Language of document : ECLI:EU:F:2009:128

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2009 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Άρθρο 88 του ΚΛΠ – Σταθερότητα της απασχολήσεως – Άρθρο 100 του ΚΛΠ – Επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους – Άρθρο 39 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις F‑69/07 και F‑60/08,

με αντικείμενο προσφυγές βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 AE,

O, συμβασιούχος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και É. Marchal, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους D. Martin και L. Lozano Palacios,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο, αρχικώς, στην υπόθεση F-69/07 από τις I. Šulce και M. Simm και στην υπόθεση F-60/08 από τις I. Šulce και K. Zieleśkiewicz, στη συνέχεια, και στις δύο προαναφερθείσες υποθέσεις, εκπροσωπούμενο από την K. Zieleśkiewicz και τον M. Bauer,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Boruta και S. Van Raepenbusch (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η προσφεύγουσα άσκησε δύο προσφυγές που περιήλθαν με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 12 Ιουλίου 2007 και 25 Ιουνίου 2008 αντιστοίχως (τα πρωτότυπα κατατέθηκαν στις 13 Ιουλίου 2007 και 1 Ιουλίου 2008 αντιστοίχως). Οι προσφυγές αυτές έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση:

–        στην υπόθεση F‑69/07, των αποφάσεων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί καθορισμού των όρων απασχολήσεως της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, καθόσον προβλέπουν την εφαρμογή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους του άρθρου 100, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ) και περιορίζουν τη διάρκεια της συμβάσεώς της μέχρι τη 15η Σεπτεμβρίου 2009·

–        στην υπόθεση F‑60/08, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2007, να εφαρμόσει στην προσφεύγουσα την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους που προβλέπει το προαναφερθέν άρθρο 100.

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Όσον αφορά τη διάρκεια της συμβάσεως

2        Κατά το άρθρο 3α, παράγραφος 1, του ΚΛΠ:

«[...] ως “συμβασιούχοι υπάλληλοι” νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο:

α)      σε ένα όργανο για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης·

[…]».

3        Κατά το άρθρο 3β του ΚΛΠ :

«[…] ως “συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα”, νοούνται οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται σε ένα όργανο [...]:

α)       για να εκτελούν, με μειωμένο ωράριο ή με πλήρες ωράριο, καθήκοντα άλλα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, χωρίς να τοποθετούνται σε θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο·

β)      για να αντικαθιστούν, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες προσωρινής τοποθέτησης υπαλλήλου εντός του οργάνου, ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, και συγκεκριμένα:

i)      μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST,

ii)      κατ’ εξαίρεση, μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD, οι οποίοι κατέχουν πολύ εξειδικευμένη θέση, εκτός από προϊσταμένους μονάδας, διευθυντές, γενικούς διευθυντές και υπαλλήλους ισοδύναμων καθηκόντων.

Η χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων για επικουρικά καθήκοντα αποκλείεται στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 3α.»

4        Το άρθρο 88 του ΚΛΠ προβλέπει, επίσης, τα εξής:

«Στην περίπτωση των αναφερομένων στο άρθρο 3β συμβασιούχων υπαλλήλων:

α)      η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμη·

β)      η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσης, δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3α δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.»

5        Η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), υλοποίησε τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο). Κατά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου:

«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

2.     Όσον αφορά την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους

6        Το άρθρο 100 του ΚΛΠ προβλέπει τα εξής:

«Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου, αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η αρχή [η οποία είναι αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως] μπορεί να αποφασίζει την υπαγωγή του στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στο όργανο, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.»

 Ιστορικό της διαφοράς

7        Η προσφεύγουσα εργάστηκε στην υπηρεσία της Επιτροπής από την 1η Μαΐου 2001 μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου 2003 ως τοπική υπάλληλος. Στις 16 Σεπτεμβρίου 2003 διορίστηκε επικουρική υπάλληλος με σύμβαση ορισμένου χρόνου που ανανεώθηκε δέκα φορές μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου 2006.

8        Η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση με την προοπτική να προσληφθεί εκ νέου ως συμβασιούχος υπάλληλος. Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η ιατρική υπηρεσία διατύπωσε επιφύλαξη στις 12 Σεπτεμβρίου 2006.

9        Στις 14 Σεπτεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα υπέγραψε σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, κατά την έννοια του άρθρου 3β του ΚΛΠ, για περίοδο που έληγε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009.

10      Με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας (14 Σεπτεμβρίου 2006), η Επιτροπή «επεσήμανε [στην προσφεύγουσα] το γεγονός ότι η προσφορά αυτή [τελούσε] υπό την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους που αναφέρεται στο άρθρο 100 του [ΚΛΠ]».

11      Η προσφεύγουσα άσκησε, με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2006, διοικητική ένσταση ενώπιον της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως (στο εξής: ΑΑΣΣ). Με την ένστασή της αμφισβητούσε, πρώτον, ότι ήταν δυνατόν η από 14 Σεπτεμβρίου 2006 σύμβασή της να είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Διαφωνούσε, δεύτερον, με την εφαρμογή, στο πρόσωπό της, του άρθρου 100, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ. Κατά συνέπεια, ζητούσε από την ΑΑΣΣ να «διαπιστώσει ότι η σύμβασή της [είχε] συναφθεί για αόριστο χρόνο και ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής η επιφύλαξη που προβλέπει το άρθρο» που προαναφέρθηκε. Με την ίδια επιστολή «[προσέβαλε] επίσης, στο μέτρο που ήταν αναγκαίο, την απόφαση [περί εφαρμογής, στο πρόσωπό της, της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους] ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, [παράγραφος] 1, [στοιχείο] β΄, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως [των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων], σύμφωνα με το άρθρο 100, [δεύτερο εδάφιο], του ΚΛΠ». Στις 14 Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα συμπλήρωσε τη διοικητική της ένσταση με συμπληρωματική διοικητική ένσταση (στο εξής: διοικητική ένσταση της 11ης και 14ης Δεκεμβρίου 2006).

12      Στις 30 Μαρτίου 2007, η ΑΑΣΣ έκρινε ότι δεν μπορεί να δεχθεί τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά της ορισμένης διάρκειας της συμβάσεώς της και κατά της αποφάσεως περί εφαρμογής, στο πρόσωπό της, επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους. Κατά συνέπεια, η ΑΑΣΣ αποφάσισε να μην δεχθεί τη διοικητική ένσταση. Εξάλλου, διαπιστώνοντας ότι η προσφεύγουσα, επ’ ευκαιρία της διοικητικής ενστάσεως, είχε επίσης προσβάλει την προαναφερθείσα απόφαση ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας, η ΑΑΣΣ διαβίβασε την πράξη της προσβολής στην ιατρική υπηρεσία.

13      Στις 12 Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης την υπό στοιχεία F‑69/07 προσφυγή κατά των αποφάσεων προσλήψεώς της μόνον με σύμβαση ορισμένου χρόνου και εφαρμογής στο πρόσωπό της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους.

14      Λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας, η ΑΑΣΣ αποφάσισε, στις 7 Σεπτεμβρίου 2007, την υπαγωγή της προσφεύγουσας «στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία ανέλαβε υπηρεσία στην Επιτροπή ως συμβασιούχος υπάλληλος, όσον αφορά τους κινδύνους που απορρέουν από την ασθένεια ή αναπηρία που αποτελεί αντικείμενο της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους που διατυπώθηκε μετά την ιατρική εξέταση ικανότητας για εργασία».

15      Η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 23 Νοεμβρίου 2007, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής. Η ΑΑΣΣ την απέρριψε στις 14 Μαρτίου 2008.

16      Στις 25 Ιουνίου 2008 (η κατάθεση του πρωτοτύπου έλαβε χώρα την 1η Ιουλίου 2008), η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης την υπό στοιχεία F‑60/08 προσφυγή κατά της αποφάσεως της 7ης Σεπτεμβρίου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

17      Στην υπόθεση F‑69/07, η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής περί καθορισμού των όρων απασχολήσεως της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου, καθόσον προβλέπουν, αφενός, την εφαρμογή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους του άρθρου 100 του ΚΛΠ και περιορίζουν, αφετέρου, τη διάρκεια της συμβάσεώς της στο διάστημα μεταξύ της 16ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 15ης Σεπτεμβρίου 2009·

–         να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Στην ίδια υπόθεση, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή εν μέρει ως απαράδεκτη και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμη·

–         να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

19      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 21 Σεπτεμβρίου 2007 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2007), ζήτησε να παρέμβει στην υπόθεση F‑69/07 προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

20      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 22ας Οκτωβρίου 2007, επετράπη στο Συμβούλιο να παρέμβει στην υπόθεση F‑69/07 προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

21      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 29 Νοεμβρίου 2007 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2007), το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο ΔΔ να απορρίψει ως προδήλως απαράδεκτη και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 88 και 100 του ΚΛΠ που προβλήθηκε με την προσφυγή.

22      Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του υπομνήματος παρεμβάσεως περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 15 Ιανουαρίου 2008 (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2008). Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να κάνει δεκτά τα αιτήματά της, όπως αυτά αναπτύσσονται στην προσφυγή, και να καταδικάσει το Συμβούλιο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

23      Στην υπόθεση F‑60/08, η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2007, περί καθορισμού των όρων εργασίας της ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, στο μέτρο που προβλέπει την εφαρμογή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους του άρθρου 100 του ΚΛΠ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Στην υπόθεση F‑60/08, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Το Συμβούλιο, με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 29 Ιουλίου 2008 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 31 Ιουλίου 2008), ζήτησε να παρέμβει στην υπόθεση F‑60/08 προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

26      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, επετράπη στο Συμβούλιο να παρέμβει στην υπόθεση F‑60/08 προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

27      Η προσφεύγουσα, με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 25 Ιουνίου 2008 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε την 1η Ιουλίου 2008), ζήτησε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων F‑69/07 και F‑60/08 για τη διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και για την έκδοση κοινής αποφάσεως που τερματίζει τη δίκη. Με επιστολή της 14ης Ιουλίου 2008, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε την Επιτροπή να λάβει θέση επί της εν λόγω συνεκδικάσεως. Η Επιτροπή δεν διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, διατάχθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων F‑69/07 και F‑60/08 για τη διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και για την έκδοση κοινής αποφάσεως.

28      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 14 Νοεμβρίου 2008 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2008), το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο ΔΔ να απορρίψει ως προδήλως απαράδεκτη και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 100 του ΚΛΠ που προβλήθηκε με την προσφυγή.

29      Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κλήθηκαν, συγκεκριμένα, να απαντήσουν επί του εν λόγω υπομνήματος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και να γνωστοποιήσουν, με την ευκαιρία αυτή, τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών του ενδεχόμενου παραδεκτού της προσφυγής F‑69/07 και της προσφυγής F‑60/08.

30      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε από τους διαδίκους να εξετάσουν τη δυνατότητα φιλικού διακανονισμού ως προς το τμήμα της διαφοράς που αφορούσε την εφαρμογή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους. Κατά συνέπεια, ανέστειλε την κήρυξη της λήξεως της προφορικής διαδικασίας και τη θέση των υποθέσεων σε διάσκεψη. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 25 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν μπορεί να δεχθεί το αίτημα αυτό. Στις 11 Μαρτίου 2009, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ κήρυξε τη λήξη της προφορικής διαδικασίας και έθεσε τις υποθέσεις σε διάσκεψη.

