Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 8 Φεβρουαρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 29 Νοεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-811/16, Di Bernardo κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-114/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: B. Mongin, G. Gattinara)

Αναιρεσίβλητος: Danilo Di Bernardo

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2018, Di Bernardo κατά Επιτροπής, T-811/16·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο·

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα στον πρώτο βαθμό και στην αναιρετική διαδικασία.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 41 έως 53, τελευταία περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλεται νομική πλάνη κατά τον καθορισμό του εύρους της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, από την εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, αποφάσεως περί μη εγγραφής υποψηφίου στον πίνακα των επιτυχόντων. Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο απέστη από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η οποία διακρίνει τις αποφάσεις που αφορούν την εξέταση των υποψηφιοτήτων, όπως εκείνες που αφορούν τους τίτλους σπουδών ή την πείρα του υποψηφίου, από τις αποφάσεις που αφορούν την αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων κατόπιν συμμετοχής στις δοκιμασίες. Στην πρώτη περίπτωση, η εξεταστική επιτροπή οφείλει να προσδιορίζει τη συγκεκριμένη έλλειψη που παρουσιάζει η υποψηφιότητα ως προς τα απαιτούμενα προσόντα, σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού. Πράγματι, η εξεταστική επιτροπή, τόσο με την αρχική της απόφαση όσο και με την απάντησή της στην αίτηση επανεξετάσεως, συμμορφώθηκε εν προκειμένω προς τις απαιτήσεις της νομολογίας, ενώ αντιθέτως το Γενικό Δικαστήριο, κατά παράβαση της νομολογίας, επέκτεινε τον έλεγχό του στα κριτήρια επιλογής που εφάρμοσε η εξεταστική επιτροπή και έκρινε ότι η επιτροπή είχε την υποχρέωση να εκφέρει κρίση για το σύνολο των στοιχείων του εγγράφου υποψηφιότητας. Το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της σε απάντηση αιτήσεως επανεξετάσεως δεν μπορεί να διευρύνει την εν λόγω υποχρέωση αιτιολογήσεως. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει την απαίτηση αιτιολογήσεως, ανεξαρτήτως της βαρύτητάς της, με την ορθότητα της αιτιολογίας η οποία ανάγεται στην ουσιαστική νομιμότητα της ληφθείσας αποφάσεως.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 37 έως 38 και 53 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλεται νομική πλάνη συνιστάμενη στην αγνόηση του καθήκοντος του δικαστή να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Το Γενικό Δικαστήριο απέστη από πάγια νομολογία κατά την οποία, σε περίπτωση ανεπάρκειας της αιτιολογίας, είναι δυνατή η παροχή κατά τη διάρκεια της δίκης πρόσθετων διευκρινίσεων, η παροχή των οποίων καθιστά αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως που ανάγεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, αποκλείοντας τη δυνατότητα συμπληρώσεως της αιτιολογίας σε περίπτωση «σχεδόν πλήρους» ελλείψεως αιτιολογίας και εξομοιώνοντας την «σχεδόν πλήρη» έλλειψη αιτιολογίας με την πλήρη έλλειψη αιτιολογίας, το Γενικό Δικαστήριο κατέστησε αδύνατη τη συμπλήρωση της αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της δίκης. Μια τέτοια εξομοίωση δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου. Περιορίζοντας τις δυνατότητες τακτοποιήσεως της αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε τη δικαστική εξουσία του, βάσει της οποίας θα μπορούσε, στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να αποφευχθεί η ακύρωση της προσβληθείσας αποφάσεως λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

____________