Language of document : ECLI:EU:C:2018:990

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων – Οδηγία 2005/36/ΕΚ – Αναγνώριση τίτλων εκπαιδεύσεως που έχουν χορηγηθεί κατόπιν περιόδων εκπαιδεύσεως που εν μέρει συμπίπτουν – Εξουσίες ελέγχου που διαθέτει το κράτος μέλος υποδοχής»

Στην υπόθεση C–675/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Ministero della Salute

κατά

Hannes Preindl,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, J. Malenovský, L. Bay Larsen (εισηγητή), M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο H. Preindl, εκπροσωπούμενος από τους M. Schullian και C. Senoner, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την M. Russo, avvocato dello Stato,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, αρχικώς εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis, στη συνέχεια από τον L. Aguilera Ruiz,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Støvlbæk και L. Malferrari,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 21, 22 και 24, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Ministero della Salute (Υπουργείου Υγείας, Ιταλία) (στο εξής: υπουργείο) και του Hannes Preindl, με αντικείμενο την άρνηση του υπουργείου αυτού να αναγνωρίσει τίτλο εκπαιδεύσεως ιατρού που χορηγήθηκε από την αρμόδια αυστριακή αρχή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 19 της οδηγίας 2005/36 έχουν ως εξής:

«(1)      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, [ΕΚ], η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών συνιστά έναν από τους στόχους της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Για τους υπηκόους των κρατών μελών αυτό περιλαμβάνει, ειδικότερα, το δικαίωμα να ασκούν επάγγελμα, ως αυτοαπασχολούμενοι ή μισθωτοί, σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου απέκτησαν τα επαγγελματικά προσόντα τους. Επιπλέον, το άρθρο 47, παράγραφος 1, [ΕΚ] προβλέπει την έκδοση οδηγιών για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων.

[…]

(19)      Η ελεύθερη κυκλοφορία και η αμοιβαία αναγνώριση των τίτλων εκπαίδευσης ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή, φαρμακοποιού και αρχιτέκτονα θα πρέπει να στηρίζονται στη θεμελιώδη αρχή της αυτόματης αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης βάσει συντονισμού των ελάχιστων όρων εκπαίδευσης. Επιπροσθέτως, η ανάληψη, εντός των κρατών μελών, των επαγγελμάτων του ιατρού, του νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, του οδοντιάτρου, του κτηνιάτρου, της μαίας/του μαιευτή και του φαρμακοποιού θα πρέπει να εξαρτάται από την κατοχή καθορισμένου τίτλου εκπαίδευσης, γεγονός που διασφαλίζει ότι ο ενδιαφερόμενος παρακολούθησε εκπαίδευση η οποία πληροί τους ισχύοντες ελάχιστους όρους. Το σύστημα αυτό θα πρέπει να συμπληρώνεται από σειρά κεκτημένων δικαιωμάτων τα οποία έχουν οι ειδικευμένοι επαγγελματίες υπό ορισμένους όρους.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, που τιτλοφορείται «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, στην επικράτειά του, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων (στο εξής αναφερόμενο ως το “κράτος μέλος υποδοχής”) αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη (στο εξής αναφερόμενα ως “κράτη μέλη καταγωγής”) δίνοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί αυτό το επάγγελμα.»

5        Το άρθρο 21, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχή της αυτόματης αναγνώρισης», ορίζει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει τους τίτλους εκπαίδευσης ως ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, ως νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, ως οδοντιάτρου, ως ειδικευμένου οδοντιάτρου, ως κτηνιάτρου, ως φαρμακοποιού και ως αρχιτέκτονα, οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V υπό τα σημεία, αντιστοίχως, 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.6.2 και 5.7.1, εφόσον πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 44 και 46, παρέχοντάς τους την ίδια ισχύ, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στην επικράτειά του, με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγεί το ίδιο.

Οι εν λόγω τίτλοι εκπαίδευσης πρέπει να χορηγούνται από τους αρμόδιους φορείς των κρατών μελών και να συνοδεύονται, ενδεχομένως, από τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.6.2 και 5.7.1 αντίστοιχα.

