Language of document : ECLI:EU:F:2009:136

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2009

Υπόθεση F-29/08

Y

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Απόλυση λόγω έκδηλης ανικανότητας – Υπηρεσιακή ανεπάρκεια»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο Y ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής, της 24ης Μαΐου 2007, περί απολύσεώς του και να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε καταβολή, αφενός, της αμοιβής που θα εξακολουθούσε να λαμβάνει εάν δεν είχε λυθεί πρόωρα η σύμβασή του και, αφετέρου, του ποσού των 500 000 εύρο προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας της επίδικης αποφάσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Απόφαση περί απολύσεως πριν το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Παράλειψη κοινοποιήσεως της γνώμης της επιτροπής εκθέσεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 34 § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84 § 4)

2.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Απόφαση περί απολύσεως πριν το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Έκδηλη ανικανότητα – Έννοια

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84 § 4)

3.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84 § 4)

4.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Απόφαση περί απολύσεως πριν το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Έκδηλη ανικανότητα

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84 § 4)

1.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να διασφαλίζεται στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας που κινείται εναντίον ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη, ακόμα κι όταν δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση. Ο κοινοτικός δικαστής πρέπει, δυνάμει της αρχής αυτής, να βεβαιώνεται ότι παρασχέθηκε στον ενδιαφερόμενο, πριν από την έκδοση της αποφάσεως που τον αφορά, η δυνατότητα να γνωστοποιήσει αλυσιτελώς την άποψή του σχετικά με το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα με τη γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, θα πρέπει να παρέχεται στον υπάλληλο η δυνατότητα να λάβει θέση σχετικά με κάθε έγγραφο το οποίο το όργανο προτίθεται να χρησιμοποιήσει εναντίον του. Συνεπώς, στο μέτρο που αυτή η δυνατότητα δεν του παρασχέθηκε, τα μη κοινοποιηθέντα σε αυτόν έγγραφα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία.

Η παράλειψη κοινοποιήσεως σε συμβασιούχο υπάλληλο της γνώμης της επιτροπής εκθέσεων επί της προτάσεως για απόλυσή του συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον εάν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, η ως άνω γνώμη πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και τις αιτιάσεις επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση περί απολύσεως. Είναι εξίσου πιθανό η γνώμη αυτή να εμπεριέχει θετικές για τον ενδιαφερόμενο κρίσεις οι οποίες δεν συνάδουν με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η επίμαχη απόφαση. Δεύτερον, πρέπει, εξαιτίας της μη κοινοποιήσεως της γνώμης της επιτροπής εκθέσεων, να μην παρασχέθηκε στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να γνωστοποιήσει αλυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τις αιτιάσεις και τις σχετικές κρίσεις. Συντρέχει τέτοια περίπτωση όταν τα στοιχεία αυτά εκτίθενται μόνο στην επίμαχη γνώμη της επιτροπής.

Επομένως, τα δικαιώματα άμυνας δεν προσβάλλονται τόσο από αυτή καθαυτή την παράλειψη της κοινοποιήσεως της γνώμης της επιτροπής εκθέσεων όσο από την παράλειψη της γνωστοποιήσεως ενός πραγματικού περιστατικού ή μιας αιτιάσεως επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση περί απολύσεως, ή άλλου στοιχείου ικανού να χρησιμεύσει για την άμυνα του υπαλλήλου, στο μέτρο που αυτό το περιστατικό, αυτή η αιτίαση ή αυτό το στοιχείο εκτίθεται μόνο στη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων.

Κατά συνέπεια, η παράλειψη κοινοποιήσεως της γνώμης της επιτροπής εκθέσεων, δεν συνιστά, και στην περίπτωση ακόμα που η απόφαση απολύσεως την αναφέρει, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας εάν προκύπτει από τη διατύπωση της εν λόγω αποφάσεως ότι το όργανο στηρίχθηκε αποκλειστικώς σε αιτιάσεις και πραγματικά περιστατικά που παρουσιάζονται στην έκθεση κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας και των οποίων έλαβε γνώση ο υπάλληλος πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί απολύσεως.

Εξάλλου, το άρθρο 84, παράγραφος 4, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ), του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται επί των συμβασιούχων υπαλλήλων, δεν επιβάλλει, εν αντιθέσει προς το άρθρο 34, παράγραφος, 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται επί των μονίμων υπαλλήλων, στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή την υποχρέωση να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων. Εντούτοις, το άρθρο 34, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει μεν ότι, όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους, η Διοίκηση υποχρεούται να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων, δεν προβλέπει, ωστόσο, κοινοποίηση της γνώμης αυτής στον ενδιαφερόμενο. Επομένως, η παράλειψη της κοινοποιήσεως της γνώμης της επιτροπής εκθέσεων δεν συνιστά χωριστή διαδικαστική πλημμέλεια.

