Language of document : ECLI:EU:F:2012:135

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Αίτηση αρωγής – Δικαίωμα κοινολογήσεως – Τοποθέτηση σε νέα θέση – Συμφέρον της υπηρεσίας»

Στην υπόθεση F‑41/10,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α αυτής,

Moises Bermejo Garde, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον L. Levi, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), εκπροσωπούμενης από την M. Echevarría Viñuela, επικουρούμενη από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel (εισηγητή), πρόεδρο, E. Perillo και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 31ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης την 7η Ιουνίου 2010 ο M. Bermejo Garde ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), αφενός, απέρριψε την αίτηση αρωγής που ο ίδιος είχε υποβάλει λόγω ηθικής παρενοχλήσεως και αρνήθηκε να διαβιβάσει την υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (στο εξής: OLAF) και, αφετέρου, τον έπαυσε από τα προηγούμενα καθήκοντά του και έδωσε εντολή για την τοποθέτησή του σε νέα θέση· ο M. Bermejo Garde ζητεί επίσης να υποχρεωθεί η ΕΟΚΕ στην καταβολή αποζημιώσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια», ορίζει:

«Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται.»

3        Κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 41 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης»:

«1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

2. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως:

α)      το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του,

β)      το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου,

γ)      την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.»

4        Η παράγραφος 1 του άρθρου 31 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας», ορίζει ότι «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του».

5        Κατά το άρθρο 12α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ):

«1. Ο υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2. Ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου. Ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

3. Ως “ηθική παρενόχληση” νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

4. Ως “σεξουαλική παρενόχληση” νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.»

6        Κατά το άρθρο 22α του ΚΥΚ:

«1. Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά, λαμβάνει γνώση γεγονότων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα [της Ένωσης], ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων [της Ένωσης], ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την [OLAF].

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να δίνονται γραπτώς.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και στην περίπτωση σοβαρής παράλειψης συμμόρφωσης προς παρόμοια υποχρέωση εκ μέρους ενός μέλους οργάνου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου υπηρετεί σε ένα όργανο ή εργάζεται γι’ αυτό.

2. Ο υπάλληλος ο οποίος λαμβάνει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες διαβιβάζει αμελλητί στην OLAF όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία γνωρίζει και από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Ο υπάλληλος δεν υφίσταται από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός ότι γνωστοποίησε τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 πληροφορίες, εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα.

4. Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.»

7        Το άρθρο 22β, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει:

«Ο υπάλληλος ο οποίος κοινολογεί πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22α, στον Πρόεδρο της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], στον Πρόεδρο του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή δεν υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια από πλευράς του οργάνου στο οποίο ανήκει, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α) ο υπάλληλος λογικά και έντιμα πιστεύει ότι οι κοινολογηθείσες πληροφορίες, όπως και κάθε ισχυρισμός που περιέχεται σ’ αυτές είναι ουσιαστικά αληθείς και

β) ο υπάλληλος έχει προηγουμένως κοινολογήσει τις ίδιες πληροφορίες στην OLAF ή στο όργανο στο οποίο υπηρετεί και έχει αφήσει να παρέλθει η προθεσμία που καθόρισε η OLAF ή το όργανο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, για την εκ μέρους τους ανάληψη κατάλληλης δράσης. Ο υπάλληλος ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω προθεσμία εντός 60 ημερών.»

8        Το άρθρο 60, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), ορίζει ότι, «[σ]ε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή δωροδοκίας που ενδέχεται να θίξουν τα συμφέροντα της Κοινότητας», οιοσδήποτε υπάλληλος μετέχει στη δημοσιονομική διαχείριση και στον έλεγχο των πράξεων «ενημερώνει τις αρχές και τις υπηρεσίες που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία».

9        Το άρθρο 72 του κανονισμού 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του [δημοσιονομικού κανονισμού] (ΕΕ L 357, σ. 1), ορίζει:

«Οι αρχές και οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 60, παράγραφος 6, [...] του [δ]ημοσιονομικού [κ]ανονισμού είναι οι αρχές που ορίζονται από τον [ΚΥΚ] καθώς και από τις αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων που αφορούν τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών για την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων.»

10      Το άρθρο 72, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της ΕΟΚΕ (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός) ορίζει:

«Οι εξουσίες που ανατίθενται, βάσει του [ΚΥΚ] στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ασκούνται: 

–        όσον αφορά τον γενικό γραμματέα, από το προεδρείο,

–        όσον αφορά τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων [των υπαλλήλων διοικήσεως] AD16, AD15 και ΑD14, από το προεδρείο, κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 13, 29, 30, 31, 32, 40, 41, 49, 50, 51, 78 και του άρθρου 90, παράγραφος 1, του [ΚΥΚ]· και από τον πρόεδρο, κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα, όσον αφορά την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων, συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου 90, παράγραφος 2, του [ΚΥΚ],

–        όσον αφορά τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD13, AD12 και AD11, από τον πρόεδρο, κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα,

–        όσον αφορά τους υπαλλήλους των λοιπών βαθμών της ομάδας καθηκόντων AD και της ομάδας καθηκόντων [βοηθών (AST)], από τον γενικό γραμματέα.»

11      Την 11η Οκτωβρίου 1999 η ΕΟΚΕ εξέδωσε την απόφαση 363/99 Α, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων.

12      Το άρθρο 2 της αποφάσεως 363/99 A, με τίτλο «Υποχρέωση ενημέρωσης», ορίζει:

«Κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού [της ΕΟΚΕ] που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών, των διευθυντικών στελεχών ή των μελών του προσωπικού τα οποία δεν υπόκεινται στον [ΚΥΚ], ενημερώνει αμελλητί τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ή τον [γ]ενικό [δ]ιευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα ή απευθείας την [OLAF].

Ο [γ]ενικός [γ]ραμματέας και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών (ή τα διευθύνοντα στελέχη) [της ΕΟΚΕ] διαβιβάζουν αμελλητί στην [OLAF] όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει εις γνώση τους και βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Τα διευθυντικά στελέχη, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό [της ΕΟΚΕ] δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση να υφίστανται άδικη ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξαιτίας γνωστοποίησης όπως αναφέρεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο.

Τα μέλη που λαμβάνουν γνώση των γεγονότων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ενημερώνουν τον Πρόεδρο [της ΕΟΚΕ] ή, εφόσον κρίνουν σκόπιμο, απευθείας την [OLAF].»

 Ιστορικό της διαφοράς

13      Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), μόνιμος υπάλληλος από το 1990, ανέλαβε καθήκοντα στην ΕΟΚΕ την 1η Ιουνίου 1991 και τοποθετήθηκε σε θέση νομικού συμβούλου στη Διεύθυνση Διοικήσεως, Προσωπικού και Οικονομικών.

14      Την 1η Ιουλίου 1997 ο προσφεύγων ορίσθηκε προϊστάμενος της μονάδος «Νομική Υπηρεσία» (στο εξής: νομική υπηρεσία) της Διευθύνσεως Διοικήσεως, Προσωπικού και Οικονομικών.

15      Την 1η Απριλίου 2007 ο προσφεύγων προήχθη στον βαθμό AD 13.

16      Την 1η Οκτωβρίου 2008 ανέλαβε υπηρεσία ο W., νέος γενικός γραμματέας της ΕΟΚΕ (στο εξής: γενικός γραμματέας).

17      Την επομένη της αναλήψεως υπηρεσίας ο γενικός γραμματέας απέστειλε υπηρεσιακό σημείωμα με το οποίο ενημέρωσε το προσωπικό ότι θα εκτελούσε προσωρινώς χρέη προϊσταμένου της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων, θέσεως η οποία είχε κατά τον χρόνο εκείνο χηρεύσει.

18      Δεν αμφισβητείται ότι, μετά τον διορισμό του W. ως γενικού γραμματέα, οι σχέσεις μεταξύ αυτού και του προσφεύγοντος εντάθηκαν, καθώς ο προσφεύγων επέκρινε, μεταξύ άλλων, τον γενικό γραμματέα για άσκηση «αθέμιτων» πιέσεων επί της νομικής υπηρεσίας.

19      Την 7η Δεκεμβρίου 2009 ο προσφεύγων κατέθεσε στην ΕΟΚΕ σημείωμα απευθυνόμενο στον πρόεδρό της (στο εξής: πρόεδρος), καθώς και στους προέδρους των τριών κοινωνικών εταίρων που απαρτίζουν την ΕΟΚΕ, ως μέλη του προεδρείου της ΕΟΚΕ. Με το σημείωμα αυτό, το οποίο συνοδευόταν από συνημμένα έγγραφα και τεκμηρίωση, ο προσφεύγων, επικαλούμενος ρητώς το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ενημέρωνε το προεδρείο της ΕΟΚΕ (στο εξής: προεδρείο) για την ύπαρξη πολυάριθμων σοβαρών παρατυπιών τις οποίες είχαν τελέσει, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ο γενικός γραμματέας και, σε μικρότερο βαθμό, ο προϊστάμενος της μονάδος «Πρόσληψη, σταδιοδρομία, επιμόρφωση» της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων. Ο προσφεύγων κατήγγειλε ειδικότερα:

–        την άσκηση πιέσεων επί της νομικής υπηρεσίας·

–        την άρνηση επιβολής πειθαρχικής κυρώσεως σε υπάλληλο ένοχο ποινικών αδικημάτων, καθώς και την άρνηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF·

–        την παράτυπη πλήρωση διευθυντικών θέσεων εντός της ΕΟΚΕ.

20      Με το ίδιο σημείωμα ο προσφεύγων ζήτησε από το προεδρείο, μεταξύ άλλων:

–        να «κινήσει διοικητική έρευνα [με σκοπό την] εξακρίβωση των γεγονότων και των παρατυπιών που είχαν τελεσθεί»·

–        να τον «ενημερώσει για την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 22β, παράγραφος] 1, [στοιχείο] β΄, του ΚΥΚ»·

–        να «λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της [γενικής γραμματείας]»·

–        να «εγγυηθεί την ανεξαρτησία της νομικής υπηρεσίας συμφώνως προς τις επιταγές της νομολογίας του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]»· 

–        να «αποδώσει τις όποιες ατομικές ευθύνες προκύψουν μετά την αναγκαία παρέμβαση της OLAF».

21      Με το ίδιο σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009 ο προσφεύγων, βασιζόμενος στο άρθρο 24 του ΚΥΚ, ζήτησε επίσης την αρωγή του προεδρείου, το οποίο καλείτο να λάβει τα «αναγκαία μέτρα για την παύση της ηθικής παρενοχλήσεως που ο ίδιος υφίστατο» από τον γενικό γραμματέα.

22      Με ηλεκτρονικές επιστολές της ίδιας ημέρας ο προσφεύγων ενημέρωσε τα λοιπά μέλη του προεδρείου ότι είχε καταθέσει υπ’ όψιν ενός εκάστου αυτών, στα γραφεία των αντίστοιχων ομάδων, φάκελο ο οποίος περιείχε αντίγραφο του σημειώματος της 7ης Δεκεμβρίου 2009. Κατά τον προσφεύγοντα, οι φάκελοι αυτοί δεν περιήλθαν στους παραλήπτες τους, καθώς ο πρόεδρος και οι τρεις πρόεδροι των ομάδων εμπόδισαν τη διανομή τους.

23      Τη 10η Δεκεμβρίου 2009 ο πρόεδρος έδωσε εντολή στον προϊστάμενο του ιδιαίτερου γραφείου του να προβεί σε «προκαταρκτική εξέταση» των πληροφοριών που είχε κοινολογήσει ο προσφεύγων με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009.

24      Κατ’ εκτέλεση της εν λόγω εντολής, ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου προέβη σε ακρόαση των προσώπων που μνημονεύονταν στο σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009. Ειδικώς ο προσφεύγων εκλήθη σε ακρόαση δύο φορές, τη 15η Δεκεμβρίου 2009 και τη 14η Ιανουαρίου 2010.

25      Στα τέλη Ιανουαρίου του 2010 ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου συνέταξε έκθεση σχετική με τους ισχυρισμούς περί ηθικής παρενοχλήσεως και παρατυπιών στους κόλπους της ΕΟΚΕ τους οποίους είχε διατυπώσει ο προσφεύγων με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009. Με την έκθεση αυτή ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν ήταν βάσιμοι. Ο συντάκτης της εκθέσεως επισήμανε, ειδικότερα, ότι η ενδεχόμενη ύπαρξη «τεταμένου κλίματος» μεταξύ της νομικής υπηρεσίας και της γενικής γραμματείας συνιστούσε «πρόβλημα το οποίο, όπως προ[έκυπτε], [...] οφε[ιλόταν] κατά βάση σε διάσταση απόψεων επί του ρόλου της [νομικής υπηρεσίας]» και ότι «[τ]α διάφορα επεισόδια που χαρακτηρίζονταν παρενόχληση δεν [ήταν] παρά εκφάνσεις αυτής της διαστάσεως απόψεων, η οποία ενδεχομένως εντεινόταν λόγω σημαντικών πολιτισμικών διαφορών στον νομικό τομέα, καθώς και λόγω του χαρακτήρα των εμπλεκόμενων προσώπων».