[…]»

6        Το άρθρο 22, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Κοινές διατάξεις σχετικά με την εκπαίδευση», έχει ως εξής:

«Όσον αφορά την εκπαίδευση περί της οποίας [κάνουν λόγο] τα άρθρα 24, 25, 28, 31, 34, 35, 38, 40, 44 και 46:

α)      τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την εκπαίδευση μερικής παρακολούθησης, υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζουν οι αρμόδιες αρχές· οι αρχές αυτές μεριμνούν προκειμένου η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαίδευσης αυτής να μην είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση με πλήρη παρακολούθηση».

7        Το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2005/36, το οποίο τιτλοφορείται «Βασική ιατρική εκπαίδευση», προβλέπει τα εξής:

«2.      Η βασική ιατρική εκπαίδευση περιλαμβάνει συνολικά τουλάχιστον έξι έτη σπουδών ή 5 500 ώρες θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης που πραγματοποιείται εντός ή υπό την εποπτεία πανεπιστημίου.

[…]

3.      Η βασική ιατρική εκπαίδευση παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:

α)      προσήκουσες γνώσεις των επιστημών επί των οποίων βασίζεται η ιατρική καθώς και επαρκή κατανόηση των επιστημονικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών μετρήσεως των βιολογικών λειτουργιών, της αξιολόγησης των επιστημονικώς διαπιστωμένων γεγονότων και της ανάλυσης των δεδομένων·

β)      προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης των λειτουργιών και της συμπεριφοράς του ανθρώπινου οργανισμού υγιούς ή ασθενούς, καθώς και των σχέσεων μεταξύ της κατάστασης της υγείας του ανθρώπου και του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του·

γ)      προσήκουσες γνώσεις των κλινικών θεμάτων και της κλινικής πρακτικής που να παρέχουν συνεκτική εικόνα των σωματικών και διανοητικών ασθενειών, της προληπτικής ιατρικής, της διαγνωστικής και της θεραπευτικής ιατρικής καθώς και της αναπαραγωγής του ανθρώπου·

δ)      προσήκουσα κλινική πείρα υπό κατάλληλη εποπτεία σε νοσοκομεία.»

8        Το άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Βασική οδοντιατρική εκπαίδευση», ορίζει τα εξής:

«2.      Η βασική οδοντιατρική εκπαίδευση περιλαμβάνει συνολικά τουλάχιστον πέντε έτη θεωρητικών και πρακτικών σπουδών πλήρους παρακολούθησης που αφορούν τουλάχιστον το πρόγραμμα του παραρτήματος V, σημείο 5.3.1, και οι οποίες πραγματοποιούνται σε πανεπιστήμιο, σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιπέδου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου ή υπό την εποπτεία πανεπιστημίου.

[…]

3.      Η βασική οδοντιατρική εκπαίδευση παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:

α)      Προσήκουσες γνώσεις των επιστημών επί των οποίων βασίζεται η οδοντιατρική τέχνη καθώς και επαρκή κατανόηση των επιστημονικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών μετρήσεως των βιολογικών λειτουργιών, της αξιολόγησης των επιστημονικώς διαπιστωμένων γεγονότων και της ανάλυσης των δεδομένων·

β)      προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης, φυσιολογίας και συμπεριφοράς υγιών και ασθενών, καθώς και της επιρροής του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος στην υγεία του ανθρώπου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά σχετίζονται με την οδοντιατρική·

γ)      προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης και της λειτουργίας των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών, ασθενών και υγιών καθώς και της σχέσης αυτών με τη γενική υγεία και τη φυσική και κοινωνική καλή κατάσταση του ασθενούς·

δ)      προσήκουσες γνώσεις των κλινικών πρακτικών και μεθόδων που να παρέχουν συνεκτική εικόνα των ανωμαλιών, βλαβών και ασθενειών των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών, υπό το πρίσμα της προληπτικής, διαγνωστικής και θεραπευτικής οδοντολογίας·

ε)      προσήκουσα κλινική πείρα υπό κατάλληλη εποπτεία σε νοσοκομεία.

