με την αποκτηθείσα πείρα όσο και με το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης. Μεταξύ αυτών των περιστάσεων καταλέγονται, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 311, η οικονομική κατάσταση του κράτους που λαμβάνει τη συνδρομή, το ύψος της ενίσχυσης σε σχέση με το σύνολο της οικονομίας του, οι προοπτικές επιστροφής των οικείων τραπεζών στην οικονομική βιωσιμότητα και οι αιτίες των δυσχερειών τις οποίες αυτές αντιμετωπίζουν, περιλαμβανομένου ενδεχομένως του υπερβολικού μεγέθους του τραπεζικού τομέα του εν λόγω κράτους σε σύγκριση με την εθνική του οικονομία, καθώς και η εξέλιξη της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας ή η αυξημένη πιθανότητα να χρειαστούν μελλοντικές παρεμβάσεις του ΕΜΣ (ή άλλων διεθνών οργανισμών, θεσμικών και άλλων οργάνων της Ένωσης ή κρατών) προς στήριξη άλλων κρατών σε δυσχέρειες, με συνέπεια να απαιτείται ο προληπτικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα ποσά που δεσμεύονται για την κάθε παρέμβαση.

491    Εν προκειμένω, οι ενάγοντες, οι οποίοι όφειλαν, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 442 νομολογία, να προσδιορίσουν επακριβώς τις συγκρίσιμες καταστάσεις που αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο, δεν εξήγησαν, πέραν επανειλημμένων αναφορών στο (απόλυτο και σχετικό) μέγεθος της χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς τα άλλα τέσσερα ΚΜΖΕ, για ποιο λόγο η κατάσταση των τελευταίων ήταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, συγκρίσιμη με εκείνη της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. σκέψεις 311 και 312 ανωτέρω).

492    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των καταθετών και των μετόχων των τραπεζών στα ΚΜΖΕ τα οποία είχαν λάβει, πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία, ενισχύσεις παρόμοιες με τη ΔΧΣ.

493    Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι η λήψη μέτρων με σκοπό τη μείωση του μεγέθους του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα τέθηκε ως όρος για τη χορήγηση της ΔΧΣ, ενώ η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε άλλα ΚΜΖΕ δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη ανάλογων μέτρων, στοιχειοθετεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης είτε εις βάρος των εναγόντων είτε, αν υποτεθεί ότι οι τελευταίοι μπορούν να επικαλεστούν παραβίαση της αρχής αυτής ως προς τρίτον, εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

5)      Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης δυσμενούς διάκρισης, σε σχέση με τους συνεταίρους του κυπριακού συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα

494    Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, αφενός, η Κυπριακή Δημοκρατία ανακεφαλαιοποίησε, με 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ, τον κυπριακό κεντρικό οργανισμό Co-operative Central Bank (στο εξής: CCB) και τα συμβεβλημένα με αυτόν συνεταιριστικά πιστωτικά ιδρύματα (καλούμενα στο εξής, μαζί με τον CCB: συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας), και, αφετέρου, δεν είχε τεθεί ως όρος για τη χορήγηση της ΔΧΣ να μη χρησιμοποιηθεί η τελευταία για τον συγκεκριμένο σκοπό. Κατόπιν τούτου, οι διάδικοι συμφωνούν ότι το 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ που διατέθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα προερχόταν από τη ΔΧΣ.

495    Δεν αμφισβητείται επίσης μεταξύ των διαδίκων ότι, αντιστρόφως, είχε τεθεί ως όρος για τη χορήγηση της ΔΧΣ ότι αυτή δεν θα χρησιμοποιούνταν για την ανακεφαλαιοποίηση των επηρεαζόμενων τραπεζών. Οι ενάγοντες θεωρούν, συνεπώς, ότι υπέστησαν αθέμιτη διάκριση σε σχέση με τους συνεταίρους του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα.

496    Οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ότι οι συνεταίροι του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα, στους οποίους δεν επιβλήθηκαν μέτρα διάσωσης με ίδια μέσα, έτυχαν ευνοϊκότερης μεταχείρισης απ’ ό,τι οι ενάγοντες. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, εντούτοις, ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση επ’ ουδενί στοιχειοθετεί αθέμιτη διάκριση.