26      Στο πλαίσιο συναντήσεως που έλαβε χώρα την 22α Φεβρουαρίου 2010 ο πρόεδρος κάλεσε τον προσφεύγοντα να ανακαλέσει τις αιτήσεις που εμπεριέχονταν στο σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009.

27      Με επιστολή της 26ης Φεβρουαρίου 2010 ο προσφεύγων απήντησε αρνητικώς στην εν λόγω πρόσκληση, εξηγώντας ότι, «έχοντας κρίνει εν πλήρει επιγνώσει ότι είχαν τελεσθεί παρατυπίες […], αδυνατούσε να ανασκευάσει τη θέση του, καθώς είχε την αίσθηση ότι τούτο θα συνιστούσε παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 21 του ΚΥΚ». Ο προσφεύγων επέμεινε επίσης «στο γεγονός ότι η ενέργειά του δεν εκπ[ήγαζε] από κάποιο προσωπικό συμφέρον ή διένεξη αλλά παρ[έμενε] αυστηρώς επαγγελματική».

28      Με την υπ’ αριθ. 088/10 A απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010 (στο εξής: απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010), ο πρόεδρος, «βάσει εντολής που του [είχε] αναθέσει το προεδρείο τη 16η Φεβρουαρίου 2010», απέρριψε το σύνολο των αιτημάτων που διατυπώνονταν με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009, «καθώς οι πράξεις που περιγράφοντ[αν] σε αυτό δεν μπορού[σαν] να χαρακτηρισθούν ποινικό αδίκημα ή παράβαση διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου».

29      Με την ίδια απόφαση, στην οποία αναφερόταν ότι «[είχε] επιχειρηθεί συμβιβασμός, πλην όμως […] [ο προσφεύγων] δεν [είχε] δεχθεί την προταθείσα λύση», ο πρόεδρος έκρινε ότι «η αιτίαση περί ηθικής παρενοχλήσεως στον χώρο εργασίας (mobbing) εκ μέρους του γενικού γραμματέα ή οιουδήποτε άλλου υπαλλήλου [ήταν αβάσιμη], καθώς τα λιγοστά συναφή αποδεικτικά στοιχεία [αντέφασκαν] προς τα επιχειρήματα του καταγγέλλοντος» και ότι «η μομφή περί καταχρήσεως εξουσίας και περί καταχρηστικής ασκήσεως εξουσιών του προεδρείου […] εκ μέρους του γενικού γραμματέα δεν τεκμηρι[ωνόταν]».

30      Επιπροσθέτως, με την ίδια απόφαση, ο πρόεδρος επισήμανε ότι «[ο] γενικός γραμματέας θα αν[έθετε] [στον προσφεύγοντα] καθήκοντα αντίστοιχα των προσόντων και του βαθμού του, με διατήρηση του επιδόματος προϊσταμένου μονάδος εν όψει της προσεχούς τοποθετήσεώς του σε θέση αυτής της φύσεως εάν δεν [υφίστατο] κάποια θέση άμεσα διαθέσιμη, πλην όμως σε μονάδα διαφορετική της νομικής υπηρεσίας».

31      Ο πρόεδρος πρόσθεσε, τέλος, ότι «[ο] γενικός γραμματέας θα υπ[εδείκνυε] τα λοιπά διοικητικά μέτρα που θα κα[θιστούσαν] δυνατή την ομαλή επιτέλεση του διοικητικού έργου και θα [ήταν] πρόσφορα για την αντιμετώπιση της ελλείψεως συνεννοήσεως και των διαφορών στους κόλπους της γενικής γραμματείας, στο πλαίσιο τηρήσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ασκήσεως από ένα έκαστο των διαφόρων οργάνων των δικών του αρμοδιοτήτων, καθηκόντων και εξουσιών».

32      Η απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010 κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα την ημέρα της εκδόσεώς της, αρχικώς στην πρωτότυπη εκδοχή της, στην ιταλική γλώσσα, και, εν συνεχεία, τη 10η Μαρτίου 2010, στην ισπανική και τη γαλλική γλώσσα.

33      Την 24η Μαρτίου 2010 ο πρόεδρος εξέδωσε «addendum» στην απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, με το οποίο διευκρινιζόταν ότι τα «μέτρα [εφαρμογής] της αποφάσεως [της 3ης Μαρτίου 2010], τα οποία θα [λαμβάνονταν] από τον γενικό γραμματέα, θα εκτελ[ούνταν] υπό την εξουσία του προέδρου» (στο εξής: addendum της 24ης Μαρτίου 2010).

34      Με απόφαση της ίδιας ημέρας, ήτοι με την υπ’ αριθ. 133/10 A απόφαση της 24ης Μαρτίου 2010, ο πρόεδρος, «κατόπιν διαβουλεύσεως και με τη συμφωνία του γενικού γραμματέα», έπαυσε, «χάριν του υπηρεσιακού συμφέροντος» και «με άμεση ισχύ», τον προσφεύγοντα από τα καθήκοντα του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας και διευκρίνισε ότι ο προσφεύγων «θα τοποθετ[είτο], ως προϊστάμενος μονάδος και με μεταφορά της οργανικής θέσεώς του, σε άλλη υπηρεσία της ΕΟΚΕ, από της [6ης] Απριλίου 2010» (στο εξής: απόφαση περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα).

35      Με την απόφαση 184/10 A της 13ης Απριλίου 2010 ο πρόεδρος, «κατόπιν διαβουλεύσεως και με τη συμφωνία του γενικού γραμματέα», τοποθέτησε τον προσφεύγοντα, «για λειτουργικούς λόγους», στη Διεύθυνση Διοικητικής Μέριμνας, «ως προϊστάμενο μονάδος και με μεταφορά της οργανικής θέσεώς του [...], προκειμένου ιδίως να ασχολείται με τις νομικές υποθέσεις που σχετίζονται με τις συμβάσεις και τους διαγωνισμούς». Ως ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω απόφαση (στο εξής: απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση) θα παρήγε αποτελέσματα προβλεπόταν η 6η Απριλίου 2010.

36      Με σημείωμα της 3ης Ιουνίου 2010 ο προσφεύγων υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά:

–        της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010·

–        του addendum της 24ης Μαρτίου 2010·

–        της αποφάσεως περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα·

–        της αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

37      Δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, ο προσφεύγων, χωρίς να αναμείνει την απόφαση επί της ενστάσεώς του, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση των αποφάσεων που μνημονεύει στην ένστασή του. Την ίδια ημέρα ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] με την οποία ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως των εν λόγω αποφάσεων.

38      Με έγγραφα της Γραμματείας της 11ης Ιουνίου 2010 οι διάδικοι ενημερώθηκαν, συμφώνως προς το άρθρο 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, για την αναστολή της κύριας διαδικασίας.

39      Με διάταξη της 14ης Ιουλίου 2010 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

40      Κατόπιν της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως με απόφαση η οποία εκδόθηκε την 1η Οκτωβρίου 2010 και κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα τη 15η Οκτωβρίου 2010, οι διάδικοι ενημερώθηκαν, συμφώνως προς το άρθρο 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, για τη συνέχιση της κύριας διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

41      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, το addendum της 24ης Μαρτίου 2010, την απόφαση περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντά του και την απόφαση περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση·

–        να υποχρεώσει την ΕΟΚΕ να του καταβάλει το ποσό των 17 500 ευρώ ως αποζημίωση·

–        να καταδικάσει την ΕΟΚΕ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

42      Η ΕΟΚΕ ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

 Σκεπτικό

1.     Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010 και του addendum της 24ης Μαρτίου 2010

43      Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται ο προσδιορισμός του περιεχόμενου της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010 και του addendum της 24ης Μαρτίου 2010, στοιχείο που προϋποθέτει τον ακριβή προσδιορισμό του περιεχομένου του σημειώματος της 7ης Δεκεμβρίου 2009.

44      Με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009 ο προσφεύγων απευθύνθηκε στη Διοίκηση θέτοντας υπόψη της γεγονότα τα οποία δύνανται να ομαδοποιηθούν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες.

45      Πρώτον, ο ενδιαφερόμενος κατήγγειλε πράξεις οι οποίες τον αφορούσαν άμεσα. Ειδικότερα, αποτάθηκε στον γενικό γραμματέα καταγγέλλοντας πράξεις ηθικής παρενοχλήσεως, υπό τη μορφή, κυρίως, «αθέμιτων» πιέσεων επί της νομικής υπηρεσίας. Ο προσφεύγων ζήτησε από τη Διοίκηση να του παράσχει αρωγή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, αρωγή η οποία θα έπρεπε να πραγματωθεί κυρίως με την αφαίρεση της νομικής υπηρεσίας από τη σφαίρα της άμεσης ευθύνης του γενικού γραμματέα (στο εξής: αίτηση αρωγής).

46      Δεύτερον, ομοίως με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος επέστησε την προσοχή σε πράξεις οι οποίες, μολονότι δεν τον αφορούσαν άμεσα, ηδύναντο, κατά την άποψή του, να βλάψουν τα συμφέροντα της ΕΟΚΕ. Ο προσφεύγων κατήγγειλε ειδικότερα την άρνηση του γενικού γραμματέα να επιβάλει σε υπάλληλο ένοχο αδικημάτων πειθαρχική κύρωση, τις παρατυπίες που είχαν τελεσθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας για την πλήρωση των θέσεων διευθυντή της Διευθύνσεως A Συμβουλευτικών Εργασιών και της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων, καθώς και νόσφιση, εκ μέρους του γενικού γραμματέα, των εξουσιών του προεδρείου στον τομέα του διορισμού άλλων υπαλλήλων της ΕΟΚΕ. Ο προσφεύγων ζήτησε την άμεση κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων στην OLAF κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (στο εξής: αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF).

47      Δεδομένου ότι το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009 είχε το προαναφερθέν περιεχόμενο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, ο πρόεδρος απέρριψε τόσο την αίτηση αρωγής όσο και την αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF και επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι στο μέλλον επρόκειτο να τοποθετηθεί σε νέα θέση υπό όρους οι οποίοι θα διευκρινίζονταν από τον γενικό γραμματέα. Εν συνεχεία, με το addendum της 24ης Μαρτίου 2010, ο πρόεδρος πρόσθεσε ότι οι όροι της νέας τοποθετήσεως του προσφεύγοντος θα εκτελούνταν υπό την εξουσία του.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο ΔΔ καλείται να αποφανθεί:

–        επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα ότι επρόκειτο να τοποθετηθεί σε νέα θέση, καθώς και επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του addendum της 24ης Μαρτίου 2010·

–        επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην ΟLAF·

–        επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτηση αρωγής.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα ότι επρόκειτο να τοποθετηθεί σε νέα θέση, καθώς και επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του addendum της 24ης Μαρτίου 2010

49      Κατά πάγια νομολογία, βλαπτικές πράξεις ή βλαπτικά μέτρα θεωρούνται μόνον αυτά που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν ευθέως και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, F‑52/09, Da Silva Pinto Branco κατά Δικαστηρίου, σκέψη 32), ενώ, επιπλέον, οι εν λόγω πράξεις ή τα εν λόγω μέτρα πρέπει να προέρχονται από την αρμόδια αρχή και να συνιστούν οριστική θέση της Διοικήσεως (βλ. συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2006, T‑95/04, Lavagnoli κατά Επιτροπής, σκέψη 35). Η απλή εκδήλωση, εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, προθέσεως λήψεως, στο μέλλον, ειδικής αποφάσεως δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα ούτε αντίστοιχες υποχρεώσεις στο πρόσωπο του ή των οικείων υπαλλήλων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 1993, T‑33/89 και T‑74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 27).

50      Εν προκειμένω, ο πρόεδρος, έχοντας ενημερώσει τον προσφεύγοντα, με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, ότι επρόκειτο να του ανατεθούν «καθήκοντα αντίστοιχα των προσόντων και του βαθμού του [...] σε μονάδα διαφορετική της νομικής υπηρεσίας», ανήγγειλε απλώς την πρόθεση της Διοικήσεως να προβεί, στο μέλλον, σε τοποθέτηση του προσφεύγοντος σε νέα θέση, χωρίς να δημιουργήσει, με την απλή αυτή εκδήλωση προθέσεως, ούτε δικαίωμα ούτε υποχρέωση στο πρόσωπο του προσφεύγοντος. Το αυτό ισχύει και για το addendum της 24ης Μαρτίου 2010, με το οποίο ο πρόεδρος επισήμανε απλώς ότι τα «μέτρα [εφαρμογής] της [αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010], τα οποία [θα] λαμβάν[ονταν] από τον [γ]ενικό γραμματέα, [θα] εκτελ[ούνταν] υπό την εξουσία του [π]ροέδρου».