[…]»

9        Το άρθρο 50, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έγγραφα και διατυπώσεις», έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών, το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται σε αυτό το κράτος μέλος καθώς και, ενδεχομένως, επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο δικαιούχος πληροί, όσον αφορά τα επαγγέλματα του κεφαλαίου III του παρόντος τίτλου, τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης που αναφέρονται αντιστοίχως στα άρθρα 24, 25, 28, 31, 34, 35, 38, 40, 44 και 46.»

 Το ιταλικό δίκαιο

10      Το άρθρο 142, δεύτερο εδάφιο, του Regio Decreto n. 1592 approvazione del testo unico delle leggi sull’istruzione superiore (βασιλικού διατάγματος αριθ. 1592, περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου των νόμων περί τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως), της 31ης Αυγούστου 1933 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 283, της 7ης Δεκεμβρίου 1933), το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει ότι, «με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39, στοιχείο c, απαγορεύεται η ταυτόχρονη εγγραφή σε διάφορα πανεπιστήμια και σε διάφορα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε διάφορα τμήματα ή σε διάφορες σχολές του ίδιου πανεπιστημίου ή του ίδιου εκπαιδευτικού ιδρύματος και σε διάφορους κύκλους πανεπιστημιακών σπουδών ή σε διάφορα προγράμματα αποκτήσεως διπλώματος του ίδιου τμήματος ή της ίδιας σχολής».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Στις 26 Μαρτίου 2013 ο H. Preindl, Ιταλός πολίτης, υπέβαλε στο υπουργείο, με σκοπό την άσκηση στην Ιταλία του επαγγέλματος του οδοντιάτρου, αίτηση αναγνωρίσεως του τίτλου «Doktor der Zahnheilkunde», ο οποίος του χορηγήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2013 από το Πανεπιστήμιο Ιατρικής του Innsbruck (Αυστρία).

12      Με απόφαση της 20ής Μαΐου 2013, το υπουργείο αναγνώρισε τον ως άνω τίτλο ως τίτλο οδοντιάτρου, αφού έλαβε γνώση του εγγράφου που είχε εκδώσει η αρμόδια αυστριακή αρχή, ήτοι ο αυστριακός οδοντιατρικός σύλλογος, για τη βεβαίωση της τηρήσεως των ελάχιστων προϋποθέσεων του άρθρου 34 της οδηγίας 2005/36.

13      Στις 16 Οκτωβρίου 2014 ο H. Preindl υπέβαλε στο υπουργείο, με σκοπό την άσκηση στην Ιταλία επίσης του επαγγέλματος του «χειρούργου ιατρού», αίτηση αναγνωρίσεως του τίτλου «Doktor der Gesamten Heilkunde», ο οποίος του χορηγήθηκε στις 20 Αυγούστου 2014 από το Πανεπιστήμιο Ιατρικής του Innsbruck. Η εν λόγω αίτηση συνοδευόταν, μεταξύ άλλων, από γραπτή δήλωση της αρμόδιας αυστριακής αρχής, ήτοι του αυστριακού ιατρικού συλλόγου, με την οποία βεβαιωνόταν ότι ο τίτλος αυτός πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 24 της οδηγίας 2005/36 και αντιστοιχούσε στο δίπλωμα με το οποίο απονέμεται ο πανεπιστημιακός τίτλος του ιατρού στην Αυστρία, όπως διαλαμβάνεται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36.

14      Κατόπιν εξετάσεως της δεύτερης αιτήσεως περί αναγνωρίσεως, το υπουργείο διαπίστωσε ότι οι αυστριακοί τίτλοι του οδοντιάτρου και του ιατρού είχαν χορηγηθεί στον H. Preindl, αντιστοίχως, στις 8 Ιανουαρίου 2013 και στις 20 Αυγούστου 2014 και ότι ο δεύτερος τίτλος είχε χορηγηθεί μετά την ολοκλήρωση κύκλου σπουδών ιατρικής διάρκειας δεκαπέντε μηνών, ήτοι πολύ συντομότερης από τα έξι έτη που απαιτούνται κατά το άρθρο 24 της οδηγίας 2005/36 για τη χορήγηση του τίτλου του ιατρού.

15      Κατόπιν τούτου, το υπουργείο αποτάθηκε στον αυστριακό ιατρικό σύλλογο ζητώντας να πληροφορηθεί αν ο τίτλος του ιατρού που είχε χορηγηθεί στον H. Preindl πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 24 της οδηγίας 2005/36.