497    Επομένως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 441 πάγια νομολογία, πρέπει να εξεταστεί αν οι δύο αυτές κατηγορίες προσώπων βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση και, ενδεχομένως, αν η διαφορετική μεταχείριση της οποίας έτυχαν ήταν αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

498    Με την απάντησή τους προς ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ο συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας και οι επηρεαζόμενες τράπεζες βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση. Ειδικότερα, κατά την άποψή τους, ο συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας και οι επηρεαζόμενες τράπεζες δραστηριοποιούνταν στην ίδια αγορά και βρίσκονταν σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους. Οι ενάγοντες διατείνονται, εν συνεχεία, ότι η κατάσταση των συνεταίρων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα ήταν από όλες τις απόψεις συγκρίσιμη με εκείνη των καταθετών των επηρεαζόμενων τραπεζών. Συγκεκριμένα, κατά τους ενάγοντες, ούτε οι μεν ούτε οι δε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τις περιστάσεις που οδήγησαν την Κυπριακή Δημοκρατία να ζητήσει χρηματοπιστωτική συνδρομή.

499    Το Συμβούλιο και η ΕΚΤ θεωρούν, αντιθέτως, ότι οι συνεταίροι του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη των εναγόντων. Οι διαφορές τις οποίες επικαλούνται η ΕΚΤ και το Συμβούλιο είναι, κατ’ ουσίαν, δύο. Συνδέονται, πρώτον, με τη σημασία που είχαν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα οι επηρεαζόμενες τράπεζες, από τη μία πλευρά, και ο συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας, από την άλλη, και, δεύτερον, με τη σοβαρότητα και τη φύση των δυσχερειών τις οποίες αντιμετώπιζαν οι δύο αυτές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων.

500    Πρώτον, όσον αφορά τη σημασία που είχαν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα οι επηρεαζόμενες τράπεζες, από τη μία πλευρά, και ο συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας, από την άλλη, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι ο τελευταίος διαδραματίζει μείζονα ρόλο στην κυπριακή αγορά των καταθέσεων και των πιστώσεων και τυχόν διάσωσή του με ίδια μέσα θα είχε επί της εθνικής οικονομικής δραστηριότητας και, κατ’ επέκταση, επί της δημοσιονομικής κατάστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας ακόμη πιο έντονες αρνητικές συνέπειες απ’ ό,τι η διάσωση των επηρεαζόμενων τραπεζών με ίδια μέσα.

501    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, σε όποιον επικαλείται πραγματικά περιστατικά να προσκομίζει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτά είναι αληθή [διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 2008, Provincia di Ascoli Piceno και Comune di Monte Urano κατά Apache Footwear κ.λπ., C‑464/07 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:49, σκέψη 9· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 113]. Εν προκειμένω όμως, η ΕΚΤ δεν προβάλλει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών της σχετικά με τον οικονομικό ρόλο του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα, ούτε αποδεικνύει ότι η διάσωσή του με ίδια μέσα θα είχε επί της δημοσιονομικής κατάστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας ακόμη πιο επαχθείς συνέπειες απ’ ό,τι η διάσωση των επηρεαζόμενων τραπεζών με ίδια μέσα. Η ΕΚΤ δεν έδωσε περαιτέρω διευκρινίσεις ούτε όταν ερωτήθηκε επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

502    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της ΕΚΤ περί της σημασίας που είχαν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα οι επηρεαζόμενες τράπεζες, από τη μία πλευρά, και ο συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας, από την άλλη.

503    Δεύτερον, όσον αφορά τις δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπιζαν τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, το Συμβούλιο και η ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι οι επηρεαζόμενες τράπεζες βρίσκονταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι ο συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα της ΕΚΤ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα οποία οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν ως προς το συγκεκριμένο σημείο, ο συνεταιριστικός τραπεζικός τομέας δεν ήταν αφερέγγυος κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, εν αντιθέσει προς τις επηρεαζόμενες τράπεζες. Πράγματι, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι οι επηρεαζόμενες τράπεζες ήταν αφερέγγυες κατά τον χρόνο που ελήφθησαν τα ζημιογόνα μέτρα. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 3.1 των κοινοποιήσεων στις οποίες προέβη η ΚΤΚ τον Μάιο του 2013 για τον τρίτο πυλώνα του Πλαισίου της Βασιλείας, καθώς και από τις απαντήσεις της ΕΚΤ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενοποιημένοι δείκτες φερεγγυότητας του οικείου κεντρικού οργανισμού και των 92 συνεταιριστικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ήταν συμβεβλημένα με αυτόν πληρούσαν τις ισχύουσες κανονιστικές απαιτήσεις. Το σημείο 20 της έκθεσης που κατάρτισε το ΔΝΤ τον Μάιο του 2013 επιβεβαιώνει το ως άνω συμπέρασμα, αφού αναφέρει ότι ο κυπριακός συνεταιριστικός τομέας θεωρούνταν συνολικά φερέγγυος.