51      Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι είναι σαφές ότι η πραγματική τοποθέτηση του προσφεύγοντος σε νέα θέση επήλθε μόνο δυνάμει των αποφάσεων περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, τα προαναφερθέντα αιτήματα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF

52      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να ακυρώσει την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτησή του περί διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF, προς στήριξη δε του αιτήματος αυτού προβάλλει διάφορους λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους από παράβαση του άρθρου 22α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 363/99 A, του άρθρου 60, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού, του άρθρου 72 του κανονισμού 2342/2002, καθώς και του άρθρου 11 της αποφάσεως 005/03 A, περί των εσωτερικών κανόνων για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

53      Επιβάλλεται η εξέταση του παραδεκτού του προαναφερθέντος αιτήματος.

54      Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η υπενθύμιση ότι ο ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, καθιερώνει το δικαίωμα υπαλλήλου να ειδοποιήσει τους ανωτέρους του ή εξωτερικό όργανο για την ύπαρξη σοβαρών παρατυπιών που υποπίπτουν στην αντίληψή του εντός του οργάνου στο οποίο εργάζεται, προκειμένου οι παρατυπίες αυτές να κοινολογηθούν και, εφόσον συντρέχει λόγος, να επιβληθούν οι αντίστοιχες κυρώσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 22α, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ρητώς ότι «[ο] υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά, λαμβάνει γνώση γεγονότων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα [της Ένωσης], ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων [της Ένωσης], ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την [OLAF]».

55      Προκειμένου ειδικώς για το προσωπικό της ΕΟΚΕ, το δικαίωμα μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού να ειδοποιεί τους ανωτέρους του ή απευθείας την OLAF προβλέπεται ομοίως από ειδικό νομοθέτημα, εν προκειμένω το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 363/99 A, το οποίο ορίζει ότι «[κ]άθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού [της ΕΟΚΕ] που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών, των διευθυντικών στελεχών ή των μελών του προσωπικού τα οποία δεν υπόκεινται στον [ΚΥΚ], ενημερώνει αμελλητί τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ή τον [γ]ενικό [δ]ιευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα ή απευθείας την [OLAF]».

56      Δεύτερον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στην περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχει το άρθρο 22α, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και ενημερώνει του ανωτέρους του ή εξωτερικό όργανο, το άρθρο 22α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ επιβάλλει στο πρόσωπο που έλαβε τις κοινοποιηθείσες πληροφορίες την υποχρέωση να «διαβιβά[σ]ει αμελλητί στην OLAF όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία γνωρίζει και από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 [του άρθρου 22α του ΚΥΚ]».

57      Μνεία της εν λόγω υποχρεώσεως διαβιβάσεως στην OLAF των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν από τον ανωτέρω υπάλληλο περιέχεται, προκειμένου για την ΕΟΚΕ, και στο άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 363/99 A, το οποίο ορίζει ότι «[ο] [γ]ενικός [γ]ραμματέας και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών (ή τα διευθύνοντα στελέχη) [της ΕΟΚΕ] διαβιβάζουν αμελλητί στην [OLAF] όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει εις γνώση τους και βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο [του παρόντος άρθρου]».

58      Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 60, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 72 του κανονισμού 2342/2002 προκύπτει ότι κάθε υπάλληλος ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του σε θεσμικό όργανο, μετέχει «στη δημοσιονομική διαχείριση και στον έλεγχο των πράξεων» υποχρεούται να ενημερώσει την OLAF «[σ]ε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή δωροδοκίας που ενδέχεται να θίξουν τα συμφέροντα της Κοινότητας».

59      Το ζήτημα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ είναι εάν και σε ποιο βαθμό η απόφαση με την οποία προϊστάμενος ο οποίος έλαβε από υπάλληλο πληροφορίες όπως αυτές για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 22α, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ κρίνει ότι οι πληροφορίες αυτές δεν χρήζουν κοινοποιήσεως στην OLAF συνιστά πράξη βλαπτική για τον εν λόγω υπάλληλο.

60      Ένα τέτοιο ερώτημα επισύρει αρνητική απάντηση στην ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία οι πληροφορίες του υπαλλήλου που ενημέρωσε τους ανωτέρους του αφορούν γεγονότα τα οποία, μολονότι θιγούν τα συμφέροντα της Ένωσης ή αποκαλύπτουν σοβαρή παράβαση υπαλληλικών υποχρεώσεων εκ μέρους ενός ή πλειόνων μελών του προσωπικού, δεν τον αφορούν ευθέως.

61      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 22α του ΚΥΚ, υπάλληλος ο οποίος επιθυμεί να καταγγείλει την ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως υπαλληλικών υποχρεώσεων δύναται να κοινοποιήσει απευθείας στην OLAF τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτιμά ότι κατέχει σε σχέση με την ύπαρξη των εν λόγω παρατυπιών. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία το ενημερωθέν από τον υπάλληλο πρόσωπο αρνείται να διαβιβάσει τα στοιχεία στην OLAF, ο υπάλληλος διατηρεί τη δυνατότητα να αποταθεί απευθείας στην OLAF.

62      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, υπάλληλος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή υπέρ του νόμου ή προς το συμφέρον των θεσμικών οργάνων, προς στήριξη δε προσφυγής του αυτός δύναται να προβάλει μόνον τις αιτιάσεις που τον αφορούν ατομικώς (διάταξη του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1998, T‑178/97, Moncada κατά Επιτροπής, σκέψη 39). Ενδεχόμενη αποδοχή της απόψεως ότι υπάλληλος που έχει ειδοποιήσει τον ανώτερό του για την ύπαρξη παρατυπιών που δεν τον αφορούν άμεσα δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά της αρνήσεως του εν λόγω ανωτέρου να κοινοποιήσει τις παρασχεθείσες πληροφορίες στην OLAF θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της απόψεως ότι ο εν λόγω υπάλληλος νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή υπέρ του νόμου. Το συμπέρασμα αυτό διατυπώνεται, ωστόσο, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας που έχει ο εν λόγω υπάλληλος, στην περίπτωση κατά την οποία εκτιμά ότι, εξαιτίας της πληροφορίας που ο ίδιος παρέσχε στους ανωτέρους του, έχει εκδοθεί απόφαση θίγουσα τα συμφέροντά του, να ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως.

63      Εν προκειμένω, όπως έχει επισημανθεί, τα γεγονότα που ο προσφεύγων κατήγγειλε με την αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF δεν τον αφορούσαν άμεσα, καθόσον με την εν λόγω αίτηση ο προσφεύγων έβαλε, ειδικότερα, κατά της αρνήσεως του γενικού γραμματέα να επιβάλει πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο της ΕΟΚΕ, ενώ κατήγγειλε την παράτυπη πλήρωση διευθυντικών θέσεων στην ΕΟΚΕ, καθώς και τη νόσφιση, εκ μέρους του γενικού γραμματέα, των εξουσιών του προεδρείου στον τομέα του διορισμού άλλων υπαλλήλων της ΕΟΚΕ.

64      Εξ αυτού προκύπτει ότι, στον βαθμό κατά τον οποίο με αυτήν απερρίφθη η αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF, η απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010 δεν συνιστά πράξη βλαπτική για τον προσφεύγοντα και ότι, συνεπώς, το αίτημα αυτού περί ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως πρέπει, κατά το αυτό μέτρο, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτηση αρωγής

65      Προς στήριξη του συγκεκριμένου αιτήματος ο προσφεύγων προβάλλει μια σειρά αιτιάσεων οι οποίες δύνανται κατ’ ουσίαν να ομαδοποιηθούν σε τρεις λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους αντιστοίχως:

–        από αναρμοδιότητα του προέδρου για την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, από παράβαση κανόνων της διαδικασίας και από μη τήρηση του άρθρου 41 του Χάρτη·

–        από παράβαση του άρθρου 86 του ΚΥΚ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, της αποφάσεως του προέδρου της ΕΟΚΕ υπ’ αριθ. 635/05 A, περί των γενικών εκτελεστικών διατάξεων των σχετικών με τις πειθαρχικές διαδικασίες και τις διοικητικές έρευνες (στο εξής: ΓΕΔ του παραρτήματος IX του ΚΥΚ), καθώς και από παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας·

–        από παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ και του καθήκοντος αρωγής, από μη τήρηση των διατάξεων του Χάρτη και από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από αναρμοδιότητα του προέδρου για την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, από παράβαση κανόνων της διαδικασίας και από μη τήρηση του άρθρου 41 του Χάρτη 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, ως απόφαση με την οποία απερρίφθη η αίτηση αρωγής, θα έπρεπε να είχε ληφθεί από το προεδρείο και όχι, όπως συνέβη εν προκειμένω, από τον πρόεδρο.

67      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η ΕΟΚΕ τέλεσε μια σειρά διαδικαστικών παρατυπιών, αγνοώντας, μεταξύ άλλων, την αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 41 του Χάρτη, καθώς και τους κανόνες λειτουργίας του προεδρείου οι οποίοι θεσπίσθηκαν την 23η Οκτωβρίου 2007. Συγκεκριμένα, ουδέποτε χορηγήθηκε στα μέλη του προεδρείου, πλην του προέδρου και των προέδρων των ομάδων, πρόσβαση στην αίτηση αρωγής. Ομοίως, τα μέλη του προεδρείου δεν είχαν πρόσβαση στο περιεχόμενο του σχεδίου αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής. Τέλος, στα πρακτικά των συνεδριάσεων του προεδρείου δεν εντοπίζεται μνεία ούτε στην τελικώς ληφθείσα απόφαση ούτε στις δηλώσεις των μελών του προεδρείου.

68      H ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

69      Κατά το άρθρο 72, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, του εσωτερικού κανονισμού, οι εξουσίες που ανατίθενται, βάσει του ΚΥΚ, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) ασκούνται, προκειμένου για τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD13, AD12 και AD11, από τον πρόεδρο, κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα.

70      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, με την οποία απερρίφθη η αίτηση αρωγής, ο προσφεύγων ήταν μόνιμος υπάλληλος με βαθμό AD 13. Επομένως, η εν λόγω απόφαση ελήφθη από τον πρόεδρο, όπως ακριβώς ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 72, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, του εσωτερικού κανονισμού. Συνεπώς, ο προσφεύγων αβασίμως υποστηρίζει ότι αρμόδιο για την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως ήταν το προεδρείο και όχι ο πρόεδρος.

71      Εξάλλου, εφόσον, όπως μόλις επισημάνθηκε, αρμόδιος να αποφανθεί επί της αιτήσεως αρωγής ήταν ο πρόεδρος και όχι το προεδρείο, η αιτίαση που αντλείται από την ύπαρξη διαδικαστικών παρατυπιών που θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, για τον λόγο ιδίως ότι τα μέλη του προεδρείου δεν μετέσχαν στη διαχείριση της αιτήσεως αρωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

72      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 86 του ΚΥΚ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, των ΓΕΔ του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, καθώς και από παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

73      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, με την αίτησή του αρωγής, παρέσχε τουλάχιστον αρχή αποδείξεως του υποστατού της ηθικής παρενοχλήσεως της οποίας υπήρξε θύμα και, ειδικότερα, της απόπειρας του γενικού γραμματέα να πλήξει την ανεξαρτησία της νομικής υπηρεσίας. Πλην όμως ο πρόεδρος, αντί να κινήσει, ως όφειλε, διοικητική έρευνα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, των άρθρων 1 και 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και του άρθρου 2 των ΓΕΔ του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, περιορίσθηκε σε απλή προκαταρκτική εξέταση, διενεργηθείσα από τον προϊστάμενο του ιδιαίτερου γραφείου του, της οποίας, όμως, τα συμπεράσματα κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα μετά την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010.

74      Αμυνόμενη, η ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

75      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να προστατεύουν τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό τους έναντι της παρενοχλήσεως ή οιασδήποτε υποτιμητικής μεταχειρίσεως εκ μέρους των ανωτέρων τους. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, βάσει του καθήκοντος αρωγής, σε περίπτωση περιστατικού ασύμβατου με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, η Διοίκηση οφείλει να επέμβει με την αναγκαία δραστικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, επισταμένα, να αντλήσει τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίζει αρχή αποδείξεως του υποστατού των προσβολών τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Οσάκις υφίστανται τέτοια στοιχεία, το θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε διοικητική έρευνα, προκειμένου, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα, να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η καταγγελία (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, σκέψεις 15 κα 16· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 31, και της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 42).