 Σκεπτικό

1.     Επί του παραδεκτού της προσφυγής F‑69/07

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι το δικαίωμα της προσφεύγουσας να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της διάρκειας των παλαιών συμβάσεων, δυνάμει των οποίων εργάσθηκε ως τοπική ή επικουρική υπάλληλος, έχει αποσβεστεί.

32      Η Επιτροπή παρατηρεί, δεύτερον, ότι η ΑΑΣΣ, με την από 30 Μαρτίου 2007 απόφασή της, δήλωσε ότι διαβίβαζε στην ιατρική υπηρεσία την πράξη με την οποία η προσφεύγουσα προσέβαλε την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους που διατυπώθηκε κατά τη σύναψη της συμβάσεως της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, προκειμένου η υπηρεσία αυτή να συστήσει επιτροπή αναπηρίας επιφορτισμένη να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος. Από αυτό η Επιτροπή συνάγει ότι ικανοποίησε την προσφεύγουσα και ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που αφορά την εν λόγω επιφύλαξη, εφόσον η επιστολή της προσφεύγουσας της 11ης Δεκεμβρίου 2006 έπρεπε να ερμηνευθεί ως αίτηση παραπομπής της υποθέσεώς της στην επιτροπή αναπηρίας, στηριζόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ).

33      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, τρίτον, ότι η προσφυγή ασκήθηκε προώρως, εφόσον η επιστολή της προσφεύγουσας της 11ης Δεκεμβρίου 2006 έπρεπε να ερμηνευθεί ως διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί εφαρμογής στο πρόσωπό της της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους. Η Επιτροπή εκτιμά, πράγματι, ότι, στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω ένσταση θα είχε ασκηθεί πριν εξαντληθεί η διαδικασία προσβολής ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπει το ΚΛΠ. Το Συμβούλιο συμμερίζεται την άποψη αυτή.

34      Η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, αντιτάσσει ότι η απόφαση της ΑΑΣΣ, της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, να της επιβληθεί επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους κατά την υπογραφή της συμβάσεώς της ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα είναι οριστική απόφαση. Επιπλέον, η παραπομπή του θέματος από την ΑΑΣΣ στην επιτροπή αναπηρίας δεν θα είχε ως αντικείμενο την εξέταση, από νομικής απόψεως, του κατά πόσον μπορούσε εγκύρως να εφαρμοστεί στην προσφεύγουσα το άρθρο 100 του ΚΛΠ. Πράγματι, η επιτροπή αναπηρίας θα μπορούσε να επιληφθεί μόνον ιατρικών ζητημάτων. Επιπλέον, η απόφαση της ΑΑΣΣ της 7ης Σεπτεμβρίου 2007 που, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα της εν λόγω επιτροπής, διατήρησε την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους έχει καθαρά επιβεβαιωτικό χαρακτήρα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

35      Από το αντικείμενο και τα αιτήματα της προσφυγής F‑69/07 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει αιτίαση σχετικά με τη διάρκεια των παλαιών συμβάσεών της, δυνάμει των οποίων εργάσθηκε ως τοπική ή επικουρική υπάλληλος. Ούτε ζητεί την ακύρωση προβαλλόμενης αρνήσεως υποβολής του ζητήματος στην επιτροπή αναπηρίας. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθούν οι δύο πρώτες ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

36      Απομένει να εξεταστεί κατά πόσον το αίτημα της προσφυγής F‑69/07 που στρέφεται κατά της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους έχει ασκηθεί πρόωρα, διότι η σχετική διοικητική ένσταση ασκήθηκε πριν εξαντληθεί η διαδικασία προσβολής ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας.

37      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως κάθε υγειονομική επιτροπή (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1987, 76/84, Συλλογή 1987, σ. 315, σκέψεις 9 έως 12· απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 1997, T‑4/96, S κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1997, σ. II‑1125, σκέψεις 41 και 59), η επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως είναι αρμόδια μόνον να γνωματεύει βάσει του συνόλου των κρισίμων στοιχείων που εμπίπτουν στην ιατρική εκτίμηση, αποκλειομένων των εκτιμήσεων νομικής φύσεως. Εξάλλου, η ΑΑΣΣ δεσμεύεται, από ιατρικής απόψεως, από το πόρισμα της επιτροπής αυτής (διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1986, 25/86, Suss κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3929, σκέψη 6, και απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 1992, C‑18/91 P, V. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3997, σκέψη 26).

38      Η προσβολή της αποφάσεως ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπει το άρθρο 100, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ μπορεί, συνεπώς, να έχει ως αντικείμενο μόνον αμφισβήτηση ιατρικής φύσεως και δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί ο υπάλληλος να εξαντλήσει τη διαδικασία αυτή εάν οι αιτιάσεις του δεν είναι της φύσεως αυτής.

39      Από την επιστολή της προσφεύγουσας της 11ης Δεκεμβρίου 2006, που αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 11, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε, αφενός, στην ΑΑΣΣ διοικητική ένσταση, αναπτύσσοντας νομικές εκτιμήσεις κατά της ορισμένης διάρκειας της συμβάσεώς της και κατά της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους που διατυπώθηκε στη σύμβαση και, αφετέρου, «προσέβαλε επίσης την απόφαση» ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας, έστω και αν το έπραξε μόνον «στο μέτρο που ήταν αναγκαίο».

40      Με την από 30 Μαρτίου 2007 απόφασή της, η ΑΑΣΣ απέρριψε τον λόγο της διοικητικής ενστάσεως που στρεφόταν κατά της διάρκειας της συμβάσεως της προσφεύγουσας. Διαπίστωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα προσέβαλε την απόφαση ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας και δήλωσε ότι έπραξε ό,τι ήταν αναγκαίο για να υποβληθεί το θέμα στην εν λόγω επιτροπή. Η ΑΑΣΣ όμως, με την απόφαση αυτή, αποφάνθηκε και επί του λόγου της διοικητικής ενστάσεως που στρεφόταν κατά της νομικής εγκυρότητας της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους. Ακολουθώντας έναν νομικό συλλογισμό καταλήγοντα σε οριστικό συμπέρασμα, έκρινε ότι «τα επιχειρήματα της [προσφεύγουσας] δεν [μπορούσαν] να γίνουν δεκτά».

41      Εξάλλου, η απόφαση της ΑΑΣΣ της 7ης Σεπτεμβρίου 2007, που αποτελεί συνέπεια του πορίσματος της επιτροπής αναπηρίας, στηρίζεται στο άρθρο 100 του ΚΛΠ και όχι στο άρθρο 90 του ΚΥΚ που θα έπρεπε κανονικά να επικαλεστεί η Επιτροπή, εάν θεωρούσε ότι η τελευταία αυτή απόφαση εντασσόταν στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως της 11ης και 14ης Δεκεμβρίου 2006.

42      Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε δύο διακριτά έννομα βοηθήματα με διαφορετικά αντικείμενα και ότι η Επιτροπή τα αντιμετώπισε ως διακριτά έννομα βοηθήματα.

43      Κατά συνέπεια, η διοικητική ένσταση της 11ης και 14ης Δεκεμβρίου 2006 και η συνακόλουθη προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν προώρως ασκηθείσες για τον λόγο ότι η διοικητική αυτή ένσταση ασκήθηκε πριν εξαντληθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 100 του ΚΛΠ.

44      Πρέπει, όμως, να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως οι συνέπειες του παραδεκτού της προσφυγής F‑69/07 επί του παραδεκτού της προσφυγής F‑60/08.

2.     Επί του παραδεκτού της προσφυγής F‑60/08

45      Πρέπει να υπομνησθεί ότι βλαπτική πράξη της ΑΑΣΣ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας μόνον διοικητικής ενστάσεως, ασκουμένης κατά της πράξεως αυτής από τον οικείο υπάλληλο. Όταν δύο διοικητικές ενστάσεις έχουν το ίδιο αντικείμενο, μόνον μια από αυτές, συγκεκριμένα αυτή που ασκήθηκε πρώτη, αποτελεί την ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ, ενώ η άλλη, που ασκήθηκε μεταγενέστερα, πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως επανάληψη της ενστάσεως και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παράταση της διαδικασίας (βλ., στο πνεύμα αυτό, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 1991, T‑14/91, Weyrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑235, σκέψη 41, και της 25ης Φεβρουαρίου 1992, T‑67/91, Torre κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑261, σκέψη 32· απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, T‑66/05, Sack κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 37 και 41).

46      Στην προβαλλόμενη όμως ένσταση της 22ας Νοεμβρίου 2007 κατά της αποφάσεως της ΑΑΣΣ της 7ης Σεπτεμβρίου 2007, που επέβαλε εκ νέου στην προσφεύγουσα την επίδικη επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας, η προσφεύγουσα επανέλαβε τα νομικά επιχειρήματα που είχε διατυπώσει στην από 11 και 14 Δεκεμβρίου 2006 ένστασή της.

47      Κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη ένσταση της 22ας Νοεμβρίου 2007 είχε το ίδιο αντικείμενο με την ένσταση της 11ης και 14ης Δεκεμβρίου 2006 και στρεφόταν κατά αποφάσεως που αποτελούσε απλώς συνέπεια του ιατρικού πορίσματος της επιτροπής αναπηρίας, χωρίς να επανεξετάζει τα νομικά ζητήματα που είχαν ήδη κριθεί από τις 30 Μαρτίου 2007 και που μπορούσαν, αυτά καθεαυτά, να δικαιολογήσουν, κατά την άποψη της ΑΑΣΣ, την επιβολή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους στην προσφεύγουσα.

48      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί, αφενός, ότι η προβαλλόμενη ένσταση της 22ας Νοεμβρίου 2007 ήταν απλώς επανάληψη ενστάσεως και όχι ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και, αφετέρου, ότι η απόφαση απορρίψεως αυτής της προβαλλομένης ενστάσεως έχει απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται με προσφυγή.

49      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ΑΑΣΣ απέρριψε την προβαλλόμενη δεύτερη ένσταση της 14ης Μαρτίου 2008 βάσει επιχειρημάτων περισσότερο επεξεργασμένων από εκείνα που εκτίθεντο, ως προς την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους, στην από 30 Μαρτίου 2007 απόφασή της περί απορρίψεως της ενστάσεως της 11ης και 14ης Δεκεμβρίου 2006. Μολονότι η απόφαση της ΑΑΣΣ της 14ης Μαρτίου 2008 ελήφθη μετά το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας που επανεξέτασε την κατάσταση της υγείας της προσφεύγουσας, οι αναπτύξεις που περιέχει σχετικά με την εφαρμογή στο πρόσωπο της προσφεύγουσας επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους δεν υποδηλώνουν πραγματική επανεξέταση του κύρους της επιφυλάξεως αυτής. Αποτελούν απλώς συμπλήρωση της αιτιολογίας που αναφέρεται στην απόφαση της 30ής Μαρτίου 2007 περί απορρίψεως της πρώτης ενστάσεως. Η ΑΑΣΣ δηλώνει, πράγματι, στην από 14 Μαρτίου 2007 απόφασή της, ότι επαναλαμβάνει στην απόφαση αυτή την επιχειρηματολογία που περιέχεται στο υπόμνημα αντικρούσεως που υπέβαλε στην υπόθεση F‑69/07, η διαδικασία της οποίας κινήθηκε μετά την απόρριψη αυτής της πρώτης ενστάσεως. Απόφαση, όμως, που περιέχει μόνον συμπληρωματικές διευκρινίσεις περιορίζεται στην έκθεση των λόγων επιβεβαιώσεως της προηγουμένης αποφάσεως και δεν συνιστά βαπτική πράξη (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2005, T‑375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ., σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψη 65).