(βλ. σκέψεις 34, 36 έως 38, 41 έως 46, 51 και 53)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Ιουλίου 1970, 44/69, Buchler κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 733, σκέψη 9· 10 Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 27· 12 Φεβρουαρίου 1992, C‑48/90 και C‑66/90, Κάτω Χώρες κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑565, σκέψη 44· 18 Νοεμβρίου 1999, C‑191/98 P, Τζοάνος κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑8223, σκέψη 34· 3 Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 99

ΠΕΚ: 1 Απριλίου 1992, T‑26/91, Kupka-Floridi κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1615, σκέψη 38· 10 Οκτωβρίου 2006, T‑182/04, Van der Spree κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑205 και II‑A‑2‑1049, σκέψη 56

2.      Δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 4, του ΚΛΠ, συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να απολυθεί λόγω «έκδηλης ανικανότητας» βάσει εκθέσεως που καταρτίζεται σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας. Η ύπαρξη τέτοιας έκδηλης ανικανότητας, λαμβανομένης υπόψη της χρήσεως του όρου «έκδηλος», θα πρέπει να είναι ως ένα βαθμό καταφανής.

Συνεπώς, όταν το όργανο εκδίδει απόφαση περί απολύσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 84, παράγραφος 4, του εν λόγω ΚΛΠ, θα πρέπει να στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά αρκούντως κατάφωρα και αντικειμενικώς ικανά να θεμελιώσουν έκδηλη ανικανότητα. Εναπόκειται τότε στον κοινοτικό δικαστή, στο πλαίσιο του ελέγχου της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που έχει η Διοίκηση όσον αφορά την αξιολόγηση της ικανότητας του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας, να εξακριβώσει κατά πόσον υπάρχουν τέτοια στοιχεία.

Έτσι, η απλή αναφορά σε εκκρεμούσα ποινική δίωξη, η οποία δεν έχει συνεπώς καταλήξει ακόμα σε αμετάκλητη δικαστική απόφαση εμπεριέχουσα πραγματικές διαπιστώσεις, και όχι σε γεγονότα τα οποία το όργανο θα μπορούσε να διαπιστώσει ή τα οποία έχει παραδεχθεί ο ενδιαφερόμενος, δεν στηρίζεται σε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά ικανά να δικαιολογήσουν τη διαπίστωση περί έκδηλης ανικανότητας.

Σε ό,τι αφορά υπάλληλο στον οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα απαιτούντα ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης με το όργανο για το οποίο εργάζεται, και ο οποίος διεξήγαγε έρευνα για τη διαπίστωση της υπάρξεως δυσλειτουργιών στις ίδιες τις υπηρεσίας του οργάνου αυτού, χωρίς να ενημερώσει κανένα μέλος του οργάνου και βάσει μεθόδου ικανής να δημιουργήσει παρεξηγήσεις και να βλάψει την εικόνα του οργάνου, το γεγονός ότι ο υπάλληλος αυτός τήρησε σιγή ως προς τη έρευνα αυτή και δικαιολόγησε τη σιγή αυτή προβάλλοντας έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι των ιεραρχικώς προϊσταμένων του μπορεί θεμιτώς να θεωρηθεί από το όργανο ως ένδειξη έκδηλης ανικανότητας, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων και των ευθυνών του, προς εκπλήρωση των καθηκόντων του. Επομένως, η διαπίστωση αυτή μπορεί να οδηγήσει το όργανο στην απόφαση απολύσεώς του, χωρίς η απόφαση αυτή να πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, και ανεξαρτήτως των λόγων που ώθησαν τον υπάλληλο να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό.

(βλ. σκέψεις 68, 70, 71, 75, 81 και 82)

3.      Οι κρίσεις που διατυπώνονται με το έντυπο που χρησιμοποιείται για τη σύνταξη της εκθέσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας συμβασιούχου υπαλλήλου δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, το δε όργανο μπορεί, στη συνέχεια, να λάβει υπόψη του άλλα είδη ικανοτήτων προκειμένου να αξιολογήσει τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου στην υπηρεσία, μεταξύ των οποίων, ιδίως, η ικανότητά του να τηρεί το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι του οργάνου στο οποίο εργάζεται.

Εξάλλου, το γεγονός ότι πραγματικά περιστατικά είναι προγενέστερα της ημερομηνίας προσλήψεως του υπαλλήλου δεν εμποδίζει οπωσδήποτε και σε κάθε περίπτωση το όργανο να τα λάβει υπόψη του προκειμένου να αξιολογήσει την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να ασκήσει τα καθήκοντά του, καθόσον η έννοια της «ικανότητας» είναι ευρύτερη από τις έννοιες της «αποδόσεως» και της «συμπεριφοράς στην υπηρεσία».

(βλ. σκέψεις 83 και 86)

4.      Όταν η εξέταση της συμπεριφοράς του συμβασιούχου υπαλλήλου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 84, παράγραφος 4, του ΚΛΠ, η Διοίκηση έχει δικαίωμα να προβεί στην απομάκρυνση του υπαλλήλου από την υπηρεσία, την οποία προβλέπει το εν λόγω άρθρο, έστω και αν για τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν τη Διοίκηση να διαπιστώσει έκδηλη ανικανότητα μπορεί ενδεχομένως να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία.

(βλ. σκέψη 111)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 21 Οκτωβρίου 1980, 101/79, Vecchioli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980/ΙΙΙ, σ. 3069, σκέψη 8