504    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η βασική επαληθεύσιμη διαφορά μεταξύ των εναγόντων και των συνεταίρων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα έγκειται στο αν οι αντίστοιχες τράπεζες ήταν φερέγγυες ή όχι. Κατά τα λοιπά, πρόκειται, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, για καταθέτες ή επενδυτές κυπριακής τράπεζας η οποία χρειαζόταν ανακεφαλαιοποίηση προκειμένου να συνεχίσει τις δραστηριότητές της, οπότε απαιτούνταν, για τον σκοπό αυτό, είτε δημόσιοι πόροι είτε διάσωση με ίδια μέσα.

505    Οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν αυτή καθ’ εαυτήν τη διαπίστωση ότι η φερεγγυότητα μπορεί να συνιστά κριτήριο το οποίο έχει σημασία προκειμένου να θεμελιωθεί ότι οι διάφορες τράπεζες έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ωστόσο, υποστήριξαν ότι οι διαφορές που επικαλέστηκαν συναφώς οι ενάγοντες, μεταξύ των οποίων και η φερεγγυότητα των εμπλεκομένων τραπεζών, εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας «ex post δικαιολόγησης της αδικίας». Κατά την άποψη των εναγόντων, οι εναγόμενοι επικαλέστηκαν για πρώτη φορά τις διαφορές αυτές «μετά από πολλά έτη», ώστε να εξηγήσουν για ποιο λόγο στοχοποιήθηκαν οι καταθέτες και οι μέτοχοι των επηρεαζόμενων τραπεζών.

506    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι τα στοιχεία της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνουν την επιχειρηματολογία των εναγόντων. Πράγματι, από το σημείο της έκθεσης που κατάρτισε το ΔΝΤ τον Μάιο του 2013 προκύπτει ότι η ανάγκη διάκρισης των φερέγγυων τραπεζών από τις αφερέγγυες περιλαμβανόταν μεταξύ των λόγων για τους οποίους το μέτρο της διάσωσης των επηρεαζόμενων τραπεζών με ίδια μέσα προτιμήθηκε έναντι του μέτρου της έκτακτης εισφοράς επί των καταθέσεων, εξασφαλισμένων και μη, σε όλες τις κυπριακές τράπεζες.

507    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η κατάσταση των συνεταίρων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των εναγόντων, ουδεμία αθέμιτη διάκριση εις βάρος των τελευταίων μπορεί να διαπιστωθεί εν προκειμένω.

508    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην περίπτωσή τους. Άρα, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την απόφαση 2013/236, απαίτησε τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρου το οποίο ενείχε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ούτε ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ, παρέχοντας τη στήριξή τους στα ζημιογόνα μέτρα, συνέβαλαν σε παραβίαση της αρχής αυτής.

509    Επομένως, δεν πληρούται εν προκειμένω η πρώτη προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει για να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, οπότε οι αγωγές αποζημίωσης των εναγόντων είναι απορριπτέες.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

510    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

511    Δεδομένου ότι οι ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής, του Συμβουλίου και της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Η Dr. K. Chrysostomides & co. LLC και οι λοιποί ενάγοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα, καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα, τόσο τα δικά τους όσο και εκείνα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín

 

      Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2018.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Συνθήκη για τον ΕΜΣ

Β. Χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της Κυπριακής Δημοκρατίας και αίτηση χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής

Γ. Μέτρα τραπεζικής αναδιάρθρωσης τα οποία έλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία

Δ. Χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κυπριακή Δημοκρατία

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

1. Επί του ενδεχόμενου καταλογισμού των ζημιογόνων μέτρων στους εναγομένους

α) Επί του ζητήματος αν οι εναγόμενοι, μέσω των επίδικων πράξεων, απαίτησαν τη λήψη των ζημιογόνων μέτρων