50      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται ούτε από τη νομολογία, κατά την οποία προσφυγή ακυρώσεως κατά βεβαιωτικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη μόνον αν η βεβαιούμενη απόφαση έχει καταστεί απρόσβλητη έναντι του ενδιαφερομένου, επειδή δεν έχει προσβληθεί εμπροθέσμως με προσφυγή, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, ο προσφεύγων δικαιούται να προσβάλει είτε τη βεβαιούμενη, είτε τη βεβαιωτική απόφαση, είτε και τις δύο. Πράγματι, η λύση αυτή δεν μπορεί να έχει εφαρμογή όταν, όπως εν προκειμένω, η βεβαιούμενη και η βεβαιωτική απόφαση προσβάλλονται με δύο διαφορετικές προσφυγές και ο προσφεύγων μπορεί να υποστηρίξει την άποψή του και να προβάλει τα επιχειρήματά του στο πλαίσιο της πρώτης από αυτές (διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2001, T‑354/00, Métropole télévision-M6 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3177, σκέψη 35).

51      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή F‑60/08 ως απαράδεκτη.

3.     Επί της ουσίας της προσφυγής F‑69/07

52      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, αφενός, τον περιορισμό της διάρκειας της συμβάσεώς της στο διάστημα μεταξύ της 16ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 15ης Σεπτεμβρίου 2009 και, αφετέρου, την εφαρμογή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους που προβλέπει το άρθρο 100 του ΚΛΠ.

 Επί της προσφυγής στο μέτρο που στρέφεται κατά της διάρκειας της συμβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Προς στήριξη της προσφυγής της, στο μέτρο που στρέφεται κατά της διάρκειας της συμβάσεώς της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους. Υποστηρίζει, με τον πρώτο λόγο, ότι η απόφαση που περιορίζει τη διάρκεια της συμβάσεώς της προσβάλλει το δικαίωμά της για σταθερότητα απασχολήσεως και ότι η απόρριψη της ενστάσεώς της στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Επικουρικώς, προβάλλει, με τον δεύτερο λόγο, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ.

54      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ της 26ης Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF (Συλλογή Υπ.Υπ., σ. I‑A‑1‑123 και II‑A‑1‑459, που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως εκκρεμούσας ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑404/06 P), ότι, λόγω της εξελίξεως της προστασίας των εργαζομένων, οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων. Αντιθέτως, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου είναι δυνατόν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργοδοτών και των εργαζομένων υπό ορισμένες μόνον περιστάσεις.

55      Η προσφεύγουσα συνάγει από το γεγονός ότι βρίσκεται στην υπηρεσία της Επιτροπής από την 1η Μαΐου 2001, δυνάμει δεκαπέντε διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ότι η Επιτροπή έκανε κατάχρηση αυτής της μορφής συμβάσεως και ότι προσέβαλε το δικαίωμα για σταθερότητα της απασχόλησης.

56      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι στήριζε την από 11 και 14 Δεκεμβρίου 2006 ένστασή της στο δικαίωμα για σταθερότητα της απασχόλησης, καθώς και στις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που υπεγράφη στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στη Νίκαια, στις 7 Νοεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1, στο εξής: Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων). Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας την ένστασή της, δεν απάντησε στην επιχειρηματολογία της. Δεν παρέσχε καμία εξήγηση σχετικά με τις περιστάσεις που δικαιολογούσαν τη διαδοχική σύναψη δεκαπέντε συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και δεν εξήγησε γιατί η διαδοχική αυτή σύναψη ανταποκρινόταν στις ανάγκες των δύο συμβαλλομένων μερών.

57      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση να καθοριστεί ως πέρας της απασχολήσεώς της η 15η Σεπτεμβρίου 2009 στηρίζεται στο άρθρο 88 του ΚΛΠ και ότι το άρθρο αυτό δεν είναι νόμιμο, διότι «παραβιάζει [κατά την άποψή της] τις αρχές του δικαίου που αφορούν την προστασία των εργαζομένων».

58      Στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Συμβουλίου, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι από την οδηγία 1999/70 απορρέει η γενική αρχή σταθερότητας των σχέσεων εργασίας. Η οδηγία αυτή και η συμφωνία-πλαίσιο που προσαρτάται σε αυτή έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις εργασίας που έχουν συναφθεί με υποκείμενο του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, ο κοινοτικός υπήκοος δεν χάνει την ιδιότητα του εργαζομένου λόγω του γεγονότος ότι απασχολείται σε έναν τέτοιο οργανισμό.

59      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΚΛΠ και η οδηγία 1999/70 είναι ισοδύναμοι κανόνες δικαίου και δεν μπορεί ο ένας να υπερέχει του ετέρου. Προσθέτει όμως ότι, οσάκις τέτοιου είδους κανόνες μπορούν να παράγουν αντίθετα αποτελέσματα, θα έπρεπε να εφαρμόζεται εκείνος ο κανόνας που πληροί τις απαιτήσεις που επιβάλλει, όσον αφορά την αιτιολογία, το άρθρο 253 ΕΚ.

60      Το ΚΛΠ δεν εξηγεί, όμως, για ποιο λόγο η απασχόληση των υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 3β του ΚΛΠ περιορίζεται σε τρία έτη. Δεν δικαιολογεί επίσης τη διαφορετική μεταχείριση των υπαλλήλων αυτών σε σχέση με εκείνους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 3α, των οποίων η σύμβαση μπορεί να ανανεωθεί για αόριστο χρόνο. Ακόμη, το ΚΛΠ δεν περιέχει καμία δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως των συμβασιούχων υπαλλήλων οι οποίοι, όπως η προσφεύγουσα, προσλαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3β, αφού προηγουμένως είχαν συνδεθεί με το όργανο που τους απασχολεί με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου για να ασκούν καθήκοντα που χαρακτηρίζονται ως μόνιμα. Εξάλλου, ούτε το ΚΛΠ ούτε η απόφαση για τον περιορισμό της διάρκειας της συμβάσεως της προσφεύγουσας δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση των προαναφερθέντων υπαλλήλων σε σχέση με τους εργαζόμενους που εκτελούν τέτοια καθήκοντα σε κράτος μέλος. Σε συνέχεια των σκέψεων που προαναφέρθηκαν, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το ΚΛΠ δεν αιτιολογεί τη δυνατότητα αποκλίσεως από τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου και προσλήψεως, για ορισμένο χρόνο, συμβασιούχων επικουρικών υπαλλήλων για την άσκηση μονίμων καθηκόντων που συνδέονται με την κανονική δραστηριότητα του οργάνου.

61      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ, διότι η προσφυγή ουδόλως αναπτύσσει την ένσταση αυτή. Συγκεκριμένα, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στηρίζεται στις γενικές αρχές του δικαίου που αφορούν την προστασία των εργαζομένων, χωρίς καμία πρόσθετη σχετική διευκρίνιση.

62      Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή και το Συμβούλιο φρονούν ότι ουδεμία γενική αρχή σταθερότητας της απασχόλησης εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο ΚΛΠ. Μόνο οι μόνιμοι υπάλληλοι απολαύουν του ευεργετήματος της αρχής αυτής. Η νομολογία αναγνωρίζει, αντιθέτως, ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Έτσι, η προσφυγή σε μόνιμους υπαλλήλους υπαγόμενους στον ΚΥΚ ή σε υπαλλήλους με συμβάσεις διαφόρων κατηγοριών ανταποκρίνεται σε νόμιμες ανάγκες της κοινοτικής διοικήσεως και στη φύση των καθηκόντων, μόνιμων ή έκτακτων, που η διοίκηση έχει την αποστολή να εκπληρώσει.

63      Το Συμβούλιο υπογραμμίζει, συναφώς, ότι το άρθρο 3β του ΚΛΠ διευκρινίζει ότι οι συμβασιούχοι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο για να εκτελούν καθήκοντα άλλα από τη χειρωνακτική εργασία ή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης που αναφέρονται στο άρθρο 3α ή για να αντικαθιστούν για ένα διάστημα πρόσωπα που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους.

64      Τέλος, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το άρθρο 88 του ΚΛΠ, περιορίζοντας σε τρία έτη τη διάρκεια απασχολήσεως των συμβασιούχων υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα, εμποδίζει την κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

65      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει ν’ απορριφθεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ, διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η επικαλούμενη κατά του άρθρου αυτού αρχή σταθερότητας της απασχολήσεως.

66      Ακολούθως, η Επιτροπή προβαίνει στη διαπίστωση ότι ο περιορισμός της συμβάσεως της προσφεύγουσας σε τρία έτη είναι σύμφωνος προς το άρθρο 88 του ΚΛΠ.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67      Μολονότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ προβάλλεται μόνον επικουρικώς, πρέπει να εξεταστεί πρώτη.

–       Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που στρέφεται κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ

68      Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 88 του ΚΛΠ παραβιάζει τις αρχές του δικαίου που αφορούν την προστασία των εργαζομένων. Υποστηρίζει επίσης, στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Συμβουλίου, ότι το άρθρο αυτό δεν αιτιολογείται όπως ορίζει το άρθρο 253 ΕΚ.

69      Πρώτον, πρέπει, αφενός, να απορριφθεί το επιχείρημα του Συμβουλίου, κατά το οποίο η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που στρέφεται κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ, στο μέτρο που το άρθρο αυτό παραβιάζει «τις αρχές του δικαίου που αφορούν την προστασία των εργαζομένων», είναι απαράδεκτη διότι δεν αναπτύσσεται στην προσφυγή.

70      Πράγματι, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 88 του ΚΛΠ δεν είναι νόμιμο για τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα αναφέρεται στο λεγόμενο δικαίωμα στη σταθερότητα της απασχολήσεως, από την παραβίαση του οποίου συνάγει απευθείας την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως που περιορίζει τη διάρκεια της συμβάσεώς της. Επικαλείται έτσι τα ίδια επιχειρήματα για να στηρίξει την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει. Εξάλλου, αυτή την ερμηνεία έδωσαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο στην εν λόγω ένσταση και απάντησαν σε αυτή.

71      Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που στρέφεται κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας του άρθρου αυτού, είναι παραδεκτή, παρά το ότι προβλήθηκε από την προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, στο μέτρο που στηρίζεται σε λόγο δημοσίας τάξεως που μπορεί να προβληθεί σε κάθε στάση της δίκης και, σε κάθε περίπτωση, να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή.

72      Δεύτερον, πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον το άρθρο 88 του ΚΛΠ αντίκειται στην αρχή σταθερότητας της απασχολήσεως.

73      Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι το άρθρο 88 του ΚΛΠ είναι αντίθετο προς την ίδια την οδηγία 1999/70 ή τη συμφωνία-πλαίσιο. Υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την οδηγία αυτή, κατέστησε δεσμευτικές, στο σύνολο των κρατών μελών, τις διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και ότι αυτές αποτελούν γενικές αρχές του δικαίου που δεσμεύουν τα όργανα και στην πρώτη θέση των οποίων συγκαταλέγεται το δικαίωμα για σταθερότητα της απασχολήσεως.