76      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τη 10η Δεκεμβρίου 2009, ήτοι τρεις μόλις ημέρες μετά την υποβολή της αιτήσεως αρωγής, ο πρόεδρος έδωσε εντολή στον προϊστάμενο του ιδιαίτερου γραφείου του να προβεί σε «προκαταρκτική εξέταση» των ισχυρισμών περί ηθικής παρενοχλήσεως και περί παρατυπιών οι οποίες προσάπτονταν στον γενικό γραμματέα. Αφού προέβη σε ακρόαση του προσφεύγοντος τη 15η Δεκεμβρίου 2009 και τη 14η Ιανουαρίου 2010, καθώς και σε ακρόαση των προσώπων που μνημονεύονταν στην αίτηση αρωγής, ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου συνέταξε, τον Ιανουάριο του 2010, εμπεριστατωμένη έκθεση με την οποία, αφού εξέτασε, απεφάνθη επί του βασίμου των διαφόρων αιτιάσεων που διατύπωνε ο προσφεύγων κατά του γενικού γραμματέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΟΚΕ εκπλήρωσε την υποχρέωση την οποία υπείχε βάσει της προμνησθείσας με την προηγούμενη σκέψη νομολογίας, ήτοι να διατάξει έρευνα προκειμένου να εξακριβωθούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασιζόταν η αίτησή του αρωγής.

77      Το επιχείρημα ότι η ΕΟΚΕ όφειλε να κινήσει διαδικασία διοικητικής έρευνας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, των άρθρων 1 και 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και του άρθρου 2 των ΓΕΔ του παραρτήματος IX του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, ενώ από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι οι διοικητικές έρευνες που αυτές προβλέπουν εντάσσονται στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας και κινούνται μόνον εφόσον, βάσει αποδεικτικών στοιχείων, εικάζεται παράβαση υπαλληλικών υποχρεώσεων, η αίτηση αρωγής δεν περιείχε κανένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει, και δη άνευ προηγουμένης προκαταρκτικής εξετάσεως, την κίνηση μιας τέτοιας διοικητικής έρευνας πειθαρχικού χαρακτήρα κατά του γενικού γραμματέα.

78      Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση ότι η ΕΟΚΕ, προσβάλλοντας τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος, παρέλειψε να κοινοποιήσει σε αυτόν, προ της απορρίψεως της αιτήσεώς του αρωγής, τα συμπεράσματα της εκθέσεως που συνέταξε ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου, καθώς και τα πρακτικά των διαφόρων ακροάσεων που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της διενεργηθείσας από αυτόν έρευνας. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει στην έκδοση πράξεως βλαπτικής για το πρόσωπο κατά του οποίου αυτή κινήθηκε συνιστά, βεβαίως, θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οιασδήποτε ειδικής ρυθμίσεως (βλ., επί παραδείγματι, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1997, T‑36/96, Gaspari κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 32). Πλην όμως, εν προκειμένω, η κινηθείσα με την αίτηση αρωγής διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικασία κινηθείσα κατά του προσφεύγοντος (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2000, T‑67/99, K κατά Επιτροπής, σκέψη 72). Συνεπώς, η απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτηση αρωγής, δεν κατελέγετο μεταξύ των αποφάσεων για τις οποίες πρέπει να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας.

79      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ και του καθήκοντος αρωγής, από μη τήρηση των διατάξεων του Χάρτη και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως και ότι, εν συνεχεία, ο πρόεδρος, απορρίπτοντας την αίτησή του αρωγής, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παρέβη το άρθρο 24 του ΚΥΚ και το καθήκον αρωγής και αγνόησε το άρθρο 1, καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη, τα οποία ορίζουν, αντιστοίχως, ότι «[η] ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη [και] πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται» και ότι «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του».

81      Η ΕΟΚΕ αντιτείνει ότι ο προσφεύγων χαρακτηρίζει ως ηθική παρενόχληση απλά προβλήματα στις σχέσεις του με τον γενικό γραμματέα και διαφωνίες επί υποθέσεων νομικής φύσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

82      Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει ως ηθική παρενόχληση την «καταχρηστική διαγωγή» για την κατάφαση της οποίας πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση σχετίζεται με την ύπαρξη συμπεριφορών, πράξεων, χειρονομιών ή προφορικού ή γραπτού λόγου που εκδηλώνονται «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», γεγονός που σημαίνει ότι η ηθική παρενόχληση πρέπει να νοείται ως διαδικασία με χρονική συνέχεια, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανόμενων ή εξακολουθητικών ενεργειών που γίνονται «με πρόθεση». Η δεύτερη σωρευτική προϋπόθεση, η οποία συνδέεται με την πρώτη με τον παρατακτικό σύνδεσμο «και», απαιτεί να θίγουν οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή προφορικός ή γραπτός λόγος την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα προσώπου. Το γεγονός ότι ο εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός «με πρόθεση» αφορά μόνον την πρώτη εκ των δύο προϋποθέσεων οδηγεί σε δύο συμπεράσματα. Αφενός μεν, οι κατ’ άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή γραπτός ή προφορικός λόγος πρέπει να εκδηλώνονται εκουσίως, γεγονός που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως τις τυχαίες ενέργειες. Αφετέρου, όμως, δεν απαιτείται οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή γραπτός ή προφορικός λόγος να εκδηλώνονται με πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα προσώπου.

83      Εν ολίγοις, για την κατάφαση ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ δεν απαιτείται πρόθεση του παρενοχλούντος να μειώσει, με τις ενέργειές του, το θύμα ή να υποβαθμίσει εσκεμμένως τις εργασιακές του συνθήκες. Αρκεί οι ενέργειές του, εφόσον ήταν ηθελημένες, να είχαν αντικειμενικώς τέτοιες συνέπειες (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ της 9ης Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψη 135, η οποία δεν εθίγη ως προς το σημείο αυτό με την αναιρετική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά Q, καθώς και της 16ης Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 65).

84      Λαμβανομένων υπόψη αυτών ακριβώς των συλλογισμών, επιβάλλεται η απόφανση επί της αιτιάσεως που αντλείται από την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως· προς τούτο απαιτείται να εξακριβωθεί αν οι ενέργειες που ο προσφεύγων προσάπτει στον γενικό γραμματέα έλαβαν πράγματι χώρα και, σε καταφατική περίπτωση, αν αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αντικειμενική προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητάς του.

85      Κατ’ αρχάς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο γενικός γραμματέας αποπειράθηκε να ασκήσει πίεση επί αυτού προκειμένου να υπογράψει, υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας, νομικές γνωμοδοτήσεις ενέχουσες νομικές πλημμέλειες. Τούτο συνέβη ειδικότερα στην περίπτωση αναδρομικής προαγωγής υπαλλήλου.

86      Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι την 25η Ιανουαρίου 2009, στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2008, ο πρόεδρος αποφάσισε να προαγάγει υπάλληλο αναδρομικώς από 1ης Ιανουαρίου 2008, κατά πρόδηλη παράβαση των ισχυόντων εντός της ΕΟΚΕ κανόνων.

87      Εντούτοις, μολονότι η απόφαση αυτή ελήφθη «κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα», επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο προσφεύγων δεν κατηγόρησε τον γενικό γραμματέα ως υπεύθυνο για την παράνομη αυτή απόφαση, ενώ αναγνώρισε ότι ο γενικός γραμματέας είχε ενεργήσει υπό την πίεση μέλους του προεδρείου το οποίο φιλοδοξούσε να γίνει πρόεδρος της ΕΟΚΕ.

88      Εξάλλου, ο προσφεύγων δεν προσκομίζει κανένα αρκούντως ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού, ο οποίος αμφισβητείται άλλωστε επισήμως από την ΕΟΚΕ, ότι, κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 2009, ο γενικός γραμματέας τού έδωσε την εντολή να συντάξει νομική γνωμοδότηση υπέρ της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το πρακτικό της εν λόγω συνεδριάσεως, το οποίο συνετάχθη εξάλλου από τον ίδιο τον προσφεύγοντα, δεν αποδεικνύει ούτε την άσκηση πιέσεως ούτε την εκ μέρους του γενικού γραμματέα εκστόμιση υβριστικών φράσεων εις βάρος του κατά τη διάρκεια αυτής.

89      Είναι, βεβαίως, αληθές ότι, την ίδια ημέρα, ήτοι την 8η Ιουνίου 2009, ο γενικός γραμματέας απέστειλε στα μέλη του προσωπικού της ΕΟΚΕ ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο επισήμανε ότι, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως αναδρομικής προαγωγής, θα ήταν σκόπιμη η προσφυγή στις υπηρεσίες δικηγόρου, καθώς «ήταν σαφές ότι ο προσφεύγων δεν [ήταν] σε θέση να επικουρήσει τη Διοίκηση προς την κατεύθυνση που η ίδια επιθυμούσε».

90      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες απεστάλη το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, το δικάζον τμήμα εκτιμά ότι σκοπός αυτού δεν ήταν να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι επαγγελματικές ικανότητες του προσφεύγοντος, αλλά να επισημανθεί η αναγκαιότητα, δεδομένης της επαναλαμβανόμενης κριτικής του προσφεύγοντος για τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως προαγωγής, αναθέσεως σε δικηγόρο της υπερασπίσεως της ΕΟΚΕ σε περίπτωση ένδικης προσφυγής. Εξάλλου, στο πρακτικό που συνέταξε για τη συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 2009, ο προσφεύγων ανέφερε ότι ο ίδιος είχε προτείνει στον γενικό γραμματέα τη συγκεκριμένη λύση.

91      Συνεπώς, η αιτίαση που αντλείται από απόπειρα του γενικού γραμματέα να ασκήσει πίεση επί της νομικής υπηρεσίας πρέπει να απορριφθεί.

92      Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΕΟΚΕ δημοσίευσε ανακοίνωση κενής θέσεως, η οποία προέβλεπε όρους συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής σκοπίμως συντεταγμένους κατά τρόπο ώστε να αποκλεισθεί η υποψηφιότητά του.

93      Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι την 6η Ιουλίου 2009 δημοσιεύθηκε στο ενδοδίκτυο της ΕΟΚΕ, κατά την προβλεπόμενη από το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ διαδικασία, η ανακοίνωση κενής θέσεως υπ’ αριθ. 26/09 (στο εξής: πρώτη ανακοίνωση κενής θέσεως) για την πλήρωση της θέσεως του διευθυντή της Διευθύνσεως Γενικών Υποθέσεων της ΕΟΚΕ βαθμού AD 14 και ότι η εν λόγω ανακοίνωση, η οποία απευθυνόταν στους μονίμους υπαλλήλους της ΕΟΚΕ και των λοιπών οργάνων της Ένωσης, απαιτούσε, μεταξύ άλλων, «άριστη γνώση δύο επίσημων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γνώση τουλάχιστον μίας τρίτης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ διευκρίνιζε ότι, «[γ]ια υπηρεσιακούς λόγους, [ήταν] ιδιαιτέρως επιθυμητή η καλή γνώση [της αγγλικής] και [της γαλλικής]». Ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση της πρώτης αυτής ανακοινώσεως.

94      Εν συνεχεία, αφότου το προεδρείο αποφάσισε, την 29η Σεπτεμβρίου 2009, να ανακαλέσει την πρώτη ανακοίνωση κενής θέσεως και να «επαναπροκηρύξει [την κενή θέση] κατά το άρθρο 29[, παράγραφοι 1 και 2,] του [ΚΥΚ]», δημοσιεύθηκε, τόσο στο ενδοδίκτυο της ΕΟΚΕ όσο και στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 247 A, σ. 1), η ανακοίνωση κενής θέσεως υπ’ αριθ. 43/09, για την πλήρωση της ίδιας θέσεως του Διευθυντή της Διευθύνσεως Γενικών Υποθέσεων (στο εξής: νέα ανακοίνωση κενής θέσεως). Οι γλωσσικές απαιτήσεις που προέβλεπε η νέα ανακοίνωση κενής θέσεως ήταν πλέον οι ακόλουθες: «Άριστη γνώση μίας και πολύ καλή γνώση [τουλάχιστον] άλλων δύο εκ των επισήμων γλωσσών της ΕΕ. Για υπηρεσιακούς λόγους, κρίνεται ιδιαίτερα επιθυμητή η πολύ καλή γνώση της γαλλικής [και] της αγγλικής γλώσσας». Ο προσφεύγων επιβεβαίωσε την υποψηφιότητά του για τη θέση της νέας αυτής ανακοινώσεως, πλην όμως, εν συνεχεία, την 3η Δεκεμβρίου 2009, απέσυρε την υποψηφιότητά του.

