Language of document : ECLI:EU:F:2007:169

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Οκτωβρίου 2007

Υπόθεση F-32/06

María del Carmen de la Cruz κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (OSHA)

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Μεταρρύθμιση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων – Πρώην τοπικοί υπάλληλοι – Καθορισμός της κατατάξεως σε βαθμό και των αποδοχών κατά την πρόσληψη – Αντιστοιχία θέσεων εργασίας – Διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία οι M. de la Cruz, Estrataetxe, Grados, Moral και Sánchez, όλοι τους συμβασιούχοι υπάλληλοι του OSHA, ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων του OSHA που τους κατέταξαν στην ομάδα καθηκόντων II, αντί για την ομάδα καθηκόντων III, με βάση τις συμβάσεις τους εργασίας της 28ης και 29ης Απριλίου 2005 και, κατά συνέπεια, την αποκατάσταση όλων των δικαιωμάτων τους από 1ης Μαΐου 2005, καθώς και, μεταξύ άλλων, την καταβολή αποζημιώσεως εντόκως και τόκων υπερημερίας.

Απόφαση: Οι αποφάσεις του OSHA περί κατατάξεως των προσφευγόντων στην ομάδα καθηκόντων ΙΙ βάσει των συμβάσεων εργασίας τους που υπεγράφησαν στις 28 και 29 Απριλίου 2005 ακυρώνονται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Ο OSHA καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Εκτίμηση των καθηκόντων που μπορούν να υπάγονται σε διαφορετικές ομάδες καθηκόντων

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 80 § 2)

4.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Κατάταξη

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 4 και 80 § 2)

1.      Η συναίνεση σε βλαπτική πράξη δεν μπορεί να καταστήσει την πράξη αυτή μη βλαπτική. Η αντίθετη λύση θα κατέληγε στο να στερήσει από το πρόσωπο το οποίο η πράξη αυτή αφορά κάθε δυνατότητα να προσβάλει την πράξη, έστω και αν είναι παράνομη, πράγμα που θα ήταν αντίθετο προς το σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων που θεσπίζουν η Συνθήκη και ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων.

(βλ. σκέψη 36)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 11 Ιουλίου 1996, T‑587/93, Ortega Urretavizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑349 και II‑1027, σκέψη 28

2.      Ο κανόνας της συγκλίσεως μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της επακόλουθης προσφυγής επιβάλλει, επί ποινή απαραδέκτου, μια αιτίαση που προβάλλεται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, προκειμένου να έχει δοθεί η δυνατότητα στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να γνωρίσει, με επαρκή ακρίβεια, τις επικρίσεις που ο ενδιαφερόμενος διατυπώνει κατά της αμφισβητούμενης αποφάσεως. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατό τον φιλικό διακανονισμό των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των υπαλλήλων και της διοικήσεως. Η εν λόγω αρχή πρέπει συνεπώς να είναι σαφώς ενημερωμένη σχετικά με τις αιτιάσεις που προβάλλονται από τον ενιστάμενο, προκειμένου να είναι σε θέση να του προτείνει έναν ενδεχόμενο φιλικό διακανονισμό.

Επομένως, στις προσφυγές των υπαλλήλων, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή μπορούν να περιλαμβάνουν μόνον τους λόγους αμφισβητήσεως που στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι αμφισβητήσεως που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, με τη διατύπωση ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή. Η τελευταία αυτή απαίτηση δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να δεσμεύει, αυστηρά και οριστικά, την ενδεχόμενη ένδικη φάση, εφόσον τα αιτήματα που υποβάλλονται στο τελευταίο αυτό στάδιο δεν τροποποιούν ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως.

(βλ. σκέψεις 38 έως 42)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 1 Ιουλίου 1976, 58/75, Sergy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 419, σκέψη 33· 20 Μαΐου 1987, 242/85, Geist κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2181, σκέψη 9· 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψη 10· 14 Μαρτίου 1989, 133/88, Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψεις 9 και 10· 19 Νοεμβρίου 1998, C‑316/97 P, Κοινοβούλιο κατά Gaspari, Συλλογή 1998, σ. I‑7597, σκέψη 17

ΠΕΚ: 29 Μαρτίου 1990, T‑57/89, Αλεξανδράκης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑143, σκέψη 8· 7 Ιουλίου 2004, T‑175/03, Schmitt κατά ΕΥΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑211 και II‑939, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα θεσμικά όργανα ή οι εκτελεστικοί οργανισμοί κατά την αξιολόγηση των καθηκόντων που μπορούν να υπάγονται στις διάφορες ομάδες καθηκόντων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 80, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, ο έλεγχος του Πρωτοδικείου, που αφορά την τήρηση της κατανομής των καθηκόντων αυτών μεταξύ των διαφόρων ομάδων καθηκόντων, πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψη 65)

4.      Η διοίκηση υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατατάσσοντας στην ομάδα καθηκόντων II συμβασιούχους υπαλλήλους στους οποίους ανατέθηκαν καθήκοντα των οποίων η άσκηση απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις καλού επιπέδου, ειδικότερα σε τομείς όπως η λογιστική και η χρηματοοικονομική ρύθμιση, η διαδικασίες προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, η διαχείριση των εγγράφων και των πληροφοριών ή η πληροφορική. Τα καθήκοντα αυτά υπερβαίνουν τα καθήκοντα συντονισμού, συντάξεως κειμένων, διαχειρίσεως, εποπτείας, ακόμη δε και, ενίοτε, σχεδιασμού, καθόσον απαιτούν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας. Τα καθήκοντα του είδους αυτού υπερβαίνουν το πλαίσιο των «εργασιών γραφείου και γραμματείας» ή ακόμη της «διευθύνσεως γραφείου» που εμπίπτουν στην ομάδα καθηκόντων II. Έστω και αν ορισμένα από αυτά μπορούν να αντιστοιχούν στις αρμοδιότητες που ανατίθενται ειδικώς στην ομάδα καθηκόντων II, τα εν λόγω καθήκοντα εμπίπτουν, συνολικά, στις «εργασίες εκτέλεσης, σύνταξης κειμένων» ή «λογιστηρίου» και στις «άλλες ισοδύναμες εργασίες», κατά την έννοια του άρθρου 80, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, που χαρακτηρίζουν τις αρμοδιότητες που εμπίπτουν στην ομάδα καθηκόντων III.

Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι εκθέσεις αξιολόγησης των καθηκόντων που άσκησαν οι υπάλληλοι αυτοί αφορούν μια περίοδο κατά την οποία είχαν προσληφθεί ως τοπικοί υπάλληλοι, εφόσον τα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί δεν υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις μετά την πρόσληψή τους ως συμβασιούχων υπαλλήλων. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα καθήκοντα αυτά εκτελούνταν κατά το παρελθόν από τους υπαλλήλους αυτούς υπό την ιδιότητα των τοπικών υπαλλήλων, βάσει του άρθρου 4 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, ως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004, δεν μπορεί να προκρίνει την ερμηνεία και την ορθή εφαρμογή του άρθρου 80, παράγραφος 2, του εν λόγω καθεστώτος.

Ομοίως δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι υπάλληλοι αυτοί ασκούν τα καθήκοντά τους υπό την εποπτεία μονίμου ή εκτάκτου υπαλλήλου, εφόσον αυτός είναι ο κανόνας που προβλέπει το άρθρο 80, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού για το σύνολο των συμβασιούχων υπαλλήλων, ανεξάρτητα από την ομάδα καθηκόντων στην οποία υπάγονται.

(βλ. σκέψεις 72 έως 76)