74      Πάντως, καίτοι κατά το γράμμα του σημείου 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει «γενικές αρχές, ελάχιστες απαιτήσεις και διατάξεις», από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 1999/70, καθώς και από την τρίτη παράγραφο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου, από το σημείο 9 των γενικών παρατηρήσεών της και από τις ρήτρες 1 και 4 αυτής προκύπτει ότι οι εν λόγω αρχές είναι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, που περιλαμβάνει την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών, και η αρχή της απαγορεύσεως των καταστρατηγήσεων. Όσον αφορά τη ρήτρα 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου, στην οποία στηρίζεται η προσφεύγουσα, αυτή θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις που αποσκοπούν στην πλαισίωση της διαδοχικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και στην αποφυγή, με τον τρόπο αυτό, της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως τέτοιων συμβάσεων, καθώς και της προσωρινότητας της καταστάσεως των συμβασιούχων (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Adeneler κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 63· της 23ης Απριλίου 2009, C‑378/07 έως C‑380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 73, και διάταξη του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2009, C‑519/08, Κούκου, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53). Τέτοιες διατάξεις προβλέπουσες ελάχιστο όριο προστασίας αποτελούν, βέβαια, ιδιαίτερης σημασίας κανόνες του κοινοτικού κοινωνικού δικαίου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑307/05, Del Cerro Alonso, Συλλογή 2007, σ. I‑7109, σκέψη 27), χωρίς, ωστόσο, να ανάγουν τη σταθερότητα της απασχολήσεως σε γενική αρχή του δικαίου, υπό το πρίσμα της οποίας θα μπορούσε να εκτιμηθεί η νομιμότητα της πράξεως κοινοτικού οργάνου.

75      Πράγματι, καίτοι η σταθερότητα της απασχολήσεως έχει αναχθεί σε προέχον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. Ι-9981, σκέψη 64· της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 87, και Αγγελιδάκη κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 105), ουδόλως προκύπτει από τη συμφωνία-πλαίσιο ότι έχει αναχθεί σε δεσμευτικό κανόνα δικαίου. Εξάλλου, η έκτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 1999/70, καθώς και η πρώτη παράγραφος του προοιμίου και το σημείο 5 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου τονίζουν την ανάγκη επιτεύξεως καλύτερης ισορροπίας μεταξύ της «ευελιξίας του χρόνου εργασίας και της ασφάλειας των εργαζομένων». Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση να προβλέπεται, μετά από ορισμένο αριθμό ανανεώσεων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου εργασίας, η μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων σε σύμβαση αορίστου χρόνου (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Adeneler κ.λπ., σκέψη 91, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 183, και απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑53/04, Marrosu και Sardino, Συλλογή 2006, σ. I‑7213, σκέψη 47, καθώς και προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψη 85).

76      Μολονότι, επομένως, η σταθερότητα της απασχολήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενική αρχή, αποτελεί σκοπό που επιδιώκουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία-πλαίσιο, η ρήτρα 1, στοιχείο β΄, της οποίας προβλέπει ότι σκοπός της συμφωνίας είναι «η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου» (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 30ής Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 114 και 115).

77      Σε κάθε περίπτωση, από την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 4ης Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 119 έως 136) προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των εγγενών χαρακτηριστικών των δραστηριοτήτων που αφορά το άρθρο 3β του ΚΛΠ, το άρθρο 88 του ΚΛΠ δεν θίγει τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου και τις ελάχιστες απαιτήσεις της ρήτρας 5 της συμφωνίας αυτής. Πράγματι, η ρήτρα 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει μόνο στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισαγάγουν στην έννομη τάξη τους ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται υπό τα στοιχεία α΄ έως γ΄, στα οποία περιλαμβάνονται, υπό α΄, οι «αντικειμενικ[οί] λόγ[οι] που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Εντούτοις, κάθε απασχόληση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα πρέπει, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 3β, να ανταποκρίνεται συγκεκριμένα σε πρόσκαιρες ή περιοδικές ανάγκες. Επιπλέον, σε μια διοίκηση με πολυάριθμο προσωπικό, όπως αυτό της Επιτροπής, είναι αναπόφευκτο τέτοιες ανάγκες να επαναλαμβάνονται, λόγω, ιδίως της μη διαθεσιμότητας μονίμων υπαλλήλων, του οφειλόμενου στις περιστάσεις υπερβολικού φόρτου εργασίας ή της ανάγκης κάθε γενικής διευθύνσεως να στελεχωθεί περιστασιακά με προσωπικό ειδικών προσόντων ή γνώσεων· το σύνολο των συνθηκών αυτών αποτελεί αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τόσο τον ορισμένο χρόνο των συμβάσεων των επικουρικών υπαλλήλων, όσο και την ανανέωσή τους σε συνάρτηση με την επέλευση των εν λόγω αναγκών.

78      Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι καμία γενική αρχή σταθερότητας της απασχολήσεως δεν μπορεί να στηρίξει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ, το οποίο, επιπλέον, δεν φαίνεται να θίγει τους σκοπούς και τις ελάχιστες απαιτήσεις της συμφωνίας-πλαισίου που επισυνάπτεται στην οδηγία 1999/70.

79      Τρίτον, απομένει να εξεταστεί το επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 88 του ΚΛΠ στερείται της απαιτούμενης κατά το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογίας.

80      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της εν λόγω πράξεως. Όταν, όπως εν προκειμένω, πρόκειται για πράξη γενικής ισχύος, η αιτιολογία μπορεί να περιοριστεί στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, αν η γενικής ισχύος πράξη αποκαλύπτει το ουσιώδες του επιδιωκόμενου από το κοινοτικό όργανο σκοπού, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές επιλογές στις οποίες προέβη (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 23ης Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 105 και 106, καθώς και παρατιθέμενη νομολογία).

81      Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ΔΔ έχει κρίνει ότι η αιτιολογική σκέψη 36 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του ΚΥΚ των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1) δικαιολογεί επαρκώς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη δημιουργία των νέων κατηγοριών συμβασιούχων υπαλλήλων που αναφέρονται στα άρθρα 3α και 3β του ΚΛΠ. Το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε επίσης ότι δεν μπορεί να προβληθεί κατά του Συμβουλίου η αιτίαση ότι δεν αιτιολόγησε τις επιλογές του σε σχέση με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον από το άρθρο 249, παράγραφος 3, ΕΚ, προκύπτει ότι αποδέκτες των οδηγιών είναι μόνον τα κράτη μέλη (απόφαση Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 77, σκέψεις 139 έως 142). Τέλος, δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία και για τον λόγο ότι, όπως προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 77, το άρθρο 88 του ΚΛΠ δεν θίγει τους σκοπούς και τις ελάχιστες απαιτήσεις της συμφωνίας-πλαισίου.

82      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προβληθεί κατά του Συμβουλίου η αιτίαση ότι δεν δικαιολόγησε την προβαλλόμενη επιλογή του να αποκλίνει από τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου. Θα ήταν επίσης υπερβολικό να προβληθεί κατ’ αυτού η αιτίαση ότι δεν αιτιολόγησε ειδικά τις τεχνικές επιλογές του σε σχέση με τις διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων και εθνικών εργαζομένων που εξειδίκευσε η προσφεύγουσα και απαριθμούνται ανωτέρω, στη σκέψη 60.

83      Απ’ όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά του άρθρου 88 του ΚΛΠ.

–       Επί των αιτιάσεων που στρέφονται απευθείας κατά της αποφάσεως περιορισμού της διάρκειας της συμβάσεως της προσφεύγουσας

84      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή την απασχολεί από 1ης Μαΐου 2001, δυνάμει δεκαπέντε διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, για την άσκηση μονίμων καθηκόντων που συνδέονται με την κανονική δραστηριότητα του οργάνου. Αιτιάται, συνεπώς, την Επιτροπή για τον λόγο ότι, με τη σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, δεν την προσέλαβε για αόριστο χρόνο.

85      Πρέπει, εντούτοις, να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε, στα δικόγραφά της, συγκεκριμένα και κρίσιμα στοιχεία για να στηρίξει τον ισχυρισμό της, σύμφωνα με τον οποίο εκτελούσε πράγματι μόνιμα καθήκοντα συνδεόμενα με την κανονική δραστηριότητα του οργάνου, χωρίς να συντρέχει η περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 3β, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ. Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει, συναφώς, ότι δεν έχει υποχρέωση να ερευνά στα παραρτήματα της προσφυγής κατά πόσον υπάρχουν στοιχεία ικανά να πληρώσουν ένα τέτοιο κενό, δεδομένου ότι τα παραρτήματα αυτά επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Οκτωβρίου 2001, T‑333/99, X κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2001, σ. II‑3021, σκέψη 190, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, T‑345/05, Mote κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2008, σ. II-2849, σκέψη 75).

86      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι από τις ανωτέρω σκέψεις 73 έως 76 προκύπτει ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν περιλαμβάνει γενική αρχή του δικαίου, η δε σταθερότητα της απασχολήσεως δεν αποτελεί τέτοια αρχή. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η διαδοχή των συμβάσεών της δεν ανταποκρινόταν σε ειδικές ανάγκες της Επιτροπής υπό το πρίσμα των σκέψεων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στη σκέψη 77, και είχε ως αντικείμενο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του οργάνου.

87      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση που προβάλλει η προσφεύγουσα κατά της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, στο μέτρο που αφορά τη διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως.

88      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η ΑΑΣΣ δεν απάντησε, με την από 30 Μαρτίου 2007 απόφασή της, στα επιχειρήματα που είχε αντλήσει, στην από 11 και 14 Δεκεμβρίου 2006 ένσταση της, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και το δικαίωμα για σταθερότητα της απασχολήσεως. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η ΑΑΣΣ δεν εξέθεσε ούτε με ποιoν τρόπο μια διαδοχή δεκαπέντε συμβάσεων ορισμένου χρόνου ανταποκρινόταν στις ανάγκες των συμβαλλομένων, ούτε πώς εδικαιολογείτο η διαφορετική μεταχείριση σε βάρος της σε σχέση με τους εργαζόμενους που συνδέονται με εργοδότες που εμπίπτουν στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα κράτους μέλους.

89      Πρέπει όμως, κατ’ αρχάς, να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα, στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 ένστασή της, αναφέρει μόνον τα άρθρα 34 και 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και τα άρθρα 12 και 13 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, περιγράφοντας το νομικό πλαίσιο, χωρίς να αντλεί από αυτά κανένα επιχείρημα και χωρίς να τα επαναλαμβάνει κατά την απαρίθμηση των κειμένων και αρχών που επικαλείται «για να στηρίξει την ενέργειά της».

90      Η αιτιολογία όμως, χωρίς να πρέπει να είναι εξαντλητική, πρέπει να επιτρέπει στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να γνωρίζει αν η απόφαση αυτή είναι βάσιμη ή πάσχει από ελάττωμα που επιτρέπει την αμφισβήτηση της νομιμότητάς της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑49 και II‑223, σκέψη 49, και της 17ης Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑213 και II‑A‑2‑1097, σκέψη 67). Δεν μπορεί, συνεπώς, να απαιτηθεί από τα κοινοτικά όργανα να συζητούν για όλα τα προβληθέντα πραγματικά ή νομικά στοιχεία, ιδίως με τρόπο επιφανειακό, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η ΑΑΣΣ, παραλείποντας να δικαιολογήσει την απόφασή της υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων άρθρων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, δεν παρέβη την υποχρέωσή της να αιτιολογήσει την απόρριψη του λόγου της ενστάσεως που στρεφόταν κατά της ορισμένης διάρκειας της προτεινομένης στην προσφεύγουσα συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου. Εξάλλου, η ΑΑΣΣ δικαιολογημένα εκτίμησε ότι τα άρθρα αυτά αναφέρονταν μόνον στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της ενστάσεως που στρεφόταν κατά της εφαρμοσθείσας στην περίπτωση της προσφεύγουσας επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους.