16      Ο αυστριακός ιατρικός σύλλογος επιβεβαίωσε, στις 19 Μαρτίου 2015, ότι ο ως άνω τίτλος πληρούσε όντως αυτές τις προϋποθέσεις και ότι ο H. Preindl άρχισε τις σπουδές οδοντιατρικής στις 7 Σεπτεμβρίου 2004, ολοκληρώνοντάς τες στις 8 Ιανουαρίου 2013, και τις σπουδές ιατρικής στις 21 Μαρτίου 2006, ολοκληρώνοντάς τες στις 20 Αυγούστου 2014.

17      Με βάση τις πληροφορίες αυτές, το υπουργείο αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο που θα παρείχε στον H. Preindl τη δυνατότητα να ασκήσει το επάγγελμα του «χειρουργού ιατρού» στην Ιταλία, με την αιτιολογία ότι η οδηγία 2005/36 δεν προβλέπει δυνατότητα ταυτόχρονης παρακολουθήσεως και ολοκληρώσεως δύο κύκλων σπουδών.

18      Ο H. Preindl άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Λατίου, Ιταλία), υποστηρίζοντας ότι η άρνηση του υπουργείου προδήλως αντέβαινε στην αρχή της αυτόματης αναγνωρίσεως των τίτλων ιατρού που κατοχυρώνεται με το άρθρο 21 της οδηγίας 2005/36. Ο ενδιαφερόμενος προσέθεσε ότι, συνεπεία της εκδόσεως του σχετικού πιστοποιητικού από τον αυστριακό ιατρικό σύλλογο, αναγνωρίστηκε ρητώς ότι η εκπαίδευση που είχε παρακολουθήσει πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις εκπαιδεύσεως που προβλέπονται με το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36 και εξειδικεύονται με το άρθρο της 24 της ίδιας οδηγίας.

19      Το Tribunale amministrativo regionale del Lazio (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Λατίου) δέχθηκε την προσφυγή. Το υπουργείο άσκησε έφεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία). Κατά το υπουργείο, η οδηγία 2005/36 απαριθμεί τις σχετικές με την εκπαίδευση επιτακτικές προϋποθέσεις των οποίων την τήρηση οφείλουν να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη για τη χορήγηση τίτλου βασικής ιατρικής εκπαιδεύσεως. Συναφώς, το άρθρο 24 της οδηγίας αυτής προβλέπει ειδικότερα ότι η βασική ιατρική εκπαίδευση περιλαμβάνει συνολικώς τουλάχιστον έξι έτη σπουδών ή 5 500 ώρες θεωρητικής και πρακτικής καταρτίσεως που πραγματοποιείται εντός ή υπό την εποπτεία πανεπιστημίου. Στην υπό κρίση περίπτωση, πολλές εξετάσεις στις οποίες μετέσχε ο H. Preindl λήφθηκαν συγχρόνως υπόψη τόσο για τη χορήγηση του τίτλου του οδοντιάτρου όσο και για τη χορήγηση του τίτλου του ιατρού. Η διαδικασία αυτή αποτελεί δυνατότητα προβλεπόμενη κατά το εσωτερικό δίκαιο της Αυστρίας, πλην όμως, κατά το υπουργείο, έρχεται σε σαφή αντίθεση με τις διατάξεις της οδηγίας 2005/36 και επιπλέον συνεπάγεται άνιση μεταχείριση η οποία εισάγει δυσμενέστατη διάκριση μεταξύ των Αυστριακών πολιτών και των πολιτών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων η Ιταλική Δημοκρατία, εντός των οποίων απαγορεύεται ρητώς η ταυτόχρονη εγγραφή σε δύο κύκλους σπουδών.