95      Όπως, βεβαίως, έκρινε το Δικαστήριο ΔΔ με χωριστή απόφαση δημοσιευθείσα ομοίως την 25η Σεπτεμβρίου 2012 (απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2012, F‑51/10, Bermejo Garde κατά ΕΟΚΕ), μια τέτοια τροποποίηση των γλωσσικών απαιτήσεων είχε στην πράξη ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για τη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως Εσωτερικών Υποθέσεων, καθώς αυτός είχε άριστη γνώση μίας επίσημης γλώσσας (της ισπανικής), τουλάχιστον πολύ καλή γνώση μίας δεύτερης επίσημης γλώσσας (της γαλλικής), αλλά μόνο «καλή γνώση» τρίτης επίσημης γλώσσας της Ένωσης (της αγγλικής). Το Δικαστήριο ΔΔ απεφάνθη, ως εκ τούτου, ότι η νέα ανακοίνωση κενής θέσεως συνιστούσε πράξη βλαπτική για τον προσφεύγοντα.

96      Πλην όμως, ο προσφεύγων δεν προσκομίζει ακριβείς και συγκλίνουσες ενδείξεις ικανές να θεμελιώσουν την άποψη ότι οι γλωσσικές απαιτήσεις τροποποιήθηκαν με στόχο τον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του.

97      Αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η ΕΟΚΕ ενημέρωσε τόσο τον προσφεύγοντα όσο και τους συνυποψηφίους του για τη θέση της πρώτης ανακοινώσεως ότι, υπό την επιφύλαξη εναντιώσεως εκ μέρους τους, η υποψηφιότητά τους θα ίσχυε ως υποψηφιότητα για τη νέα ανακοίνωση κενής θέσεως, γεγονός που αντικρούει την αιτίαση περί καταχρήσεως εξουσίας.

98      Επιβάλλεται, εξάλλου, η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, γλωσσικές απαιτήσεις όμοιες με τις προβλεπόμενες από τη νέα ανακοίνωση κενής θέσεως προβλέπονταν και από προγενέστερη ανακοίνωση κενής θέσεως, δημοσιευθείσα την 24η Φεβρουαρίου 2009, για την πλήρωση της θέσεως του διευθυντή της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων.

99      Τρίτον, ο προσφεύγων διατείνεται ότι ο γενικός γραμματέας τον κάλεσε σε σύσκεψη που οργανώθηκε την 15η Οκτωβρίου 2009 υπό το πρόσχημα της αποκαταστάσεως των σχέσεων μεταξύ της γενικής γραμματείας και της νομικής υπηρεσίας, η οποία όμως, στην πραγματικότητα, ήταν «ακρόαση πειθαρχικής φύσεως». Ο προσφεύγων δεν προσκομίζει, εντούτοις, κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι η εν λόγω σύσκεψη είχε πράγματι πειθαρχικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, το γεγονός ότι, κατά την εν λόγω σύσκεψη, ήταν παρών, παραπλεύρως του γενικού γραμματέα, ο προϊστάμενος της μονάδος «Υπηρεσία αρωγής του προσωπικού, ατομικά δικαιώματα, ισότητα των ευκαιριών» δεν μπορεί να θεωρηθεί τέτοια απόδειξη.

100    Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι οι πράξεις που ο προσφεύγων καταλογίζει στον γενικό γραμματέα δεν είχαν, ανεξαρτήτως της μεμονωμένης ή της συλλογικής θεωρήσεώς τους, ως αντικειμενικό αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητάς του, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του προέδρου, ο οποίος, κατά τον προσφεύγοντα, δεν δέχθηκε ότι ο ίδιος υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως και απέρριψε την αίτησή του αρωγής, πρέπει να απορριφθεί.

101    Τέλος, ενώ ο προσφεύγων διατείνεται ότι ο πρόεδρος αποπειράθηκε να τον πείσει να ανακαλέσει την αίτησή του αρωγής, στοιχείο που, κατά τον προσφεύγοντα, καταδεικνύει ειδικότερα τη μεροληψία αυτού, το δικάζον τμήμα εκτιμά ότι πρόκειται για στοιχείο το οποίο μαρτυρεί ότι ο πρόεδρος, πεπεισμένος για το αβάσιμο των κατηγοριών του προσφεύγοντος περί ηθικής παρενοχλήσεως, κατέβαλε προσπάθεια, συμφώνως προς το καθήκον του αρωγής και την αρχή της χρηστής διοικήσεως, για φιλική επίλυση της διαφοράς. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια πρωτοβουλία δεν δύναται να θίξει τη νομιμότητα της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτηση αρωγής, αποφάσεως η οποία, όπως έχει αναφερθεί, είναι προϊόν νομότυπης διαδικασίας και δεν ενέχει καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

102    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, καθόσον με αυτήν απερρίφθη η αίτηση αρωγής, πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και της αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση

103    Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των προαναφερθεισών αποφάσεων, οι οποίες, δεδομένου του περιεχομένου τους, συνιστούν πράξεις βλαπτικές για τον προσφεύγοντα (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2002, T‑51/01, Fronia κατά Επιτροπής, σκέψη 32), προβάλλονται κατ’ ουσίαν επτά λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται αντιστοίχως από:

–        αναρμοδιότητα του εκδότη της πράξεως·

–        παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας·

–        παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        παράβαση των άρθρων 12α, 22α και 86 του ΚΥΚ·

–        πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως·

–        παράβαση του καθήκοντος αρωγής και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως·

–        παράβαση του άρθρου 22β, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από αναρμοδιότητα του εκδότη της πράξεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Ο προσφεύγων επισημαίνει ότι, μολονότι εκδότης των αποφάσεων περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση είναι φαινομενικώς ο πρόεδρος, πραγματικός εκδότης αυτών είναι ο γενικός γραμματέας, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι, με την απόφαση περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα, ο πρόεδρος εξουσιοδότησε τον γενικό γραμματέα να καθορίσει τις νέες αρμοδιότητες του προσφεύγοντος.

105    Εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων προσθέτει ότι η διατύπωση των εν λόγω αποφάσεων καθιστά σαφές ότι αυτές ελήφθησαν κατόπιν διαβουλεύσεως και με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού γραμματέα, παρά το γεγονός ότι, ως προ το σημείο αυτό, το άρθρο 72, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού αναγνωρίζει στον γενικό γραμματέα μόνον εξουσία υποβολής προτάσεως.

106    Η ΕΟΚΕ αντιτείνει ότι ο πρόεδρος ήταν αρμόδιος για τη λήψη των αποφάσεων περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

107    Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, με τη σκέψη 69 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 72, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, του εσωτερικού κανονισμού της ΕΟΚΕ ορίζει ότι οι εξουσίες που, βάσει του ΚΥΚ, ανατίθενται στην ΑΔΑ ασκούνται, προκειμένου για τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD13, AD12 και AD11, από τον πρόεδρο, κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα.

108    Εν προκειμένω, από την ίδια τη διατύπωση των αποφάσεων περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση προκύπτει ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν από τον πρόεδρο, όπως μαρτυρεί η υπογραφή του κάτωθεν των κειμένων τους.

109    Ο προσφεύγων επικαλείται, ωστόσο, το γεγονός ότι, με το addendum της 24ης Μαρτίου 2010, ο πρόεδρος επισήμανε ότι τα «μέτρα [εφαρμογής]» της αποφάσεως περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα, ήτοι ο καθορισμός των νέων αρμοδιοτήτων του, «[θα λαμβάνονταν] από τον γενικό γραμματέα». Εκ μόνης της διατυπώσεως αυτής δεν δύναται, εντούτοις, να συναχθεί ότι οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, οι οποίες φέρουν την υπογραφή του προέδρου, εκδόθηκαν στην πραγματικότητα από τον γενικό γραμματέα και όχι από τον πρόεδρο. Εξάλλου, με το addendum της 24ης Μαρτίου 2010, ο πρόεδρος είχε τονίσει ότι τα εν λόγω «μέτρα [εφαρμογής]» θα εκτελούνταν «υπό την εξουσία του».

110    Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι, στο κείμενο των αποφάσεων περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, ο πρόεδρος ανέφερε ότι αυτές είχαν ληφθεί «με τη συμφωνία του γενικού γραμματέα», μια τέτοια διατύπωση, καίτοι ατυχής, δεν σημαίνει ότι ο πρόεδρος είχε εσφαλμένως θεωρήσει ότι υποχρεούται να λάβει τη σύμφωνη γνώμη του γενικού γραμματέα και ότι είχε προβεί σε πεπλανημένη εκτίμηση του εύρους των εξουσιών που του απονέμει το άρθρο 72, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, του εσωτερικού κανονισμού.

111    Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από αναρμοδιότητα του εκδότη της πράξεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

112    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος, παραλείποντας να προβεί σε ακρόασή του προ της εκδόσεως των αποφάσεων περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, παραβίασε την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη.

113    Η ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

114    Έχει κριθεί ότι η έκδοση αποφάσεως για τοποθέτηση υπαλλήλου σε νέα θέση παρά τη βούλησή του, η οποία μελετάται στο πλαίσιο σχέσεων που παρουσιάζουν προβλήματα, όπως το πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, προϋποθέτει την τήρηση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και ελλείψει οιασδήποτε ρυθμίσεως αφορώσας ειδικώς την οικεία διαδικασία (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C‑59/06 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 46).

115    Συνεπώς, μια τέτοια απόφαση δύναται να ληφθεί μόνον εφόσον ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί του σχεδίου αποφάσεως, στο πλαίσιο προφορικής ή/και γραπτής επικοινωνίας η οποία εγκαινιάσθηκε με πρωτοβουλία της ΑΔΑ και της οποίας το βάρος αποδείξεως φέρει η ίδια η ΑΔΑ (προπαρατεθείσα απόφαση Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 47).

116    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, ο πρόεδρος ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεσή του να προβεί σε τοποθέτησή του σε νέα θέση, καθώς γνωστοποίησε σε αυτόν ότι προσεχώς επρόκειτο να του ανατεθούν «καθήκοντα αντίστοιχα των προσόντων και του βαθμού του [...] σε μονάδα διαφορετική της νομικής υπηρεσίας».

117    Συνεπώς, ο προσφεύγων, αποδέκτης της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2010, είχε την ευχέρεια να διατυπώσει οιαδήποτε παρατήρηση επί του σχεδίου τοποθετήσεώς του σε νέα θέση το οποίο τον αφορούσε.

118    Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να καταστήσει γνωστή την άποψή του προ της εκδόσεως, εκ μέρους του προέδρου, των αποφάσεων περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

119    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση δεν είναι αιτιολογημένες, κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη.

120    Η ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

121    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ως σκοπό να παρέχει στον μεν ενδιαφερόμενο επαρκή στοιχεία ούτως ώστε αυτός να αξιολογεί το βάσιμο της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, στο δε Δικαστήριο ΔΔ τη δυνατότητα να ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας της πράξεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπροσθέτως, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη ορίζει ότι το θεμελιώδες δικαίωμα σε χρηστή διοίκηση εμπερικλείει «την υποχρέωση της [Δ]ιοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της».

122    Εξάλλου, απόφαση που συνεπάγεται τη μετακίνηση υπαλλήλου παρά τη θέλησή του συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 25 του ΚΥΚ και, ως εκ τούτου, πρέπει να είναι αιτιολογημένη (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1999, T‑129/98, Sabbioni κατά Επιτροπής, σκέψη 28).

123    Τέλος, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1977, 61/76, Geist κατά Επιτροπής, σκέψη 28, και της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C‑169/88, Prelle κατά Επιτροπής, σκέψη 9). Ειδικότερα, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όταν εκδίδεται εντός πλαισίου γνωστού στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2004, T‑198/02, N κατά Επιτροπής, σκέψη 70).

124    Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, μια απόφαση θεωρείται εκδοθείσα εντός πλαισίου γνωστού στον οικείο υπάλληλο και, συνεπώς, ανταποκρίνεται στις κατ’ άρθρο 25 του ΚΥΚ επιταγές περί αιτιολογήσεως οσάκις οι περιστάσεις υπό τις οποίες η οικεία πράξη εκδόθηκε, καθώς και τα υπηρεσιακά σημειώματα και οι λοιπές κοινοποιήσεις που τη συνοδεύουν, παρέχουν τη δυνατότητα γνώσεως των ουσιωδών στοιχείων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην απόφασή της (προπαρατεθείσα απόφαση Sabbioni κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 30).

125    Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση δεν είναι επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένες και ότι, ειδικότερα, η απόφαση περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα περιορίζεται σε γενικόλογη επίκληση του «υπηρεσιακού συμφέροντος».