91      Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε ρητώς, στην ένσταση της 11ης και 14ης Δεκεμβρίου 2006, ότι ενδεχομένως έτυχε διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με τους εργαζόμενους του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα κράτους μέλους.

92      Από τις αναπτύξεις που περιέχονται στη συμπληρωματική ένσταση της 14ης Δεκεμβρίου 2006 προκύπτει επίσης ότι η ένσταση αυτή συμπλήρωσε την αρχική επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους και όχι τον λόγο της ενστάσεως που στρεφόταν κατά της διάρκειας της συμβάσεως.

93      Τέλος, η ΑΑΣΣ απήντησε στα επιχειρήματα που αντλούσε η προσφεύγουσα από το δικαίωμα για σταθερότητα της απασχολήσεως, επικαλούμενη συγκεκριμένα ότι είναι μεν βέβαιο ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου προσφέρουν μεγαλύτερη σταθερότητα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι παράνομες. Υπενθύμισε επίσης τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει στο ζήτημα αυτό και υπογράμμισε ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου επικουρικών υπαλλήλων αποσκοπούσαν να ικανοποιήσουν συγκεκριμένα παροδικές, επείγουσες ή σαφώς προσδιορισμένες ανάγκες, απαντώντας με τον τρόπο αυτό στην αιτίαση που συνήγαγε η προσφεύγουσα από τον διαδοχικό χαρακτήρα των προσλήψεών της.

94      Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι η δεύτερη αιτίαση που επικαλείται η προσφεύγουσα κατά της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 είναι αβάσιμη, στο μέτρο που αφορά τη διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως.

95      Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα προαναφέρθηκαν, επιβάλλεται απόρριψη της προσφυγής, στο μέτρο που στρέφεται κατά της διάρκειας της συμβάσεως.

 Επί της προσφυγής στο μέτρο που στρέφεται κατά της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους

 Επιχειρήματα των διαδίκων 

–       Επιχειρήματα της προσφεύγουσας

96      Προς στήριξη της προσφυγής της, στο μέτρο που στρέφεται κατά της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την παράβαση του άρθρου 100 του ΚΛΠ· ο δεύτερος λόγος, που προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που στρέφεται κατά του ίδιου άρθρου.

97      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι, δυνάμει του άρθρου 100 του ΚΛΠ, η ΑΑΣΣ μπορεί να αποφασίσει τον αποκλεισμό συμβασιούχου υπαλλήλου από το ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, για τους κινδύνους τους σχετικούς με ασθένεια που αποκαλύφθηκε κατά την ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης, για μια περίοδο πέντε ετών από της ημερομηνίας αναλήψεως υπηρεσίας στο όργανο.

98      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανάληψη υπηρεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 100 του ΚΛΠ είναι ανεξάρτητη από τη φύση των συμβατικών σχέσεων ή των στηριζομένων στον ΚΥΚ σχέσεων μεταξύ του οργάνου και του υπαλλήλου. Εξάλλου, διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποτελούν, στην πραγματικότητα, μία και μόνη σχέση εργασίας. Κατά συνέπεια, επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους δεν θα μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να εφαρμοστεί στην προσφεύγουσα παρά μόνον για την περίοδο μεταξύ της 1ης Μαΐου 2001, ημερομηνίας της πρώτης ανάληψης υπηρεσίας της προσφεύγουσας, και της 30ής Απριλίου 2006.

99      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ακολούθως, ότι η επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους είχε ως αποτέλεσμα να της στερήσει ένα κατάλληλο επίπεδο κοινωνικής προστασίας, παραβιάζοντας τις γενικές αρχές στις οποίες στηρίζονται, αφενός τα άρθρα 12 και 13 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που αφορούν το δικαίωμα για κοινωνική ασφάλεια και το δικαίωμα για κοινωνική και ιατρική αντίληψη και, αφετέρου, τα άρθρα 34 και 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που αφορούν, αντιστοίχως, το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, ιδίως σε περίπτωση ασθένειας, και την προστασία της υγείας.

100    Τέλος, η προσφεύγουσα, επαναλαμβάνοντας ότι η έννοια της αναλήψεως υπηρεσίας, που χρησιμοποιείται στο άρθρο 100 του ΚΛΠ, είναι ανεξάρτητη από την υπαγωγή σε εθνικό ή κοινοτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, υποστηρίζει ότι η απόφαση να εφαρμοστεί επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους στο πρόσωπό της μείωσε το επίπεδο προστασίας κατά των κινδύνων θανάτου και αναπηρίας που απολάμβανε δυνάμει της ουγγρικής νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης και, στη συνέχεια, δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, όταν εργαζόταν για την Επιτροπή ως τοπική και στη συνέχεια ως επικουρική υπάλληλος. Υπενθυμίζει, συναφώς, ότι βρίσκεται αδιάλειπτα στην υπηρεσία της Επιτροπής από 1ης Μαΐου 2001 και θεωρεί ότι τα κοινοτικά όργανα, όπως κάθε άλλος εργοδότης, δεν μπορούν να υποβάλλουν το προσωπικό τους σε προσωρινό καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, επανεξετάζοντας συνεχώς την κατάσταση των οικείων υπαλλήλων από ιατρικής απόψεως.

101    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, εάν η απόφαση περί εφαρμογής στο πρόσωπό της της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους εθεωρείτο σύμφωνη προς το άρθρο 100 του ΚΛΠ, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το άρθρο αυτό παραβιάζει «τις γενικές αρχές του δικαίου που αφορούν την προστασία των εργαζομένων».

102    Η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Συμβουλίου, διευκρινίζει ότι η εφαρμογή του άρθρου 100 του ΚΛΠ, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα στηριζόταν σε ένα νομικό πλάσμα, με τη θεώρηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως ισαρίθμων σχέσεων εργασίας ανεξαρτήτων μεταξύ τους. Η προστασία όμως των εργαζομένων απαιτεί να υπερισχύσει η πραγματικότητα της αδιάλειπτης σχέσεως εργασίας, ώστε να μην δοθεί στα κοινοτικά όργανα η δυνατότητα να υποβάλουν τους υπαλλήλους τους σε προσωρινό καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, χαρακτηριζόμενο από τη διαρκή επανεξέταση της καταστάσεώς τους από ιατρικής απόψεως.

–       Επιχειρήματα της Επιτροπής και του Συμβουλίου

103    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι το άρθρο 100 του ΚΛΠ, το οποίο εντάσσεται στον τίτλο IV «Συμβασιούχοι υπάλληλοι», κεφάλαιο 8 «Παροχές κοινωνικής ασφάλισης», τμήμα Β «Ασφάλιση κινδύνων αναπηρίας και θανάτου», μπορεί να εφαρμοστεί μόνον στους συμβασιούχους υπαλλήλους από την πρόσληψή τους με την ιδιότητα αυτή. Επιπλέον, το άρθρο 100 του ΚΛΠ αναφέρεται σε ιατρική εξέταση που προηγείται της προσλήψεως με την ιδιότητα αυτή, με αποτέλεσμα η προβλεπόμενη σε αυτό περίοδος αποκλεισμού πέντε ετών από το ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου να μην μπορεί παρά να έπεται χρονικά της προσλήψεως αυτής. Δεν θα είχε, εξάλλου, έννοια η αναδρομική ισχύς της περιόδου αυτής σε χρόνο κατά τον οποίο τα εν λόγω δικαιώματα δεν υφίσταντο. Η Επιτροπή επισημαίνει, συναφώς, ότι η προσφεύγουσα εργάστηκε, αρχικώς, ως τοπική υπάλληλος, υπαγόμενη στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως της χώρας της, και στη συνέχεια ως επικουρική υπάλληλος υπαγόμενη στο βελγικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως. Υπήχθη στο κοινοτικό καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης μόνον όταν έγινε συμβασιούχος υπάλληλος.

104    Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι το άρθρο 100 του ΚΛΠ είναι ανάλογο προς το άρθρο 1 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το άρθρο 32 του ΚΛΠ, που εφαρμόζονται, αντιστοίχως, στους μόνιμους και στους έκτακτους υπαλλήλους. Υπογραμμίζει, αντιθέτως, ότι οι διατάξεις που αφορούν τους τοπικούς και τους επικουρικούς υπαλλήλους δεν περιέχουν αντίστοιχο άρθρο. Η διαφορά αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η Κοινότητα μπορεί να επιβάλει επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους μόνον στους υπαλλήλους που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής κοινωνικής ασφαλίσεως.

105    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο φρονούν ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που στρέφεται κατά του άρθρου 100 του ΚΛΠ είναι απαράδεκτη, στο μέτρο που η προσφυγή δεν περιέχει καμία σχετική ανάπτυξη. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητος στηρίζεται και στην προβαλλόμενη παραβίαση του δικαιώματος προσβάσεως στις παροχές κοινοτικής κοινωνικής ασφαλίσεως των άρθρων 12 και 13 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, καθώς και των άρθρων 34 και 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και πάλι η ένσταση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω του εντελώς αορίστου χαρακτήρα της προβαλλόμενης επιχειρηματολογίας, ελλείψει επαρκώς σαφών και συγκεκριμένων ενδείξεων που να επιτρέπουν στους αντιδίκους να απαντήσουν και στο Δικαστήριο ΔΔ να ασκήσει τον έλεγχό του, κατά παράβαση του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

106    Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στερείται δεσμευτικής νομικής ισχύος και ότι ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης δεν είναι εφαρμοστέος στην Κοινότητα, διότι αυτή δεν περιλαμβάνεται στους υπογράψαντες τον Χάρτη ή προσχωρήσαντες σε αυτόν.

107    Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν παραβιάζεται το απορρέον από τα δύο αυτά νομοθετήματα δικαίωμα για υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας. Η προσφεύγουσα καλύπτεται από ασφάλιση ασθενείας όπως κάθε άλλος υπάλληλος μόνιμος ή μη, και απολαμβάνει επίσης καλύψεως σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου για τους κινδύνους που απορρέουν από άλλες ασθένειες πλην αυτής για την οποία διατυπώθηκε η επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους.