20      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εκπαίδευση μερικής παρακολουθήσεως συνάγεται από τη δυνατότητα ταυτόχρονης παρακολουθήσεως περισσότερων του ενός κύκλων πανεπιστημιακών σπουδών και διερωτάται αν, παρά τον αυτόματο χαρακτήρα της αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων, κατά την έννοια των άρθρων 21 και 24 της οδηγίας 2005/36, η εκπαίδευση αυτού του είδους ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται με το άρθρο 24 και με το παράρτημα V της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση αναγνωρίσεως των τίτλων εκπαιδεύσεως δύναται να ελέγξει αν η εκπαίδευση που ολοκληρώθηκε με μερική παρακολούθηση στο κράτος μέλος καταγωγής ανταποκρίνεται όντως στην ελάχιστη εκπαίδευση που προβλέπεται με τις διατάξεις αυτές.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Επιβάλλουν τα άρθρα 21, 22 και 24 της οδηγίας [2005/36] σε κράτος μέλος, στο οποίο ισχύουν υποχρέωση εκπαιδεύσεως πλήρους παρακολουθήσεως και συνακόλουθη απαγόρευση ταυτόχρονης εγγραφής σε δύο κύκλους πανεπιστημιακών σπουδών, την αυτόματη αναγνώριση τίτλων οι οποίοι παρά ταύτα αποκτήθηκαν στο κράτος μέλος καταγωγής ταυτόχρονα ή σε περιόδους μερικώς αλληλεπικαλυπτόμενες;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει το άρθρο 22, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 21 της οδηγίας [2005/36] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση δικαιούται, παρά ταύτα, να εξακριβώσει ότι πληρούται η απαίτηση ότι η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαιδεύσεως αυτής δεν είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση πλήρους και συνεχούς παρακολουθήσεως;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

22      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος παρακολούθησε ταυτοχρόνως περισσότερους του ενός κύκλους πανεπιστημιακών σπουδών μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ολοκληρώθηκε με μερική παρακολούθηση.

23      Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και η Ισπανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι η ταυτόχρονη παρακολούθηση δύο κύκλων σπουδών δεν αποκλείει κατ’ ανάγκη την περίπτωση να αντιστοιχεί κάθε κύκλος σε εκπαίδευση με πλήρη παρακολούθηση.

24      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η διαφορά και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει. Αφετέρου, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αυτό προσδιορίζεται στην απόφαση περί παραπομπής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2018, Scotch Whisky Association κ.λπ., C-44/17, EU:C:2018:415, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Κατά συνέπεια, μολονότι δεν προκύπτει ότι η άποψη της Επιτροπής καθώς και της Ισπανικής και της Αυστριακής Κυβερνήσεως στερείται παντελώς ερείσματος, τα προδικαστικά ερωτήματα θα εξεταστούν με βάση τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

26      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 21, 22 και 24 της οδηγίας 2005/36 έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν σε κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία προβλέπει ότι η εκπαίδευση πραγματοποιείται υποχρεωτικώς με πλήρη παρακολούθηση και ότι απαγορεύεται η ταυτόχρονη εγγραφή σε δύο κύκλους σπουδών, την υποχρέωση να αναγνωρίζει αυτομάτως τους τίτλους που έχουν χορηγηθεί εντός άλλου κράτους μέλους μετά την ολοκλήρωση κύκλων σπουδών που πραγματοποιήθηκαν εν μέρει ταυτοχρόνως.

27      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 19, η οδηγία 2005/36 προβλέπει, ιδίως όσον αφορά τα επαγγέλματα του ιατρού και του οδοντιάτρου, σύστημα αυτόματης αναγνωρίσεως των τίτλων εκπαιδεύσεως, βάσει συντονισμού των ελάχιστων όρων εκπαιδεύσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Ordre des architectes, C‑365/13, EU:C:2014:280, σκέψη 20).

28      Ειδικότερα, το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, το οποίο αφορά την αρχή της αυτόματης αναγνωρίσεως, ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων, τους τίτλους εκπαιδεύσεως ως ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαιδεύσεως, και ως οδοντιάτρου οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V υπό τα σημεία, αντιστοίχως, 5.1.1 και 5.3.2, της οδηγίας αυτής, εφόσον πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαιδεύσεως για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα 24 και 34 της εν λόγω οδηγίας, παρέχοντάς τους την ίδια ισχύ, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στην επικράτειά του, με τους τίτλους εκπαιδεύσεως που χορηγεί το ίδιο.