126    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση εκδόθηκαν εντός πλαισίου γνωστού στον προσφεύγοντα. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010 ο πρόεδρος επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι το μέτρο τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, το οποίο επρόκειτο να εφαρμοσθεί προσεχώς, δικαιολογείτο λόγω της απορρίψεως των ισχυρισμών περί «ηθικής παρενοχλήσεως στον χώρο εργασίας» που αυτός είχε διατυπώσει εις βάρος του γενικού γραμματέα· ο πρόεδρος πρόσθεσε δε ότι το εν λόγω μέτρο, όπως και τα λοιπά μέτρα που ενδέχετο να ληφθούν στο πλαίσιο της νέας αυτής τοποθετήσεως, στόχευε «στην ομαλή επιτέλεση του διοικητικού έργου» και στην «αντιμετώπιση της ελλείψεως συνεννοήσεως και των διαφορών στους κόλπους της γενικής γραμματείας, στο πλαίσιο τηρήσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ασκήσεως εκ μέρους ενός εκάστου των διαφόρων οργάνων των δικών του αρμοδιοτήτων, καθηκόντων και εξουσιών». Εξάλλου, το περιεχόμενο της διοικητικής ενστάσεως που ο προσφεύγων υπέβαλε κατά των επίδικων αποφάσεων καταδεικνύει ότι αυτός είχε επίγνωση του γεγονότος ότι οι εν λόγω αποφάσεις είχαν ληφθεί εξαιτίας του αβάσιμου, κατά την άποψη της Διοικήσεως, χαρακτήρα της αιτήσεως αρωγής και της αιτήσεως διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF.

127    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση δεν παρέσχε στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο των εν λόγω αποφάσεων, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, μια ανεπαρκής αιτιολογία δύναται να θεραπευθεί με συμπληρωματικές διευκρινίσεις που παρέχει η Διοίκηση κατά τη διάρκεια της δίκης (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑158/94, Brunagel κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 115). Τούτο συνέβη εν προκειμένω, καθόσον, με τα υπομνήματά της αντικρούσεως και ανταπαντήσεως, η ΕΟΚΕ εξέθεσε εμπεριστατωμένα τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων ερείδονται οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Ειδικώς με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η ΕΟΚΕ επισήμανε ότι «ο προσωπικός χαρακτήρας και η σφοδρότητα των διαφόρων κατηγοριών που ο προσφεύγων [είχε διατυπώσει] με την καταγγελία του, εις βάρος ιδίως του [γ]ενικού γραμματέα, [είχαν] κλονίσει την εμπιστοσύνη που απαιτείται να υπάρχει στο πρόσωπο του προσφεύγοντος ως προϊσταμένου [της νομικής υπηρεσίας]» και ότι «η μόνη βιώσιμη λύση από πλευράς τόσο του συμφέροντος του οργάνου όσο και του συμφέροντος του προσφεύγοντος [ήταν] η τοποθέτησή του σε θέση η οποία δεν συνεπ[αγόταν] στενή συνεργασία με τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα».

128    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των άρθρων 12α, 22α και 86 του ΚΥΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

129    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, κατά παράβαση των άρθρων 12α, 22α και 86 του ΚΥΚ, υπέστη συγκεκαλυμμένη κύρωση λόγω του γεγονότος ότι ζήτησε την αρωγή του εργοδότη του και ότι ενημέρωσε αυτόν για την ύπαρξη σοβαρών παρατυπιών που είχε τελέσει ο γενικός γραμματέας.

130    Η ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

131    Το άρθρο 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ορίζει ότι «[ο] υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου» και ότι «[ο] υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως». Το άρθρο 22α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει, εξάλλου, ότι ο υπάλληλος ο οποίος, έχοντας λάβει γνώση γεγονότων εκ των αναφερόμενων στο άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ήτοι γεγονότων βάσει των οποίων πιθανολογείται η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας, «συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα [της Ένωσης]» ή σοβαρής παραβάσεως υπαλληλικών υποχρεώσεων, ενημερώνει αμελλητί τον ανώτερό του ή απευθείας την OLAF, «δεν υφίσταται από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια [...] εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα». Τέλος, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, «[κ]άθε παράλειψη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει υπάλληλος ή τέως υπάλληλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία γίνεται εκουσίως ή εξ αμελείας αποτελεί λόγο πειθαρχικής κυρώσεως».

132    Εν προκειμένω, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο προσφεύγων υπέστη δυσμενή συνέπεια μετά την κοινοποίηση του σημειώματός του της 7ης Δεκεμβρίου 2009, με το οποίο, μεταξύ άλλων, υπέβαλε την αίτηση αρωγής και την αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF. Πράγματι, λόγω της αποστολής του εν λόγω σημειώματος, ο υπάλληλος επαύθη από τα καθήκοντα του υπευθύνου της νομικής υπηρεσίας τα οποία ασκούσε από 1ης Ιουνίου 1997.

133    Πλην όμως, μια τέτοια δυσμενής συνέπεια δύναται να στοιχειοθετεί παράβαση, εκ μέρους της ΕΟΚΕ, των άρθρων 12α και 22α του ΚΥΚ μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι ο προσφεύγων γνωστοποίησε πράγματι, καλοπίστως, στοιχεία βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη, αφενός, ηθικής παρενοχλήσεως της οποίας υπήρξε θύμα και, αφετέρου, παράνομης δραστηριότητας, ιδίως απατής ή δωροδοκίας, ή σοβαρής παραβάσεως υπαλληλικών υποχρεώσεων.

134    Συναφώς, προκειμένου να εξακριβώσει εάν υπάλληλος άσκησε καλοπίστως το προβλεπόμενο από τα άρθρα 12α και 22α του ΚΥΚ δικαίωμα κοινολογήσεως, το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να λάβει υπόψη μια σειρά παραγόντων.

135    Το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει κατ’ αρχάς να εξακριβώσει εάν οι πληροφορίες που ο υπάλληλος αποφασίζει να κοινοποιήσει στον ανώτερό του ή απευθείας στην OLAF αφορούν παρατυπίες οι οποίες, εφόσον αποδειχθούν διαπραχθείσες, είναι πρόδηλης σοβαρότητας. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ μνημονεύει την απάτη ή τη δωροδοκία μεταξύ των παράνομων δραστηριοτήτων των οποίων προβλέπεται η καταγγελία και προσθέτει ότι αυτές πρέπει να είναι «επιζήμι[ες] για τα συμφέροντα [της Ένωσης]». Ομοίως, κατά το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καταγγελία της παραβάσεως υπαλληλικών υποχρεώσεων χωρεί μόνον εφόσον η παράβαση είναι «σοβαρή».

136    Ο δεύτερος παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η αλήθεια ή, τουλάχιστον, η αληθοφάνεια των κοινολογούμενων πληροφοριών. Συγκεκριμένα, η άσκηση της ελευθέρας εκφράσεως, της οποίας άπτεται η δυνατότητα υπαλλήλου να καταγγείλει ηθική παρενόχληση ή παράνομες πράξεις ή σοβαρή παράβαση υπαλληλικών υποχρεώσεων, εμπερικλείει υποχρεώσεις και οιοσδήποτε επιλέγει να κοινολογήσει τέτοιες πληροφορίες οφείλει να εξακριβώσει με επιμέλεια, στον βαθμό κατά τον οποίο το επιτρέπουν οι περιστάσεις, την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους. Συνεπώς, ο υπάλληλος που καταγγέλλει παρατυπίες οι οποίες, κατά την άποψή του, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 12α και 22α του ΚΥΚ οφείλει να βεβαιωθεί ότι οι κατηγορίες που διατυπώνει στηρίζονται σε ακριβή πραγματικά περιστατικά ή, τουλάχιστον, σε «αποχρώσα πραγματική βάση» (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Heinisch κατά Γερμανίας της 21ης Ιουλίου 2011, προσφυγή υπ’ αριθ. 28274/08, § 79). Συναφώς, έχει κριθεί, αφενός, ότι το άρθρο 22α του ΚΥΚ αφορά μόνον τη γνωστοποίηση συγκεκριμένων γεγονότων των οποίων η πρώτη αξιολόγηση ηδύνατο να οδηγήσει τον υπάλληλο που προέβη στη γνωστοποίηση σε εύλογη εικασία περί της υπάρξεως παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως και, αφετέρου, ότι, κατά την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας που υπέχουν οι υπάλληλοι, η υποχρέωση διαφυλάξεως της αξιοπρέπειας του λειτουργήματός τους και το καθήκον εντιμότητάς τους, καθώς και η υποχρέωση σεβασμού της τιμής και του τεκμηρίου αθωότητας των εμπλεκομένων προσώπων (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Ιανουαρίου 2011, F‑77/09, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 66 έως 70).

137    Το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει επίσης να λαμβάνει υπόψη τα μέσα που χρησιμοποίησε ο υπάλληλος για την κοινολόγηση, ενώ, προκειμένου για παρατυπίες του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, οφείλει να εξακριβώνει εάν ο υπάλληλος απευθύνθηκε στο αρμόδιο όργανο ή αρχή, ήτοι «τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την [OLAF]».

138    Τέλος, το κίνητρο του υπαλλήλου που καταγγέλλει παρατυπίες αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που πρέπει να συνεκτιμάται κατά τον έλεγχο του καλόπιστου ή μη χαρακτήρα της καταγγελίας. Μια καταγγελία η οποία εκπηγάζει από προσωπική πικρία ή έχθρα ή ακόμη από την προοπτική χρηματικού οφέλους δεν δύναται να θεωρηθεί καλόπιστη.

139    Αυτές ακριβώς οι παράμετροι πρέπει να αποτελέσουν και τον γνώμονα του Δικαστηρίου ΔΔ κατά την εξέταση του βασίμου του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των άρθρων 12α, 22α και 86 του ΚΥΚ.

140    Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι, με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009, ο προσφεύγων διατύπωσε σοβαρές κατηγορίες, κυρίως κατά του γενικού γραμματέα, κατηγορώντας τον για εις βάρος του ηθική παρενόχληση και για την επίδειξη ανοχής σε παράνομες δραστηριότητες, ορισμένες εκ των οποίων στοιχειοθετούν αδικήματα του βελγικού ποινικού κώδικα.

141    Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά, ωστόσο, ότι το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009 δεν περιείχε κανένα στοιχείο ικανό να θεμελιώσει εικασία περί ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ή παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως υπαλληλικών υποχρεώσεων, κατά την έννοια του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ .

142    Συγκεκριμένα, πρώτον, ο προσφεύγων κατηγόρησε τον γενικό γραμματέα για εις βάρος του ηθική παρενόχληση, υποστηρίζοντας ότι αυτός τού άσκησε πίεση προκειμένου να συντάξει νομικές γνωμοδοτήσεις ενέχουσες νομικές πλημμέλειες. Πλην όμως, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο αποδεικνύον ή, τουλάχιστον, επιτρέπον την εύλογη εικασία ότι υπήρξε θύμα συμπεριφορών που έθιξαν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητά του.

143    Δεύτερον, ο προσφεύγων κατήγγειλε επίσης ότι ο γενικός γραμματέας δεν ενημέρωσε την OLAF για την περίπτωση υπαλλήλου που υπεξαίρεσε υλικό της ΕΟΚΕ και ότι αυτός δεν υπέβαλε καμία πειθαρχική κύρωση στον συγκεκριμένο υπάλληλο. Εντούτοις, μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους του γενικού γραμματέα δεν δύναται να χαρακτηρισθεί παρανομία ή σοβαρή παράβαση υπαλληλικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, λαμβανομένων ιδίως υπόψη, αφενός, της μικρής αξίας του υπεξαιρεθέντος υλικού και, αφετέρου, της γνωμοδοτήσεως του πειθαρχικού συμβουλίου υπέρ της μη επιβολής στον εν λόγω υπάλληλο πειθαρχικής κυρώσεως. Επιβάλλεται, εξάλλου, η επισήμανση ότι, βάσει του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ο γενικός γραμματέας απηύθυνε προειδοποίηση στον συγκεκριμένο υπάλληλο.

144    Τρίτον, ο προσφεύγων προσήψε στον γενικό γραμματέα παράβαση τόσο των διατάξεων του άρθρου 27 του δημοσιονομικού κανονισμού όσο και εκείνων του άρθρου 21, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, κατά τον προσφεύγοντα, ο γενικός γραμματέας έδωσε εντολή να καταβληθεί στον δικηγόρο του προαναφερθέντος με την προηγούμενη σκέψη υπαλλήλου το ποσό των 32 019 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αμοιβή του για τις υπηρεσίες του όχι μόνο στο πλαίσιο της κινηθείσας κατά του εν λόγω υπαλλήλου πειθαρχικής διαδικασίας, αλλά και στο πλαίσιο της έρευνας που προηγήθηκε της πειθαρχικής διαδικασίας. Όπως υπενθυμίζει ο προσφεύγων, το άρθρο 21, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ορίζει ότι το όργανο υποχρεούται να αναλάβει μόνον τα έξοδα που προκαλούνται στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας η οποία δεν κατέληξε σε επιβολή κυρώσεως.