108    Το Συμβούλιο υποστηρίζει, σε κάθε περίπτωση, ότι η πρόσβαση στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως εξαρτάται, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων , από τις λεπτομερέστερες διατάξεις που ορίζονται στο κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές νομοθεσίες ή, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, από τα μέτρα που λαμβάνουν τα συμβαλλόμενα μέρη. Ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ θα μπορούσαν, συνεπώς, να καθορίσουν το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση. Επιπλέον, το άρθρο 34 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν αφορά την προστασία σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου. Η ίδια παρατήρηση ισχύει για το άρθρο 35 του εν λόγω Χάρτη που διακηρύσσει μόνον το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στην πρόληψη σε θέματα υγείας και να απολαύει ιατρικής περίθαλψης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες. Το άρθρο 100 του ΚΛΠ δεν στερεί από την προσφεύγουσα τις εγγυήσεις αυτές. Εξάλλου, το άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη αφορά την καθιέρωση συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών, τη διατήρηση του συστήματος αυτού σε ικανοποιητικό επίπεδο και τη λήψη μέτρων για τη διαφύλαξη των πλεονεκτημάτων κατά τη μετακίνηση των προστατευομένων προσώπων στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών. Το άρθρο 13 του ίδιου Χάρτη εγγυάται το δικαίωμα για κοινωνική και ιατρική αντίληψη. Το άρθρο 100 του ΚΛΠ εκφεύγει, συνεπώς, του πεδίου εφαρμογής των δύο αυτών άρθρων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

109    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει των άρθρων 70 και 121 του ΚΛΠ, ο τοπικός και ο επικουρικός υπάλληλος υπάγονται στο εθνικό υποχρεωτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, κατά προτίμηση στο καθεστώς της χώρας που ανήκε τελευταία ή στο καθεστώς της χώρας καταγωγής του, όσον αφορά τον επικουρικό υπάλληλο, ή της χώρας όπου ο υπάλληλος εκλήθη να ασκήσει τα καθήκοντά του, όσον αφορά τον τοπικό υπάλληλο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα υπήχθη, από 1ης Μαΐου 2001 έως 15ης Σεπτεμβρίου 2006, διαδοχικά στην ουγγρική και στη βελγική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, αρχικώς ως τοπική και, στη συνέχεια, ως επικουρική υπάλληλος.

110    Αντιθέτως, ο συμβασιούχος υπάλληλος καλύπτεται κατά των διαφόρων κοινωνικών κινδύνων δυνάμει των διατάξεων του κεφαλαίου 8 «Παροχές κοινωνικής ασφάλισης» του τίτλου IV «Συμβασιούχοι υπάλληλοι» του ΚΛΠ, και συγκεκριμένα δυνάμει των άρθρων 99 έως 108 του ΚΛΠ, όσον αφορά τους κινδύνους αναπηρίας και θανάτου. Αυτό σημαίνει ότι, από την πρόσληψή της ως συμβασιούχου υπαλλήλου, στις 16 Σεπτεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα έπαψε να υπάγεται στη βελγική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως για να υπαχθεί στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως αυτό οργανώνεται από το ΚΛΠ.

111    Για την περίπτωση αναπηρίας και θανάτου, το άρθρο 100 του ΚΛΠ ορίζει ότι «Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου, αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η [ΑΑΣΣ] μπορεί να αποφασίζει την υπαγωγή του στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας στο όργανο, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία». Παρόμοια διάταξη περιέχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ που εφαρμόζεται στους μόνιμους υπάλληλους, και το άρθρο 32 του ΚΛΠ που εφαρμόζεται στους έκτακτους υπαλλήλους.

112    Από το γράμμα του άρθρου 100 του ΚΛΠ προκύπτει σαφώς ότι το άρθρο αυτό προβλέπει μόνον την απλή δυνατότητα της ΑΑΣΣ να κάνει χρήση της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους, κατά την υπαγωγή του υπαλλήλου στο κοινοτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, για την περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της ιατρικής εξετάσεως της προσλήψεως, αποκαλυφθεί ότι αυτός πάσχει από ασθένεια ή αναπηρία. Επιπλέον, η περίοδος αποκλεισμού από την κάλυψη σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, σε σχέση με την ασθένεια ή την αναπηρία αυτή, διαρκεί πέντε έτη «από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας [του υπαλλήλου] στο όργανο».

113    Πρέπει να διευκρινιστεί τι σημαίνει «ανάληψη υπηρεσίας στο όργανο», διότι οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την έννοια του όρου αυτού. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η έναρξη της περιόδου απασχολήσεως του ενδιαφερομένου στο πλαίσιο του οργάνου, όποιος και αν είναι ο τύπος της συμβάσεως που τον συνέδεσε με το όργανο, πράγμα που, στη συγκεκριμένη περίπτωση αντιστοιχεί στην ημερομηνία της προσλήψεώς της ως τοπικής υπαλλήλου, δηλαδή στην 1η Μαΐου 2001. Η Επιτροπή εκτιμά, αντιθέτως, ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία ενάρξεως της υπαγωγής του συμβασιούχου υπαλλήλου στο κοινοτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ημερομηνία της 16ης Σεπτεμβρίου 2006.

114    Ως προς το ζήτημα αυτό, παγίως η νομολογία δέχεται ότι για την ερμηνεία μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι στόχοι που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, καθώς και το σύνολο των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 20, και της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Merck, Συλλογή 1983, σ. 3781, σκέψη 12· απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4065, σκέψη 47).

115    Κατ’ αρχάς, η συνήθης έννοια των όρων που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 100 του ΚΛΠ θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ανάληψη υπηρεσίας σε ένα όργανο συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία ο οικείος υπάλληλος άρχισε να εκτελεί τα καθήκοντά του στο πλαίσιο του οργάνου, όποια και αν είναι η φύση της συμβάσεως που τον συνδέει με αυτό· έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, η περίοδος αποκλεισμού από το ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου θα άρχιζε την 1η Μαΐου 2001. Εντούτοις, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, δεν θα είχε νόημα η έναρξη μιας τέτοιας περιόδου αποκλεισμού να τοποθετηθεί πριν από την έναρξη υπαγωγής του οικείου υπαλλήλου στο κοινοτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως.

116    Εφόσον μια περίοδος αποκλεισμού από την κάλυψη κοινωνικού κινδύνου δεν μπορεί, εκ φύσεως, να αρχίζει παρά μόνον υπό το κράτος του καθεστώτος καλύψεως του κινδύνου αυτού, δεν τίθεται θέμα αναδρομικής ισχύος της περιόδου αποκλεισμού από το ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου από την ημερομηνία που η προσφεύγουσα ανέλαβε καθήκοντα στην Επιτροπή, δηλαδή από 1ης Μαΐου 2001.

117    Εντούτοις, για την ερμηνεία του άρθρου 100 του ΚΛΠ, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό, οι στόχοι που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, καθώς και άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

118    Όσον αφορά, πρώτον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 100 του ΚΛΠ και τους στόχους που επιδιώκονται με τη ρύθμιση στην οποία περιλαμβάνεται, πρέπει να επισημανθεί ότι το εν λόγω άρθρο αποτελεί τμήμα ενός συνόλου διατάξεων του ΚΛΠ που προορίζονται να εξασφαλίσουν στους συμβασιούχους υπαλλήλους υψηλό επίπεδο προστασίας κατά των παραδοσιακών κινδύνων κοινωνικής ασφαλίσεως, στους οποίους ανήκει ο κίνδυνος αναπηρίας. Η Επιτροπή επεσήμανε, εξάλλου, στα δικόγραφά της, αυτό το χαρακτηριστικό της κοινοτικής ρυθμίσεως, θεωρώντας ότι αυτό ανταποκρίνεται στους σκοπούς του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη στους τομείς της προστασίας της υγείας και της κοινωνικής ασφαλίσεως. Παραδέχθηκε, επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το άρθρο 100 ΚΛΠ δεν εφαρμόζεται αυτομάτως, εφόσον το άρθρο αυτό προβλέπει μόνον την απλή δυνατότητα της ΑΑΣΣ να προσφύγει στην επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους.

119    Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, αναφορικά με τους συμβασιούχους υπαλλήλους, όπως εξάλλου και αναφορικά με τους μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους, η κοινωνική προστασία, και ιδίως η κάλυψη κατά του κινδύνου αναπηρίας, εφαρμόζεται από το ίδιο το όργανο, κατ’ εφαρμογή του ΚΛΠ. Ο κοινοτικός όμως νομοθέτης, υιοθετώντας τον κανονισμό 723/2004, εισήγαγε στο άρθρο 52 του ΚΛΠ διάταξη που προγραμματίζει ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2007 θα παύσουν να υφίστανται συμβάσεις επικουρικών υπαλλήλων, με την πρόθεση, όπως προκύπτει από την τριακοστή έκτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, να αντικατασταθούν οι συμβάσεις αυτές από συμβάσεις συμβασιούχων υπαλλήλων. Είναι βέβαιο ότι η μεταρρύθμιση αυτή δεν συνοδεύτηκε από μέτρα εναρμονίσεως μεταξύ των εθνικών καθεστώτων ασφαλίσεως κατά της αναπηρίας, στα οποία υπάγονταν οι επικουρικοί υπάλληλοι, και του κοινοτικού καθεστώτος ασφαλίσεως κατά της αναπηρίας, στο οποίο υπάγονται οι συμβασιούχοι υπάλληλοι, όπως ισχύει στο γενικό πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 42 ΕΚ, ή, ειδικότερα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, στον τομέα της ασφαλίσεως γήρατος.

120    Υπό τις συνθήκες αυτές, η διοίκηση, εφαρμόζοντας το άρθρο 100 του ΚΛΠ σε σχέση με πρώην επικουρικούς υπαλλήλους, που καλούνται, κατ’ αίτηση της Επιτροπής, να συνάψουν νέα σύμβαση ως συμβασιούχοι υπάλληλοι, δεν θα μπορούσε, κατά τον καθορισμό της διάρκειας της περιόδου αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 100 του ΚΛΠ, να αγνοήσει το γεγονός ότι οι οικείοι υπάλληλοι ήταν προηγουμένως στην υπηρεσία του οργάνου και υποχρεώθηκαν να υπαχθούν σε άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, λόγω της αλλαγής του συμβατικού καθεστώτος που επιβάλλεται στους εν λόγω υπαλλήλους, συνεπεία της τροποποιήσεως του ΚΥΚ.

121    Για όλους τους λόγους αυτούς, συνάδει τόσο προς το ειδικό πλαίσιο του άρθρου 100 του ΚΛΠ, όσο και προς το γενικότερο πλαίσιο της τροποποιήσεως του ΚΥΚ, καθώς και προς τους σκοπούς της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται το άρθρο 100 η αυστηρή ερμηνεία του άρθρου αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους έχει ως συνέπεια ότι ο ενδιαφερόμενος στερείται κάθε σύνταξη αναπηρίας, ακόμη, κατ’ αρχήν, και δυνάμει της εφαρμοστέας προηγουμένως εθνικής νομοθεσίας, όπως παραδέχθηκε στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην περίπτωση που η ανικανότης του προς εργασία οφείλεται, κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού, σε ασθένεια που αποκαλύφθηκε κατά την ιατρική εξέταση της προσλήψεως.

122    Δεύτερον, πρέπει να ληφθούν υπόψη, για την ερμηνεία του άρθρου 100 του ΚΛΠ, οι απαιτήσεις που απορρέουν, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, την οποία διασφαλίζει το άρθρο 39 ΕΚ, η οποία ανήκει στα θεμέλια της Κοινότητας (βλ., π.χ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-482/01 και C‑493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri, Συλλογή 2004, σ. Ι-5257, σκέψη 64, και της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-215/03, Oulane, Συλλογή 2005, σ. Ι-1215,σκέψη 16) και την οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή στο πλαίσιο της ερμηνείας των κανόνων του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ.

123    Ως προς το ζήτημα αυτό, γίνεται, κατά πάγια νομολογία, δεκτό ότι ο κοινοτικός υπήκοος που εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της καταγωγής του δεν χάνει την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 1, ΕΚ, επειδή απασχολείται στις Κοινότητες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-411/98, Ferlini, Συλλογή 2000, σ. Ι‑8081, σκέψη 42, και της 16ης Δεκεμβρίου 2004, C-293/03, My, Συλλογή 2004, σ. Ι-12013, σκέψη 37). Με την ιδιότητα αυτή, δεν μπορεί να στερηθεί το ευεργέτημα των κοινωνικών δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων που του απονέμει το άρθρο αυτό (προπαρατεθείσες αποφάσεις Ferlini, σκέψη 43, και My, σκέψη 38· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 19ης Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 96).