1) Δήλωση της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013

2) «Συμφωνία της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013»

3) «Απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, της 21ης Μαρτίου 2013, σχετικά με αποπληρωμή του ELA στις 26 Μαρτίου [2013] εκτός αν επιτευχθεί συμφωνία για πακέτο διάσωσης»

4) «[Αποφάσεις] να συνεχιστεί η χορήγηση στήριξης μέσω του ELA», τις οποίες φέρεται να έλαβε η ΕΚΤ

5) Μεταγενέστερες πράξεις

β) Επί του ζητήματος αν η Κυπριακή Δημοκρατία διέθετε περιθώριο εκτίμησης ώστε να αποδεσμευθεί από την απαίτηση της διατήρησης σε ισχύ ή της συνέχισης της εφαρμογής του μέτρου που συνίστατο στη μετατροπή των καταθέσεων της BoC σε μετοχές

γ) Συμπέρασμα επί της δυνατότητας να αποδοθεί στους εναγομένους η λήψη, η διατήρηση σε ισχύ ή η συνέχιση της εφαρμογής των ζημιογόνων μέτρων

2. Επί της στοιχειοθέτησης της ευθύνης της Ένωσης λόγω ορισμένων πράξεων και συμπεριφορών των εναγομένων

3. Συμπέρασμα επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

Β. Επί του παραδεκτού

1. Επί του ζητήματος αν τηρήθηκαν οι ισχύουσες τυπικές προϋποθέσεις

2. Επί του ζητήματος αν εξαντλήθηκαν τα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου

Γ. Συμπέρασμα επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού της αγωγής

Δ. Επί της ουσίας

1. Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας

α) Επί της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων

1) Επί της φύσης της εξέτασης στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C8/15 P έως C10/15 P, EU:C:2016:701)

2) Επί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C8/15 P έως C10/15 P, EU:C:2016:701)

3) Επί της τήρησης της αρχής ότι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό

i) Επί της απαίτησης να προβλέπεται από τον νόμο οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας

ii) Επί της απαίτησης να είναι οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό

– Επί της προσφορότητας της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων να συμβάλει στην υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού

– Επί της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας της πρώτης ομάδας ζημιογόνων μέτρων

– Επί των μειονεκτημάτων τα οποία συνεπαγόταν η πρώτη ομάδα ζημιογόνων μέτρων

β) Επί της δεύτερης ομάδας ζημιογόνων μέτρων

1) Επί της μείωσης της ονομαστικής αξίας των συνήθων μετοχών της BoC

2) Επί της πώλησης των ελληνικών υποκαταστημάτων

γ) Επί της προβαλλόμενης παράβασης του άρθρου 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και της προβαλλόμενης παραβίασης των αρχών της επιείκειας και της συνέπειας

2. Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

α) Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στην επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2013

β) Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στη «δέσμευση της Ευρωομάδας στις 21 Ιανουαρίου 2013, σχετικά με τη δυνατότητα παροχής της ΔΧΣ βάσει πολιτικής συμφωνίας που είχε επιτευχθεί τον Νοέμβριο του 2012»

γ) Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στα ΚΜΖΕ τα οποία είχαν λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία

δ) Επί της ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στο γεγονός ότι η ΕΚΤ είχε, για μακρά περίοδο, αποφασίσει να επιτρέπει τη στήριξη μέσω του ELA

3. Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης

α) Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης δυσμενούς διάκρισης, σε σχέση με τους πιστωτές της Λαϊκής των οποίων οι απαιτήσεις ανάγονται στον ELA

β) Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης δυσμενούς διάκρισης, σε σχέση με τους καταθέτες των ελληνικών υποκαταστημάτων

γ) Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω δυσμενούς διάκρισης σε σχέση με τους καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών των οποίων οι καταθέσεις δεν υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ

δ) Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω δυσμενούς διάκρισης σε σχέση με τους καταθέτες και τους μετόχους των τραπεζών των άλλων ΚΜΖΕ που είχαν λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία

ε) Επί της ύπαρξης ενδεχόμενης δυσμενούς διάκρισης, σε σχέση με τους συνεταίρους του κυπριακού συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Το παράρτημα με τον κατάλογο των ονομάτων των λοιπών εναγόντων κοινοποιείται μόνο στους διαδίκους.