145    Εντούτοις, δεν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω δικηγορική αμοιβή δεν συνδέεται αποκλειστικώς με την πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε κατά του ένοχου για αδικήματα υπαλλήλου. Εξάλλου, ακόμη και αν ο προσφεύγων, υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας, μπορούσε να εκφράσει θεμιτώς επιφυλάξεις για το ύψος του εν λόγω ποσού, βασιζόμενος στη σύγκρισή του με αντίστοιχα ποσά σε παρόμοιες διαδικασίες υπαλληλικών υποθέσεων, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της πειθαρχικής διαδικασίας και του αριθμού των συνεδριάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου, το ποσό αυτό ήταν προδήλως υπέρογκο και ότι, συνεπώς, η οδηγία του γενικού γραμματέα για καταβολή του δικαιολογούσε την αίτηση διαβιβάσεως της υποθέσεως στην OLAF.

146    Τέταρτον, ομοίως με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009, ο προσφεύγων κατήγγειλε τις παρατυπίες που τελέσθηκαν το 2009 στο πλαίσιο των διαδικασιών για την πλήρωση των θέσεων του διευθυντή της Διευθύνσεως A Συμβουλευτικών Εργασιών και του διευθυντή της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων, παρατυπίες οι οποίες αφορούσαν κυρίως τα απαιτούμενα για τις εν λόγω θέσεις τυπικά προσόντα, τη σύνθεση των επιτροπών επιλογής ή την εξέταση των υποψηφιοτήτων. Μολονότι είναι αληθές ότι ο ίδιος ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου επιβεβαίωσε, με την έκθεση του, την ύπαρξη «ατοπημάτων», από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα ατοπήματα αυτά είχαν τη σοβαρότητα των παρατυπιών για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Τέλος, με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009, ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος διευκρίνισε, αφενός, ότι ο προκριθείς για τη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως A Συμβουλευτικών Εργασιών υποψήφιος είχε επιλεγεί κατόπιν διαδικασίας απηλλαγμένης από «πιθανότητες σφάλματος ή απάτης» και, αφετέρου, ότι η διαδικασία που οργανώθηκε για την πρόσληψη του διευθυντή της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων είχε εν τέλει ακυρωθεί λίγο προ της εκ μέρους του αποστολής του σημειώματος της 7ης Δεκεμβρίου 2009.

147    Πέμπτον, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο γενικός γραμματέας προέβη σε νόσφιση των εξουσιών του προεδρείου ή του προέδρου σε σχέση με τον διορισμό ορισμένων υψηλόβαθμων υπαλλήλων της ΕΟΚΕ. Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι, κατά την ημερομηνία αποστολής του σημειώματος της 7ης Δεκεμβρίου 2009, ο γενικός γραμματέας εκτελούσε, από ενός και πλέον έτους, χρέη προσωρινού διευθυντή της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων, μια τέτοια κατάσταση, καίτοι χαρακτηριζόμενη ως «αφύσικη» στην έκθεση του προϊσταμένου του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου, δεν ήταν σοβαρότητας τέτοιας ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταγγελίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Το αυτό ισχύει και για την αιτίαση που διατυπώνει ο προσφεύγων κατά του γενικού γραμματέα περί ανακριβούς περιγραφής των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων του αναπληρωτή γενικού γραμματέα.

148    Τέλος, με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009, ο προσφεύγων εστράφη και κατά του προϊσταμένου της μονάδος «Πρόσληψη, σταδιοδρομία, επιμόρφωση» της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων, κατηγορώντας τον για παράβαση του άρθρου 11α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, κατ’ επιταγήν του οποίου, «[κ]ατά την άσκηση των καθηκόντων του [...] ο υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσεως ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του». Συναφώς, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει πράγματι ότι ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδος της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων και Χρηματοοικονομικών Πόρων ήταν υποψήφιος για τη θέση του διευθυντή της ίδιας διευθύνσεως και είχε προσπαθήσει να πείσει τα μέλη της νομικής υπηρεσίας για τον πεπλανημένο χαρακτήρα γνωμοδοτήσεώς της επί της δυνατότητας υπαλλήλου με βαθμό AD 14 να υποβάλει υποψηφιότητα για την εν λόγω θέση. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων του εν λόγω προϊσταμένου μονάδος, η εκ μέρους του διατύπωση αντιρρήσεων επί του περιεχομένου γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας δεν δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να συνιστά παράβαση, εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου, των απορρεουσών από το άρθρο 11α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ υποχρεώσεών του.

149    Συνεπώς, οι πληροφορίες που περιέχονταν στο σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009 δεν αποκάλυπταν την ύπαρξη διοικητικών παρατυπιών σοβαρότητας τέτοιας ώστε να εικάζεται ηθική παρενόχληση εις βάρος του προσφεύγοντος ή, εν γένει, η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας, ιδίως απάτης ή δωροδοκίας, ή η ύπαρξη σοβαρής παραβάσεως υπαλληλικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ .

150    Εξάλλου, ενώ το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι ο υπάλληλος που προτίθεται να ασκήσει το κατοχυρούμενο με το εν λόγω άρθρο δικαίωμά του καταγγελίας οφείλει να «ενημερώ[σ]ει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις», επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο προσφεύγων δεν περιορίσθηκε στην αποστολή του σημειώματος της 7ης Δεκεμβρίου 2009 στον πρόεδρο και στους προέδρους των ομάδων, αλλά, με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε την ίδια ημέρα, ενημέρωσε τα λοιπά μέλη του προεδρείου ότι είχε μόλις καταθέσει στα γραφεία των ομάδων τους, υπ’ όψιν ενός εκάστου αυτών, φάκελο ο οποίος περιείχε αντίγραφο του εν λόγω σημειώματος. Δίδοντας ιδιαιτέρως εκτεταμένη δημοσιότητα στις κατηγορίες που διατύπωνε με το εν λόγω σημείωμα, ο ενδιαφερόμενος παρέβη την υποχρέωση της μέγιστης επιμέλειας και σύνεσης που πρέπει να επιδεικνύονται κατά τη διαχείριση της δημοσιότητας αιτιάσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της OLAF (προπαρατεθείσα απόφαση Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 80).

151    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσφεύγων αβασίμως υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, οι οποίες, εξάλλου, δεν έθιξαν την ιδιότητά του του προϊσταμένου μονάδος, εκδόθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 12α, παράγραφος 2, και 22α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ή ότι αυτές συνιστούν συγκεκαλυμμένη κύρωση κατά παράβαση του άρθρου 86 του ΚΥΚ.

152    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

153    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση ενέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθώς συγκρούονται με το υπηρεσιακό συμφέρον. Ο προσφεύγων τονίζει ειδικότερα ότι, μετά τη μετακίνησή του, η θέση του προϊστάμενου της νομικής υπηρεσίας παρέμεινε κενή και ότι η ΕΟΚΕ καθυστέρησε να ενημερώσει το οργανόγραμμά της με τις τροποποιήσεις που επέφεραν στην εσωτερική οργανωτική δομή της οι εν λόγω αποφάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 71, παράγραφος 6, του εσωτερικού κανονισμού. Ο προσφεύγων προσθέτει, τέλος, ότι οι νέες του αρμοδιότητες υπολείπονται ουσιωδώς εκείνων που ασκούσε προ της τοποθετήσεώς του σε νέα θέση.

154    Η ΕΟΚΕ αντιτείνει ότι οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση ελήφθησαν προς το συμφέρον της υπηρεσίας, κατόπιν της διαρρήξεως της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ του προσφεύγοντος και του γενικού γραμματεία, εξαιτίας των αβάσιμων προσωπικών επιθέσεων του πρώτου κατά του δευτέρου. Κατά την ΕΟΚΕ, η μόνη βιώσιμη λύση τόσο από πλευράς του συμφέροντος της ΕΟΚΕ όσο και από πλευράς του συμφέροντος του προσφεύγοντος υπαγόρευε την τοποθέτηση του προσφεύγοντος σε θέση αποκλείουσα οιαδήποτε στενή συνεργασία με τον γενικό γραμματέα.

155    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει επίσης ότι, εν αντιθέσει προς τις δηλώσεις του, η νέα θέση του προσφεύγοντος δεν συνεπάγεται ουσιώδη υποβάθμιση των καθηκόντων του.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

156    Κατά τη νομολογία, ενώ η Διοίκηση έχει κάθε συμφέρον να τοποθετεί τους υπαλλήλους της στις διάφορες θέσεις σε συνάρτηση με τις ικανότητες και τις προσωπικές προτιμήσεις τους, δεν δύναται να αναγνωρισθεί στους υπαλλήλους αυτούς το δικαίωμα να ασκούν ή να διατηρούν συγκεκριμένα καθήκοντα. Συνεπώς, ακόμη και αν ο ΚΥΚ, ειδικότερα δε το άρθρο 7 αυτού, δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα τοποθετήσεως υπαλλήλου «σε νέα θέση», κατά πάγια νομολογία, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως τόσο ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί όσο και ως προς την τοποθέτηση, για τις ανάγκες της εν λόγω αποστολής, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση, όμως, αφενός, ότι η τοποθέτηση αυτή ενεργείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, αφετέρου, ότι τηρείται η ισοτιμία των θέσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 6· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 25ης Ιανουαρίου 2007, F‑55/06, de Albuquerque κατά Επιτροπής, σκέψη 55).

157    Εν προκειμένω, επιβάλλεται, επομένως, να εξετασθεί αν οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση πληρούν τις δύο προαναφερθείσες προϋποθέσεις. 

–       Επί του υπηρεσιακού συμφέροντος

158    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η υπόμνηση ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο έλεγχος του Δικαστηρίου ΔΔ ως προς την τήρηση του όρου περί υπηρεσιακού συμφέροντος πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η ΑΔΑ κινήθηκε εντός εύλογων ορίων και αν αυτή προέβη ή όχι σε προδήλως πεπλανημένη χρήση της εξουσίας της εκτιμήσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 53).

159    Συναφώς, κατά τη νομολογία, τα προβλήματα που ανάγονται σε εσωτερικές σχέσεις, όταν προκαλούν εντάσεις που παρακωλύουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δύνανται να δικαιολογήσουν, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τη μετάθεση του υπαλλήλου προκειμένου να τερματισθεί η αφόρητη πλέον διοικητική κατάσταση (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 22, και της 12ης Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, σκέψη 41· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, σκέψη 88). Μια τέτοια τοποθέτηση, η οποία αποφασίζεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν προαπαιτεί τη συγκατάθεση του οικείου υπαλλήλου (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑23/96, De Persio κατά Επιτροπής, σκέψη 138). Εξάλλου, κατά την εξέταση του ζητήματος κατά πόσον οι τεταμένες σχέσεις δύνανται να δικαιολογήσουν, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τη μετάθεση υπαλλήλου, είναι αδιάφορη η ταυτότητα του υπευθύνου για τα επίμαχα περιστατικά ή το βάσιμο ή μη των μομφών που διατυπώνονται (βλ. συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1979, 124/78, List κατά Επιτροπής, σκέψη 13, και προπαρατεθείσα απόφαση Ojha κατά Επιτροπής, σκέψη 41).

160    Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα, οι σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και του γενικού γραμματέα ήταν, λόγω του σημειώματος της 7ης Δεκεμβρίου 2009, ιδιαιτέρως τεταμένες. Λαμβανόμενης υπόψη της αποστολής της νομικής υπηρεσίας και, ειδικότερα, της αρωγής που αυτή πρέπει να παρέχει στον γενικό γραμματέα, οι σχέσεις αυτές ήταν φύσεως τέτοιας ώστε να διαταράσσουν τη λειτουργία της ΕΟΚΕ.

161    Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε, το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009 δεν περιείχε στοιχεία εκ των οποίων να μπορεί να πιθανολογηθεί η ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως ή παρατυπιών κατά την έννοια του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ο πρόεδρος, εκτιμώντας ότι το συμφέρον της υπηρεσίας επέτασσε τον τερματισμό διοικητικής καταστάσεως η οποία απέβαινε επιζήμια για την ΕΟΚΕ και δικαιολογούσε την τοποθέτηση του προσφεύγοντος σε νέα θέση, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. 

–       Επί της ισοτιμίας των θέσεων

162    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σε περίπτωση μεταβολής των ανατεθέντων σε υπάλληλο καθηκόντων, ο κανόνας αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως εργασίας, ο οποίος προβλέπεται ειδικώς από το άρθρο 7 του ΚΥΚ, επιβάλλει σύγκριση μεταξύ του βαθμού και των παρόντων καθηκόντων του υπαλλήλου και όχι σύγκριση μεταξύ των παρόντων και των προγενέστερων καθηκόντων του (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 8ης Μαΐου 2008, F‑119/06, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 96).