124    Κατά την επ’ ακροατηρίου όμως συζήτηση, η Επιτροπή, στηριζόμενη ιδίως στην απόφαση My (προπαρατεθείσα, σκέψεις 38 και 40), υποστήριξε ότι το άρθρο 39 ΕΚ δεν είναι εφαρμοστέο στα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υποθέσεως, εφόσον αυτά αφορούν την πρόσβαση σε θέση εργασίας σε χρόνο κατά τον οποίο η προσφεύγουσα είχε ήδη γίνει δεκτή στο βελγικό έδαφος και είχε ήδη εργαστεί εκεί. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η κατάσταση της προσφεύγουσας θα έπρεπε να εξομοιωθεί με εσωτερική κατάσταση ενός κράτους μέλους.

125    Μια τέτοια άποψη δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 39 ΕΚ συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, ότι οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν, ιδίως, το δικαίωμα να εγκαταλείπουν τη χώρα καταγωγής τους και να μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προκειμένου να διαμείνουν σ’ αυτό και να ασκήσουν εκεί οικονομική δραστηριότητα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I‑4921, σκέψη 95· της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑190/98, Graf, Συλλογή 2000, σ. I‑493, σκέψη 22, και της 1ης Απριλίου 2008, C‑212/06, Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon, Συλλογή 2008, σ. I‑1683, σκέψη 44).

126    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα, ουγγρικής ιθαγένειας, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της τον Σεπτέμβριο 2003, πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για να καταλάβει θέση, ως επικουρική υπάλληλος, στην Επιτροπή. Την εποχή εκείνη, βέβαια, η μετακίνησή της στο Βέλγιο δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ.

127    Εντούτοις, από της προσχωρήσεως, την 1η Μαΐου 2004, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 39 ΕΚ εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, πλήρως στους Ούγγρους υπηκόους, σύμφωνα με το άρθρο 24 της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως που προσαρτάται στη συνθήκη μεταξύ των δεκαπέντε παλαιών κρατών μελών και των δέκα νέων κρατών μελών για την προσχώρηση των τελευταίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπεγράφη στις 16 Απριλίου 2003 (ΕΕ L 236, σ. 33) και την παράγραφο 1.1 του παραρτήματος Χ της πράξεως αυτής, με την επιφύλαξη μόνον των μεταβατικών διατάξεων των παραγράφων 1.2 έως 1.14 του παραρτήματος αυτού. Κατά συνέπεια, από της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις αυτές Ούγγρος υπήκοος, ο οποίος ασκεί, από ημερομηνία προγενέστερη της προσχωρήσεως της χώρας καταγωγής του, δραστηριότητα ως μισθωτός σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1989, 9/88, Lopes da Veiga, Συλλογή 1989, σ. 2989, σκέψεις 9 και 10, καθώς και της 26ης Μαΐου 1993, C‑171/91, Tsiotras, Συλλογή 1993, σ. I‑2925, σκέψη 12).

128    Οι προαναφερθείσες όμως μεταβατικές διατάξεις του παραρτήματος Χ της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας δεν αντίκεινται στη δυνατότητα εργαζόμενου ουγγρικής ιθαγένειας, ο οποίος απασχολείται νομίμως, κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος καταγωγής του, ιδίως στην υπηρεσία κοινοτικού οργάνου, να διεκδικήσει, με την ευκαιρία της προσβάσεως σε άλλη θέση εργασίας στον ίδιο εργοδότη, στο έδαφος του κράτους υποδοχής, τα δικαιώματα και πλεονεκτήματα που του παρέχει το άρθρο 39 ΕΚ, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως.

129    H απόφαση My (ανωτέρω, σκέψη 123) δεν μπορεί να θίξει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ στην προκειμένη περίπτωση. Όπως μόλις τονίστηκε, η προσφεύγουσα, ουγγρικής ιθαγένειας, πραγματοποίησε μέρος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας της στη χώρα καταγωγής της, πριν εγκατασταθεί στο Βέλγιο για να εργαστεί εκεί ως επικουρική υπάλληλος της Επιτροπής και να δεχθεί, στη συνέχεια, θέση συμβασιούχου υπαλλήλου στο ίδιο όργανο. Τα περιστατικά αυτά διαφοροποιούν τη συγκεκριμένη περίπτωση σε σχέση με τα περιστατικά της προαναφερθείσας υποθέσεως My, στην οποία ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ιταλικής ιθαγένειας, έχοντας έλθει στο Βέλγιο σε ηλικία εννέα ετών, είχε διανύσει το σύνολο της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο Βέλγιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα, δεχόμενη μια νέα θέση στην Επιτροπή, τον Σεπτέμβριο 2006, χωρίς να εμπίπτει στις περιπτώσεις που αφορούν οι μεταβατικές διατάξεις της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας που περιορίζουν την πλήρη εφαρμογή του άρθρου 39 ΕΚ, έκανε ακριβώς χρήση ενός εκ των δικαιωμάτων που της παρέχει το άρθρο αυτό, του δικαιώματος να αποδέχεται πραγματική προσφορά θέσεως εργασίας στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, που διαφέρει από το κράτος καταγωγής της.

130    Με αποδεδειγμένη, κατά τον τρόπο αυτό, την εφαρμογή του άρθρου 39 ΕΚ στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι όροι ασκήσεως μιας δραστηριότητας είναι δυνατόν να επηρεάζουν την πρόσβαση στη δραστηριότητα αυτή και ότι η ρύθμιση που αφορά τις συνθήκες ασκήσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑464/02, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 2005, σ. I‑7929, σκέψη 37). Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός των άρθρων 39 έως 42 ΕΚ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν οι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που έχουν, έχαναν τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που τους εξασφαλίζει η νομοθεσία κράτους μέλους. Πράγματι, μια τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να αποτρέψει τον κοινοτικό εργαζόμενο από την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, παρακωλύουσα, ως εκ τούτου, την άσκηση αυτής της ελευθερίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑12/93, Drake, Συλλογή 1994, σ. I‑4337, σκέψη 22, και της 22ας Νοεμβρίου 1995, C‑443/93, Βουγιούκας, Συλλογή 1995, σ. I‑4033, σκέψη 39).

131    Η εφαρμογή όμως του άρθρου 100 του ΚΛΠ, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αποτελεί κύρωση για την προσφεύγουσα και μπορεί, επομένως, να έχει τέτοιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, εφόσον η προσφεύγουσα, δεχόμενη να παραμείνει στην υπηρεσία της καθής δυνάμει νέας συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου, χάνει, για πέντε έτη, λόγω της εφαρμογής της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους, το ευεργέτημα των παροχών αναπηρίας που της διασφάλιζε η προγενέστερη βελγική νομοθεσία, χωρίς όμως να αποκτά δικαίωμα επί των κοινοτικών παροχών, σε περίπτωση αναπηρίας και θανάτου, όσον αφορά ενδεχόμενες συνέπειες της ασθένειας που αποκαλύφθηκε κατά την ιατρική εξέταση προσλήψεώς της.

132    Για να εξασφαλίσει, ακριβώς, ότι η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που παρέχει η Συνθήκη δεν θα συνεπάγεται απώλεια των πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που θα μπορούσε να αξιώσει ο εργαζόμενος αν είχε διανύσει τη σταδιοδρομία του σε ένα μόνο κράτος μέλος, ο κοινοτικός νομοθέτης έθεσε σε εφαρμογή το άρθρο 42 ΕΚ, που διακηρύσσει, ειδικότερα, τον κανόνα του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως, διαμονής ή απασχολήσεως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, θεσπίζοντας τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), που έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί. Το Δικαστήριο έχει, συναφώς, κρίνει, σχετικά με εθνική νομοθεσία που εξαρτούσε τη χορήγηση των παροχών αναπηρίας από το ότι, κατά τον χρόνο ενάρξεως της περιόδου ασφαλίσεως, η κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου δεν προοιωνίζεται την επέλευση, εντός συντόμου χρόνου, ανικανότητας προς εργασία με επακόλουθο την αναπηρία, ότι το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο περιέχει κανόνα συνυπολογισμού σε περίπτωση αναπηρίας, απαγορεύει ο εθνικός φορέας να εκλαμβάνει ως χρόνο υπαγωγής στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, στο πλαίσιο της νομοθεσίας που εφαρμόζει, τον χρόνο ενάρξεως των περιόδων ασφαλίσεως που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της εκκαθαρίσεως των παροχών αναπηρίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 1995, C‑481/93, Moscato, Συλλογή 1995, σ. I‑3525, σκέψη 30· βλ., επίσης, στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 1995, C‑482/93, Klaus, Συλλογή 1995, σ. I‑3560, σκέψη 23).

133    Βεβαίως, ο κανονισμός 1408/71, που εφαρμόζεται στους επικουρικούς υπαλλήλους, δεν εφαρμόζεται, αντιθέτως, στους συμβασιούχους υπαλλήλους, ούτε στους μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Ferlini, σκέψη 41, και My, σκέψη 35). Παρ’ όλα αυτά, οι τελευταίοι έχουν την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ, και το Δικαστήριο τόνισε, στην απόφαση Moscato (προπαρατεθείσα, σκέψη 28), πόσο θα παρεμπόδιζε την ελεύθερη κυκλοφορία η άρνηση εθνικού οργανισμού, στο πλαίσιο εφαρμογής εθνικής διατάξεως αντίστοιχης προς αυτή που περιέχει το άρθρο 100 του ΚΛΠ, να θεωρεί ως μόνο χρόνο ενάρξεως της περιόδου ασφαλίσεως την έναρξη υπαγωγής στην εθνική νομοθεσία που εφαρμόζει, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους υπαγωγής που διήνυσε ο ενδιαφερόμενος υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.

134    Πρέπει να προστεθεί ότι «[γ]ια εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική ασφάλεια», το άρθρο 12, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη διασφαλίζει «τη διατήρηση […] των δικαιωμάτων για κοινωνική ασφάλεια με μέσα όπως είναι ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης ή απασχόλησης που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του καθενός από τα [σ]υμβαλλόμενα [μ]έρη». Εντούτοις, έστω και αν η Κοινότητα δεν προσχώρησε στον Χάρτη αυτό, αυτός αναφέρεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στο άρθρο 136 ΕΚ και ανήκει στα διεθνή εργαλεία που πρέπει να καθοδηγούν τα όργανα κατά την εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του ΚΥΚ και του ΚΛΠ, ιδίως εκείνων που τείνουν να στερήσουν από τον εργαζόμενο θεμελιώδη κοινωνική προστασία, μέσω μιας απλής δυνατότητας που επαφίεται στην εκτίμηση της διοικήσεως.

135    Είναι αλήθεια, εξάλλου, ότι η νομολογία της οποίας γίνεται επίκληση πιο πάνω, στη σκέψη 132, αφορά περιπτώσεις στις οποίες η απώλεια πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως έλαβε χώρα επ’ ευκαιρία της ίδιας της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, κατόπιν αλλαγής της χώρας υπαγωγής στην ασφάλιση, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η διοίκηση εφάρμοσε το άρθρο 100 του ΚΛΠ με την ευκαιρία της μεταβολής του τύπου της συμβάσεως εργασίας και του εφαρμοζόμενου καθεστώτος κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταβολής που έλαβε χώρα τρία έτη μετά την έλευση της προσφεύγουσας στο βελγικό έδαφος με σκοπό την άσκηση εκεί οικονομικής δραστηριότητας.