29      Επιπλέον, το άρθρο 22, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι, όσον αφορά ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων η βασική ιατρική εκπαίδευση και η εκπαίδευση του οδοντιάτρου που μνημονεύονται αντιστοίχως στα άρθρα 24 και 34 της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν, υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζουν οι αρμόδιες αρχές τους, την εκπαίδευση μερικής παρακολουθήσεως υπό τον όρο η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαιδεύσεως αυτής να μην είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση πλήρους και συνεχούς παρακολουθήσεως.

30      Τέλος, επισημαίνεται ότι καμία διάταξη της εν λόγω οδηγίας δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιτρέπουν την ταυτόχρονη εγγραφή σε περισσότερους του ενός κύκλους σπουδών.

31      Επομένως, η αναγνώριση των τίτλων εκπαιδεύσεως, ιδίως δε του τίτλου βασικής ιατρικής εκπαιδεύσεως και του τίτλου του οδοντιάτρου, είναι αυτόματη και ανεπιφύλακτη, υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να δέχονται την ισοτιμία των τίτλων εκπαιδεύσεως τους οποίους αφορά η οδηγία 2005/36, χωρίς να μπορούν να απαιτούν από τους ενδιαφερομένους να τηρούν άλλες προϋποθέσεις πέραν των προβλεπόμενων από την οδηγία αυτή. Η αναγνώριση στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών ως προς τον επαρκή χαρακτήρα των τίτλων εκπαιδεύσεως που χορηγούν τα άλλα κράτη μέλη, εμπιστοσύνη που στηρίζεται σε σύστημα εκπαιδεύσεως της οποίας το επίπεδο έχει καθοριστεί με κοινή συμφωνία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Tennah-Durez, C-110/01, EU:C:2003:357, σκέψη 30).

32      Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 21, 22 και 24 της οδηγίας 2005/36 έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν σε κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία προβλέπει ότι η εκπαίδευση πραγματοποιείται υποχρεωτικώς με πλήρη παρακολούθηση και ότι απαγορεύεται η ταυτόχρονη εγγραφή σε δύο κύκλους σπουδών, την υποχρέωση να αναγνωρίζει αυτομάτως τους τίτλους που έχουν χορηγηθεί εντός άλλου κράτους μέλους μετά την ολοκλήρωση κύκλων σπουδών που πραγματοποιήθηκαν εν μέρει ταυτοχρόνως.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

33      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 και το άρθρο 22, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36 έχουν την έννοια ότι το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να ελέγχει την τήρηση της προϋποθέσεως κατά την οποία η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαιδεύσεως μερικής παρακολουθήσεως δεν πρέπει να είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση πλήρους και συνεχούς παρακολουθήσεως.

34      Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 2005/36 προβλέπει, με τα άρθρα 21 και 22, την αμοιβαία αναγνώριση των τίτλων του ιατρού και του οδοντιάτρου, και επιτρέπει στα κράτη μέλη να οργανώνουν, υπό την τήρηση ορισμένων απαιτήσεων, ιατρική εκπαίδευση και οδοντιατρική εκπαίδευση με καθεστώς μερικής παρακολουθήσεως. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορηγεί τον τίτλο εκπαιδεύσεως φέρει την ευθύνη του ελέγχου τηρήσεως των εκπαιδευτικών απαιτήσεων, τόσο ποιοτικών όσο και ποσοτικών, τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2005/36 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Tennah-Durez, C-110/01, EU:C:2003:357, σκέψη 56).

35      Η εν λόγω αρχή οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τίτλοι εκπαιδεύσεως παρέχουν τη δυνατότητα στους κατόχους τους να κυκλοφορούν και να ασκούν το αντίστοιχο επάγγελμα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει της αυτόματης και ανεπιφύλακτης αναγνωρίσεως των τίτλων αυτών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Tennah-Durez, C-110/01, EU:C:2003:357, σκέψη 56), η οποία στηρίζεται, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών ως προς τον επαρκή χαρακτήρα των τίτλων εκπαιδεύσεως που χορηγούν τα άλλα κράτη μέλη.