163    Συνεπώς, ο κανόνας αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως δεν αποκλείει να επέρχεται, συνεπεία αποφάσεως, ανάθεση νέων καθηκόντων, τα οποία, μολονότι διαφέρουν των παλαιών και εκλαμβάνονται από τον οικείο υπάλληλο ως συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του, συνάδουν προς τη θέση που αντιστοιχεί στον βαθμό του. Συνεπώς, μια πραγματική συρρίκνωση των καθηκόντων υπαλλήλου αντίκειται στον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως μόνον εφόσον τα νέα καθήκοντά του, συνολικώς θεωρούμενα, υπολείπονται σαφώς εκείνων που αντιστοιχούν στον βαθμό και στη θέση του υπαλλήλου κατά τη φύση, τη σημασία και το εύρος τους (προπαρατεθείσα απόφαση 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 7· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1990, T‑46/89, Pitrone κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

164    Tέλος, μολονότι διασφαλίζει τον κτηθέντα βαθμό των υπαλλήλων, καθώς και θέση αντίστοιχη προς τον εν λόγω βαθμό, ο ΚΥΚ δεν αναγνωρίζει στους υπαλλήλους δικαίωμα σε συγκεκριμένη θέση, αλλά, αντιθέτως, καταλείπει στην ΑΔΑ την αρμοδιότητα να τοποθετεί τους υπαλλήλους, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, στις διάφορες θέσεις που αντιστοιχούν στον βαθμό τους (προπαρατεθείσα απόφαση W κατά Επιτροπής, σκέψη 102). Εξάλλου, καίτοι είναι αληθές ότι η Διοίκηση έχει κάθε συμφέρον να τοποθετεί τους υπαλλήλους σε συνάρτηση με τις ειδικές ικανότητες και τις προσωπικές τους προτιμήσεις, δεν δύναται να αναγνωρισθεί στους υπάλληλους το δικαίωμα να ασκούν ή να διατηρούν ειδικά καθήκοντα ή να αρνούνται κάθε άλλο καθήκον εμπίπτον στην περιγραφή της θέσεώς τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1981, 218/80, Kruse κατά Επιτροπής, σκέψη 7, της 1ης Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Seton κατά Επιτροπής, σκέψεις 41 έως 44, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση W κατά Επιτροπής, σκέψη 105).

165    Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι με την απόφαση περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Διοικητικής Μέριμνας «ως προϊστάμενος μονάδος και με μεταφορά της οργανικής θέσεώς του», «προκειμένου ιδίως να ασχολείται με τις νομικές υποθέσεις που σχετίζονται με τις συμβάσεις και τους διαγωνισμούς». Δεν αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι τα νέα αυτά καθήκοντα δεν αντιστοιχούσαν στον βαθμό του ενδιαφερομένου. Μολονότι ο προσφεύγων επισημαίνει ότι τα νομικά ζητήματα που σχετίζονται με τις συμβάσεις και τους διαγωνισμούς ήταν, προ της τοποθετήσεώς του στη νέα θέση, δευτερεύουσας σημασίας εντός της ΕΟΚΕ, εκ του στοιχείου αυτού δεν δύναται να συναχθεί ότι το έργο της επιλύσεως των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν σε σχέση με τις συμβάσεις και τους διαγωνισμούς στους κόλπους της Διευθύνσεως Διοικητικής Μέριμνας δεν ηδύνατο, μετά την τοποθέτηση του προσφεύγοντος στη νέα του θέση, να ενισχυθεί από πλευράς σπουδαιότητας και, χάρις στη νομική πείρα αυτού, να αναχθεί σε τομέα αυξημένης σημασίας εντός της ΕΟΚΕ. Εξάλλου, ο ίδιος ο προσφεύγων αναγνωρίζει ότι του ανετέθη η σύνταξη vade-mecum για τις νομικές πτυχές των συμβάσεων και των διαγωνισμών.

166    Τέλος, το γεγονός ότι τα νέα καθήκοντα του προσφεύγοντος δεν άπτονται πλέον διευθυντικής θέσεως δεν αποδεικνύει ότι αυτά υπολείπονται εκείνων που αντιστοιχούν στον βαθμό του προσφεύγοντος, καθόσον, όπως έχει κριθεί, οι υψηλότεροι βαθμοί της ιεραρχίας δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην αποκλειστικό προνόμιο των προσώπων που κατέχουν θέσεις στελέχους, αλλά μπορούν να καταλαμβάνονται και από υπαλλήλους οι οποίοι ασκούν καθήκοντα συμβούλου υψηλού επιπέδου (προπαρατεθείσα απόφαση Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 101).

167    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσφεύγων αβασίμως υποστηρίζει ότι η απόφαση περί νέας τοποθετήσεώς του δεν σέβεται την ισοτιμία των θέσεων.

168    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής και από παραβίαση της αρχή της χρηστής διοικήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

169    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η AΔΑ, εκδίδοντας, με άκαιρη σπουδή και άνευ ερείσματος, τις αποφάσεις περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, παρέβη το καθήκον αρωγής και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι παρέμεινε άνευ θέσεως επί τουλάχιστον δεκατρείς ημέρες, κατά το διάστημα μεταξύ της 24ης Μαρτίου και της 13ης Απριλίου 2010.

170    Η ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

171    Μολονότι, κατά πάγια νομολογία, το καθήκον αρωγής που η Διοίκηση υπέχει έναντι των υπαλλήλων της αποτελεί έκφραση της ισορροπίας των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ο ΚΥΚ έχει καθιερώσει στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας, οι απορρέουσες από το καθήκον αρωγής επιταγές δεν δύνανται να εμποδίζουν την ΑΔΑ να λαμβάνει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία προς το συμφέρον της υπηρεσίας, αφού η πλήρωση οιασδήποτε θέσεως πρέπει να στηρίζεται πρωτίστως στο συμφέρον της υπηρεσίας. Λαμβανομένου υπόψη του εύρους της εξουσίας εκτιμήσεως της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο έλεγχος του Δικαστηρίου ΔΔ πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η ΑΔΑ κινήθηκε εντός εύλογων ορίων και αν αυτή προέβη ή όχι σε προδήλως πεπλανημένη άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως.

172    Εν προκειμένω, εφόσον, όπως μόλις επισημάνθηκε, οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση ελήφθησαν προς το συμφέρον της υπηρεσίας και εφόσον ουδόλως αποδεικνύεται ότι αυτές συνιστούν συγκεκαλυμμένη κύρωση, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής και από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, το στοιχείο ότι ο προσφεύγων παρέμεινε, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, άνευ θέσεως μεταξύ 24ης Μαρτίου και 13ης Απριλίου 2010, καίτοι επικριτέο, δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας των εν λόγω αποφάσεων.

173    Συνεπώς, ο έκτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 22β του ΚΥΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

174    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, τέλος, ότι η ΑΔΑ παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 22β του ΚΥΚ, καθώς δεν του κοινοποίησε εντός 60 ημερών από της καταθέσεως του σημειώματός του της 7ης Δεκεμβρίου 2009 κάθε χρήσιμη πληροφορία περί της προθεσμίας μετά την εκπνοή της οποίας αυτός δικαιούτο, σε περίπτωση αδράνειας της Διοικήσεως, να κοινοποιήσει τα περιλαμβανόμενα στο σημείωμά του στοιχεία στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.

175    Η ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

176    Κατά το άρθρο 22β, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, «[ο] υπάλληλος ο οποίος κοινολογεί πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22α, στον Πρόεδρο της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], στον Πρόεδρο του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή δεν υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια από πλευράς του οργάνου στο οποίο ανήκει, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι: α) ο υπάλληλος λογικά και έντιμα πιστεύει ότι οι κοινολογηθείσες πληροφορίες, όπως και κάθε ισχυρισμός που περιέχεται σ’ αυτές είναι ουσιαστικά αληθείς και β) ο υπάλληλος έχει προηγουμένως κοινολογήσει τις ίδιες πληροφορίες στην OLAF ή στο όργανο στο οποίο υπηρετεί και έχει αφήσει να παρέλθει η προθεσμία που καθόρισε η OLAF ή το όργανο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, για την εκ μέρους τους ανάληψη κατάλληλης δράσης. Ο υπάλληλος ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω προθεσμία εντός 60 ημερών».

177    Εν προκειμένω, ο προβαλλόμενος από τον προσφεύγοντα λόγος ακυρώσεως θα ήταν λυσιτελής εάν η AΔΑ είχε εκδώσει επιζήμια για τον προσφεύγοντα απόφαση εξαιτίας της εκ μέρους του ενημερώσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22β του ΚΥΚ, του Προέδρου της Επιτροπής, του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Προέδρου του Συμβουλίου, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Πέραν, όμως, του γεγονότος ότι ούτε αποδεικνύεται ούτε άλλωστε υποστηρίζεται ότι ο προσφεύγων έκανε χρήση της προβλεπόμενης από το άρθρο 22β του ΚΥΚ διαδικασίας, οι αποφάσεις περί παύσεως από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεως σε νέα θέση δεν συνδέονται εν πάση περιπτώσει με την εν λόγω διαδικασία.

178    Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

179    Δεδομένου ότι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους ο προσφεύγων βάλλει κατά των αποφάσεων περί παύσεώς του από τα παλαιά καθήκοντα και περί τοποθετήσεώς του σε νέα θέση έχουν απορριφθεί στο σύνολό τους, το αίτημα περί ακυρώσεως των εν λόγω αποφάσεων πρέπει να απορριφθεί.

180    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι οι προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως απορρίφθηκαν στο σύνολό τους είτε ως απαράδεκτοι είτε ως αβάσιμοι.

3.     Επί του αποζημιωτικού αιτήματος

 Επιχειρήματα των διαδίκων

181    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι λόγω του παράνομου χαρακτήρα των προσβαλλόμενων με την υπό κρίση προσφυγή αποφάσεων υπέστη ηθική βλάβη, την οποία κατά δίκαιη και εύλογη κρίση αποτιμά στο ποσό των 15 000 ευρώ.

182    Ως προς την υλική ζημία την οποία διατείνεται ότι υπέστη, ο προσφεύγων τονίζει ότι υποχρεώθηκε να υποβληθεί σε νομικά έξοδα, λόγω της εκπροσωπήσεώς του από δικηγόρο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, έξοδα των οποίων ζητεί την απόδοση για ποσό ύψους 1 000 ευρώ.

183    Η ΕΟΚΕ ζητεί την απόρριψη του αποζημιωτικού αιτήματος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

184    Κατά πάγια νομολογία, στις υπαλληλικές υποθέσεις, τα αποζημιωτικά αιτήματα πρέπει να απορρίπτονται όταν συνδέονται στενά με ακυρωτικά αιτήματα που έχουν απορριφθεί ως αβάσιμα (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 2004, T‑330/03, Λιάκουρα κατά Συμβουλίου, σκέψη 69). Εν προκειμένω, δεδομένου ότι από την εξέταση των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος δεν προέκυψε καμία παρανομία των προσβαλλόμενων αποφάσεων και, συνεπώς, καμία πλημμέλεια ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της Διοικήσεως, το αίτημα περί αποκαταστάσεώς της υλικής ζημίας και περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας του παράνομου χαρακτήρα των προσβαλλόμενων αποφάσεων πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

185    Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία το αίτημα του προσφεύγοντος θα έπρεπε να νοηθεί και ως αίτημα για την εκ μέρους της ΕΟΚΕ αποκατάσταση ζημίας απορρέουσας από υπηρεσιακά πταίσματα τα οποία δεν συνδέονται στενώς με το ακυρωτικό αίτημα, θα επρόκειτο για αίτημα απαράδεκτο, δεδομένου ότι δεν έχει προηγηθεί διοικητική ένσταση κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

186    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

187    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται μόνον εν μέρει στα δικαστικά έξοδα ή, ακόμη, ότι αυτός δεν πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

188    Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο προσφεύγων είναι ο ηττηθείς διάδικος. Εξάλλου, η ΕΟΚΕ διατύπωσε ρητώς αίτημα για την καταδίκη αυτού στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, όπως έχει επισημανθεί, μολονότι τα στοιχεία που ο προσφεύγων παρέσχε με το σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 2009 δεν ήταν ικανά να αποδείξουν ή να καταστήσουν αληθοφανή την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως ή σοβαρών παρατυπιών κατά την έννοια του άρθρου 22α του ΚΥΚ, αυτά αποκάλυπταν την ύπαρξη σειράς παρατυπιών. Δεδομένου, συνεπώς, ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιβάλλεται να φέρει έκαστος των διαδίκων τα δικαστικά έξοδά του, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kreppel

Perillo

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 25η Σεπτεμβρίου 2012.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kreppel


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.