136    Το τελευταίο αυτό γεγονός δεν μπορεί όμως να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα, έχοντας εγκαταλείψει, το έτος 2003, το κράτος καταγωγής της για να εργαστεί στις υπηρεσίες της Επιτροπής, βρέθηκε, στη συνέχεια, λόγω της μετατροπής τα συμβάσεώς της από σύμβαση επικουρικής υπαλλήλου σε σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου, η οποία κατέστη υποχρεωτική συνεπεία της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ και της συνακόλουθης μεταβολής του εφαρμοζόμενου καθεστώτος κοινωνικής ασφαλίσεως:

–        είτε υποχρεωμένη να υποστεί την απώλεια του πλεονεκτήματος των παροχών αναπηρίας που της διασφάλιζε η βελγική νομοθεσία η οποία τύγχανε προηγουμένως εφαρμογής, χωρίς όμως να αποκτά δικαίωμα επί των κοινοτικών παροχών, σε περίπτωση αναπηρίας και θανάτου, όσον αφορά ενδεχόμενες συνέπειες της ασθένειας που αποκαλύφθηκε κατά την ιατρική εξέταση προσλήψεώς της, παροχών που θα μπορούσε να αξιώσει εάν είχαν ληφθεί υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως που είχε προηγουμένως συμπληρώσει υπό τη βελγική νομοθεσία και στον ίδιο εργοδότη,

–        είτε υποχρεωμένη να απόσχει, κατά τη λήξη της συμβάσεώς της ως επικουρικής υπαλλήλου, από την εξακολούθηση, στο Βέλγιο, της επαγγελματικής της δραστηριότητας στις υπηρεσίες της Επιτροπής, για την άσκηση της οποίας είχε ακριβώς εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.

137    Πρέπει ακόμη, όσον αφορά αυτό το τελευταίο σημείο, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 100 του ΚΛΠ, επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους μπορεί να επιβληθεί σε κάθε συμβασιούχο υπάλληλο επιφορτισμένο με επικουρικά καθήκοντα «από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στο όργανο», έπειτα από «ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης [του]». Συγκεκριμένα, η σύμβαση της προσφεύγουσας ως επικουρικής υπαλλήλου έληγε αυτοδικαίως, με την πάροδο του ορισμένου χρόνου για τον οποίο είχε συναφθεί, στις 15 Σεπτεμβρίου 2006, και η Επιτροπή αντιμετωπίζοντάς τη ως νέα υπάλληλο της επέβαλε την επίδικη επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους, με τους προαναφερθέντες όρους του άρθρου 100 του ΚΛΠ. Το άρθρο 100 του ΚΛΠ καθόρισε, επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση εργαζομένου στην αγορά εργασίας.

138    Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 100 του ΚΛΠ αποτελεί, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, κύρωση για την προσφεύγουσα και μπορεί να εμποδίσει την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το άρθρο 39 ΕΚ, το οποίο αποτελεί θεμελιώδη διάταξη για την Κοινότητα.

139    Η Επιτροπή όμως δεν απέδειξε, ούτε καν προσπάθησε να αποδείξει ότι ένα τέτοιο εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το άρθρο 39 ΕΚ ήταν απαραίτητο για την επιδίωξη σκοπού γενικού συμφέροντος, ότι ήταν κατάλληλο για τη διασφάλιση της υλοποίησης του σκοπού αυτού και ότι δεν υπερέβαινε τα όρια του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., συναφώς, απόφαση Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon, ανωτέρω σκέψη 125, σκέψεις 48, 52 και 55). Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι σκοποί αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας η οποία διασφαλίζεται από τη Συνθήκη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1997, C‑398/95, ΣΕΤΤΓ, Συλλογή 1997, σ. I‑3091, σκέψη 23, και της 28ης Απριλίου 1998, C‑158/96, Kohll, Συλλογή 1998, σ. I‑1931, σκέψη 41).

140    Επιπλέον, το γεγονός ότι η εφαρμογή του άρθρου 100 του ΚΛΠ θα μπορούσε επίσης να επιφέρει έλλειψη καλύψεως των κινδύνων αναπηρίας για τους Βέλγους υπηκόους που έχουν επίσης συνάψει σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου με την Επιτροπή, αφού εργάστηκαν στο Βέλγιο ως επικουρικοί υπάλληλοι, χωρίς όμως να έχουν κάνει ποτέ χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας, την οποία διαθέτουν, στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν είναι ικανό να εμποδίσει τον υπήκοο άλλου κράτους μέλους που έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας να απολαύσει, ευρισκόμενος σε συγκρίσιμη κατάσταση, τα δικαιώματα και κοινωνικά πλεονεκτήματα που του παρέχει το άρθρο 39 ΕΚ (βλ., συναφώς, απόφαση Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon, ανωτέρω σκέψη 125, σκέψεις 36 έως 42).

141    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, εναπόκειτο στην ΑΑΣΣ να μην κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 100 του ΚΛΠ, προκειμένου να μην στερήσει από την προσφεύγουσα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που θα μπορούσε να αξιώσει αν είχε διατηρήσει την υπαγωγή της στην ουγγρική ή βελγική νομοθεσία.

142    Τέλος, πρέπει να δοθεί απάντηση στο επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο το Δικαστήριο ΔΔ, στηριζόμενο ειδικά στο άρθρο 39 ΕΚ, το οποίο δεν επικαλέστηκε η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της, σχετικά με την εφαρμογή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους, θα προέβαινε αυτεπαγγέλτως στον έλεγχο της νομιμότητας διοικητικής πράξεως της ΑΑΣΣ υπό το πρίσμα λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από την παράβαση διατάξεως της Συνθήκης.

143    Πρέπει, προκαταρκτικά και κατά τρόπο γενικό, να τονιστεί ότι ο περιορισμός της εξουσίας του δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ισχυρισμούς απορρέει από την υποχρέωση του δικαστηρίου αυτού να παραμένει εντός των ορίων του αντικειμένου της διαφοράς και να στηρίζει την απόφασή του στα πραγματικά περιστατικά που του έχουν εκτεθεί. Ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από την αρχή κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης και, κατά συνέπεια, το δικαστήριο μπορεί να ενεργεί αυτεπαγγέλτως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χάριν του δημοσίου συμφέροντος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑222/05 έως C‑225/05, van der Weerd κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑4233, σκέψεις 34 έως 36).

144    Χωρίς να χρειάζεται να γίνει εν προκειμένω απαρίθμηση των περιπτώσεων στις οποίες θα μπορούσε το Δικαστήριο ΔΔ να εξετάσει αυτεπαγγέλτως έναν ισχυρισμό, αρκεί να επισημανθεί ότι ο κοινοτικός δικαστής, διευκρινίζοντας το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ερμηνευθεί μια διάταξη παραγώγου δικαίου, δεν αποφαίνεται επί της νομιμότητας της διατάξεως αυτής υπό το πρίσμα ανώτερων κανόνων δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων της Συνθήκης, αλλά αναζητά ερμηνεία της επίδικης διατάξεως που καθιστά την εφαρμογή της όσο το δυνατόν περισσότερο σύμφωνη προς το πρωτογενές δίκαιο και όσο το δυνατόν περισσότερο συνεπή προς το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ΔΔ, ερμηνεύοντας το άρθρο 100 του ΚΛΠ, ιδίως υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που καθιερώνει το άρθρο 39 ΕΚ, δεν εξήλθε των ορίων της διαφοράς, όπως αυτή οριοθετήθηκε από την προσφεύγουσα, και δεν στηρίχθηκε σε γεγονότα και περιστάσεις διαφορετικά από αυτά στα οποία η προσφεύγουσα στήριξε την προσφυγή της. Η επιχειρηματολογία που προέβαλε η προσφεύγουσα ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, χωρίς, είναι αλήθεια, ρητή αναφορά στο άρθρο 39 ΕΚ, και αυτή που περιέχεται στην παρούσα απόφαση σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 100 του ΚΛΠ υπό το πρίσμα του άρθρου 39 ΕΚ συγκλίνουν, εξάλλου, κατ’ ουσίαν, σε μεγάλο βαθμό.

145    Κατά τα λοιπά, δεν θίγονται τα δικαιώματα άμυνας, στο μέτρο που όλοι οι διάδικοι κλήθηκαν, με την προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου, να διατυπώσουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την άποψή τους σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες που πρέπει να αντληθούν, στην υπό κρίση υπόθεση, από τις αποφάσεις Moscato (ανωτέρω, σκέψη 132), Βουγιούκας (ανωτέρω, σκέψη 130) και My (ανωτέρω, σκέψη 123), όσον αφορά την προστασία κατά της αναπηρίας και τον κανόνα του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 42, στοιχείο α΄, ΕΚ.

146    Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο το Δικαστήριο ΔΔ, εξετάζοντας την υπό κρίση διαφορά υπό το πρίσμα συγκεκριμένα του άρθρου 39 ΕΚ, θα απομακρυνόταν από τον παθητικό ρόλο που του αρμόζει.

147    Από όλα τα προαναφερθέντα, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι συνέπειες της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας για την ερμηνεία του άρθρου 100 του ΚΛΠ υπό συνθήκες διαφορετικές από αυτές της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προκύπτει ότι εναπέκειτο στην ΑΑΣΣ να μην κάνει χρήση, έναντι της προσφεύγουσας, της δυνατότητας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 100 του ΚΛΠ.

148    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους στην προσφεύγουσα, στηριζόμενη στο άρθρο 100 του ΚΛΠ.

149    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που στρέφεται κατά της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η απόφαση περί επιβολής επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους στην προσφεύγουσα, ενώ παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου που αφορά το αντικείμενο αυτό, ο οποίος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω ακύρωση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

150    Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεων και τούτο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2007. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

151    Κατά συνέπεια, επί της προσφυγής F‑69/07, τυγχάνουν εφαρμοστέες οι διατάξεις περί δικαστικών εξόδων του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

152    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 88 του ίδιου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους.

153    Εξάλλου, το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

154    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας που εφαρμόζεται επί της προσφυγής F‑60/08, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

155    Τέλος, το άρθρο 89, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι ο παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

156    Από τις προαναφερθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα νίκησε ως προς ένα από τα δύο αντικείμενα της προσφυγής της F‑69/07. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως αυτής, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί να φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας, η οποία θα φέρει το έτερο ήμισυ των εξόδων της.

157    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε στην προσφυγή της F‑60/08, θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα έξοδα της Επιτροπής που αφορούν την υπόθεση αυτή.

158    Εξάλλου το Συμβούλιο, ως παρεμβαίνων διάδικος, φέρει τα δικαστικά του έξοδα και στις δύο προσφυγές F‑69/07 και F‑60/08.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, στο μέτρο που επιβάλλει επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους στην προσφεύγουσα.

2)      Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την προσφυγή F‑69/07, Ο κατά Επιτροπής, ως αβάσιμη.

3)      Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή F‑60/08, O κατά Επιτροπής.

4)      Στην υπόθεση F‑69/07, καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και κατά το ήμισυ στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

5)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα να φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων στην υπόθεση F‑69/07, καθώς και τα δικαστικά της έξοδα και τα έξοδα της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση F‑60/08.

6)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα και στις δύο υποθέσεις.

Kanninen

Boruta

Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       H. Kanninen

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.