36      Επισημαίνεται συναφώς ότι σύστημα αυτόματης και ανεπιφύλακτης αναγνωρίσεως των τίτλων εκπαιδεύσεως όπως αυτό που προβλέπεται με το άρθρο 21 της οδηγίας 2005/36 θα θιγόταν σοβαρά αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να αμφισβητήσουν, κατά διακριτική ευχέρεια, το βάσιμο της αποφάσεως της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους να χορηγήσει τον εν λόγω τίτλο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Tennah-Durez, C-110/01, EU:C:2003:357, σκέψη 75).

37      Πάντως, ο αυτόματος και ανεπιφύλακτος χαρακτήρας της αναγνωρίσεως των τίτλων εκπαιδεύσεως παραμένει αμετάβλητος όταν το κράτος μέλος καταγωγής χορηγεί τίτλο εκπαιδεύσεως κατόπιν βασικής ιατρικής εκπαιδεύσεως ή εκπαιδεύσεως οδοντιάτρου που έχει πραγματοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36. Στο πλαίσιο αυτό επίσης, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, εξαιρουμένων των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, να μεριμνούν ώστε η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαιδεύσεως μερικής παρακολουθήσεως να μην είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση πλήρους και συνεχούς παρακολουθήσεως και, γενικότερα, ώστε να τηρούνται πλήρως όλες οι απαιτήσεις που καθορίζονται με την οδηγία 2005/36.

38      Εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 50, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36 επιτρέπει στο κράτος μέλος υποδοχής, σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών, να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαιδεύσεως που έχουν χορηγηθεί εντός αυτού του κράτους μέλους καθώς και, ενδεχομένως, επιβεβαίωση του ότι ο δικαιούχος πληροί, όσον αφορά τα επαγγέλματα τα οποία αφορά η οδηγία αυτή, τους ελάχιστους όρους εκπαιδεύσεως που η ίδια επιβάλλει.

39      Κατά τον τρόπο αυτό, παρέχεται επίσης η δυνατότητα στο κράτος μέλος υποδοχής να διασφαλίζει ότι οι βεβαιώσεις και οι τίτλοι εκπαιδεύσεως που προσκομίζονται ενώπιον των αρχών του μπορούν να τύχουν της αυτόματης και ανεπιφύλακτης αναγνωρίσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Tennah-Durez, C-110/01, EU:C:2003:357, σκέψη 76).

40      Επομένως, όταν ένας κύκλος σπουδών πληροί τις απαιτήσεις εκπαιδεύσεως που καθορίζονται με την οδηγία 2005/36, στοιχείο το οποίο οφείλει να εξακριβώσει η αρχή του κράτους μέλους που χορηγεί τον τίτλο εκπαιδεύσεως, οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δεν μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση του τίτλου. Άνευ σημασίας στο πλαίσιο αυτό είναι ότι ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε εκπαίδευση μερικής παρακολουθήσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, ή περισσότερους κύκλους σπουδών ταυτοχρόνως ή ακόμη κατά τη διάρκεια περιόδων που εν μέρει συμπίπτουν, αφ’ ης στιγμής πληρούνται οι απαιτήσεις εκπαιδεύσεως που καθορίζονται με την εν λόγω οδηγία.

41      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 και το άρθρο 22, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στο κράτος μέλος υποδοχής να ελέγχει την τήρηση της προϋποθέσεως κατά την οποία η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαιδεύσεως μερικής παρακολουθήσεως δεν πρέπει να είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση πλήρους και συνεχούς παρακολουθήσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 21, 22 και 24 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν σε κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία προβλέπει ότι η εκπαίδευση πραγματοποιείται υποχρεωτικώς με πλήρη παρακολούθηση και ότι απαγορεύεται η ταυτόχρονη εγγραφή σε δύο κύκλους σπουδών την υποχρέωση να αναγνωρίζει αυτομάτως τους τίτλους που έχουν χορηγηθεί εντός άλλου κράτους μέλους μετά την ολοκλήρωση κύκλων σπουδών που πραγματοποιήθηκαν εν μέρει ταυτοχρόνως.

2)      Το άρθρο 21 και το άρθρο 22, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στο κράτος μέλος υποδοχής να ελέγχει την τήρηση της προϋποθέσεως κατά την οποία η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαιδεύσεως μερικής παρακολουθήσεως δεν πρέπει να είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση πλήρους και συνεχούς παρακολουθήσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.